Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰώβ λέγει·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
|
2
ἐπ' ἀληθείας οἶδα, ὅτι
οὕτως ἐστί· πῶς γὰρ
ἔσται δίκαιος βροτὸς παρὰ Κυρίῳ;
|
2
<ἀναγνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ
ὁμολογῶ ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ
πράγματα. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν
ἔνας θνητὸς ἄνθρωπος νὰ εἶναι
ἀναμάρτητος καὶ δίκαιος ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου;
|
2
<Ἀληθῶς γνωρίζω καὶ συμφωνῶ μαζί
σου ὅτι οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα.
Οἱ δίκαιοι ὄντως προστατεύονται ἀπὸ
τὸν Θεόν. Ἀλλὰ πῶς θὰ γίνῃ
δίκαιος ὁ θνητὸς ἄνθρωπος πλησίον τοῦ
Κυρίου; |
3
Ἐὰν γὰρ βούληται κριθῆναι αὐτῷ,
οὐ μὴ ὑπακούσῃ αὐτῷ,
ἵνα μὴ ἀντείπῃ πρὸς ἕνα
λόγον αὐτοῦ ἐκ χιλίων·
|
3
Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀρνηθῇ αὐτὴν
τὴν πραγματικότητα καὶ θελήσῃ
νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντιδικίαν
μὲ τὸν Κύριον, δὲν θὰ εἶναι
εἰς θέσιν νὰ ἀποκριθῇ καὶ
νὰ φέρῃ ἀντίρρησιν οὔτε
εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς χιλίους
λόγους, ποὺ θὰ εἴπῃ εἰς
κατηγορίαν του ὁ
Κύριος.
|
3
Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου. Διότι, ἐὰν θελήσῃ κανεὶς νὰ
κριθῇ μὲ τὸν Κύριον καὶ νὰ θέσῃ
ὑπὸ ἀμφισβήτησιν τὸ δίκαιον τῆς
κρίσεώς του, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ
θὰ μείνῃ ἄναυδος, διὰ νὰ μὴ
ἀντιλέξῃ οὔτε εἰς ἕνα λόγον
ἀπὸ τοὺς χιλίους λόγους κατηγορίας, ποὺ
θὰ τοῦ εἴπη ὁ Κύριος.
|
4
σοφὸς γάρ ἐστι διανοίᾳ, κραταιός
τε καὶ μέγας. Τίς σκληρὸς γενόμενος
ἐναντίον αὐτοῦ ὑπέμεινεν;
|
4
Ἄναυδος θὰ μείνῃ ὁ ἄνθρωπος,
διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ πάνσοφος
κατὰ τὸν νοῦν, παντοδύναμος καὶ
μέγας. Ποιὸς ποτέ, σκληρύνας τὸν
ἑαυτόν του καὶ ἀντιταχθεὶς πρὸς
τὸν Θεόν, ἠμπόρεσε νὰ βαστάσῃ
τὴν ὀργήν του;
|
4
Θὰ ἀποστομωθῇ πᾶς τις καὶ θὰ
μείνῃ ἄφωνος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι
ὁ Κύριος εἶναι σοφὸς κατὰ τὴν
διάνοιαν καὶ κραταιὸς καὶ μέγας. Ποῖος
σκληρύνας τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀντιταχθεὶς
μετὰ πείσματος εἰς Αὐτόν, ἀντέσχε
καὶ ἠμπόρεσε νὰ βαστάσῃ τὴν
ὀργήν του; |
5
Ὁ παλαιῶν ὄρη καὶ οὐκ οἴδασιν,
ὁ καταστρέφων αὐτὰ ὀργῇ·
|
5
Αὐτὸς εἶναι
ποὺ παλαιώνει καὶ
ἀχρηστεύει τὰ ὄρη, χωρὶς ἐκεῖνα
νὰ ἀντιληφθοῦν τίποτε. Αὐτὸς
τὰ καταστρέφει ἐπάνω
εἰς τὴν ὀργήν του.
|
5
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ τὰ ἀγήραστα
ὅρη τὰ γηράσκει καὶ τὰ ἐξαφανίζει
τόσον εὔκολα, ὥστε δὲν ἀντιλαμβάνονται
ταῦτα τὸν ἐξαφανισμόν τους· αὐτὸς
καταστρέφει ταῦτα, ἀρκεῖ μόνον νὰ
ὀργισθῇ κατ’ αὐτῶν.
