Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε Κύριος πρός με· λάβε σεαὐτῷ
τόμον καινοῦ μεγάλου καὶ γράψον
εἰς αὐτὸν γραφίδι ἀνθρώπου·
τοῦ ὀξέως προνομὴν
ποιῆσαι σκύλων· πάρεστι γάρ.
|
Κύριος
μοῦ εἶπε· <πάρε μαζῆ σου ἕνα
πίνακα μεγάλον καὶ καινούργιον·
μὲ γράμματα εὐανάγνωστα καὶ
καταληπτὰ εἰς ὅλους γράψε
δι' ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
θὰ κάμῃ ταχεῖαν καὶ ὁλοκληρωτικὴν
διανομὴν λαφύρων. Ὁ καιρὸς τῆς
λαφυραγωγίας αὐτῆς πλησιάζει, εἶναι
παρών. |
αὶ
μοῦ
εἶπεν ὁ Κύριος: Λάβε πρὸς χρῆσιν σου
πίνακα καινουργῆ μέγαν καὶ γράψε εἰς αὐτὸν
μὲ γράμματα εὔληπτα εἰς ὅλους τὰ
ἑξῆς: Περὶ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος
γρήγορα μέλλει να κάμῃ διανομὴν λαφύρων. Διότι
αὐτὸς πλησιάζει καὶ εἶναι παρών.
|
2
Καὶ μάρτυράς μοι ποίησον πιστοὺς
ἀθρώπους, τὸν Οὐρίαν καὶ
Ζαχαρίαν υἱὸν Βαροχίου.
|
2
Ὡς μάρτυρας δὲ διὰ τὴν προφητείαν
αὐτὴν φέρε δύο
ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, τὸν Οὐρίαν
καὶ τὸν Ζαχαρίαν, τὸν υἱὸν
τοῦ Βαραχίου>.
|
2
Καὶ κάμε μου μάρτυρας τῆς προφητείας αὐτῆς
δύο ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, τὸν Οὐρίαν
καὶ τὸν Ζαχαρίαν, τὸν υἱὸν τοῦ
Βαραχίου. |
3
Καὶ προσῆλθον πρὸς τὴν προφῆτιν,
καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ
ἔτεκεν υἱόν. Καὶ εἶπε
Κύριός μοι· κάλεσον τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως
προνόμευσον· |
3
Καὶ ὁ Ἡσαΐας ἐξακολουθῶν λέγει·
ἦλθον εἰς ἕνωσιν μὲ τὴν σύζυγόν
μου καὶ αὐτὴ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν
υἱόν, ὁ δὲ Κύριος μου εἶπε·
ὀνόμασε τὸν υόν σου, ταχέως
λαφυραγώγησον, πλήρως καὶ τελείως
λεηλάτησον,
|
3
Καὶ ἦλθον εἰς συζυγικὴν σχέσιν μετὰ
τῆς γυναικός μου καὶ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν
υἱόν. Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ
ὁ Κύριος: Κάλεσε τὸ ὄνομά του· <Γρήγορα
λαφυραγώγησε, μὲ πολλὴν ὁρμὴν καὶ
βίαν λεηλάτησε>. |
4
διοτι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον
καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται
δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα
Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρὶων.
|
4
διότι πρὶν ἀκόμη τὸ παιδὶ
μάθῃ νὰ λέγῃ τὴν λέξιν
<πατέρα> καὶ <μητέρα>, θὰ
κυριεύσῃ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως
τῶν Ἀσσυρίων τὸν στρατὸν τῆς
Δαμασκοῦ καὶ θὰ πάρῃ τὰ
λάφυρα τῆς Σαμαρείας.
