Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
Κύριος καταφθείρει τὴν οἰκουμένην
καὶ ἐρημώσει αὐτὴν καὶ
ἀνακαλύψει τὸ πρόσωπον αὐτῆς
καὶ διασπερεῖ τοὺς ἐνοικοῦντας
ἐν αὐτῇ. |
δού,
ὁ Κύριος θὰ καταστρέψῃ τὴν
οἰκουμένην καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ.
Θὰ ξεσκεπάσῃ τὴν ἐπιφάνειαν
αὐτῆς καὶ θὰ διασκορπίσῃ
τοὺς κοτοίκους της.
|
δοὺ
ὁ Κύριος καταστρέφει τὴν κατοικουμένην γῆν
καὶ θὰ ἐρημώσῃ αὐτὴν
καὶ θὰ ξεσκεπάσῃ τὸ πρόσωπόν
της ἀπογυμνώνων τὴν ἐπιφάνειάν της
καὶ θὰ διασκορπίσω αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν ἐν αὐτῇ.
|
2
Καὶ ἔσται ὁ λαὸς ὡς ὁ
ἱερεὺς καὶ ὁ παῖς ὡς ὁ
κύριος καὶ ἡ θεράπαινα ὡς ἡ
κυρία· ἔσται ὁ ἀγοράζων
ὡς ὁ πωλῶν, ὁ δανείζων ὡς
ὁ δανειζόμενος καὶ ὁ ὀφείλων
ὡς ᾦ ὀφείλει. |
2
Ὑπὸ τὸ κράτος δὲ αὐτῆς
τῆς συμφορᾶς θὰ ἰσοπεδωθοῦν
τὰ πάντα. Ὁ λαὸς θὰ εἶναι
ὅπως ὁ ἱερεύς, ὁ δοῦλος
ὅπως ὁ κύριος, ἡ ὑπηρέτρια
ὅπως ἡ κυρία, αὐτὸς ποὺ
ἀγοράζει θὰ εἶναι ὡσὰν
ἐκεῖνον ποὺ πωλεῖ, αὐτὸς
ποὺ δανείζει σὰν ἐκεῖνον ποὺ
δανείζεται, καὶ ὁ ὀφειλέτης
θὰ εἶναι ὅπως ὁ πιστωτής.
|
2
Καὶ θὰ εἶναι τότε ὅλοι ἴσοι
ἔναντι τῶν πληγῶν καὶ τῶν δοκιμασιῶν
οἱ λαϊκοὶ ὅπως ὁ ἱερεὺς
καὶ ὁ δοῦλος ὅπως ὁ κύριος καὶ
ἡ ὑπηρέτρια ὅπως ἡ κυρία· θὰ
εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγοράζει ὡσὰν
αὐτὸν ποὺ πωλεῖ, ὁ δανειστὴς
ὡσὰν τὸν δανειζόμενον καὶ ἐκεῖνος
ποὺ ὀφείλει, ὡσὰν αὐτόν, εἰς
τὸν ὁποῖον χρεωστεῖ.
|
3
Φθορᾷ φθαρήσεται ἡ γῆ, καὶ προνομῇ
προνομευθήσεται ἡ γῆ· τὸ γὰρ
στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα.
|
3
Μὲ τρομακτικὸν ὄλεθρον θὰ καταστραφῇ
ἡ γῆ, μεγάλη λεηλασία θὰ γίνῃ
εἰς αὐτήν. Αὐτὰ θὰ γίνουν
ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως, διότι τὸ
στόμα τοῦ Κυρίου τὰ ἀπεκάλυψε
καὶ τὰ ἐκήρυξεν.
|
3
Διὰ μεγάλης καταστροφῆς θὰ φθαρῇ ἡ
γῆ καὶ διὰ διαρπαγῆς θὰ λεηλατηθῇ
ἡ γῆ· διότι οὐχὶ ἄνθρωπός
τις ἀπεφάσισε τοῦτο, ἀλλὰ τὸ
στόμα τοῦ Κυρίου ἐλάλησεν αὐτά.
|
4
Ἐπενθησεν ἡ γῆ, καὶ ἐφθάρη
ἡ οἰκουμένη, ἐπένθησαν οἱ
ὑψηλοὶ τῆς γῆς.
