Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
τοῖς γράφουσι πονηρίαν· γράφοντες
γὰρ πονηρίαν γράφουσιν
|
λλοίμονον
εἰς τοὺς ναμοθέτας, οἱ ὁποῖοι
γράφουν καὶ θεσπίζουν πονηροὺς νόμους.
Αὐτοὶ ἐπιμόνως γράφουν καὶ
ξαναγράφουν ἀδίκους νόμους.
|
λλοίμονον
εἰς τοὺς γράφοντας καὶ συντάσσοντας νόμους
ἀδίκους καὶ πονηρούς. Διότι οὖτοι συστηματικῶς
καὶ ἠθελημένως συγγράφουν καὶ νομοθετοῦν
παρανομίαν, |
2
ἐκκλίνοντες κρίσιν πτωχῶν, ἁρπάζοντες
κρίμα πενήτων τοῦ λαοῦ μου, ὥστε
εἶναι αὐτοῖς χῆραν εἰς διαρπαγὴν
καὶ ὀρφανὸν εἰς προνομήν.
|
2
Διαστρέφουν τὴν δικαιοσύνην εἰς βάρος
τῶν πτωχῶν, ἁρπάζουν τὸ δίκαιον
τῶν πενήτων τοῦ λαοῦ μου, ὥστε
ἡ χήρα νὰ εἶναι τὸ θῦμα
τῆς διαρπαγῆς των, καὶ τὰ ὀρφανὰ
νὰ εἶναι ἀντικείμενον τῆς λεηλασίας
των. |
2
μὲ τὸν σκοπὸν νὰ παραβιάσουν καὶ
καταπατήσουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, νὰ
ἀρπάσουν τὸ δίκαιον τῶν πενήτων τοῦ
λαοῦ, διὰ τὸ ὁποῖον ἐνδιαφέρομαι
καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδικός
μου, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτεθειμένη εἰς
αὐτοὺς ἡ χήρα πρὸς διαρπαγὴν
καὶ ὁ ὀρφανὸς πρὸς ἐκμετάλλευσιν
καὶ ἀπογύμνωσιν. |
3
Καὶ τί ποιήσουσιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῆς ἐπισκοπῇς; Ἡ γὰρ θλῖψις
ὑμῖν πόρρωθεν ἥξει· καὶ
πρὸς τίνα καταφεύξεσθε τοῦ βοηθηθῆναι;
Καὶ ποῦ καταλείψετε τὴν δόξαν
ὑμῶν |
3
<Τί θὰ κάμουν ὅμως αὐτοί,
λέγει ὁ Θεός, ὅταν ἔλθῃ
ἡ ἡμέρα, ποὺ θὰ ἐπισκεφθῶ
αὐτοὺς καὶ τὸν λαόν μου; Ἡ
τιμωρία σας καὶ ἡ θλῖψις θὰ
ἔλθῃ ἀπὸ μακράν· καὶ
τότε πρὸς ποῖον σεῖς θὰ καταφύγετε,
διὰ νὰ ἐπιτύχετε βοήθειαν; Ποῦ
θὰ ἀφήσετε τὴν δόξαν καὶ
τὴν δύναμίν σας,
|
3
Καὶ τί θὰ κάμουν οὗτοι κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ἐπισκέψεώς μου καὶ ὀργῆς
μου; Ἐρωτῶ τί θὰ κάμουν, διότι ἡ θλῖψις
καὶ ἡ τιμωρία διὰ σᾶς θὰ ἔλθῃ
ἀπὸ μακράν, ἀπὸ τὸν μακρινὸν
ἐκεῖνον σύμμαχον, εἰς τὸν ὁποῖον
ἐστηρίξατε τὰς ἐλπίδας σας. Καὶ πρὸς
ποῖον θὰ καταφύγετε τότε διὰ νὰ λάβετε
βοήθειαν; Καὶ ποὺ θὰ ἀφήσετε τὴν
δόξαν σας νὰ σᾶς τὴν διαφυλάξουν,
|
4
τοῦ μὴ ἐμπεσεῖν εἰς ἐπαγωγήν;
<Ἐνιαχοῦ προστίθεται:Καὶ ὑποκάτω
ἀνῃρημένων πεσοῦνται>.Ἐπὶ
πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ
θυμός, ἀλλ' ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή.
|
4
ὥστε νὰ μὴ περιπέσετε εἰς αἰχμαλωσίαν
καὶ ἐξορίαν;> Παρ' ὅλας δὲ
αὐτὰς τὰς συμφορὰς καὶ τιμωρίας
δὲν ἐπραΰνθη ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου,
ἀλλὰ ἡ τιμωρὸς δεξιά του εἶναι
ἑτοίμη, νὰ ἐπιπέσῃ ἐναντίον
τῶν πονηρῶν. |
4
διὰ νὰ μὴ πέσητε εἰς αἰχμαλωσίαν;
Καὶ θὰ πέσουν κάτω ἀπὸ τοὺς
φονευμένους συναποθνήσκοντες μετὰ τούτων καὶ αὐτοί.
Παρ’ ὅλας δὲ αὐτὰς τὰς συμφορὰς
δὲν ἀνεχαιτίσθη ὁ θυμὸς τοῦ
Κυρίου, ἀλλ’ ἀκόμη εἶναι ἡ τιμωρὸς
χεὶρ ὑψηλά, διὰ νὰ ἐπιπέσῃ
κατ’ αὐτῶν. |
5
Οὐαὶ Ἀσσυρίοις· ἡ ράβδος
τοῦ θυμοῦ μου καὶ ὀργῆς ἐστιν
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν.
|
5
Ἀλλοίμονον καὶ εἰς τοὺς Ἀσσυρίους!
Ἡ ράβδος, βέβαια, τῆς ὀργῆς
καὶ τοῦ θυμοῦ μου, ἐναντίον
τοῦ λαοῦ μου εἰς παιδαγωγίαν του,
εἶναι εἰς τὰ χέρια των.
|
5
Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς Ἀσσυρίους·
ἡ ράβδος τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς
μου κατὰ τοῦ λαοῦ μου, τὸν ὁποῖον
διὰ τὰς ἀνομίας του θέλω νὰ παιδαγωγήσω,
εἶναι εἰς τὰς χεῖρας των.
|
6
Τὴν ὀργήν μου εἰς ἔθνος ἄνομον
ἀποστελῶ καὶ τῷ ἐμῷ λαῷ
συντάξω ποιῆσαι σκῦλα καὶ προνομὴν
καὶ καταπατεῖν τὰς πόλεις καὶ
θεῖναι αὐτὰς εἰς κονιορτόν.
|
6
Θὰ ἀποστείλω τὴν ὀργήν
μου καὶ τὴν τιμωρίαν μου διὰ μέσου
τῶν Ἀσσυρίων εἰς ἔθνος ἄνομον,
εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ
θὰ δώσω διαταγὴν νὰ λεηλατήσουν
τὸν λαόν μου, νὰ τοὺς λαφυραγωγήσουν,
νὰ καταπατήσουν τὰς πόλεις των καὶ
νὰ μεταβάλουν αὐτὰς εἰς κονιορτόν.
|
6
Τὸ ὄργανον τῆς ὀργῆς μου, τοὺς
Ἀσσυρίους δηλαδή, ἀποστέλλω εἰς ἔθνος
παράνομον, ἤτοι εἰς τοὺς Ἰουδαίους·
καὶ θὰ δώσω διαταγήν, ἵνα οὗτοι σκυλεύσουν
τὸν λαόν μου καὶ λαφυραγωγήσουν καὶ καταπατήσουν
τὰς πόλεις του καὶ μεταβάλουν αὐτὰς
εἰς σκόνην. |
7
Αὐτὸς δὲ οὐχ οὕτως ἐνεθυμήθη
καὶ τῇ ψυχῇ οὐχ οὕτως λελόγισται,
ἀλλὰ ἀπαλλάξει ὁ νοῦς
αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔθνη ἐξολοθρεῦσαι
οὐκ ὀλίγα. |
7
Αὐτὸς ὅμως ὁ Ἀσσύριος
μονάρχης δὲν ἐσκέφθη ἔτσι. Δὲν
διελογίσθη εἰς τὸ ἐσωτερικόν
του, ὅπως ἐγὼ ἐσκέφθην, ὅτι
δηλαδὴ ἐγὼ τὸν ἐχρησιμοποίησα
ὡς ὄργανον δικαίας τιμωρίας κατὰ
τοῦ λαοῦ μου. Ἐσκέφθη διαφορετικὰ
μὲ τὸν νοῦν του, νὰ ἐξολοθρεύσῃ,
δηλαδή, αὐτὸς ἔθνη πολλά.
|
7
Αὐτὸς ὅμως, ἤτοι ὁ μονάρχης
τῶν Ἀσσυρίων, δὲν ἐσκέφθη οὕτω
καὶ δὲν ἐσυλλογίσθη εἰς τὰ βάθη
τῆς ψυχῆς του οὕτως, ὅτι δηλαδὴ
εἶναι ὄργανον τιμωρητικὸν ἰδικόν μου
καὶ διὰ τῆς δυνάμεώς μου ἐπέτυχεν,
ὅσα κατώρθωσεν ἀλλ’ ὁ νοῦς του εἶναι
πῶς νὰ ἐξαφανίσῃ καὶ νὰ
ἐξολοθρεύσῃ ἔθνη ὄχι ὀλίγα.
|
8
Καὶ ἐὰν εἴπωσιν αὐτῷ·
σὺ μόνος εἶ ἄρχων,
|
8
Ἐὰν δὲ εἴπουν εἰς τὸν
Ἀσσύριον βασιλέα οἱ κόλακες,
<σὺ εἶσαι ὁ μόνος ἄρχων>,
|
8
Καὶ ἐὰν εἴπουν εἰς τὸν
Ἀσσύριον βασιλέα κολακεύοντες αὐτὸν οἱ
ὑποτελεῖς του· Σὺ εἶσαι ὁ
μόνος ἄρχων· |
9
καὶ ἐρεῖ· οὐκ ἔλαβον τὴν
χώραν τὴν ἐπάνω Βαβυλῶνος καὶ
Χαλάνης, οὗ ὁ πύργος ᾠκοδομήθη;
Καὶ ἔλαβον Ἀραβίαν καὶ Δαμασκὸν
καὶ Σαμάρειαν. |
9
αὐτὸς μὲ ἀλαζονείαν θὰ
ἀπαντήσῃ· <δὲν κατέλαβα
ἐγὼ τὴν χώραν τὴν πέραν
τῆς Βαβυλῶνος καὶ τὴν χώραν
τῆς Χαλάνης, ὅπου ἐκτίσθη ὁ
πύργος ἐκεῖνος τῆς Βαβέλ; Ἐγὼ
κατέλαβαν τὴν Ἀραβίαν, τὴν Δαμασκὸν
καὶ τὴν Σαμάρειαν.
|
9
αὐτὸς θὰ ἀποκριθῇ ἀλαζονικῶς:
Δὲν κατέλαβον τὴν χώραν τὴν ὑπεράνω
τῆς Βαβυλῶνος καὶ τῆς Χαλάνης, ὅπου
ἐκτίσθη ὁ πύργος ἐκεῖνος τῆς
Βαβέλ; Κατέλαβον ἐπίσης τὴν Ἀραβίαν καὶ
τὴν Δαμασκὸν καὶ τὴν Σαμάρειαν
|
10
Ὃν τρόπον ταύτας ἔλαβον ἐν τῃ
χειρί μου, καὶ πάσας τὰς ἀρχὰς
λήψομαι. Ὀλολύξατε, τὰ γλυπτὰ
ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν Σαμαρείᾳ·
|
10
Ὅπως ἐκυρίευσα αὐτὰς μὲ
τὴν δύναμίν μου, ἔτσι θὰ καταλάβω
καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ θὰ
καταλύσω τὰς ἀρχάς των. Θρηνήσατε
μὲ ὀλολυγμοὺς τὰ εἰδωλολατρικὰ
γλυπτά, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Σαμάρειαν.
|
10
ὅπως ταύτας κατέλαβον μὲ τὴν χεῖρα
μου, θὰ καταλάβω καὶ ὅλα τὰ ἔθνη.
Κλαύσατε μὲ λυγμοὺς καὶ φωνὰς τὰ
γλυπτά, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἰς τὴν Σαμάρειαν
|
11
Ὃν τρόπον γὰρ ἐποίησα Σαμαρείᾳ
καὶ τοῖς χειροποιήτοις αὐτῆς,
οὕτω ποιήσω καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ
τοῖς εἰδώλοις αὐτῆς.
|
11
Διότι ὅπως ἔκαμα εἰς τὴν Σαμάρειαν
καὶ εἰς τὰ ὑπὸ χειρῶν
ἀνθρώπων κατασκευασμένα εἴδωλά
της, ἔτσι θὰ κάμω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἰς τὰ εἴδωλα αὐτῆς>.
|
11
διότι, καθὼς ἔκαμα εἰς τὴν Σαμάρειαν
καὶ εἰς τὰ ὑπὸ χειρῶν
ἀνθρωπίνων κατεσκευασμένα εἴδωλά της, ἔτσι
θὰ κάμω καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἰς τὰ εἴδωλά της.
|
12
Καὶ ἔσται, ὅταν συντελέσῃ Κύριος
πάντα ποιῶν ἐν τῷ ὅρει Σιὼν
καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ, ἐπάξει
ἐπὶ τὸν νοῦν τὸν μέγαν,
τὸν ἄρχοντα τῶν Ἀσσυρίων, καὶ
ἐπὶ τὸ ὕψος τῆς δόξης
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
|
12
Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος ὁλοκληρώσῃ
τὴν παιδαγωγικὴν τιμωρίαν εἰς τὸ
ὄρος Σιὼν καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
θὰ ἐπιφέρῃ τιμωρίαν εἰς
τὸν μεγάλον αὐτὸν καὶ ἀλαζονικὸν
νοῦν, εἰς τὸν ἄρχοντα τῶν Ἀσσυρίων,
καὶ εἰς ὅλην τὴν μεγάλην αὐτοῦ
δόξαν, τὴν ὁποίαν ἀλαζονικῶς
παρατηροῦν τὰ πλανεμένα μάτια του.
|
12
Καὶ θὰ συμβῇ, ὅταν εἰς τὸ
ὄρος Σιὼν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ
ὁ Κύριος τελειώσῃ ὅλα τὰ ἔργα
του τὰ παιδαγωγικά, θὰ ἐπιφέρῃ τιμωρίαν
εἰς τὸν μεγάλον καὶ φαντασμένον νοῦν,
τὸν ἄρχοντα δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων,
καὶ εἰς τὸ ὕψος των ὑπὸ
τῆς δόξης ἐπηρμένων καὶ πλανεμένων ματιῶν
του. |
13
Εἶπε γάρ· ἐν τῇ ἰσχύϊ
ποιήσω καὶ ἐν τῇ σοφίᾳ
τῆς συνέσεως, ἀφελῶ ὅρια ἐθνῶν
καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῶν προνομεύσω
|
13
Διότι ὁ ἀλαζὼν αὐτὸς μονάρχης
εἶπε· <μὲ τὴν δύναμίν
μου κατώρθωσα καὶ θὰ κατορθώσω ἔργα
μεγάλα. Μὲ τὴν σοφίαν τῆς στρατιωτικῆς
μου ἱκανότητος θὰ καταλύσω καὶ
θὰ κυριεύσω τὰ σύνορα τῶν ἐθνῶν
καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν θὰ
λεηλατήσω. |
13
Θὰ τὸν κτυπήσω διὰ τῆς χειρός μου,
διότι εἶπε: Μὲ τὴν δύναμίν μου θὰ
κατορθώσω καὶ μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ
στρατιωτικήν μου σοφίαν καὶ σύνεσίν μου θὰ καταλύσω
σύνορα ἐθνῶν καὶ τὴν δύναμίν των θὰ
λεηλατήσω· |
14
καὶ σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ
τὴν οἰκουμένην ὅλην καταλήψομαι
τῇ χειρὶ ὡς νοσσιὰν καὶ ὡς
καταλελειμμένα ὠὰ ἀρῶ, καὶ
οὐκ ἔστιν ὃς διαφεύξεταί με
ἢ ἀντείπῃ μοι.
|
14
Θὰ συγκλονίσω τὰς κατοικουμένας πόλεις,
θὰ καταλάβω ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην
μὲ τὸ χέρι μου, μὲ ὅσην εὐκολίαν
παίρνει κανεὶς φωλεὰν πτηνῶν καὶ
τὰ ἐγκαταλελειμμένα εἰς αὐτὴν
αὐγά. Κανεὶς δὲν θὰ ὑπάρξῃ,
ποὺ νὰ μοῦ διαφύγῃ ἢ νὰ
φέρῃ ἀντίρρησιν εἰς αὐτά,
ποὺ ἐγὼ σκέπτομαι καὶ λέγω>.
|
14
καὶ θὰ σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ θὰ
καταλάβω διὰ τῆς χειρός μου τὴν οἰκουμένην
ὅλην σὰν φωλιὰ πτηνῶν καὶ σὰν
αὐγὰ ἐγκαταλελειμμένα θὰ τὴν
πάρω, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος
θὰ μοῦ διαφύγη ἢ θὰ μοῦ ἀντείπῃ.
|
15
Μὴ δοξασθήσεται ἀξίνη ἄνευ τοῦ
κόπτοντας ἐν αὐτῇ; Ἢ ὑψωθήσεται
πρίων ἄνευ τοῦ ἔλκοντος αὐτόν;
Ὡσαύτως ἐάν τις ἄρῃ ράβδον
ἢ ξύλον. |
15
Ὁ Κύριος ὅμως ἀπήντησεν εἰς
τὰ ἀλαζονικὰ αὐτὰ λόγια·
<μήπως ἠμπορεῖ ποτὲ ὁ πέλεκυς
νὰ κατορθώσῃ τίποτε χωρὶς τὸν
ἄνθρωπον, ποὺ δι' αὐτοῦ κόπτει;
Ἢ μήπως εἶναι δυνατόν, τὸ πριόνι
νὰ ὑψωθῇ χωρὶς τὸν ἐργάτην,
ὁ ὁποῖος τὸ σύρει καὶ
τὸ κινεῖ; Τὸ ἴδιο συμβαίνει
καὶ μὲ τὴν ράβδον ἢ τὸ
ξύλον, ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὰ σηκώνει>!
|
15
Ὁ Κύριος ὅμως ἀπαντᾷ: Μήπως ὁ
πέλεκυς θὰ δοξασθῇ, ὡς κατορθώνων κάτι χωρὶς
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κόπτει δι’
αὐτοῦ; Ἢ μήπως δύναται νὰ ὑψωθῇ
τὸ πριόνιον χωρὶς ἐκεῖνον, ὁ
ὁποῖος τὸ σύρει; Ὁμοίως, ἐὰν
κανένας σηκώσῃ ράβδον ἢ ξύλον διὰ νὰ
κτυπήσῃ μὲ αὐτά. |
16
Καὶ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ ἀποστελεῖ
Κύριος σαβαὼθ εἰς τὴν σὴν τιμήν
ἀτιμίαν, καὶ εἰς τὴν σὴν
δόξαν πῦρ καιόμενον καυθήσεται.
|
16
Τίποτε βεβαίως ἀπὸ αὐτὰ
δὲν γίνεται μόνο του, χωρὶς τὸν
ἄνθρωπον. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος
τῶν δυνάμεων, ὁ παντοκράτωρ, θὰ
ἀποστείλῃ εἰς τὴν σημερινήν
σου ὑπόληψιν καὶ
τιμὴν ἐξευτελισμὸν καὶ ταπείνωσιν,
καὶ εἰς τὴν λαμπρότητα τῆς δόξης
σου πῦρ φοβερόν, τὸ ὁποῖον θὰ
τὴν κατακαύσῃ.
|
16
Δὲν ἔχουν βεβαίως τὰ πράγματα οὕτως,
οὔτε θὰ παραταθῇ ἡ ψευδὴς αὐτὴ
καὶ ἀλαζονικὴ ἀντίληψις, ἀλλὰ
θὰ ἀποστείλῃ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων
εἰς τὴν σημερινήν σου τιμὴν ἀτιμίαν
καὶ εἰς τὴν δόξαν σου θὰ ἀνάψῃ
πῦρ κατακαῖον. |
17
Καὶ ἔσται τὸ φῶς τοῦ Ἰσραὴλ
εἰς πῦρ καὶ ἁγιάσει αὐτὸν
ἐν πυρὶ καιομένῳ καὶ φάγεται
ὡσεὶ χόρτον τὴν ὕλην.
|
17
Αὐτό, ποὺ εἶναι φῶς διὰ
τοὺς Ἰσραηλίτας, θὰ γίνῃ
φωτιὰ διὰ τοὺς Ἀσσυρίους. Διὰ
τοῦ πυρὸς τῶν τιμωριῶν καὶ τῶν
θλίψεων θὰ ἐξαγνίσῃ ὁ
Κύριος τοὺς Ἰσραηλίτας, ἐνῷ
τὸν Ἀσσύριον θὰ τὸν καταφάγῃ
τὸ πῦρ αὐτό, ὅπως κατατρώγει
τὰ ξηρὰ χόρτα καὶ τὰ δένδρα
τοῦ δάσους.
|
17
Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε ὁ Κύριος,
ὅστις εἶναι τὸ φῶς τοῦ Ἰσραήλ,
θὰ γίνῃ φωτιὰ καὶ θὰ καθαρίσῃ
καὶ ἐξαγιάσῃ αὐτὸν διὰ
τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας τοῦ καιομένου
πυρὸς καὶ θὰ καταφάγῃ σὰν χόρτον
ξηρὸν τὸν πρὸς δάσος πυκνὸν ὁμοιάζοντα
στρατὸν τῶν Ἀσσυρίων.
|
18
Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἀποσβεσθήσεται τὰ ὄρη καὶ οἱ
βουνοὶ καὶ οἱ δρυμοί, καὶ καταφάγεται
ἀπὸ ψυχῆς ἕως σαρκῶν· καὶ
ἔσται ὁ φεύγων ὡς φεύγων ἀπὸ
φλογὸς καιομένης· |
18
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς τιμωρίας οἱ Ἀσσύριοι, ποὺ
ὁμοιάζουν μὲ ὄρη καὶ μὲ
βουνὰ καὶ μὲ πυκνὰ δάση, θὰ
σβησθοῦν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς
γῆς, θὰ λείψουν καὶ ἡ φωτιὰ
θὰ καταφάγῃ αὐτοὺς ἐξ
ὁλοκλήρου, οἱ δὲ πανικόβλητοι
φυγάδες θὰ εἶναι σὰν ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος φεύγει
γρήγορα ἀπὸ φοβερὰν πυρκαϊάν.
|
18
Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς τιμωρίας οἱ πρὸς ὄρη καὶ
βουνὰ καὶ πυκνὰ δάση ὁμοιάζοντες Ἀσσύριοι
καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν θὰ
σβησθοῦν καὶ ἡ φωτιὰ θὰ καταφάγῃ
αὐτοὺς καθ’ ὁλοκληρίαν καὶ οἱ
φυγάδες θὰ εἶναι σὰν ἐκεῖνον,
ποὺ φεύγει γρήγορα ἀπὸ φλόγα καιομένην.
|
19
καὶ οἱ καταλειφθέντες ἀπ' αὐτῶν
ἀριθμὸς ἔσονται, καὶ παιδίον
γράψει αὐτούς. |
19
Αὐτοί, ποὺ θὰ ἀπομείνουν
ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους, θὰ
εἶναι ἐλάχιστοι εἰς ἀριθμόν,
ὥστε καὶ ἕνα μικρὸ παιδὶ νὰ
ἠμπορῇ νὰ τοὺς
καταγράψῃ. |
19
Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἀπομείνουν ἀπὸ τὴν πολυπληθῆ
αὐτὴν στρατιάν, θὰ εἶναι μικρὸς
ἀριθμός, ὥστε ἀκόμη καὶ παιδίον ἄπειρον
νὰ δύναται νὰ γράψῃ αὐτούς.
|
20
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ οὐκέτι προστεθήσεται
τὸ καταλειφθὲν Ἰσραήλ, καὶ οἱ
σωθέντες τοῦ Ἰακὼβ οὐκέτι
μὴ πεποιθότες ὦσιν ἐπὶ τοὺς
ἀδικήσαντας αὐτούς ἀλλὰ
ἔσονται πεποιθότες ἐπὶ τὸν Θεὸν
τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραὴλ τῇ
ἀληθείᾳ, |
20
Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς
παιδαγωγικῆς τιμωρίας τῶν Ἰσραηλιτῶν,
τοῦ ὀλέθρου δὲ τῶν Ἀσσυρίων
τὸ περισωθὲν κατάλοιπον τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ δὲν θὰ ἔχῃ πλέον
τὴν πρόθεσιν νὰ στηρίζῃ τὴν
πεποίθησίν του εἰς ἀνθρώπους.
Καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακὼβ ἐσώθησαν, δὲν
θὰ ἔχουν πεποίθησιν εἰς τοὺς
ἀδικήσαντας αὐτοὺς Ἀσσυρίους.
Ἀλλὰ θὰ στηρίζουν εἰλικρινῶς
τὴν πεποίθησίν των εἰς τὸν Θεὸν
τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
|
20
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τὸ ἑξῆς: Τὸ περισωθὲν
κατάλοιπον τοῦ Ἰσραὴλ δὲν θὰ
ἑξακολουθήσῃ πλέον νὰ ἔχῃ πεποίθησιν
εἰς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἐσώθησαν
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ
δὲν θὰ ἔχουν πλέον πεποίθησιν εἰς
τοὺς Ἀσσυρίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς
ἠδίκησαν, ἀλλὰ θὰ ἔχουν τὴν
πεποίθησιν των πράγματι καὶ ἀληθείᾳ εἰς
τὸν Θεόν, τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
|
21
καὶ ἔσται τὸ καταλειφθὲν τοῦ
Ἰακὼβ ἐπὶ Θεὸν ἰσχύοντα.
|
21
Τότε δὲ θὰ ἐπιστρέψῃ διὰ
μετανοίας ὁ ἀπομείνας ἰσραηλιτικὸς
λαὸς πρὸς τὸν παντοδύναμον Θεόν.
|
21
Καὶ τὸ σῳθησόμενον κατάλοιπον τῶν
ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ θὰ ἐπιστρέψῃ
διὰ μετανοίας εἰς τὸν ἰσχυρὸν
Θεόν. |
22
Καὶ ἐὰν γένηται ὁ λαὸς
Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς
θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα αὐτῶν
σωθήσεται· λόγον συντελῶν καὶ
συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ,
|
22
Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς αὐξηθῇ καὶ γίνῃ πολυάριθμος,
ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, θὰ
καταστραφῇ, καὶ μόνον ἕνα ὑπόλοιπον
ἀπὸ αὐτὸν θὰ διασωθῇ.
Ὁ Κύριος θὰ πραγματοποιήσῃ τὸν
λόγον, τὸν ὁποῖον ἀπεφάσισε,
τιμωρῶν ἐν δικαιοσύνῃ τὸ κακόν.
|
22
Καὶ ἐὰν ἀκόμη πληθυνθῇ ὁ
λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ σὰν τὴν
ἄμμον τῆς θαλάσσης, μόνον τὸ ὑπόλοιπον
ἐξ αὐτοῦ θὰ σωθῇ. Ὁ Κύριος
θὰ κάμῃ ἀπόφασιν συντελείας καὶ ἐξοντώσεως
ληφθεῖσαν ἐν δικαιοσύνῃ·
|
23
ὅτι λόγον συντετμημένον Κύριος ποιήσει
ἐν τῇ οἰκουμένῃ ὅλῃ.
|
23
Διότι τὴν ἀπόφασίν του περὶ
τιμωρίας τοῦ κακοῦ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν θὰ τὴν πραγματοποιήσῃ,
ὅπως καὶ εἰς ὁλόκληρον τὴν
οἰκουμένην.
|
23
θὰ ἀφορᾷ δὲ ἡ ἀπόφασις
αὐτὴ καὶ τὸν Ἰουδαϊκὸν
λαόν, διότι ἀπόφασιν σταθερῶς ληφθεῖσαν
θὰ κάμῃ ὁ Κύριος δι’ ὅλην τὴν
οἰκουμένην. |
24
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
σαβαώθ· μὴ φόβου, ὁ λαός
μου, οἱ κατοικοῦντες ἐν Σιών,
ἀπὸ Ἀσσυρίων,
ὅτι ἐν ράβδῳ πατάξει σε·
πληγὴν γὰρ ἐπάγω ἐπὶ σὲ
τοῦ ἰδεῖν ὁδὸν
Αἰγύπτου. |
24
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
παντοκράτωρ· <σὺ ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαός μου, ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν
Σιών, μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τοὺς
Ἀσσυρίους, ὅταν ἐκεῖνοι θὰ
σᾶς κτυπήσουν μὲ ράβδον, διότι
ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος,
ὁ ὁποῖος ἐπιφέρω ἐναντίον
σας τὴν παιδαγωγικὴν αὐτὴν τιμωρίαν,
ὅπως ἄλλοτε κατὰ τοὺς χρόνους
τῆς ταλαιπωρίας σου εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
24
Διότι δὲ τοιαύτην ἀπόφασιν θὰ κάμῃ
ὁ Κύριος, δι’ αὐτὸ αὐτὰ λέγει
ἐπισήμως ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων: Μὴ
φοβῆσαι σύ, ὁ ἀφωσιωμένος εἰς ἐμὲ
λαός μου, οἱ ὁποῖοι κατοικεῖτε εἰς
τὴν Σιών· μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ
τοὺς Ἀσσυρίους, ἐπειδὴ θὰ σᾶς
πατάξουν μὲ ράβδον διότι ἐπιφέρω εἰς σὲ
τιμωρίαν παιδαγωγικὴν καὶ προσωρινὴν κατὰ
τὸν τρόπον τῆς ἐν Αἰγύπτῳ ταλαιπωρίας
σου ὑπὸ τοῦ Φαραώ. |
25
Ἔτι γὰρ μικρὸν καὶ παύσεται
ἡ ὀργή, ὁ δὲ θυμός μου
ἐπὶ τὴν βουλὴν αὐτῶν·
|
25
Ὀλίγον χρόνον ἀκόμη καὶ
θὰ παύσῃ ἡ ὀργή μου ἐναντίον
σας, ὁ δὲ θυμός μου θὰ στραφῇ
ἐναντίον τῆς κακῆς ἀποφάσεως
τῶν Ἀσσυρίων>.
|
25
Διότι ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ παύσῃ
ἡ πρὸς παιδαγωγίαν σου ἀποβλέπουσα ὀργή
μου· ἐξ ἐναντίας δὲ ὁ θυμός μου θὰ
στραφῇ κατὰ τοῦ σχεδίου καὶ τῶν
ἀποφάσεων τῶν Ἀσσυρίων.
|
26
καὶ ἐγερεῖ ὁ Θεὸς ἐπ'
αὐτοὺς κατὰ τὴν πληγὴν Μαδιὰμ
ἐν τόπῳ θλίψεως, καὶ ὁ
θυμὸς αὐτοῦ τῇ ὁδῷ τῇ
κατὰ θάλασσαν εἰς τὴν ὁδὸν
τὴν κατ' Αἴγυπτον. |
26
Ὁ Θεὸς θὰ ἐγείρῃ καὶ
θὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον αὐτῶν
πληγὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν πληγήν,
τὴν ὁποίαν ἐπέφερε κατὰ
τῶν Μαδιανιτῶν εἰς τὸν τόπον
τῆς καταστροφῆς των. Ὁ θυμός του θὰ
ἐκσπάσῃ καταστρεπτικὸς ἐναντίον
αὐτῶν, ὅπως συνέβη εἰς τὴν
ὁδὸν τὴν διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς
θαλάσσης, ὅταν ἐξήρχοντο οἱ
Ἰσραηλῖται ἐλεύθεροι ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον.
|
26
Καὶ θὰ ἐγειρῇ ὁ Θεὸς ἐπ'
αὐτῶν πληγὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν
πληγὴν τῶν Μαδιανιτῶν ἐν τῷ
βράχῳ τῆς θλιβερᾶς καταστροφῆς των.
Καὶ ὁ θυμός του θὰ ἐκδηλωθῇ
ὡς εἰς τὴν <Ἐρυθράν> θάλασσαν,
καθ' ὃν τρόπον κατὰ τῆς Αἰγύπτου,
ὅτε ἀπ’ αὐτῆς ἠλευθεροῦτο
διὰ τοῦ Μωϋσέως ὁ Ἰσραήλ.
|
27
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἀφαιρεθήσεται ὁ
ζυγὸς αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ὤμου
σου καὶ ὁ φόβος αὐτοῦ ἀπὸ
σοῦ, καὶ καταφθαρήσεται ὁ ζυγὸς
ἀπὸ τῶν ὤμων ὑμῶν.
|
27
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τοὺς ὤμους
σας ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας τῶν
Ἀσσυρίων καὶ ὁ φόβος σας ἀπέναντι
αὐτῶν. Θὰ καταστραφῇ ὁ ζυγὸς
τῆς δουλείας ἀπὸ τοὺς ὤμους
σας. |
27
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, ὥστε νὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ
τοῦ ὤμου σου ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας,
τὸν ὁποῖον ὁ Ἀσσύριος σοῦ
ἐπέβαλε, καθὼς καὶ ὁ φόβος, τὸν
ὁποῖον ὁ ζυγὸς αὐτὸς σοῦ
προκαλεῖ· θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ
αὐτὸς ἀπὸ σέ, καὶ θὰ φθαρῇ
ἐντελῶς καὶ θὰ καταστραφῇ ὁ
ζυγὸς οὗτος ἀπὸ τοὺς ὤμους
σας. |
28
Ἥξει γὰρ εἰς τὴν πόλιν Ἀγγαὶ
|
28
Ὁ Ἀσσύριος μονάρχης με τὸν στρατόν
του θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν πόλιν
Ἀγγαί,
|
28
Θὰ καταστραφῇ δὲ ὁ ζυγὸς αὐτῶν
ἀπό του ὤμου σας, διότι θὰ ἔλθῃ
βεβαίως ὁ Ἀσσύριος εἰς τὴν πόλιν Ἀγγαὶ
|
29
καὶ παρελεύσεται εἰς Μαγγεδὼ καὶ
εἰς Μαχμὰς θήσει τὰ σκεύη αὐτοῦ·
καὶ παρελεύσεται φάραγγα καὶ ἥξει
εἰς Ἀγγαί, φόβος λήψεται Ραμᾶ
πόλιν Σαούλ· φεύξεται |
29
θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν πόλιν
Μαγγεδώ, θὰ θέσῃ τὰ ὅπλα
του εἰς Μαχμάς, θὰ περάσῃ τὴν
φάραγγα, θὰ φθάσῃ εἰς Ἀγγαί.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ραμᾶ, τῆς πόλεως
αὐτῆς τοῦ Σαούλ, θὰ καταληφθοῦν
ἀπὸ φόβον,
|
29
καὶ θὰ διέλθῃ εἰς τὴν πόλιν
Μαγγεδῶ καὶ σπεύδων πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα,
ἵνα μὴ παρεμποδισθῇ ὑπὸ τῆς
ἀνωφερείας τῆς ὁδοῦ, θὰ ἀφήσῃ
τὰς ἀποσκευάς του εἰς τὴν πόλιν Μαχμάς·
καὶ θὰ περάσῃ τὴν στενωπόν, ἡ
ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν κοιλάδα
τοῦ Ἰορδάνου, καὶ θὰ ἔλθῃ
εἰς τὴν Ἀγγαί, καὶ φόβος θὰ
καταλάβῃ τὴν Ραμᾶ, τὴν πατρίδα τοῦ
Σαούλ· καὶ θὰ φύγουν |
30
ἡ θυγάτηρ Γαλλείμ, ἐπακούσεται
Λαϊσά, ἐπακούσεται Ἀναθώθ·
|
30
θὰ τραποῦν εἰς φυγὴν οἱ κάτοικοι
τῆς Γαλλείμ. Θὰ πληροφορηθοῦν τὴν
διέλευσίν του αἱ πόλεις Λαϊσὰ
καὶ Ἀναθώθ. |
30
οἱ κάτοικοι τῆς Γαλλείμ, καὶ θὰ ἀκούσουν
τὴν διέλευσίν του αἱ πόλεις Λαϊσὰ καὶ
Ἀναθώθ. |
31
καὶ ἐξέστη Μαδεβηνὰ καὶ οἱ
κατοικοῦντες Γιββεΐρ· |
31
Θὰ καταπλαγοῦν οἱ κάτοικοι τῆς
Μαδεβηνὰ καὶ ὅσοι κατοικοῦν εἰς
τὴν Γιββεΐρ.
