Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰὼβ λέγει·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπε·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπε·
|
2
ἀκήκοα τοιαῦτα πολλά, παρακλήτορες
κακῶν πάντες. |
2
<πολλὰ σὰν αὐτά, ποὺ λέτε,
ἔχω ἀκούσει ἕως τώρα. Ὅλοι
σας εἶσθε κακοὶ παρηγορηταί.
|
2
<πολλὰ σὰν αὐτά, ποὺ λέτε,
ἔχω ἀκούσει ἕως τώρα. Ὅλοι
σας εἶσθε κακοὶ παρηγορηταί.
|
3
τί γάρ; Μὴ τάξις ἐστὶ
ρήμασι πνεύματος; Ἢ τί παρενοχλήσει
σοι, ὅτι ἀποκρίνῃ;
|
3
Σᾶς ἐρωτῶ, μήπως ὑπάρχει
καμμία τάξις ἢ κανένας συνειρμὸς
εἰς τὰ λόγια τοῦ ἀέρος;
Ἢ τί θὰ σὲ στενοχωρήσῃ
νὰ ἀποκρίνεσαι ἔτσι, ὅπως τώρα
ὁμιλεῖς;
|
3
Σᾶς ἐρωτῶ, μήπως ὑπάρχει
καμμία τάξις ἢ κανένας συνειρμὸς
εἰς τὰ λόγια τοῦ ἀέρος;
Ἢ τί θὰ σὲ στενοχωρήσῃ
νὰ ἀποκρίνεσαι ἔτσι, ὅπως τώρα
ὁμιλεῖς;
|
4
Κἀγὼ καθ' ὑμᾶς λαλήσω, εἰ
ὑπέκειτό γε ἡ ψυχὴ ὑμῶν
ἀντὶ τῆς ἐμῆς· εἶτ'
ἐναλοῦμαι ὑμῖν ρήμασι, κινήσω
δὲ καθ' ὑμῶν κεφαλὴν·
|
4
Καὶ ἐγὼ θὰ ἠμποροῦσα νὰ
ὁμιλῶ πρὸς σᾶς, ἐὰν σεῖς
εὑρίσκεσθε εἰς τὴν θέσιν μου
καὶ ἐγὼ εὑρισκόμην εἰς
τὴν θέσιν σας. Ἔπειτα θὰ ἐφορμοῦσα
ἐναντίον σας μὲ τὰ λόγια καὶ
θὰ ἐκινοῦσα ἐμπαικτικῶς τὴν
κεφαλήν μου ἐναντίον σας.
|
4
Καὶ ἐγὼ θὰ ἠμποροῦσα νὰ
ὁμιλῶ πρὸς σᾶς, ἐὰν σεῖς
εὑρίσκεσθε εἰς τὴν θέσιν μου
καὶ ἐγὼ εὑρισκόμην εἰς
τὴν θέσιν σας. Ἔπειτα θὰ ἐφορμοῦσα
ἐναντίον σας μὲ τὰ λόγια καὶ
θὰ ἐκινοῦσα ἐμπαικτικῶς τὴν
κεφαλήν μου ἐναντίον σας.
|
5
εἴη δὲ ἰσχὺς ἐν τῷ στόματί
μου, κίνησιν δὲ χειλέων οὐ φείσομαι.
|
5
Τότε θὰ εἶχα μεγάλην δύναμιν
εἰς τὸ στόμα μου, δὲν θὰ ἐλυπόμουνα
δὲ οὔτε καὶ θὰ περιώριζα τὰ
λόγια τῶν χειλέων μου.
|
5
Τότε θὰ εἶχα μεγάλην δύναμιν
εἰς τὸ στόμα μου, δὲν θὰ ἐλυπόμουνα
δὲ οὔτε καὶ θὰ περιώριζα τὰ
λόγια τῶν χειλέων μου.
|
6
Ἐὰν γὰρ λαλήσω, οὐκ ἀλγήσω
τὸ τραῦμα· ἐὰν δὲ καὶ
σιωπήσω, τί ἔλαττον τρωθήσομαι;
|
6
Διότι ὅταν ὠμιλοῦσα, δὲν θὰ
ἐπονοῦσαν αἱ πληγαί μου, τὰς
ὁποίας δὲν θὰ εἶχα. Ἐὰν
δὲ ἐσιωποῦσα, ἀπὸ τί εἶχα
νὰ πληγωθῶ καὶ βλαβῶ;
|
6
Διότι ὅταν ὠμιλοῦσα, δὲν θὰ
ἐπονοῦσαν αἱ πληγαί μου, τὰς
ὁποίας δὲν θὰ εἶχα. Ἐὰν
δὲ ἐσιωποῦσα, ἀπὸ τί εἶχα
νὰ πληγωθῶ καὶ βλαβῶ;
|
7
Νῦν δὲ κατάκοπόν με πεποίηκε,
μωρόν, σεσηπότα, |
7
Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς μὲ τὰς
θλίψεις καὶ τὰς δοκιμασίας του αὐτὰς
μὲ ἔχει κάμει καταβεβλημένον καὶ
ἀποκαρδιωμένον· μωρὸν καὶ μὲ
ἐξησθενημένας τὰς διανοητικάς μου
δυνάμεις, ἄρρωστον καὶ σάπιον.