|
6
ὁ σείων τὴν ὑπ' οὐρανὸν
ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς
σαλεύονται· |
6
Αὐτὸς εἶναι ποὺ σείει ἐκ
θεμελίων καὶ συγκλονίζει τὴν ὑπὸ
τὸν οὐρανὸν γῆν καὶ διαταράσσει
τοὺς στύλους, ἐπὶ τῶν ὁποίων
αὐτὴ ἔχει θεμελιωθῆ.
|
6
Αὐτὸς σείει τὴν ἐκτεινομένην ὑπὸ
τὸν οὐρανὸν γῆν ἀπὸ τὰ
θεμέλια της, οἱ ἀμετακίνητοι δὲ στῦλοι,
ἐπὶ τῶν ὁποίων αὕτη στηρίζεται,
σαλεύονται ὑπ’ Αὐτοῦ.
|
7
ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ
οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων
κατασφραγίζει· |
7
Ὁ Κύριος εἶναι πού, ὅταν θέλῃ,
διατάσσει τὸν ἥλιον καὶ δὲν
ἀνατέλλει. Πρὸς τὰ ἄστρα δὲ
ἔχει τόσην δύναμιν, ὥστε νὰ
μπορῇ νὰ κρατῇ αὐτὰ κλεισμένα
καὶ σφραγισμένα.
|
7
Αὐτὸς διατάσσει τὸν ἥλιον καὶ
παύει οὗτος νὰ ἀνατέλλῃ, ἀπέναντι
δὲ τῶν ἄστρων ἔχει τόσην δύναμιν,
ὥστε κρατεῖ αὐτὰ ἐγκεκλεισμένα
ὡς ὑπὸ σφραγῖδα.
|
8
ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος,
καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ' ἐδάφους
ἐπὶ θαλάσσης· |
8
Αὐτὸς εἶναι ποὺ μὲ ἀποκλειστικὰ
καὶ μόνην τὴν
ἰδικήν του δύναμιν ἀπλώνει τὸν
οὐρανὸν καὶ βαδίζει ἐπάνω
εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς ἐπάνω
εἰς τὴν ξηράν,
|
8
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἐξήπλωσε
μόνος καὶ ἐτέντωσεν ἅπαξ διὰ
παντὸς ὑπεράνω μας τὸν οὐρανὸν
ὡσὰν σκηνήν, καὶ αὐτὸς περιπατεῖ
ἐπὶ τῆς θαλάσσης σὰν ἐπὶ
ξηρᾶς. |
9
ὁ ποιῶν Πλειάδα καὶ Ἕσπερον
καὶ Ἀρκτοῦρον, καὶ ταμιεῖα νότου·
|
9
Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐδημιούργησε
καὶ διατηρεῖ εἰς τὴν ὕπαρξιν
τοὺς ἀστερισμοὺς τῆς Πλειάδος,
τὸν Ἔσπερον καὶ τὸν Ἀρκτοῦρον
τοῦ νοτίου ἠμισφαιρίου ὡς ἐὰν
εἶναι κλεισμένοι εἰς δωμάτια.
|
9
Αὐτὸς ἐποίησε καὶ διατηρεῖ τοὺς
ἀστερισμούς τς, Πλειάδος καί του Ὠρίωνος καὶ
τῆς Ἄρκτου καὶ τοὺς ὡς εἰς
δωμάτια ἐγκεκλεισμένους ἀστερισμοὺς
τοῦ Νοτίου ἠμισφαιρίου, |
10
ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίστα,
ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν
οὐκ ἔστιν ἀριθμός. |
10
Αὐτὸς εἶναι που κάμνει ἀναρίθμητα
μεγάλα καὶ ἀνεξερεύνητα ἔργα,
ἔνδοξα καὶ καταπληκτικά.
|
10
ὁ Ὁποῖος ποιεῖ ἔργα μεγάλα καὶ
ἀνεξερεύνητα καὶ ἔνδοξα καὶ καταπληκτικά,
τὰ ὁποῖα δὲν ἀριθμοῦνται
|
11
Ἐὰν ὑπερβῇ με, οὐ μὴ ἴδω·
ἐὰν πορέλθῃ με, οὐδ' ὦς
ἔγνων. |
11
Ἐὰν περάσῃ ὁ
Θεὸς ἐμπρός μου, δὲν τὸν βλέπω
καθόλου. Ἐὰν διέλθῃ κοντά
μου, οὔτε κἂν καὶ θὰ τὸν ἀντιληφθῶ.
