Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλεήσει Κύριος τὸν Ἰακὼβ
καὶ ἐκλέξεται ἔτι τὸν Ἰσραήλ,
καὶ ἀναπαύσονται ἐπὶ τῆς
γῆς αὐτῶν, καὶ ὁ γειώρας
προστεθήσεται πρὸς αὐτοὺς καὶ
προστεθήσεται πρὸς τὸν οἶκον Ἰακώβ,
|
ξ
ἀντιθέτου ὅμως ὁ Κύριος θὰ
ἐλεήσῃ τὰς φυλὰς τοῦ Ἰακώβ,
θὰ ἐκλέξῃ καὶ πάλιν ὡς
λαόν του ἀγαπητὸν τοὺς Ἰσραηλίτας,
καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν εἰς τὴν
γῆν τῶν προγόνων των. Ἐπανερχομένους
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν των θὰ
τοὺς ἀκολουθήσουν προσήλυτοι τῆς
Βαβυλῶνος, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ
προστεθοῦν εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν. |
αὶ
θὰ ἐλεήσῃ ὁ Κύριος τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ
ἐκδηλώσῃ καὶ πάλιν τὴν ἐκλογήν
του εἰς τὸν Ἰσραήλ· καὶ
θὰ ἀναπαυθοῦν οὗτοι εἰς τὴν
χώραν των ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς ἐξορίας,
καὶ ὁ προσήλυτος ἐκ Βαβυλῶνος θὰ
προστεθῇ εἰς τὸν οἶκον Ἰακώβ,
ἀκολουθῶν αὐτοὺς ἐπιστρέφοντας
εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
2
Καὶ λήψονται αὐτοὺς ἔθνη καὶ
εἰσάξουσιν εἰς τὸν τόπον αὐτῶν,
καὶ κατακληρονομήσουσι καὶ πληθυνθήσονται
ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ Θεοῦ εἰς
δούλους καὶ δούλας· καὶ ἔσονται
αἰχμάλωτοι οἱ αἰχμαλωτεύσαντες
αὐτὸν καὶ κυριευθήσονται οἱ
κυριεύσαντες αὐτῶν. |
2
Τὰ ἔθνη θὰ παραλάβουν τοὺς διεσκορπισμένους
Ἰουδαίους καὶ θὰ τοὺς ἐπαναφέρουν
μὲ τιμὴν εἰς τὴν πατρίδα των.
Αὐτὴν θὰ τὴν ἀποκτήσουν
καὶ πάλιν ὡς κληρονομίαν των καὶ
θὰ πληθυνθοῦν εἰς τὴν θεοδώρητον
αὐτὴν χώραν, ὥστε νὰ εἶναι
καὶ νὰ μείνουν δοῦλοι καὶ δοῦλαι
τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ
τοὺς ἠχμαλώτισαν, θὰ γίνουν
τώρα αἰχμάλωτοί των· θὰ
κυριευθοῦν ἀπὸ αὐτοὺς ὡς
ὑποχείριοί των ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι τοὺς εἶχαν κατακυριεύσει.
|
2
Καὶ θὰ παραλάβουν αὐτοὺς τὰ
ἔθνη καὶ θὰ εἰσαγάγουν αὐτοὺς
εἰς τὸν τόπον των καὶ εἰς τὴν
πατρίδα των καὶ θὰ ἀποκτήσουν μόνιμον κληρονομίαν
εἰς αὐτὴν καὶ θὰ πληθυνθοῦν
ἐπὶ τῆς χώρας ταύτης τοῦ Θεοῦ
ἀποκτῶντες δούλους καὶ δούλας. Καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἠχμαλώτισαν,
θὰ γίνουν αἰχμάλωτοί των, καὶ ἐκεῖνοι
ποὺ ἔγιναν κύριοί των, θὰ κυριευθοῦν
ὑπ’ αὐτῶν καὶ θὰ γίνουν ὑποχείριοί
των. |
3
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ ἀναπαύσει σε Κύριος
ἀπὸ τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ
θυμοῦ σου καὶ τῆς δουλείας σου τῆς
σκληρᾶς, ἧς ἐδούλευσας αὐτοῖς.
|
3
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ σὲ ἀναπαύσῃ ὁ Κύριος
ἀπὸ τὰς ὀδύνας, ποὺ ἐδοκίμασες,
ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν καταπίεσιν
καὶ ἀγανάκτησιν, ἀπὸ τὴν
σκληρὴν δουλείαν, εἰς τὴν ὁποίαν
εἶχες ὑποδουλωθῇ. |
3
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, ὥστε νὰ σὲ ἀναπαύσῃ
καὶ νὰ σὲ ἀπαλλάξῃ ὁ Κύριος
ἀπὸ τὴν ὀδύνην καὶ ἀπὸ
τὴν ἐσωτερικήν σου καταπίεσιν καὶ
ἀγανάκτησιν καὶ ἀπὸ τὴν σκληρὰν
δουλείαν, τὴν ὁποίαν ἐδούλευσας εἰς
αὐτούς, ποὺ σὲ ἠχμαλώτισαν.