|
4
Ἡ γῆ θὰ πενθήσῃ διὰ τὸν
ὅλεθρον τῶν κατοίκων της· θὰ
καταστραφῇ ἡ οἰκουμένη καὶ οἱ
μεγάλοι ἄνθρωποι τῆς γῆς θὰ
πενθήσουν.
|
4
Ἡ γῆ θὰ πενθήσῃ καὶ θὰ
καταστραφῇ ἡ οἰκουμένη, θὰ πενθήσουν
οἱ ὑπερήφανοι τῆς γῆς, οἱ στηρίζοντες
τὴν πεποίθησιν αὐτῶν ἐπὶ τὴν
εὐφορίαν ταύτης καὶ ἐκ τῆς πλουσίας
συγκομιδῆς αὐτῆς πλουτοῦντες καὶ
ἐπαιρόμενοι. |
5
Ἡ δὲ γῆ ἠνόμησε διὰ τοὺς
κατοικοῦντας αὐτήν, διότι παρήλθοσαν
τὸν νόμον καὶ ἤλλαξαν τὰ προστάγματα,
διαθήκην αἰώνιον. |
5
Καὶ τοῦτο, διότι ἡ χώρα ἐγέμισεν
ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας τῶν κατοίκων
της. Αὐτοὶ παρέβησαν τὸν Νόμον,
ἤλλαξαν τὰ θεῖα προστάγματα, κατήργησαν
τὴν αἰωνίαν διαθήκην τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἡ δὲ γῆ ἐπληρώθη ἀνομίας καὶ
ἁμαρτίας δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν εἰς αὐτήν, διότι οὖτοι περιεφρόνησαν
τὸν Νόμον καὶ ἤλλαξαν τὰ θεῖα
προστάγματα καὶ κατήργησαν αὐτά, ἅτινα ἀποτελοῦν
διαθήκην παλαιὸν καὶ αἰώνιον.
|
6
Διὰ τοῦτο ἀρὰ ἔδεται τὴν
γῆν, ὅτι ἠμάρτοσαν οἱ κατοικοῦντες
αὐτήν· διὰ τοῦτο πτωχοὶ
ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν τῇ
γῇ, καὶ καταλειφθήσονται ἄνθρωποι
ὀλίγοι. |
6
Δι' αὐτὸ ἡ κατάρα θὰ καταφάγῃ
τὴν γῆν, διότι οἱ κάτοικοί
της ἡμάρτησαν. Διὰ τοῦτο πτωχοὶ
θὰ εἶναι πλέον οἱ κάτοικοι τῆς
γῆς καὶ ὀλίγοι θὰ εἶναι
οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἀπομείνουν εἰς αὐτήν.
|
6
Διὰ τοῦτο ἡ κατάρα θὰ καταφάγῃ
τὴν γῆν καὶ πᾶσαν τὴν βλάστησίν
της, διότι ἡμάρτησαν οἱ κάτοικοί τας·
διὰ τοῦτο θὰ γίνουν πτωχοὶ αὐτοί,
ποὺ κατοικοῦν ἐν τῇ γῇ·
καὶ θὰ ἀπομείνουν ὀλίγοι ἄνθρωποι,
διότι καὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων θὰ
ἀποθάνουν πολλοί. |
7
Πενθήσει οἶνος, πενθήσει ἄμπελος,
στενάξουσι πάντες οἱ εὐφραινόμενοι
τὴν ψυχήν. |
7
Θὰ πενθήσῃ τότε ὁ οἶνος,
διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν καταναλωταί.
Θὰ πενθήσουν οἱ ἄμπελοι, διότι
δὲν θὰ ὑπάρχουν οἱ τρυγηταί.
Θὰ ἀναστενάξουν μὲ πόνον ὅλοι,
ὅσοι προηγουμένως ηὔφραναν μὲ τὸν
οἶνον τὴν ψυχήν των.
|
7
Θὰ πενθήσῃ ἐκλείπων ὁ οἶνος,
θὰ πενθήσῃ ξηραινομένη ἡ ἄμπελος,
θὰ στενάξουν ὅλοι ἐκεῖνοι, τῶν
ὁποίων εὐφραίνονται αἱ ψυχαὶ διὰ
τῆς χρήσεως τοῦ οἴνου.
