Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐν τῷ ἔτει τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ,
δευτέρα καὶ εἰκάδι τοῦ πρώτου
μηνός, ἐγένετο λόγος ἐν οἴκῳ
Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Ἀσσυρίων ἐκδικῆσαι
πᾶσαν τὴν γῆν καθὼς ἐλάλησε.
|
ατὰ
τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας
τοῦ Ναβουχοδονόσορος καὶ τὴν εἰκοστὴν
δευτέραν τοῦ πρώτου μηνός, ἔγινε
λόγος εἰς τὰ ἀνάκτορα τοῦ
Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων,
νὰ ἐκδικηθῇ, ὅπως εἶχεν εἴπει,
ὅλας τὰς χώρας, αἱ ὁποῖαι
τὸν κατεφρόνησαν.
|
ατὰ
δὲ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς
βασιλείας τοῦ Ναβουχοδονόσορος, καὶ συγκεκριμένως
εἰς τὰς εἴκοσι δύο τοῦ πρώτου μηνὸς
τοῦ ἔτους, ἔγινε συμβούλιον εἰς τὸ
ἀνάκτορον τοῦυ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων
Ναβουχοδονόσορος μὲ ἀντικείμενον τὸ πῶς
θὰ ἐκδικηθῇ κάθε χώραν, ποὺ δὲν
τὸν ὑπελόγισε. Τὸ εἶχεν εἰπεῖ
ἤδη, ὅτι θὰ ἔπαιρνεν ἐκδίκησιν
ὁπωσδήποτε. |
2
Καὶ συνεκάλεσε πάντας τοὺς θεράποντας
αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς μεγιστᾶνας
αὐτοῦ καὶ ἔθετο μετ' αὐτῶν
τὸ μυστήριον τῆς βουλῆς αὐτοῦ
καὶ συνετέλεσε πᾶσαν τὴν κακίαν
τῆς γῆς ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
|
2
Ὁ βασιλεὺς συνεκάλεσε τότε ὅλους
τοὺς περὶ αὐτὸν αὐλικοὺς
καὶ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους
του καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτοὺς
τὴν μυστικὴν καὶ σταθερὰν ἀπόφασίν
του, ὅτι δηλαδὴ ρητῶς καὶ ἀμετακλήτως
θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὅλας τὰς
χώρας ἐκείνας.
|
2
Συνεκάλεσε λοιπὸν διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν
ὅλους τοὺς αὐλικούς του καὶ ὅλους
τοὺς ἀξιωματούχους του. Καὶ συνεζήτησε
μαζί των τὸ μυστικὸν σχέδιόν του καὶ
ἀνεκοίνωσε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ
στόμα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐξοντωθοῦν
ὁλοτελῶς οἱ λαοὶ ἐκεῖνοι
τῆς γῆς, ποὺ τὸν περιεφρόνησαν.
|
3
Καὶ αὐτοὶ ἔκριναν ὁλοθρεῦσαι
πᾶσαν σάρκα, οἳ οὐκ ἠκολούθησαν
τῷ λόγῳ τοῦ στόματος αὐτοῦ.
|
3
Ἐκεῖνοι ὅμως ἔκριναν καὶ ἐπρότειναν
νὰ ἐξολοθρεύσῃ μόνον αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι δὲν συνεμορφώθησαν
καὶ δὲν ὑπήκουσαν πρὸς τὰς
προτάσεις καὶ τὰς ἐντολάς τους.