|
4
Θὰ τὸ ὀνομάσῃς δὲ οὕτω,
διότι προτοῦ να μάθῃ τὸ παιδίον νὰ
προφέρῃ τὴν λέξιν πατέρα ἢ μητέρα, θὰ
καταλάβῃ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν
Ἀσσυρίων τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν τῆς
Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τοῦ βασιλείου
τῆς Σαμαρείας. |
5
Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαί
μοι ἔτι· |
5
Ὁ Κύριος ὡμίλησεν ἀκόμη
πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπεν· |
5
Καὶ ὁ Κύριος ἐλάλησεν ἀκόμη πρὸς
ἐμέ: |
6
διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι τὸν λαὸν
τοῦτον τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ τὸ
πορευόμενον ἡσυχῆ, ἀλλὰ βούλεσθαι
ἔχειν τὸν Ρασείμ καὶ τὸν υἱὸν
Ρομελίου βασιλέα ἐφ' ὑμῶν,
|
6
<ἐπειδὴ ὁ ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς
λαὸς δὲν θέλει πλέον νὰ ἀπολαμβάνῃ
τὸ εὐλογημένον ὕδωρ τῆς πηγῆς
τοῦ Σιλωάμ, τὸ ὁποῖον ρέει
με ἡσυχίαν καὶ συμβολίζει ἔτσι
τὴν εἰρηνικὴν ζωήν, ἀλλὰ
ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν ὡς βασιλέα
των τὸν Ρασεὶμ καὶ τὸν υἱὸν
τοῦ Ρομελίου,
|
6
Ἐπειδὴ δὲν θέλει ὁ λαὸς αὐτός,
ὁ ὁποῖος ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι
ἰδικός μου, τὸ ὕδωρ τῆς δεξαμενῆς
τοῦ Σιλωάμ, ποὺ ρέει καὶ χύνεται ἥσυχα,
συμβολίζον τὴν εἰρηνικὴν καὶ ἀθόρυβον
διακυβέρνησίν μου, ἀλλὰ θέλει νὰ ἔχῃ
τὸν Ρασεὶμ καὶ τὸν υἱὸν
τοῦ Ρομελίου βασιλέα ἐπάνω σας,
|
7
διὰ τοῦτο ἰδοὺ Κύριος ἀνάγει
ἐφ' ὑμᾶς τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ
τὸ ἰσχυρὸν καὶ τὸ πολύ,
τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων καὶ
τὴν δόξαν ατοῦ· καὶ ἀβήσεται
ἐπὶ πᾶσαν φάραγγα ὑμῶν
καὶ περιπατήσει ἐπὶ πᾶν τεῖχος
ὑμῶν. |
7
διὰ τοῦτο ἰδού, θὰ ἐπιφέρῃ
ἐναντίον σας ὁ Κύριος τὰ πολλὰ
καὶ ὁρμητικὰ ὕδατα τοῦ
ποταμοῦ Εὐφράτου, τὸν βασιλέα
δηλαδὴ Ἀσσυρίων καὶ τὸ ὀνομαστὸν
στράτευμά του. Αὐτοὶ ὡς ἀσυγκράτητον
ὕδωρ θὰ καταπλημμυρίσουν τὰ πάντα
εἰς τὴν χώραν σας, θὰ εἰσέλθουν
εἰς κάθε φάραγγα, θὰ περιπατήσουν
εἰς ὅλα τὰ ὀχυρά σας.
|
7
διὰ τοῦτο ἰδού, ἀνεβάζει ἀσυγκράτητον
ὁ Κύριος ἐφ’ ὑμῶν τὸ ὕδωρ
τὸ δυνατὸν καὶ ἄφθονον τοῦ ποταμοῦ
Εὐφράτου, τὸν βασιλέα δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων
καὶ τὴν ἔνδοξον στρατιάν του. Καὶ
ὡς ἄλλο ὕδωρ θὰ καταπλημμυρίσουν τὸ
πᾶν εἰς τὴν χώραν σας. Θὰ εἰσέλθουν
δηλαδὴ εἰς πᾶσαν φάραγγά σας καὶ θὰ
περιπατήσουν εἰς κάθε τεῖχος σας.
|
8
Καὶ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας
ἄνθρωπος, ὃς δυνήσεται κεφαλὴν ἆραι
ἢ δυνατὸν συντελέσασθαί τι, καὶ
ἔσται ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὥστε
πληρῶσαι τὸ πλάτος τῆς χώρας
σου· μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός.
