Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ποστελῶ
ὡς ἐρπετὰ ἐπὶ τὴν γῆν·
μὴ πέτρα ἔρημός ἐστι τὸ
ὄρος θυγατρὸς Σιών; |
ὰν
ἐρπετά, ποὺ φοβισμένα σύρονται
εἰς τὴν γῆν, ἔτσι ἐγὼ
θὰ διώξω τοὺς Μωαβίτας. Μήπως
οἱ καταφρονηταὶ Μωαβῖται ἐξακολουθοῦν
νὰ φρονοῦν, ὅτι τὸ ἅγιον ὅρος
τῆς Σιών, τῆς θυγατρός μου Ἱερουσαλήμ,
εἶναι ἔρημον;
|
ὰ
ἀποστείλω τοὺς διαφεύγοντας τὸν θάνατον
Μωαβίτας συρομένους εἰς τὴν γῆν σὰν
νὰ ἦσαν ἑρπετά. Μήπως, ὡς ἐφρόνουν
περιφρονοῦντες τὸ ἅγιον ὄρος μου,
εἶναι πέτρα ἔρημος τὸ ὄρος τῆς
Ἱεροοσαλημ; |
2
Ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου
νεοσσὸς ἀφῃρημένος, θύγατερ
Μωάβ. Ἔπειτα δέ, Ἀρνῶν, πλείονα
|
2
Ἐκεῖ θὰ καταφύγῃς, θὰ
εἶσαι σὰν νεοσσός, ποὺ μόλις
ἐπέταξε, διότι τὸν ἔχουν πάρει
ἀπὸ τὴν φωληά του, σὺ χώρα
τῆς Μωαβίτιδος. Καὶ πιὸ πολὺ
σὺ ἡ πόλις Ἀρνῶν
|
2
Ἐκεῖ θὰ καταφύγῃς, διότι θὰ
εἶσαι σὰν μικρὸ πουλὶ πτηνοῦ,
ποὺ ἐπέταξε καὶ τὸ ἔχουν πάρει
ἀπὸ τὴν φωλιά του, ὦ χώρα τῆς
Μωαβίτιδος. Ἔπειτα δὲ σύ, ὦ πόλις Ἀρνῶν,
περισσότερον |
3
βουλεύου, ποίει τε σκέπην πένθους
αὐτῇ διὰ παντός· ἐν μεσημβρινῇ
σκοτίᾳ φεύγουσιν, ἐξέστησαν,
μὴ ἀπαχθῇς. |
3
σκέψου, γίνε καὶ κάμε στέγην
τοῦ πένθους τῆς Μωὰβ ὁλοκλήρου.
Πανικόβλητοι φεύγουν οἱ κάτοικοί
της σὰν εἰς βαθὺ σκοτάδι, ἐνῷ
εἶναι ὥρα μεσημβρινή. Φεύγουν, ἔχασαν
τὸ μυαλό των. Μὴ ἀρνηθῇς προστασίαν
εἰς αὐτούς.
|
3
νὰ σκέπτεσαι, καὶ κάμε προστασίαν τοῦ πένθους
δι’ αὐτὴν ἀπαύστως. Φεύγουν οἱ κάτοικοί
της πανικόβλητοι καὶ σκοτισμένοι σὰν εἰς
σκότος εἰς ὥραν μεσημβρινήν. Τόσον πολὺ
εἶναι ζαλισμένοι, ὥστε καὶ ἡ μεσημβρία
εἶναι σκοτάδι δι’ αὐτούς. Ἔχασαν τὸν
νοῦν καὶ τὴν αἴσθησίν των·
μὴ παρασυρθῇς ὥστε νὰ τοὺς ἀρνηθῇς
προστασίαν. |
4
Παροικήσουσί σοι οἱ φυγάδες Μωάβ,
ἔσονται σκέπη ὑμῖν ἀπὸ
προσώπου διώκοντας, ὅτι ᾔρθη ἡ
συμμαχία σου, καὶ ὁ ἄρχων ἀπώλετο
ὁ καταπατῶν ἐπὶ τῆς γῆς.
|
4
Εἰς σὲ θὰ παροικήσουν οἱ φυγάδες
τῆς Μωαβίτιδος χώρας. Σεῖς θὰ
εἶσθε σκέπη καὶ προστασία αὐτῶν
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι
τοὺς καταδιώκουν. Διότι ἔχει ἤδη
διαλυθῇ ἡ συμμαχία σου μὲ τὰ
ἄλλα ἐχθρικὰ ἔθνη. Ὁ δὲ
σκληρὸς Ἀσσύριος ἄρχων, ὁ ὁποῖος
σὲ κατοπτατοῦσε, ἔχει ἤδη χαθῆ.