|
3
Καὶ οἱ ἄρχοντές του ἐσυμφώνησαν
μαζί του καὶ ἐπρότειναν νὰ ἐξοντωθοῦν
ὅλοι, ὅσοι δὲν ὑπήκουσαν εἰς
τὴν ἀπόφασίν του. |
4
Καὶ ἐγένετο ὡς συνετέλεσε τὴν
βουλὴν αὐτοῦ, ἐκάλεσε Ναβουχοδονόσορ
βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὸν Ὀλοφέρνην
ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως αὐτοῦ,
δεύτερον ὄντα μετ' αὐτόν, καὶ
εἶπε πρὸς αὐτόν·
|
4
Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ διάσκεψίς
του, ἐκάλεσεν ὁ Ναδουχοδονόσορ, ὁ
βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, τὸν Ὀλοφέρνην
ἀρχιστράτηγον του στρατοῦ του, ὁ ὁποῖος
ἦτο ὁ δεύτερος ἔπειτα ἀπὸ
τὸν βασιλέα, καὶ τοῦ εἶπεν·
|
4
Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὸ συμβούλιον
καὶ ἐλήφθη ἡ τελικὴ ἀπόφασις
τοῦ βασιλέως, ἐκάλεσεν ὁ Ναβουχοδονόσορ,
ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, τὸν
ἀρχιστράτηγον τῆς στρατιωτικῆς τοῦ
δυνάμεως Ὀλοφέρνην, ποὺ ἦτο δεύτερος εἰς
τὸ ἀξίωμα μετὰ ἀπὸ αὐτόν,
καὶ τοῦ εἶπεν: |
5
τάδε λέγει ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας,
ὁ κύριος πάσης τῆς γῆς·
ἰδοὺ σὺ ἐξελεύσῃ ἐκ
τοῦ προσώπου μου καὶ λήψῃ μετὰ
σεαυτοῦ ἄνδρας πεποιθότας ἐν ἰσχύῒ
αὐτῶν, πεζῶν εἰς χιλιάδας ἑκατὸν
εἴκοσι καὶ πλῆθος ἵππων σὺν
ἀναβάταις μυριάδων δεκαδύο,
|
5
<αὐτὰ διατάσσει ὁ μέγας βασιλεύς,
ὁ κύριος ὅλης τῆς οἰκουμένης:
Θὰ ἐξέλθῃς ἀπὸ ἐδῶ
καὶ θὰ ἐκστρατεύσῃς. Θὰ
πάρῃς μαζῆ σου ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν πεποίθησιν εἰς τὴν δύναμίν
των, ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας πεζούς,
ἵππους δὲ καὶ ἰππεῖς δώδεκα
χιλιάδας.
|
5
<Αὐτὰ διατάζει ὁ μέγας βασιλεύς, ὁ
κυρίαρχος ὅλης τῆς γῆς. Τώρα ἀμέσως
θὰ φύγῃς ἀπὸ τὸ ἀνάκτορόν
μου καὶ θὰ πάρῃς μαζί σου ἄνδρας,
ποὺ βασίζονται εἰς τὴν δύναμίν των,
ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας πεζοὺς καὶ
πλῆθος ἱππικοῦ, ποὺ μαζὶ μὲ
τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἱππεῖς
θὰ φθάσουν τὰς δώδεκα μυριάδας.
|
6
καὶ ἐξελεύσῃ εἰς συνάντησιν
πάσῃ τῇ γῇ ἐπὶ δυσμάς,
ὅτι ἠπείθησαν τῷ ρήματι τοῦ
στόματός μου. |
6
Θὰ ἐκστρατεύσῃς πρὸς δυσμὰς
ἐναντίον ὅλων τῶν χωρῶν ἐκείνων,
διότι παρήκουσαν τὴν ἐντολήν
μου. |
6
Καὶ θὰ βγῇς μὲ κατεύθυνσιν πρὸς
δυσμάς, διὰ νὰ κτυπήσῃς ὅλην τὴν
περιοχὴν δυτικῶς τοῦ Εὐφράτου, διότι
οἱ λαοί, ποὺ ζοῦν εἰς αὐτήν,
δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν διαταγήν, ποὺ
τοὺς ἔδωσα. |
7
Καὶ ἀπαγγελεῖς αὐτοῖς ἐτοιμάζειν
γῆν καὶ ὕδωρ, ὅτι ἐξελεύσομαι
ἐν θυμῷ μου ἐπ' αὐτοὺς καὶ
καλύψω πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς
ἐν τοῖς ποσὶ τῆς δυνάμεώς
μου καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διαρπαγὴν
αὐτοῖς· |
7
Θὰ παραγγείλῃς εἰς αὐτοὺς
νὰ σοῦ δώσουν ὡς σημεῖα ὑποταγῆς
των γῆν καὶ ὕδωρ. Εἰδ' ἄλλως
θὰ ἐκστρατεύσω ἐναντίον των
μὲ μεγάλον θυμὸν καὶ θὰ σκεπάσω
ὅλον τὰ πρόσωπον τῆς χώρας των
μὲ τὰ πόδια τοῦ στρατοῦ μου
καὶ θὰ τοὺς παραδώσω εἰς λεηλασίαν.
