Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ετὰ
τοῦτο ἤνοιξεν Ἰὼβ τὸ στόμα
αὐτοῦ καὶ κατηράσατο τὴν
ἡμέραν αὐτοῦ |
πειτα
ἀπὸ τὴν ἐπταήμερον αὐτὴν
σιωπήν, ἤνοιξεν ὁ Ἰὼβ τὸ
στόμα του καὶ κατηράσθη τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη
|
στερον
ἀπὸ τὴν μακρὰν αὐτὴν σιωπὴν
ἤνοιξεν ὁ Ἰὼβ τὸ στόμα του καὶ
κατηράσθη τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς του
|
2
λέγων· |
2
λέγων·
|
2
λέγων: |
3
ἀπόλοιτο ἡ ἡμέρᾳ, ἑν
ᾗ ἐγεννήθην, καὶ ἡ νὺξ
ἐκείνη, ᾗ εἶπαν· ἰδοὺ
ἄρσεν. |
3
<εἴθε νὰ ἐχάνετο καὶ νὰ
μὴ ὑπῆρχεν ἡ ἡμέρα ἐκείνη,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθηκα·
καὶ ἡ νύκτα ἐκείνη, κατὰ
τὴν ὁποίαν εἶπαν μὲ χαράν·
Ἰδού, ἀρσενικὸ παιδὶ ἐγεννήθη.
|
3
<Εἴθε νὰ χαθῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη,
κατὰ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθην, καθὼς
καὶ ἡ νύκτα ἐκείνη, κατὰ τὴν
ὁποίαν εἶπαν· ἰδοὺ ἀρσενικὸν
παιδὶ ἐγεννήθη. |
4
Ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη σκότος,
καὶ μὴ ἀναζητήσαι αὐτὴν
ὁ Κύριος ἄνωθεν, μηδὲ ἔλθοι
εἰς αὐτὴν φέγγος·
|
4
Σκοτάδι ἂς ἦτο ἡ νύκτα ἐκείνη
τῆς γεννήσεώς μου καὶ ἂς μὴ
τὴν ἀναζητοῦσε ὁ Κύριος ἀπὸ
τὸν οὐρανόν. Φῶς νυκτὸς καὶ
ἡμέρας ποτὲ νὰ μὴ τὴν
ἐφώτιζεν.
|
4
Ἡ νύκτα ἐκείνη εἴθε νὰ μὴ ἀνέτελλεν,
ἀλλὰ παραμένουσα συνέχεια τῆς προηγουμένης
νυκτὸς να εἶναι σκοτάδι καὶ εἴθε νὰ
μὴ τὴν ἀναζητήσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ
τοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ νὰ τὴν
ἀφήσῃ νὰ χαθῇ, οὔτε νὰ
ἔλθῃ εἰς αὐτὴν ἀστροφεγγιά.
|
5
ἐκλάβοι δὲ αὐτὴν σκότος
καὶ σκιὰ θανάτου, ἐπέλθοι ἐπ'
αὐτὴν γνόφος. Καταραθείη ἡ ἡμέρα
|
5
Ἂς ἀπλωθῇ εἰς αὐτὴν καὶ
ἂς τὴν καταλάβῃ σκοτάδι καὶ
σκιὰ θανάτου. Βαθὺ καὶ ἀδιάλυτον
σκότος ἂς ἐπιπέσῃ εἰς
αὐτήν. Κατηραμένη ἂς εἶναι ἡ
ἡμέρα καὶ ἡ νύκτα τῆς
γεννήσεώς μου.