|
8
Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων θὰ
ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Ἰουδαίας κάθε ἄνθρωπον,
ὁ ὁποῖος θὰ ἠμπορέσῃ
να σηκώσῃ κεφαλὴν
ἐναντίον του καὶ καθένα, ὁ ὁποῖος
θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ φέρῃ
εἰς πέρας κάποιο ἔργον. Ἀναρίθμητα
θὰ εἶναι τὰ στρατεύματά των,
ὥστε θὰ γεμίσουν τὴν χώραν σας
εἰς ὅλην της τὴν ἔκτασιν. Παρ' ὅλα
ὅμως αὐτὰ ὁ Κύριος θὰ
εἶναι μαζῆ μας>.
|
8
Καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ ὁ βασιλεὺς
οὗτος ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν οἱονδήποτε
ἄνθρωπον, ποὺ θὰ μπορέσῃ νὰ
σηκώσῃ κεφάλι ἀνθιστάμενος ἢ ποὺ θὰ
ἔχῃ δύναμιν νὰ φέρῃ εἰς πέρας
κάτι· καὶ τὸ στρατόπεδόν του θὰ εἶναι
τόσον μεγάλον, ὥστε θὰ γεμίσῃ ὅλην
τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας σου, ὦ Ἐμμανουήλ.
|
9
Γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ἐπακούσατε
ἔως ἐσχάτου τῆς γῆς, ἰσχυκότες
ἡττᾶσθε· ἐὰν γὰρ πάλιν
ἰσχύσητε, πάλιν ἡττηθήσεσθε.
|
9
Μάθετε λοιπὸν σεῖς, ὦ Ἀσσύριοι,
ὅπως καὶ ὅλα
τὰ ἄλλα ἔθνη, ὅτι ὁ Θεὸς
εἶναι μαζῆ μας. Ταπεινωθῆτε καὶ ὑποχωρήσατε.
Ἀκούσατε αὐτὰ ἕως εἰς
τὰ πέρατα τῆς γῆς· σεῖς,
ποὺ χάρις εἰς τὴν δύναμιν σας
ἔχετε ὑπερισχύσει, θὰ νικηθῆτε,
ἐὰν δὲ καὶ πάλιν ὑπερισχύσετε
καὶ πάλιν θὰ νικηθῆτε.
|
9
Μάθετε, ὦ Ἀσσύριοι, καθὼς καὶ ὅλα
τὰ ἔθνη, ὅτι εἶναι μαζί μας ὁ
Θεός, καὶ ταπεινώθητε, μὴ θεωροῦντες μόνιμον
τὴν νίκην σας. Ἀκούσατε τοῦτο μέχρι τῶν
ἐσχατιῶν καὶ τῶν ἄκρων τῆς
γῆς. Ὅσον δὲ καὶ ἂν ἔχετε
ὑπερισχύσει, θὰ νικηθῆτε· διότι ἐὰν
καὶ πάλιν ὑπερισχύσητε, καὶ πάλιν θὰ
νικηθῆτε. |
10
Καὶ ἢν ἂν βουλεύσησθε βουλήν,
διασκεδάσει Κύριος, καὶ λόγον ὃν
ἂν εἴπητε, οὐ μὴ ἐμμείνῃ
ἐν ὑμῖν, ὅτι μεθ' ἡμῶν
ὁ Θεός. |
10
Καὶ ὁποιανδήποτε σκέψιν καὶ
ἀπόφασιν ἂν πάρετε ἐναντίον
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ τὴν
ματαίωση καὶ θὰ τὴν διαλύσῃ
ὁ Κύριος. Καὶ ὁποιονδήποτε ἀπειλητικὸν
λόγον καὶ ἂν ἐκστομίσετε, δὲν
θὰ μείνῃ καὶ δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ,
διότι ὁ Θεὸς εἶναι μαζῆ μας.
