Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δετε
ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν
ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν.
Διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει
ὑμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν.
|
δέτε
πόσον πλουσίαν καὶ θαυμαστὴν ἀγάπην
μᾶς ἔχει δώσει ὁ Πατήρ, ὥστε
νὰ ὀνομασθῶμεν τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Διὰ τοῦτο ὁ κόσμος δὲν μᾶς
κατανοεῖ, διότι δὲν ἐγνώρισε
καὶ δὲν κατενόησεν τὸν Θεόν,
πρὸς τὸν ὁποῖον, καθὸ τέκνα
του, ὁμοιάζομεν. |
αί,
ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἴδετε
πόσον μεγάλην καὶ θαυμαστὴν ἀγάπην μᾶς
ἔχει δώσει ὁ πατήρ, ὥστε νὰ ὀνομασθῶμεν
τέκνα Θεοῦ. Δι’ αὐτὸ ὁ μακρὰν
τοῦ Θεοῦ κόσμος τῶν ἀνθρώπων δὲν
μᾶς νοιώθει καὶ δὲν μᾶς γνωρίζει,
διότι δὲν ἐγνώρισεν αὐτόν, τὸν Θεόν,
πρὸς τὸν ὁποῖον ἠθικῶς
ὁμοιάζομεν. |
2
Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν,
καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα·
οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ,
ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι
ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι.
|
2
Ἀγαπητοί, τώρα εἴμεθα τέκνα
τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἀκόμη
δὲν ἔχει φανερωθῆ τί θὰ εἴμεθα
εἰς τὸ μέλλον. Γνωρίζομεν ὅμως
ὅτι ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ
μὲ ὅλην αὐτοῦ τὴν δόξαν,
θὰ γίνωμεν καὶ ἡμεῖς ὅμοιοι
μὲ αὐτὸν κατὰ τὴν δόξαν,
διότι θὰ τὸν ἴδωμεν ὅπως εἶναι
εἰς ὅλην του τὴν θείαν δόξαν,
ἡ ὁποία θὰ εἶναι καὶ ἰδική
μας δόξα. |
2
Ἀγαπητοί, τώρα εἴμεθα τέκνα Θεοῦ, ἀλλὰ
δὲν ἐφανερὠθη ἀκόμη, τί θὰ εἴμεθα
εἰς τὸ μέλλον. Γνωρίζομεν ὅμως, ὅτι
ἐὰν φανερωθῇ ὁ Χριστός, θὰ γίνωμεν
ὅμοιοί του κατὰ τὴν δόξαν, διότι θὰ
τὸν ἴδωμεν ὅπως εἶναι, εἰς τὴν
κατάστασιν τῆς θείας δόξης, ἡ ὁποία ὡς
εἰς ἄλλους πνευματικοὺς καθρέπτας θὰ
καθρεπτισθῇ καὶ θὰ λάμψῃ καὶ
εἰς ἡμᾶς. |
3
Καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα
ταύτην ἐπ' αὐτῷ ἀγνίζει
ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός
ἐστι. |
3
Καὶ ὁ καθένας ποὺ ἔχει καὶ
κρατεῖ σφικτὰ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα
εἰς τὸν Χριστόν, καθαρίζει καὶ
κρατεῖ τὸν εὐατόν του ἁγνὸν
ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, ὅπως
καὶ ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀπόλυτα
καθαρὸς καὶ ἅγιος. |
3
Καὶ καθένας ποὺ ἔχει καὶ κρατεῖ
στερεὰ τὴν ἐλπίδα ταύτην εἰς αὐτόν,
τὸν Χριστόν, καθαρίζει τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ
κάθε ἁμαρτίαν, καθὼς καὶ ἐκεῖνος
εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος. Μόνον οἱ
ἁγνοὶ καὶ καθαροὶ θὰ ἀξιωθοῦν
νὰ ἴδουν τὸν καθαρὸν καὶ ἅγιον.
|
4
Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν
καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ
ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία.
|
4
Καθένας, ὁ ὁποῖος πράττει τὴν
ἁμαρτίαν, διαπράττει καὶ τὴν
παρανομίαν, διότι καταπατεῖ τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἁμαρτία
εἶναι καταπάτησις τοῦ θείου Νόμου.