|
5
Εἴθε δὲ νὰ τὴν κατακυριεύσῃ
τὸ σκοτάδι καὶ ἡ μαύρη σκιά, ποὺ κυριαρχεῖ
εἰς τὰ βάθη τοῦ σκοτεινοῦ τάφου· εἴθε
νὰ πέσῃ ἐπάνω της κατάμαυρον σύννεφον
καὶ εἴθε νὰ καταληφθῇ ἀπὸ
κατᾶραν ἡ ἡμέρα. |
6
καὶ ἡ νὺξ ἐκείνη, ἀπενέγκαιτο
αὐτὴν σκότος· μὴ εἴη εἰς
ἡμέρας ἐνιαυτοῦ, μηδὲ ἀριθμηθείη
εἰς ἡμέρας μηνῶν·
|
6
Εἴθε νὰ τὴν πάρῃ καὶ νὰ
τὴν κυριεύσῃ τὸ σκοτάδι. Ἂς
μὴ ὑπάρξῃ καὶ ἂς μὴ
λογισθῇ μεταξὺ τῶν ἡμερῶν τοῦ
ἔτους, καὶ ἂς μὴ ἀριθμηθῇ
εἰς τὰς ἡμέρας τῶν μηνῶν.
|
6
Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην, ποὺ ἐγεννήθηκα,
εἴθε νὰ τὴν πάρῃ τὸ σκοτάδι
καὶ νὰ μὴ φανῇ πουθενά· εἴθε
νὰ μὴ ὑπάρχῃ μεταξὺ τῶν
ἡμερῶν τοῦ χρόνου, οὔτε νὰ ἀριθμηθῇ
μεταξὺ τῶν ἡμερῶν τῶν μηνῶν.
|
7
ἀλλὰ ἡ νὺξ ἐκείνη εἴη
ὀδύνη, καὶ μὴ ἔλθοι ἐπ'
αὐτὴν εὐφροσύνη μηδὲ χαρμονή·
|
7
Ἀλλὰ ἡ νύκτα ἐκείνη ἂς
εἶναι γεμάτη ἀπὸ ὀδύνην,
καὶ καμμία χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις
ἂς μὴ ἔλθῃ εἰς αὐτήν.
|
7
Ἀλλὰ καὶ ἡ νύκτα ἐκείνη εἴθε
νὰ γεμίσῃ ἀπὸ πόνον καὶ
θλῖψιν καὶ εἴθε νὰ μὴ ἔλθῃ
εἰς αὐτὴν εὐφροσύνη καὶ χαρά.
|
8
ἀλλὰ καταράσαιτο αὐτὴν ὁ
καταρώμενος τὴν ἡμέραν ἐκείνην,
ὁ μέλλων τὸ μέγα κῆτος χειρώσασθαι.
|
8
Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι εἰδικὸς
εἰς κατάρας, ἂς καταρασθῇ αὐτὴν
τὴν ἡμέραν· αὐτὸς ποὺ
μὲ τὰς κατάρας του ἔχει τὴν
δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν νὰ
καθυποτάξῃ ἀκόμη καὶ αὐτὸ
τὸ μεγάλο κῆτος τῆς θαλάσσης.
|
8
Ἀλλ’ εἴθε νὰ καταρασθῇ αὐτὴν
αὐτὸς ποὺ καταρᾶται τὴν ἡμέραν
ἐκείνην νὰ τὴν καταρασθῇ αὐτός,
ποὺ μὲ τὰς κατάρας του μέλλει νὰ καθυποτάξῃ
καὶ νὰ ὑποδουλώσῃ τὸ μέγα κῆτος
τῆς θαλάσσης ὡς ἔχων ἀκαταμάχητον
δύναμιν. |
9
Σκοτωθείη τὰ ἄστρα τῆς νυκτὸς
ἐκείνης, ὑπομείναι καὶ εἰς
φωτισμὸν μὴ ἔλθοι καὶ μὴ ἴδοι
ἑωσφόρον ἀνατέλλοντα,
|
9
Ἂς βυθισθοῦν εἰς τὸ σκοτάδι
τὰ ἀστέρια τῆς νυκτὸς ἐκείνης,
ἂς ἀπομείνουν, ἂς μὴ ἔλθουν
εἰς τὸ φῶς καὶ ἂς μὴ ἴδουν
τὴν ἀνατολὴν τοῦ πρωϊνοῦ ἀστέρος,
τοῦ ἑωσφόρου.