|
10
Καὶ ὁποιανδήποτε ἀπόφασιν καὶ ἂν
λάβητε κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ,
θὰ τὴν ματαιώσῃ καὶ θὰ τὴν
διασκορπίσῃ ὁ Κύριος, καὶ ὁποιονδήποτε
ἀπειλητικὸν λόγον καὶ ἂν εἴπητε,
δὲν θὰ σταθῇ καὶ δὲν θὰ
πραγματοποιηθῇ, διότι ὁ Θεὸς εἶναι
μαζί μας. |
11
Οὕτω λέγει Κύριος· τῇ ἰσχυρᾷ
χειρὶ ἀπειθοῦσι τῇ πορείᾳ
τῆς ὀδοῦ τοῦ λαοῦ τούτου
λέγοντες· |
11
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ
παντοδύναμος καὶ ἀκατανίκητος, εἰς
ὅσους ἀπειθοῦν μὲ τὴν πορείαν
τῆς ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς των·
αὐτὰ λέγει πρὸς τὸν λαὸν
αὐτόν.
|
11
Οὕτω λέγει ὁ Κύριος πρὸς ἡμᾶς,
οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἰδικήν
του πανίσχυρον βοήθειαν ἀντιδρῶμεν μὲ τοὺς
λόγους μας πρὸς τὴν πορείαν καὶ συμπεριφορὰν
τοῦ λαοῦ τούτου, ὁ ὁποῖος ἀπεξενώθη
ἀπὸ τὴν εὔνοιάν του:
|
12
μήποτε εἴπητε σκληρόν· πᾶν γάρ,
ὃ ἐὰν εἴπῃ ὁ λαὸς
οὗτος, σκληρόν ἐστι· τὸν δὲ
φόβον αὐτοῦ οὐ μὴ φοβηθῆτε,
οὐδ' οὐ μὴ ταραχθῆτε·
|
12
Μὴ εἰπῆτε ποτέ, ὅτι ὅσα
λέγει ὁ Θεὸς εἶναι σκληρὰ καὶ
ἀπραγματοποίητα. Ἐξ ἀντιθέτου
κάθε τι, τὸ ὁποῖον θὰ εἴπῃ
ὁ ἀνυπάκοος οὗτος λαός, αὐτὸ
εἶναι σκληρὸν καὶ ὀλέθριον·
τὸν δὲ φόβον, ἀπὸ τὸν
ὁποῖον κοτέχεται αὐτὸς ὁ
λαός, σεῖς οἱ πιστοὶ μὴ τὸν
φοβηθῆτε, οὔτε καὶ νὰ ταραχθῆτε
καθόλου, ὅπως ἐκεῖνοι.
|
12
Μὴ εἴπητέ ποτε, ὅτι ἡ ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ συνιστωμένη στάσις της μετὰ πλήρους
ἐμπιστοσύνης ἐλπίδος εἰς τὴν προστασίαν
του εἶναι σκληρὸν καὶ ὀλέθριον διότι
πᾶν ὅ,τι εἴπῃ ὁ λαὸς αὐτός,
τοῦτο εἶναι τὸ σκληρὸν καὶ ὀλέθριον
τὸν φόβον δέ, ποὺ δοκιμάζει ὁ λαὸς
αὐτός, μὴ τὸν φοβηθῆτε σεῖς,
οὔτε να ταραχθῆτε διόλου, ὅπως ταράσσονται
αὐτοί. |
13
Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ
αὐτὸς ἔσται σου φόβος. |
13
Σεβασθῆτε καὶ ὑπακούσατε εἰς
τὸν ἅγιον Κύριον, τιμήσατε αὐτόν·
καὶ μόνον ὁ φόβος, ποὺ ἐμπνέεται
ἀπὸ αὐτόν, ἃς εἶναι ὁ
φόβος σας.
