Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἰπὲ πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης·
θάρσησον, γύναι, μὴ φοβηθῇς τῇ
καρδίᾳ σου, ὅτι ἐγὼ οὐκ
ἐκάκωσα ἄνθρωπον, ὅστις ᾐρέτικε
δουλεύειν βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ
πάσης τῆς γῆς. |
Ὀλοφέρνης
εἶπε πρὸς αὐτήν·
<ἔχε θάρρος, ὦ γύναι, καὶ
ἂς μὴ ταράττεται ἡ
καρδία σου, διότι
ἐγὼ οὔτε ἔβλαψα οὔτε
πρόκειται νὰ βλάψω
ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἐξέλεξε
καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὑπηρετῇ
τὸν Ναβουχοδονόσορα τὸν
βασιλέα πάσης τῆς γῆς.
|
αὶ
εἶπεν ὁ Ὀλοφέρνης πρὸς τὴν Ἰουδίθ:
<Θάρρος, γυναῖκα! Ἂς μὴ φοβᾶται
ἡ καρδία σου, διότι ἐγὼ δὲν ἔβλαψα
ποτὲ ἄνθρωπον, ποὺ ἐπροτίμησε νὰ
γίνῃ δοῦλος καὶ ὑπήκοος τοῦ
βασιλέως ὅλης τῆς γῆς Ναβουχοδονόσορος.
|
2
Καὶ νῦν ὁ λαός σου ὁ κατοικῶν
τὴν ὀρεινήν, εἰμὴ ἐφαύλισάν
με, οὐκ ἂν ᾖρα τὸ δόρυ μου ἐπ'
αὐτούς, ἀλλ' αὐτοὶ ἑαυτοῖς
ἐποίησαν ταῦτα. |
2
Καὶ τώρα δὲν θὰ ἐσήκωνα
τὸ δόρυ μου οὔτε ἐναντίον τοῦ
λαοῦ σου, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ
εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, ἐὰν
αὐτὸς δὲν ἐπεριφρονοῦσε ἐμέ.
Ἀλλὰ αὐτοὶ ἔγιναν αἰτία
καὶ ἀφορμὴ δι' ὅλα τὰ ἐναντίον
των κακά. |
2
Ὡς πρὸς δὲ τὴν κατάστασιν, εἰς
τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται τώρα ὁ λαός
σου, ποὺ ζῇ εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχήν, ἐξ αἰτίας τῆς πολιορκίας μας,
σοῦ λέγω ὅτι εὐθύνονται οἱ ἴδιοι.
Ἐὰν δὲν ἔδειχναν περιφρονητικὴν
στάσιν ἀπέναντί μου, δὲν θὰ ἐσήκωνα
τὸ δόρυ μου ἐναντίον των, διὰ νὰ
πολεμήσω μαζί των. Μόνοι των ἐπροκάλεσαν τὴν
συμφορὰν εἰς τοὺς ἑαυτούς των.
|
3
Καὶ νῦν λέγε μοι τίνος ἕνεκεν
ἀπέδρας ἀπ' αὐτῶν καὶ
ἦλθες πρὸς ἡμᾶς; Ἥκεις γὰρ
εἰς σωτηρίαν· θάρσει, ἐν τῇ
νυκτὶ ταύτῃ ζήσῃ καὶ εἰς
τὸ λοιπόν· |
3
Καὶ τώρα λέγε μου, διὰ ποίαν
αἰτίαν ἐδραπέτευσες ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ ἦλθες πρὸς ἡμᾶς;
Διότι ἔχεις ἔλθει προφανῶς, διὰ
νὰ εὕρῃς σωτηρίαν. Ἔχε θάρρος,
διότι ὄχι μόνον αὐτὴν τὴν
νύκτα θὰ ζήσῃς, ἀλλὰ
καὶ ὅλον τὸν ἄλλον χρόνον
τῆς ζωῆς σου.