|
9
Εἴθε νὰ σκοτισθοῦν καὶ νὰ χάσουν
τὴν λάμψιν των τὰ ἀστέρια τῆς
νύκτας ἐκείνης. Εἴθε νὰ σταματήση καὶ
νὰ καταμείνῃ νύκτα καὶ εἴθε νὰ
μὴ ἔλθῃ εἰς φωτισμὸν καὶ
ἡ νύκτα ἐκείνη νὰ μὴ ἴδῃ
ποτὲ νὰ ἀνατέλλῃ ὁ αὐγερινός,
ποὺ προαναγγέλλει τὸ ξημέρωμα.
|
10
ὅτι οὐ συνέκλεισε πύλας γαστρὸς
μητρός μου· ἀπήλλαξε γὰρ ἂν
πόνον ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου.
|
10
Καταρῶμαι τὴν νύκτα ἐκείνην,
διότι δὲν ἔκλεισε τὰς πύλας
τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, ὥστε
νὰ μὴ γεννηθῶ. Ἐὰν αὐτὸ
ἐγίνετο, θὰ μὲ εἶχε ἀπαλλάξει
ἀπὸ κάθε πόνον, ποὺ αἰσθάνομαι
τώρα καὶ βλέπω μὲ τὰ μάτια
μου. |
10
Τὴν καταρῶμαι μὲ τὰς κατάρας αὐτάς,
διότι δὲν συνέκλεισε τὰς πύλας τῆς κοιλίας
τῆς μητέρας μου, ὥστε νὰ μὴ γεννηθῶ.
Θὰ προτιμούσα δὲ τοῦτο, διότι θὰ μὲ
εἶχεν ἀπαλλάξει ἀπὸ κάθε πόνον, ποὺ
αἰσθάνομαι καὶ βλέπουν τώρα τὰ μάτιά μου
ἀντικρύζοντας τὶς πληγές μου.
|
11
Διατὶ γὰρ ἐν κοιλίᾳ οὐκ
ἐτελεύτησα, ἐκ γαστρὸς δὲ ἐξῆλθον
καὶ οὐκ εὐθὺς ἀπωλόμην;
|
11
Διατὶ δὲν ἀπέθανα, ἐνῷ
ἀκόμη εὑρισκόμην εἰς τὴν
κοιλίαν τῆς μητρός μου; Ἀλλὰ
καὶ διατί, ὅταν ἐβγῆκα ἀπὸ
τὴν μητρικὴν γαστέρα, δὲν ἔπεσα
ἀμέσως νεκρός, ὥστε νὰ χαθῶ;
|
11
Διατὶ δὲν ἀπέθανα μέσα εἰς τὴν
κοιλίαν τῆς μητέρας μου, διατὶ δὲ ἐβγῆκα
ζωντανὸς ἀπὸ αὐτὴν καὶ
δὲν ἀπέθανα ἀμέσως, ὅταν ἐγεννήθηκα;
|
12
Ἱνατὶ δὲ συνήντησάν μοι γόνατα;
Ἱνατί δὲ μαστοὺς ἐθήλασα;
|
12
Διατὶ δὲ μὲ συνήντησαν στοργικὰ
τὰ γόνατα τῆς μητρός μου; Διατὶ
ἐθήλασα τοὺς μητρικοὺς μαστούς;
|
12
Διατὶ δὲ μὲ συνήντησαν τὴν στιγμὴν
ἐκείνην γόνατα στοργικὰ διὰ νὰ μὲ
βαστάσουν καὶ νὰ μὲ διαφυλάξουν προστατευτικά;
Διατὶ δὲ ἐθήλασα μαστοὺς μητρικοὺς
διὰ νὰ μὲ θρέψουν; |
13
νῦν ἂν κοιμηθεὶς ἡσύχασα, ὑπνώσας
δὲ ἀνεπαυσάμην |
13
Ἐὰν αὐτὸ ἐγίνετο, θὰ
εἶχα ἡσυχάσει κοιμηθεὶς τὸν
γλυκὺν ὕπνον τοῦ θανάτου. Θὰ
εἶχα ἀναπαυθῆ ἀπὸ τὰ σημερινὰ
δεινὰ παραδεδομένος εἰς ὕπνον.
