Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
τῷ στεφάνῳ τῆς ὕβρεως, οἱ
μισθωτοὶ Ἐφραίμ· τὸ ἄνθος
τὸ ἐκπεσὸν ἐκ τῆς δόξης
ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους
τοῦ παχέος, οἱ μεθύοντες ἄνευ
οἴνου. |
λλοίμονον
εἰς τὴν μὲ ἀλαζονείαν καὶ
αὐθάδειαν στεφανωμένην Σαμάρειαν!
ἀλλοίμονον εἰς τοὺς μισθοφόρους
ἰσραηλίτας στρατιώτας! ἡ ὀλάνθιστος
δόξα των ἐμαράνθη καὶ ἔπεσεν
ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν κατταφύτου
ὅρους. ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἰσραηλίτας,
αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι
μεθυσμένοι χωρὶς οἶνον!
|
λλοίμονον
εἰς τὴν ἐστεφανωμένην ὑπὸ πλήθους
χαρίτων καὶ εἰς ὑπερηφάνειαν καταλήξασαν
Σαμάρειαν, εἰς τοὺς μισθωτοὺς Ἐφραιμίτας·
τὴν πόλιν, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς ἄνθος
μαραμένον καὶ ἀπολέσαν τὴν δόξαν καὶ
εὐμορφίαν του ἐπάνω εἰς τὴν
κορυφὴν τοῦ εὐφόρου καὶ καταφύτου
ὄρους· ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ
μεθᾶτε χωρὶς οἶνον, ἀπὸ ὑπερηφάνειαν
δηλαδὴ καὶ ἐγωϊσμόν. |
2
Ἰδοὺ ἰσχυρὸν καὶ σκληρὸν
ὁ θυμὸς Κυρίου ὡς χάλαζα καταφερομένη
οὐκ ἔχουσα σκέπην, βίᾳ καταφερομένη·
ὡς ὕδατος πολὺ πλῆθος σῦρον
χώραν τῇ γῇ ποιήσει ἀνάπαυσιν
ταῖς χερσί. |
2
Διότι ἰδού, μεγάλη καὶ σκληρὰ
εἶναι ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου
ἐναντίον των. Ἐκσπᾷ ὡς χάλαζα,
ὁποία ἐπιπίπτει μὲ ὁρμήν,
καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν
ὑπάρχει σκέπη πρὸς προφύλαξιν,
διότι ἀκατάσχετος εἶναι ἡ ὁρμή
της. Ὁμοιάζει πρὸς τὴν μεγάλην
ὁρμητικὴν πλημμύραν, ποὺ παρασύρει
κάθε τι τὸ ὁποῖον θὰ συναντήσῃ
εἰς τὸν δρόμον της, εἰς τὸν
χῶρον ἀπὸ ὅπου διέρχεται καὶ
καταδικάζει ὡς ἐκ τούτου εἰς
ἀργίαν τὰς χεῖρας τῶν γεωργῶν.
|
2
Ἰδοὺ ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου κατὰ
τῆς Σαμαρείας εἶναι δυνατὸς καὶ σκληρός.
Ὁμοιάζει πρὸς χάλαζαν, ποὺ φέρεται ἐκ
τοῦ ὕψους τοῦ οὐρανοῦ πρὸς
τὰ κάτω, ἡ ὁποῖα δὲν συναντᾷ
σκέπασμά τι ἢ ἄλλο προστατευτικὸν ἐμπόδιον,
ἀλλὰ πίπτει μὲ βίαν ὡσὰν πλῆθος
πολὺ ὕδατος, τὸ ὁποῖον σύρει
πᾶν ὅ,τι συναντᾷ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ
καταδικάσῃ εἰς ἀργίαν τὰς χεῖρας
τῶν καλλιεργούντων αὐτήν. |
3
Καὶ τοῖς ποσὶ καταπατηθήσεται ὁ
στέφανος τῆς ὕβρεως, οἱ μισθωτοὶ
τοῦ Ἐφραίμ. |
3
Μὲ τὰ πόδια τῶν ἐχθρῶν
θὰ καταπατηθῇ ὁ στέφανος τῆς
ἀλαζονείας, θὰ συντριβοῦν οἱ
μισθοφόροι τῆς φυλῆς ᾿Εφραίμ.
|
3
Καὶ μὲ τὰ πόδια τῶν ἐχθρῶν
θὰ καταπατηθῇ ὁ στέφανος τῆς ὑπερηφανείας,
οἱ μισθοφόροι τῆς φυλῆς Ἐφραίμ.
|
4
Καὶ ἔσται τὸ ἄνθος τὸ ἐκπεσὸν
τῆς ἐλπίδος τῆς δόξης ἐπ'
ἄκρου τοῦ ὅρους τοῦ ὑψηλοῦ
ὡς πρόδρομος σύκου, ὁ ἰδὼν
αὐτό, πρὶν ἢ εἰς τὴν χεῖρα
αὐτοῦ λαβεῖν, θελήσει αὐτὸ
καταπιεῖν. |
4
Καὶ τὸ ἄνθος, ποὺ ἐμαράνθη
καὶ ἐξέπεσε, καὶ ἔσβησεν ἡ
ἐλπίδα, ποὺ τοῦ παρεῖχεν ἡ
ὀμορφιά του καὶ ἡ δόξα του,
θὰ εἶναι σὰν πρωτόβγαλτο σῦκο
ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν ὑψηλοῦ
ὄρους, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος
ποὺ θὰ τὸ ἴδη, θὰ θελήσῃ,
πρὶν τὸ ἁρπάσῃ εἰς τὰ
χέρια του, νὰ τὸ καταπιῇ μὲ
βουλιμίαν. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ
μανία καὶ ὁ πόθος τῶν ἐχθρῶν
κατὰ τῆς Σαμαρείας.
|
4
Καὶ τὸ ἄνθος, ποὺ ἐμαράνθη καὶ
ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, ποὺ
παρεῖχεν ἡ ὡραιότης του καὶ ἡ
δόξα του, θὰ εἶναι εἰς τὴν κορυφὴν
τοῦ ὑψηλοῦ βουνοῦ ὡσὰν
πρωΐμως ὡριμάσας καρπὸς σύκου· αὐτὸς
ποὺ εἶδε τὸ πρωΐμως ὥριμον αὐτὸ
σῦκον, θὰ θελήσῃ νὰ τὸ καταπίῃ,
προτοῦ προφθάσῃ νὰ τὸ πάρῃ εἰς
τὴν χεῖρα του. |
5
Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἔσται Κύριος σαβαὼθ ὁ στέφανος
τῆς ἐλπίδος ὁ πλακεὶς τῆς
δόξης τὸν καταλειφθέντι μου λαῷ·
|
5
Κατὰ τὴν μεγάλην ὅμως ἐκείνην
ἡμέραν ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων,
ὁ παντοκράτωρ, θὰ εἶναι εἰς
τὸν ἀπολειφθέντα λαόν μου καλοπλεγμένος
στέφανος δόξης.
|
5
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ εἶναι
ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων ὁ στέφανος τῆς
ἐλπίδος, ποὺ ἔχει πλεχθῇ γεμᾶτος
δόξαν διὰ τὸν περισωθέντα λαόν μου·
|
6
καταλειφθήσονται ἐπὶ πνεύματι κρίσεως
ἐπὶ κρίσιν καὶ ἰσχὺν κωλύων
ἀνελεῖν. |
6
Θὰ ἀπομείνουν τότε ἄνθρωποι
μὲ πνεῦμα δικαιοσύνης, διὰ νὰ
κρίνουν ἐν δικαιοσύνῃ καὶ οἱ
ὁποῖοι θὰ ἐμποδίζουν τοὺς
ἰσχυρούς, νὰ ἐκτρέπωνται εἰς
φόνους. |
6
θὰ περισωθοῦν τότε ἄνθρωποι μὲ πνεῦμα
δικαιοσύνης, διὰ νὰ ἐκτελοῦν τὸ
ἔργον τῆς Κρίσεως, καὶ μὲ ἰσχὺν
ἐμποδίζοντες τὴν διάπραξιν φόνων.
|
7
Οὗτοι γὰρ οἴνῳ πεπλανημένοι
εἰσίν, ἐπλανήθησαν διὰ τὸ
σίκερα· ἱερεὺς καὶ προφήτης
ἐξέστησαν διὰ τὸ σίκερα, κατεπόθησαν
διὰ τὸν οἶνον, ἐσείσθησαν ἀπὸ
τῆς μέθης, ἐπλανήθησαν· τοῦτ'
ἐστὶ φάσμα. |
7
Θὰ ὑπάρχουν βέβαια καὶ οἱ
ἄνθρωποι οἱ μέθυσοι, οἱ ὁποῖοι
θὰ κλονίζωνται νὰ πέσουν ἀπὸ
τὴν οἰνοποσίαν· αὐτοί,
ποὺ θὰ τρικλίζουν ἀπὸ τὰ
οἰνοπνευματώδη ποτά. Καὶ αὐτοὶ
ἀκόμη οἱ ἱερεῖς καὶ προφῆται
θὰ ἔχουν περιέλθει εἰς κατάστασιν
σκοτισμοῦ ἀπὸ τὰ οἰνοπνευματώδη
ποτά. Ἔχουν κυριολεκτικῶς βυθισθῆ
καὶ ἀπορροφηθῆ εἰς τὴν οἰνοποσίαν.
Παρεπλανήθησαν εἰς τὸν δρόμον των.
Οἰκτρὸν φάντασμα θὰ εἶναι ἡ
ἐμφάνισις των αὐτή!
|
7
Τονίζομεν ὅτι θὰ ὑπάρχουν καὶ τοιοῦτοι
ὑπέροχοι ἄνδρες εἰς τὸ κατάλειμμα,
διότι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τρικλίζοντες
ἔχουν ἀποπλανηθῇ ἕνεκα τοῦ οἴνου,
ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τὰ μεθυστικὰ
ποτά· ἱερεὺς καὶ προφήτης κατήντησαν
εἰς σύγχυσιν καὶ ἔκστασιν λόγῳ τῶν
οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν ἀπερροφήθησαν
ἀπὸ τὸν οἶνον, δὲν ἠμποροῦν
νὰ σταθοῦν καὶ τρικλίζουν ἕνεκα τῆς
μέθης· ἔχασαν τὸν δρόμον καὶ ἀπεπλανήθησαν·
ἡ κατάστασίς των εἶναι κατάστασις ἐξημμένης
φαντασίας. |
8
Ἄρα ἔδεται ταύτην τὴν βουλήν·
αὕτη γὰρ ἡ βουλὴ ἕνεκεν πλεονεξίας.
|
8
Κατάρα θὰ φάγῃ αὐτὴν τὴν
ροπὴν πρὸς τὴν οἰνοποσίαν, διότι
αὐτὴ ἡ ἀπόφασίς των προέρχεται
ἀπὸ τὸν ἀχόρταστον πόθον
τοῦ οἴνου.
|
8
Κατάρα θὰ καταφάγῃ τὴν πρὸς τὸν
οἶνον ροπὴν καὶ κλίσιν των ταύτην. Διότι
ἡ ἀπόφασίς των αὐτή, ποὺ
τοὺς κρατεῖ αἰχμαλώτους εἰς τὸν
οἶνον, προέρχεται ἀπὸ ἀχόρταστον ἐπιθυμίαν.
|
9
Τίνι ἀνηγγείλαμεν κακὰ καὶ τίνι
ἀνηγγείλαμεν ἀγγελίαν, οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι
ἀπὸ γάλακτος, οἱ ἀπεσπασμένοι
ἀπὸ μαστοῦ; |
9
Καὶ οἱ μέθυσοι ἄρχοντες ἐρωτοῦν·
<ἐναντίον τίνος ἡμεῖς προανηγγείλαμεν
θλίψεις καὶ τιμωρίας; ἐναντίον
τίνος ἐκηρύξαμεν ἀπειλητικὰ
μηνύματα; Ἠμεῖς, οἱ ὁποῖοι
εἴμεθα σὰν τὰ ἀθῷα νήπια,
ποὺ μόλις τώρα ἔπαυσαν νὰ τρώγουν
γάλα, μόλις τώρα ἀπεμακρύνθησαν
ἀπὸ τὸν μητρικὸν μαστόν;
|
9
Εἰς ποῖον ἐκηρύξαμεν θλίψεις καὶ τιμωρίας;
Ἐρωτοῦν μὲ πικρὰν καὶ πλήρη
καταφρονήσεως εἰρωνείαν οἱ μέθυσοι ἄρχοντες.
Καὶ εἰς ποῖον ἀνηγγείλαμεν μήνυμα
ἀπειλητικὸν ἡμεῖς, οἱ θεωρούμενοι
ἀπὸ αὐτοὺς νήπιοι, οἱ ὁποῖοι
μόλις ἔχομεν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ
μητρικὸν γάλα, οἱ ὁποῖοι μόλις ἔχομεν
ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὸν μαστόν;
|
10
Θλῖψιν ἐπὶ θλῖψιν προσδέχου,
ἐλπίδα ἐπ' ἐλπίδι, ἔτι
μικρὸν ἔτι μικρὸν |
10
Θλῖψιν ἐπάνω εἰς τὴν θλῖψιν
μᾶς λέγετε νὰ περιμένωμεν. Ἐλπίδα
ἐπάνω εἰς τὴν ἐλπίδα μᾶς
ὑπόσχεσθε, ἀκόμη ὀλίγον
χρόνον, ὀλίγον χρόνον ἀκόμη
καὶ θὰ γίνουν αὐτά>.
|
10
Μᾶς προαναγγέλλετε: Θλῖψιν ἐπανῶ εἰς
ἄλλην θλῖψιν περίμενε· μᾶς ὑπόσχεσθε
ἐλπίδα ἐπάνω εἰς τὴν ἐλπίδα,
ἀκόμη ὀλίγον χρόνον, ἀκόμη ὀλίγον
χρόνον. |
11
διὰ φαυλισμὸν χειλέων διὰ γλώσσης
ἑτέρας, ὅτι λαλήσουσι τῷ λαῷ
τούτῳ |
11
Διὰ τὸν ἐκφαυλισμὸν καὶ τὴν
καταφρόνησιν τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος,
διὰ τὴν παράδοξον ὑβριστικὴν
γλῶσσαν των θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ
Θεὸς νὰ λαλήσουν ἐναντίον τοῦ
λαοῦ αὐτοῦ οἱ κατακτηταί,
|
11
Διὰ τὸν φαυλισμὸν καὶ τὴν περιφρόνησιν
τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος, τὴν ὁποίαν
μὲ τὴν εἰρωνείαν τῶν χειλέων των ἀπετόλμησαν
διὰ γλώσσης ξένης καὶ μὴ κατανοουμένης,
θὰ λαλήσῃ εἰς αὐτοὺς ὁ
Θεός. Διότι οἰ κατακτηταὶ θὰ ὁμιλήσουν
εἰς τὸν λαὸν τοῦτον διὰ τῆς
ὀδυνηρᾶς φωνῆς τῶν πραγμάτων πλέον
|
12
λέγοντες αὐτῷ· τοῦτο τὸ
ἀνάπαυμα τῷ πεινῶντι καὶ τοῦτο
τὸ σύντριμμα, καὶ οὐκ ἠθέλησαν
ἀκούειν. |
12
λέγοντες· <ἡ ἀνάπαυσις καὶ
ὁ χορτασμὸς εἰς τὸν ὑποφέροντα
ἰουδαϊκὸν λαὸν εἶναι ἡ ὑπακοὴ
εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ἰδοὺ τώρα ποιὰ εἶναι ἡ
καταστροφὴ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἐξ
αἰτίας τῆς παρακοῆς εἰς τὸν
λόγον τοῦ Κυρίου>. Αὐτοὶ
δὲν ἠθέλησαν νὰ ἀκούσουν
καὶ νὰ ἐννοήσουν τοῦτο.
|
12
λέγοντες εἰς αὐτόν: Ἡ ἐμπιστοσύνη
καὶ ὑπακοὴ εἰς τὸν Θεόν, τοῦτο
ἦτο ἡ ἀνάπαυσις καὶ ὁ χορτασμὸς
διὰ τὸν πεινῶντα λαὸν καὶ ἡ
ἔλλειψις ἐμπιστοσύνης εἰς τὸν Θεόν,
τοῦτο ὠδήγησεν εἰς τὴν συντριβήν
του. Τὸ προεκήρυξαν οἱ Προφῆται· καὶ
δὲν ἠθέλησαν νὰ τοὺς ἀκούσουν.
|
13
Καὶ ἔσται αὐτοῖς τὸ λόγιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ θλῖψις ἐπὶ
θλῖψιν, ἐλπὶς ἐπ' ἐλπίδι,
ἔτι μικρὸν ἔτι μικρόν, ἵνα πορευθῶσι
καὶ πέσωσιν εἰς τὰ ὀπίσω
καὶ κινδυνεύσουσι καὶ συντριβήσονται
καὶ ἁλώσονται. |
13
Διὰ τοῦτο καὶ θὰ πραγματοποιθῇ
εἰς αὐτοὺς ὁ λόγος Κυρίου
τοῦ Θεοῦ. Ἡ μία θλῖψις θὰ
εἶναι συνέχεια τῆς ἄλλης θλίψεως,
ἐφ' ὅσον παρακούουν εἰς τὸν
Κύριον. Ἐντὸς ὀλίγου θὰ
συμβοῦν αὐτά, διὰ νὰ πορευθοῦν
οἱ καταφρονηταὶ τοῦ Θεοῦ εἰς
αἰμαλωσίαν καὶ νὰ πέσουν οἱ
ὑπισθοχωροῦντες· νὰ κινδυνεύσουν,
νὰ συντριβοῦν καὶ νὰ συλληφθοῦν
αἰχμάλωτοι.
|
13
Καὶ θὰ ἐπαληθεύσῃ εἰς
αὐτοὺς ὁ θεόπνευστος λόγος Κυρίου τοῦ
Θεοῦ, ὁ διὰ τῶν Προφητῶν προαναγγελθεὶς
καὶ ὑπὸ τούτων ἐκφαυλισθεῖς:
Θλῖψις ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην
θλῖψιν, ἐλπὶς ἐπάνω εἰς
τὴν ἐλπίδα, ἀκόμη ὀλίγος χρόνος
καὶ ταῦτα θὰ πραγματοποιηθοῦν, διὰ
νὰ ὑπάγουν οἱ περιφρονηταὶ καὶ
χλευασταὶ εἰς αἰχμαλωσίαν καὶ διὰ
νὰ πέσουν ὀπισθοχωροῦντες· καὶ
θὰ κινδυνεύσουν καὶ θὰ συντριβοῦν
καὶ θὰ συλληφθοῦν αἰχμάλωτοι.
|
14
Διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου,
ἄνδρες τεθλιμμένοι καