Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἐπάξει ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν
τὴν ἀγίαν καὶ τὴν μεγάλην
καὶ τὴν ἰσχυρὰν ἐπὶ τὸν
δράκοντα ὄφιν φεύγοντα, ἐπὶ
τὸν δράκοντα ὄφιν σκολιὸν καὶ
ἀνελεῖ τὸν δράκοντα.
|
ατὰ
τὴν μεγάλην καὶ ἐπίσημον ἐκείνην
ἡμέραν τῆς κρίσεως ὁ Θεὸς
θὰ καταφέρῃ τὴν μάχαιράν
του τὴν ἁγίαν, τὴν μεγάλην καὶ
ἰσχυράν, ἐναντίον τοῦ μεγάλου
ὄφεως, ὁ ὁποῖος φεύγει μὲ
ταχύτητα· ἐναντίον τοῦ δράκοντας
αὐτοῦ τοῦ πανούργου καὶ διεστραμμένου.
Καὶ ὁ Κύριος θὰ φονεύσῃ
τὸν μεγάλον αὐτὸν δράκοντα.
|
ατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐπιφέρῃ
ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν,
τὴν κολάζουσαν πᾶν βδελυρὸν καὶ ἀκάθαρτον
καὶ οὖσαν μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν
καὶ ἀκαταγώνιστον κατὰ τοῦ συμβολίζοντος
τὴν ἀντίθεον δύναμιν δράκοντος, τοῦ ὄφεως,
ὁ ὁποῖος φεύγει γρήγορα· κατὰ
τοῦ δράκοντος, τοῦ ὄφεως τοῦ πανούργου
καὶ διεστραμμένου, καὶ θὰ φονεύσῃ
τὸν δράκοντα. |
2
Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἀμπελὼν καλὸς ἐπιθύμημα ἐξάρχειν
κατ' αὐτῆς. |
2
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ὁ νέος λαὸς τοῦ Κυρίου θὰ
ἀνακηρυχθῇ ἀμπελὼν ὡραῖος
καὶ καρποφόρος. Ἐπιθυμία εἶναι,
ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἀρχίσῃ
τὸ ἐπινίκειον ᾆσμα.
|
2
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ λεχθῇ:
Ἄμπελος καλή! Εἶναι ἐπιθυμητὸν
ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἀρχίσωμεν
τὸν ὕμνον. |
3
Ἐγὼ πόλις ὀχυρά, πόλις
πολιορκουμένη, μάτην ποτιῶ αὐτήν·
ἁλώσεται γὰρ νυκτὸς, ἡμέρας
δὲ πεσεῖται τὸ τεῖχος.
|
3
Ἐγώ, λέγει ἡ Βαβυλών, εἶμαι
πόλις ὀχυρά, ἡ ὁποία ὅμως
πολιορκεῖται. Εἰς μάτην περιβρέχεται
ἡ πόλις μου ἀπὸ τὰ ὕδατα
τοῦ ποταμοῦ. Διότι αὐτὴ ἐν
καιρῷ νυκτὸς θὰ κυριευθῇ καὶ
θὰ καταστροφῇ. Κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν
θὰ κρημνισθοῦν τὰ τείχη της.
|
3
Ἑγὼ εἶμαι πόλις ὀχυρά, καυχᾶται
ἡ Βαβυλών. Καὶ ὅμως εἶμαι πόλις, ἥτις
πολιορκεῖται ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν.
Ματαίως θὰ ποτίζω αὐτήν, κράζει ὁ ἐγγὺς
αὐτῆς ποταμός· διότι θὰ κυριευθῇ
ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν καιρῷ δὲ
ἡμέρας θὰ πέσῃ τὸ τεῖχος της.
|
4
Οὐκ ἔστιν ἣ οὐκ ἐπελάβετο
αὐτῆς· τίς με θήσει φυλάσσειν
καλάμην ἐν ἀγρῷ; Διὰ τὴν
πολεμίαν ταύτην ἠθέτηκα αὐτήν·
τοίνυν διὰ τοῦτο ἐποίησε Κύριος
πάντα ὅσα συνέταξε. Κατακέκαυμαι,
|
4
Δὲν ὑπάρχει δύναμις, ἡ ὁποία
δὲν ἐχρησιμοποιήθη διὰ τὴν ἄμυνάν
της. Παρ' ὅλον τοῦτο θὰ καταστραφῇ.