|
13
Μόνον συναισθάνθητε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου
καὶ ἀποδώσατε εἰς αὐτὴν τὴν
ὀφειλομένην δόξαν, καὶ μόνον ὁ ἀπὸ
αὐτὴν ἐμπνεόμενος φόβος ἂς εἶναι
φόβος σας. |
14
Καὶ ἐὰν ἐπ' αὐτῷ πεποιθὼς
ᾖς, ἔσται σοι εἰς ἁγίασμα καὶ
οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε
αὐτῷ, οὐδὲ ὡς πέτρας πτώματι·
οἱ δὲ οἶκοι Ἰακὼβ ἐν παγίδι,
καὶ ἕν κοιλάσματι ἐγκαθήμενοι
ἐν Ἱερουσαλήμ. |
14
Καὶ ἐάν ἔχῃς στηριγμένην
τὴν πεποίθησίν σου εἰς αὐτόν,
θὰ εἶσαι ὡσὰν ἀφιερωμένος
εἰς αὐτόν, ἀσφαλὴς ἀπὸ
κάθε κίνδυνον, καὶ δὲν θὰ συναντήσετε
εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς σας
τὸν Θεὸν σὰν λίθον προσκόμματος,
σὰν πέτραν ἐπὶ τῆς ὁποίας
θὰ προσκρούσετε καὶ θὰ πέσετε.
Αἱ φυλαὶ τοῦ Ἰακώβ, τὸ
ἰουδαϊκὸν καὶ ἰσραηλιτικὸν βασίλειον,
θὰ συλληφθοῦν εἰς παγίδα, οἱ
δὲ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ,
οἱ ἄπιστοι καὶ ἀσεβεῖς, θὰ
πέσουν εἰς λάκκους ὀλέθρου,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ
ἠμπορέσουν νὰ ἐξέλθουν.
|
14
Καὶ ἐὰν ἔχῃς ἐστηριγμένην
τὴν πεποίθησίν σου ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ
εἶναι οὗτος διὰ σὲ σωτήριον καὶ
προφυλακτικὸν ἁγίασμα, ὅπερ οὐδεὶς
θὰ δύναται νὰ παραβιάσῃ· καὶ
δὲν θὰ τὸν συναντήσετε εἰς τὸν
δρόμον τῆς ζωῆς σας σὰν λίθον, ἐπὶ
τοῦ ὁποίου θὰ σκοντάψετε, οὔτε σὰν
πέτραν πτώσεως. Οἱ οἶκοι δὲ τοῦ Ἰακώβ,
ἐπειδὴ θὰ ἀπιστήσουν, θὰ εἶναι
εἰς παγίδα, καὶ εἰς βαθούλωμα ὀλέθρου
αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν καὶ κάθηνται
ἀμέριμνοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
15
Διὰ τοῦτο ἀδυνατήσουσιν ἐν αὐτοῖς
πολλοὶ καὶ πεσοῦνται καὶ σύντριβήσονται,
καὶ ἐγγιοῦσι καὶ ἁλώσονται
ἄνθρωποι ἐν ἀσφαλείᾳ.
|
15
Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας
καὶ ἁμαρτωλῆς ζωῆς των, οἱ περισσότεροι
ἀπὸ τὸν λαὸν θὰ χάσουν
τὴν δύναμίν των, θὰ γίνουν ἀδύνατοι
καὶ θὰ πέσουν εἰς παγίδα καὶ
θὰ συντριβοῦν. Οἱ ἐχθροὶ θὰ
τοὺς πλησιάσουν καὶ θὰ τοὺς
συλλάβουν αἰχμαλώτους σὰν ἀνθρώπους
ἀμερίμνους, ποὺ ἐθεώρουν τὸν
ἑαυτόν των ἐν ἀσφαλεῖᾳ.
|
15
Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ δηλαδὴ θὰ
ἀπιστήσουν, θὰ χάσουν μεταξὺ αὐτῶν
τὴν δύναμίν των καὶ θὰ σκοντάψουν πολλοὶ
καὶ θὰ πέσουν εἰς τὴν παγίδα καὶ
θὰ συντριβοῦν, προσκρούοντες εἰς τὸν
βράχον τοῦ σκανδάλου> καὶ θὰ τοὺς
πλησιάσουν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ
συλληφθοῦν αἰχμάλωτοι ἄνθρωποι, ποὺ
ἐφαντάζοντο ὅτι ἦσαν ἐν ἀσφαλείᾳ.
