Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπεν Ἰουδίθ· Ἐξάρχετε
τῷ Θεῷ μου ἐν τυμπάνοις, ᾄσατε
τῷ Κυρίῳ μου ἐν κυμβάλοις, ἐναρμόσασθε
αὐτῷ ψαλμὸν καινόν, ὑψοῦτε
καὶ ἐπικαλέσου τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
|
ρχισεν
ἡ Ἰουδὶθ νὰ ψάλλῃ. <Ἀρχίσατε,
λοιπόν, ὅλοι νὰ δοξάζετε τὸν
Θεόν μου μὲ ἤχους τυμπάνων. Ψάλατε
εἰς τὸν Κύριόν μου μὲ κύμβαλα,
συνθέσατε ἁρμονικὸν νέον ψαλμὸν
δι' αὐτόν. Μεγαλύνατε αὐτὸν
καὶ ἐπικαλεσθῆτε τὸ ὄνομά
του. |
αὶ
ἄρχισε ἡ Ἰουδὶθ νὰ ὑμνολογῇ
τὸν Κύριον καὶ νὰ ψάλλῃ:
<Ἐμπρὸς
λοιπόν, δοξολογῆστε τὸν Θεόν μου μὲ τύμπανα,
ψάλατε διὰ τὸν Κύριόν μου μὲ κύμβαλα! Συνθέσατε
καὶ μελοποιήσατε πρὸς τιμήν Του νέον ψαλμόν.
Μεγαλύνατε καὶ ἐπικαλεσθῆτε τὸ Ὄνομά
Του. |
2
ὅτι Θεὸς συντρίβων πολέμους Κύριος,
ὅτι εἰς παρεμβολὰς αὐτοῦ ἐν
μέσῳ λαοῦ ἐξείλατό με
ἐκ χειρὸς τῶν καταδιωκόντων με.
|
2
Διότι αὐτὸς εἶναι Θεὸς Κύριος
συντρίβων πολέμους. Αὐτὸς μὲ
διεφύλαξεν ἐν μέσῳ τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατοπέδου, αὐτὸς μὲ ἔβγαλεν
ἀπὸ τὸν ἐχθρικὸν λαόν,
ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ
μᾶς κατεδίωκαν.
|
2
Ὑμνήσατέ Τον, διότι ὁ Κύριος εἶναι
ὁ Θεός, ποὺ δίδει τέρμα εἰς τοὺς πολέμους,
συντρίβει τοὺς ἐχθροὺς καὶ χαρίζει
τὴν νίκην εἰς τοὺς πιστούς. Ψάλατε, διότι
μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ χέρια
ἐκείνων, ποὺ μὲ κατεδίωκαν, ἐνῷ
μάλιστα εὐρισκόμουν εἰς τὸ ἐχθρικὸν
στρατόπεδον ἐν μέσῳ πολλοῦ λαοῦ, καὶ
μὲ ἐπανέφερεν εἰς τὰς αὐλάς
Του. |
3
῏Ηλθεν Ἀσσοὺρ ἐξ ὀρέων
ἀπὸ βορρᾶ, ἦλθεν ἐν μυριάσι
δυνάμεως αὐτοῦ, ὧν τὸ πλῆθος
αὐτῶν ἐνέφραξε χειμάρρους, καὶ
ἡ ἵππος αὐτῶν ἐκάλυψε
βουνούς. |
3
Ἦλθον οἱ Ἀσσύριοι ἀπὸ
τὰ ὅρη τοῦ βορρᾶ. Ἦλθαν μὲ
μυριάδας στρατοῦ. Τὸ πλῆθος αὐτῶν
ἐγέμισε τοὺς χειμάρρους, τὸ
δὲ ἱππικόν των ἐσκέπασε τὰ
βουνά.
|
3
Ἦλθεν ἐναντίον μας ὁ στρατὸς τῶν
Ἀσσυρίων ἀπὸ τὰ βουνὰ
τοῦ βορρᾶ. Ἦλθε μὲ τὰς μυριάδας
τῶν πολεμιστῶν του, τὸ πλῆθος τῶν
ὁποίων ἔφραξε τοὺς χειμάρρους, τὸ
δὲ ἱππικόν των ἐκάλυψε τὰ βουνά.
|
4
Εἶπεν ἐμπρήσειν τὰ ὅριά
μου καὶ τοὺς νεανίσκους μου ἀνελεῖν
ἐν ρομφαίᾳ καὶ τὰ θηλάζοντά
μου θήσειν εἰς ἔδαφος καὶ τὰ
νήπιά μου δώσειν εἰς προνομὴν
καὶ τὰς παρθένους μου σκυλεῦσαι.
|
4
Ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν νὰ
πυρπολήσουν τὴν χώραν μου καθ' ὅλην
τὴν ἔκτασίν της. Νὰ περάσουν
ἐν στόματι ρομφαίας τοὺς νέους
τοῦ Ἰσραήλ, νὰ συντρίψουν ἐπὶ
τοῦ ἐδάφους τὰ θηλάζοντα νήπια,
νὰ παραδώσουν εἰς λεηλασίαν τὰ
μικρὰ παιδιὰ καὶ νὰ πάρουν ὡς
δούλας των τὰς παρθένους μας.
|
4
Εἶπε μὲ καύχησιν ὁ ἐχθρὸς ὅτι
θὰ κατακαύσῃ ὅλην τὴν χώραν μου, θὰ
σφάξῃ μὲ ρομφαίαν τοὺς νέους μου, θὰ
πετάξῃ εἰς τὸ ἔδαφος καὶ θὰ
θανατώσῃ τὰ βρέφη μου ποὺ θηλάζουν. Εἶπεν
ὅτι θὰ παραδώσῃ πρὸς λαφυραγώγησιν
τὰ νήπιά μου καὶ θὰ πάρῃ σὰν
λάφυρα καὶ τὰς παρθένους μου.
|
5
Κύριος παντοκράτωρ ἠθέτησεν αὐτοὺς
ἐν χειρὶ θηλείας.
|
5
Ὁ Κύριος ὅμως ὁ παντοκράτωρ
ἐματαίωσε καὶ διέλυσεν αὐτοὺς
καὶ τοὺς σκοπούς των μὲ τὸ χέρι
μιᾶς γυναικός.
|
5
Ὁ παντοκράτωρ Κύριος ὅμως διέλυσε τὰ σχέδιά
των μὲ τὸ χέρι μιᾶς γυναίκας!
|
6
Οὐ γὰρ ὑπέπεσεν ὁ δυνατὸς
αὐτῶν ὑπὸ νεανίσκων, οὐδὲ
υἱοὶ τιτάνων ἐπάταξαν αὐτόν,
οὐδὲ ὑψηλοὶ γίγαντες ἐπέθεντο
αὐτῷ, ἀλλὰ Ἰουδὶθ θυγάτηρ
Μεραρὶ ἐν κάλλει προσώπου αὐτῆς
παρέλυσεν αὐτόν·
|
6
Διότι ὁ στρατηγός των δὲν ἔπεσε
φονευθεὶς ἀπὸ νέους ἄνδρας,
οὔτε τέκνα τῶν τιτάνων τὸν ἐφόνευσαν,
οὔτε τρομεροὶ γίγαντες ἐπετέθησαν
ἐναντίον αὐτοῦ. Ἀλλὰ ἡ
Ἰουδὶθ μόνη, ἡ θυγάτηρ τοῦ
Μεραρὶ παρέλυσεν αὐτὸν μὲ τὸ
κάλλος τοῦ προσώπου της.
|
6
Διότι ὁ δυνατὸς ἄνδρας των, ὁ ἀρχιστράτηγός
των δηλαδή, δὲν ἔπεσε νεκρὸς κατὰ
γῆς κτυπημένος ἀπὸ ἰσχυροὺς
νεαροὺς ἄνδρας, οὔτε τὸν ἐφόνευσαν
τέκνα τῶν ἰσχυρῶν τιτάνων, οὔτε ἐπίσης
ἐπετέθησαν ἐναντίον του οἱ μεγαλόσωμοι
γίγαντες, ἀλλὰ τὸν παρέλυσεν ἡ Ἰουδίθ,
ἡ κόρη τοῦ Μεραρί, μὲ μόνον ὅπλον
της τὸ κάλλος τοῦ προσώπου της.
|
7
ἐξεδύσατο γὰρ στολὴν χηρεύσεως
αὐτῆς εἰς ὕψος τῶν πονούντων
ἐν Ἰσραήλ, ἠλείψατο τὸ
πρόσωπον αὐτῆς ἐν μυρισμῷ
|
7
Αὐτὴ ἔβγαλε τὴν στολὴν τῆς
χηρείας της, διὰ νὰ συνεργήσῃ
εἰς τὴν νίκην τῶν καταπονημένων
καὶ θλιμμένων Ἰσραηλιτῶν. Ἤλειψε
τὸ πρόσωπόν της μὲ εὐώδη
μῦρα,
|
7
Ἔβγαλε δηλαδὴ τὰ ἐνδύματα τῆς
χηρείας της, προκειμένου νὰ ὑψώσῃ
καὶ νὰ μεγαλύνῃ τοὺς ταλαιπωρημένους
Ἰσραηλίτας, καὶ ἄλειψε τὸ πρόσωπόν
της μὲ εὐωδιαστὰ μύρα.
|
8
καὶ ἐδήσατο τὰς τρίχας αὐτῆς
ἐν μίτρᾳ καὶ ἔλαβε στολὴν
λινῆν εἰς ἀπάτην αὐτοῦ·
|
8
ἔπλεξε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς
της καὶ ἔδεσεν αὐτὰς μὲ πολύτιμον
μανδήλιον, ἐνεδύθη ἀκριβῆ λινῆν
στολήν, διὰ νὰ τὸν ἐξαπατήσῃ.
|
8
Ἔδεσεν ἐπίσης τὰ μαλλιά της μὲ
ἐντυπωσιακὸν κάλυμμα καὶ ἐφόρεσεν
ὡραίαν λινὴν στολὴν διὰ νὰ τὸν
ἐξαπατήσῃ. |
9
τὸ σανδάλιον αὐτῆς ἥρπασεν ὀφθαλμὸν
αὐτοῦ, καὶ τὸ κάλλος αὐτοῦ
ᾐχμαλώτισε ψυχὴν αὐτοῦ, διῆλθεν
ὁ ἀκινάκης τὸν τράχηλον αὐτοῦ.
|
9
Τὸ σανδάλιόν της εἵλκυσε καὶ
ἥρπασε τὸν ὀφθαλμόν του, τὸ
κάλλος της ἠχμαλώτισε τὴν ψυχήν
του, ἀλλὰ τὸ ξῖφος διεπέρασε
τὸν τράχηλόν του.
|
9
Τὰ ὡραῖα σανδάλια της ἐμαγνήτισαν
τὰ μάτιά του καὶ ἡ ὡραιότης της ἐσκλάβωσε
τὴν ψυχήν του, μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ διαπεράσῃ καὶ νὰ κόψῃ τὸν
λαιμόν του τὸ ξίφος του. |
10
Ἔφριξαν Πέρσαι τὴν τόλμαν αὐτῆς,
καὶ Μῆδοι τὸ θράσος αὐτῆς
ἐρράχθησαν. |
10
Ἔφριξαν οἱ Πέρσαι ἀπὸ τὴν
τόλμην αὐτῆς καὶ οἱ Μήδοι
συνετρίβησαν ἀπὸ τὸ μεγάλο της
θάρρος.
|
10
Οἱ Πέρσαι ἔφριξαν καὶ κατετρόμαξαν ἐμπρὸς
εἰς τὴν τόλμην της καὶ οἱ Μήδοι ἐκτυπήθηκαν
καὶ ἐτσακίσθηκαν ἀπὸ τὸ θάρρος
της. |
11
Τότε ἠλάλαξαν οἱ ταπεινοί μου,
καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἀσθενοῦντές
μου καὶ ἐπτοήθησαν, ὕψωσαν τὴν
φωνὴν αὐτῶν καὶ ἀνετράπησαν.
|
11
Τότε ἔβγαλαν ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς
οἱ ταπεινωμένοι καὶ τρομαγμένοι ἀδελφοί
μου. Ἐκεῖνοι δὲ ἠσθένησαν, κατελήφθησαν
ἀπὸ φόβον καὶ κατεπτοήθησαν.