|
7
Τώρα ὅμως ὁ Θεὸς μὲ τὰς
θλίψεις καὶ τὰς δοκιμασίας του αὐτὰς
μὲ ἔχει κάμει καταβεβλημένον καὶ
ἀποκαρδιωμένον· μωρὸν καὶ μὲ
ἐξησθενημένας τὰς διανοητικάς μου
δυνάμεις, ἄρρωστον καὶ σάπιον.
|
8
καὶ ἐπελάβου μου, εἰς μαρτύριον
ἐγενήθη· καὶ ἀνέστη ἐν
ἐμοὶ τὸ ψεῦδός μου, κατὰ
πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθη. |
8
Μὲ ἔπιασε εἰς τὰ χέρια του ὁ
Θεὸς καὶ τὰ παθήματά μου ἔγιναν
καταδικαστικὴ μαρτυρία εἰς βάρος μου.
Ἐσηκώθη ἐναντίον μου μὲ ψευδολογίας
ὁ φίλος μου, μὲ κατηγόρησε κατὰ
πρόσωπον ἐντόνως. |
8
Μὲ ἔπιασε εἰς τὰ χέρια του ὁ
Θεὸς καὶ τὰ παθήματά μου ἔγιναν
καταδικαστικὴ μαρτυρία εἰς βάρος μου.
Ἐσηκώθη ἐναντίον μου μὲ ψευδολογίας
ὁ φίλος μου, μὲ κατηγόρησε κατὰ
πρόσωπον ἐντόνως. |
9
Ὀργῇ χρησάμενος κατέβαλέ με,
ἔβρυξεν ἐπ' ἐμὲ τοὺς ὀδόντας,
βέλη πειρατῶν αὐτοῦ ἐπ' ἐμοὶ
ἔπεσεν. |
9
Ὀργὴν ἐχρησιμοποίησεν ἐναντίον
μου ὁ Κύριος. Μὲ ἔρριξε κάτω,
ἔτριξε τὰ δόντια του ἐναντίον
μου. Τὰ λόγια του σὰν βέλη πειρατῶν
ἔπεσαν ἐναντίον μου καὶ μὲ κατετρύπησαν.
|
9
Ὀργὴν ἐχρησιμοποίησεν ἐναντίον
μου ὁ Κύριος. Μὲ ἔρριξε κάτω,
ἔτριξε τὰ δόντια του ἐναντίον
μου. Τὰ λόγια του σὰν βέλη πειρατῶν
ἔπεσαν ἐναντίον μου καὶ μὲ κατετρύπησαν.
|
10
Ἀκίσιν ὀφθαλμῶν ἐνήλατο,
ὀξεῖ ἔπαισέ με εἰς τὰ
γόνατα, ὁμοθυμαδὸν δὲ κατέδραμον
ἐπ' ἐμοί· |
10
Ἐπήδησεν ὁρμητικὸς ἐναντίον
μου ἐνῷ τὰ μάτια του, σὰν νὰ
ἐξηκόντιζαν καρφιὰ ἐναντίον
μου. Μὲ ὀξεῖς καὶ δριμεῖς πόνους
ἐκτύπησε τὰ γόνατά μου. Ὅλοι
οἱ ἐχθροί μου ἀπὸ κοινοῦ
καὶ ἐκ συμφώνου ἐπέπεσαν ἐναντίον
μου. |
10
Ἐπήδησεν ὁρμητικὸς ἐναντίον
μου ἐνῷ τὰ μάτια του, σὰν νὰ
ἐξηκόντιζαν καρφιὰ ἐναντίον
μου. Μὲ ὀξεῖς καὶ δριμεῖς πόνους
ἐκτύπησε τὰ γόνατά μου. Ὅλοι
οἱ ἐχθροί μου ἀπὸ κοινοῦ
καὶ ἐκ συμφώνου ἐπέπεσαν ἐναντίον
μου. |
11
παρέδωκε γάρ με ὁ Κύριος εἰς
χεῖρας ἀδίκων, ἐπὶ δὲ
ἀσεβέσιν ἔρριψέ με. |
11
Διότι ὁ Κύριός μὲ παρέδωκεν
εἰς τὰ χέρια τῶν ἀδίκων.
