Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αῦτα
λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε.
|
ὐτὰ
σᾶς τὰ εἶπα, διὰ νὰ μὴν
κλονισθῆτε εἰς τὴν πίστιν σας, ὅταν
θὰ ἀντικρύσετε τὸ μῖσος, ποὺ
ὁ κόσμος αἰσθάνεται καὶ ἐκδηλώνει
ἐναντίον μου. |
ᾶς
εἶπα αὐτά, διὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῆτε
καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους, ποὺ
ἐκδηλώνει ἐναντίον μου ὁ κόσμος, κλονισθῆτε
εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ πίστιν σας.
|
2
Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς·
ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ
ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν
προσφέρειν τῷ Θεῷ.
|
2
Θὰ σᾶς ἀποκόψουν καὶ θὰ
σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὰς
συναγωγὰς των οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ
ἀκόμη περισσότερον, ἔρχεται ὥρα,
κατὰ τὴν ὁποίαν καθένας ποὺ
θὰ σᾶς φονεύσῃ θὰ νομίσῃ
ὅτι προσφέρει λατρείαν εἰς τὸν
Θεόν. (Τυφλωμένοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ
τὴν κακότητά των θὰ θεωροῦν
εὐάρεστον εἰς τὸν Θεὸν καὶ
ἀξιέπαινον ἔργον τὸν φόνον σας).
|
2
Θὰ σᾶς ἀφορίσουν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ θὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ
τὰς συναγωγάς των ὡς αἱρετικούς· ἀλλ’
ὡς νὰ μὴ ἦτο ἀρκετὸν αὐτό,
ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν
καθένας ποὺ θὰ σᾶς φονεύσῃ, θὰ
νομίσῃ, ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐγκληματεῖ,
ἀλλ’ ὅτι μὲ τὸν φόνον αὐτὸν
προσφέρει λατρείαν εἰς τὸν Θεόν.
|
3
Καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ
ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ.
|
3
Καὶ θὰ κάμουν ὅλα αὐτὰ
ἐναντίον σας, διότι, ἕνεκα τῆς
ἀμετανοήτου σκληροκαρδίας των, δὲν
ἐγνώρισαν τὸν Πατέρα οὔτε ἐμέ,
μολονότι τόσα καὶ τόσα ἤκουσαν.
|
3
Καὶ τοὺς σκληροὺς αὐτοὺς διωγμοὺς
θὰ τοὺς κάμουν, διότι ἐξ ἰδίας των
ὑπαιτιότητος καὶ τυφλώσεως δὲν ἐγνώρισαν
τὸν Πατέρα οὐδὲ ἐμέ. Δὲν ἔμαθαν
δηλαδή, ὅτι ὁ Πατήρ μου ἐξ ἀγαθότητος
ἄκρας ἠθέλησε νὰ σώσῃ τὸν κόσμον
καὶ ὅτι ἐγὼ ὁ Υἱός του
ἀπεστάλην παρ’ αὐτοῦ σωτὴρ καὶ
λυτρωτὴς ἐν τῷ κόσμῳ.
|
4
Ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν
ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, μνημονεύητε
αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν.
Ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς
οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ' ὑμῶν ἥμην.
|
4
Αὐτὰ ὅμως σᾶς τὰ εἶπα,
ὥστε ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα,
ποὺ θὰ τὰ βλέπετε νὰ πραγματοποιοῦνται,
νὰ ἐνθυμῆσθε τὰ λόγια μου, ὅτι
δηλαδὴ ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα,
διὰ νὰ μένετε σταθεροὶ καὶ ἄκαμπτοι
εἰς τὴν πίστιν καὶ τὸ ἔργον
σας. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ εὐθὺς
ἐξ ἀρχῆς, ποὺ σᾶς ἐκάλεσα
ὡς μαθητάς μου, διότι ἤμουνα κατὰ
τὸ διάστημα αὐτὸ καὶ μέχρι
σήμερα μαζῆ σας. |
4
Βλέπω ποίαν θλιβερὰν ἐντύπωσιν σᾶς προκαλοῦν
αἱ προρρήσεις μου αὐταί. Ἀλλὰ σᾶς
εἶπα ὅλα αὐτά, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ
ἡ ὥρα ποὺ θὰ συμβοῦν, νὰ
ἐνθυμῆσθε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν
διωγμῶν σας ταῦτα, καὶ ἐνθυμούμενοι,
ὅτι ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα,
νὰ ἐνισχύεσθε εἰς τὸ νὰ ὑπομένετε.
Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ ἐξ
ἀρχῇς, ἀφ’ ὅτου τὸ πρῶτον
μὲ ἐγνωρίσατε καὶ μὲ ἠκολουθήσατε,
διότι ἦμην μαζί σας καὶ ἡ παρουσία μου ἦτο
ἀρκετὴ ἐνίσχυσις διὰ σᾶς.
|
5
Νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν
πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ
ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις!
|
5
Τώρα δὲ πηγαίνω πρὸς Ἐκεῖνον,
ποὺ μὲ ἔστειλε. Καὶ διότι σεῖς
εἶσθε βαρυμένοι ἀπὸ τὴν λύπην
τοῦ χωρισμοῦ μας καὶ ἀπὸ τὰς
δυσκολίας καὶ τοὺς διωγμούς, ποὺ
σᾶς προανήγγειλα, κανένας ἀπὸ
σᾶς δὲν μὲ ἐρωτᾷ, ποῦ
πηγαίνεις! |
5
Τώρα ὅμως ἐγὼ πηγαίνω πρὸς ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς
τὸν κόσμον. Καὶ διότι εἶσθε ἀπερροφημένοι
ἀπὸ τὴν λύπην τοῦ χωρισμοῦ μας,
κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν μὲ
ἐρωτᾷ: Ποῦ πηγαίνεις; ὁπότε θὰ
σᾶς ἔλεγα καὶ ποία εἶναι ἡ δόξα,
ἡ ὁποία περιμένει καὶ ἐμὲ καὶ
σᾶς εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
6
Ἀλλ' ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν,
ἡ λύπη πεπλήρωκε ὑμῶν τὴν
καρδίαν. |
6
Ἀλλά, διότι σᾶς εἶπα αὐτά,
ἡ λύπη ἐγέμισε τὴν καρδίαν
σας. |
6
Ἀλλὰ διότι σᾶς ἔκαμα λόγον περὶ
τοῦ προσκαίρου χωρισμοῦ μας καὶ περὶ
τῶν θλίψεων καὶ διωγμῶν, ποὺ σᾶς
περιμένουν, ἡ λύπη ἔχει γεμίσει τὴν καρδίαν
σας, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ
προσέξετε καὶ εἰς τὰς χαροποιοὺς ὑποσχέσεις
μου. |
7
Ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν
λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν
ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. Ἐὰν
γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ
παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς
ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ,
πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς,
|
7
Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω τὴν
ἀλήθειαν καὶ προσέξατέ την·
εἶναι συμφέρον σας νὰ φύγω ἐγώ,
διὰ τοῦ σταυρικοὺ θανάτου, ἀπὸ
τὸν κόσμον αὐτόν. Διότι ἐὰν
ἐγὼ δὲν φύγω, ὁ Παράκλητος
δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς. Ἐὰν
ὅμως προσφέρω τὴν μεγάλην θυσίαν
καὶ πορευθῶ πρὸς τὸν Πατέρα,
θὰ στείλω τὸν Παράκλητον εἰς
σᾶς. |
7
Ἀλλ’ ὁσονδήποτε καὶ ἂν λυπῆσθε,
βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγὼ σᾶς λέγω
τὴν ἀλήθειαν· Σᾶς συμφέρει ἐγὼ
νὰ φύγω. Διότι, ἐὰν δὲν ἀποθάνω
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν
φύγω, ὁ Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθῃ
εἰς σᾶς. Ἐὰν ὅμως προσφέρω ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν
μου καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν
διὰ νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα
μου, θὰ σᾶς τὸν στείλω.
|
8
καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει
τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ
περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως.
|
8
Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος
θὰ ἐλέγξῃ τὸν ἁμαρτωλὸν
καὶ ἀμετανόητον κόσμον περὶ
μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν
ὁ κόσμος διαπράττει τώρα καὶ
περὶ δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν
καταπατοῦν αὐτοί ποὺ ἐτοιμάζουν
τὴν σταύρωσίν μου καὶ περὶ κατακρίσεως
καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.