|
16
Τότε φανεροὶ ἔσονται οἱ σφραγιζόμενοι
τὸν νὸμον τοῦ μὴ μαθεῖν.
|
16
Τότε θὰ γίνουν φανεροί, ὅσοι
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὡσὰν
μὲ νοητὴν σφραγῖδα ἔχουν σφραγισθῆ
μὲ τὸν νὸμον τοῦ Θεοῦ καὶ
θὰ ξεχωρίσουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους,
οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν να ἀκούσουν
καὶ νὰ μάθουν τὸν Νόμον.
|
16
Τότε θὰ γίνουν φανεροὶ ἐκεῖνοι, διὰ
τοὺς ὁποίους θὰ σφραγισθῇ τὸ
προφητικὸν κήρυγμα καὶ ὁ Νόμος, ἐπιφυλασσόμενος
ἵνα γνωσθῇ εἰς αὐτοὺς μόνους
καὶ νὰ μὴ μάθουν τοῦτον οἱ λοιποί.
|
17
Καὶ ἐρεῖ· μενῶ τὸν Θεὸν
τὸν ἀποστρέψαντα τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἰακὼβ
καὶ πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ' αὐτῷ.
|
17
Κάθε εὐσεβὴς θὰ εἴπῃ·
<ἐγὼ θὰ περιμένω μὲ πίστιν
καὶ ἐλπίδα τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος τώρα ἔχει ἀποστρέψει
μὲ δικαίαν ἀγανάκτησιν τὸ πρόσωπόν
του ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας. Θὰ
στηρίζω τὴν πεποίθησίν μου εἰς
αὐτὸν καὶ μόνον>.
|
17
Καὶ θὰ εἴπῃ μετ’ ἐμοῦ
πᾶς πεποιθὼς ἐπὶ τὸν Κύριον:
Θὰ ἀναμείνω μεθ’ ὑπομονῆς καὶ
ἐλπίδος τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἀπέστρεψεν
ἐν ἀγανακτήσει τὸ προσωπόν του ἀπὸ
τὸν οἶκον Ἰακώβ, καὶ θὰ ἐξακολουθήσω
νὰ στηρίζω τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα
μου εἰς αὐτόν. |
18
Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία,
ἃ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός, καὶ
ἔσται σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ
οἴκῳ Ἰσραὴλ παρὰ Κυρίου
σαβαώθ, ὃς κατοικεῖ ἐν τῷ ὅρει
Σιών. |
18
Ἰδοὺ ἐγώ, λέγει, ὁ προφήτης
Ἡσαΐας, καὶ τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα
μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ τὰ
ὀποῖα μὲ τὰ συμβολικὰ ὀνόματά
των προαναγγέλλουν μεγάλα καὶ καταπληκτικὰ
γεγονότα εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ
ἐκ μέρους Κυρίου τοῦ παντοκράτορος,
ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν
ναόν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν
Σιὼν τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
18
Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Ἡσαΐας μὲ
τὸ σημαῖνον τὴν σωτηρίαν ὄνομά μου,
καθὼς καὶ τὰ δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα
μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ τὰ
ὁποῖα μὲ τὰ συμβολικά των ὀνόματα
προαναγγέλλουν μεγάλα γεγονότα. Καὶ
θὰ
γίνουν τὰ σημαδιακὰ αὐτὰ καὶ
καταπληκτικὰ γεγονότα εἰς τὸν οἶκον
Ἰσραήλ, ἐπαληθεύοντα τὰς προφητικὰς
προρρήσεις τῆς σήμερον, θὰ συντελεσθοῦν
δὲ ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων,
ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν
Ναόν, ποὺ ἔχει κτισθῇ εἰς τὸ
ὄρος Σιών. |
19
Καὶ ἐὰν εἴπωσι πρὸς ὑμᾶς·
ζητήσατε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ
τοὺς ἀπὸ τῆς γῆς φωνοῦντας,
τοὺς κενολογοῦντας, οἳ ἐκ τῆς
κοιλίας φωνοῦσιν, οὐχὶ ἔθνος
πρὸς Θεὸν αὐτοῦ ἐκζητήσουσι;
Τί ἐκζητοῦσι περὶ τῶν ζώντων
τοὺς νεκρούς; |
19
Ἐὰν δὲ ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι
ἄνθρωποι σᾶς εἴπουν· ἀναζητήσατε
τοὺς ἐγγαστρίμυθους, διὰ νὰ
παρέτε ἀπὸ αὐτοὺς πληροφορίας
καὶ ὁδηγίας πρὸς σωτηρίαν σας,
ἀναζητήσατε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
φωνάζουν τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὴν
γῆν, τοὺς ματαιολόγους ἀγύρτας,
οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν μὲ τὴν
κοιλίαν των, μὴ τοὺς ἀκούσετε.
Διότι ὀρθὸν καὶ προτιμότερον
δὲν εἶναι νὰ ἀπευθυνθῇ τὸ
ἔθνος πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ
αὐτὸν νὰ ζητήσῃ καθοδήγησιν
καὶ παρηγορίαν; Τί ζητοῦν νὰ
μάθουν καὶ τί θὰ εὕρουν οἱ
ζῶντες, ποὺ καταφεύγουν εἰς τοὺς
νεκρομάντεις;
|
19
Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπουν· ζητήσατε
ὁδηγίας ἀπὸ τοὺς γαστρομάντεις καὶ
ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
καλοῦν ἀπὸ τὴν γῆν τοὺς
νεκρούς, οἱ ὁποῖοι λέγουν μάταια καὶ
χωρὶς ἀληθὲς περιεχόμενον λόγια καὶ
ὁμιλοῦν ἀπὸ τὸ εἰς τὰς
γαστέρας αὐτῶν πυθωνικὸν πνεῦμα, θὰ
ἀπαντήσετε εἰς αὐτούς: Δὲν εἶναι
ὀρθὸν τὸ ἔθνος νὰ ἀπευθυνθῇ
πρὸς τὸν Θεόν του καὶ ἐξ Αὐτοῦ
οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὸ νὰ
ζητήσουν καθοδήγησιν καὶ παρηγορίαν; Τί ἔχουν
νὰ περιμένουν καὶ τὶ ζητοῦν νὰ
μάθουν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς διὰ
τοὺς ζωντανούς; |
20
Νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν,
ἵνα εἴπωσιν οὐχ ὡς τὸ ρῆμα
τοῦτο, περὶ οὗ οὐκ ἔστι δῶρα
δοῦναι περὶ αὐτοῦ.
|
20
Εἰς τὸν Θεὸν πρέπει νὰ καταφεύγουν,
διότι ὁ Κύριος ἔδωκε τὸν Νόμον
του πρὸς βοήθειάν μας. Ἐὰν δὲ
αὐτον δεχθοῦν καὶ τηρήσουν, πληροφορημένοι
πλέον ἀπὸ τὴν προσωπικήν των
πεῖραν θὰ εἴπουν· ὅτι δὲν
ὑπάρχει ἄλλο πολυτιμότερον πρᾶγμα
εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἀπὸ
τὸν νόμον τοῦ Κυρίου. Δὲν ὑπάρχουν
δῶρα, μὲ τὰ ὀποῖα θὰ ἠμπορέσῃ
κανεὶς νὰ ἀνταλλάξῃ αὐτόν.