|
3
Τώρα λοιπὸν λέγε μου: Ποιὸς εἶναι ὁ
λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐδραπέτευσες
ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἦλθες κοντά
μας; Διότι ἀσφαλῶς ἦλθες διὰ νὰ
σωθῇς. Ἔχε θάρρος! Καὶ τώρα, καὶ αὐτὴν
δηλαδὴ τὴν νύκτα, δὲν θὰ θανατωθῇς,
ἀλλὰ θὰ ζήσῃς, καὶ ἐν
συνεχείᾳ δὲν θὰ πάθῃς ἀπολύτως
τίποτε. |
4
οὐ γάρ ἐστιν ὃς ἀδικήσει
σε, ἀλλ' εὗ σε ποιήσει καθὰ γίνεται
τοῖς δούλοις τοῦ κυρίου μου βασιλέως
Ναβουχοδονόσορ. |
4
Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ σὲ βλάψῃ,
ἀλλὰ καθένας θὰ προσπαθήσῃ
νὰ κάμῃ καλὸν εἰς σέ,
ὅπως συμβαίνει εἰς τοὺς δούλους
τοῦ κυρίου μου, τοῦ βασιλέως
Ναβουχοδονόσορ>.
|
4
Δὲν πρόκειται νὰ σὲ βλάψῃ κανείς.
Ἀντιθέτως θὰ σὲ περιποιηθοῦν, ὅπως
γίνεται μὲ τοὺς δούλους τοῦ κυρίου μου,
τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος>.
|
5
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἰουδίθ·
δέξαι τὰ ρήματα τῆς δούλης σου,
καὶ λαλησάτω ἡ παιδίσκη σου κατὰ
πρόσωπόν σου, καὶ οὐκ ἀναγγελῶ
ψεῦδος τῷ κυρίῳ μου ἐν τῇ
νυκτὶ ταύτῃ.
|
5
ἡ ἰουδὶθ εἶπε τότε πρὸς
αὐτόν· <δέξου τὰ λόγια
τῆς δούλης σου καὶ ἂς δώσῃς
τὴν ἄδειαν νὰ ὁμιλήσῃ
ἡ δούλη σου προσωπικῶς εἰς σέ.
Δὲν θὰ εἴπω κανένα ψεῦδος εἰς
σὲ τὸν κύριόν
μου κατὰ τὴν νύκτα
αὐτήν.
|
5
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἡ
Ἰουδίθ: <Δέξου τὰ λόγια τῆς δούλης σου
καὶ δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ μιλήσω,
ἡ δούλη σου, ἐνώπιόν σου. Σὲ βεβαιώνω ὅτι
δὲν πρόκειται νὰ εἴπω κανένα ψέμα εἰς
τὸν κύριόν μου κατὰ τὴν νύκτα αὐτήν.
|
6
Καὶ ἐὰν κατακολουθήσῃς τοῖς
λόγοις τῆς παιδίσκης σου, τελείως
πρᾶγμα ποιήσει μετὰ σοῦ ὁ Θεός,
καὶ οὐκ ἀποπεσεῖται ὁ κύριός
μου τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ·
|
6
Ἐὰν σύ, ἀκολουθήσῃς πιστῶς
τοὺς λόγους τῆς δούλης σου, ὁ
Θεός θὰ φέρῃ εἰς πέρας
διὰ σοῦ μέγα ἔργον, καὶ ἔτσι
ὁ κύριός μου δὲν θὰ ἀποτύχῃ,
εἰς ἐκεῖνα
τὰ ὁποῖα ἐπιδιώκει.
|
6
Καὶ ἐὰν δεχθῇς καὶ συμμορφωθῇς
πρὸς τὰ λόγια τῆς δούλης σου, θὰ φέρῃ
ὁ Θεὸς εἰς αἴσιον πέρας τὸ ἔργον
σου καὶ δὲν θὰ ἀποτύχῃ ὁ
κύριός μου εἰς τὰ σχέδιά του.
|
7
ζῇ γὰρ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ πάσης
τῆς γῆς καὶ ζῇ τὸ κράτος
αὐτοῦ, ὃς ἀπέστειλέ σε
εἰς κατόρθωσιν πάσης ψυχῆς, ὅτι
οὐ μόνον ἄνθρωποι διὰ σὲ δουλεύουσιν
αὐτῷ , ἀλλὰ καὶ τὰ θηρία
τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ κτήνη
καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
διὰ τῆς ἰσχύος σου ζήσονται
ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ καὶ πάντα
τὸν οἶκον αὐτοῦ·
|
7
Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωὴν τοῦ
Ναδουχοδονόσορος, τοῦ βασιλέως ὅλης
τῆς γῆς, ὁρκίζομαι ἐπίσης
εἰς τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ὁ
ὁποῖος σὲ ἔστειλε νὰ ἀνορθώσῃς
καὶ διατηρήσῃς κάθε ψυχήν, ὅτι
ὄχι μόνον ἄνθρωποι διὰ μέσου
σοῦ θὰ τὸν ὑπηρετήσουν,
ἀλλὰ καὶ τὰ θηρία τοῦ
ἀγροῦ καὶ τὰ
κτήνη καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ,
χάρις εἰς τὴν ἰδικήν σου δύναμιν,
θὰ ζήσουν πρὸς χάριν καὶ
ἐξυπηρέτησιν τοῦ Ναβουχοδονόσορος
καὶ ὅλου τοῦ οἴκου του.
