Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῇ
δὲ μιᾷ τῶν σαββάτω Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι
οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει
τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ
μνημείου. |
ατὰ
τήν πρώτην ἡμέραν τοῦ Σαββάτου,
δηλαδὴ τὴν Κυριακήν, ἡ Μαρία
ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ εἰς
τὸ μνημεῖον, ἐνῶ ἀκόμη
ἦτο σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι
ὁ λίθος, ποὺ ἔκλειε τὴν θύραν
τοῦ μνημείου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ
ἐκεῖ. |
φοῦ
δὲ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, κατὰ τὴν
πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος ἡ Μαρία
ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον
πρωΐ, ὅταν ἦτο ἀκόμη σκοτάδι, καὶ
βλέπει ὅτι ὁ λίθος, ποὺ ἔφρασσε τὴν
εἴσοδον τοῦ τάφου, ἦτο σηκωμένος ἀπὸ
τὸ μνῆμα. |
2
Τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς
Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον
μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς,
καὶ λέγει αὐτοῖς· ἦραν
τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου,
καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.
|
2
Τρέχει, λοιπόν, καὶ ἔρχεται εἰς
τὸν Σίμωνα Πέτρον καὶ εἰς τὸν
ἄλλον μαθητήν, τὸν ὁποῖον ἰδιαιτέρως
ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ
λέγει εἰς αὐτούς· <ἐπῆραν
τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον
καὶ δὲν ξέρομεν ποῦ τὸν ἔχουν
βάλει>. |
2
Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοικτόν,
τρέχει καὶ ἔρχεται εἰς τὸν Σίμωνα
Πέτρον καὶ εἰς τὸν ἄλλον μαθητήν,
τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς,
καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐπῆραν
τὸν Κύριον ἀπὸ τὸ μνημεῖον καὶ
δὲν ἠξεύρομεν, ποὺ τὸν ἔβαλαν.
|
3
Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ
ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο
εἰς τὸ μνημεῖον.
|
3
Ἐβγῆκε τότε ὁ Πέτρος καὶ
ὁ ἄλλος μαθητὴς ἀπὸ τὸ
σπίτι καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον.
|
3
Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον
αὐτὴν εἴδησιν, ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὸ σπίτι, ποὺ ἔμενεν, ὁ Πέτρος, μαζὶ
δὲ μὲ αὐτὸν ἐβγῆκε καὶ
ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο
εἰς τὸ μνημεῖον. |
4
Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ·
καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε
τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος
εἰς τὸ μνημεῖον,
|
4
Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζῆ.
Ὁ ἄλλος μαθητής, σὰν νεώτερος,
ἔτρεξε ταχύτερα ἐμπρὸς ἀπὸ
τὸν Πέτρον καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς
τὸ μνημεῖον. |
4
Ἔτρεχαν δὲ καὶ οἱ δύο μαζί, ἀλλ’
ὁ ἄλλος μαθητὴς ὡς νεώτερος ἔτρεξεν
ἐμπρὸς γρηγορώτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον
καὶ ἔφθασε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον.
|
5
καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ
ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν.
|
5
Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπ' ἔξω,
εἶδε τὶς λωρίδες ἀπὸ τὰ
σινδόνια, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν
σαβανώσει τὸ σῶμα, νὰ εἶναι
κατὰ γῆς. Ἀπὸ σεβασμὸν ὅμως
πρὸς τὸν τάφον δὲν εἰσῆλθεν
εἰς τὸ μνημεῖον. |
5
Καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε, βλέπει ἀπ’
ἔξω τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ
εἶναι κατὰ γῆς, λόγῳ ὅμως τῆς
μεγάλης συγκινήσεώς του δὲν ἐπροχώρησε νὰ
ἔμβῃ μέσα. |
6
Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν
αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια
κείμενα,
|
6
Ἔρχεται, λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ
αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος καὶ
ἐμπῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ
εἶδε ὅτι αἱ λωρίδες τοῦ σαβάνου
ἦσαν καταγῇς. |
6
Ἐνῷ λοιπὸν ἐπερίμενεν ἀπ’ ἔξω,
ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα
ἀπὸ αὐτὸν καὶ θαρραλέος καὶ
ὁρμητικός, καθὼς ἦτο ἀπὸ χαρακτῆρος,
ἐμβῆκεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ
παρετήρησεν ἐκ τοῦ πλησίον, ὅτι οἱ
νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦσαν κατὰ γῆς
καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως ἦτο φυσικὸν
νὰ συμβῇ, ἐὰν τὸ σῶμα
εἶχε κλαπῇ. |
7
καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ
τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ
χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα
τόπον. |
7
Καὶ ἡ πετσέτα, μὲ τὴν ὁποίαν
εἶχαν σκεπάσει τὴν κεφαλὴν τοῦ
Ἰησοῦ, δὲν ἦτο μαζῆ μὲ
τὰς λωρίδας, ἀλλὰ χωριστά, κάπου
ἐκεῖ τυλιγμένη μὲ προσοχήν.
|
7
Παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι τὸ φακιόλιον, μὲ
τὸ ὁποῖον εἶχαν σκεπάσει τὴν
κεφαλὴν τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦτο
ἀτάκτως ἀνακατευμένον μὲ τοὺς ἐπιδέσμους,
ἀλλὰ μὲ τάξιν, ποὺ δὲν ἐπρόδιδε
βίαν καὶ σπουδήν, ἦτο τυλιγμένον χωριστὰ
κάπου ἐκεῖ. |
8
Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ
ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος
εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ
ἐπίστευσεν·
|
8
Τότε λοιπόν, ἐμπῆκε καὶ ὁ
ἄλλος μαθητής, ὁ ὁποῖος εἶχεν
ἔλθει πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον
καὶ εἶδε ἀπὸ κοντὰ αὐτὰ
τὰ παράδοξα καὶ ἐπίστευσεν,
ὅτι δὲν εἶχε κλαπῇ τὸ σῶμα,
ἀλλ' ὅτι εἶχεν ἀναστηθῆ ὁ
Ἰησοῦς. |
8
Τότε λοιπὸν παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸ
παράδειγμα τοῦ Πέτρου ἐμβῆκε μέσα καὶ
ὁ ἄλλος μαθητής, ποὺ ἦλθε πρῶτος
εἰς τὸ μνῆμα, καὶ εἶδε ταῦτα
ἐκ τοῦ πλησίον καὶ αὐτὸς καὶ
ἐπίστευσεν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη.
|
9
οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν
ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν
ἀναστῆναι. |
9
Διότι ἕως τότε δὲν εἶχαν ἀκόμη
γνωρίσει καὶ καλὰ ἐννοήσει τὴν
Ἁγίαν Γραφήν, ἡ ὁποία
εἶχε προφητεύσει ὅτι πρέπει ὁ
Χριστὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.
|
9
Δὲν ἐπίστευσε δὲ προτήτερα, ἀλλὰ
μόλις τώρα, ποὺ εἶδεν ἀδειανὸν τὸν
τάφον, διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ
Πέτρος δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθῆ
ἔννοιαν τῶν προφητειῶν τῆς Γραφῆς,
ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰς ἔπρεπεν
αὐτὸς νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.
|
10
Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς
οἱ μαθηταί. |
10
Ἔφυγαν, λοιπόν, πάλιν οἱ μαθηταὶ
καὶ ἐγύρισαν εἰς τὸ κατάλυμά
των. |
10
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξήτασαν τὸν τάφον
καὶ ἐπείσθησαν, ὅτι πᾶσα ἅλλη
ἔρευνα ἦτο περιττή, ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς
τὰ καταλύματά των οἱ μαθηταί.
|
11
Μαρία δὲ εἰστήκει πρὸς τῷ
μνημείῳ κλαίουσα ἔξω.
|
11
Ἡ Μαρία ὅμως ἐστέκετο κοντὰ
εἰς τὸ μνημεῖον καὶ ἔκλαιεν
ἔξω, διότι ἐπίστευσεν ὅτι εἶχαν
κλέψει τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
|
11
Ἡ Μαρία ὅμως ἐν τῷ μεταξὺ ἔστεκε
πλησίον τοῦ μνήματος καὶ ἔκλαιε ἔξω
ἀπὸ αὐτὸ μὴ φανταζομένη ποτέ,
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη.
