Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐκέλευσεν εἰσαγαγεῖν αὐτὴν
οὗ ἐτίθετο τὰ ἀργυρώματα
αὐτοῦ καὶ συνέταξε καταστρῶσαι
αὐτῇ ἀπὸ τῶν ὀψοποιημάτων
αὐτοῦ καὶ τοῦ οἴνου αὐτοῦ
πίνειν. |
ατόπιν
ὁ Ὀλοφέρνης διέταξε νὰ ὁδηγήσουν
αὐτὴν ἐκεῖ, ὅπου ἦσαν
ἀποτεθειμένα καὶ φυλαγμένα τὰ
ἀργυρᾶ κοσμήματα καὶ σκεύη.
Διέταξε δὲ νὰ στρώσουν κατὰ
γῆς δι' αὐτὴν στρώματα παραγεμισμένα
καὶ νὰ τρώγῃ ἀπὸ τὰ
ἐκλεκτὰ φαγητὰ τὰ ἰδικά
του καὶ νὰ πίνῃ ἀπὸ τὸν
ἰδικόν του οἶνον.
|
ιέταξε
μετὰ ταῦτα ὁ Ὀλοφέρνης νὰ ὁδηγήσουν
τὴν Ἰουδὶθ εἰς τὸν χῶρον,
ὅπου ἐφυλάσσοντο τὰ ἀσημένια
σκεύη του, καὶ ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ
τῆς στρώσουν τὸ τραπέζι, διὰ νὰ φάγῃ
ἀπὸ τὰ φαγητά του καὶ νὰ
πιῇ ἀπὸ τὸ κρασί του.
|
2
Καὶ εἶπεν Ἰουδίθ· οὐ φάγομαι
ἐξ αὐτῶν, ἵνα μὴ γένηται
σκάνδαλον, ἀλλ' ἐκ τῶν ἠκολουθηκότων
μοι χορηγηθήσεται. |
2
Ἡ Ἰουδὶθ ὅμως ἀπήντησε·
<Δὲν θὰ φάγω ἀπὸ αὐτά,
διὰ νὰ μὴν παραβῶ τὸ θέλημα
τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ θὰ φάγω
ἀπὸ τὰ φαγητὰ ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἐγὼ ἐφρόντισα
νὰ φέρω μαζῆ μου>.
|
2
Ἡ Ἰουδὶθ ὅμως εἶπε: <Δὲν
πρόκειται νὰ φάγω ἀπὸ αὐτὰ τὰ
φαγητά, διὰ νὰ μὴ προσκρούσω εἰς τὸν
Νόμον τοῦ Θεοῦ μου καὶ παραβῶ τὸ
θέλημά Του. Θὰ φάγω ἀπὸ αὐτά, ποὺ
ἔφερα μαζί μου>. |
3
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης·
ἐὰν δὲ ἐκλίπῃ τὰ
ὄντα μετὰ σοῦ, πόθεν ἐξοισομέν
σοι δοῦναι ὅμοια αὐτοῖς; Οὐ
γάρ ἐστι μεθ' ἡμῶν ἐκ τοῦ
ἔθνους σου. |
3
Ἠρώτησε δὲ αὐτὴν ὁ Ὀλοφέρνης,
<ἐὰν ὅμως ἐξαντληθοῦν τὰ
φαγητὰ ποὺ ἔφερες μαζῆ σου, ἀπὸ
ποὺ θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ προμηθευθῶμεν
καὶ νὰ σοῦ φέρωμεν ὅμοια μὲ
αὐτά; Διότι μεταξὺ ἡμῶν
δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀπὸ
τὸ ἰδικόν σου ἔθνος>.
|
3
Καὶ ὁ Ὀλοφέρνης τῆς εἶπε: <Καὶ
ἐὰν τελειώσουν τὰ τρόφιμα, ποὺ ἔφερες
μαζί σου, ἀπὸ ποῦ θὰ σοῦ φέρωμεν
διὰ νὰ σοῦ δώσωμεν ἴδια φαγητὰ
μὲ αὐτά; Μαζί μας δὲν ὑπάρχει
κανεὶς ὁμοεθνής σου, ποὺ νὰ
ξέρῃ τί τρώγετε σεῖς>.
|
4
Καὶ εἶπεν Ἰουδὶθ πρὸς αὐτόν·
ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου, ὅτι
οὐ δαπανήσει ἡ δούλη σου τὰ
ὄντα μετ' ἐμοῦ, ἕως ἂν ποιήσῃ
Κύριος ἐν χειρί μου ἃ ἐβουλεύσατο.