|
4
Θὰ παροικήσουν εἰς σὲ οἱ φυγάδες τῆς
Μωάβ, καὶ θὰ σκεπασθοῦν ἀπὸ
σᾶς, εὑρίσκοντες προστασίαν ἀπὸ τὸ
πρόσωπον τοῦ καταδιώκοντος αὐτοὺς ἐχθροῦ,
διότι διελύθη μὲν ἡ συμμαχία σου μὲ
τὰ ἄλλα ἔθνη, συγχρόνως ὅμως
ἐχάθη ὁ ἄρχων ὁ Ἀσσύριος,
ὁ ὁποῖος σὲ κατεπάτει ἀπὸ
τὴν γῆν. |
5
Καὶ διορθωθήσεται μετ' ἐλέους θρόνος,
καὶ καθιεῖται ἐπ' αὐτοῦ μετὰ
ἀληθείας ἐν σκηνῇ Δαυὶδ κρίνων
καὶ ἐκζητῶν κρῖμα καὶ σπεύδων
δικαιοσύνην. |
5
Σύναψε φιλίαν καὶ προσκολλήσου εἰς
τὴν Σιών, διότι θὰ ἀνορθωθῇ
ἐκεῖ ἔνδοξος ὁ θρόνος τοῦ
Δαυίδ, καὶ εἰς τὴν Σκηνὴν καὶ
τὸν ἔνδοξον βασιλικὸν θρόνον τοῦ
Δαυὶδ θὰ καθίσῃ ἔνας μέγας
Κριτής, ὁ ὁποῖος θὰ στηρίζεται
εἰς τὴν δύναμιν τῆς ἀληθείας,
ἐπιζητῶν καὶ ἀποδίδων πάντοτε
δικαίαν κρίσιν, μὲ ζῆλον ἀναζητῶν
καὶ ἐφαρμόζων δικαιοσύνην.
|
5
Καὶ θὰ ἐτοιμασθῇ μὲ τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ θρόνος, καὶ θὰ
καθίσῃ ἐπ’ αὐτοῦ στηριζόμενος οὐχὶ
ἐπὶ τοῦ ψεύδους, ἀλλ’ ἐπὶ
τῆς ἀληθείας εἰς τὴν σκηνὴν
καὶ τὸν βασιλικὸν οἶκον Δαβὶδ
κριτῆς, ὁ ὁποῖος μετ’ ἐπιμελείας
πολλῆς θὰ ζητῇ τὸ δίκαιον καὶ
μὲ ζῆλον θὰ ἐπιδιώκῃ τὴν
δικαιοσύνην. |
6
Ἠκούσαμεν τὴν ὕβριν Μωάβ, ὑβριστὴς
σφόδρα, τὴν ὑπερηφανίαν ἐξῇρας.
Οὐχ οὕτως ἡ μαντεῖα σου, οὐχ
οὕτως. |
6
Ἐπληροφορήθημεν τὴν ἀλαζονείαν
καὶ αὐθάδειαν τῆς χώρας τῶν
Μωαβιτῶν. Ὑπῆρξε πάρα πολὺ ὑπερήφανος
αὐτή. Ἡ ἀλαζονεία καὶ
αὐθάδειά της ἔφθασεν εἰς μεγάλο
ὕψος. Αἱ μαντεῖαι καὶ αἱ προρρήσεις
τῶν ψευδοπροφητῶν σου δὲν εἶναι, ὅπως
σᾶς τὰς παρουσιάζουν· εἶναι ψευδοπροφητεῖαι.
|
6
Ἠκούσαμεν τὴν βλάσφημον ὑπερηφάνειαν τοῦ
λαοῦ τῆς Μωάβ. Εἶναι πάρα πολὺ ὑβριστὴς
καὶ περιφρονητὴς τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ· τὴν βλάσφημον ὑπερηφάνειάν σου
ἐσήκωσες ὑψηλά. Αἱ μαντεῖαι
καὶ αἱ προρρήσεις αὐτῶν δὲν
εἶναι τοιαῦται, ὁποῖαι σοῦ παρουσιάζονται·
εἶναι ψευδεῖς. |
7
Ὀλολύξει Μωάβ, ἐν γὰρ τῇ
Μωαβίτιδι πάντες ὀλολύξουσι·
τοῖς κατοικοῦσι δὲ Σὲθ μελετήσεις·
καὶ οὐκ ἐντραπήσῃ.