|
12
Ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς
τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους
ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρὸς
τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς
ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ. |
12
Καθώς, λοιπόν, ἔκλαιε, ἔσκυψε εἰς
τὸ μνημεῖον καὶ βλέπει αἴφνης
δύο ἀγγέλους μὲ ὁλόλευκη
στολὴ νὰ κάθωνται ὁ ἔνας πρὸς
τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ὁ
ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν,
ὅπου πρωτύτερα ἔκειτο τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ. |
12
Ἐνῷ λοιπὸν ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ,
ἔσκυψε σὲ μιὰ στιγμὴν εἰς τὸ
μνημεῖον ἀναζητοῦσα καὶ πάλιν τὸ
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ βλέπει τότε
δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, οἱ
ὁποῖοι φρουροὶ τοῦ τάφου ἔνδοξοι
καὶ ἀκαταγώνιστοι ἐκάθηντο ὡς ὑπηρέται
τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς
τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος
πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδῶν, ὅπου
προτήτερα ἦτο τοποθετημένον κατὰ γῆς τὸ
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
|
13
Καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι·
γύναι, τί κλαίεις; Λέγει αὐτοῖς·
ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ
οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.
|
13
Καὶ λέγουν ἐκεῖνοι εἰς αὐτήν·
<γύναι, διατὶ κλαίεις;> Λέγει
εἰς αὐτούς· <κλαίω, διότι
ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου ἀπὸ
τὸν τάφον καὶ δὲν ξέρω ποῦ
τὸν ἔβαλαν>. |
13
Καὶ λέγουν εἰς αὐτὴν ἐκεῖνοι·
Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Λέγει εἰς αὐτούς·
Διότι ἐπῆραν τὸν Κύριόν μου ἀπὸ
τὸν τάφον καὶ δὲν ἠξεύρω, ποὺ
τὸν ἔβαλαν. |
14
Καὶ τούτα εἰποῦσα ἐστράφη
εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ
τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ
οὐκ ἤδει ὅτι Ίησοῦς ἐστι.
|
14
Καὶ ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ ἐγύρισε
πίσῳ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦν
νὰ στέκεται ὄρθιος καί, διότι
ἴσως τὰ μάτια τῆς ἦσαν βουρκωμένα
ἀπὸ τὰ δάκρυα, δὲν ἀντελήφθη
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
|
14
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἔστρεψεν
ὀπίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦν
νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλ’ εἴτε διότι
τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχεν ὑποστῇ
μεταβολὴν διὰ τῆς Ἀναστάσεως, εἴτε
διότι ἡ Μαρία δὲν ὑπώπτευε κάν, ὅτι
ὁ Διδάσκαλος ἀνέστη, δὲν ἤξευρεν αὐτή,
ὅτι αὐτὸς ποὺ τὴν ἠρώτα
ἦτο ὁ Ἰησοῦς. |
15
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;
Ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός
ἐστι, λέγει αὐτῷ· κύριε,
εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν,
εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν,
κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ.
|
15
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
<γύναι, διατὶ κλαίεις; Ποιὸν ζητεῖς;>
Ἐκείνη, νομίζουσα ὅτι αὐτός
ποὺ τῆς ὁμιλεῖ εἶναι ὁ
κηπουρός, τοῦ λέγει· <κύριε,
ἐὰν σὺ ἐπῆρες αὐτόν,
πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες καὶ ἐγὼ
θὰ τὸν πάρω καὶ θὰ τὸν
ξαναφέρω εἰς τὸν τάφον>.