|
4
Καὶ λήψῃ τὸν θρῆνον τοῦτον
ἐπὶ τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος καὶ
ἐρεῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ· πῶς ἀναπέπαυται
ὁ ἀπαιτῶν καὶ ἀναπέπαυται
ὁ ἐπισπουδαστής; |
4
Καὶ τότε σύ, ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς βλέπων τὰς ἀδιηγήτους συμφορὰς
καὶ τὸν ὄλεθρον τῶν Βαβυλωνίων,
θὰ ἀναλάβῃς κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην θρῆνον ἐναντίον τοῦ
βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ θὰ πῇς:
Πῶς ἔσβησεν ὁ σκληρὸς ἀπαιτητὴς
φόρων δουλείας; Πῶς εἶχε λείψει
ὁ ὑπερόπτης, ὁ σκληρὸς καὶ
πλεονέκτης αὐτὸς τύραννος;
|
4
Καὶ θὰ ἀναλάβῃς τὸ θρηνῶδες
αὐτὸ ᾆσμα διὰ τὸν βασιλέα τῆς
Βαβυλῶνος καὶ θὰ εἴπῃς κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην: Πῶς ἔχει
παύσει αὐτὸς ποὺ ἀπαιτεῖ φόρους
καὶ πῶς ἔχει ἐκλείψει αὐτός,
ποὺ με καταναγκαστικὰ μέτρα ἐπέσπευδε τὴν
εἴσπραξιν τούτων; |
5
Συνέτριψε Κύριος τὸν ζυγὸν τῶν
ἁμαρτωλῶν, τὸν ζυγὸν τῶν ἀρχόντων·
|
5
Ἔλειψε, διότι ὁ Κύριος συνέτριψε
τὸν ζυγόν, τὸν ὁποῖον ἁμαρτωλοὶ
ἄνθρωποι ἐπέβαλαν, τὸν ζυγὸν
τῶν πονηρῶν ἀρχόντων τῆς Βαβυλῶνος.
|
5
Συνέτριψεν ὁ Κύριος τὸν ζυγὸν τῶν
ἁμαρτωλῶν, τὸν ζυγὸν τῶν ἀρχόντων
τῆς Βαβυλῶνος· |
6
πατάξας ἔθνος θυμῷ, πληγῇ ἀνιάτω,
παίων ἔθνος πληγὴν θυμοῦ, ἣ
οὐκ ἐφείσατο, ἀνεπαύσατο πεποιθώς.
|
6
Ἐπάνω εἰς τὸν δίκαιον θυμόν
του ἐκτύπησε μὲ συμφορὰς ἀθεραπεύτους
τὸ πονηρὸν τοῦτο ἔθνος· τὸ
ἔπληξε μὲ ἀλεπαλλήλους συμφορὰς
καὶ ἀνελέητα κτυπήματα· καὶ
τότε ἐσταμάτησε τὰ πλήγματα,
ὅταν εἶδεν ὅτι ὠλοκληρώθη ἡ
καταστροφή.
|
6
ἀφοῦ ἐπάταξε τὸ ἔθνος
τῶν Βαβυλωνίων μετὰ θυμοῦ διὰ πληγῆς
ἀθεραπεύτου, φέρων ἀλλεπάλληλα κτυπήματα
κατὰ τοῦ ἔθνους μὲ θυμόν, κτυπήματα
ἀλύπητα, ἔπαυσέ με τὴν πεποίθησιν, ὅτι
ἦλθε τὸ ἐξοντωτικὸν ἀποτέλεσμα
μὲ τὰ κτυπήματα ταῦτα.
|
7
Πᾶσα ἡ γῆ βοᾷ
μετ' εὐφροσύνης, |
7
Ἐξ αἰτίας τῆς καταστροφῆς τοῦ
πονηροῦ καὶ ἐπικινδύνου βασιλείου
τῆς Βαβυλῶνος, ὁλόκληρος ἡ γῆ
βοᾷ μὲ εὐφροσύνην.
|
7
Ὅλη ἡ γῆ φωνάζει δυνατὰ μὲ εὐφροσύνην,
|
8
καὶ τὰ ξύλα τοῦ Λιβάνου εὐφράνθησαν
ἐπὶ σοὶ καὶ ἡ κέδρος τοῦ
Λιβάνου· ἀφ' οὗ σὺ κεκοίμησαι,
οὐκ ἀνέβη ὁ κόπτων ἡμᾶς.