|
7
Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωὴν τοῦ βασιλέως
ὅλης τῆς γῆς Ναβουχοδονόσορος καὶ
εἰς τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως αὐτοῦ,
ὁ ὁποῖος σὲ ἔστειλε διὰ
νὰ ἀνορθώσῃς καὶ νὰ δώσῃς
ζωὴν εἰς κάθε ὕπαρξιν, καὶ σοῦ
προλέγω ὅτι χάρις εἰς σὲ ὄχι μόνον
οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν δοῦλοι του,
ἀλλὰ θὰ ἐπηρεασθοῦν καὶ
ἄλλα ὄντα. Καὶ τὰ θηρία, ποὺ
ζοῦν ἔξω εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ
τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ τὰ πουλιὰ
τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴν ἰδικήν
σου δύναμιν θὰ ζοῦν πλέον, ἁπλῶς καὶ
μόνον διὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸν
Ναβουχοδονόσορα καὶ ὅλον τὸν οἶκον
του. |
8
ἠκούσαμεν γὰρ τὴν σοφίαν σου
καὶ τὰ πανουργεύματα τῆς ψυχῆς
σου, καὶ ἀνηγέλη πάσῃ τῇ
γῇ ὅτι σὺ μόνος ἀγαθὸς
ἐν πάσῃ βασιλείᾳ καὶ δυνατὸς
ἐν ἐπιστήμῃ καὶ θαυμαστὸς
ἐν στρατεύμασι πολέμου.
|
8
Διότι ἡμεῖς ἠκούσαμεν τὴν
σοφίαν σου καὶ τὰς
εὐφυεῖς ἐπινοήσεις τῆς διανοίας
σου. ῎Εγινε γνωστὸν
εἰς ὅλην τὴν γῆν, ὅτι σὺ
μόνος εἶσαι ἀγαθὸς εἰς ὅλην
τὴν βασιλείαν καὶ δυνατὸς εἰς
τὴν γνῶσιν καὶ ἀξιοθαύμαστος
εἰς τὴν στρατιωτικήν τέχνην τοῦ
πολέμου.
|
8
Τὰ λέγω αὐτά, διότι ἔχομεν ἀκούσει
πολλὰ διὰ τὴν σοφίαν σου καὶ διὰ
τὰ ἔξυπνα σχέδια τοῦ πνεύματός σου. Ἔχει
γνωστοποιηθῆ εἰς ὅλην τὴν γῆν
ὅτι σὺ μόνος εἶσαι ὁ πλέον ἱκανὸς
εἰς ὅλον τὸ βασίλειον τῶν Ἀσσυρίων,
δυνατὸς εἰς τὴν γνῶσιν καὶ ἀξιοθαύμαστος
εἰς τὰ στρατιωτικὰ καὶ τὰ τεχνάσματα
τοῦ πολέμου. |
9
καὶ νῦν ὁ λόγος, ὃν ἐλήλησιν
Ἀχιὼρ ἐν τῇ συνεδρίᾳ σου,
ἠκούσαμεν τὰ ρήματα αὐτοῦ,
ὅτι περιεποιήσαντο αὐτὸν οἱ
ἄνδρες Βαιτυλούα, καὶ ἀνήγγειλεν
αὐτοῖς πάντα, ὅσα ἐξελάλησε
πάρα σοι. |
9
Ἐπὶ πλέον ἐπληροφορήθημεν καὶ
ὅλα τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα
ὁ Ἀχιὼρ ἐλάλησε κατὰ τὴν
συνεδρίαν σου, ἐμάθαμεν ὅλους τοὺς
λόγους αὐτοῦ καὶ οἱ ἄνδρες
τῆς Βαιτυλούα τὸν περιποιήθησαν, διότι
αὐτὸς ἀνήγγειλεν εἰς αὐτούς,
ὅσα εἶχεν εἴπει πρὸς σέ.
|
9
Νὰ εἴπω τώρα κάτι καὶ ὡς πρὸς
αὐτό, ποὺ σοῦ εἶπεν ὁ Ἀχιὼρ
κατὰ τὴν συνεδρίασίν σου μὲ τοὺς ἀξιωματικούς
σου. Πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι ἔχομεν μάθει
αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπε, διότι τὸν
περιποιήθηκαν οἱ ἄνδρες τῆς Βαιτυλούας καὶ
τοὺς ἀνέφερεν ὅλα, ὅσα σοῦ εἶπε.
|
10
Διό, Δέσποτα κύριε, μὴ παρέλθῃς
τὸν λόγον αὐτοῦ, ἄλλα κατάθου
αὐτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου,
ὅτι ἀληθής ἐστιν· οὐ γὰρ
ἐκδικᾶται τὸ γένος ἡμῶν,
οὐ κατισχύει ρομφαία ἐπ' αὐτούς,
ἐὰν μὴ ἀμάρτωσιν εἰς τὸν
Θεὸν αὐτῶν. |
10
Διὰ τοῦτο, δέσποτα κύριε, μὴ
ἀντιπαρέλθῃς καὶ καταφρονήσῃς
τὸν λόγον του, ἀλλὰ κατάθεσέ
τον βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδιά
σου, διότι εἶναι ἀληθής. Οἱ
Ἰσραηλῖται τοῦ γένους μου δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ τιμωρηθοῦν, οὔτε
θὰ ὑπερισχύσῃ ἐναντίον
αὐτῶν ρομφαία, ἐὰν δὲν
ἁμαρτήσωσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
των. |
10
Λέγω λοιπόν, δεέσποτα κύριε, ὅτι δὲν πρέπει
νὰ παραθεωρήσῃς τὰ λόγια του. Ἀντιθέτως
νὰ τὰ βάλῃς εἰς τὴν καρδίαν
σου, διότι εἶναι ἀληθινά. Εἶναι γεγονὸς
ὅτι ὁ λαός μας εἶναι ἀδύνατον
νὰ τιμωρηθῇ καὶ νὰ νικηθῇ ἀπὸ
ὁποιανδηήποτε ρομφαίαν ἐχθροῦ, ποὺ
στρέφεται ἐναντίον των, ἐὰν δὲν ἔχουν
ἁμαρτήσῃ προηγουμένως ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ των. |
11
Καὶ νῦν, ἵνα μὴ γένηται ὁ
κύριός μου ἔκβολος καὶ ἄπρακτος
καὶ ἐπιπεσεῖται θάνατος ἐπὶ
πρόσωπον αὐτῶν, καὶ κατελάβετο
αὐτοὺς ἁμάρτημα, ἐν ᾧ
παροργιοῦσι τὸν Θεὸν αὐτῶν,
ὁπηνίκα ἂν ποιήσωσιν ἀτοπίαν·
|
11
Καὶ τώρα, διὰ νὰ μὴ ἀπέλθῃ
ὁ κύριός μου ἄπρακτος καὶ γνωρίσῃ
ἀποτυχίαν, διὰ νὰ ἐπιπέσῃ
δὲ θάνατος ἐναντίον ὅλων αὐτῶν,
πρέπει νὰ παρασυρθοῦν αὐτοὶ
εἰς κάποιο ἁμάρτημα, διὰ τοῦ
ὁποίου θὰ παροργίσουν τὸν Θεόν
των. Καὶ θὰ τὸν παροργίσουν, ὅταν
διαπράξουν ἀτόπημα.
|
11
Καὶ τώρα, διὰ νὰ μὴ ἀποτύχῃ
ὁ κύριός μου καὶ γυρίσῃ ἄπρακτος,
καὶ διὰ νὰ πέσῃ ὁ θάνατος ἐναντίον
ὅλων αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων, ἔκαμε
τὴν ἐμφάνισίν της καὶ τοὺς κατέλαβεν
ἡ ἁμαρτία, μὲ τὴν ὁποίαν
ἐξοργίζουν τὸν Θεόν των, κάθε φορὰν
ποὺ τὴν διαπράττουν! |
12
ἐπεὶ γὰρ ἐξέλιπεν αὐτοὺς
τὰ βρώματα καὶ ἐσπανίσθη πᾶν
ὕδωρ, ἐβουλεύσαντο ἐπιβαλεῖν
τοῖς κτήνεσιν αὐτῶν καὶ πάντα,
ὅσα διεστείλατο αὐτοῖς ὁ Θεὸς
ἐν τοῖς νόμοις αὐτοῦ μὴ
φαγεῖν, διέγνωσαν δαπανῆσαι.