|
11
Ἐὰν περάσῃ ὁ Θεὸς ἀπ’
ἐπάνω μου, δὲν θὰ τὸν ἴδω διόλου·
ἐὰν διέλθῃ ἀπὸ πλησίον μου,
οὐδὲ κὰν θὰ λάβω γνῶσιν τούτου.
|
12
Ἐὰν ἀπαλλάξῃ, τὶς ἀποστρέψει
ἢ τίς ἐρεῖ αὐτῷ·
τί ἐποίησας; |
12
Ἐὰν θελήσῃ
νὰ ἀφαιρέσῃ κάτι, ποιὸς
ἠμπορεῖ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ;
Ἢ ποιὸς εἶναι εἰς θέσιν νὰ
εἴπῃ εἰς αὐτόν: Διατὶ
τὸ ἔκαμες;
|
12
Ἐὰν ἀφαιρέσῃ καὶ ἁρπάσῃ
τι, ποῖος δύναται νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ
καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ; Ἢ
ποῖος θὰ εἴπῃ εἰς αὐτόν:
Τί ἔκαμες; |
13
Αὐτὸς γὰρ ἀπέστραπται ὀργήν
ὑπ' αὐτοῦ ἐκάμφθησαν κήτη
τὰ ὑπ' οὐρανόν. |
13
Διότι αὐτὸς μόνος ἠμπορεῖ
νὰ ἀποτρέψῃ καὶ ν' ἀπομακρύνῃ
τὴν ὀργήν του. Κάτω ἀπὸ
τὴν παντοδυναμίαν του κάμπτονται
καὶ αὐτὰ τὰ κήτη, ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὴν θάλασσαν τὴν
ὑπὸ τὸν οὐρανόν.
|
13
Κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ ἐμποδίσῃ
Αὐτόν. Διότι, ὅταν ἐκσπάσῃ ἡ
ὀργή του, Αὐτὸς καὶ μόνος στρέφει
αὐτὴν ἀλλαχοῦ καὶ ἀπομακρύνει
αὐτήν. Ὑπ’ Αὐτοῦ καὶ τὰ
μεγάλα κήτη, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν
κάτωθι τοῦ οὐρανοῦ ἐκτεινομένην θάλασσαν,
ἐκάμφθησαν. |
14
Ἐὰν δὲ μου ὑπακούσηται, ἢ
διακρινεῖ τὰ ρήματά μου·
|
14
Ἐὰν θέλῃ, κάμνει δεκτὴν
τὴν παράκλησίν μου. Εἰς τὴν
κρίσιν του ἐπαφίενται τὰ παράπονά
μου. |
14
Ἐὰν δὲ ἀποκριθῶ εἰς Αὐτὸν
καὶ μὲ ἀκούσῃ, θὰ διακρίνῃ
ἄραγε καὶ θὰ δικάσῃ τοὺς λόγους
μου τούτους; |
15
ἐάν τε γὰρ ὦ δίκαιος, οὐκ
εἰσακούσεταί μου, τοῦ κρίματος
αὐτοῦ δεηθήσομαι· |
15
Ὅσον καὶ ἂν ὑποτεθῇ ὅτι
εἶμαι δίκαιος, δὲν σημαίνει ὅτι
ὁ Θεὸς ὑποχρεοῦται νὰ ἀκούσῃ
τὴν προσευχήν μου. Ἐγὼ ὅμως
ἔχω τὴν ἀνάγκην νὰ τὸν
ἱκετεύω ζητῶν τὸ ἔλεός
του. |
15
Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη παρουσιασθῶ
κάπου ὡς δίκαιος, δὲν θὰ μὲ εἰσακούσῃ,
διότι καὶ τότε θὰ ἔχω ἀνάγκην να ἐπικαλεσθῶ
ἱκετευτικῶς τὴν ἐπιεικῆ του
κρίσιν. |
16
ἐάν τε καλέσω καὶ μὴ ὑπακούσῃ,
οὐ πιστεύω ὅτι εἰσακήκοέ
μου τῆς φωνῆς. |
16
Ὅταν ὅμως τὸν παρακαλῶ καὶ δὲν
κάνῃ δεκτὴν τὴν δέησίν
μου, ἀμφιβάλλω ἂν ἔχῃ κάμει
δεκτὴν τὴν φωνὴν τῆς προσευχῆς
μου. |
