Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λέκομαι
πνεύματι φερόμενος, δέομαι δὲ ταφῆς
καὶ οὐ τυγχάνω. |
άνομαι
σὰν τὸ ἐλαφρὸν ἀντικείμενον,
ποὺ φέρεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον.
Θέλω νὰ ἀποθάνω καὶ νὰ
κατεβῶ εἰς τὸν τάφον, ἀλλὰ
δὲν τὸ ἐπιτυγχάνω.
|
άνομαι
ἐξαντλουμένης τῆς πνοῆς μου καὶ φέρομαι
πρὸς θάνατον. Ἔχω δὲ ἀνάγκην ταφῆς.
Ἀλλὰ θὰ μείνω ἄταφος, διότι κανεὶς
δὲν θὰ εὑρεθῇ νὰ μὲ θάψῃ.
|
2
Λίσσομαι κάμνων, καὶ τί ποιήσας;
|
2
Βασανιζόμενος καὶ ταλαιπωρούμενος θερμῶς
παρακαλῶ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
τὰ δεινά μου. Τί κακὸν ἔχω πράξει,
ὥστε νὰ βασανίζωμαι, δὲν γνωρίζω.
|
2
Ἱκετεύω βασανιζόμενος, ἵνα ἀπαλλαγῶ
τῶν δεινῶν μου. Καὶ ποῖον ἄτοπον
ἔπραξα διὰ νὰ βασανίζωμαι;
|
3
Ἔκλεψαν δέ μου τὰ ὑπάρχοντα
ἀλλότριοι. Τίς ἐστιν οὗτος;
Τῇ χειρί μου συνδεθήτω. |
3
Μὲ ἐλήστευσαν καὶ ἔκλεψαν ξένοι
τὰ ὑπάρχοντά μου. Ποιὸς εἶναι
ἐκεῖνος, ποὺ θὰ μὲ προστατεύσῃ;
Ἂς ἀπλώσῃ λοιπὸν χεῖρα
βοηθείας εἰς ἐμέ, ἂς κρατήσῃ
ἐμὲ τὸν ἐξησθενημένον καὶ
ταλαίπωρον.
|
3
Ἐγὼ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξα.
Ξένοι δὲ καὶ ἀλλόφυλοι ἔκλεψαν τὰ
ὑπάρχοντά μου. Ποῖος εἶναι αὐτός,
ποὺ μὲ πολεμεῖ; Ἂς συνδεθῇ καὶ
ἂς ἀντιμετωπίσῃ τὴν χεῖρα
μου, ἥτις ἐνισχυομένη ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ θὰ παρουσιασθῇ ἀκαταγώνιστος.
|
4
Ὅτι καρδίαν αὐτῶν ἔκρυψας ἀπὸ
φρονήσεως, διὰ τοῦτο οὐ μὴ ὑψώσῃς
αὐτούς. |
4
Κύριε, ἀπὸ τὴν
καρδίαν τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων,
ποὺ πολεμοῦν, ἀπέκρυψες σύνεσιν
καὶ σοφίαν. Διὰ τοῦτο δὲ δὲν
θὰ τοὺς ὑψώσῃς, ἀλλὰ
θὰ τοὺς καταισχύνῃς.
|
4
Τοῦτο δέ, διότι ἔκρυψας καὶ ἐσκότισες,
Κύριε, τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν τῶν
πολεμούντων με, ὥστε νὰ μὴ γνωρίσουν σύνεσιν
καὶ φρόνησιν, διὰ τοῦτο δὲ δὲν
θὰ ὑψώσῃς, ἀλλὰ θὰ
καταισχύνῃς αὐτούς. |
5
Τῇ μερίδι ἀναγγελεῖ κακίας,
ὀφθαλμοὶ δὲ ἐφ' υἱοῖς
ἐτάκησαν. |
5
Ὁμοιάζουν πρὸς ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος καλεῖ ἄλλους
εἰς διανομὴν τῶν κακῶν λαφύρων
του, ἐνῷ τὰ μάτια τῶν παιδιῶν
του ἔχουν λυώσει ἀπὸ τὴν πεῖναν
καὶ τὴν στέρησιν. |
5
Ὁμοιάζουν μὲ ἐκεῖνον, ὅστις
θὰ καλέσῃ τοὺς συντρόφους του εἰς
μερίδιον κακῶς κατεχομένων λαφύρων, εἰς χρόνον
δὲ κατὰ τὸν ὁποῖον τὰ
μάτια τῶν παιδιῶν του ἔλειωσαν καὶ
ἔχασαν τὴν λάμψιν των λόγῳ ἐξαντλήσεως
ἀπὸ τὴν πεῖναν.