|
4
Ἡ Ἰουδὶθ τοῦ ἀπήντησεν·
<Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν σου,
κύριε, ὅτι ἐγὼ ἡ
δούλη σου δὲν θὰ προφθάσῃ
νὰ ἐξαντλήσῃ ἐκεῖνα τὰ
ὁποῖα ἔφερα μαζῆ μου, ἕως ὅτου
ὁ Κύριος διὰ τῆς
χειρός μου πραγματοποιήσῃ ἐκεῖνα
τὰ ὁποῖα ἀπεφάσισε>.
|
4
Καὶ ἡ Ἰουδὶθ τοῦ ἀπεκρίθη:
<Ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν σου, κύριέ μου,
ὅτι δὲν θὰ προλάβω νὰ καταναλώσω ἐγώ,
ἡ δούλη σου, τὰ φαγητά, ποὺ ἐπῆρα
μαζί μου, μέχρι τότε ποὺ θὰ πραγματοποιήσῃ
ὁ Κύριος μὲ τὸ χέρι μου ὅσα ἀπεφάσισε>.
|
5
Καὶ ἠγάγοσαν αὐτὴν
οἱ θεράποντες Ὀλοφέρνου εἰς
τὴν σκηνήν, καὶ ὕπνωσε μέχρι
μεσούσης τῆς νυκτός· καὶ ἀνέστη
πρὸς τὴν ἑωθινὴν φυλακήν,
|
5
Οἱ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνου τὴν
ὠδήγησαν εἰς τὴν σκηνήν, ὅπου
ἐκοιμήθη μέχρι τοῦ μεσονυκτίου.
Κατὰ τὸ γλυκοχάραμα ἐξύπνησε
|
5
Μετὰ τὴν συζήτησιν αὐτὴν ὠδήγησαν
τὴν Ἰουδὶθ οἱ δοῦλοι τοῦ
Ὀλοφέρνους εἰς τὴν σκηνήν, ποὺ τοὺς
εἶπεν ὁ κύριός των, καὶ ἐκοιμήθη
ἐκεῖ μέχρι τὰ μεσάνυχτα. Πρὶν
δὲ χαράξῃ ἡ ἑπομένη ἡμέρα, κατὰ
τὴν ὥραν ποὺ ἐφύλασσεν ἡ τελευταία
νυκτερινὴ βάρδια τῶν φρουρῶν, ἐσηκώθη
ἀπὸ τὸ κρεββάτι της, |
6
καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ὀλοφέρνην
λέγουσα· ἐπιταξάτω δὴ ὁ
κύριός μου ἐᾶσαι τὴν δούλην
σου ἐπὶ προσευχὴν ἐξελθεῖν.
|
6
καὶ ἔστειλε πρὸς τὸν Ὀλοφέρνην
λέγουσα, ἂς δώσῃ διαταγὴν
ὁ κύριός μου νὰ
ἀφήσουν ἐμὲ τὴν δούλην
σου νὰ ἐξέλθω διὰ τὴν προσευχήν
μου.
|
6
καὶ ἔστειλε κάποιον δοῦλον εἰς τὸν
Ὀλοφέρνην καὶ τοῦ εἶπε: <Διάταξε
σύ, ὁ κύριός μου, νὰ μὲ ἀφήσουν
τὴν δούλην σου, νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ
στρατόπεδον διὰ νὰ προσευχηθῶ>.
|
7
Καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς
σωματοφύλαξι μὴ διακωλύειν αὐτήν.
Καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ παρεμβολῇ
ἡμέρας τρεῖς, καὶ ἐξεπορεύετο
κατὰ νύκτα εἰς τὴν φάραγγα Βαιτυλούα
καὶ ἐβαπτίζετο ἐν τῇ παρεμβολῇ
ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος·
|
7
Ὁ Ὀλοφέρνης διέταξε τοὺς σωματοφύλακάς
του νὰ μὴ τὴν
ἐμποδίζουν. Ἡ Ἰουδὶθ ἔμεινεν
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων
τρεῖς ἡμέρας. Κάθε νύκτα ἐξήρχετο
εἰς τὴν φάραγγα Βαιτυλούα καί,
ὅπως ἐσυνήθιζαν οἱ Ἰσραηλῖται
πρὸ τῆς προσευχῆς, ἐλούετο εἰς
πηγὴν ὕδατος ποὺ εὑρίσκετο
πλησίον τοῦ
στρατοπέδου τῶν
Ἀσσυρίων.