|
7
Θὰ τοὺς παραγγείλῃς δὲ νὰ δώσουν
γῆν καὶ ὕδωρ, νὰ δηλώσουν δηλαδὴ
ὑποταγήν, διότι διαφορετικὰ θὰ βγῶ
ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ ὀργὴν
ἐναντίον των. Καὶ τότε θὰ καλύψω ὅλην
τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς μὲ τὰ
πόδια τῶν στρατιωτῶν μου καὶ θὰ τοὺς
παραδώσω εἰς διαρπαγὴν καὶ λεηλασίαν.
|
8
καὶ οἱ τραυματίαι αὐτῶν πληρώσουσι
τὰς φάραγγας καὶ τοὺς χειμάρρους
αὐτῶν, καὶ ποταμὸς ἐπικλύζων
τοῖς νεκροῖς αὐτῶν πληρωθήσεται·
|
8
Οἱ τραυματίαι των θὰ γεμίσουν τὰς
φάραγγας καὶ τοὺς χειμάρρους αὐτῶν.
Ὁ δὲ ποταμὸς θὰ πλημμυρίσῃ
ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὰ πτώματα
τῶν νεκρῶν.
|
8
Οἱ δὲ τραυματίαι των θὰ γεμίσουν τὰ
φαράγγια καὶ τοὺς χειμάρρους των καὶ θὰ
ξεχειλίζῃ ὁ ποταμὸς μὲ τὰ πτώματά
των, καθὼς θὰ τὰ παρασύρῃ μὲ
τὸ ρεῦμα του. |
9
καὶ ἄξω τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτῶν
ἐπὶ τὰ ἄκρα πάσης τῆς
γῆς. |
9
Θὰ πάρω αὐτοὺς αἰχμαλώτους
καί, θὰ τοὺς διασπείρω εἰς τὰ
ἄκρα ὅλης τῆς οἰκουμένης.
|
9
Τοὺς δὲ αἰχμαλώτους των θὰ τοὺς
πάρω καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ
ἄκρα ὅλης τῆς γῆς.
|
10
Σὺ δὲ ἐξελθὼν προκαταλήψῃ
μοι πᾶν ὅριον αὐτῶν καὶ ἐκδώσουσί
σοι ἑαυτούς, καὶ διατηρήσεις ἐμοὶ
αὐτοὺς εἰς ἡμέραν ἐλεγμοῦ
αὐτῶν· |
10
Σύ, λοιπόν, πήγαινε πρὸ ἐμοῦ
καὶ κυρίευσε ὅλην τὴν χώραν
των ἕως τὰ ἀκρότατα ὅρια. Θὰ
παραδοθοῦν εἰς σὲ αὐτοὶ καὶ
σὺ θὰ τοὺς διατηρήσῃς δι' ἐμὲ
διὰ τὴν ἡμέραν τῆς μεγάλης
τιμωρίας των.
|
10
Πήγαινε λοιπὸν σὺ τώρα διὰ νὰ μὲ
προλάβῃς. Νὰ κυριεύσῃς, πρὶν ξεκινήσω
ἐγώ, ὅλας τὰς περιοχὰς τῶν λαῶν
αὐτῶν. Σοῦ λέγω δὲ ὅτι θὰ
σοῦ παραδοθοῦν ἀμέσως. Θέλω ὅμως νὰ
μοῦ τοὺς φυλάξῃς, διὰ νὰ τοὺς
ἐκδικηθῶ ἐγὼ ὁ ἴδιος κατὰ
τὴν ἡμέραν τῆς τιμωρίας των.
|
11
ἐπὶ δὲ τοὺς ἀπειθοῦντας
οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου τοῦ
δοῦναι αὐτοὺς εἰς φόνον καὶ
ἀρπαγὴν ἐν πάσῃ τῇ γῇ
σου. |
11
Δὲν θὰ λυπηθῇ δὲ ὁ ὀφθαλμός
σου ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἀπειθήσουν εἰς σέ, ἀλλὰ
θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃς, ὅλην
δὲ τὴν χώραν των θὰ παραδώσῃς
εἰς τοὺς στρατιώτας πρὸς λεηλασίαν.
|
11
Ὅσους ὅμως δὲν θελήσουν νὰ ὑποταχθοῦν,
δὲν θὰ τοὺς λυπηθῇ τὸ μάτι σου.