Ἐφώναξαν μὲ μεγάλην φωνὴν οἱ
Ἰσραηλῖται, ἐκεῖνοι δὲ ἐτράπησαν
εἰς φυγήν.
|
11
Τότε ἀλάλαξαν ἀπὸ χαρὰν οἱ
θλιμμένοι καὶ ταπεινωμένοι συμπατριῶταί μου καὶ
ἐφοβήθηκαν αὐτοί, ποὺ εἶχαν
ἑξασθενήσει τὸν λαόν μου, καὶ κατετρόμαξαν.
Ἐκραύγασαν καὶ ἔφυγαν πανικόβλητοι.
|
12
Υἱοὶ κορασίων κατεκέντησαν αὐτοὺς
καὶ ὡς παῖδας αὐτομολούντων
ἐτίτρωσκον αὐτούς, ἀπώλοντο
ἐκ παρατάξεως Κυρίου μου.
|
12
Μικρὰ παιδιά νεονύμφων κορασίων διετρύπησαν
αὐτοὺς μὲ τὰς λόγχας των, καὶ
σὰν δούλους αὐτοπαραδιδομένους τοὺς
ἐφόνευαν. Ἐξωλοθρεύθησαν ἀπὸ
τὸν στρατὸν τοῦ Κυρίου.
|
12
Παιδιὰ νεαρῶν μητέρων τοὺς ἐκτύπησαν
μὲ τὰ βέλη των. Τοὺς ἐκτυποῦσαν
δὲ ἀλύπητα, ὅπως γίνεται ὅταν συλλάβουν
τοὺς δούλους ποὺ δραπετεύουν ἀπὸ τοὺς
κυρίους των διὰ νὰ παραδοθοῦν εἰς
τοὺς ἐχθρούς των. Κατετροπώθησαν ἀπὸ
τὴν στρατιὰν τοῦ Κυρίου μου.
|
13
Ὑμνήσω τῷ Θεῷ μου ὕμνον καινόν·
Κύριε, μέγας εἶ καὶ ἔνδοξος,
θαυμαστὸς ἐν ἰσχύϊ, ἀνυπέρβλητος.
|
13
Δι' ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ καὶ
ἔνδοξα θέλω νὰ ψάλω ὕμνον νέον
εἰς τὸν Θεόν μου: Μέγας εἶσαι,
Κύριε, καὶ ἔνδοξος, θαυμαστὸς εἰς
τὴν ἄπειρον δύναμίν σου καὶ
ἀκατάβλητος.
|
13
Θὰ ὑμνήσω τὸν Θεόν μου μὲ ὕμνον
νέον. Κύριέ μου, εἶσαι μέγας καὶ ἔνδοξος,
θαυμαστὸς διὰ τὴν δύναμίν Σου, ἀνυπέρβλητος
καὶ ἀκαταμάχητος! |
14
Σοὶ δουλευσάτω πᾶσα ἡ κτίσις
σου· ὅτι εἶπας, καὶ ἐγενήθησαν,
ἀπέστειλας τὸ πνεῦμά σου, καὶ
ᾠκοδόμησε· καὶ οὐκ ἔστιν
ὃς ἀντιστήσεται τῇ φωνῇ σου.
|
14
Ὅλη ἡ δημιουργία σου, σὰν δούλη,
ἂς ὑπακούῃ χωρὶς ἀντίρρησιν
εἰς σέ. Διότι σὺ εἶπες καὶ
ἐδημιουργήθησαν τὰ κτίσματά
σου. Σὺ ἔστειλες τὸ Πνεῦμα σου καὶ
αὐτὸ ἔκτισε τὸν κόσμον. Κανεὶς
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντισταθῇ
εἰς τὴν προσταγήν σου.