|
8
Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος,
θὰ ἐξελέγξῃ τὸν κόσμον καὶ θὰ
πείσῃ ὅλους, ὅσοι εἶναι ἐπιδεκτικοί,
περὶ μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν
διαπράττει τώρα ὁ κόσμος, καὶ περὶ δικαιοσύνης,
τὴν ὁποίαν ἠγνόησαν οἱ παρασκευάζοντες
τὸν θάνατόν μου, καὶ περὶ κατακρίσεως καὶ
καταδίκης τοῦ διαβόλου. |
9
Περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ
πιστεύουσιν εἰς ἐμέ·
|
9
Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ καταδικάσῃ
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, διότι
μολονότι τόσα εἶδον καὶ ἤκουσαν
δὲν πιστεύουν εἰς ἐμέ.
|
9
Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ ἐλέγξῃ
καὶ θὰ πείσῃ τὸν κόσμον, διότι δὲν
πιστεύουν εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος
ἀπεδείχθην Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ
τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ
ἔργα μου. Καὶ ἔτσι περιφρονοῦντες
τὰς ἀποδείξεις αὐτὰς καὶ ἐπιμένοντες
εἰς τὴν ἀπιστίαν τῶν διαπράττουν ἀσυγχώρητον
ἁμαρτίαν. |
10
περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς
τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι
θεωρεῖτέ με· |
10
Περὶ δικαιοσύνης δέ, διότι ἀντίθετα
πρὸς ὅσα ἐναντίον ἐμοῦ,
ὡς ἐὰν ἤμουν ἐγκληματίας,
ἀποφασίζουν καὶ πράττουν οἱ
σταυρωταί μου, θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην
ὁ Παράκλητος καὶ θὰ ἀποδείξῃ
ὅτι εἶμαι δίκαιος καὶ ὅτι πηγαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα μου, διότι ἐτήρησα
κατὰ πάντα τὸ θέλημά του καὶ
ἔτσι σεῖς δὲν θὰ μὲ βλέπετε
πλέον μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματός
σας. |
10
Θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος καὶ
δικαιοσύνην καὶ θὰ ἀποδείξῃ, ὅτι
ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατ’ ἐμοῦ
καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ κόσμου εἶμαι
δίκαιος, διότι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὁ
κόσμος ἀδίκως κατεδίκασε, πηγαίνω ὅχι εἰς
τὴν κόλασιν, ποὺ θὰ περιλάβῃ τοὺς
ἐγκληματίας, ἀλλὰ πηγαίνω πρὸς τὸν
ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου τιμημένος καὶ
ἔνδοξος ὡς πρόσωπον εὐαρεστῆσαν εἰς
αὐτόν, καὶ σεῖς δὲν θὰ μὲ
βλέπετε πλέον διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν
σας. |
11
περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων
τοῦ κόσμου τούτου κέκριται.
|
11
Περὶ δὲ τῆς κρίσεως θὰ ἀποδείξῃ
ὁ Παράκλητος ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ
κόσμου τούτου ἔχει κριθῇ, καταδικασθῇ
καὶ χάσει πλέον τὴν ἐξουσίαν
του ἐπάνω εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
|
11
Θὰ δώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος ἀπόδειξιν
καὶ περὶ τοῦ ὅτι συνετελέσθη ὁριστικὴ
καὶ τελειωτικὴ κατάκρισις καὶ καταδίκη τοῦ
διαβόλου, διότι ὁ ἄρχων τοῦ ἁμαρτωλοῦ
τούτου κόσμου, ἤτοι ὁ σατανᾶς, ἔχει
κατακριθῆ διὰ τοῦ θανάτου μου καὶ
ἔχασε διὰ παντὸς τὴν ἐξουσίαν
του. |
12
Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν,
ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι.
|
12
Ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς
εἴπω, ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖτε
τώρα νὰ τὰ κρατήσετε καὶ νὰ
τὰ ἐννοήσετε. |
12
Ἀλλὰ καὶ διὰ σᾶς εἶναι
ἀπαραίτητον νὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος.