|
6
Ἔθου δέ με θρύλημα ἐν ἔθνεσι,
γέλως δὲ αὐτοῖς ἀπέβην·
|
6
Μολόγημα διὰ τὰς συμφοράς μου μὲ
κατέστησε μεταξὺ τῶν ἐθνῶν ὁ
Θεός. Ἔγινα περίγελως καὶ ἐμπαιγμὸς
εἰς αὐτά. |
6
Ἐπέτρεψε δὲ ὁ Θεὸς νὰ τεθῶ
ὡς παροιμία ἀθλιότητος διαφημιζόμενης μεταξὺ
τῶν ἐθνῶν, ἔγινα δὲ εἰς
αὐτὰ περιγέλως. |
7
πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ἀργῆς
οἱ ὀφθαλμοί μου, πεπολιόρκημαι μεγάλως
ὑπὸ πάντων. |
7
Ἐσκληρύνθησαν καὶ ἐπετρώθησαν
ἀπὸ τὴν ἀγανάκτησιν τὰ
μάτια μου ἐξ αἰτίας τῶν ἀδίκων
ἐμπαιγμῶν. Ἔχω στενῶς καὶ ἀγρίως
πολιορκηθῇ καὶ πολεμηθῇ ἀπὸ
ὅλους.
|
7
Διότι ἔχουν σκληρυνθῆ τὰ μάτια μου ἀπὸ
τὴν ἀγανάκτησιν, ποὺ μοῦ προκαλοῦν
οἱ περιπαιγμοὶ αὐτοί, ἔχουν δὲ
ὅλοι πέσει πάρα πολὺ ἐπάνω μου σὰν
νὰ μὲ πολιορκοῦν. |
8
Θαῦμα ἔσχεν ἀληθινοὺς ἐπὶ
τούτῳ, δίκαιος δὲ ἐπὶ
παρανόμῳ ἐπανασταίη·
|
8
Ἠπόρησαν καὶ κατεπλάγησαν οἱ
ἐνάρετοι ἄνθρωποι βλέποντες τὸ
κατάντημά μου. Οἱ δὲ δίκαιοι
δυσφοροῦν καὶ ἐξεγείρονται, ὅταν
βλέπουν τὸν παράνομον νὰ εὐημερῇ.
|
8
Κατάπληξιν καὶ θαυμασμὸν ἐδοκίμασαν οἱ
ἀληθινοὶ καὶ ἐνάρετοι βλέποντες τὸ
θέαμα αὐτὸ τοῦ ἀναξιοπαθοῦντος
ἐναρέτου, κάθε δίκαιος δὲ θὰ ἐπαναστατήσῃ
βλέπων τὸν παράνομον εὐδαιμονοῦντα.
|
9
σχοίη δὲ πιστὸς τὴν ἑαυτοῦ
ὁδόν, καθαρὸς χεῖρας
ἀναλάβοι θάρσος. |
9
Ὁ πιστὸς ὅμως ἀσκανδάλιστος
θὰ βαδίζῃ, ἤρεμος τὸν δρόμον
του. Ὁ δὲ καθαρὸς εἰς τὰ ἔργα
τῶν χειρῶν του, καὶ ἀπὸ αὐτὰς
ἀκόμη τὰς περιπετείας θὰ λαμβάνῃ
θάρρος. |
9
Ὁ πιστὸς ὅμως δὲν θὰ σκανδαλισθῇ
ἐκ τούτου, ἀλλὰ θὰ κρατήσῃ στερεὰ
τὸν δρόμον του ἐμμένων εἰς τὴν
ἀρετήν, ἐκεῖνος δὲ ποὺ εἶναι
καθαρὸς εἰς τὰ χέρια, δὲν θὰ
ἀποθαρρυνθῇ ἀπὸ τὰς ἀντιδράσεις
τῶν ἀδίκων, ἀλλὰ θὰ ἀναλάβῃ
θάρρος. |
10
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ πάντες
ἐρείδετε, καὶ δεῦτε, δή, οὐ
γὰρ εὑρίσκω ἐν ὑμῖν ἀληθές.
|
10
Ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ
καὶ σεῖς ἐπιμένετε εἰς τὰς
ἰδέας σας. Ἐμπρός, λοιπόν, ἐγὼ
δὲν εὑρίσκω ἀληθινὰς τὰς
σκέψεις σας. |
10
Οὐ μόνον δὲ αὐτοί, ἀλλὰ καὶ
ὅλοι σεῖς ἐπιμένετε, καὶ ἔλθετε
λοιπὸν εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν
εὑρίσκω μεταξύ σας τίποτε τὸ ἀληθὲς
καὶ ὀρθόν, ποὺ να δύναται νὰ μεταδώσῃ
ἀληθινὴν παρηγορίαν. |
11
Αἱ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμῳ,
ἐρράγη δὲ τὰ ἄρθρα τῆς
καρδίας μου. |
11
Αἱ ἡμέραι μου ἔχουν περάσει
μὲ μεγάλην ταραχὴν καὶ θλῖψιν.