Ἀντίθετως θὰ τοὺς παραδώσῃς εἰς
τοὺς στρατιώτας σου, διὰ νὰ φονεύσουν καὶ
νὰ λεηλατήσουν ὅλους αὐτούς, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν περιοχὴν ποὺ σοῦ ἀνέθεσα.
|
12
Ὅτι ζῶν ἐγὼ καὶ τὸ κράτος
τῆς βασιλείας μου, λελάληκα καὶ ποιήσω
ταῦτα ἐν χειρί μου.
|
12
Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν μου καὶ
εἰς τὴν δύναμιν τῆς βασιλείας
μου, πὼς ὅσα ἔχω ἀποφασίσει
καὶ διακηρύξει, θὰ πραγματοποιήσω
αὐτὰ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ
χέρια. |
12
Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν
δύναμιν τῆς βασιλείας μου ὅτι θὰ γίνουν
ὅπως τὰ εἶπα. Τὰ διέταξα ἐγὼ
καὶ θὰ τὰ φέρω εἰς πέρας μὲ
τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι. |
13
Καὶ σὺ δὲ οὐ παραβήσῃ
ἓν τι τῶν ρημάτων τοῦ κυρίου
σου, ἀλλ' ἐπιτελῶν ἐπιτελέσεις
καθότι προστέταχά σοι, καὶ οὐ
μακρυνεῖς τοῦ ποιῆσαι αὐτά.
|
13
Σὺ δὲ δὲν θὰ παραβῇς τίποτε
ἀπὸ τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου
σου, ἀλλ' ὀπωσδήποτε θὰ ἐκτελέσης
ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα σὲ
διέταξα, καὶ δὲν θὰ βραδύνῃς
νὰ τὰ ἐκτέλεσης>. |
13
Σὺ δὲ πρόσεξε νὰ μὴ παραβῇς
οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ προστάγματα
τοῦ κυρίου σου. Ἀντιθέτως φρόντισε νὰ ἐκτελέσῃς
μὲ κάθε ἀκρίβειαν ὀτιδήποτε σὲ διέταξα
καὶ νὰ μὴ καθυστερήσῃς νὰ
ἐφαρμόσῃς τὴν διαταγήν μου>.
|
14
Καὶ ἐξῆλθεν Ὀλοφέρνης ἀπὸ
προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ
ἐκάλεσε πάντας τοὺς δυνάστας
καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ ἐπιστάτας
τῆς δυνάμεως Ἀσσοὺρ
|
14
Ὁ Ὀλοφέρνης ἐβγῆκεν ἀπὸ
τὰ ἀνάκτορα τοῦ κυρίου του,
ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς
καὶ στρατηγούς, τοὺς διοικητὰς τῶν
δυνάμεων τῶν Ἀσσυρίων.
|
14
Καὶ ἀνεχώρησεν ὁ Ὀλοφέρνης ἀπὸ
τὴν αἴθουσαν τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου
του καὶ ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς ἄρχοντας
καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ διοικητὰς
τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως τῶν Ἀσσυρίων.
|
15
καὶ ἠρίθμησεν ἐκλεκτοὺς ἄνδρας
εἰς παράταξιν, καθότι ἐκέλευσεν
αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ εἰς
μυριάδας δεκαδύο καὶ ἰππεῖς
τοξότας μυρίους δισχιλίους,
|
15
Ἐξέλεξε καὶ συνεκέντρωσεν ἄνδρας
ἐκλεκτοὺς διὰ τὸν πόλεμον, διότι
ὁ κύριός του τὸν εἶχε διατάξει
νὰ πάρῃ μαζῆ του ἑκατὸν
εἴκοσι χιλιάδας ἐκλεκτοὺς πεζοὺς
καὶ δώδεκα χιλιάδας ἰππεῖς τοξότας.