|
4
Κάθε ἕνας ποὺ κάμνει τὴν ἁμαρτίαν,
κάμνει καὶ τὴν ἀνομίαν. Παραβιάζει δηλαδὴ
καὶ ἀθετεῖ καὶ περιφρονεῖ οὗτος
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἁμαρτία
εἶναι ἡ ἐπανάστασις κατὰ τοῦ
νόμου καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ
ἀνατροπὴν τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
|
5
Καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη
ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν
ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ
οὐκ ἐστί. |
5
Γνωρίζετε δέ, ὅτι ὁ Χριστὸς
ἐφανερώθη ὡς ἄνθρωπος εἰς τὴν
γῆν, διὰ νὰ πάρῃ ἐπάνω
του καὶ ἐξαλείψῃ τὰς ἁμαρτίας
μας, καὶ ἁμαρτίας δὲν ὑπάρχει
καμμιὰ εἰς αὐτόν, διότι εἶναι
ἅγιος καὶ ἀπολύτως ἀναμάρτητος.
|
5
Καὶ ἠξεύρετε, ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη
ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς,
διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰς ἁμαρτίας
μας, καὶ ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει ἐν
αὐτῷ, διότι παρέμεινε καθ’ ὅλον του τὸν
βίον ἀπολύτως ἀναμάρτητος. |
6
Πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ
ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων
οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ
ἔγνωκεν αὐτόν.
|
6
Καθένας ποὺ ἔχει κοινωνίαν μὲ
αὐτὸν καὶ μένει ἐν τῇ
κοινωνίᾳ μὲ αὐτόν, δὲν
ἁμαρτάνει. Καθένας ὅμως ποὺ
ἁμαρτάνει, δὲν τὸν ἔχει αἰσθανθῆ
μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ
δὲν τὸν ἔχει γνωρίσει ὡς Θεὸν
καὶ λυτρωτήν του. |
6
Καθένας λοιπὸν ποὺ μένει μέσα εἰς αὐτὸν
καὶ εἶναι πάντοτε ἐνωμένος μαζί του, δὲν
ἁμαρτάνει· καθένας δὲ ποὺ ἁμαρτάνῃ,
δὲν τὸν ἔχει αἰσθανθῆ ἐσωτερικῶς
μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν
τὸν ἔχει γνωρίσει διὰ τῆς πείρας.
|
7
Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς·
ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός
ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός
ἐστιν· |
7
Ἀγαπητά μου παιδιά, ἂς μὴ σᾶς
παραπλανᾷ καὶ σᾶς ἐξαπατᾷ κανεὶς
μὲ παραπλανητικὰς καὶ δολίας διδασκαλίας.
Ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ δικαιοσύνην
καὶ ἔχει βίον
ἐνάρετον, εἶναι δίκαιος, ὅπως
καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι δίκαιος.
|
7
Παιδάκια μου, ἂς μὴ σᾶς πλανᾷ κανείς,
ὀσονδήποτε πιθανὰ καὶ ἂν φαίνωνται
τὰ ἐπιχειρήματά του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι
αὐτή· ἐκεῖνος, ποὺ ἐξασκεῖ
εἰς τὸν βίον του τὴν δικαιοσύνην καὶ
τὴν ἀρετήν, εἶναι δίκαιος, ὅπως καὶ
ὁ Ἰησοῦς εἶναι δίκαιος, καὶ
μόνος αὐτὸς ἔχει γνωρίσει τὸν δίκαιον
Ἰησοῦν καὶ εἶναι ἐνωμένος μαζί
του. |
8
ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ
τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ'
ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει.
Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ
ἔργα τοῦ διαβόλου.
|
8
Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιμένει νὰ
πράττῃ τὴν ἁμαρτίαν εἶναι
ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ὁ
διάβολος ἐξ ἀρχῆς μὲ πεῖσμα
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἁμαρτάνει.