|
14
Ἂς δουλεύῃ εἰς Σὲ καὶ ἂς
Σὲ ὑπηρετῇ ὅλη ἡ κτίσις, ποὺ
εἶναι ἰδική Σου. Διότι Σύ, μὲ τὸ δημιουργικὸν
πρόσταγμά Σου, εἶπες καὶ ἐδημιουργήθησαν
τὰ πάντα. Ἀπέστειλες τὸ πνεῦμα Σου
καὶ ἔκτισε τὸ σύμπαν. Κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς
τὴν φωνήν Σου. |
15
Ὅρη γὰρ ἐκ θεμελίων σὺν ὕδασι
σαλευθήσεται, πέτραι δὲ ἀπὸ
προσώπου σου ὡς κηρὸς τακήσονται,
ἐτι δὲ τοῖς φοβουμένοις σε, σὺ
εὐιλατεύεις αὐτοῖς.
|
15
Τὰ ὅρη συνταράσσονται ἀπὸ τὰ
θεμέλιά των μαζῆ μὲ τὰ ὕδατά
των, οἱ βράχοι λυώνουν σὰν κερὶ
καὶ διαλύονται ἐνώπιόν σου.
Πρὸς ἐκείνους ὅμως οἱ ὁποῖοι
σὲ εὐλαβοῦνται, σὺ δείχνεις
καὶ δίδεις τὸ ἔλεός σου.
|
15
Μὲ τὸ πρόσταγμά Σου σαλεύονται ἐκ θεμελίων
τὰ βουνὰ μὲ τὰ ὕδατά των,
οἱ δὲ βράχοι λειώνουν σὰν τὸ κερὶ
ἐμπρὸς εἰς τὴν λάμψιν τοῦ προσώπου
Σου. Εἰς ὅσους ὅμως ἔχουν σέβας καὶ
εὐλάβειαν ἀπέναντί Σου ἐκδηλώνεις τὴν
εὐμένειαν καὶ τὸ ἔλεός Σου.
|
16
Ὅτι μικρὸν πᾶσα θυσία εἰς ὀσμὴν
εὐωδίας, καὶ ἐλάχιστον πᾶν
στέαρ εἰς ὁλοκαύτωμά σοι·
ὁ δὲ φοβούμενος τὸν Κύριον μέγας
διαπαντός. |
16
Μηδαμινὴ εἶναι κάθε θυσία, ποὺ
προσφέρεται ἐνώπιόν σου ὡς εὐῶδες
θυμίαμα. Ἐλάχιστον καὶ ἀνάξιον
λόγου εἶναι ἐνώπιόν σου κάθε
λῖπος, ποὺ προσφέρεται ὡς ὁλοκαύτωμα.
Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος
φοβεῖται τὸν Κύριον, εἶναι μὲ
τὴν δύναμιν ἐκείνου πάντοτε
μέγας.
|
16
Κάθε θυσία, ποὺ προσφέρεται ὡς ὀσμὴ
εὐωδίας πρὸς τὸν Κύριον, εἶναι κάτι
μικρὸν ἐμπρὸς εἰς τὸ μεγαλεῖον
καὶ τὰς εὐεργεσίας Του· καὶ κάθε λίπος,
ποὺ καίεται εἰς τὸ θυσιαστήριον, εἶναι
ἐλάχιστον. Αὐτὸς δὲ ποὺ φοβεῖται
καὶ σέβεται τὸν Κύριον, μεγαλύνεται αἰωνίως.
|
17
Οὐαὶ ἔθνεσιν ἐπανισταμένοις
τῷ γένει μου· Κύριος παντοκράτωρ
ἐκδικήσει αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ
κρίσεως δοῦναι πῦρ καὶ σκώληκας
εἰς σάρκας αὐτῶν, καὶ κλαύσονται
ἐν αἰσθήσει ἕως αἰῶνος.