Ἔσπασαν αἱ ἀρθρώσεις τῆς καρδίας
μου, τοῦ σώματός μου.
|
10
Οὐ μόνον δὲ αὐτοί, ἀλλὰ καὶ
ὅλοι σεῖς ἐπιμένετε, καὶ ἔλθετε
λοιπὸν εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν
εὑρίσκω μεταξύ σας τίποτε τὸ ἀληθὲς
καὶ ὀρθόν, ποὺ να δύναται νὰ μεταδώσῃ
ἀληθινὴν παρηγορίαν. |
12
Νύκτα εἰς ἡμέραν ἔθηκο, φῶς
ἐγγὺς ἀπὸ προσώπου σκότους·
|
12
Ἀπὸ τοὺς πόνους δὲν ἠμπορῶ
νὰ κοιμηθῶ καὶ μετέβαλα τὴν
νύκτα εἰς ἡμέραν ὀδύνης.
Καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
μοῦ φαίνεται, ὅτι ὀλίγον διαρκεῖ
ἕως τὴν ἀρχὴν τοῦ σκότους.
|
12
Ἀπὸ τοὺς πόνους μου δὲν ἠμπορῶ
νὰ κοιμηθῶ καὶ νὰ ἀναπαυθῶ
τὴν νύκτα καὶ μετέβαλα αὐτὴν εἰς
βασανιστικὴν ἡμέραν, καὶ τὸ φῶς
τῆς ἡμέρας εἶναι βραχὺ καὶ σύντομον
ἐμπρὸς εἰς τὸ σκότος τῆς μελαγχολίας
μου. |
13
ἐὰν γὰρ ὑπομείνω, ᾅδης
μου ὁ οἶκος, ἐν δὲ γνόφῳ
ἔστρωταί μου ἡ στρωμνή.
|
13
Ὅσην ὑπομονὴν καὶ ἂν δείξω
εἰς τὴν ζωήν μου, ὁ ᾅδης θὰ
εἶναι κατοικία μου. Εἰς τὸ σκοτάδι
δὲ τοῦ ᾅδου ἔχει στρωθῆ τὸ
στρῶμα μου, διὰ νὰ ἀναπαυθῶ.
|
13
Ἐὰν περιμείνω ἀναμένων ἀποκατάστασιν
εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν, εἶναι πλέον
τόσον βραχεῖα αὕτη δι’ ἐμέ, ὥστε δὲν
μοῦ ἀπομένει πλέον παρὰ ὁ ᾅδης
νὰ εἶναι ἡ μόνιμος κατοικία μου, εἰς
τὸ σκότος δὲ ἔχει στρωθῆ τὸ
στρῶμα, ποὺ θὰ ἀναπαυθῶ.
|
14
Θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι,
μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν.
|
14
Τὸν θάνατον ἔχω ἐπικαλεσθῆ ὡς
πατέρα μου. Τὴν ἀποσύνθεσιν δὲ
καὶ τὴν σαπίλαν τοῦ τάφου ἐπεκαλέσθην
ὡς μητέρα μου καὶ ἀδελφήν μου.
|
14
Ἐπεκαλέσθην τὸν θάνατον, ὅτι αὐτὸς
εἶναι πατέρας μου, μητέρα μου δὲ καὶ ἀδελφὴν
ἐπεκαλέσθην τὴν σαπίλαν τοῦ τάφου.
|
15
Ποῦ οὖν μου ἔτι ἐστὶν ἡ
ἐλπίς; Ἤ τὰ ἀγαθά μου
ὄψομαι; |
15
Ποῦ λοιπὸν ὑπάρχει ἀκόμη
ἡ ἐλπὶς τῆς σωτηρίας μου, καὶ
ποῦ ἠμπορῶ νὰ τὴν στηρίξω;
Μήπως πρόκειται, τάχα, νὰ ζήσω,
διὰ νὰ ἴδω καὶ πάλιν τὰ
ἀγαθά μου; |
15
Ποὺ λοιπὸν ὑπάρχει ἀκόμη δι’
ἐμὲ ἐλπίς, περὶ τῆς ὁποίας
μοῦ ὡμιλήσατε, ἢ ποὺ θὰ ἴδω
τὰ ἀγαθά, διὰ τὰ ὁποῖα
μοῦ ἐκάματε λόγον; |
16
Ἤ μετ' ἐμοῦ εἰς ᾅδην καταβήσονται,
ἢ ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ χώματος
καταβησόμεθα; |
16
Μήπως αὐτὰ θὰ κατεβοῦν μαζῆ
μου εἰς τὸν ᾅδην ἢ θὰ κατεβοῦμε
μαζῆ εἰς τὸν τάφον ἐντὸς
τοῦ χώματος; Μόνος μου προχωρῶ πρὸς
τὸν τάφον καὶ τὸν ᾅδην.
|
16
Ἢ μήπως θὰ κατεβοῦν καὶ αὐτὰ
μαζί μου εἰς τὸν ᾅδην; Ἢ μαζὶ
θὰ κατεβῶμεν εἰς τὸ χῶμα τοῦ
τάφου;> |