|
15
Καὶ ἀρίθμησε τοὺς ἐκλεκτοὺς
ἄνδρας, τοὺς ἐμπείρους καὶ ἱκανοὺς
διὰ πολεμικὰς συγκρούσεις, ὅπως τὸν
διέταξεν ὁ κύριός του. Ὅλοι αὐτοὶ
ἦσαν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες πεζοὶ
καὶ δώδεκα χιλιάδες ἱππεῖς τοξόται.
|
16
καὶ διέταξεν αὐτοὺς ὃν τρόπον
πολέμου πλῆθος συντάσσεται.
|
16
Ἐτακτοποίησεν αὐτούς, ὅπως ἀκριβῶς
συντάσσεται ἔνας στρατὸς πρὸς πόλεμον.
|
16
Τοὺς κατέταξε δέ, ὅπως συντάσσεται ἕνας
πολυάριθμος στρατὸς διὰ πολεμικὴν
παράταξιν καὶ σύγκρουσιν. |
17
Καὶ ἔλαβε καμήλους καὶ ὄνους
καὶ ἡμιόνους εἰς τὴν ἀπαρτίαν
αὐτῶν, πλῆθος πολὺ σφόδρα, καὶ
πρόβατα καὶ βόας καὶ αἶγας εἰς
τὴν παρασκευὴν αὐτῶν, ὧν οὐκ
ἦν ἀριθμός, |
17
Ἐπῆρε δὲ μαζῆ του διὰ τὰς
ἀποσκευάς των μέγα πλῆθος καμήλους
καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους, ὅπως
ἐπίσης καὶ πρόβατα, βόϊδια καὶ
αἶγας διὰ τὴν διατροφήν των. Καὶ
αὐτῶν ὁ ἀριθμὸς ἦτο μέγας.
|
17
Ἐπῆρε δὲ μαζί του καὶ καμήλους
καὶ ὄνους καὶ ἡμιόνους, διὰ
νὰ μεταφέρουν τὰς ἀποσκευάς των. Τὰ
κτήνη αὐτὰ ἦσαν πολυάριθμα. Ἐπῆρεν
ἐπίσης καὶ ἀναρίθμητα πρόβατα, βόδια καὶ
γίδια διὰ τὴν διατροφήν των.
|
18
καὶ ἐπισιτισμὸν παντὶ ἀνδρὶ
εἰς πλῆθος καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον
ἐξ οἴκου βασιλέως πολὺ σφόδρα.
|
18
Ἐπῆρε ἀκόμη πολλὰ τρόφιμα
δι' ὅλους τοὺς ἄνδρας, ὅπως ἐπίσης
καὶ πάρα πολὺ χρυσίον καὶ ἀργύριον
ἀπὸ τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον.
|
18
Ἐφωδιάσθη ἐπίσης καὶ μὲ πολλὰ
τρόφιμα διὰ κάθε ἄνδρα. Ἐπῆρε τέλος
καὶ πολὺ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι ἀπὸ
τὸ θησαυροφυλάκιον τῶν ἀνακτόρων τοῦ
βασιλέως. |
19
Καὶ ἐξῆλθεν αὐτὸς καὶ
πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ εἰς
πορείαν τοῦ προελθεῖν βασιλέως Ναβουχοδονόσορ
καὶ καλύψαι πᾶν τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς πρὸς δυσμαῖς ἐν ἅρμασι
καὶ ἱππεῦσι καὶ πεζοῖς ἐπιλέκτοις
αὐτῶν. |
19
Ἔτσι παρεσκευασμένος ἐξῆλθεν αὐτὸς
καὶ ὅλος ὁ στρατός του πρὸ τοῦ
βασιλέως Ναδουχοδονόσορος, διὰ νὰ
πλημμυρίσῃ ὅλην τὴν πρὸς δυσμὰς
χώραν μὲ πολεμικὰ ἅρματα καὶ
μὲ ἐκλεκτὸν ἱππικὸν καὶ
πεζικὸν στρατόν. |
19
Καὶ ἐξεκίνησεν ὁ ἴδιος ὁ Ὀλοφέρνης
καὶ ὅλη του ἡ δύναμις καὶ ἄρχισαν
τὴν ἐκστρατείαν πρὶν ἀπὸ τὸν
βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, μὲ σκοπὸν νὰ καλύψουν
ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς,
ποὺ εὑρίσκετο δυτικῶς τοῦ Εὐφράτου,
μὲ πολεμικὰ ἅρματα, μὲ ἱππεῖς
καὶ μὲ πεζούς, ποὺ ἦσαν οἱ πλέον
ἐκλεκτοὶ στρατιῶται τοῦ Ναβουχοδονόσορος.