|
17
Ἀλλοίμονον εἰς τὰ ἔθνη, τὰ
ὁποῖα ἐπαναστατοῦν ἐναντίον
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ μου γένους. Κύριος
ὁ παντοκράτωρ θὰ τοὺς τιμωρήσῃ
κατὰ τὴν ὡρισμένην ἡμέραν
τῆς κρίσεώς του. Θὰ στείλῃ
πῦρ νὰ τοὺς κατακαύσῃ, θὰ
στείλῃ σκώληκας νὰ καταφάγουν
τὰς σάρκας των, ὥστε νὰ κλαίουν
πάντοτε ἀπὸ τὸν πόνον του>.
|
17
Ἀλλοίμονον εἰς τὰ ἔθνη ἐκεῖνα,
ποὺ στρέφονται ἐναντίον τοῦ γένους μου.
Ὁ ἴδιος ὁ παντοκράτωρ Κύριος θὰ ἐκδικηθῇ
τοὺς λαούς των κατὰ τὴν ἡμέραν
τῆς κρίσεως καὶ θὰ στείλῃ φωτιὰν
καὶ σκουλήκια διὰ νὰ καταφάγουν τὰς
σάρκας των. Τότε θὰ κλαίουν διαρκῶς, διότι θὰ
αἰσθάνωνται βαθὺν πόνον αἰωνίως>.
|
18
Ὡς δὲ ἤλθοσαν εἰς Ἱερουσαλήμ,
προσεκύνησαν τῷ Θεῷ. Καὶ ἡνίκα
ἐκαθαρίσθη ὁ λαός, ἀνήνεγκαν
τὰ ὁλοκαυτώματα αὐτῶν καὶ
τὰ ἐκούσια αὐτῶν καὶ τὰ
δόματα. |
18
Ἔπειτα δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἦλθον
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ προσεκύνησαν
τὸν Θεόν. Ἀμέσως δὲ ὅταν
ὁ λαὸς ἐξηγνίσθη, προσέφεραν
τὰ ὁλοκαυτώματά των. Ἐξεπλήρωσαν
ὅλα τὰ ταξίματά των, ποὺ εἶχαν
κάμει πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέφεραν
τὰ δῶρα των.
|
18
Μόλις δὲ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Βαιτυλούαν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπροσκύνησαν τὸν
Θεόν. Καὶ ἀφοῦ ἐξηγνίσθη ὁ λαός,
προσέφεραν τὰς θυσίας των, ποὺ θὰ ἐκαίοντο
ἐντελῶς, καθὼς καὶ τὰς ἄλλας
θυσίας, ποὺ ἤθελαν νὰ προσφέρουν ὡς
τάματα, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰς ἄλλας
προσφοράς των. |
19
Καὶ ἀνέθηκεν Ἰουδὶθ πάντα
τὰ σκεύη Ὀλοφέρνου, ὅσα ἔδωκεν
ὁ λαὸς αὐτῇ, καὶ τὸ κωνωπεῖον,
ὃ ἔλαβεν αὕτη ἐκ τοῦ κοιτῶνος
αὐτοῦ, εἰς ἀνάθημα τῷ
Θεῷ ἔδωκε. |
19
Ἡ Ἰουδὶθ ἀφιέρωσεν εἰς
τὸν ναὸν ὅλα τὰ ὅπλα τοῦ
Ὀλοφέρνου, ὅσα τῆς εἶχε δώσει
ὁ λαός, καὶ τὴν κουνουπιέρα
του, τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν ἡ
ἴδια ἀπὸ τὸν κοιτῶνα του, ἔδωσεν
αὐτὴν ὡς ἀφιέρωμα εἰς
τὸν Θεόν.
|
19
Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἀφιέρωσεν
εἰς τὸν Ναὸν ὅλα τὰ σκεύη τοῦ
Ὀλοφέρνους, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ὁ
λαός, καθὼς καὶ τὴν κουνουπιέραν, ποὺ
τὴν ἐπῆρε μόνη της ἀπὸ τὸν
κοιτῶνα του. Τὰ παρέδωσεν ὅλα ὡς
ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.