|
8
Πέπαυται εὐφροσύνη τυμπάνων, πέπαυται
αὐθαδεία καὶ πλοῦτος ἀσεβῶν,
πέπαυται φωνὴ κιθάρας.
|
8
Θὰ σταματήσῃ πλέον καὶ θὰ
λείψῃ κάθε χαρὰ καὶ διασκέδασις
μὲ τύμπανα. Θὰ σβήσῃ ἡ
ἀλαζονεία τῶν ἀνθρώπων, θὰ
λείψουν τὰ πλούτη τῶν ἀσεβῶν,
θὰ παύσῃ ἡ ἁρμονικὴ φωνὴ
τῆς κιθάρας.
|
8
Θὰ παύσῃ κάθε εὐφροσύνη ἐκ τῆς
κροτήσεως τυμπάνων, θὰ παύσῃ ἡ αὐθάδεια
καὶ ὁ ἐμπνέων αὐτὴν πλοῦτος
των μὴ φοβουμένων τὸν Θεόν· θὰ
παύσῃ κάθε ἁρμονικὸς ἦχος κιθάρας.
|
9
Ἠσχύνθησαν οὐκ ἔπιον οἶνον,
πικρὸν ἐγένετο τὸ σίκερα τοῖς
πίνουσιν. |
9
Οἱ ἄνθρωποι θὰ καταισχυνθοῦν, δὲν
θὰ πίνουν πλέον οἶνον, πικρὰ
δὲ θὰ γίνουν εἰς τοὺς πίνοντας
τὰ οἰνοπνευματώδη ποτά.
|
9
Θὰ εἶναι μελαγχολικοὶ καὶ ἐντροπιασμένοι
ἀπὸ τὴν θεομηνίαν δὲν θὰ πίνουν
οἶνον τὰ οἰνοπνευματώδη δὲ ποτὰ
θὰ γίνουν πικρὰ εἰς ἐκείνους ποὺ
τὰ πίνουν. |
10
Ἠρημώθη πᾶσα πόλις, κλείσει
οἰκίαν τοῦ μὴ εἰσελθεῖν.
|
10
Κάθε πόλις θὰ ἐρημωθῇ, κάθε
σπίτι θὰ κλείσῃ, ὥστε νὰ
μὴ ἠμπορῇ κανεὶς νὰ εἰσέλθῃ
εἰς αὐτό.
|
10
Θὰ ἐρημωθῇ πᾶσα πόλις, καὶ θὰ
κλείσῃ πᾶσα οἰκία, ὥστε νὰ μὴ
δύναταί τις νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.
|
11
Ὀλολύζεται περὶ τοῦ οἴνου πανταχῆ·
πέπαυται πᾶσα εὐφροσύνη τῆς
γῆς. Ἀπῆλθε πᾶσα εὐφροσύνη
τῆς γῆς. |
11
Παντοῦ θὰ ἀκούεται θρῆνος διὰ
τὴν ἔλλειψιν τοῦ οἴνου τῆς χαρᾶς.
Θὰ παύσῃ κάθε εὐφροσύνη
εἰς τὴν γῆν. Θὰ ἔχῃ φύγει
κάθε ἀγαλλίασις ἀπὸ αὐτήν.
|
11
Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς θὰ γίνεται πανταχοῦ
διὰ τὴν ἔλλειψιν τοῦ οἴνου·
θὰ ἔχῃ παύσει κάθε εὐφροσύνῃ
τῆς γῆς, θὰ φυγαδευθῇ πᾶσα χαρὰ
καὶ εὐφροσύνη τῆς γῆς.
|
12
Καὶ καταλειφθήσονται πόλεις ἔρημοι,
καὶ οἴκοι ἐγκαταλελειμμένοι ἀπολοῦνται.
|
12
Θὰ ἀπομείνουν αἱ πόλεις ἔρημοι.