|
20
Καὶ πολὺς ὁ ἐπίμικτος ὡς
ἀκρὶς συνεξῆλθον αὐτοῖς καὶ
ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς· οὐ
γὰρ ἦν ἀριθμὸς ἀπὸ πλήθους
αὐτῶν. |
20
Ἕνα δὲ μεγάλο πλῆθος ἀπὸ
ἀνάμικτον λαόν, ἐξῆλθον μαζῆ
μὲ αὐτούς, πολυάριθμοι ὅπως
αἱ ἀκρίδες καὶ ὅπως ἡ
ἄμμος τῆς θαλάσσης. Πράγματι δὲν
ἦτο δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ τὸ
πλῆθος αὐτῶν.
|
20
Μαζί των ἐβγῆκαν καὶ ἄλλοι σύμμαχοί
των, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἦσαν τόσοι
πολλοί, ὥστε ἐφαίνοντο σὰν σμήνη ἀκρίδων
καὶ σὰν τὴν ἄμμον τῆς ἐρήμου.
Ἦτο ἀδύνατον νὰ ἀριθμηθῇ ὄλος
αὐτὸς ὁ πολυάριθμος στρατός.
|
21
Καὶ ἀπῆλθον ἐκ Νινευῆ ὁδὸν
τριῶν ἡμερῶν ἐπὶ πρόσωπον
τοῦ πεδίου Βεκτιλὲθ καὶ ἐστρατοπέδευσαν
ἀπὸ Βεκτιλέθ πλησίον τοῦ ὅρους
τοῦ ἐπ' ἀριστερᾷ τῆς ἄνω
Κιλικίας. |
21
Ὁ Ὀλοφέρνης καὶ ὁ στρατός
του ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Νινευῆ,
ἐβάδισαν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν
εἰς τὴν πεδιάδα Βεκτιλέθ, καὶ
ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν πεδιάδα
αὐτὴν πλησίον τοῦ ὅρους, τὸ
ὁποῖον εὑρίσκεται βορείως τῆς
ἄνω Κιλικίας.
|
21
Καὶ ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὴν Νινευῆ
καί, ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπὶ τρεῖς
ἡμέρας κατὰ μέτωπον τῆς πεδιάδος Βεκτιλέθ,
ἐστρατοπέδευσαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν
Βεκτιλὲθ κοντὰ εἰς τὸ βουνό, ποὺ
εὑρίσκετο ἀριστερὰ τῆς ἄνω Κιλικίας.
|
22
Καὶ ἔλαβε πᾶσαν τὴν δύναμιν
αὐτοῦ, τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς
ἰππεῖς καὶ τὰ ἅρματα αὐτοῦ,
καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς
τὴν ὀρεινήν. |
22
Κατόπιν ὁ Ὀλοφέρνης ἐπῆρε
ὅλην τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν,
τοὺς πεζοὺς καὶ τοὺς ἰππεῖς
καὶ τὰ πολεμικά του ἅρματα, καὶ
ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ κατευθυνόμενος
εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς
χώρας.
|
22
Καὶ ἐπῆρεν ὁ Ὀλοφέρνης ὅλον
τὸν στρατόν του, τοὺς πεζούς, τοὺς
ἱππεῖς καὶ τὰ πολεμικὰ ἅρματά
του, καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ
μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν ὀρεινὴν
περιοχήν. |
23
Καὶ διέκοψε τὸ Φοὺδ καὶ Λοὺδ
καὶ ἐπρονόμευσαν πάντας υἱοὺς
Ρασσὶς καὶ υἱοὺς Ἰσμαὴλ
τοὺς κατὰ πρόσωπον τῆς ἐρήμου
πρὸς νότον τῆς Χελεών.