Μὲ ἔρριψεν ἀνίκανον καὶ ἀνυπεράσπιστον
ἐν μέσῳ ἀσεβῶν.
|
11
Διότι ὁ Κύριός μὲ παρέδωκεν
εἰς τὰ χέρια τῶν ἀδίκων.
Μὲ ἔρριψεν ἀνίκανον καὶ ἀνυπεράσπιστον
ἐν μέσῳ ἀσεβῶν.
|
12
Εἰρηνεύοντα διεσκέδασέ με, λαβών
με τῆς κόμης διέτιλε, κατέστησέ
με ὥσπερ σκοπόν. |
12
Ἐνῷ ἐζοῦσα εἰρηνικὸς καὶ
ἀσφαλής, ὁ Κύριος μὲ ἅρπαξε
ἀτὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς,
μὲ κατεμάδησε, μὲ ἔβαλε στόχον
τῶν κτυπημάτων του.
|
12
Ἐνῷ ἐζοῦσα εἰρηνικὸς καὶ
ἀσφαλής, ὁ Κύριος μὲ ἅρπαξε
ἀτὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς,
μὲ κατεμάδησε, μὲ ἔβαλε στόχον
τῶν κτυπημάτων του.
|
13
Ἐκύκλωσάν με λόγχαις βάλλοντες
εἰς νεφρούς μου, οὐ φειδόμενοι ἐξέχεαν
εἰς τὴν γῆν τὴν χολήν μου·
|
13
Οἱ ἐχθροί μου μὲ περιεκύκλωσαν,
μὲ ἐκτυποῦσαν μὲ τὰς λόγχας,
διετρυποῦσαν τοὺς νεφρούς μου, χωρὶς
νὰ αἰσθάνωνται κανένα οἶκτον
ἔχυναν εἰς τὴν γῆν τὴν χολήν
μου. |
13
Οἱ ἐχθροί μου μὲ περιεκύκλωσαν,
μὲ ἐκτυποῦσαν μὲ τὰς λόγχας,
διετρυποῦσαν τοὺς νεφρούς μου, χωρὶς
νὰ αἰσθάνωνται κανένα οἶκτον
ἔχυναν εἰς τὴν γῆν τὴν χολήν
μου. |
14
κατέβαλόν με πτῶμα ἐπὶ πτώματι,
ἔδραμον πρός με δυνάμενοι. |
14
Μὲ κτυπήματα ἐπάνω εἰς τὰ
κτυπήματα μὲ ἔρριψαν κάτω, ἔτρεξαν
ἐναντίον μου οἱ δυνατοὶ καὶ
οἱ ἰσχυροί, ἐνῷ ἐγὼ
ἤμουν ἀδύνατος.
|
14
Μὲ κτυπήματα ἐπάνω εἰς τὰ
κτυπήματα μὲ ἔρριψαν κάτω, ἔτρεξαν
ἐναντίον μου οἱ δυνατοὶ καὶ
οἱ ἰσχυροί, ἐνῷ ἐγὼ
ἤμουν
ἀδύνατος.
|
15
Σάκκον ἔρραψαν ἐπὶ βύρσης μου,
τὸ δὲ σθένος μου ἐν γῇ ἐσβέσθη.
|
15
Μοῦ ἔρραψαν τρίχινον σάκκον, διὰ
νὰ φορέσω εἰς τὸ πληγιασμένο
σῶμα μου. Ἡ δύναμίς μου ἔσβησε
καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς.
|
15
Μοῦ ἔρραψαν τρίχινον σάκκον, διὰ
νὰ φορέσω εἰς τὸ πληγιασμένο
σῶμα μου. Ἡ δύναμίς μου ἔσβησε
καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς.
|
16
Ἡ γαστήρ μου συγκέκαυται ἀπὸ
κλαυθμοῦ, ἐπὶ δὲ βλεφάροις μου
σκιά. |
16
Ἡ καρδία μου καὶ τὰ στήθη μου
ἐφλογίζοντο ἀπὸ τοὺς κλαυθμούς,
εἰς δὲ τὰ βλέφαρά μου ἔχει
πέσει πλέον ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου.
|
16
Ἡ καρδία μου καὶ τὰ στήθη μου
ἐφλογίζοντο ἀπὸ τοὺς κλαυθμούς,
εἰς δὲ τὰ βλέφαρά μου ἔχει
πέσει πλέον ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου.
|
17
Ἄδικον δὲ οὐδὲν ἦν ἐν
χερσί μου, εὐχὴ δέ μου καθαρά.
|
17
Καὶ ὅμως καμμίαν ἀδικίαν δὲν
εἶχαν διαπράξει τὰ χέρια μου. Ἡ
δὲ προσευχή μου ἦτο πολὺ καθαρὰ
καὶ ἄδολος.
|
17
Καὶ ὅμως καμμίαν ἀδικίαν δὲν
εἶχαν διαπράξει τὰ χέρια μου. Ἡ
δὲ προσευχή μου ἦτο πολὺ καθαρὰ
καὶ ἄδολος.
|
18
Γῆ, μὴ ἐπικαλύψῃ ἐφ' αἵματι
τῆς σαρκός μου, μηδὲ εἴη τόπος
τῇ κραυγῇ μου. |
18
Ὦ γῆ, ἂς μὴ σκεπάσῃς μὲ
χώματα τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθη
ἀπὸ τὸ νεκρούμενον σῶμα μου!