16
Καὶ ἐὰν καλέσω Αὐτὸν διὰ
προσευχῆς καὶ δὲν μὲ ἀποδοκιμάσῃ,
ἀλλὰ σιωπηλῶς μὲ ἐνθαρρύνῃ,
δὲν πιστεύω ὅτι ἔχει εἰσακούσει τὴν
φωνήν μου. |
17
Μὴ γνόφῳ με ἐκτρίψῃ; Πολλὰ
δέ μου τὰ συντρίμματα πεποὶηκε διακενῆς·
|
17
Ἐὰν παρουσιασθῶ ἐνώπιόν
του μὲ ἀλαζονικὴν πεποίθησιν εἰς
τὴν δικαιοσύνην μου, φοβοῦμαι, μήπως
τελικῶς μὲ συντρίψῃ μέσα εἰς
τὴν καταιγίδα καὶ τὸ σκότος
τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε πολλὰ εἶναι
τὰ συντρίμματα, ποὺ μοῦ ἔχει
ἐπιφέρει, μολονότι ἐγὼ νομίζω
ὅτι χωρὶς λόγον.
|
17
Προβάλλων ἐνώπιον Αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην
μου φοβοῦμαι, μήπως μὲ κονιορτοποιήσῃ διὰ
θυέλλης καὶ καταιγίδος· πραγματικῶς δὲ
ἔχει κάμει πολλὰ τὰ συντρίμματά μου, καίτοι
ἡ συνείδησίς μου δὲν μοῦ μαρτυρεῖ
ὅτι εἶμαι αἰτία τούτων.
|
18
οὐκ ἑᾷ γάρ με ἀναπνεῦσαι,
ἐνέπλησε δέ με πικρίας.
|
18
Εἶναι πολλὰ καὶ δὲν μὲ ἀφήνει
οὔτε νὰ ἀναπνεύσω καὶ νὰ
ζωογονηθῶ· μὲ ἐγέμισε πικρίαν.
|
18
Ναί· εἶναι πολλά, διότι δὲν μὲ
ἀφήνει οὔτε νὰ ἀναπνεύσω, μὲ
ἐγέμισε δὲ πικρίαν. |
19
Ὅτι μὲν γὰρ ἰσχύι κρατεῖ·
τὶς οὖν κρίματι αὐτοῦ ἀντιστήσεται;
|
19
Διὰ τῆς παντοδυναμίας του κυριαρχεῖ
εἰς τὸ σύμπαν καὶ εἰς τοὺς
πάντας. Ποιὸς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν
νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὰς δικαίας
κρίσεις καὶ ἀποφάσεις του;
|
19
Καὶ ὅσον μὲ ἀφορᾷ εἰς
τὴν δύναμιν, ἐπικρατεῖ ὡς παντοδύναμος
καὶ δὲν ἔχει ἄλλον ἰσχυρότερόν
του. Ποῖος λοιπὸν θὰ ἀντισταθῇ
εἰς τὴν δικαίαν κρίσιν καὶ ἀπόφασίν
του; |
20
Ἐὰν γὰρ ὦ δίκαιος, τὸ
στόμα μου ἀσεβήσει ἐάν με ὦ
ἄμεμπτος, σκολιὸς ἀποβήσομαι.
|
20
Ἐὰν τολμήσω νὰ εἴπω, ὅτι
εἶμαι ἀναμάρτητος
καὶ δίκαιος, τὸ στόμα μου θὰ
ἐκστομίσῃ ἀσέβειαν. Ἐὰν
ἰσχυρισθῶ ὅτι εἶμαι ἀκέραιος
καὶ ἄμεμπτος, θὰ φανῶ σοφιστευόμενος
καὶ παραλογιζόμενος.
|
20
Κανείς. Οὔτε ἐγὼ λοιπόν. Διότι ἐὰν
παρουσιασθῶ ἐνώπιον Του ὡς δίκαιος, τὸ
στόμα μου θὰ ἀποδειχθῇ ψευδομένον καὶ
ἀσεβές· καὶ ἐὰν ὑποστηρίξω
ὅτι εἶμαι ἄμεμπτος καὶ ἀθῷος,
θὰ καταντήσω νὰ ἀποδειχθῶ διεστραμμένος
καὶ ἀνάποδος. |
21
Εἴτε γὰρ ἠσέβησα, οὐκ οἶδα
τῇ ψυχῇ. Πλὴν ὅτι ἀφαιρεῖταί
μου ἡ ζωή.