Θὰ καταστραφοῦν οἱ ἐγκαταλελειμμένοι
οἶκοι. |
12
Καὶ θὰ ἐγκαταλειφθοῦν αἱ πόλεις
ἔρημοι, καὶ τὰ σπίτια ἐγκαταλελειμμένα
καὶ ἔρημα ἀπὸ ἐνοίκους
θὰ καταστραφοῦν. |
13
Ταῦτα πάντα ἔσται ἐν τῇ γῇ
ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν, ὂν
τρόπον ἐάν τις καλαμήσηται ἐλαίαν,
οὕτως καλαμήσονται αὐτούς, καὶ
ἐὰν παύσηται ὁ τρύγητος.
|
13
Ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν
εἰς τὴν γῆν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν
λαῶν. Ὅπως ραβδίζῃ κανεὶς τὸ
δένδρον τῆς ἐληᾶς, διὰ νὰ
μὴ ἀφήσῃ καμμιὰ ἐληὰ
ἐπάνω του, ἔτσι θὰ ραβδίσουν
καὶ θὰ λεηλατήσουν τοὺς κατοίκους
οἱ ἐχθροί. Ἄμπελος τρυγημένη,
χωρὶς ρόγα σταφυλιοῦ θὰ εἶναι
ἡ γῆ |
13
Ὅλα αὐτὰ θὰ γίνουν ἐν τῇ
γῇ ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν·
καθ’ ὃν τρόπον ἐάν τις ραβδίσῃ ἐλαίαν,
ὅτε προσπαθεῖ νὰ μὴ ἀφήσῃ
κανένα κόκκον ἐπὶ τοῦ δένδρου, οὕτω
θὰ ραβδίσουν καὶ θὰ θερίσουν αὐτούς·
καὶ ὅπως ἐὰν παύσῃ ὁ τρυγητός,
ἐπιστρέφουν πάλιν καὶ περισυλλέγουν καὶ
τὰ ἐναπολειφθέντα βοτρύδια.
|
14
Οὗτοι φωνῇ βοήσονται, οἱ δὲ
καταλειφθέντες ἐπὶ τῆς γῆς εὐφρανθήσονται
ἅμα τῇ δόξᾳ Κυρίου. Ταραχθήσεται
τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης·
|
14
Καὶ οἱ μὲν ἀσεβεῖς, ἐν
ὄψει αὐτῆς τῆς ἐπερχομένης
καταστροφῆς, θὰ βοοῦν μὲ μεγάλας
κραυγάς, οἱ δὲ ἀπομένοντες εὐσεβεῖς
εἰς τὴν γῆν θὰ εὐφρανθοῦν,
ἀμέσως μόλις φανῇ ἡ δόξα
τοῦ Κυρίου. Τὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης
θὰ ταραχθοῦν μὲ τὴν ἐμφάνισιν
αὐτὴν τοῦ Κυρίου.
|
14
Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐξολοθρευόμενοι
μὲ μεγάλην φωνὴν θὰ φωνάζουν, οἱ δὲ
ἐναπομείναντες ἐπὶ τῆς γῆς
εὐσεβεῖς θὰ εὐφρανθοῦν μαζὶ
μὲ τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου, ἥτις θὰ
ἐπιφανῆ· θὰ ταραχθῇ δὲ τὸ
ὕδωρ τῆς θαλάσσης συγκλονιζομένης ἐπὶ
τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου.
|
15
διὰ τοῦτο ἡ δόξα Κυρίου ἐν
ταῖς νήσοις ἔσται τῆς θαλάσσης,
τὸ ὄνομα Κυρίου ἔνδοξον ἔσται,
Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ.
|
15
Δι' ὅλα αὐτὰ ἡ δόξα τοῦ
Κυρίου θὰ φανῇ καὶ θὰ λάμψῃ
εἰς τὰς εἰδωλολατρικὰς νήσους
τῆς θαλάσσης. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου θὰ εἶναι ἔνδοξον, ὦ Κύριε
καὶ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ!
|
15
Διότι δὲ θὰ εὐφρανθοῦν οἱ ἐναπομείναντες
ἐπὶ τῇ ἐνδόξῳ ἐμφανίσει
τοῦ Κυρίου, διὰ τοῦτο ἡ δόξα τοῦ
Κυρίου θὰ ἐπιφανῇ καὶ μεταξὺ
τῶν εἰδωλολατρικῶν νήσων τῆς ἐκτεταμένης
θαλάσσης· τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι
ἔνδοξον πανταχοῦ, ὦ Κύριε, Θεὲ τοῦ
Ἰσραήλ. |
16
Ἀπὸ τῶν πτερύγων τῆς γῆς
τέρατα ἠκούσαμεν, ἐλπὶς τῷ
εὐσεβεῖ. Καὶ ἐροῦσιν· οὐαὶ
τοῖς ἀθετοῦσιν, οἱ ἀθετοῦντες
τὸν νόμον. |
16
Ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς
ἠκούσαμεν καταπληκτικὰ γεγονότα. Ὑπάρχει
βεβαία καὶ σταθερὰ ἡ ἐλπὶς
διὰ τὸν εὐσεβῆ, ἐνῷ ἐξ
ἀντιθέτου, ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι καταπατοῦν τὴν θεῖαν
ἐντολήν! Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ!