|
20
Καὶ ἦν ὁ λαὸς εὐφραινόμενος
ἐν Ἱερουσαλὴμ κατὰ πρόσωπον
τῶν ἁγίων ἐπὶ μῆνας τρεῖς,
καὶ Ἰουδὶθ μετ' αὐτῶν κατέμεινε.
|
20
Ὅλος ὁ λαὸς εὑρίσκετο εἰς
χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ ἐνώπιον τοῦ ναοῦ
ἐπὶ τρεῖς μῆνας Κατὰ τὴν
περίοδον αὐτὴν μαζῆ των ἕμενε
καὶ ἡ Ἰουδίθ.
|
20
Ἐπὶ τρεῖς δὲ μῆνας ὁ λαὸς
τοῦ Ἰσραὴλ εὐφραίνετο ἐκεῖ
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐνώπιον τοῦ
ἁγίου τόπου τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου. Μαζί
των ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ ἡ Ἰουδίθ.
|
21
Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας
ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν
αὐτοῦ, καὶ Ἰουδὶθ ἀπῆλθεν
εἰς Βαιτυλούα καὶ κατέμεινεν ἐπὶ
τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς· καὶ
ἐγένετο κατὰ τὸν καιρὸν αὐτῆς
ἔνδοξος ἐν πάσῃ τῇ γῇ·
|
21
Ὅταν ἐπέρασαν αἱ ἡμέραι
αὐταὶ τῶν τριῶν μηνῶν, ἐπανῆλθεν
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς εἰς
τὸν οἶκον του. Καὶ ἡ Ἰουδὶθ
ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Βαιτυλούαν
καὶ ἔμενεν εἰς τὴν περιουσίαν
της. Ἔγινε δὲ ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος
κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἰς
ὅλην τὴν χώραν. |
21
Μετὰ δὲ τὴν συμπλήρωσιν τῶν
τριῶν μηνῶν ἐμάζευσε καθένας
τὰ πράγματά του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς
τὸν τόπον, ποὺ ἦτο ἡ κληρονομία του.
Ἔτσι καὶ ἡ Ἰουδὶθ ἐπανῆλθεν
εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ,
ὅπου εἶχε τὰ ὑπάρχοντά της.
Ἔγινε δὲ κατὰ τὴν ἐποχήν
της ἔνδοξη καὶ ἑξακουστὴ εἰς
ὅλην τὴν γῆν. |
22
Καὶ πολλοὶ ἐπεθύμησαν αὐτήν,
καὶ οὐκ ἔγνω ἀνὴρ αὐτὴν
πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
αὐτῆς, ἀφ' ἧς ἡμέρας ἀπέθανε
Μανασσῆς ὁ ἀνὴρ αὐτῆς,
καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν
αὐτοῦ. |
22
Πολλοὶ ἄνδρες ἐπεθύμησαν καὶ
τὴν ἐζήτησαν ὡς σύζυγόν
των, ἀλλὰ κανεὶς ἀνὴρ δὲν
τὴν ἐνυμφεύθη εἰς ὅλην της τὴν
ζωήν. Αὐτὴ ἔμεινεν εἰς τὴν
χηρείαν της ἀπὸ τὴν ἡμέραν,
ποὺ ἀπέθανεν ὁ Μανασσῆς ὁ
σύζυγός της, καὶ εἶχε προστεθῇ
εἰς τὸν λαόν του.
|
22 Πολλοὶ δὲ ἄνδρες
ἐπεθύμησαν νὰ τὴν ἔχουν σύζυγόν
των. Κανεὶς ὅμως δὲν τὴν ἔκαμε
γυναῖκα του καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς
ζωῆς της, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ
ἀπέθανεν ὁ ἄνδρας της Μανασσῆς καὶ
προσετέθη εἰς τοὺς συγγενεῖς του, ποὺ
εἶχαν πεθάνει προηγουμένως.