|
21
Ἐάν ὑπέπεσα εἰς βαρύ τι
ἁμάρτημα ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, δὲν τὸ γνωρίζω. Ἕνα
μόνον γνωρίζω, ὅτι σβήνει ἡ
ζωή μου.
|
21
Διότι καὶ ἐὰν παρουσιάσας τὸν ἑαυτόν
μου δίκαιον ἠσέβησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
δὲν γνωρίζω τοῦτο διὰ τῆς συνειδήσεώς
μου· παρὰ τὸ ὅτι ὅμως ἡ
συνείδησίς μου δὲν μοῦ καταμαρτυρεῖ, ἡ
ζωή μου ἐκλείπει ἀπὸ τὰς τιμωρίας
καὶ θλίψεις. |
22
Διὸ εἶπον· μέγαν καὶ δυνάστην
ἀπολλύει ὀργή,
|
22
Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ εἶπα·
Τὸν μεγάλον καὶ τὸν ἰσχυρὸν
ἐξ ἴσου τοὺς καταστρέφει ἡ θεία
ὀργή.
|
22
Δι’ αὐτὸ εἶπα: Τόσον τὸν μέγαν εἰς
ἀρετήν, ὅσον καὶ τὸν καταδυναστεύοντα
καὶ καταπιέζοντα τοὺς πλησίον, καταστρέφει ἐξ
ἴσου ἡ θεία ὀργή. |
23
ὅτι φαῦλοι ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ,
ἀλλὰ δίκαιοι καταγελῶνται·
|
23
Διότι οἱ φαῦλοι ὑπόκεινται
εἰς ἀποτροπιαστικὸν θάνατον. Ἀλλὰ
καὶ οἱ δίκαιοι ἐμπαίζονται διὰ
τὰ παθήματά των.
|
23
Διότι καὶ οἱ φαῦλοι πλήττονται διὰ
θανάτου ἀπαισίου, ἀλλὰ καὶ οἱ
δίκαιοι γίνονται ἀντικείμενον γέλωτος μὲ τὰ
παθήματά των. |
24
παραδέδονται γὰρ εἰς χεῖρας ἀσεβοῦς.
Πρόσωπα κριτῶν αὐτῆς συγκαλύπτει·
εἰ δὲ μὴ αὐτός ἐστι, τίς
ἐστιν; |
24
Διότι καὶ οἱ δίκαιοι παραδίδονται
πολλὲς φορὲς εἰς τὰ χέρια τῶν
ἀσεβῶν. Ὁ δὲ Κύριος σκεπάζει
καὶ συγκαλύπτει τὰ πρόσωπα τῶν
ἀδίκων κριτῶν τῆς γῆς. Ἐὰν
δὲ δὲν τὰ σκεπάζῃ ὁ Κύριος,
ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ
σκεπάζει καὶ τὰ ἀποκρύπτει;
|
24
Διότι καὶ οἱ δίκαιοι ἔχουν παραδοθῇ
πολλάκις εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὴν
διάκρισιν τοῦ ἀσεβοῦς. Ὁ Θεὸς
σκεπάζει καὶ δὲν φανερώνει τὰ ἄδικα
πρόσωπα τῶν δικαστῶν τῆς γῆς. Ἐὰν
δὲ δὲν εἶναι Αὐτός, ποὺ τὰ
σκεπάζει, ποῖος λοιπὸν εἶναι ὁ συγκαλύπτων
αὐτά; |
25
Ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος
δρομέως· ἀπέδρασαν καὶ οὐκ
εἴδοσαν. |
25
Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου εἶναι
ἐλαφρότερος καὶ ταχύτερος ἀπὸ
τὸν δρομέα, ποὺ τρέχει γρήγορα.
Ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω,
αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς μου.
|
25
Τῆς ἰδικῆς μου δὲ ζωῆς ὁ
χρόνος εἶναι ἐλαφρότερος ἀπὸ δρομέα,
ποὺ τρέχει γρήγορα· ἐπέρασαν, χωρὶς
νὰ τὸ καταλάβω, αἱ ἡμέραι μου καὶ
δὲν εἶδον καλὸν καὶ εὐτυχίαν
τινά. |
26
Ἢ καὶ ἐστι ναυσὶν ἴχνος ὁδοῦ
ἢ ἀετοῦ πετομένου ζητοῦντος
βοράν; |
26
Μήπως τὰ πλοῖα, καθὼς διασχίζουν
τὴν θάλασσαν, ἀφήνουν ὀπίσω
των ἴχνος τῆς διαβάσεώς των ἢ
ὁ ἀετός, ποὺ πετᾷ εἰς
τὸν ἀέρα καὶ ζητεῖ τὴν
τροφήν του;
|
26
Ἢ μήπως ὑπάρχει εἰς τὰ πλοῖα
ἴχνος τῆς γραμμῆς, τὴν ὁποίαν
διέπλευσαν, ἢ ἴχνος τῆς διαβάσεως τοῦ
ἀετοῦ ποὺ πετᾷ, ὅταν ζητῇ
νὰ ἁρπάσῃ τὸ θήραμά του; Ἄλλο
τόσον ἀφῆκαν ἴχνη τῆς διαβάσεώς
των καὶ αἱ ἡμέραι μου, ποὺ ἐπέρασαν
γρήγορα, ὅπως γρήγορα πετᾷ καὶ ὁ ἀετός.
|
27
Ἐάν τε γὰρ εἴπω, ἐπιλήσομαι
λαλῶν, συγκύψας τῷ προσώπῳ στενάξω.
|
27
Ἐὰν εἴπω: Θὰ λησμονήσω τὰ
παθήματά μου, θὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ
τελείως δι' αὐτά· τότε, ἀφοῦ
σκύψω μὲ τὸ πρόσωπόν μου πρὸς
τὰ κάτω, θὰ ἀναστενάξω.
|
27
Πῶς νὰ μὴ παραπονοῦμαι λοιπόν; Διότι
καὶ ἐὰν εἴπω, θὰ ξεχάσω νὰ
ὁμιλῶ καὶ θὰ παύσω νὰ λαλῶ,
τότε θὰ σκύψω μὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω καὶ
θὰ στενάζω. |
28
Σείομαι πᾶσι τοῖς μέλεσιν, οἶδα
γὰρ ὅτι οὐκ ἀθῶόν με ἐάσεις.
|
28
Συγκλονίζομαι εἰς ὅλα τὰ μέλῃ
τοῦ σώματός μου. Διότι γνωρίζω,
ὅτι δὲν θὰ μὲ καταστήσῃς
ἀθῶον καὶ ἀνένοχον, καὶ
δὲν θὰ μὲ ἀφήσῃς διὰ
τοῦτο ἀτιμώρητον.
|
28
Σείομαι ὁλόκληρος μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ
σώματός μου, διότι ἠξεύρω ὅτι δὲν
θὰ μὲ εὕρῃς καὶ δὲν θὰ
μὲ ἀφήσῃς ἀνένοχον καὶ
ἀθῷον καὶ δὲν θὰ μοῦ συγχωρήσῃς
τὴν ἐνοχήν. |
29
Ἐπειδὴ δὲ εἰμι ἀσεβής,
διατὶ οὐκ ἀπέθανον; |
29
Ἀλλὰ ἀφοῦ εἶμαι
ἀσεβής, διατὶ νὰ μὴ ἔχω
ἀποθάνει ἕως τώρα;
|
29
Ἀφοῦ δὲ εἶμαι ἀσεβὴς καὶ
δι' αὐτὸ τιμωροῦμαι, διατὶ δὲν
ἀπέθανα ἕως τώρα, ὥστε νὰ τεθῇ
τέρμα εἰς τὰ δεινά μου; |
30
Ἐὰν γὰρ ἀπολούσωμαι χιόνι
καὶ ἀποκαθάρωμαι χερσὶ καθαραῖς,
|
30
Ἐὰν λουσθῶ πνευματικῶς καὶ γίνω
λευκότερος ἀπὸ τὸ χιόνι καὶ
ἂν καθαρισθῶ μὲ χέρια ὁλοκάθαρα,
|
30
Πρὸς τί νὰ ζῶ καὶ νὰ μὴ
ἀποθάνω; Διότι καὶ τώρα ποὺ ζῶ, ἐὰν
λουσθῶ μὲ χιόνι, ὥστε νὰ γίνει λευκὸς
σὰν αὐτό, καὶ ἂν καθαρισθῶ
μὲ χέρια καθαρά, πάντοτε θὰ μὲ εὑρίσκῃς
ἀκάθαρτον |
31
Ἱκανῶς ἐν ρύπῳ με ἔβαψας,
ἐβδελύξατο δέ με ἡ στολή·
|
31
εἶμαι καὶ πάλιν ἀρκετὰ ρυπαρὸς
ἐνώπιόν σου, ὥστε καὶ αὐτὴ
ἡ ἐνδυμασία μου νὰ μὲ συχαίνεται.