|
16
Ἀπὸ τὰ πέρατα καὶ τὰς ἐσχατιὰς
τῆς γῆς ἠκούσαμεν θαυμαστὰ καὶ
καταπληκτικὰ γεγονότα· διὰ τὸν εὐσεβῆ
ὑπάρχει ἐλπίς. Θὰ εἴπουν ὅμως·
ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ποὺ
παραβαίνουν· ναί, δυστυχία εἰς σᾶς, ποὺ
ἀθετεῖτε τὸν Νόμον. |
17
Φόβος καὶ βόθυνος καὶ παγὶς
ἐφ' ὑμᾶς τοὺς ἐνοικοῦντας
ἐπὶ τῆς γῆς. |
17
Φόβος θὰ σᾶς καταλάβῃ, βαθὺς
λάκκος καὶ παγίδα θὰ ὑπάρχει
διὰ σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε τὴν
γῆν. |
17
Κακὰ ἐμπνέοντα φόβον καὶ λάκκος ὀλέθριος
καὶ παγὶς θανατηφόρος θὰ ὑπάρχῃ
διὰ σᾶς, οἱ ὁποῖοι κατοικεῖτε
ἐπὶ τῆς γῆς. |
18
Καὶ ἔσται ὁ φεύγων τὸν φόβον
ἐμπεσεῖται εἰς τὸν βόθυνον,
ὁ δὲ ἐκβαίνων ἐκ τοῦ βοθύνου
ἁλώσεται ὑπὸ τῆς παγίδος,
ὅτι θυρίδες ἐκ τοῦ ὀορανοῦ
ἠνεώχθησαν, καὶ σεισθήσεται τὰ
θεμέλια τῆς γῆς. |
18
Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε ἐκεῖνος,
ποὺ διαφεύγει τὸν φόβον τοῦ
ἐπικρεμαμένου κινδύνου, νὰ πέσῃ
μέσα εἰς τὸν λάκκον. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ διέρχεται πέραν ἀπὸ τὸν
λάκκον, θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν
παγίδα, διότι ἔχουν ἀνοίξει
αἱ θυρίδες ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
διὰ νὰ πέσῃ ἡ ὀργῇ
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
ἀνθρώπους καὶ νὰ συγκλονισθοῦν
τὰ θεμέλια τῆς γῆς.
|
18
Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε ἐκεῖνος
ποὺ διεκφεύγει τὸ κακόν, ποὺ προκαλεῖ
τὸν φόβον, νὰ πέσῃ μέσα εἰς τὸν
λάκκον· αὐτὸς δέ, ποὺ περνᾷ πέραν
ἀπὸ τὸν λάκκον, θὰ συλληφθῇ
ἀπὸ τὴν παγίδα, διότι ἤνοιξαν θυρίδες
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ
πέσουν οἱ καταρράκται τῆς ὀργῆς τοῦ
Θεοῦ· καὶ θὰ σεισθοῦν τὰ
θεμέλια τῆς γῆς. |
19
Ταραχῇ ταραχθήσεται ἡ γη, καὶ ἀπορίᾳ
ἀπορηθήσεται ἡ γῆ·
|
19
Θὰ ταραχθῇ μὲ μεγάλον συγκλονισμὸν
ἡ γῆ· ἀπορία καὶ σύγχυσις
θὰ καταλάβῃ τοὺς κατοίκους της.
|
19
Ὑπὸ ταραχῆς μεγάλης θὰ ταραχθῇ
ἡ γῆ καὶ ὑπὸ ἀπορίας καὶ
συγχύσεως μεγάλης θὰ καταληφθοῦν οἱ κάτοικοί
της. |
20
ἔκλινεν ὡς ὁ μεθύων καὶ κραιπαλῶν,
καὶ σεισθήσεται ὡς ὀπωροφυλάκιον
ἡ γῆ, καὶ πεσεῖται καὶ οὐ
μὴ δύνηται ἀναστῆναι, κατίσχυσε
γὰρ ἐπ' αὐτῆς ἡ ἀνομία.