|
12
Ἐπειδὴ δὲ ἔλειψαν πλέον ἀπὸ
αὐτοὺς τὰ φαγητά, τὸ δὲ
νερὸ εἶναι πολὺ σπάνιον, ἀπεφάσισαν
νὰ βάλουν χέρι εἰς τὰ κτήνη
των καὶ εἰς ὅλα ἐκεῖνα τὰ
ζῶα, τὰ ὁποῖα ὁ Θεός ἀπηγόρευσεν
εἰς αὐτούς, διὰ τῶν νόμων
του, νὰ τρώγουν, αὐτὰ λοιπὸν
ἀπεφάσισαν αὐτοὶ νὰ τὰ
φάγουν.
|
12
Ἀπεφάσισαν μάλιστα ἤδη τὴν διάπραξίν
της. Ἐπειδὴ ἑξαντλήθηκαν ὅλα
τὰ τρόφιμά των καὶ ἔγινε σπάνιον εἶδος
τὸ νερό, ἐπῆραν ἀπόφασιν νὰ
σφάξουν καὶ νὰ φάγουν τὰ κατοικίδια ζῶα
των καὶ ἐσκέφθηκαν νὰ καταναλώσουν ὅλα,
ὅσα τοὺς ἀπηγόρευε νὰ τρώγουν μὲ
συγκεκριμένας ἐντολάς Του ὁ Θεός.
|
13
Καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου
καὶ τὰς δεκάτας τοῦ οἴνου καὶ
τοῦ ἐλαίου, ἃ διεφύλαξαν ἁγιάσαντες
τοῖς ἱερεῦσι τοῖς παρεστηκόσιν
ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀπέναντι τοῦ
προσώπου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν κεκρίκασιν
ἐξαναλῶσαι, ὧν οὐδὲ ταῖς
χερσὶν καθῆκεν ἄψασθαι οὐδένα
τῶν ἐκ τοῦ λαοῦ.
|
13
Ἀλλὰ καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν
σιτηρῶν καὶ τὰ δέκατα τοῦ οἴνου
καὶ τοῦ ἐλαίου, τὰ ὁποῖα
εἶχαν προορίσει νὰ τὰ παραδώσουν
εἰς τοὺς ἱερεῖς, ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐνώπιον
τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ μας, ἀπεφάσισαν
νὰ τὰ καταναλώσουν· αὐτὰ
διὰ τὰ ὁποῖα ἀπηγορεύετο
καὶ νὰ θέσουν κἂν ἐπάνω
των τὰ χέρια των οἱ ἄνθρωποι τοῦ
λαοῦ.
|
13
Ἀπεφάσισαν ἐπίσης νὰ καταναλώσουν καὶ
τὰς ἀπαρχάς, τὰ πρῶτα δηλαδὴ
σιτάρια ποὺ ἀπέδωσαν τὰ χωράφια των, καθὼς
καὶ τὸ ἓν δέκατον ἀπὸ τὸ
κρασὶ καὶ τὸ λάδι των, τὰ ὁποῖα
εἶχαν ξεχωρίσει καὶ τὰ ἐφύλασσαν
ὡς προσφορὰν εἰς τοὺς ἱερεῖς,
οἱ ὁποῖοι στέκουν ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσφέρουν
τὰς θυσίας εἰς τὸν Ναόν. Ὅλα αὐτὰ
εἶναι πράγματα ἱερὰ καὶ δὲν
ἔπρεπε οὔτε νὰ τὰ ἐγγίσῃ
μὲ τὰ χέρια του κάποιος ἀπὸ τὸν
λαόν, ποὺ δὲν ἦτο ἱερεύς.
|
14
Καὶ ἀπεστάλκασιν εἰς Ἱερουσαλήμ,
ὅτι καὶ οἱ ἐκεῖ κατοικοῦντες
ἐποίησαν ταῦτα, τοὺς μετακομίσαντας
αὐτοῖς τὴν ἄφεσιν παρὰ τῆς
γερουσίας. |
14
Ἀκόμη αὐτοὶ ἔστειλαν εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἄνδρας, διὰ νὰ
ζητήσουν καὶ λάβουν ἀπὸ τὴν
γερουσίαν τὴν ἄδειαν νὰ κάμουν
αὐτὰς τὰς παρανομίας, διότι
καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἔπραξαν τὸ ἴδιον.
|
14
Ἔστειλαν μάλιστα ἀνθρώπους των εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα, διὰ νὰ φέρουν τὴν ἔγκρισιν
τῆς γερουσίας δι' αὐτὴν τὴν παρανομίαν,
διότι καὶ ἐκεῖνοι ἐκεῖ ἔκαμαν
τὰ ἴδια. |
15
Καὶ ἔσται ὡς ἂν ἀναγγείλῃ
αὐτοῖς καὶ ποιήσωσι, δοθήσονταί
σοι εἰς ὄλεθρον ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ. |
15
Ἀμέσως δὲ μόλις ἀναγγελθῇ
εἰς αὐτοὺς ἡ ἄδεια τῆς
παρανομίας καὶ ὑποπέσουν εἰς
τὴν παρανομίαν αὐτήν, τότε θὰ
παραδοθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται πρὸς
καταστροφήν, τὴν ἰδίαν ἐκείνην
ἡμέραν.
|
15
Μόλις λοιπὸν τοὺς δοθῇ τὸ σύνθημα
καὶ προχωρήσουν εἰς τὴν παρανομίαν, ποὺ
ἀπεφάσισαν, καὶ τὴν διαπράξουν, θὰ
σοῦ τοὺς παραδώσῃ ὁ Κύριος διὰ
νὰ τοὺς ἐξοντώσῃς κατὰ
τὴν ἰδίαν ἡμέραν. |
16
Ὅθεν ἐγὼ ἡ δούλη σου ἐπιγνοῦσα
ταῦτα πάντα ἀπέδρων ἀπὸ
προσώπου αὐτῶν, καὶ ἀπέστειλέ
με ὁ Θεός ποιῆσαι μετὰ σοῦ πράγματα,
ἐφ' οἷς ἐκστήσεται πᾶσα ἡ
γῆ, ὅσοι ἐὰν ἀκούσωσιν
αὐτά. |
16
Ὅθεν ἐγώ, ἡ δούλη σου, ἐπειδὴ
ἔμαθα ὅλα αὐτά, ἐδραπέτευσα
ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ὁ Θεὸς
μὲ ἔστειλε νὰ ἐπιτελέσω μαζῆ
μὲ σὲ ἔργα, διὰ τὰ ὁποῖα
θὰ ἐκπλαγοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
ὅσοι θὰ τὰ μάθουν.
|
16
Δι' αὐτὸ καὶ ἐγώ, ἡ δούλη σου,
ὅταν τὰ ἔμαθα αὐτά, ἐδραπέτευσα
ἀπὸ αὐτούς. Μὲ ἔστειλε δὲ
ὁ Θεὸς διὰ νὰ κάμω μαζί σου πράγματα,
διὰ τὰ ὁποῖα θὰ θαυμάσῃ
ὅλη ἡ οἰκουμένη, ὅλοι, ὅσοι
θὰ τὰ ἀκούσουν.
|
17
Ὅτι ἡ δούλη σου θεοσεβής ἐστι
καὶ θεραπεύουσα νυκτὸς καὶ ἡμέρας
τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ· καὶ
νῦν μενῶ παρὰ σοί κύριέ
μου, καὶ ἐξελεύσεται ἡ δούλη
σου κατὰ τὴν νύκτα εἰς τὴν φάραγγα
καὶ προσεύξομαι πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ ἐρεῖ μοι ποτὲ ἐποίησαν
τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν.
|
17
Θὰ κατορθώσω δὲ αὐτά, διότι
ἐγὼ ἡ δούλη σου εἶμαι εὐσεβὴς
καὶ λατρεύω νύκτα καὶ ἡμέραν
τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ
τώρα θὰ μένω πλησίον σου, κύριέ
μου, θὰ ἐξέρχωμαι ὅμως τὴν νύκτα
εἰς κάποιαν φάραγγα, θὰ προσεύχωμαι
εἰς τὸν Θεόν μου, ὁ ὁποῖος
θὰ μοῦ πῇ πότε οἱ ἰσραηλῖται
διέπραξαν αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα.