|
7
Καὶ ὁ Ὀλοφέρνης διέταξεν ἀμέσως τοὺς
σωματοφύλακάς του νὰ μὴ τὴν
ἐμποδίζουν. Ἔμεινε δὲ ἡ Ἰουδὶθ
ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἰς τὴν
σκηνὴν ἐκείνην καὶ ἔβγαινε κάθε βράδυ
εἰς τὸ φαράγγι τῆς Βαιτυλούας καὶ
ἐλούετο εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ὕδατος,
ποὺ ὑπῆρχε δίπλα εἰς τὸ
στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων.
|
8
καὶ ὡς ἀνέβη, ἐδέετο τοῦ
Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ κατευθῦναι
τὴν ὁδὸν αὐτῆς εἰς ἀνάστημα
τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
|
8
Κάθε δὲ φοράν, ποὺ ἀνέβαινεν
ἀπὸ τὸ λουτρόν, παρακαλοῦσε
Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ
νὰ κατευοδώσῃ τὰς προσπαθείας
της διὰ τὴν περιφρούρησιν καὶ τὴν
σωτηρίαν τῶν υἱῶν τοῦ λαοῦ
του.
|
8
Ὅταν δὲ ἔβγαινεν ἀπὸ τὰ
νερὰ ἐκεῖ εἰς τὸ φαράγγι,
ἱκέτευε τὸν Κύριον καὶ Θεὸν τοῦ
Ἰσραὴλ νὰ κατευοδώσῃ Ἐκεῖνος
τὸ σχέδιόν της, διὰ νὰ σωθοῦν
καὶ δοξασθοῦν τὰ τέκνα τοῦ λαοῦ
Του. |
9
Καὶ εἰσπορευομένη καθαρὰ παρέμενε
τῇ σκηνῇ, μέχρις οὗ προσηνέγκατο
τὴν τροφὴν αὐτῆς πρὸς ἑσπέραν.
|
9
Ὅταν δὲ καθαρὰ ἐπέστρεφεν, ἔμενεν
εἰς τὴν σκηνήν της, μέχρις ὅτου
τῆς ἔφεραν τὴν τροφήν της κατὰ
τὴν ἑσπέραν.
|
9
Καὶ ἀφοῦ ἐγύριζε μέσα εἰς
τὸ στρατόπεδον καθαρή, συμφώνως πρὸς τὸν
Νόμον τοῦ Κυρίου, παρέμενεν εἰς τὴν σκηνήν
της, ἕως ὅτου τῆς προσέφερεν ἡ δούλη
της τὸ φαγητόν της, πρᾶγμα ποὺ ἐγίνετο
κατὰ τὸ βράδυ. |
10
Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τετάρτῃ, ἐποίησεν Ὀλοφέρνης
πότον τοῖς δούλοις αὐτοῦ μόνοις
καὶ οὐκ ἐκάλεσεν εἰς τὴν
χρῆσιν οὐδένα τῶν πρὸς ταῖς
χρείαις. |
10
Ὅταν ἔφθασεν ἡ τετάρτη ἡμέρα,
ὁ Ὀλοφέρνης παρέθεσε συμπόσιον
εἰς τοὺς δούλους του μόνον καὶ
δὲν ἐκάλεσε εἰς αὐτὸ κανένα
ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ περιβάλλοντός του.
|
10
Κατὰ δὲ τὴν τετάρτην ἡμέραν ἔκαμε
συμπόσιον ὁ Ὀλοφέρνης, ὅπου παρεκάθησαν
μόνον οἱ δοῦλοι του. Δὲν ἐκάλεσεν
εἰς τὸ συμπόσιον αὐτὸ κανένα ἄλλον
ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους του.
|
11
Καὶ εἶπε Βαγώᾳ τῷ εὐνούχῳ,
ὃς ἦν ἐφεστηκὼς ἐπὶ πάντων
τῶν αὐτοῦ· πεῖσον δὴ πορευθεὶς
τὴν γυναῖκα τὴν Ἑβραίαν ἥ
ἐστι παρὰ σοί, τοῦ ἐλθεῖν
πρὸς ἡμᾶς καὶ φαγεῖν καὶ
πιεῖν μεθ' ἡμῶν·
|
11
Εἶπεν δὲ εἰς τὸν Βαγώαν τὸν
εὐνοῦχον του, ὁ ὁποῖος
ἦτο προϊστάμενος εἰς
ὅλα τὰ εἰς αὐτὸν ἀνήκοντα.