Δι' αὐτὸν δὲ τὸν σκοπὸν ὁ
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐφανερώθη
ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς,
διὰ νὰ καταλύσῃ καὶ καταστρέψῃ
ἐντελῶς τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
|
8
Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπιμένῃ εἰς
τὴν ἁμαρτίαν, κατάγεται ἀπὸ τὸν
διάβολον καὶ ἔχει σχέσιν καὶ στενὴν
γνωριμίαν μὲ τὸν διάβολον. Καὶ κατάγεται
οὖτος ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ἐξ
ἀρχ·ης ὁ διάβολος μὲ πεῖσμα πολὺ
ἁμαρτάνῃ. Πρὸς αὐτὸν δὲ
τὸν σκοπὸν ἐφανερώθη ἐπὶ τῆς
γῆς ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ καταλύσῃ τὰ
ἔργα τοῦ διαβόλου. |
9
Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει, καὶ
οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ
τοῦ Θεοῦ γεγέννηται.
|
9
Καθένας ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν, δὲν πράττει τὴν ἁμαρτίαν,
διότι ἔχει μέσα του ὡς μόνιμον
κατάστασιν τὴν νέαν ζωήν, ποὺ
τοῦ ἔχει μεταδώσει καὶ φυτεύσει
ὁ Θεός. Καὶ ἔνας τέτοιος ἄνθρωπος,
ποὺ ἔχει δώσει ὁριστικῶς τὴν
θέλησίν του εἰς τὸν Θεὸν καὶ
τὴν ἀρετήν, εἶναι ἠθικῶς
ἀδύνατον νὰ ἁμαρτάνῃ,
διότι ἔχει ἀναγεννηθῇ, ἔχει
ἀποκτήσει τὸ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ.
|
9
Καθένας ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ
τὸν Θεόν, δὲν πράττῃ ποτὲ θεληματικῶς
καὶ μὲ ψυχρὸν ὑπολογισμὸν καμμίαν
ἁμαρτίαν. Διότι ἡ νέα ζωή, ποὺ τοῦ
μετέδωκε διὰ τοῦ Πνεύματός του ὁ Θεός, μένῃ
μέσα του. Καὶ ἡ θέλησίς του ἀποκτᾷ
τέτοιαν συνήθειαν εἰς τὴν ἀρετήν, ὥστε
δὲν δύναται οὗτος νὰ ἁμαρτάνῃ,
διότι ἔχῃ γεννηθῇ ἀπὸ τὸν
Θεόν καὶ ὁμοιάζει πρὸς τὸν Θεόν.
|
10
Ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ
τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα
τοῦ διαβόλου. Πᾶς ὁ μὴ ποιῶν
δικαιοσύνην οὐκ ἐστὶν ἐκ τοῦ
Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
|
10
Καὶ εἰς αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ
σημεῖον εἶναι φανερὰ
καὶ ξεχωρίζουν τὰ τέκνα τοῦ
Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου.
Καθένας δηλαδὴ ποὺ δὲν ζῇ βίον
ἐνάρετον, δὲν εἶναι ἀπὸ
τὸν Θεόν, δὲν ἔχει πατέρα τὸν
Θεόν, ὅπως ἐπίσης καὶ ἐκεῖνος
ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν
του. |
10
Αύτὸ εἶναι τὸ διακριτικὸν γνώρισμα,
μὲ τὸ ὁποῖον γίνονται εἰς ὅλους
φανερὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ
τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Καθένας δηλαδή,
ποὺ δὲν ἀσκεῖ εἰς τὸν
βίον τοῦυπᾶσαν ἀρετήν, αὐτὸς
δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ
δὲν ἔχει πατέρα τὸν Θεόν. Τὸ ἴδιον
καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ
τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν, δὲν εἶναι
παιδὶ τοῦ Θεοῦ. |
11
Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία
ἣν ἠκούσατε ἀπ' ἀρχῆς,
ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους,
|
11
Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ θεμελιώδης
καὶ σπουδαιοτάτη ἐντολή, τὴν
ὁποίαν ἔχετε ἀκούσει ἀπὸ
τὴν ἀρχὴν ποὺ
ἐπιστεύσατε εἰς τὸν Χριστόν,
τὸ νὰ ἀγαπῶμεν ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον. |
11
Καὶ δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ
αὐτός, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν
ἀδελφόν του, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ
κύριον παράγγελμα, ποὺ σᾶς ἐγνωστοποιήθη
μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ ὁποῖον
ἠκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
τῆς ἐπιστροφῆς σας εἰς τὸν Χριστόν,
τὸ νὰ ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον. |
12
οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ
ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος
ἔσφαξεν αὐτόν; Ὅτι τὰ ἔργα
αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια.
|
12
Καὶ νὰ μὴ ὁμοιάζωμεν μὲ
τὸν Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἔσφαξε
κατὰ τὸν πλέον σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον
τρόπον τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατὶ
τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἰδικά του
ἔργα ἦσαν πονηρά, ἐνῶ τὰ
ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια.
(Κατὰ κανόνα δὲ ὁ μοχθηρὸς καὶ
κακὸς μισεῖ, θανασίμως τὸν δίκαιον).
|
12
Καὶ ἂς μὴ τρέφωμεν αἰσθήματα ὅμοια
πρὸς τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἦτο
τέκνον τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ ἔσφαξεν
ἄσπλαγχνα τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατὶ
τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν
πονηρά, τὰ δὲ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ
του ἦσαν δίκαια, ἡ ἀρετὴ δὲ
καὶ ἡ δικαιοσύνη προκαλεῖ τὴν ἀντιπάθειαν
τοῦ διαβόλου καὶ τῶν πονηρῶν παιδιῶν
του. |
13
Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί μου, εἰ
μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.
|
13
Μὴν ἀπορεῖτε, λοιπόν, ἀδελφοί
μου, ἐὰν σᾶς μισῇ ὁ κόσμος.
|
13
Μὴ παραξενεύεσθε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐὰν
σᾶς μισῇ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ
κόσμος. |
14
Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν
ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν,
ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς·
ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν
μένει ἐν τῷ θανάτῳ.
|
14
Ἡμεῖς γνωρίζομεν καλὰ ὅτι ἔχομεν
μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν θάνατον
εἰς τὴν πνευματικὴν καὶ αἰωνίαν
ζωήν, διότι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν ἀγαπᾷ
τὸν ἀδελφὸν μένει εἰς τὴν
κατάστασιν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
|
14
Ἡμεῖς ἠξεύρομεν ἐκ πείρας, ὅτι
ἔχομεν μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν
θάνατον εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν. Καὶ
τὸ ἠξεύρομεν, διότι ἀγαπῶμεν τοὺς
ἀδελφούς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ
τὸν ἀδελφόν του, ἑξακολουθεῖ νὰ
παραμένῃ εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον. |
15
Πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί,
καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος
οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν
ἑαυτῷ μένουσαν.
|
15
Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφόν
του, εἶναι φονιᾶς, (διότι τὸ μῖσος
ἐμπνέει τὸν φόβον καὶ τὸν
ὄλεθρον τοῦ μισουμένου). Καὶ γνωρίζετε
καλά, ὅτι κάθε φονιᾶς δὲν ἔχει
ζωὴν αἰώνιον, ἡ ὁποία
νὰ μένῃ μέσα του ὡς μόνιμος
κατάστασις. |
15
Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφόν του,
εἶναι φονεύς, διότι ἔχει μέσα του διάθεσιν φονικὴν
καὶ θέλει τὴν καταστροφὴν καὶ τὸν
θάνατον τοῦ μισουμένου. Καὶ ἠξεύρετε, ὅτι
κάθε φονεὺς δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον,
ἡ ὁποία νὰ μένῃ μέσα του.
|
16
Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν
ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ
ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε·
καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ
τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι.
|
16
Ἔχομεν δὲ γνωρίσει ποία ἀκριβῶς
εἶναι ἡ ἀγάπη μὲ αὐτό,
μὲ τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστός,
ἀπὸ ἄπειρον ἀγάπην κινούμενος,
παρέδωκε τὴν ζωήν του εἰς τὸν σταυρικὸν
θάνατον πρὸς χάριν ἡμῶν. Ἔτσι
ἐπομένως καὶ ἡμεῖς ἔχομεν
ὑποχρέωσιν, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμά
του, νὰ θυσιάζωμεν καὶ τὴν ζωήν μας
ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μας (καὶ
ὄχι ὅπως ὁ Κάϊν νὰ ἀφαιροῦμεν
τὴν ζωήν των ἢ καθ' οἱανδήποτε τρόπον
νὰ ἀδικοῦμεν αὐτούς).