|
23
Ἐρήμωσε τὰς χώρας Φοὺδ καὶ
Λούδ, ἐλεηλάτησεν ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους τῆς φυλῆς Ρασσὶς καὶ
τοὺς Ἰσμαηλίτας, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦσαν μέχρι τῶν ὁρίων
τῆς ἐρήμου πρὸς νότον τῆς
χώρας Χελεών.
|
23
Καθ’ ὁδὸν ἐξώντωσε τοὺς κατοίκους
τῶν περιοχῶν Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ
ἐλεηλάτησεν ὅλους τοὺς Ρασσίτας καὶ
Ἰσμαηλίτας, ποὺ διέμεναν ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν ἔρημον, νοτίως τῆς Χελεών.
|
24
Καὶ παρῆλθε τὸν Εὐφράτην καὶ
διῆλθε τὴν Μεσοποταμίαν καὶ διέσκαψε
πάσας τὰς πόλεις τὰς ὑψηλὰς
τὰς ἐπὶ τοῦ χειμάρρου Ἀβρωνᾶ
ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ θάλασσαν.
|
24
Μετὰ δὲ τὴν λεηλασίαν ἐπέρασε
τὸν Εὐφράτην ποταμόν, διῆλθε
τὴν Μεσοποταμίαν καὶ κατέσκαψε ὅλας
τὰς ὀχυρὰς πόλεις τοῦ ποταμοῦ
Ἀβρωνᾶ μέχρι καὶ τῆς Μεσογείου
Θαλάσσης.
|
24
Ἐπέρασε κατόπιν τὸν Εὐφράτην ποταμὸν
καὶ διέτρεξε τὴν Μεσοποταμίαν. Κατέστρεψε δὲ
ἐκ θεμελίων ὅλας τὰς ὀχυρὰς
πόλεις, ποὺ εἶχαν ὑψηλὰ τείχη καὶ
εὑρίσκοντο κατὰ μῆκος τοῦ χειμάρρου
Ἀβρωνά, καὶ ἔφθασε τελικῶς εἰς
τὴν Μεσόγειον θάλασσαν. |
25
Καὶ κατελάβετο τὰ ὅρια τῆς Κιλικίας
καὶ κατέκοψε πάντας τοὺς ἀντιστάντας
αὐτῷ καὶ ἦλθεν ἕως ὁρίων
Ἰάφεθ τὰ πρὸς νότον κατὰ
πρόσωπον τῆς Ἀραβίας.
|
25
Κατέλαβεν ὁλόκληρον τὴν Κιλικίαν
καὶ κατέκοψεν ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν ἀντίστασιν.
Ἔφθασεν ἕως εἰς τὰ ὅρια τῶν
υἱῶν Ἰάφεθ, ποὺ εὑρίσκοντο
νοτίως καὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν
Ἀραβίαν.
|
25
Ἔπειτα ἐκυρίευσεν ὅλην τὴν χώραν τῆς
Κιλικίας καί, ἀφοῦ κατέσφαξεν ὅλους, ὅσοι
τοῦ ἔφεραν ἀντίστασιν, ἔφθασεν ἕως
τὰ νότια σύνορα τῆς περιοχῆς Ἰάφεθ,
ποὺ εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν
Ἀραβίαν. |
26
Καὶ ἐκύκλωσε πάντας τοὺς υἱοὺς
Μαδιὰμ καὶ ἐνέπρησε τὰ σκηνώματα
αὐτῶν καὶ ἐπρονόμευσε τὰς
μάνδρας αὐτῶν.
|
26
Περιεκύκλωσεν ὅλους τοὺς Μαδιανίτας,
ἔκαυσε τὰς κατασκηνώσεις των καὶ ἐλεηλάτησε
τοὺς καταυλισμούς των.