|
15
Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς·
Γυναῖκα, διατὶ κλαίεις; Ποῖον ζητεῖς;
Ἐκείνη ἐνόμισε, πῶς ἦτο ὁ κηπουρὸς
καὶ δι’ αὐτὸ εἶπε πρὸς αὐτόν·
Κύριε, ἐὰν τὸν ἐπῆρες σύ, πές
μου ποὺ τὸν ἔβαλες, καὶ ἐγὼ
θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπον
σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω εἰς ἄλλον
τάφον. |
16
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
Μαρία. Στραφεῖσα ἐκείνη λέγει
αὐτῷ· ραββουνί, ὃ λέγεται,
διδάσκαλε. |
16
Λέγει τότε εἰς αὐτὴν ὁ
Ἰησοῦς· <Μαρία>. Ἐκείνη
ἀνεγνώρισε ἀμέσως τὴν φωνήν,
ἐστράφη πρὸς αὐτὸν καὶ
τοῦ εἶπε· <ραββουνί>, ποὺ
σημαίνει εἰς τὴν ἑλληνικήν,
διδάσκαλε. |
16
Τότε λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς
μὲ τὸν γνωστὸν εἰς ἐκείνην τόνον
τῆς φωνῆς του· Μαρία. Ἀναγνωρίσασα
δὲ ἐκείνη εὐθὺς τὴν φωνὴν
τοῦ Ἰησοῦ ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ
εἶπεν εἰς αὐτόν· Ραββουνί, τὸ
ὁποῖον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν
γλῶσσαν σημαίνει. Διδάσκαλέ μου. |
17
Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα
πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου
δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ
εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω
πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα
ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν
ὑμῶν. |
17
Καὶ ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἔσπευσε
νὰ ἀγκαλιάσῃ μὲ σεβασμὸν
τὰ πόδια του, ὁ Ἰησοῦς τῆς
εἶπε· <μὴ μὲ ἐγγίζεις,
διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη
εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ δὲν ἤρχισεν
ἀκόμη ἡ νέα περίοδος τῆς
λατρείας καὶ τῆς τιμῆς, ποὺ
θά μοῦ προσφέρουν ἀπ' ἐδῶ
καὶ πέρα οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ
πήγαινε εἰς τοὺς ἀδελφούς μου
καὶ πὲς τους· ἀνεβαίνω πρὸς
τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος χάρις
εἰς τὴν λυτρωτικήν μου θυσίαν ἔγινε
καὶ ἰδικός σας Πατέρας, καὶ
ἔγινε δι' ἐμὲ ἀπὸ τὴν
ἡμέραν ποὺ πῆρα τὴν ἀνθρωπίνην
σάρκα Θεός μου, ὅπως ἐπίσης
εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός σας>.
|
17
Καὶ ἐπειδὴ ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ
περιπτυχθῇ μὲ σεβασμὸν τοὺς πόδας
του, νομίσασα, ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐξηκολούθει
καὶ τώρα νὰ ζῇ σωματικῶς, ὅπως
καὶ πρὸ τοῦ παθήματος, μετὰ τῶν
μαθητῶν του, λέγει εἰς αὐτὴν ὁ
Ἰησοῦς· Μὴ μὲ ἐγγίζῃς
καὶ μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον πρὸς ἐμὲ
σὰν νὰ πρόκειται νὰ μὲ ἔχετε
πάλιν μεταξύ σας μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴν
τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας,
ὅπως ὁ ζῶν μαζί σας καὶ πρὸ
τοῦ Πάθους. Μὴ μὲ ἐγγίζῃς, διότι
δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα
μου καὶ συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθη ἀκόμη
ἡ νέα σχέσις τῆς εὐλαβοῦς καὶ
λατρευτικῆς οἰκειότητος, τὴν ὁποίαν
μετὰ τὴν ἀνάληψίν μου ὡς αἰώνιος
καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ
ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐνωμένος
μὲ αὐτὴν θὰ συνάψω πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους. Πήγαινε δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς
μου καὶ εἰπὲ εἰς αὐτούς·
Ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος
δι’ ἐμοῦ ἔγινε καὶ ἰδικός σας
κατὰ χάριν Πατήρ, ἔγινε δὲ καὶ ἀφ’
ὅτου ἐνηνθρώπησα καὶ Θεός μου, ὅπως
εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός σας.
|
18
Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλουσα
τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν
Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.
|
18
Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ
καὶ ἀναγγέλει εἰς τοὺς μαθητάς,
ὅτι εἶδε τὸν Κύριον, καὶ ὅτι
ὁ Κύριος τῆς εἶπε νὰ ἀναγγείλῃ
εἰς αὐτοὺς τὴν ἀνάστασίν
του. |
18
Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει
εἰς τοὺς μαθητάς, ὅτι εἶδε τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος καὶ εἶπεν εἰς
αὐτὴν τοὺς λόγους αὐτούς.
|
19
Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων,
καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου
ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ
τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν
ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς
τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς·
εἰρήνη ὑμῖν.
|
19
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
τὴν πρώτην τῆς ἐβδομάδος, ἐνῶ
πλέον εἶχε βραδυάσει καὶ αἱ
θύραι τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου εὑρίσκοντο
συγκεντωμένοι οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισμέναι
διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων,
ἦλθεν ἔξαφνα ὁ Ἰησοῦς, ἐστάθη
εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει·
<εἰρήνη ἂς εἶναι εἰς σᾶς>.