|
16
Μὲ αὐτὸ δὲ ἔχομεν μάθει, τί
εἶναι ἡ ἀγάπη· μὲ τὸ ὅτι
δηλαδὴ ἐκεῖνος (ὁ Χριστός) διὰ
τὴν σωτηρίαν μας παρέδωκε προθύμως εἰς θάνατον
τὴν ζωήν του. Κατὰ συνέπειαν δὲ καὶ
ἡμεῖς ἔχομεν ὑποχρέωσιν σύμφωνα μὲ
τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ παραδίδωμεν τὴν
ζωήν μας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ
ὄχι νὰ θέλωμεν να ἀφαιρέσωμεν τὴν
ζωὴν αὐτῶν. |
17
Ὃς δ' ἂν ἔχῃ τὸν βίον
τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ
τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ' αὐτοῦ,
πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει
ἐν αὐτῷ; |
17
Ὅποῖος ὅμως ἔχει τὰ ἀγαθὰ
τοῦ κόσμου (ποὺ κάμνουν ἄνετον
τὴν ζωήν) καὶ βλέπει τὸν
ἀδελφόν του νὰ ἔχῃ ἀνάγκην,
κλείσει δὲ τὰ σπλάγχνα του καὶ
μείνει ἀναίσθητος εἰς τὴν δυστυχίαν
ἐκείνου, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ μένῃ
μέσα του; |
17
Ὅποιος ὅμως ἔχει τὰ πλούτη
τοῦ κόσμου καὶ παρατηρεῖ τὸν ἀδελφόν
του, ὅτι οὗτος ἔχει ἀνάγκην, καὶ
κλείσῃ τὴν καρδίαν του καὶ τὰ σπλάγχνα
του ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ μὴ
αἴσθανθῇ καμμίαν συμπάθειαν διὰ τὴν
δυστυχίαν του, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ
ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν νὰ μένῃ
μέσα του; |
18
Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ
μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ' ἐν
ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.
|
18
Ἀγαπημένα μου παιδιά, ἂς μὴ
ἀγαπῶμεν μὲ τὰ λόγια μόνον
καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν, ἀλλ' ἂς
ἀγαπῶμεν μὲ τὰ ἔργα τῆς
καλωσύνης καὶ μὲ τὴν εἰλικρίνειαν
ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Θεός.
|
18
Παιδάκια μου, ἂς μὴ ἀγαπῶμεν μὲ
λόγια καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν μόνον, ἀλλ’
ἂς ἀγαπῶμεν μὲ ἔργα εὐεργετικὰ
καὶ ὄχι ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά.
|
19
Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι
ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν,
καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν
τὰς καρδίας ἡμῶν,
|
19
Καὶ μὲ αὐτό, δηλαδὴ μὲ
τὴν εἰλικρινῆ
ἀγάπην καὶ ἀγαθοεργίαν, γνωρίζομεν
ὅτι καταγόμεθα ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν,
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἐπειδὴ
δὲ τοιαύτην ἔχομεν τὴν
καταγωγὴν καὶ ἀγωνιζόμεθα νὰ
ἀσκοῦμεν τὴν ἀγάπην, θὰ
πείσωμεν καὶ θὰ εἰρηνεύσωμεν
τὰς συνειδήσεις μας, ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ὅτι ὀρθῶς πράττομεν.
|
19
Καὶ μὲ αὐτό, ἤτοι μὲ
τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπην καὶ τὴν
εὐεργεσίαν, γνωρίζομεν ὅτι καταγόμεθα ἀπὸ
τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔχομεν ἀναγεννηθῇ
ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὅταν ἔχωμεν
τὴν ἀγάπην αὐτήν, θὰ καθησυχάσωμεν
ἐνώπιόν του τὰς συνειδήσεις μας καὶ δὲν
θὰ μᾶς τύπτουν αὗται ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ, |
20
ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν
ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν
ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν
καὶ γινώσκει πάντα.
|
20
Ἐὰν ὅμως μᾶς κατηγορῇ ἡ
συνείδησις, ὅτι μὲ τὰ λόγια
μόνον ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφόν,
πολὺ περισσότερον θὰ μᾶς κατηγορήσῃ
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι
βέβαια ἀπείρως ἀνώτερος ἀπὸ
τὴν συνείδησίν μας καὶ γνωρίζει
πλήρως καὶ τελείως, καλύτερα ἀπὸ
αὐτήν, τὰ πάντα. |
20
εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν μᾶς
κατηγοροῦν αὗται. Καὶ θὰ καθησυχάσωμεν
τὰς συνειδήσεις μας, διότι ὁ Θεὸς εἶναι
μεγαλύτερος ἀπὸ τὰς συνειδήσεις μας καὶ
ἠξεύρει τελείως καὶ καλύτερα ἀπὸ αὐτὰς
ὅλα τὰ σφάλματά μας καὶ ὅλας τὰς
τύψεις μας. Ἠξεύρει τὴν ἐνοχήν μας. Ἐφ’
ὅσον λοιπὸν ὁ γινώσκων τὰ πάντα Θεὸς
πείθει ἡμᾶς, ὅτι εἴμεθα τέκνα του,
δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ κατακριθῶμεν.