|
13
Ἐὰν δὲν εὑρίσκοντο αὐτὰ
τότε, θὰ εἶχον τώρα ἡσυχάσει κοιμισμένος
διὰ παντός, χωρὶς νὰ δύναται κανεὶς
νὰ μὲ ξυπνήσῃ, θὰ εἶχον δὲ
ἀναπαυθῆ ἀπὸ τὰ δεινὰ
τοῦ βίου παραδεδομένος εἰς ὕπνον γλυκύν.
|
14
μετὰ βασιλέων βουλευτῶν γῆς, οἳ
ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν.
|
14
Ἐτσι θὰ ἀνεπαυόμην μὲ βασιλεῖς,
κυβερνήτας καὶ κριτὰς τῶν ἀνθρώπων
τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι καὶ
ὑπερηφανεύοντο διὰ τὰ νικηφόρα
ξίφη των. |
14
Ἔτσι θὰ ἀνεπαυόμην μὲ βασιλεῖς
καὶ συμβούλους τῆς γῆς, τῶν
ὁποίων τὸ ἀξίωμα καὶ ἡ ἰσχὺς
δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ παρεμποδίσῃ
ἀπὸ αὐτοὺς τὸν θάνατον, καὶ
οἱ ὁποῖοι ἐκαυχῶντο στηριζόμενοι
εἰς ξίφη. |
15
Ἢ μετὰ ἀρχόντων, ὧν πολὺς
ὁ χρυσός, οἳ ἔπλησαν τοὺς οἴκους
αὐτῶν ἀργυρίου,
|
15
Ἢ μαζῆ μὲ ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν πολὺν χρυσὸν καὶ εἶχαν
γεμίσει τὰ σπίτια των ἀπὸ ἄργυρον.
|
15
Ἢ θὰ ἀνεπαυόμην μὲ ἄρχοντας,
ποὺ ἀπέκτησαν πολὺν χρυσὸν καὶ
οἱ ὁποῖοι ἐγέμισαν τὰ σπίτια
των μὲ ἀργυρᾶ νομίσματα.
|
16
ἢ ὥσπερ ἔκτρωμα ἐκπορευόμενον
ἐκ μήτρας μητρός, ἢ ὥσπερ νήπιοι,
οἳ οὐκ εἶδον φῶς.
|
16
Ἐπὶ τέλους θὰ εἶχα τὴν
τύχην ἐκτρώματος, ποὺ βγαίνει
πρόωρα ἀπὸ τὴν μητρικὴν κοιλίαν,
ἢ θὰ ἤμουνα σὰν ἕνα ἀπὸ
τὰ ἔμβρυα, τὰ ὁποῖα γεννῶνται
νεκρὰ καὶ δὲν βλέπουν καθόλου
τὸ φῶς. |
16
Ἢ θὰ ὑπῆρχον σὰν ἔκτρωμα,
ποὺ ἀποβάλλεται νεκρὸν ἀπὸ τὴν
μήτραν τῆς μητέρας του, ἢ σὰν τὰ νήπια,
ποὺ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἴδουν
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
|
17
᾿Εκεῖ ἀσεβεῖς ἐξέκαυσαν
θυμὸν ὀργῆς, ἐκεῖ ἀνεπαύσαντο
κατάκοποι τῷ σώματι·
|
17
Ἐκεῖ, μέσα εἰς τὸν τάφον,
οἱ ἀσεβεῖς ἔχασαν πλέον ὅλην
τὴν φωτιὰν τοῦ θυμοῦ των. Ἐκεῖ
ἀνεπαύθησαν οἱ κατάκοποι σωματικῶς
καὶ πνευματικῶς.
|
17
Ἐκεῖ, εἰς τὸν τάφον καὶ τὸν
ἅδην, οἱ ἀσεβεῖς ἔκαυσαν ἐξ
ὁλοκλήρου καὶ εἰς τὸ διηνεκὲς
τὸν θυμόν τους καὶ ἐσταμάτησεν
ἡ παραφορά τους, ἐκεῖ ἀνεπαύθησαν
καὶ οἱ κατακουρασμένοι καὶ ἐξηντλημένοι
ἀπὸ τοὺς μόχθους καὶ τὰς καταπιέσεις.