|
19
Εἰς ἐπιβεβαίωσιν λοιπὸν τῆς μαρτυρίας
ταύτης τῆς Μαρίας, ὅταν ἐβράδυασε κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην, τὴν πρώτην τῆς
ἑβδομάδος, καὶ ἐνῷ αἱ θύραι
τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου ἦσαν μαζευμένοι
οἱ μαθηταί, ἦσαν κλεισταὶ ἕνεκα τοῦ
φόβου, ποὺ εἶχαν οὗτοι διὰ τοὺς
Ἰουδαίους, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ
ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν
εἰς αὐτούς· ἂς εἶναι εἰρήνη
εἰς σᾶς. |
20
Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς
τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ.
Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες
τὸν Κύριον. |
20
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν
εἰς αὐτοὺς τὰ χέρια καὶ
τὴν πλευρὰν του, διὰ νὰ ἴδουν
τὰ σημάδια τῶν πληγῶν καὶ πιστεύσουν
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ διδάσκαλός
των. Καὶ τότε οἱ μαθηταί, ὅταν
εἶδαν τὸν Κύριον ἀναστημένον,
ἐχάρησαν. |
20
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἔδειξεν
εἰς αὐτοὺς τὰς χεῖρας καὶ
τὴν πλευράν του διὰ να ἴδουν τὰ σημάδια
τῶν πληγῶν καὶ πεισθοῦν, ὅτι
αὐτὸς ἦτο ὁ σταυρωθεὶς Διδάσκαλός
των. Κατόπιν λοιπὸν τῆς πληροφορίας, τὴν
ὁποίαν διὰ τῆς ἐπιδείξεως αὐτῆς
τῶν θεραπευθεισῶν πληγῶν ἐσχημάτισαν,
ἐχάρησαν οἱ μαθηταί, ὅταν εἶδαν τὸν
Κύριον. |
21
Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. Καθὼς
ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ
πέμπτῳ ὑμᾶς. |
21
Εἶπε, λοιπόν, τότε εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς· <εἰρήνη εἰς
σᾶς. Ὅπως ἔστειλεν ἐμὲ ὁ
Πατήρ, διὰ νὰ τελειώσω τὸ ἔργον
τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι
καὶ ἐγὼ στέλνω σᾶς, νὰ
μεταφέρετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τὴν σωτηρίαν>. |
21
Ὅταν λοιπὸν ἡσύχασε κάπως ἡ πρώτη
σφοδρὰ συγκίνησις, ποὺ ἐδοκίμασαν ἐξ
αἰτίας τῆς μεγάλης των χαρᾶς οἱ μαθηταί,
εἶπε πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς
ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν κλῆσιν
καὶ ἀποστολὴν των· Ἂς εἶναι
εἰρήνη εἰς σᾶς. Καθὼς μὲ ἀπέστειλεν
ὁ Πατὴρ διὰ τὸ ἔργον τῆς
σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ἐγὼ
σᾶς στέλλω πρὸς ἑξακολούθησιν τοῦ
αὐτοῦ ἔργου. |
22
Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε
καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε
Πνεῦμα Ἅγιον,
|
22
Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἐφύσησε
εἰς τὰ πρόσωπα των τὴν ζωογόνον
πνοὴν τῆς νέας ζωῆς καὶ τοὺς
εἶπε· <λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον.
|
22
Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, προκειμένου
νὰ μεταδώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν
πνοὴν τῆς νέας οὐρανίου ζωῆς, ἐνεφύσησεν
εἰς τὰ πρόσωπά των, ὅπως ἄλλοτε ὁ
Θεὸς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ,
καὶ τοὺς εἶπε· Λάβετε Πνεῦμα
Ἅγιον. |
23
ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας,
ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε,
κεκράτηνται. |
23
Εἰς ὅποιους συγχωρεῖτε τὶς ἁμαρτίες,
θὰ εἶναι συγχωρημένες καὶ ἀπὸ
τὸν Θεόν. Εἰς ὅποιους ὅμως τὶς
κρατεῖτε ἄλυτες καὶ ἀσυγχώρητες,
θὰ μείνουν αἰωνίως ἀσυγχώρητες>.