|
8
Τὰ μεγάλα δένδρα καὶ τὰ κέδρα
τοῦ Λιβάνου ηὐφράνθησαν, ὦ Βαβυλών,
διὰ τὴν καταστροφήν σου, καὶ εἶπαν·
<ἀπὸ τότε ποὺ σὺ ἀπέθανες
καὶ ἔλειψες ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς, κανένας ὑλοτόμος δὲν
ἀνέβη, διὰ νὰ μᾶς κόψῃ.
|
8
καὶ τὰ δένδρα τοῦ Λιβάνου εὐφράνθησαν
διὰ τὸν ὄλεθρόν σου καὶ αἱ κέδροι
τοῦ Λιβάνου ἥσυχοι πλέον ἀνέκραξαν·
ἀφ’ ὅτου σὺ ἀπέθανες, οὐδεὶς
ἀνέβη ὑλοτόμος διὰ να μᾶς κόψῃ.
|
9
Ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθη συναντήσας
σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οἱ γίγαντες
οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς, οἱ ἐγείραντες
ἐκ τῶν θρόνων αὐτῶν πάντας
βασιλεῖς ἐθνῶν. |
9
Καὶ αὐτὸς ὁ εἰς τὰ καταχθόνια
πονηρὸς ᾅδης ἐπικράνθη καὶ ἠγανάκτησεν,
ὅταν σὲ συνήντησεν. Ἐσηκώθησαν
διὰ σὲ ὅλοι μαζῆ οἱ γίγαντες,
οἱ ὁποῖοι, ὅταν σὺ ἐζοῦσες,
ὑπῆρξαν ἄρχοντες εἰς τὴν γῆν
αὐτοί, ποὺ εἶχαν ξεσηκώσει καὶ
πετάξει ἀπὸ τοὺς θρόνους των
ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν.
|
9
Ὁ Ἅδης ὑποκάτω ἐπικράνθη καὶ
ἠγανάκτησεν, ὅταν σὲ συνήντησεν, ἐσηκώθησαν
διὰ σὲ μαζὶ ὅλοι οἰ γίγαντες,
οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔζων, ὑπῆρξαν
ἄρχοντες τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι
ἐσήκωσαν καὶ ἐπέταξαν ἀπὸ
τοὺς θρόνους των ὅλους τοὺς βασιλεῖς
τῶν ἐθνῶν. |
10
Πάντες ἀποκριθήσονται καὶ ἐροῦσί
σοι· καὶ σὺ ἑάλως, ὥσπερ
καὶ ἡμεῖς, ἐν ἡμῖν δὲ
κατελογίσθης. |
10
Ὅλοι αὐτοὶ θὰ πάρουν τὸν
λόγον καὶ θὰ σοῦ ποῦν·
<ὥστε λοιπὸν καὶ σὺ ἐκυριεύθης
ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὸν
ὄλεθρον καθὼς καὶ ἡμεῖς; Συγκατεριθμήθης,
λοιπὸν ἀναμεταξύ μας.
|
10
Ὅλοι θὰ ἀποκριθοῦν καὶ θὰ
σοῦ εἴπουν: Καὶ σὺ ἐκυριεύθης
ἀπὸ τὸν θάνατον, καθὼς καὶ ἡμεῖς,
συγκατηριθμήθης δὲ μεταξὺ ἡμῶν.
|
11
Κατέβη εἰς ᾃδου ἡ δόξα σου,
ἡ πολλὴ εὐφροσύνη σου· ὑποκάτω
σου στρώσουσι σήψιν, καὶ τὸ κατακάλυμμά
σου σκώληξ. |
11
Εἰς τὸν ᾅδην κατέβηκεν ἡ δόξα
σου καὶ ἡ πολλὴ εὐφροσύνη σου.
Σαπίλαν θὰ στρώσουν ὑπὸ κάτω
σου καὶ τὸ σκέπασμα, μὲ τὸ ὁποῖον
θὰ σκεπασθῇς, θὰ εἶναι σκουλήκια>.
|
11
Κατέβη εἰς τὸν Ἅδην ἡ δόξα σου καὶ
ἡ πολλή σου εὐφροσύνη. Θὰ στρώσουν
ὑποκάτω σου σαπήλαν, καὶ τὸ σκέπασμα, μὲ
τὸ ὁποῖον θὰ καλυφθῇς τελείως,
θὰ εἶναι σκωλήκια. |
12
Πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
ὁ ἑωσφόρος τὸ πρωῒ ἀνατέλλων;
Συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ ἀποστέλλων
πρὸς πάντα τὰ ἔθνη.
|
12
Πῶς ἐξέπεσε εἰς τὸν ἀφανισμὸν
καὶ τὴν ἐξουδένωσιν ὁ βασιλεὺς
τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο
ὡσὰν αὐγερινός, ποὺ πρωΐ - πρωῒ
ἀνατέλλει εἰς τὸν οὐρανόν;
Συνετρίβη ἐπάνω εἰς τὴν γῆν
αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔστειλε
νικηφόρα τὰ στρατεύματά του ἐναντίον
ὅλων τῶν ἐθνῶν.