Διότι ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς
εἴπω, ἀλλὰ δὲν ἡμπορῆται
τώρα λάγῳ τῆς ἀτελείας σας νὰ ἐννοήσετε
καὶ νὰ συγκροτήσετε αὐτά.
|
13
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος,
τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει
ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν·
οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ,
ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει,
καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ
ὑμῖν. |
13
Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐκεῖνος,
δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς κάθε
ἀλήθειαν, ποὺ ἀναφέρεται εἰς
τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας. Διότι
δὲν θὰ ὁμιλήσῃ καὶ ἐκεῖνος
ἀπὸ τὸν εὐατόν του, ἄσχετα
ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἐμέ,
ἀλλὰ θὰ εἴπῃ ὅσα ἀκούσει
ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ θὰ
σᾶς ἀναγγείλῃ ὅσα πρόκειται
νὰ συμβοῦν. |
13
Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐκεῖνος,
τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θὰ σᾶς
ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τὴν σωτηριώδη
ἀλήθειαν. Διότι δὲν θὰ λαλήσῃ ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ
τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς θεότητος, ἀλλὰ
θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ
παρὰ τοῦ Πατρός, θὰ σᾶς ἀναγγείλῃ
δὲ καὶ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου.
|
14
Ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ
ἀναγγελεῖ ὑμῖν. |
14
Ἐκεῖνος θὰ δοξάσῃ ἐμέ,
διότι ἀπὸ τὸν ἰδικόν μου
ἀπεριόριστον πλοῦτον θὰ λάβῃ
καὶ θὰ τὰ ἀναγγείλῃ εἰς
σᾶς. |
14
Ἐκεῖνος θὰ δοξάσῃ καὶ ἐμέ.
Καὶ θὰ μὲ δοξάσῃ, διότι θὰ πάρῃ
ἀπὸ τὸν ἰδικόν μου θησαυρὸν
τῆς γνώσεως καὶ θὰ σᾶς τὸν ἀναγγείλῃ,
μεταδίδων εἰς σᾶς αὐτὴν τὴν
ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐγὼ
σᾶς ἐδίδαξα, καὶ ἀποκαλύπτων τὴν
δόξαν τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τοῦ
μεγαλείου μου εἰς πάντας τοὺς πιστούς.
|
15
Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά
ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ
ἀναγγελεῖ ὑμῖν. |
15
Ὅλα δὲ ὅσα ἔχει ὁ Πατὴρ
εἶναι ἰδικά μου, διὰ τοῦτο καὶ
σᾶς εἶπα ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ
λάβῃ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς
μου θησαυροὺς τῆς σοφίας, οἱ ὁποῖοι
εἶναι καὶ τοῦ Πατρὸς καὶ θὰ
ἀναγγείλῃ αὐτὰ εἰς σᾶς.
|
15
Προηγουμένως σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Παράκλητος
θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ
ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως,
ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι ἰδικά
μου. Δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον ἐν συνεχείᾳ
ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ λάβῃ ἀπὸ
τὴν ἰδικήν μου γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ
θὰ ἀποκαλύψῃ ταύτην εἰς σᾶς.
|
16
Μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ
πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με,
ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν
πατέρα. |
16
Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ
δὲ θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ
τὰ μάτια τοῦ σώματος· ἀλλὰ
καὶ πάλιν ἔπειτα ἀπὸ μικρὸν
χρόνον θὰ μὲ ἴδετε, ἀμέσως
δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀνάστασίν
μου, καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἐπὶ
πλέον μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς
σας, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς
τὸν Πατέρα, τὸν ὁποῖον καὶ
θὰ παρακαλέσω νὰ σᾶς στείλῃ
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον>. |
16
Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ
μὲ βλέπετε πλέον μὲ τοὺς σωματικοὺς
ὀφθαλμούς σας. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὀλίγος
χρόνος θὰ παρέλθῃ καὶ θὰ μὲ
ἴδετε ἀναστάντα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς
θὰ μὲ αἰσθανθῆτε πνευματικῶς
καὶ ἐσωτερικῶς διὰ τῆς ζωῆς
μου, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς μεταδώσῃ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· θὰ μὲ
ἴδετε νοερῶς καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε
ἐσωτερικῶς, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς
τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ
σᾶς ἐνώσῃ μὲ ἐμέ.