Ποιὸς θὰ μὲ θέσῃ ἀγροφύλακα,
νὰ φυλάττω καλαμιὰν εἰς τὴν
πεδιάδα, προκειμένου νὰ ἀποφύγω
τὴν καταστροφήν; Προτιμῶ τοῦτο ἀπὸ
τὸ νὰ φρουρῷ τὴν ὀχυρὰν
αὐτὴν πόλιν. Ἐπειδὴ ἡ
πόλις αὐτὴ ἦτο ἐχθρὰ ἐναντίον
μου, τὴν κατέστρεψα. Διὰ τὴν ἐχθρότητά
της ὁ Κύριος ἐπραγματοποίησεν ὅλα,
ὅσα εἶχεν ἀποφασίσει. Καὶ ἐκείνη
θὰ φωνάξῃ· <ἔχω κατακαῇ>.
|
4
Δὲν ὑπάρχει βοήθεια καὶ δύναμις, ἡ
ὁποία δὲν ἐπροστάτευσεν αὐτήν. Καὶ
ὅμως ἔπεσε. Ποῖος θὰ μὲ θέσῃ
νὰ φυλάττω καλαμιὰν εἰς τὴν πεδιάδα;
Προτιμῶ τοῦτο ἀπὸ τοῦ νὰ
φρουρῷ τὴν ὀχυρὰν αὐτὴν
πόλιν. Διὰ τὴν ἐχθρότητα ταύτην πρὸς
ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος, κατέστρεψα αὐτήν. Λοιπὸν
δι’ αὐτό, ἤτοι διὰ τὴν ἐχθρότητή
της, ἔκαμεν ὁ Κύριος ὅλα, ὅσα διέταξεν.
Ἔχω κατακαῇ, |
5
βοήσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν
αὐτῇ, ποιήσωμεν εἰρήνην αὐτῷ,
ποιήσωμεν εἰρήνην. |
5
Θὰ φωνάξουν δυνατά, ὅσοι κατοικοῦν
ἐντὸς αὐτῆς· ἂς κάμωμεν,
λοιπόν, εἰρήνην μὲ αὐτόν.
Ἂς συνάψομεν εἰρήνην>!
|
5
θὰ φωνάξουν δυνατὰ οἱ κατοικοῦντες
εἰς αὐτήν. Ἂς κάμωμεν εἰρήνην μετ’
αὐτοῦ, ἂς συνάψωμεν εἰρήνην.
|
6
Οἱ ἐρχόμενοι, τέκνα Ἰακώβ,
βλαστήσει καὶ ἐξανθήσει Ἰσραήλ,
καὶ ἐμπλησθήσεται ἡ οἰκουμένη
τοῦ καρποῦ αὐτοῦ, |
6
Εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ ἀκολουθήσῃ
γενεάν, τέκνα τοῦ πνευματικοῦ Ἰακὼβ
θὰ βλαστήσουν, καὶ τέκνα τοῦ
νέου Ἰσραὴλ θὰ ἀνθίσουν
καὶ ἡ οἰκουμένη θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν τέκνων
αὐτῶν.
|
6
Κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεᾶς ἀπόγονοι
τοῦ Ἰακὼβ θὰ πετάξουν βλαστοὺς
καὶ θὰ ἀνθήσῃ δαψιλῶς ὁ
νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ θὰ
γεμίσῃ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρος
ἀπὸ τὸν πνευματικὸν καρπόν του.