|
18
Ὁμοθυμαδὸν δὲ οἱ αἰώνιοι
οὐκ ἤκουσαν φωνὴν φορολόγου.
|
18
Ἐκεῖ, τέως εὐκατάστατοι καὶ
μή, ὅλοι ἀνεξαιρέτως δὲν ἀκούουν
τὴν σκληρὰν καὶ ἀπειλητικὴν
φωνὴν τοῦ σκληροῦ εἰσπράκτορος
τῶν φορῶν.
|
18
Ἐκεῖ εἰς τὸν τάφον καὶ οἱ
αἰχμάλωτοι εἰς διαρκῆ καταναγκαστικὴν
δουλείαν δὲν ἀκούουν πλέον τὴν ἀγρίαν
καὶ ἀπειλητικὴν φωνὴν τοῦ ἐπιβλέποντος
αὐτοὺς δίκην σκληροῦ φορολόγου.
|
19
Μικρὸς καὶ μέγας ἐκεῖ ἐστι,
καὶ θεράπων δεδοικὼς τὸν κύριον
αὐτοῦ· |
19
Μικροὶ καὶ μεγάλοι ὅλοι εἶναι
ἴσοι ἐκεῖ, καὶ ὁ ὑπηρέτης
ὁ ὁποῖος ἐν τῇ ζωῇ ἐφοβεῖτο
τὸν κύριόν του, εἶναι ἐκεῖ
ἴσος μὲ αὐτόν.
|
19
Ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος ἐκεῖ
εἶναι ἴσοι, χωρὶς νὰ χωρίζωνται δι’
ἀποστάσεως τίνος ὁ ἕνας ἀπὸ
τὸν ἄλλον. Καὶ ὁ δοῦλος, ποὺ
ἐφοβεῖτο τὸν κύριόν του, ἐκεῖ
εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἴσος πρὸς
αὐτὸν ποὺ ἐφοβεῖτο.
|
20
ἱνατὶ γὰρ δέδοται τοῖς ἐν
πικρίᾳ φῶς, ζωὴ δὲ ταῖς
ἐν ὀδύναις ψυψαῖς;
|
20
Πρὸς τί ὅμως ἔχει δοθῆ ἡ
ζωὴ καὶ τὸ φῶς εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο νὰ
διέλθουν μὲ πικρίαν τὴν ζωήν
των; Καὶ δὲν ἐγκατελείποντο εἰς
τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας αὐτοί,
τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ θὰ ἐπερνοῦσεν
εἰς ὀδύνας καὶ θλίψεις;
|
20
Διατὶ ἐπὶ τέλους ἔχει δοθῆ φῶς
ζωῆς εἰς τοὺς βυθισμένους εἰς τὴν
πικρίαν καὶ δὲν ἀφήνονται οὗτοι
εἰς τὸ σκότος τῆς ἀνυπαρξίας, διατὶ
δὲ δίδεται ζωὴ εἰς τὰς ψυχάς, ποὺ
εὑρίσκονται βυθισμένοι εἰς πόνους καὶ θλίψεις;
|
21
Οἳ ἰμείρονται τοῦ θανάτου καὶ
οὐ τυγχάνουσιν ἀνορύσσοντες ὥσπερ
θησαυρούς, |
21
Αὐτοὶ ποθοῦν σφοδρῶς τὸν θάνατον
καὶ δὲν τὸν εὐρίσκουν. Ὅπως
οἱ χρυσοθῆραι ἀνασκάπτουν μὲ
λαχτάραν, διὰ νὰ εὕρουν χρυσόν,
ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐπιζητοῦν
τὸν θάνατον.