|
26
Ἐν συνεχείᾳ περιεκύκλωσεν ὅλους τοὺς
Μαδιανίτας καὶ ἔκαυσε τὰς σκηνάς, ὅπου
διέμεναν, καὶ ἐλεηλάτησε τὰ μανδριά,
ὅπου ἐφύλασσαν τὰ ζῶα των.
|
27
Καὶ κατέβη εἰς πεδίον Δαμασκοῦ
ἐν ἡμέραις θερισμοῦ πυρῶν καὶ
ἐνέπρησε πάντας τοὺς ἀγροὺς
αὐτῶν καὶ τὰ ποίμνια καὶ
τὰ βουκόλια ἔδωκεν εἰς ἀφανισμὸν
καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν ἐσκύλευσε
καὶ τὰ παιδία αὐτῶν ἐξελίκμησε
καὶ ἐπάταξε πάντας τοὺς νεανίσκους
αὐτῶν ἐν στόματι ρομφαίας.
|
27
Ἀπὸ ἐκεῖ κατέβηκεν εἰς
τὴν πεδιάδα τῆς Δαμασκοῦ, κατὰ
τὴν ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ τῶν
σιτηρῶν, ἔκαυσεν ὅλα τὰ σιτηρὰ
τῶν ἀγρῶν, ἐξωλόθρευσεν ὅλα
τὰ κοπάδια τῶν αἰγοπροβάτων
καὶ τῶν βοϊδιῶν, ἐλεηλάτησε
τὰς πόλεις, διεσκόρπισε τὰ μικρὰ
παιδιὰ καὶ ἐπέρασεν ἐν στόματι
ρομφαίας ὅλους τοὺς νέους τῆς
περιοχῆς.
|
27
Κατόπιν κατέβη εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Δαμασκοῦ.
Ἦτο δὲ τότε καιρὸς θερισμοῦ καί, ὅπως
ἦσαν ἕτοιμα τὰ σιτηρά, κατέκαυσεν ὅλα
τὰ χωράφια των. Ἐξηφάνισεν ἐπίσης
τὰ κοπάδια τῶν προβάτων καὶ τῶν βοδιῶν
των καὶ ἐλεηλάτησε τὰς πόλεις των.
Διεσκόρπισε δέ, ὅπως λιχνίζουν τὸ σιτάρι, τὰ
παιδιά των καὶ ἐφόνευσε μὲ ρομφαίαν
ὅλους τοὺς νέους των. |
28
Καὶ ἐπέπεσεν ὁ φόβος καὶ
ὁ τρόμος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς
κατοικοῦντας τὴν παραλίαν, τοὺς ὄντας
ἐν Σιδῶνι καὶ Τύρῳ καὶ
τοὺς κατοικοῦντας Σοὺρ καὶ Ὀκινά,
καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας Ἰεμναάν,
καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἀζώτῳ
καὶ Ἀσκάλωνι ἐφοβήθησαν αὐτὸν
σφόδρα. |
28
Φόβος καὶ τρόμος ἔπεσεν εἰς
τοὺς κατοικοῦντας τὰ παράλια τῆς
Μεσογείου, εἰς τοὺς κατοίκους τῆς
Σιδῶνος καὶ τῆς Τύρου, εἰς ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τὴν Ὀκινὰ
καὶ εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους
τῆς Ἰεμναὰν καὶ τοὺς κατοικοῦντας
τὴν Ἄζωτον καὶ Ἀσκάλωνα. Ὄλοι
ἐκυριεύθησαν ἀπὸ πολὺ μεγάλον
φόβον. |
28
Ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν καταστροφῶν
ἐκυριεύθηκαν ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον
ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου,
διότι ἐσκέφθηκαν ὅτι ἐπλησίαζεν ἀσφαλῶς
καὶ ἡ ἰδική των σειρά. Κατετρόμαξαν
συγκεκριμένως ἐμπρός του οἱ κάτοικοι τῆς
Σιδῶνος καὶ τῆς Τύρου, καθὼς καὶ
ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Σοὺρ
καὶ τὴν Ὀκινὰ καὶ ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς Ἰεμναάν, τῆς
Ἀζώτου καὶ τῆς Ἀσκάλωνος.
|