|
20
Μακρὰν λοιπὸν ἀπὸ τῶν μαντειῶν,
διότι ὁ Θεὸς πρὸς καθοδήγησιν μᾶς
ἔδωκε τὸν Νόμον καὶ τὸν προφητικὸν
λόγον, ἵνα οἱ προσέχοντες εἰς αὐτὸν
καὶ καθοδηγούμενοι ὑπ’ αὐτοῦ εἴπουν:
Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πολύτιμον σὰν τὸν
λόγον αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον
δὲν ὑπάρχουν δῶρα νὰ δοθοῦν
πρὸς ἀγοράν του, ἀλλὰ παρέχεται δωρεάν.
|
21
Καὶ ἥξει ἐφ' ὑμᾶς σκληρὰ
λιμὸς καὶ ἔσται ὡς ἂν πεινάσητε,
λυπηθήσεσθε καὶ κακῶς ἐρεῖτε
τὸν ἄρχοντα καὶ τὰ πάτρια, καὶ
ἀναβλέψονται εἰς τὸν οὐρανὸν
ἄνω, |
21
Ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπιστίαν
σας θὰ ἔλθῃ ἐναντίον σας μεγάλη
πεῖνα· ὑπὸ τὸ κράτος δὲ
τῆς μεγάλης αὐτῆς πείνας θὰ
θλιβῆτε καὶ θὰ ταλαιπωρηθῆτε τόσον
πολύ, ὥστε θὰ κακολογήσετε τὸν
βασιλέα σας καὶ τοὺς παραδεδομένους
πατρίους θεσμούς. Ἐπάνω δὲ εἰς
τὴν ἀπελπισίαν των θὰ σηκώνουν
αὐτοὶ τὰ μάτια των εἰς τὸν
οὐρανὸν ἄνω·
|
21
Καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς μεγάλη
καὶ ἀνυπόφορος πεῖνα καὶ θὰ
συμβῇ, ὅταν θὰ πεινάσητε, θὰ λυπηθῆτε
καὶ θὰ κακολογήσητε τὸν βασιλέα διὰ
τὴν ἀποτυχίαν τῆς διοικήσεως καὶ πολιτικῆς
του, καθὼς καὶ τοὺς πατρίους θεσμοὺς
καὶ παραδόσεις· καὶ μὲ ἀπελπισίαν
θὰ σηκώσουν τὰ μάτια των εἰς τὸν οὐρανὸν
|
22
καὶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἐμβλέψονται,
καὶ ἰδοὺ ἀπορία στενὴ
καὶ σκότος, θλῖψις καὶ στενοχωρία
καὶ σκότος, ὥστε μὴ βλέπειν,
καὶ οὐκ ἀπορηθήσεται ἕν στενοχωρὶᾳ
ὢν ἕως καιροῦ. |
22
θὰ ρίπτουν τὰ βλέμματά τῶν
κάτω εἰς τὴν γῆν εἰς ἀναζήτησιν
βοηθείας καὶ σωτηρίας, καὶ ἰδού,
σκοτάδι καὶ ἀποπνικτικὴ ἀπορία
θὰ ὑπάρχῃ ὁλόγυρά
των. Θλῖψις καὶ στενοχωρία καὶ σκοτάδι,
ὥστε ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν καὶ
τὴν ζάλην των νὰ μὴ βλέπουν.
Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θὰ περιέλθουν
εἰς τοιαύτην στενόχωρον ἀπορίαν,
δὲν θὰ μείνουν πάντοτε ἔτσι,
ἀλλὰ μέχρις ὡρισμένου καιροῦ.
|
22
καὶ θὰ κυττάξουν κάτω εἰς τὴν γῆν,
ἀναζητοῦντες ματαίως βοήθειαν καὶ σωτηρίαν·
καὶ ἰδοὺ ἀδιέξοδος καὶ σκοτάδι,
θλῖψις καὶ στενοχώρια καὶ σκοτάδι, ὥστε
ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὴν ἀπελπισίαν
νὰ μὴ βλέπουν ὁ ἐν στενοχωρίᾳ
ἐν τούτοις διατελῶν δὲν θὰ ἑξακολουθήσῃ
νὰ εὑρίσκεται ἐν ἀπορίᾳ παρὰ
μόνον μέχρις ὡρισμένου καιροῦ. |