|
17
Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
πρὸς ἀλλήλους· τί ἐστι
τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν
καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν
μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καὶ ὅτι
ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα;
|
17
Εἶπαν τότε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
μαθητάς του μεταξύ των· τί σημαίνει
αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει, ὀλίγον
χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε,
καὶ πάλιν ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγο
θὰ μὲ ἴδετε καὶ ὅτι ἐγὼ
πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;>
|
17
Εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς
μαθητάς του μεταξύ των· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ
μᾶς λέγει, ὀλίγον καὶ μικρὸν χρόνον
καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον, καὶ
πάλιν μικρὸν χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε;
Καὶ τὸ διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς
τὸν Πατέρα; |
18
Ἔλεγον οὖν· τοῦτο τί ἐστιν
ὃ λέγει τὸ μικρόν; Οὐκ οἴδαμεν
τί λαλεῖ. |
18
Ἔλεγαν λοιπόν· <τί σημαίνει
αὐτὸ τὸ, μικρόν, ποὺ λέγει;
Δὲν ἐννοοῦμεν τί λέγει>.
|
18
Ἔλεγον λοιπόν· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ
λέγει τὸ μικρόν; Δὲν ἐννοοῦμεν τί
λέγει. |
19
Ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ
εἶπεν αὐτοῖς· περὶ τούτου
ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι εἶπον,
μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ
πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με;
|
19
Ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν θείαν
αὐτοῦ γνῶσιν ἀντελήφθη ὅτι
ἤθελαν οἱ μαθηταὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν
καὶ τοὺς εἶπε· <συζητεῖτε
μεταξύ σας περὶ αὐτοῦ ποὺ σᾶς
εἶπα, ὅτι δηλαδὴ ὀλίγον χρόνον
καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε μὲ
τὰ μάτια τοῦ σώματος, καὶ πάλιν
ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ
ἴδετε; |
19
Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπορίας αὐτῆς,
εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθον οἱ
μαθηταί, ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ὑπερφυσικήν
του γνῶσιν ἀντελήφθη, ὅτι ἤθελαν οὔτοι
νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ἐπρόλαβε
καὶ τοὺς εἶπε· Περὶ αὐτοῦ
συζητεῖτε μεταξύ σας, ὅτι δηλαδὴ εἶπον:
Ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ
βλέπετε διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν
καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ
ἴδετε; |
20
Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς,
ὁ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς
δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ' ἡ λύπη
ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.
|
20
Σᾶς πληροφορῶ καὶ σᾶς διαβεβαιώνω,
ὅτι σεῖς θὰ κλάψετε καὶ θὰ
θρηνήσετε διὰ τὸν σταυρικόν μου θάνατον,
ὁ δὲ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀμετανόητος
κόσμος θὰ χαρῇ. Σεῖς θὰ ληπηθῆτε
βέβαια, ἀλλὰ πολὺ σύντομα ἡ
λύπη σας θὰ γίνῃ χαρά.
|
20
Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι
θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε σεῖς
διὰ τὸν θάνατόν μου, ὁ μακρὰν δὲ
τοῦ Θεοῦ κόσμος θὰ χαρῇ, διότι ἀπηλλάγη
ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ
ὡς ἐχθρόν του. Σεῖς ὅμως θὰ
λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ
εἰς χαράν. |
21
Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην
ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς·
ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον,
οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως
διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη
ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.
|
21
Ἡ γυναίκα ὅταν γεννᾷ, ἔχει πόνους
καὶ λύπην, διότι ἦλθε ἡ ὥρα
της. ῞Οταν ὅμως γεννήσῃ τὸ παιδί,
τότε δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὴν
θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους, ἕνεκα
τῆς χαράς ποὺ δοκιμάζει, διότι
ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.
|
21
Κάθε γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ, αἰσθάνεται
πόνους καὶ ἔχει λύπην, διότι ἦλθεν ἡ
ὥρα της, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Ὅταν
ὅμως γεννήσῃ τὸ παιδίον, δὲν ἐνθυμεῖται
πλέον τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους τοῦ
τοκετοῦ λόγῳ τῆς χαρᾶς ποὺ δοκιμάζει,
διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.
|
22
Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν
νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι
ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν
ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν
οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν.