|
7
Θὰ θρηνήσῃ μὲ ὁλολυγμοὺς
ἡ χώρα τῆς Μωάβ, διότι εἰς
τὴν περιοχήν της ὅλοι θὰ θρηνήσουν
μὲ ὁλολυγμούς. Θὰ σκεφθῇς τότε
τοὺς κατοίκους τῆς Σέθ, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους καὶ θὰ τρέξῃς
νὰ ζητήσῃς βοήθειαν, καὶ δὲν
θὰ ἐντραπῇς δι' αὐτό.
|
7
Θὰ κλαύσῃ ὀλοφυρομένη ἡ χώρα τῆς
Μωάβ, διότι ὅλοι οἱ κατοικοῦντες εἰς
τὴν Μωαβίτιδα θὰ κλαύσουν μετ’ ὀλοφυρμῶν
αὐτοὶ δὲ ποὺ κατοικοῦν εἰς
τὴν πόλιν Σέθ, θὰ συνθέσουν θρῆνον μελετημένον
καὶ δὲν θὰ ἐντραπῇς, ὦ
Μωάβ, ἐπικαλουμένη ματαίως καὶ ἐπιμόνως
βοήθειαν. |
8
Τὰ πεδία Ἐσεβὼν πενθήσει, ἄμπελος
Σεβαμά· καταπίνοντες τὰ ἔθνη,
καταπατήσατε τὰς ἀμπέλους αὐτῆς
ἕως Ἰαζήρ· οὐ μὴ συνάψητε,
πλανήθητε τὴν ἔρημον· οἱ ἀπεσταλμένοι
ἐγκατελείφθησαν, διέβησαν γὰρ τὴν
ἔρημον. |
8
Αἱ πεδιάδες, τῆς Ἐσεβὼν θὰ
θρηνήσουν καὶ αἱ ἄμπελοι τῆς
Σεβαμά. Σεῖς οἱ ἐχθροί, ποὺ
καταπίνετε τὰ ἀλλὰ ἔθνη, καταπατήσατε
καὶ τὰς ἀμπέλους τῆς χώρας
αὐτῆς ἕως εἰς τὴν Ἰαζήρ.
Πουθενὰ δὲν θὰ σταματήσετε. Συνεχίσατε
τὴν καταδίωξιν, περιπλανηθῆτε εἰς
τὴν ἕρημον καταδιώκοντες τοὺς φυγάδας.
Οἱ πρέσβεις, ποὺ εἶχαν ἀποσταλῆ
πρὸς συνθηκολόγησιν, ἐγκατελείφθησαν,
χωρὶς νὰ ἐπιτύχουν συνάντησιν.
Διότι οἱ ἐχθροὶ εἶχαν διαβῆ
καὶ προχωρήσει εἰς τὴν ἔρημον
<Ἄλλη γραφή: Πρὸς τὴν θάλλασσαν>.
|
8
Τὰ χωράφια τῆς Ἐσεβὼν θὰ πενθήσουν,
διότι θὰ καταστραφοῦν θὰ πενθήσῃ καὶ
ἡ ἄμπελος τῆς Σεβαμά. Σεῖς, Ἀσσύριοι,
ποὺ καταπίνετε τὰ ἔθνη, καταπατήσατε τὰς
ἀμπέλους της μέχρι τῆς εἰς τὰ βόρεια
τῆς Μωὰβ κειμένης Ἰαζήρ. Δὲν
θὰ σταματήσετε, ἀλλὰ νὰ συνεχίσετε
διώκοντες τοὺς Μωαβίτας· προχωρήσατε εἰς
τὴν ἔρημον καὶ ἀποπλανήθητε ἐκεῖ
διώκοντες τούτους. Οἱ πρὸς συνθηκολόγησιν ἀποσταλέντες
πρέσβεις των ἐγκατελείφθησαν, χωρὶς να ἐπιτύχουν
συνάντησιν, διότι οἱ ἐχθροὶ ἐν τῷ
μεταξὺ ἐπροχώρησαν καὶ διέβησαν εἰς
τὴν ἔρημον. |
9
Διὰ τοῦτο κλαύσομαι ὡς τὸν κλαυθμὸν
Ἰαζὴρ ἄμπελον Σεβαμά· τὰ
δένδρα σου κατέβαλεν, Ἐσεβὼν καὶ
Ἐλεαλή, ὅτι ἐπὶ τῷ θερισμῷ
καὶ ἐπὶ τὸ τρυγητῷ σου καταπατήσω,
καὶ πάντα πεσοῦνται. |
9
Διὰ τοῦτο θὰ κλαύσω τὴν καταστροφὴν
ἀμπελώνων τῆς Σεβαμά, ὅπως ἔκλαυσα
καὶ τὴν καταστροφὴν τῆς Ἰαζήρ.