<Πήγαινε καὶ πεῖσε τὴν Ἑβραίαν
αὐτὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία
εὑρίσκεται πλησίον σου, νὰ ἔλθῃ
κοντά μας νὰ φάγῃ καὶ νὰ
πίῃ μαζῆ μας.
|
11
Εἶπε δὲ πρὸς τὸν εὐνοῦχον
Βαγώαν, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐπὶ
κεφαλῆς τοῦ προσωπικοῦ καὶ ἐφρόντιζε
διὰ τὰ ὑπάρχοντα τοῦ Ὀλοφέρνους:
<Πήγαινε καὶ φρόντισε νὰ πείσῃς τὴν
Ἑβραίαν γυναῖκα, ποὺ μένει δίπλα σου,
νὰ ἔλθῃ κοντά μας καὶ νὰ
φάγῃ καὶ νὰ πιῇ μαζί μας.
|
12
ἰδοὺ γὰρ αἰσχρὸν τῷ προσώπῳ
ἡμῶν, εἰ γυναῖκα τοιαύτην παρήσομεν
οὐχ ὁμιλήσαντες αὐτῇ, ὅτι
ἐὰν ταύτην μὴ ἐπισπασώμεθα,
καταγελάσεται ἡμῶν.
|
12
Διότι θὰ εἶναι ἐντροπή μας,
ἐὰν ἀντιπαρέλθωμεν μὲ ἀδιαφορίαν
μίαν τέτοιαν γυναῖκα καὶ δὲν
ἔλθωμεν εἰς ἕνωσιν μὲ αὐτήν.
Ἐὰν δὲν κατορθώσωμεν νὰ τὴν
προσελκύσωμεν, αὐτὴ ἡ ἰδία
θὰ μᾶς ἐμπαίξῃ καὶ θὰ
μᾶς εἰρωνευθῇ>.
|
12
Θὰ εἶναι ἐντροπή μας, ἐὰν
ἀδιαφορήσωμεν διὰ μίαν τέτοιαν γυναῖκα
καὶ δὲν ἐνωθῶμεν μαζί της. Ἐὰν
δὲν τὴν τραβήξωμεν κοντά μας, θὰ γελάσῃ
εἰς βάρος μας>. |
13
Καὶ ἐξῆλθε Βαγώας ἀπὸ
προσώπου Ὀλοφέρνου καὶ εἰσῆλθε
πρὸς αὐτὴν καὶ εἶπε· μὴ
ὀκνησάτω δὴ ἡ παιδίσκη ἡ
καλὴ αὕτη ἐλθοῦσα πρὸς τὸν
κύριόν μου δοξασθῆναι κατὰ πρόσωπον
αὐτοῦ καὶ πιεῖν μεθ' ἡμῶν
εἰς εὐφροσύνην οἶνον καὶ γενηθῆναι
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ
ὡς θυγάτηρ μία τῶν υἱῶν
Ἀσσούρ, αἳ παρεστήκασιν ἐν οἴκῳ
Ναβουχοδονόσορ. |
13
Ὁ Βαγώας ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν
σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνου,
εἰσῆλθεν εἰς τὴν σκηνὴν τῆς
Ἰουδὶθ καὶ τῆς εἶπε· <σύ,
ἡ ὡραία καὶ καλὴ
δούλη, δὲν πρέπει
νὰ βραδύνῃς νὰ ἔλθῃς πρὸς
τὸν κύριόν μου, νὰ τιμηθῇς καὶ
νὰ δοξασθῇς ἀπὸ
αὐτόν, νὰ πίῃς
μαζῆ μας εὐφρόσυνον
οἶνον καὶ νὰ γίνῃς ἔτσι
τιμητικῶς σὰν μία ἀπὸ τὰς
θυγατέρας τῶν
Ἀσσυρίων, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται
εἰς τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα τοῦ
Ναδουχοδονόσορος>.