|
23
Καὶ ἦν προβαίνουσα μεγάλη σφόδρα
καὶ ἐγήρασεν ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἔτη ἑκατὸν
πέντε· καὶ ἀφῆκε τὴν ἅβραν
αὐτῆς ἐλευθέραν. Καὶ ἀπέθανεν
εἰς Βαιτυλούα καὶ ἔθαψαν αὐτὴν
ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀνδρὸς
αὐτῆς Μανασσῆ,
|
23
Αὐτὴ δὲ ἐπροχώρησε εἰς
πολὺ μεγάλην ἡλικίαν καὶ ἐγήρασεν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀνδρός
της. Ἔφθασεν εἰς τὴν ἡλικίαν
τῶν ἑκατὸν πέντε ἐτῶν.
Τὴν θεραπαινίδα της τὴν ἀφῆκεν
ἐλευθέραν. Ἡ Ἰουδὶθ ἀπέθανε
εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ τὴν ἔθαψαν
εἰς τὸ σπήλαιον, ὅπου εἶχε ταφῆ
καὶ ὁ σύζυγός της ὁ Μαννασῆς.
|
23
Ἐπερνοῦσαν δὲ τὰ χρόνια καὶ
ἐπροχωροῦσε πολὺ ἡ ἡλικία τῆς
Ἰουδίθ, ὥσπου ἔφθασεν εἰς βαθειὰ
γεράματα εἰς τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της. Συνεπλήρωσεν
ἑκατὸν πέντε χρόνια ζωῆς. Ἄφησε δὲ
ἐλευθέραν τὴν δούλην της, ἡ ὁποία
ἦτο μαζί της τότε ποὺ ἐπῆγεν
εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων.
Καὶ ἀπέθανεν εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ
τὴν ἔθαψαν εἰς τὸ σπήλαιον, ὅπου
εἶχε ταφὴ καὶ ὁ σύζυγός της
Μανασσῆς. |
24
καὶ ἐπένθησεν αὐτὴν οἶκος
Ἰσραὴλ ἡμέρας ἑπτά. Καὶ
διεῖλε τὰ ὑπάρχοντα αὐτῆς
πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν
πᾶσι τοῖς ἔγγιστα Μανασσῆ τοῦ
ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τοῖς
ἔγγιστα τοῦ γένους αὐτῆς.
|
24
Οἱ Ἰσραηλῖται ἐπένθησαν ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας. Πρὸ δὲ τοῦ
θανάτου της ἐμοίρασε τὰ ὑπάρχοντά
της εἰς τοὺς στενοὺς συγγενεῖς τοῦ
ἀνδρός της, τοῦ Μαννασῆ, καὶ
εἰς τοὺς στενοὺς συγγενεῖς της τῆς
ἰδικῆς της οἰκογενείας.
|
24
Τὴν ἐπένθησαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Πρὶν
πεθάνῃ ὅμως, ἐφρόντισε νὰ μοιράσῃ
τὰ ὑπάρχοντά της εἰς ὅλους τοὺς
συγγενεῖς τοῦ συζύγου της Μανασσῆ καὶ
εἰς τοὺς στενοὺς συγγενεῖς τῆς
οἰκογενείας της. |
25
Καὶ οὐκ ἦν ἔτι ὁ ἐκφοβῶν
τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐν ταῖς
ἡμέραις Ἰουδὶθ καὶ μετὰ
τὸ ἀποθανεῖν αὐτὴν ἡμέρας
παλλάς. |
25
Καθ' ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
της καὶ ἐπὶ πολὺ χρονικὸν διάστημα
μετὰ τὸν θάνατόν της κανεὶς
δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐνοχλήσῃ
καὶ ἐκφοβίσῃ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
25
Ἐν ὅσῳ δὲ ἐζοῦσεν ἡ
Ἰουδίθ, κανεὶς δὲν ἀπείλησε τοὺς
Ἰσραηλίτας. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
πολὺν καιρὸν μετὰ τὸν θάνατόν
της δὲν ἐτόλμησε κανεὶς νὰ στραφῇ
καὶ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον των.
|