|
17
Πρέπει νὰ ξέρῃς ὅτι ἐγώ, ἡ δούλη
σου, εἶμαι γυναῖκα θεοσεβὴς καὶ λατρεύω
ἡμέραν καὶ νύκτα τὸν Θεὸν τοῦ
οὐρανοῦ. Καὶ τώρα πλέον, κύριέ μου, ἀπεφάσισα
νὰ μένω κοντά σου. Θέλω ὅμως νὰ βγαίνω,
ἡ δούλη σου, τὴν νύκτα εἰς τὸ φαράγγι
διὰ νὰ προσεύχωμαι εἰς τὸν Θεόν. Εἶμαι
δὲ βεβαία ὅτι θὰ μὲ ἐνημερώσῃ
ὁ Κύριος διὰ τὸ πότε θὰ κάμουν αὐτοὶ
τὴν ἀρχὴν τῶν παρανομημάτων των, ποὺ
σοῦ εἶπα προηγουμένως. |
18
Καὶ ἐλθοῦσα προσανοίσω σοι, καὶ
ἐξελεύσῃ σὺν πάσῃ τῇ
δυνάμει σου, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς
ἀντιστήσεταί σοι ἐξ αὐτῶν.
|
18
Ἐγὼ δὲ θὰ ἔλθω ἀμέσως,
νὰ καταστήσω εἰς σὲ γνωστὸν
τοῦτο. Τότε δὲ σὺ θὰ ἐκστρατεύσῃς
μὲ ὅλον τὸν στρατόν σου
καὶ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀντισταθῇ
ἐναντίον σου.
|
18
Θὰ ἔλθω λοιπὸν τότε ἀμέσως πρὸς
σὲ καὶ θὰ σοῦ τὸ εἴπω,
ὁπότε θὰ βγῇς ἐναντίον των μὲ
ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ δὲν θὰ
τολμήσῃ κανείς των νὰ σοῦ ἀντισταθῇ.
|
19
Καὶ ἄξω σε διὰ μέσου τῆς Ἰουδαίας
ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἀπέναντι
Ἱερουσαλὴμ καὶ θήσω τὸν δίφρον
σου ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ
ἄξεις αὐτοὺς ὡς πρόβατα, οἷς
οὐκ ἔστι ποιμήν, καὶ οὐ γρύξει
κύων τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἀπέναντί
σου, ὅτι· ταῦτα ἐλαλήθη μοι κατὰ
πρόγνωσίν μου καὶ ἀπηγγέλη μοι,
καὶ ἀπεστάλην ἀναγγεῖλαί
σοι. |
19
Ἐγὼ τότε θὰ σὲ ὁδηγήσω
διὰ μέσου τῆς
Ἰουδαίας ἕως
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ
τοποθετήσω τὸν θρόνον σου ἐν μέσῳ
αὐτῆς. Θὰ ὁδηγήσῃς τοὺς
Ἰσραηλίτας ὡσὰν
πρόβατα, εἰς τὰ ὁποῖα
δὲν ὑπάρχει πλέον ποιμήν. Οὔτε
σκυλὶ θὰ γρυλίσῃ μὲ τὴν
γλῶσσαν του ἐναντίον σου. Αὐτὰ
ἔγιναν εἰς ἐμὲ γνωστὰ δι' ἀποκαλύψεως
καὶ ἔχω ἀποσταλῇ
νὰ τὰ ἀναγγείλω
καὶ εἰς σέ>.
|
19
Θὰ σὲ ὁδηγήσω δὲ ἐγὼ διὰ
μέσου τῆς Ἰουδαίας, ἕως ὅτου φθάσωμεν
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
Καὶ θὰ βάλω τὸν θρόνον σου εἰς τὸ
μέσον τῆς Ἱερουσαλήμ. Θὰ τοὺς σύρῃς
δὲ σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν
ποιμένα. Καὶ δὲν θὰ γρυλίσῃ οὔτε
σκυλὶ μὲ τὴν γλῶσσαν του ἐμπρός
σου. Θὰ γίνουν ὅλα, ὅπως σοῦ τὰ
λέγω, διότι μοῦ τὰ εἶπε καὶ μοῦ
τὰ ἀπεκάλυψεν ἀπὸ πρὶν ὁ
Κύριος καὶ ἔχω ἀποσταλῇ ἀπὸ
Ἐκεῖνον διὰ νά σοῦ τὰ
ἀνακοινώσω>. |
20
Καὶ ἤρεσαν οἱ λόγοι αὐτῆς
ἐναντίον Ὀλοφέρνου καὶ ἐναντίον
πάντων τῶν θεραπόντων αὐτοῦ,
καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ τῇ σοφίᾳ
αὐτῆς καὶ εἶπαν·
|
20
Αὐτοὶ οἱ λόγοι ἤρεσαν εἰς
τὸν Ὀλοφέρνην καὶ εἰς ὅλους
τοὺς αὐλικούς του. Ἐθαύμασαν
δὲ τὴν σοφίαν αὐτῆς τῆς
γυναικὸς καὶ εἶπαν·
|
20
Τὰ λόγια της αὐτὰ ἄρεσαν ἰδιαιτέρως
εἰς τὸν Ὀλοφέρνην καὶ εἰς ὅλους
τοὺς αὐλικούς του. Ἐθαύμασαν δὲ διὰ
τὴν σοφίαν της καὶ εἶπαν:
|
21
οὐκ ἔστι τοιαύτη γυνὴ ἀπ' ἄκρου
ἕως ἄκρου τῆς γῆς καλῷ προσώπῳ
καὶ συνέσει λόγων.