|
23
Εἰς ὅποιους συγχωρήσετε τὰς ἁμαρτίας,
τοὺς συγχωροῦνται αὐταὶ καὶ
ἀπὸ τὸν Θεόν· εἰς ὅποιους
δὲ τὰς κρατεῖτε ἀσυγχώρητες, θὰ
μείνουν γιὰ πάντα κρατημένες. |
24
Θωμᾶς δὲ εἶς ἐκ τῶν δώδεκα
ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν
μετ' αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.
|
24
Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἔνας ἀπὸ
τοὺς δώδεκα, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο
εἰς τὴν ἑλληνικὴν Δίδυμος, δὲν
ἦτο μαζῆ τους, ὅταν ἦλθε ὁ ᾿Ιησοῦς.
|
24
Ὁ Θωμᾶς ὅμως, ἕνας ἀπὸ
τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ποὺ ἐλέγετο
ἀπὸ τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν
ἑλληνικὴν γλῶσσαν Ἑβραίους Δίδυμος,
δὲν ἦτο μαζί τους, ὅταν ἦλθεν ὁ
Ἰησοῦς. |
25
Ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι
μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν
μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ
τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω
τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον
τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά
μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ
μὴ πιστεύσω. |
25
Ἔλεγαν, λοιπόν, εἰς αὐτὸν οἱ
ἄλλοι μαθηταί· <εἴδαμε τὸν
Κύριον>. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς
εἶπε· <ἐὰν δὲν ἴδω εἰς
τὰ χέρια του τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν
καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό
μου εἰς τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν,
καὶ ἂν δὲν βάλω τὸ χέρι
μου εἰς τὴν πλευράν, ποὺ τὴν
ἐτρύπησε ἡ λόγχη, δὲν θὰ
πιστεύσω>. |
25
Ὅταν λοιπὸν ἦλθε, τοῦ ἔλεγαν
οἱ ἄλλοι μαθηταί· Εἴδαμεν τὸν
Κύριον. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπήντησεν·
Ἐὰν δὲν ἴδω μὲ τὰ μάτια
μου εἰς τὰς χεῖρας του τὸ σημάδι τῶν
καρφιῶν καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου
εἰς τὸ σημάδι τῶν καρφιῶν καὶ
δὲν βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὴν πλευράν
του, ὥστε ὄχι μόνον μὲ τὰ μάτια μου,
ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δάκτυλά μου νὰ
βεβαιωθῶ, δὲν θὰ πιστεύσω.
|
26
Καὶ μεθ' ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν
ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται
ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων,
καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ
εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.
|
26
Καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας
ἦσαν πάλιν οἱ μαθηταὶ μέσα εἰς
τὸ σπίτι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζῆ
μὲ αὐτούς. Ἔρχεται, λοιπόν,
ὁ Ἰησοῦς ἔξαφνα, ἐνῶ οἱ
πόρτες ἦσαν κλεισμένες, ἐστάθηκε
εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπε·
<εἰρήνη ὑμῖν>.
|
26
Πράγματι δὲ ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ
ἡμέρας ἦσαν πάλιν μέσα εἰς τὸ σπίτι
οἱ μαθηταὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς
ἦτο καὶ ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται ὁ
Ἰησοῦς, ἐνῷ ἦσαν κλεισταὶ
αἰ θύραι καὶ ἐστάθη εἰς τὸ μέσον
τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· ἄς
εἶναι εἰρήνη εἰς σᾶς.