|
31
πάλιν θὰ μὲ βάψῃς πάρα πολὺ μὲ
ρύπον, ὥσε καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος
νὰ σιχαίνωμαι τὰ ἐνδύματά μου
|
32
οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ' ἐμέ,
ᾧ ἀντικρινοῦμαι, ἵνα ἔλθωμεν
ὁμοθυμαδὸν εἰς κρίσιν. |
32
Διότι σύ, Κύριε, δὲν εἶσαι ἄνθρωπος,
ὅπως ἐγώ, πρὸς τὸν ὁποῖον
ἐγὼ νὰ ἀντιδικήσω
καὶ νὰ ζητήσω νὰ ἔλθωμεν μαζῆ
εἰς ἀντιδικίαν.
|
32
Θὰ τιμωροῦμαι λοιπὸν διαρκῶς. Διότι
δὲν εἶσαι ἄνθρωπος σὰν ἐμέ,
πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ ἀντιδικήσω
καὶ νὰ ζητήσω, ἵνα ἔλθωμεν καὶ
οἱ δύο μαζὶ εἰς κρίσιν.
|
33
Εἴθε ἦν ὁ μεσίτης ἡμῶν
καὶ ἐλέγχων καὶ διακούων ἀνὰ
μέσον ἀμφοτέρων·
|
33
Εἴθε νὰ ὑπῆρχε κάποιο μεσάζον
πρόσωπον μεταξύ μας,
τὸ ὁποῖον νὰ ἠμποροῦσε
νὰ δικάσῃ μεταξὺ
ἡμῶν, ἀφοῦ ἀκούσῃ
καὶ τοὺς δύο.
|
33
Εἴθε νὰ ὑπῆρχε μεταξύ μας ὁ
μεσίτης, ὁ ὁποῖος καὶ νὰ εἶναι
δυνατὸς νὰ ἐλέγχῃ καὶ νὰ
ἀκούῃ μεταξὺ τῶν δύο μας, ἐπιβάλλων
εἰς ἡμᾶς τὴν κρίσιν καὶ ἀπόφασίν
του. |
34
ἀπαλλαξάτω ἀπ' ἐμοῦ τὴν
ράβδον, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ
μή με στροβείτω, |
34
Ἂς μὲ ἀπαλλάξῃ ὁ Κύριος
ἀπὸ τὴν ράβδον τῶν συμφορῶν
μου καὶ ἂς μῂ μὲ συγκλονίζῃ
καὶ ἂς μὴ μὲ στροβιλίζῃ
ὁ φόβος του.
|
34
Ἂς μὲ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν
ράβδον τῶν συμφορῶν, ὁ φόβος δὲ ποὺ
μὲ ἐκυρίευσεν ἀπὸ τὰ ἀλλεπάλληλα
πλήγματα τῆς ράβδου του, ἂς μὴ μὲ
ταράττῃ καὶ μὲ φέρῃ ἄνω - κάτω.
|
35
καὶ οὐ μὴ φοβηθῶ, ἀλλὰ
λαλήσω· οὐ γὰρ οὕτω συνεπίσταμαι.
|
35
Ἄφοβος δὲ τότε, θὰ ἠμπορῶ
νὰ ὁμιλῶ ἐλευθέρως, διότι
εἰς τὴν κατάστασιν,
ποὺ εὑρίσκομαι, δὲν
γνωρίζω τί νὰ εἴπω. |
35
Καὶ τότε δὲν θὰ εἶμαι φοβισμένος,
ἀλλὰ θὰ ὁμιλήσω· διότι ἔτσι
φοβισμένος δὲν ἠμπορῶ νὰ συζητήσω
καὶ νὰ συμφωνήσωμεν. |