|
21
<Ἄλλη γυνή, τόσον ὡραία εἰς
τὸ πρόσωπον καὶ
μὲ τόσον σοφοὺς
λόγους, ὅπως αὐτή, δὲν ὑπάρχει
ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς γῆς
μέχρι τὸ ἄλλο>.
|
21
<Δὲν ὑπάρχει ἀπ' ἄκρου ἕως
ἄκρου τῆς γῆς τέτοια γυναῖκα σὰν
κι αὐτήν, τόσον ὡραία εἰς τὸ πρόσωπον
καὶ τόσον συνετὴ εἰς τὰ λόγια>.
|
22
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης·
εὖ ἐποίησεν ὁ Θεός ἀποστείλας
σε ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ τοῦ γενηθῆναι
ἐν χερσὶν ἡμῶν κράτος, ἐν
δὲ τοῖς φαυλίσασι τὸν κύριόν
μου ἀπώλειαν. |
22
Ὁ Ὀλοφέρνης ἀπήντησε πρὸς
αὐτήν· <πολὺ καλὰ ἔκαμεν
ὁ Θεός, ποὺ σὲ
ἔστειλε πρὸ τοῦ
λαοῦ σου, διὰ νὰ περιέλθῃ εἰς
τὰ χέρια μας ἡ
νίκη, ἡ δὲ ἀπώλεια καὶ
ὁ ὄλεθρος εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι κατεφρόνησαν τὸν κύριόν
μου, τὸν Ναβουχοδονόσορα.
|
22
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ὁ Ὀλοφέρνης:
<Ἔκαμε πολὺ καλὰ ὁ Θεός, ποὺ
σὲ ἔστειλε πρὸ τοῦ λαοῦ, διὰ
νὰ γίνῃ ἡ παρουσία σου ἀφορμὴ
δυνάμεως διὰ τὰ χέρια μας καὶ καταστροφῆς
δι’ αὐτούς, ποὺ περιφρόνησαν τὸν κύριόν
μου Ναβουχοδονόσορα. |
23
Καὶ νῦν ἀστεία εἶ σὺ ἐν
τῷ εἴδει σου καὶ ἀγαθὴ ἐν
τοῖς λόγοις σου· ὅτι ἐὰν
ποιήσῃς καθὰ ἐλάλησας, ὁ
Θεός σου ἔσται μου Θεός, καὶ σὺ
ἐν οἴκῳ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ
καθήσῃ καὶ ἔσῃ ὀνομαστὴ
παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.
|
23
Καὶ τώρα πρέπει νὰ ὁμολογήσω
ὅτι σὺ εἶσαι ὡραία κατὰ
τὴν μορφὴν καὶ σοφὴ
εἰς τοὺς λόγους σου. Ἐὰν λοιπὸν
κάμῃς ὅπως εἶπες, ὁ Θεός
σου θὰ εἶναι Θεός μου καὶ σὺ
θὰ ἐγκατασταθῇς εἰς τὸν οἶκον
τοῦ Ναβουχοδονόσορος καὶ θὰ γίνῃς
ὀνομαστὴ εἰς ὅλην τὴν γῆν>.
|
23
Σοῦ λέγω λοιπὸν τώρα ὅτι εἶσαι πολὺ
χαριτωμένη εἰς τὴν ὄψιν σου καὶ πολὺ
καλὴ εἰς τὰ λόγια σου. Ἐὰν κάμῃς
αὐτά, ποὺ μοῦ εἶπες, ὁ Θεός
σου θὰ γίνῃ καὶ Θεός μου. Θὰ καθήσῃς
δὲ μὲ τιμᾷς καὶ σὺ εἰς
τὸ ἀνάκτορον τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορος
καὶ τὸ ὄνομά σου θὰ δοξασθῇ
εἰς ὅλην τὴν γῆν>. |