|
22
Καὶ σεῖς, λοιπόν, τώρα μὲν ἔχετε
λύπην, πάλιν ὅμως θὰ σᾶς ἴδω
μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου καὶ
θὰ γεμίσῃ ἡ καρδιά σας ἀπὸ
χαράν, καὶ τὴν χαράν σας αὐτὴν
κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς
τὴν ἀφαιρέσῃ. |
22
Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα,
ἔχετε λύπην· θὰ σᾶς ἴδω ὅμως
πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν
μου θὰ ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλὰ
κυρίως ὅταν διὰ τῆς νέας ζωῆς καὶ
κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θὰ μὲ αἰσθάνεσθε
ἐνωμένον μὲ σᾶς. Καὶ τότε θὰ
χαρῇ ἡ καρδία σας καὶ τὴν χαράν σας
πλέον δὲν θὰ ἡμπορῇ κανεὶς νὰ
σᾶς τὴν πάρῃ, ἀλλὰ θὰ
εἶναι παντοτεινὴ καὶ διαρκῇς.
|
23
Καὶ ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ
ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν·
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν
πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου,
δώσει ὑμῖν. |
23
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ποὺ θὰ κατέλθῃ εἰς σᾶς
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δὲν θὰ
μὲ ἐρωτήσετε τίποτε, διότι θὰ
σᾶς ἔχῃ φωτίσει Ἐκεῖνο.
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα
ζητήσετε ἀπὸ τὸν Πατέρα μου
ἐν τῷ ὀνόματί μου, θὰ
σᾶς τὰ δώσῃ. |
23
Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε
νὰ ζῶ μέσα σας, δὲν θὰ ἔχετε
πλέον ἀνάγκην νὰ μοῦ θέτετε ἐρωτήσεις
διὰ κανὲν ἀπὸ αὐτά, τὰ
ὁποῖα τώρα σᾶς φαίνονται ἀκατανόητα.
Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι
ὀσαδήποτε ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἀπὸ
τὸν Πατέρα ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά
μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ. Αὐτὸς
λοιπὸν θὰ σᾶς φωτίζῃ καὶ τότε
εἰς πᾶσαν ἀπορίαν σας.
|
24
Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν
ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε
καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν
ᾖ πεπληρωμένη. |
24
Ἕως τώρα δὲν ἔχετε ζητήσει τίποτε,
ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα ἐμοῦ,
ποὺ εἶμαι ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς
καὶ μεσίτης ἰδικός σας πλησίον
τοῦ Πατρός. Ἀπὸ ἐδῶ ὅμως
καὶ πέρα νὰ ζητῆτε πάντοτε καὶ
θὰ λαμβάνετε, διὰ νὰ εἶναι ἔτσι
πλήρης καὶ τελεία ἡ χαρά σας
ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Πατὴρ
θὰ ἀκούῃ τὰς προσευχάς
σας. |
24
Ἕως τώρα, ποὺ δὲν εἶχεν ἀκόμη
προσφερθῇ ἡ θυσία μου, δὲν ἐζητήσατε
τίποτε μὲ ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός μου
ὡς μεσίτου καὶ ἀρχιερέως σας πρὸς
τὸν Πατέρα μου. Ἀπὸ τώρα ὅμως καὶ
εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ζητᾶτε
συνεχῶς καὶ θὰ λάβετε ὅ,τι ζητάτε,
διὰ νὰ εἶναι τελεία ἡ χαρά, τὴν
ὁποίαν θὰ δοκιμάζετε ἐκ τοῦ ὅτι
θὰ εἰσακούεται ἡ προσευχή σας.