|
12
Πῶς ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ὅπου ἐφαίνετο ὑψωμένος, ὁ βασιλεὺς
τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὅμοιος πρὸς
τὸν αὐγερινόν, πρὸς τὸν ἀστέρα
ποὺ ἀνατέλλει τὸ πρωΐ; Συνετρίβη ἐπὶ
τῆς γῆς αὐτός, ὁ ὁποῖος
ἀπέστελλε τὰ στρατεύματά του εἰς ὅλα
τὰ ἔθνη. |
13
Σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοία
σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι,
ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ
οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου,
καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ
τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς
Βορρᾶν, |
13
<Σύ, ἀλαζονικὲ βασιλεῦ τῆς
Βαβυλῶνος, ὅταν ἐζοῦσες, εἶπες
μὲ τὸν νοῦν σου: Θὰ ἀνεβῶ
εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπάνω
εἰς τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ
θὰ στήσω τὸν θρόνον μου, θὰ
καθίσω ἔνδοξος βασιλεὺς εἰς ὄρος
ὑψηλόν, εἰς τὰ ὄρη τὰ
ὑψηλά, ποὺ εὑρίσκονται βορείως
τῆς Βαβυλῶνος.
|
13
Σὺ δὲ εἶπες μέσα σου καὶ μὲ
τὴν διάνοιάν σου: Θὰ ἀναβῶ εἰς
τὸν οὐρανόν, θὰ θέσω τὸν θρόνον μου
ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἀστέρας
τοῦ οὐρανοῦ, θὰ καθήσω εἰς ὄρος
ὑψηλόν, εἰς τὰ ὅρη τὰ ὑψηλά,
ποὺ κεῖνται βορείως τῆς Βαβυλῶνος.
|
14
ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν,
ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ.
|
14
Θὰ ἀνεβῶ, εἶπες, ἐπάνω
ἀπὸ τὰ σύννεφα,
θὰ γίνω ὅμοιος πρὸς τὸν Ὕψιστον
Θεόν>! |
14
Θὰ ἀναβῶ, ἐφαντάσθης, ἐπάνω
ἀπὸ τὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος
πρὸς τὸν Ὕψιστον. |
15
Νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ
καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
|
15
Τώρα ἰδού, θὰ κατεβῇς εἰς
τὸν ᾅδην, εἰς τὰ βάθη, ὅπου
ὑπάρχουν τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
|
15
Τώρα ὅμως θὰ καταβῇς εἰς τὸν
Ἅδην καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς
γῆς, ὅπου νοεῖται εὑρισκόμενος ὁ
Ἅδης. |
16
Οἱ ἰδόντες σε θαυμάσονται ἐπὶ
σοὶ καὶ ἐροῦσιν· οὗτος
ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν,
ὁ σείων βασιλεῖς; |
16
Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἴδουν τὸ κατάντημά σου, θὰ καταπλαγοῦν
καὶ θὰ
ποῦν· <αὐτός, λοιπόν,
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ἀνετάρασσε καὶ ἐτρομοκρατοῦσε
τὴν οἰκουμένην,
συνεκλόνιζε καὶ ἐκρήμνιζε τοὺς
βασιλεῖς; |
16
Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ εἶδαν
νεκρόν, θὰ καταληφθοῦν ἐξ αἰτίας σου
ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ θὰ εἴπουν:
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ
ἐνέσπειρε τὸν τρόμον εἰς τοὺς
ἐν τῇ γῇ καὶ ὁ ὁποῖος
ἔσειε καὶ ἀνέτρεπε βασιλεῖς;
|
17
Ὁ θεὶς τὴν οἰκουμένην ὅλην
ἔρημον καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ
καθεῖλε, τοὺς ἐν ἐπαγωγῇ οὐκ
ἔλυσε. |
17
Αὐτός, ὁ ὁποῖος εἶχεν
ἐρημώσει τὴν οἰκουμένην, καὶ
κατέστρεφε τὰς πόλεις καὶ τὰ
τείχη των, τοὺς δὲ ἐν αἰχμαλωσίᾳ
ἐκρατοῦσεν εἰς δεσμά.
|
17
Αὐτὸς εἶναι, ποὺ μετέβαλεν ὅλην
τὴν οἰκουμένην εἰς ἔρημον καὶ
τὰς πόλεις τοῦ κατοικουμένου κόσμου κατέστρεψε
καὶ τοὺς ἐν αἰχμαλωσίᾳ δὲν
ἔλυσεν! |
18
Πάντες οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν
ἐκοιμήθησαν ἐν τιμῇ, ἄνθρωπος
ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ·
|
18
Ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν
ἀπέθαναν καὶ ἐτάφησαν μετὰ
τιμῶν, ὁ καθένας εἰς τὸν οἶκον
του, εἰς τὸ βασίλειόν του.