|
21
Αὐτοὶ σφοδρῶς ἐπιθυμοῦν τὸν
θάνατον καὶ δὲν τὸν ἐπιτυγχάνουν,
μολονότι προσπαθοῦν νὰ τὸν εὔρουν,
σὰν ἐκείνους ποὺ σκάπτουν διὰ νὰ
ἀνεύρουν θησαυρούς. |
22
περιχαρεῖς δὲ ἐγένοντο ἐὰν
κατατύχωσι. |
22
Σκιρτοῦν δὲ ἀπὸ χαράν, ἐὰν
ἐπιτύχουν τὸν θάνατον καὶ κατέλθουν
εἰς τὸν τάφον.
|
22
Σκιρτοῦν δὲ ἀπὸ χαράν, ἐὰν
συμβῇ νὰ ἐπιτύχουν τὸν τάφον.
|
23
Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυμα, συνέκλεισε
γὰρ ὁ Θεὸς κατ' αὐτοῦ·
|
23
Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυσις διὰ
τὸν ἄνθρωπον, διότι ὁ Κύριος
διὰ τοῦ θανάτου θέτει τέρμα
εἰς τὰς θλίψεις καὶ περιπετείας
αὐτοῦ.
|
23
Ὁ θάνατος εἶναι διὰ τὸν ἄνθρωπον
ἀνάπαυσις, διότι, ἐφ' ὅσον ζῇ, βαδίζει
δρόμον ἄγνωστον, τὸν ὁποῖον ὁ
Θεὸς ἔχει κλείσει ἀπὸ ὅλα τὰ
μέρη καὶ εἰς αὐτὸν θὰ ὑποστῇ
ὅλα τὰ δεινά, ποὺ θὰ συναντήσῃ.
|
24
πρὸ γὰρ τῶν σίτων μου στεναγμός
μοι ἥκει, δακρύω δὲ ἐγὼ συνεχόμενος
φόβῳ· |
24
Πρὶν φάγω τροφήν, μὲ καταλαμβάνει
καὶ μὲ πνίγει ὁ στεναγμός. Χάνεται
ἡ ὄρεξίς μου. Ἀναλύομαι εἰς
δάκρυα, κυριεύομαι ἀπὸ φόβον
νέων δεινῶν.
|
24
Ἐπιθυμῶ τὸν θάνατον, διότι, προτοῦ
φάγω, μοῦ ἔχει ἔλθει στεναγμός, ὁ
ὁποῖος μοῦ κόβει κάθε ὄρεξιν, δακρύζω
δὲ ἐγώ, διότι κυριεύομαι ἀπὸ φόβον,
μήπως μοῦ συμβοῦν καὶ νέαι συμφοραί.
|
25
φόβος γάρ, ὃν ἐφρόντισα, ἦλθέ
μοι, καὶ ὃν ἐδεδοίκειν, συνήντησέ
μοι. |
25
Διότι ὁ φόβος, τὸν ὁποῖον
ἐφρόντισα μὲ κάθε τρόπον νὰ
ἀποφύγω, μὲ κατέλαβε. Ὅσα εἶχα
φοβηθῇ μὲ συνήντησαν εἰς τὴν
ζωήν μου.
|
25
Καταλαμβάνομαι δὲ ἀπὸ τὸν φόβον αὐτόν,
γιατὶ ὅ,τι κακὸν ἐφοβήθην, μήπως μοῦ
συμβῇ, καὶ ἐφρόντισα νὰ τὸ ἀποφύγω,
μοῦ ἦλθε, καὶ ὅ,τι εἶχα φοβηθῆ,
μὲ ηὗρε καὶ μὲ συνήντησεν εἰς
τὴν ζωήν μου. |
26
οὔτε εἰρήνευσα οὔτε ἡσύχασα
οὔτε ἀνεπαυσάμην, ἦλθε δέ μοι
ὀργή. |
26
Οὔτε εἰρήνην, οὔτε ἡσυχίαν,
οὔτε ἀνάπαυσιν ἔχω πλέον, διότι
ἐπῆλθεν ἐναντίον μου ἡ ὀργὴ
τοῦ Κυρίου>. |
26
Οὔτε εἰρήνην ἀπήλαυσα, οὔτε ἡσύχασα,
οὔτε ἀνεπαύθην, ἦλθε δὲ ἐπάνω
μου ἡ θεία ὀργή. |