|
31
Καὶ ἐξεπλάγησαν ἡ πόλις Μαδεβηνὰ καὶ
οἱ κάτοικοι τῆς Γιββείρ. |
32
παρακαλεῖτε σήμερον ἐν ὁδῷ τοῦ
μεῖναι, τῇ χειρὶ παρακαλεῖτε, τὸ
ὄρος, τὴν θυγατέρα Σιών, καὶ
οἱ βουνοὶ οἱ ἐν Ἱερουσαλήμ.
|
32
Ἐνθαρρύνατε καὶ ἐνισχύσατε σήμερον
τοὺς Ἰσραηλίτας, οἱ ὁποῖοι
πανικόβλητοι εὑρίσκονται εἰς τὸν
δρόμον τῆς φυγῆς, νὰ μείνουν
καὶ νὰ μὴ φύγουν. Ἀπὸ
μακρόθεν μὲ νεύματα ἀναγγείλατε
εἰς αὐτοὺς τὸ εὐχάριστον
γεγονός, εἰς τὸ ὄρος Σιὼν εἰς
τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ,
εἰς τὰ ὑψώματα τῆς πόλεως,
<ὅτι ὁ Ἀσσύριος Μονάρχης
ἐσταμάτησε τὴν πορείαν πρὸς
τὴν Ἱερουσαλήμ>.
|
32
Ὅμως παρηγορεῖτε σήμερον τοὺς Ἰουδαίους,
διὰ νὰ σταματήσουν καὶ μὴ τραποῦν
εἰς φυγὴν ἐκ τοῦ φόβου των διὰ
νευμάτων τῆς χειρὸς μακρόθεν ἐκπεμπομένων
παρηγορεῖτε καὶ ἐνισχύσατε τὸ ὄρος
Σιών, τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ τὰ ὑψώματα τὰ ἐν τῇ
Ἱερουσαλήμ. |
33
Ἰδοὺ γὰρ ὁ δεσπότης Κύριος
σαβαὼθ συνταράσσει τοὺς ἐνδόξους
μετὰ ἰσχῦος, καὶ οἱ ὑψηλοὶ
τῇ ὕβρει συντριβήσονται, καὶ οἱ
ὑψηλοὶ ταπεινωθήσονται,
|
33
Διότι, ἰδοὺ ὁ δεσπότης, ὁ
Κύριος τῶν δυνάμεων, θὰ συγκλονίσῃ
μὲ μεγάλην δύναμιν τοὺς ἐνδόξους
τῆς γῆς, τοὺς Ἀσσυρίους, καὶ
οἱ κατὰ κόσμον μεγάλοι θὰ συντριβοῦν
διὰ τὴν ὑπερηφάνειάν των, οἱ
ὑψηλόφρονες καὶ ἀλαζονικοὶ θὰ
ταπεινωθοῦν.
|
33
Ἐνισχύσατε καὶ ἐνθαρρύνατε τούτους, διότι
ἰδού, ὁ δεσπότης, ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων,
θὰ ταράξῃ μὲ δύναμιν τοὺς ἐνδόξους,
καὶ οἱ ἀγέρωχοι καὶ ὑψηλοὶ
λόγῳ τῆς ἀλαζονείας των θὰ συντριβοῦν
καὶ οἱ μεγάλοι θὰ ταπεινωθοῦν·
|
34
καὶ πεσοῦνται οἱ ὑψηλοὶ μαχαίρᾳ,
ὁ δὲ Λίβανος σὺν τοῖς ὑψηλοῖς
πεσεῖται. |
34
Θὰ πέσουν ἐν στόματι μαχαίρας
οἱ ὑπερήφανοι. Ὁ Ἀσσύριος,
ὁ ἰσχυρὸς ὡς Λίβανος, θὰ
πέσῃ μάζῆ με τὰ ὑψηλά
του δένδρα, τοὺς βοηθούς του. |
34
καὶ θὰ πέσουν οἱ ὑπερήφανοι σφαζόμενοι
διὰ μαχαίρας, καὶ ὁ Ἀσσύριος Μονάρχης,
ὁ ὁμοιάζων πρὸς τὸν Λίβανον, μαζὶ
μὲ τοὺς πρὸς ὑψηλὰ δένδρα ὁμοιάζοντας
ἀξιωματικούς του θὰ πέσῃ. |