|
18
Ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν
ἀπέθαναν καὶ ἐτάφησαν μὲ τιμὴν
ἕκαστος ἄνθρωπος εἰς τὸ σπίτι του
ἀποθνῄσκει καὶ ἀξιοῦται ταφῆς.
|
19
σὺ δὲ ριφήσῃ ἐν τοῖς ὄρεσιν
ὡς νεκρὸς ἐβδελυγμένος μετὰ
πολλῶν τεθνηκότων ἐκκεκεντημένων μαχαίραις,
καταβαινόντων εἰς ᾅδου. Ὃν τρόπον
ἱμάτιον ἐν αἵματι πεφυρμένον
οὐκ ἔσται καθαρόν, |
19
Σὺ ὅμως, παράνομε βασιλεῦ, θὰ
φονευθῇς καὶ θὰ ριφθῇς ἄταφος
εἰς τὰ ὄρη, σὰν σιχαμένος καὶ
ἀκάθαρτος νεκρὸς μαζῆ μὲ πολλοὺς
ἄλλους νεκρούς, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἔχουν φονευθῇ διαπερασμένοι ἀπὸ
μαχαίρας, καὶ θὰ
καταβαίνουν εἰς τὸν ᾅδην σὰν
ἔνδυμα, ποὺ ἔχει βαφῆ εἰς ἀνθρώπινον
αἷμα καὶ δὲν εἶναι καθαρόν.
|
19
Σὺ ὅμως θὰ ριφθῇς εἰς τὰ
ὄρη, παραμένων ἄταφος σὰν νεκρὸς σιχαμένος
καὶ ἀκάθαρτος μαζὶ μὲ πολλοὺς
πεθαμένους, ποὺ θὰ ἔχουν διαπερασθῆ
μὲ μαχαίρας καὶ θὰ καταβαίνουν εἰς
τὸν Ἅδην· σὰν ροῦχον ποὺ
ἔχει βαφῆ εἰς τὸ ἀνθρώπινον
αἷμα καὶ δὲν εἶναι καθαρόν.
|
20
οὕτως οὐδὲ σὺ ἔσῃ καθαρός,
διότι τὴν γῆν μου ἀπώλεσας καὶ
τὸν λαόν μου ἀπέκτεινας· οὐ
μὴ μείνῃς εἰς τὸν αἰῶνα
χρόνον, σπέρμα πονηρόν.
|
20
Ἔτσι καὶ σὺ δὲν θὰ εἶσαι
καθαρὸς καὶ ἀνένοχος, διότι
τὴν χώραν μου τὴν Ἰουδαίαν
κατέστρεψες καὶ τὸν λαόν μου
ἐφόνευσες· ἡ γενεά σου, σπέρμα
πονηρόν, δὲν πρόκειται νὰ διαιωνισθῇ
ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
|
20
Τοιουτοτρόπως οὔτε σὺ θὰ εἶσαι καθαρὸς
καὶ ἀνένοχος, διότι τὴν γῆν τῆς
ἐπαγγελίας μου κατέστρεψες καὶ τὸν εὐλογημένον
λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ, ἐφόνευσες. Δὲν
θὰ μείνῃς σὺ καὶ ἡ γενεά σου
καὶ ἡ βασιλεία σου αἰωνίως καὶ παντοτινά,
ὦ ἀπόγονε πονηρὲ γονέων πονηρῶν.
|
21
Ἑτοίμασον τὰ τέκνα σου σφαγῆναι
ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτῶν,
ἵνα μὴ ἀναστῶσι καῖ κληρονομήσωσι
τὴν γῆν καὶ ἐμπλήσωσι τὴν
γῆν πολέμων. |
21
Ἐτοίμασε τὰ παιδιά σου νὰ σφαγοῦν
ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
τοῦ πατρός των, ἵνα μὴ πονηρὰ
παιδιὰ ἁμαρτωλοῦ πατρὸς
ἀνδρωθοῦν καὶ κληρονομήσουν
τὴν χώραν καὶ γεμίσουν τὴν οἰκουμένην
μὲ πολέμους.
|
21
Ἐτοίμασε τὰ παιδιά σου νὰ σφαγοῦν
διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ πατρός
των, διὰ νὰ μὴ μεγαλώσουν καὶ ἀνδρωθοῦν
μὲ τὰς πονηρὰς ροπάς, ποὺ τοὺς
μετέδωκες, καὶ κατακτήσουν τὴν γῆν καὶ
γεμίσουν τὴν γῆν μὲ πολέμους.