|
27
Εἴτα λέγει τῷ Θῶμᾷ· φέρε
τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε
τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν
χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν
πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος,
ἀλλὰ πιστός. |
27
Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμάν·
<φέρε τὸ δάκτυλό σου ἐδῶ,
ἰδὲ καὶ μὲ τὰ μάτια σου
τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι
σου καὶ βάλε τὸ εἰς τὴν πλευράν
μου, ψηλάφησε καὶ ἰδὲ τὰ σημάδια
τῶν καρφιῶν καὶ τῆς λόγχης,
καὶ μὴ γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλὰ
πιστός>. |
27
Ἔπειτα λέγει εἰς τὸν Θωμᾶν· Φέρε
ἐδῶ τὸν δάκτυλόν σου. Καὶ ἐνῷ
μὲ τὴν ψηλάφησίν σου θὰ ἐξετάζῃς
τὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, συγχρόνως καὶ
μὲ τὰ μάτια σου ἴδε τὰς χεῖράς
μου καὶ φέρε κάτω ἀπὸ τὰ ἐνδύματά
μου τὴν χεῖρα σου καὶ βάλε την εἰς
τὴν πλευράν μου, ποὺ ἐκτυπήθη ἀπὸ
τὴν λόγχην,καὶ μὴ ἀφίνῃς τὸν
ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν
ἀπιστίαν, ὥστε νὰ γίνῃς μονίμως καὶ
ἀνεπανορθώτως ἄπιστος, ἀλλὰ προόδευε
καὶ στηρίζου εἰς τὴν πίστιν, ὥστε
νὰ γίνῃς ἀμετακίνητος καὶ ἀδιάσειστος
εἰς αὐτήν. |
28
Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν
αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ
ὁ Θεός μου. |
28
Ἀπήντησε τότε ὁ Θωμᾶς καὶ
εἶπε εἰς αὐτόν· <Πιστεύω,
Κύριε, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Κύριός
μου καὶ ὁ Θεός μου>.
|
28
Καὶ ὁ Θωμᾶς τότε ἀπεκρίθη καὶ
εἶπεν εἰς αὐτόν· Πιστεύω καὶ
ὁμολογῶ, ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός
μου καὶ ὁ Θεός μου. |
29
Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας·
μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ
πιστεύσαντες. |
29
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
<ἐπίστευσες, διότι μὲ εἶδες·
μακάριοι θὰ εἶναι ἀπ' ἐδῶ
καὶ πέρα εἰς τοὺς αἰῶνας
τῶν αἰώνων, ἐκεῖνοι οἱ
ὁποῖοι καίτοι δὲν μὲ εἶδαν,
ἐπίστευσαν>. |
29
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς·
Ἐπίστευσες, ἐπειδὴ μὲ εἶδες.
Μακαριώτεροι καὶ περισσότερον καλοτύχοι εἶναι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, καίτοι δὲν
εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ὅπως εἶδες
σύ, ἐπίστευσαν. Καὶ θὰ πιστεύσουν οὕτως
ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου κατὰ
τὰς ἐπερχομένας γενεάς. |
30
Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα
ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον
τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ
ἐστὶ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ
τούτῳ, |
30
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ
τῆς ἀναστάσεως καὶ ἀπὸ
ὅσα ἄλλα θαύματα εἶχε κάμει
προηγουμένως ὁ Ἰησοῦς, ἔκαμε
καὶ πολλὰ ἄλλα, ἐμπρὸς εἰς
τοὺς μαθητάς του, τὰ ὁποῖα ἀπεδείκνυαν
τὴν θεότητά του καὶ τὸ ἔργον
του, καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι
γραμμένα εἰς τὸ ἱερὸν τοῦτο
βιβλίον. |
30
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ ὅσα ἐξιστορήσαμεν,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς
Ἀναστάσεώς του ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν μαθητῶν
του καὶ πολλὰ ἄλλα ἀποδεικτικὰ
θαύματα, ποὺ ἐδείκνυαν τὴν θεότητά του καὶ
τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα
εἰς τὸ βιβλίον αὐτό. |
31
ταύτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε
ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα
πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ
ὀνόματι αὐτοῦ. |
31
Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξιστορήσαμεν,
ἐγράφησαν, διὰ νὰ πιστεύσετε
ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός,
ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἵνα
πιστεύοντες αὐτὸν μὲ φωτισμένην
καὶ ἐνεργὸν πίστιν, ἔχετε, ὡς
παντοτεινὸν κτῆμα σας, ἐν τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ, τὴν αἰωνίαν ζωήν>.
|
31
Αὐτὰ δέ, ποὺ ἐξεθέσαμεν, ἐγράφησαν
διὰ νὰ πιστεύσετε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς
εἶναι ὁ ὑπὸ τῶν προφητῶν
προκηρυχθεὶς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱός
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ἔχετε
ὡς ἀναφαίρετον κτῆμα σας τὴν νέαν
καὶ θείαν καὶ αἰωνίαν ζωήν, ἡ ὁποία
μεταδίδεται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων
διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ τῆς ἐπικλήσεως
τοῦ ὀνόματός του. |