|
20
Ἡ γῆ ἔκλινεν ἀπὸ ἐδῶ
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ σὰν τὸν
μεθυσμένον καὶ τὸν κραιπαλοῦντα. Θὰ
σεισθῇ, ὅπως συγκλονίζεται ἡ πρόχειρος
καλύβη τῶν ἀγρῶν, ὅπου φυλάσσονται
αἱ ὀπῶραι. Θὰ πέσῃ·
δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ἀνεγερθῇ,
διότι ἡ ἁμαρτία ὑπερίσχυσε
καὶ τὴν κατεβάρυνε.
|
20
Ἔκλινεν, ὅπως τρικλίζει ὁ μεθυσμένος καὶ
ὁ ἐν κραιπάλῃ διατελῶν, καὶ
θὰ σεισθῇ ἀνατρεπομένη ἡ γῆ,
ὡσὰν καλύβη πρόχειρος στηθεῖσα πρὸς
φύλαξιν τῶν καρπῶν καὶ θὰ πέσῃ
καὶ δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ
ξανασηκωθῇ, διότι ὑπερίσχυσε καὶ ἐκυριάρχησεν
ἐπ’ αὐτῆς ἡ ἀνομία.
|
21
Καὶ ἐπάξει ὁ Θεὸς ἐπὶ
τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ τὴν
χεῖρα καὶ ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς
τῆς γῆς· |
21
Θὰ ἐπιφέρῃ ὁ Θεὸς τὴν
παντοδύναμον δεξιάν του εἰς τὸ πλῆθος
τῶν οὐρανίων σωμάτων καὶ ἐπάνω
εἰς τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς.
|
21
Καὶ θὰ ἐπιφέρῃ ὁ Θεὸς
τὴν χεῖρα του εἰς τὸ πλῆθος
τῶν οὐρανίων σωμάτων καὶ εἰς τοὺς
βασιλεῖς τῆς γῆς. |
22
καὶ συνάξουσι καὶ ἀποκλείσουσιν
εἰς ὀχύρωμα καὶ εἰς δεσμωτήριον,
διὰ πολλῶν γενεῶν ἐπισκοπὴ ἔσται
αὐτῶν. |
22
Καὶ θὰ τοὺς μαζέψουν, θὰ τοὺς
κλείσουν εἰς ἀπόρθητα φρούρια
καὶ εἰς δεσμωτήρια καὶ ἐκεῖ
ἐπὶ πολλὰς γενεὰς θὰ ὑπάρχῃ
ἡ τιμωρὸς ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ.
|
22
Καὶ θὰ τοὺς μαζεύσουν καὶ θὰ
τοὺς ἀποκλείσουν εἰς ὑπόγειον φυλακὴν
καὶ εἰς δεσμωτήριον καὶ ἐκεῖ
ἐπὶ πολλὰς γενεᾶς τιμωρητικὴ
ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι
δι’ αὐτούς. |
23
Καὶ τακήσεται ἡ πλίνθος, καὶ
πεσεῖται τὸ τεῖχος, ὅτι βασιλεύσει
Κύριος ἐν Σιὼν καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ,
καὶ ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων
δοξασθήσεται. |
23
Θὰ λυώσουν τὰ πλινθόκτιστα σπίτια
τῶν ἀσεβῶν, θὰ πέσουν τὰ
τείχη τῶν πόλεων, διότι ὁ Κύριος
θὰ βασιλεὺσῃ εἰς τὴν Σιὼν
καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ
δοξασθῇ ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων.
|
23
Καὶ θὰ λειώσουν τὰ ἐκ πλίνθου οἰκοδομήματα
τῶν ἀσεβῶν, καὶ θὰ πέσῃ
τὸ τεῖχος τὸ συγκεντρῶνον τὴν
ἐν τῷ κόσμῳ ἰσχὺν των, διότι
θὰ βασιλεύσῃ ὁ Κύριος ἐν τῇ
Σιὼν καὶ ἐν τῇ Ἱερουσαλὴμ
καὶ θὰ δοξασθῇ ἐνώπιον τῶν πρεσβυτέρων
του. |