|
13
Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκεν ὁ Βαγώας
ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους,
ἐμβῆκεν εἰς τὴν σκηνὴν τῆς
Ἰουδὶθ καὶ τῆς εἶπε: <Μὴ
καθυστερήσῃς σύ, ἡ καλὴ καὶ ὡραία
δούλη, νὰ ἔλθῃς πρὸς τὸν κύριόν
μου, διὰ νὰ τιμηθῇς καὶ δοξασθῇς
ἐμπρός του. Ἔλα νὰ πιῇς μαζί
μας κρασὶ καὶ νὰ εὐφρανθῇς,
ὥστε νὰ γίνῃς κατὰ τὴν ἡμέραν
αὐτὴν σὰν μία κόρη τῶν Ἀσσυρίων,
σὰν ἐκείνας ποὺ ζοῦν εἰς τὸ
παλάτι τοῦ Ναβουχοδονόσορος>. |
14
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἰουδίθ·
καὶ τίς εἰμι ἐγὼ ἀντεροῦσα
τῷ κυρίῳ μου; Ὅτι πᾶν, ὃ
ἔσται ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ
ἀρεστόν, σπεύσασα ποιήσω, καὶ
ἔσται τοῦτο ἀγαλλίαμα ἕως ἡμέρας
θανάτου μου. |
14
Ἡ Ἰουδίθ τοῦ ἀπήντησε·
<καὶ ποιὰ εἶμαι
ἐγώ, ἡ ὁποία θὰ
ἠμπορέσω νὰ φέρω ἀντίρρησιν
εἰς τὸν κύριόν μου; Κάθε τί
ποὺ εἶναι εἰς αὐτὸν ἀρεστόν,
ἐγὼ θὰ τὸ ἐκτελέσω ἀμέσως.
Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ χαρά
μου μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου
μου>, |
14
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ Ἰουδίθ:
<Καὶ ποιὰ εἶμαι ἐγώ, ποὺ
θὰ εἴπω ὄχι εἰς τὸν κύριόν μου;
Ἀντιθέτως εἶμαι ἑτοίμη νὰ σπεύσω καὶ
νὰ κάμω ἀμέσως κάθε τι, ποὺ τὸν εὐχαριστεῖ.
Αὐτὸ μάλιστα θὰ εἶναι ἡ χαρά
μου ἕως τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μου>.
|
15
Καὶ διαναστᾶσα ἐκοσμήθη τῷ ἱματισμῷ
καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ τῷ
γυναικείῳ, καὶ προσῆλθεν ἡ δούλη
αὐτῆς καὶ ἔστρωσεν αὐτῇ
κατέναντι Ὀλοφέρνου χαμαὶ τὰ
κώδια, ἃ ἔλαβε παρὰ Βαγώου εἰς
τὴν καθημερινὴν δίαιταν αὐτῆς,
εἰς τὸ ἐσθίειν κατακλινομένην
ἐπ' αὐτῶν. |
15
Ἐσηκώθη, ἐστολήσθη μὲ τὰ
πλούσια ἐνδύματά της καὶ μὲ
ὅλα τὰ ἄλλα γυναικεῖα της κοσμήματα.
Ἡ δὲ δούλη της ἦλθε καὶ ἔστρωσε
κάτω δι' αὐτὴν ἀπέναντι ἀπὸ
τὸν Ὀλοφέρνην τοὺς τάπητας,
τοὺς ὁποίους εἶχε πάρει ἀπὸ
τὸν Βαγώαν διὰ τὴν καθημερινήν
της χρῆσιν, ὅταν, κατακλινομένη ἐπάνω
εἰς αὐτούς, ἔτρωγε.
|
15
Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐστολίσθη
μὲ τὴν ἐνδυμασίαν της καὶ μὲ
ὅλα τὰ γυναικεῖα στολίδια της. Ἦλθε
καὶ ἡ δούλη της μαζί της καὶ ἔστρωσε
κάτω δι' αὐτήν, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν
Ὀλοφέρνην, τὰ χαλιά, ποὺ ἐπῆρε
ἀπὸ τὸν Βαγώαν διὰ νὰ τὰ
χρησιμοποιῇ διὰ τὴν καθημερινήν της
διατροφήν, ἐκεῖνα δηλαδὴ εἰς τὰ
ὁποῖα ἑξάπλωνε διὰ νὰ τρώγῃ,
ὅπως συνήθιζαν εἰς τὴν Ἀνατολήν.
|
16
Καὶ εἰσελθοῦσα ἀνέπεσεν Ἰουδίθ,
καὶ ἐξέστη ἡ καρδία Ὀλοφέρνου
ἐπ' αὐτήν, καὶ ἐσαλεύθη
ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἦν κατεπίθυμος
σφόδρα τοῦ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς·
καὶ ἐτήρει καιρὸν τοῦ ἀπατῆσαι
αὐτὴν ἀφ' ἧς ἡμέρας εἶδεν
αὐτήν. |
16
Ἡ Ἰουδὶθ εἰσῆλθε καὶ κατεκλίθη
ἐπάνω εἰς τοὺς τάπητας. Ἡ
καρδία τοῦ Ὀλοφέρνου ἄναψε δι'
αὐτὴν καὶ ὅλον του τὸ ἐσωτερικὸν
ἐσαλεύθη καὶ κατελήφθη ἀπὸ
σφοδρὰν ἐπιθυμίαν νὰ ἔλθῃ
εἰς ἕνωσιν μὲ αὐτήν. Προσπαθοῦσε,
ἄλλωστε, νὰ εὔρῃ τὴν κατάλληλον
περίστασιν, διὰ νὰ τὴν ἀπατήσῃ
ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν τὴν εἶδε.