|
7
μὴ ὡς αὐτὸς ἐπέταξε, καὶ
αὐτὸς οὕτως πληγήσεται, καὶ
ὡς αὐτὸς ἀνεῖλεν, οὕτως
ἀναιρεθήσεται; |
7
Μήπως ὁ ἐχθρὸς τοῦ Ἰσραήλ,
ὅπως ἐκτύπησε τοὺς Ἰσραηλίτας,
κατὰ παρόμοιον τρόπον δὲν θὰ
κτυπηθῇ καὶ αὐτὸς ἀπὸ
τὸν Θεόν; Ἢ ὅπως ἐφόνευσε
τοὺς Ἰσραηλίτας, ἔτσι καὶ αὐτὸς
δὲν θὰ φονευθῇ; ᾿Ὄχι, ἀλλὰ
πολὺ περισσότερον, μέχρις ἐξοντώσεως.
|
7
Μήπως ὅπως ὁ ἐχθρὸς ἐπάταξε
τὸν Ἰσραήλ, τόσον μόνον καὶ αὐτὸς
θὰ πληγῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ
ὅπως αὐτὸς κατέσφαξεν, ἔτσι θὰ
κατασφαγῇ; Ὄχι· αὐτὸς θὰ
πληγῇ καὶ θὰ σφαγῇ μέχρι πλήρους ἐξοντώσεως.
|
8
Μαχόμενος καὶ ὀνειδίζων ἐξαποστελεῖ
αὐτούς· οὐ σὺ ἦσθα ὁ
μελετῶν τῷ πνεύματι τῷ σκληρῷ
ἀνελεῖν αὐτοὺς πνεύματι θυμοῦ;
|
8
Ὁ Κύριος τιμωρῶν καὶ ἐξευτελίζων
τὸν ἀπειθῇ ἰσραηλιτικὸν λαόν,
θὰ τὸν ἐξαποστείλῃ εἰς
ἐξορίαν. Δὲν εἶσαι σύ, Κύριε,
ὁ ὁποῖος ἐμελετοῦσες εἰς
τὴν ἀδέκαστον δικαιοσύνην σου καὶ
ἐλάμβανες τὴν ἀπόφασιν νὰ
τοὺς φονεύσῃς μὲ τὴν ὁρμητικὴν
καταστρεπτικὴν πνοήν σου κατὰ τὴν
δικαίαν ἔκρηξιν τοῦ θυμοῦ σου;
|
8
Καταπολεμῶν καὶ παραδίδων εἰς ὄνειδος
τὸν ἀπειθήσαντα Ἰσραήλ, ὁ Κύριος θὰ
τοὺς ἐξαποστείλῃ εἰς ἐξορίαν.
Δὲν ἦσουν Σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος
μετὰ σκέψεως καὶ εὐσπλάγχνου ἀποφάσεως
ἐμελέτας μὲ τὴν βιαίαν καὶ καταστρεπτικὴν
πνοήν σου νὰ τοὺς φονεύσῃς ἐν δικαίῳ
ἐκρήξει θυμοῦ; |
9
Διὰ τοῦτο ἀφαιρεθήσεται ἡ ἀνομία
Ἰακώβ, καὶ τοῦτό ἐστιν
ἡ εὐλογία αὐτοῦ, ὅταν
ἀφέλωμαι τὴν ἁμαρτίαν οὐτοῦ,
ὅταν θῶσι πάντας τοὺς λίθους
τῶν βωμῶν κατακεκομμένους ὡς κονίαν
λεπτήν· καὶ οὐ μὴ μείνῃ
τὰ δένδρα αὐτῶν, καὶ τὰ
εἴδωλα αὐτῶν ἐκκεκομμένα ὥσπερ
δρυμὸς μακράν. |
9
Μὲ τὴν τιμωρίαν ὅμως αὐτὴν
θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ ἁμαρτία
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· εὐλογία
δι' αὐτὸν θὰ εἶναι τοῦτο·
Ὅταν δηλαδὴ ἐγὼ ἐξαλείψω
τὴν ἁμαρτίαν του, ὅταν αὐτοὶ
κρημνίσουν καὶ κατακάψουν τοὺς λίθους
τῶν βωμῶν καὶ τοὺς μεταβάλουν
εἰς λεπτὴν κόνιν, τότε δὲν θὰ
μείνει κανένα ἀπὸ τὰ ἱερὰ
δένδρα τῶν εἰδωλολατρικῶν τόπων
καὶ τὰ εἴδωλα αὐτῶν θὰ
κατακομματιαστοῦν, ὅπως κόβεται πυκνὸν
δάσος εἰς μακρυνὴν περιοχήν.