Τὰ δένδρα σου, ὦ Ἐσεβὼν καὶ
Ἐλεαλή, τὰ κατέστρεψε, τὰ ἔρριψεν
εἰς τὴν γῆν ὁ ἐχθρός σου
καὶ ἀπειλεῖ λέγων· <θὰ
καταπατήσω τὸν θερισμὸν τῶν σιτηρῶν
σου καὶ τὸν τρυγητὸν τῶν ἀμπελώνων
σου, τὰ πάντα. Τίποτε δὲν θὰ
μείνῃ ὄρθιον ἀλλὰ τὰ πάντα
θὰ ριφθοῦν εἰς τὴν γῆν.
|
9
Διότι δὲ οὕτω θὰ συνακολουθήσῃ καὶ
πλήρης τῆς συγκομιδῆς καταστροφή, θὰ κλαύσω
τὰ ἀμπέλια τῆς Σεβαμά, ὅπως ἔκλαυσα
καὶ τὰ ἀμπέλια τῆς Ἰαζήρ.
Τὰ δένδρα σου ἔρριψε κάτω, ἐκρίζωσας
ταῦτα ὁ ἐχθρός, ὦ Ἐσεβὼν
καὶ Ἐλεαλή, διότι, ὅταν πρόκειται
νὰ θερίσῃς καὶ νὰ τρυγήσῃς,
θὰ παραχωρήσω νὰ καταπατηθοῦν οἱ στάχυες
καὶ αἱ σταφυλαὶ καὶ νὰ πέσουν
ὅλα κατὰ γῆς καταστρεφόμενα.
|
10
Καὶ ἀρθήσεται εὐφροσύνη καὶ
ἀγαλλίαμα ἐκ τῶν ἀμπελώνων
σου καὶ ἐν τοῖς ἀμπελῶσί
σου οὐ μὴ εὐφρανθήσονται καὶ
οὐ μὴ πατήσουσιν οἶνον εἰς τὰ
ὑπολήνια, πέπαυται γάρ.
|
10
Θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ λείψῃ
πλέον εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασις
ἀπὸ τοὺς ἀμπελῶνας σου. Τὰ
παιδιά σου δὲν θὰ εὐφρανθοῦν
ἀπὸ τοὺς ἀμπελῶνας σου. Δὲν
θὰ πατήσουν σταφυλάς, διὰ νὰ
ρίψουν μούστους εἰς τὰ ὑπολήνια.
Κάθε χαρμόσυνος φωνὴ καὶ ἄσμα,
συνήθη κατὰ τὸν τρυγητόν, θὰ
ἔχουν πλέον παύσει.
|
10
Καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ κάθε εὐφροσύνη
καὶ ἀγαλλίασις ἀπὸ τὰς ἀμπέλους
σου· καὶ εἰς τὰς ἀμπέλους σου
δὲν θὰ δοκιμάσουν τὴν εὐχαρίστησιν
τοῦ τρυγητοῦ καὶ δὲν θὰ πατήσουν
σταφύλια, ὥστε νὰ ρεύσῃ μοῦστος εἰς
τὰ ὑπολήνια, διότι κάθε χαρμόσυνος φωνὴ
καὶ κάθε ᾆσμα ἐπὶ τῷ τρυγητῷ
ἔχει παύσει. Μελαγχολία ἀπλώνεται παντοῦ.
|
11
Διὰ τοῦτο ἡ κοιλία μου ἐπὶ
Μωὰβ ὡς κιθάρα ἠχήσει, καὶ
τὰ ἐντός μου ὡσεὶ τεῖχος,
ὃ ἐνεκαίνισας. |
11
Διὰ τὰς ἐπικειμένας αὐτὰς
συμφορὰς κατὰ τῆς Μωάβ, περίλυπος
ἡ καρδία μου θὰ ἀντηχήσῃ
ὡσὰν μελαγχολικὴ κιθάρα θρηνωδη ᾄσματα
καὶ τὰ σπλάγχνα μου θὰ σκληρυνθοῦν
ἀπὸ τὸν πόνον, σὰν τεῖχος
τοῦ ὁποίου τώρα ἔγιναν τὰ
ἐγκαίνια. |
11
Διότι δὲ θλίβομαι ἐπὶ ταῖς ἐπικειμέναις
τῆς Μωὰβ καταστροφαῖς, δι' αὐτὸ
ἡ καρδία μου περίλυπος θὰ ἠχήσῃ
σὰν κιθάρα διὰ τὴν Μωάβ, καὶ τὰ
σπλάγχνα μου θὰ παρουσιασθοῦν ἀκλόνητα καὶ
στερεὰ ἐπὶ τοῦ θελήματός σου σὰν
τεῖχος, τὸ ὁποῖον σὺ ἐγκαινίασες.