|
21
Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία
ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν
παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν,
|
21
Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ συνείδησίς
μας δὲν μᾶς κατηγορῇ, τότε ἔχομεν
θάρρος πρὸς τὸν Θεόν, |
21
Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ συνείδησίς μας δὲν
μᾶς κατηγορῇ, ἔχομεν θάρρος πρὸς τὸν
Θεόν. |
22
καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν
παρ' αὐτοῦ, ὅτι τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ
ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.
|
22
καὶ ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν τοῦ
ζητοῦμεν, τὸ λαμβάνομεν ἀπὸ
αὐτόν, διότι τηροῦμεν τὰς ἐντολάς
του καὶ πράττομεν αὐτά, ποὺ
τοῦ εἶναι εὐάρεστα. Καὶ γινόμεθα
ἔτσι τέκνα τῶν εὐλογιῶν του.
|
22
Καὶ ὀ,τιδήποτε τοῦ ζητοῦμεν διὰ
τῆς προσευχῆς, τὸ λαμβάνομεν ἀπὸ
αὐτόν. Καὶ τὸ λαμβάνομεν, διότι τηροῦμεν
τὰς ἐντολάς του καὶ πράττομεν αὐτά,
ποὺ τοῦ ἀρέσουν. |
23
Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ
αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους
καθὼς ἔδωκεν ἐντολήν.
|
23
Λοιπὸν αὐτὴ εἶναι ἡ θεμελιώδης
καὶ σπουδαιοτάτη ἐντολή του, νὰ πιστεύωμεν
δηλαδὴ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ
του, Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ἀγαπῶμεν
μὲ εἰλικρίνειαν ὁ ἔνας τὸν
ἄλλον σύμφωνα μὲ τὴν
ἐντολὴν τῆς ἀγάπης ποὺ
μᾶς ἔδωσεν ὁ Χριστός.
|
23
Αἱ ἐντολαὶ δὲ τοῦ Θεοῦ
περιλαμβάνονται εἰς μίαν ἐντολήν. Καὶ ἡ
ἐντολή του εἶναι αὐτή, νὰ πιστεύσωμεν
δηλαδὴ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ
του Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀγαπῶμεν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καθὼς ὁ
Χριστὸς μᾶς ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ
ἀγαπῶμεν. |
24
Καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ
αὐτὸς ἐν αὐτῷ. Καὶ ἐν
τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν
ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ
ἡμῖν ἔδωκεν. |
24
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ τηρεῖ τὰς
ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, μένει εἰς
τὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς μένει
εἰς αὐτόν. Καὶ μὲ αὐτὸν
ἀκριβῶς τὸν τρόπον ἔχομεν βεβαίαν
τὴν πληροφορίαν τῆς συνειδήσεως, καὶ
γνωρίζομεν ὁτι ο Θεός μένει μέσα
μας, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ποὺ μᾶς
ἔχει δώσει καὶ τὸ ὁποῖον
μᾶς πληροφορεῖ διὰ τὴν κοινωνίαν
καὶ ἑνότητά μας μὲ τὸν Θεόν.
|
24
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ τηρεῖ
τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, μένει
μέσα εἰς τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
καὶ ὁ Θεὸς μένει μέσα εἰς αὐτόν.
Εἶναι δηλαδὴ οὖτος ἐνωμένος μὲ
τὸν Θεόν. Ἔχομεν δὲ μέσον διὰ νὰ
γνωρίσωμεν μὲ βεβαιότητα, ἐὰν εἴμεθα
ἐνωμένοι μὲ τὸν Θεόν καὶ ἐὰν
πράγματι ὁ Θεὸς μένῃ μέσα μας. Μὲ
τοῦτο δηλαδὴ βεβαιούμεθα, ὅτι ὁ Θεὸς
μένει μέσα μας, μὲ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
μᾶς ἔδωκε καὶ τὸ ὁποῖον
μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς δίδει τὴν πληροφορίαν
αὐτήν. |