|
9
Διότι δὲ θὰ ὑποστῇ τὴν τιμωρίαν
αὐτὴν ὁ Ἰακώβ, δι’ αὐτὸ
θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ παρανομία του·
καὶ ὅταν θὰ ἐξαλείψω τὴν ἁμαρτίαν
του, τοῦτο θὰ εἶναι ἡ εὐλογία
του, ὅταν δηλαδὴ θέσουν ὅλους τοὺς
λίθους τῶν βωμῶν κατακομμένους καὶ τριμμένους
σὰν σκόνην λεπτήν· καὶ θὰ μείνουν
τὰ δένδρα τῶν ἱερῶν ἀλσῶν
των, καὶ τὰ εἴδωλά των θὰ κατακοποῦν
τελείως καὶ θὰ καταστραφοῦν μακράν, ὡσὰν
νὰ ἦτο πυκνὸν δάσος μακρινόν.
|
10
Τὸ κατοικούμενον ποίμνιον ἀνειμένον
ἔσται, ὡς ποίμνιον καταλελειμμένον,
καὶ ἔσται πολὺν χρόνον εἰς βόσκημα,
καὶ ἐκεῖ ἀναπαύσονται ποίμνια.
|
10
Τὸ λογικὸν ποίμνιον, ποὺ κατοικεῖ
τώρα μέσα εἰς τὴν πόλιν, θὰ
μείνῃ ἔρημον σὰν ποίμνιον, ποὺ
ἔχει ἐγκαταλειφθῇ. Ἐπὶ πολὺν
χρόνον ἐγκαταλελειμμένη ἡ κατοικία
σου θὰ μεταβληθῇ εἰς βοσκότοπον καὶ
ἐκεῖ θὰ ἀναπαύωνται κοπάδια
ζώων. |
10
Τὸ λογικὸν ποίμνιον, τὸ ὁποῖον
τώρα κατοικεῖ ἐν τῇ πόλει, θὰ εἶναι
παραμελημένον ὡσὰν ποίμνιον ἐγκαταλελειμμένον.
Καὶ ἡ κατοικία του θὰ εἶναι ἐπὶ
πολὺν χρόνον τόπος διὰ βοσκήν, καὶ ἐκεῖ
θὰ ἀναπαύωνται ποίμνια. |
11
Καὶ μετὰ χρόνον οὐκ ἔσται ἐν
αὐτῇ πᾶν χλωρὸν διὰ τὸ
ξηρανθῆναι. Γυναῖκες ἐρχόμεναι ἀπὸ
θέας, δεῦτε· οὐ γὰρ λαός
ἐστιν ἔχων σύνεσιν, διὰ τοῦτο
οὐ μὴ οἰκτειρήσῃ ὁ ποιήσας
αὐτούς, οὐδὲ ὁ πλάσας
αὐτοὺς οὐ μὴ ἐλεήσῃ.
|
11
Ἔπειτα ἀπὸ βραχὺ χρονικὸν διάστημα
δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὴν
χώραν αὐτὴν κανένα χλωρὸν χορτάρι,
διότι ὅλα θὰ ξηρανθοῦν. Γυναῖκες,
ποὺ ἔρχεσθε ἀπὸ τὸ θλιβερὸν
αὐτὸ θέαμα, ἐλᾶτε νὰ θρηνήσετε.
Ἐπῆλθεν ἡ τρομερὰ αὐτὴ
καταστροφή, διότι ὁ λαός, ποὺ
κατοικοῦσεν ἐκεῖ, ἦτο ἀσύνετος.