|
25
Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν·
ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι
ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ
παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀναγγελῶ
ὑμῖν. |
25
Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα μὲ παραβολὰς
καὶ ἀλληγορίας, κάπως συνεσκιασμένα
καὶ ἀσαφῆ, ἐπειδὴ ὅσον
καθαρὰ καὶ ἂν σᾶς τὰ εἴπω,
δὲν εἶσθε ἀκόμη εἰς θέσιν
νὰ τὰ ἐννοήσετε. Ἔρχεται ὅμως
ὥρα, ὁπότε δὲν θὰ σᾶς
ὁμιλήσω πλέον μὲ παραβολὲς καὶ
ἀλληγορίες, ἀλλὰ θὰ σᾶς
ἀναγγείλω καθαρὰ καὶ ξάστερα
τὰ περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τὰ
ὁποῖα μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος θὰ τὰ ἐννοήσετε
ἐντελῶς. |
25
Ταῦτα εἰκονικῶς καὶ συνεσκιασμένως
καὶ μὲ κάποιαν ἀσάφειαν σᾶς ἐλάλησα,
ἐπειδὴ ὁ νοῦς σας δὲν εἶναι
ἀκόμη φωτισμένος, καὶ δι’ αὐτό, ὅπως
καὶ ἂν σᾶς τὰ εἴπω, δὲν
θὰ τὰ καταλάβετε. Ἔρχεται ὅμως καιρός,
κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ
σᾶς ὀμιλήσω πλέον μὲ ἀσάφειαν καὶ
συνεσκιασμένως, ἄλλα διὰ μέσου τοῦ φωτισμοῦ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ σᾶς πληροφορήσω
σαφῶς καὶ καθαρὰ περὶ τοῦ Θεοῦ,
τὸν ὁποῖον θὰ γνωρίσετε ὡς Πατέρα
ὄχι μόνον ἰδικόν μου, ἀλλὰ καὶ
ἰδικόν σας. |
26
Ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ
ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε·
καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ
ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν·
|
26
Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον θὰ
ζητήσετε, ἐν τῷ ὀνόματί
μου, ὅτι θέλετε ἀπὸ τὸν Πατέρα.
Καὶ τότε δὲν σᾶς λέγω ὅτι
ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα
γιὰ σᾶς. |
26
Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν θὰ ζητήσετε
διὰ προσευχῆς ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά
μου καὶ ἐνωμένοι διὰ τῆς πίστεως μὲ
ἐμέ. Καὶ λόγῳ τῆς ἀμέσου τότε
σχέσεως, τὴν ὁποίαν θὰ ἔχετε μὲ
τὸν Πατέρα μου, δὲν σᾶς λέγω πλέον, ὅτι
ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα διὰ
σᾶς. |
27
αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ
ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ
πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ
παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον.
|
27
Καὶ τοῦτο διότι αὐτὸς ὁ
ἴδιος ὁ Πατήρ μου σᾶς ἀγαπᾷ,
ἐπειδὴ καὶ σεῖς ἔχετε ἀγαπήσει
ἐμὲ καὶ ἔχετε πιστεύσει ὅτι
ἐγὼ ἐγεννήθην ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔχω
σταλῇ εἰς τὸν κόσμον. |
27
Διότι μόνος του καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ
Πατὴρ σᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ σᾶς
ἀγαπᾷ, διότι καὶ σεῖς ἔχετε
ἀγαπήσει ἐμὲ καὶ ἔχετε πιστεύσει,
ὅτι ἐγὼ ἐγεννήθην ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν
ἀπεστάλην εἰς τὸν κόσμον.
|
28
Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ
ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον·
πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ
πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα.
|
28
Μονογενὴς ἐγὼ Υἱὸς τοῦ
Πατρός, ἐβγῆκα ἀπὸ τὸν
Πατέρα μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν
μου καὶ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον.
Πάλιν ἀφίνω τὸν κόσμον καὶ
πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα>.
|
28
Ἤμην εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς
ὡς γνήσιος υἱός του καὶ ἐβγῆκα
ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς
μου. Καὶ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον. Πάλιν
τώρα διὰ τοῦ θανάτου μου ἀφίνω τὸν
κόσμον καὶ διὰ τῆς ἀναλήψεώς μου πηγαίνω
πρὸς τὸν Πατέρα καὶ λαμβάνω καὶ ὡς
ἄνθρωπος τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν καὶ
ὡς Θεὸς ἔχω ἀϊδίως.
|
29
Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ·
ἴδε νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, καὶ
παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις.
|
29
Λέγουν πρὸς αὐτὸν οἱ μαθηταί
του· <ἰδοὺ τώρα ὁμιλεῖς
καθαρά, καὶ δὲν λέγεις καμμίαν
δυσκολονόητον παραβολήν. |
29
Λέγουν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί του·
Νά, τώρα ὁμιλῆς καθαρὰ καὶ δὲν
λέγεις τίποτε συνεσκιασμένον καὶ ἀσαφές.
|
30
Νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδᾳς πάντα
καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς
σὲ ἐρωτᾷ. Ἐν τούτῳ πιστεύομεν
ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες.