|
22
Καὶ ἐπαναστήσομαι αὐτοῖς, λέγει
Κύριος σαβαωθ, καὶ ἁπολῶ αὐτῶν
ὄνομα καὶ κατάλειμμα καὶ σπερμα -
ταδε λέγει Κύριος - |
22
Ἐναντίον αὐτῶν θὰ σηκωθῶ
ἐπάνω, λέγει ὁ Κύριος τῶν
δυνάμεων, θὰ ἐξαφανίσω τὸ ὄνομά
των ἀπὸ τὴν γῆν, καθένα ποὺ
κατάγεται καὶ ἀπέμεινεν ἀπὸ
αὐτούς, κάθε ἀπόγονόν
των αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
|
22
Καὶ θὰ σηκωθῶ ἐπάνω διὰ νὰ
ἐπιτεθῶ κατ' αὐτῶν, λέγει ὁ
Κύριος τῶν Δυνάμεων, καὶ θὰ ἐξαφανίσω
τὸ ὄνομά των καὶ καθένα ποὺ
θὰ καταλειφθῇ ὡς καταγόμενος ἀπὸ
αὐτοὺς καὶ κάθε ἀπόγονον. Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος. |
23
καὶ θήσω τὴν Βαβυλωνίαν ἔρημον,
ὥστε κατοικεῖν ἐχίνους, καὶ
ἔσται εἰς οὐδέν· καὶ θήσω
αὐτὴν πηλοῦ βάραθρον εἰς ἀπώλειαν.
|
23
θὰόμεταβάλω καὶ θὰ καταστήσω
τὴν Βαβυλῶνα ἔρημον, ὥστε νὰ
κατοικοῦν εἰς αὐτὴν ἀκανθόχοιροι,
καὶ θὰ εἶναι αὐτὴ
ὡς ἕνα τίποτε, θὰ μεταβάλω αὐτὴν
εἰς ἕνα βορβορῶδες βάραθρον πρὸς
ἀφανισμὸν καὶ καταστροφήν.
|
23
Καὶ θὰ μεταβάλω τὴν Βαβυλῶνα εἰς
ἔρημον, ὥστε νὰ κατοικοῦν εἰς
αὐτὴν ἀκανθόχοιροι, καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ·
καὶ θὰ καταστήσω αὐτὴν βάραθρον λάσπης
καὶ βορβόρου πρὸς ἀφανισμόν.
|
24
Τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· ὃν
τρόπον εἴρηκα, οὕτως ἔσται, καὶ
ὃν τρόπον βεβούλευμαι, οὕτως μενεῖ.
|
24
Αὐτὰ λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων,
ὁ παντοκράτωρ· ὅπως εἶπα καὶ
ὅπως ἀπεφάσισα, ἔτσι καὶ θὰ
γίνῃ καὶ ἔτσι θὰ μείνῃ.
|
24
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων:
Ὅπως ἔχω εἴπει, ἔτσι θὰ γίνῃ,
καὶ ὅπως ἔχω ἀποφασίσει, ἔτσι
καὶ θὰ μείνῃ ἀμετάκλητος ἡ ἀπόφασίς
μου |
25
Τοῦ ἀπολέσαι τοὺς Ἀσσυρίους
ἀπὸ τῆς γῆς τῆς ἐμῆς
καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέων μου,
καὶ ἔσονται εἰς καταπάτημα καὶ
ἀφαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῶν ὁ
ζυγὸς αὐτῶν, καὶ τὸ κῦδος
αὐτῶν ἀπὸ τῶν ὤμων ἀφαιρεθήσεται.
|
25
Θὰ καταστρέψω τοὺς Ἀσσυρίους
ἀπὸ τὴν χώραν μου τὴν Ἰουδαίαν
καὶ ἀπὸ τὰ ἰδικά μου ὄρη·
θὰ νικηθοῦν καὶ θὰ καταπατηθοῦν
μὲ περιφρόνησιν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸν λαόν
μου ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας των. Ὁ
ἐξευτελισμὸς καὶ τὸ ὄνειδός
των, ποὺ ὡσὰν βαρὺ φορτίον ἐβάρυνε
τοὺς ὤμους των, θὰ ἀφαιρεθῇ>.