Διὰ τοῦτο ὁ Θεός των, ὁ ποιητής
των, δὲν θὰ τοὺς λυπηθῇ. Ὁ πλάστης
των Κύριος δὲν θὰ τοὺς ἐλεήσῃ.
|
11
Καὶ μετὰ χρονικόν τι διάστημα δὲν θὰ
εἶναι εἰς τὴν χώραν αὐτὴν κανὲν
χλωρὸν χόρτον, διότι θὰ ξηρανθοῦν ὅλα.
Γυναῖκες, ποὺ ἔρχεσθε ἀπὸ τὸ
θέαμα αὐτό, ἔλθετε νὰ θρηνήσετε ἐπὶ
τούτῳ. Συνέβη ἡ μεγάλη αὐτὴ καταστροφή,
διότι οἱ κατοικοῦντες εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν δὲν εἶναι λαός, ποὺ ἔχει
σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἐκ θείου φόβου ἐμπνεομένην.
Δι' αὐτὸ κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ
λυπηθῇ αὐτοὺς Ἐκεῖνος ποὺ
τοὺς ἐποίησεν, οὔτε θὰ δείξῃ
ἔλεος εἰς τούτους Αὐτὸς ποὺ
τοὺς ἔπλασε. |
12
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ συμφράξει ὁ Θεὸς
ἀπὸ τῆς διώρυγας τοῦ ποταμοῦ
ἕως Ρινοκορούρων, ὑμεῖς δὲ συναγάγετε
τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ κατὰ
ἕνα ἕνα. |
12
Κατὰ τὴν σωτήριον ὅμως ἐκείνην
ἡμέραν θὰ περικλείσῃ ἀσφαλῆ
ὁ Κύριος τὴν περιοχὴν ἀπὸ
τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου
ἕως τὸν χείμαρρον Ρινοκορούρων, ποὺ
διασχίζει τὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου
καὶ τῆς Παλαιστίνης. Σεῖς δὲ
θὰ συγκεντρώσετε ἕνα ἕνα τοὺς
υἱοὺς τοῦ Ἰσραήλ.
|
12
Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην νὰ φράξῃ ὁ Θεὸς συγχρόνως
ὁλόκληρον τὴν περιοχήν, τὴν ἐκτεινομένην
ἀπὸ τὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου
μέχρι τοῦ διασχίζοντος τὰ σύνορα Αἰγύπτου
καὶ Παλαιστίνης χειμάρρου Ρινοκορούρων σεῖς δὲ
συγκεντρώσατε τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ
ἕνα - ἕνα. |
13
Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ σαλπιοῦσι τῇ σάλπιγγι
τῇ μεγάλῃ, καὶ ἥξουσιν οἱ
ἀπολομένοι ἐν τῇ χώρᾳ
τῶν Ασσυρίων καὶ οἱ ἀπολόμενοι
ἐν Αἰγύπτῳ καὶ πρσκυνήσουσι
τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τὸ ὅρος
τὸ ἅγιον ἐν Ἱερουσαλήμ.
|
13
Κατὰ τὴν χαρμόσυνον ἐκείνην
ἡμέραν θὰ σαλπίσουν μὲ τὴν
μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν σάλπιγγα
καὶ θὰ ἔλθουν ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι ἐθεωροῦντο ὡς χαμένοι
ὁριστικῶς εἰς τὴν χώραν τῶν
Ἀσσυρίων, καὶ οἱ χαμένοι εἰς
τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ προσκυνήσουν
τὸν Κύριον εἰς τὸ ὄρος τὸ
ἅγιον, τὴν Ἱερουσαλήμ. |
13
Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τὴν χαρμόσυνον θὰ σαλπίσουν μὲ τὴν
μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν σάλπιγγα, καὶ
θὰ ἔλθουν οἱ θεωρούμενοι ὡς χαμένοι
εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀσσυρίων καὶ
οἱ χαμένοι εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ
θὰ προσκυνήσουν τὸν Κύριον εἰς τὸ
ὄρος τὸ ἅγιον ἐν τῇ Ἱερουσαλήμ.
|