Εἰς κανένα τόπον ἂς μὴ ὑπάρξῃ
σημεῖον νὰ σταματήσῃ ἡ κραυγή
μου, ἀλλὰ ἂς ἀντηχῇ πανταχοῦ.
|
18
Ὦ γῆ, ἂς μὴ σκεπάσῃς μὲ
χώματα τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθη
ἀπὸ τὸ νεκρούμενον σῶμα μου!
Εἰς κανένα τόπον ἂς μὴ ὑπάρξῃ
σημεῖον νὰ σταματήσῃ ἡ κραυγή
μου, ἀλλὰ ἂς ἀντηχῇ πανταχοῦ.
|
19
Καὶ νῦν ἰδοὺ ἐν οὐρανοῖς
ὁ μάρτυς μου, ὁ δὲ συνίστωρ
μου ἐν ὑψίστοις. |
19
Ἰδού, μάρτυς τῆς ἀθωότητός
μου καὶ τῆς ἀδικίας, ποὺ ἔχει
γίνει εἰς βάρος μου, εἶναι ὁ
Θεὸς ὁ κατοικῶν εἰς τοὺς οὐρανούς.
Αὐτός, ποὺ γνωρίζει μαζῆ μὲ
ἐμὲ τὴν ζωὴν καὶ τὰς πράξεις
μου, ὑπάρχει ἐν ὑψίστοις.
|
19
Ἰδού, μάρτυς τῆς ἀθωότητός
μου καὶ τῆς ἀδικίας, ποὺ ἔχει
γίνει εἰς βάρος μου, εἶναι ὁ
Θεὸς ὁ κατοικῶν εἰς τοὺς οὐρανούς.
Αὐτός, ποὺ γνωρίζει μαζῆ μὲ
ἐμὲ τὴν ζωὴν καὶ τὰς πράξεις
μου, ὑπάρχει ἐν ὑψίστοις.
|
20
Ἀφίκοιτό μου ἡ δέησις πρὸς
Κύριον, ἔναντι δὲ αὐτοῦ στάζοι
μου ὁ ὀφθαλμός. |
20
Εἴθε νὰ φθάσῃ ἡ δέησίς
μου εἰς τὸν Κύριον. Εἴθε ἐνώπιόν
του καὶ ἐπὶ παρουσίᾳ του νὰ
στάζουν τὰ δάκρυα, ποὺ χύνονται
ἀπὸ τὰ μάτια μου.
|
20
Εἴθε νὰ φθάσῃ ἡ δέησίς
μου εἰς τὸν Κύριον. Εἴθε ἐνώπιόν
του καὶ ἐπὶ παρουσίᾳ του νὰ
στάζουν τὰ δάκρυα, ποὺ χύνονται
ἀπὸ τὰ μάτια μου. |
21
Εἴη δὲ ἔλεγχος ἀνδρὶ ἔναντι
Κυρίου καὶ υἱῷ ἀνθρώπου
τῷ πλησίον αὐτοῦ. |
21
Εἴθε νὰ κριθῇ καὶ δικασθῇ κανεὶς
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως κρίνεται
ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ
εἶναι κοντά του.
|
21
Εἴθε νὰ κριθῇ καὶ δικασθῇ κανεὶς
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως κρίνεται
ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ
εἶναι κοντά του.
|
22
Ἔτη δὲ ἀριθμητὰ ἥκασιν, ὁδῷ
δέ, ᾗ οὐκ ἐπαναστραφήσομαι,
πορεύσομαι. |
22
Τὰ καθωρισμένα ἀπὸ τὸν Θεὸν
ἔτη τῆς ζωῆς μου συνεπληρώθησαν. Θὰ
βαδίσω λοιπὸν τὴν ὁδόν, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν καὶ δὲν θὰ
ἐπιστρέψω πλέον εἰς τὴν γῆν.
|
22
Τὰ καθωρισμένα ἀπὸ τὸν Θεὸν
ἔτη τῆς ζωῆς μου συνεπληρώθησαν. Θὰ
βαδίσω λοιπὸν τὴν ὁδόν, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν καὶ δὲν θὰ
ἐπιστρέψω πλέον εἰς τὴν γῆν.
|