|
30
Τώρα, ποὺ χωρὶς νά σοῦ εἴπωμεν
τίποτε εἶδες τὰς ἀπορίας μας,
ἐπείσθημεν ὅτι γνωρίζεις τὰ
πάντα καὶ δὲν ἔχεις ἀνάγκην
νά σοῦ διατυπώσῃ κανεὶς τὴν
ἐρώτησίν του, διὰ νὰ γνωρίσῃς
τί σκέπτεται. Ἀκριβῶς λόγῳ
τῆς παγγνωσίας σου αὐτῆς πιστεύομεν
ὅτι κατάγεσαι ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔχεις σταλῇ
εἰς τὸν κόσμον>. |
30
Τώρα πού, χωρὶς νὰ σοῦ εἴπῃ
κανεὶς τίποτε, ἐγνώρισες τὰς ἀπορίας
μας καὶ τοὺς μυστικοὺς διαλογισμούς μας,
πληροφορούμεθα καὶ ἡμεῖς, ὅτι τὰ
ἡξεύρεις ὅλα καὶ αὐτὰς ἀκόμη
τὰς ἀποκρύφους σκέψεις τῶν ἀνθρώπων·
καὶ δὲν ἔχεις ἀνάγκην νὰ σὲ
ἐρωτᾷ κανείς, ἀλλὰ τὸν προλαμβάνεις
καὶ δίδεις ἀπόκρισιν εἰς τὰς ἀπορίας
του. Λάγω τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτῆς
γνώσεώς σου πιστεύομεν, ὅτι κατάγεσαι ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν
ἀπεστάλης εἰς τὸν κόσμον.
|
31
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
ἄρτι πιστεύετε·
|
31
Ἀπήντησεν εἰς αὐτοὺς ὁ
Ἰησοῦς· <τώρα πιστεύετε, καὶ
ὅμως θὰ κλονισθῇ ἡ πίστις σας.
|
31
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Τώρα πιστεύετε. Δὲν εἶναι ὅμως ἀκόμη
σταθερὰ καὶ ἀδιάσειστος ἡ πίστις σας.
|
32
ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν
ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος
εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον
ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ
μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ' ἐμοῦ
ἐστι. |
32
Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἔχει
ἔλθει τώρα ἡ ὥρα, νὰ διασκορπισθῆτε
καὶ νὰ γυρίσετε ὁ καθένας εἰς
τὰ σπίτια σας καὶ νὰ μὲ ἀφήσετε
μόνον. Καὶ ὅμως ἐγὼ δὲν
εἶμαι μόνος· διότι ὁ Πατὴρ
εἶναι μαζῆ μου. |
32
Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἔφθασε
τώρα ἡ ὥρα αὐτή, διὰ νὰ σκορπισθῆτε
καὶ ἐπιστρέψετε ὁ καθένας σας εἰς
τὰ σπίτια σας καὶ νὰ μὲ ἀφήσετε
μοναχόν. Καὶ ὅμως οὔτε τώρα, οὔτε
τότε θὰ εἶμαι μοναχός, διότι ὁ Πατὴρ
εἶναι μαζί μου. |
33
Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν
ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. Ἐν
τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε·
ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα
τὸν κόσμον. |
33
Αὐτὰ σᾶς τὰ εἶπα, διὰ
νὰ ἔχετε εἰρήνην, καρπὸν τῆς
πνευματικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἐνώσεώς
σας μὲ ἐμέ. Εἰς τὸν κόσμον
τοῦτον θὰ ἔχετε θλῖψιν, ἀλλὰ
νὰ ἔχετε θάρρος. Ἐγὼ ἔχω
νικήσει τὸν κόσμον. Καὶ σεῖς
μὲ τὴν ἰδικήν μου δύναμιν θὰ
νικήσετε τὸν κόσμον καὶ θὰ ἀναδειχθῆτε
ἔνδοξοι θριαβευταί>. |
33
Σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ἔχετε
εἰρήνην διὰ τῆς κοινωνίας καὶ ἑνώσεως
σας μὲ ἐμέ. Ἐφ’ ὅσον εἶσθε ἐν
μέσῳ τοῦ κόσμου, θὰ ἔχετε θλῖψιν.
Ἀλλ’ ἔχετε θάρρος· ἐγὼ ἔχω
νικήσει τὸν κόσμον καὶ μὲ τὴν νίκην
μου αὐτὴν ἐξησφάλισα καὶ εἰς
σᾶς τὸν θρίαμβον καὶ τὴν δόξαν.
|