|
25
νὰ ἐξοντώσω τοὺς Ἀσσυρίους
ἀπὸ τὴν χώραν τὴν κατ' ἐξοχὴν
ἰδικήν μου, τὴν Παλαιστίνην δηλαδή, καὶ
ἀπὸ τὰ βουνὰ τὰ ἰδικά
μου· καὶ θὰ εἶναι οὗτος εἰς
καταπάτημα αὐτῶν ποὺ θὰ τοὺς
νικήσουν· καὶ θὰ
ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸν λαόν μου ὁ
ζυγὸς τῆς δουλείας των, καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ
ἀπὸ τοὺς ὤμους των τὸ ὄνειδος
των, ποὺ ὡς ἀλλο βαρὺ φορτίον τοὺς
πιέζει. |
26
Αὕτη ἡ βουλή, ἣν βεβούλευται
Κύριος ἐπὶ τὴν ὅλην οἰκουμένην,
καὶ αὐτὴ ἡ χεὶρ ἡ ὑψηλὴ
ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη. |
26
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις,
τὴν ὁποίαν ἔχει λάβει καὶ
ἀποφασίσει ὁ Κύριος, σχετικὰ
μὲ ὅλην τὴν οἰκουμένην. Ἡ
παντοδύναμος τιμωρὸς δεξιά του εἶναι
σηκωμένη ἐναντίον ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν
ἐθνῶν. |
26
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις, τὴν
ὁποίαν ἔχει ἀποφασίσει ὁ Κύριος δι'
ὅλην τὴν οἰκουμένην, καὶ αὐτὴ
εἶναι ἡ χείρ, ποὺ εἶναι ὑψωμένη
πολὺ ὑψηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη. |
27
Ἅ γὰρ ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος βεβούλευται,
τίς διασκεδάσει; Καὶ τὴν χεῖρα
αὐτοῦ τὴν ὑψηλὴν τίς ἀποστρέψει;
|
27
Αὐτὰ δὲ τὰ ὁποῖα ὁ
Θεὸς ὁ ἅγιος ἔχει ἀποφασίσει,
ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ἐμποδίσῃ
καὶ νὰ τὰ ματαίωσῃ; Καὶ
τὴν παντοδύναμον δεξιάν του, ποὺ ἔχει
ὑψωθῆ διὰ νὰ ἐπιπέσῃ
ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν, ποιὸς
ἠμπορεῖ νὰ τὴν στρέψῃ
ἀλλοῦ;
|
27
Ἀσφαλῶς θὰ πραγματοποιηθῇ ἡ
ἀπόφασις αὐτή. Διότι ἐκεῖνα,
ποὺ ὁ ἅγιος Θεὸς ἔχει ἀποφασίσει,
ποῖος θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ
τὰ ματαιώσῃ; Καὶ τὴν χεῖρα Του,
ποὺ εἶναι πολὺ ὑψηλὰ σηκωμένη,
ποῖος θὰ τὴν στρέψῃ ἀλλοῦ;
|
28
Τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέθανεν ὁ
βασιλεὺς Ἄχαζ, ἐγενήθη τὸ ρῆμα
τοῦτο. |
28
Ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος ἔγινε
τὸ ἔτος, κατά τὸ ὁποῖον
ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ.
|
28
Κατὰ τὸ ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖον
ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ, ἔγινεν
ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος.
|
29
Μὴ εὐφρανθείητε οἱ ἀλλόφυλοι
πάντες, συνετρίβη γὰρ ὁ ζυγὸς
τοῦ παίοντος ὑμᾶς· ἐκ γὰρ
σπέρματος ὄφεως ἐξελεύσεται ἔκγονα
ἀσπίδων, καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν
ἐξελεύσονται ὄφεις πετάμενοι.
|
29
Μὴ χαίρετε καὶ μὴ πανηγυρίζετε
ὅλοι σεῖς, οἱ Φιλισταῖοι, ἐπειδὴ
συνετρίβη ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας
τοῦ μονάρχου, ὁ ὁποῖος σᾶς
ἐκτύπα καὶ σᾶς ἔθλιβε. Διότι
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
φαρμακεροῦ αὐτοῦ ὄφεως, θὰ βγοῦν
παιδιὰ ἀντάξιά του, δηλητηριώδεις
ὀχιές, θὰ βγοῦν ὡς ἀπόγονοί
του φίδια φτερωτά.
|
29
Μὴ εὐφραίνεσθε, ὅλοι οἱ Φιλισταίοι,
διότι συνετρίβη ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας τοῦ
Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐκτύπα
καὶ σᾶς κατενίκα· διότι ἀπὸ τοὺς
ἀπογόνους τοῦ μονάρχου αὐτοῦ, ποὺ
ἦτο διὰ σᾶς ὄφις φαρμακερός, θὰ
βγοῦν τέκνα ὅμοια πρὸς τὰ δηλητηριώδη
σαϊτόφιδα, καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ
γεννηθοῦν χειρότεροι, ὅμοιοι πρὸς φίδια
ποὺ πετοῦν. |
30
Καὶ βοσκηθήσονται πτωχοὶ δι' αὐτοῦ,
πτωχοὶ δὲ ἄνθρωποι ἐπὶ εἰρήνης
ἀναπαύσονται· ἀνελεῖ δὲ
λιμῷ τὸ σπέρμα σου καὶ τὸ κατάλειμμά
σου ἀνελεῖ. |
30
Καὶ ἐνῷ αὐτὰ θὰ συμβαίνουν
εἰς βάρος τοῦ ἁμαρτωλοῦ μονάρχου
καὶ ἄλλων ἐθνῶν, οἱ πτωχοὶ
ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ θὰ διατρέφωνται
καὶ θὰ ποιμαίνωνται ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ ἔτσι οἱ πτωχοὶ αὐτοὶ
καὶ καταφρονημένοι τότε, θὰ ἀναπαύωνται
ἐν εἰρήνῃ. Ἀλλὰ τοὺς
ἰδικούς σας ἀπογόνους, ὦ Φιλισταῖοι,
θὰ ἐξολοθρεύσῃ ὁ Κύριος
μὲ φοβερὰν πεῖναν καὶ ἐκείνους,
ποὺ τυχὸν θὰ ἀπομείνουν, θὰ
τοὺς ἐξοντώσῃ ὁ Κύριος.
|
30
Καὶ θὰ διατραφοῦν οἱ πτωχοὶ
καὶ ταπεινοὶ δι’ αὐτοῦ, ὡς ἀγαθοῦ
καὶ προνοητικοῦ τούτων Ποιμένος, αὐτοὶ
δὲ οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοί, μὴ
παρασυρόμενοι εἰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις,
θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς
εἰρήνης· σοῦ δέ, ὦ Φιλισταῖε,
τοὺς ἀπογόνους θὰ ἐξοντώσῃ
ὁ Κύριος διὰ πείνης, καὶ κάθε τι, ποὺ
θὰ περισωθῇ ἀπὸ σέ, θὰ τὸ
θανατώσῃ. |
31
Ὀλολύξατε, πύλαι πόλεων, κεκραγέτωσαν
πόλεις τεταραγμέναι, οἱ ἀλλόφυλοι
πάντες, ὅτι ἀπὸ Βορρᾶ καπνὸς
ἔρχεται, καὶ οὔκ ἔστι τοῦ εἶναι.
|
31
Κλαύσατε, λοιπόν, μὲ ὀλολυγμοὺς
αἱ ὀχυραὶ πύλαι τῶν πόλεων
τῶν Φιλισταίων· ἃς κράξουν οἱ
ἀναστατωμένοι καὶ ταραγμένοι κάτοικοί
των, ὅλοι οἱ ἀλλόφυλοι, διότι
ὁ καπνὸς τῶν πόλεων, ποὺ καίονται,
κατεβαίνει ἀπὸ τὸν βορρᾶν καὶ
δὲν πρόκειται κανεὶς νὰ διαφύγῃ
τὴν καταστροφὴν καὶ νὰ σωθῇ!
|
31
Θρηνήσατε γοερῶς, ὦ πύλαι τῶν πόλεων, ἂς
κράξουν μετὰ κλαυθμῶν αἱ τεταραγμέναι ἐκ
τῆς προτέρας εἰσβολῆς πόλεις· ὅλοι
οἱ Φιλισταῖοι ἂς κλαύσουν, διότι ἔρχεται
ἀπὸ τὸν Βορρᾶν καπνὸς καὶ
καταστροφή, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ ὑπάρξῃ πλέον κανεὶς καὶ νὰ
σωθῇ. |
32
Καὶ τί ἀποκριθήσονται βασιλεῖς
ἐθνῶν; Ὅτι Κύριος ἐθεμελίωσε
Σιών, καὶ δι' αὐτοῦ σωθήσονται
οἱ ταπεινοὶ τοῦ λαοῦ. |
32
Οἱ βασιλεῖς, λοιπόν, τῶν διαφόρων
ἐθνῶν, ὅταν θὰ βλέπουν τὰ
γεγονότα αὐτά, τὴν ὁλοσχερῆ
καταστροφὴν τῶν Ἀσσυρίων καὶ
τὴν σωτηρίαν τοῦ Ἰσραήλ, ποῖον
ἀπάντησιν τάχα θὰ ἔχουν νὰ
δώσουν; Θὰ ἀπαντήσουν φυσικά,
ὅτι ὁ Κύριος ἐθεμελίωσε τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ὅτι δι' αὐτοῦ
ἐσώθησαν καὶ θὰ σωθοῦν οἱ
ταπεινοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι
ἐξαρτοῦν καὶ ζητοῦν ἀπὸ
αὐτὸν τὴν σωτηρίαν των. |
32
Καὶ τί θὰ ἀποκριθοῦν εἰς
τοὺς ζητοῦντας συμμαχίαν βασιλεῖς τῶν
ἐθνῶν; Ὅτι ὁ Κύριος ἐθεμελίωσε
τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δι’ αὐτοῦ,
οὐχὶ δὲ διὰ συμμαχιῶν, θὰ
σωθοῦν οἱ ταπεινοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ,
οἱ ἀπ’ αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν των
ἐξαρτῶντες. |