|
16
Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν εἰς τὴν
σκηνὴν καὶ ἐπῆρε τὴν θέσιν της
διὰ τὸ φαγητόν, ἐταράχθη ἡ καρδία
τοῦ Ὀλοφέρνους δι’ αὐτήν. Ἐσαλεύθη
τὸ πνεῦμα του καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ
σφοδροτάτην ἐπιθυμίαν νὰ ἑνωθῇ μαζί
της. Ἀπὸ καιρὸν μάλιστα, ἀπὸ
τὴν ἡμέραν δηλαδὴ ποὺ τὴν εἶδεν,
ἐζητοῦσε τὴν εὐκαιρίαν καὶ ἐπερίμενε
τὴν κατάλληλον ὥραν διὰ νὰ τὴν
ἀπατήσῃ. |
17
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ὀλοφέρνης·
πίε δὴ καὶ γενήθητι μεθ' ἡμῶν
εἰς εὐφροσύνην.
|
17
Ὁ Ὀλοφέρνης εἶπε πρὸς αὐτήν·
<πίε λοιπόν, καὶ εὐθύμησε
καὶ σὺ μαζῆ μας>.
|
17
Καὶ εἶπε πρὸς τὴν Ἰουδὶθ
ὁ Ὀλοφέρνης: <Πιὲς λοιπὸν καὶ
δοκίμασε εὐφροσύνην μαζί μας!>
|
18
Καὶ εἶπεν Ἰουδίθ· πίομαι
δή, κύριε, ὅτι ἐμεγαλύνθη τὸ
ζῆν μου ἐν ἐμοὶ σήμερον πάρα
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γενέσεώς
μου. |
18
Ἡ Ἰουδὶθ τοῦ ἀπήντησε·
<ναί, θὰ πίω κύριέ μου, διότι
σήμερον ἡ ζωή μου θὰ δοξασθῇ,
περισσότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας
ἡμέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεώς
μου καὶ ἐντεῦθεν>.
|
18
Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἀπεκρίθη: <Θὰ
πιῶ ὁπωσδήποτε, κύριε, διότι δι’ ἐμὲ
ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ἡ
ποιὸ ἔνδοξη ἡμέρα τῆς ζωῆς
μου, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγεννήθηκα>.
|
19
Καὶ λαβοῦσα ἔφαγε καὶ ἔπιε κατέναντι
αὐτοῦ ἃ ἡτοίμασεν ἡ δούλη
αὐτῆς. |
19
Αὐτή, λοιπόν, ἐπῆρε, ἔφαγε
καὶ ἔπιεν ἐνώπιον τοῦ Ὀλοφέρνου
ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
εἶχεν ἑτοιμάσει δι' αὐτὴν ἡ
δούλη της.
|
19
Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ὅσα τῆς
ἐτοίμασεν ἡ δούλη της ἔφαγε καὶ
ἤπιε ἐμπρός του. |
20
Καὶ ηὐφράνθη Ὀλοφέρνης ἀπ'
αὐτῆς καὶ ἔπιεν οἶνον πολὺν
σφόδρα, ὅσον οὐκ ἔπιε πώποτε
ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ ἀφ' οὗ
ἐγεννήθη. |
20
Ὁ Ὀλοφέρνης ηὐφράνθη ἀπὸ
αὐτὴν τόσον πολύ, ὥστε ἔπιε
πολὺν οἶνον, ὅσον δὲν εἶχε πίει
ποτὲ καμμίαν ἄλλην ἡμέραν ἀπὸ
τότε ποὺ ἐγεννήθηκε. |
20
Ὁ δὲ Ὀλοφέρνης ἔνοιωσε πολλὴν
χαρὰν ἐξ αἰτίας της καὶ ἤπιε
πάρα πολὺ κρασί. Ἤπιε τόσον, ὄσο ποτὲ
ἄλλοτε, εἰς καμμίαν ἡμέραν τῆς ζωῆς
του, ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη. |