|
12
Καὶ ἔσται εἰς τὸ ἐντραπῆναί
σε ὅτι ἐκοπίασε Μωὰβ ἐπὶ
τοῖς βωμοὶ καὶ εἰσελεύσεται
εἰς τὰ χειροποίητα αὐτῆς ὥστε
προσεύξασθαι, καὶ οὐ μὴ δύνηται
ἐξελέσθαι αὐτόν.
|
12
Καὶ σὺ Μωὰβ θὰ καταληφθῇς ἀπὸ
ἐντροπήν, διότι ἐκοπίασες ἀνωφελῶς
προσφέρουσα θυσίαν εἰς τοὺς βωμοὺς
τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν σου. Θὰ
εἰσέλθῃς εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς
ναούς, ὅπου ὑπάρχουν τὰ χειροποίητα
εἴδωλά σου, διὰ νὰ ζητήσῃς
καὶ λάβῃς βοήθειαν, ἀλλὰ
αὐτὰ δὲν θὰ ἠμπορέσουν
νὰ σὲ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν
ἐχθρόν>.
|
12
Καὶ τοῦτο θὰ γίνῃ διὰ νὰ
σὲ ἐντραποῦν οὗτοι, διότι ἡ
χώρα τῆς Μωὰβ ἐκοπίασε θυσιάζουσα
εἰς τοὺς βωμούς της καὶ θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τοὺς ναοὺς τῶν εἰδώλων,
ποὺ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρωπίνων κατασκευάζονται,
ὥστε νὰ προσευχηθῇ ἀνωφελῶς,
καὶ δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ ἐλευθερώσῃ
τὸν λαὸν αὐτῆς.
|
13
Τοῦτο τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησε
Κύριος ἐπὶ Μωάβ, ὁπότε
καὶ ἐλάλησε. |
13
Αὐτὰ εἶναι τὰ προφητικὰ λόγια,
τὰ ὁποῖα ὁ Κύριος ἐλάλησεν
ἐναντίον τῆς Μωὰβ τότε, ποὺ
τὰ εἶπε.
|
13
Αὐτὸς εἶναι ὁ προφητικὸς λόγος,
τὸν ὁποῖον ἐλάλησεν ὁ Κύριος
διὰ τὴν Μωάβ, τὴν ἐποχὴν κατὰ
τὴν ὁποῖον ἐλάλησε τοῦτον.
|
14
Καὶ νῦν λέγω· ἐν τρισὶν
ἔτεσιν ἐτῶν μισθωτοῦ ἀτιμασθήσεται
ἡ δὸξα Μωὰβ ἐν παντὶ τῷ
πλούτω τῷ πολλῷ, καὶ καταλειφθήσεται
ὀλιγοστὸς καὶ οὐκ ἔντιμος.
|
14
Καὶ τώρα σᾶς πληροφορῶ, ὅτι
ἐντὸς τριῶν ἐτῶν ὡσὰν
τὰ ἔτη τοῦ μισθωτοῦ ἀνθρώπου,
θὰ ἐξευτελισθῇ καὶ θὰ καταπέσῃ
ὅλη ἡ δόξα τῆς χώρας Μωάβ,
μὲ ὅλον τὸν ἄφθονον πλοῦτον
της. Ὀλίγοι Μωαβῖται θὰ ἀπομείνουν
καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι χωρὶς
καμμίαν ὑπόληψιν καὶ ἐκτίμησιν.
|
14
Καὶ τώρα καθορίζων τὸν χρόνον τῆς ἐκπληρώσεως
λέγω· εἰς τρία ἔτη - λέγων δὲ ἔτη
ἐννοῶ ἔτη ἀνθρώπου μισθωτοῦ,
ὁ ὁποῖος λογαριάζει καλά, πότε θὰ
συμπληρωθοῦν ταῦτα - θὰ καταλήξῃ εἰς
ἀτιμίαν ἡ δόξα τῆς Μωὰβ μὲ ὅλον
τὸν πολὺν πλοῦτον της καὶ θὰ
ἀπομείνῃ ὀλιγοστή, μὲ ἠλαττωμένον
πληθυσμὸν καὶ χωρὶς καμμίαν τιμὴν
καὶ ἀξίαν. |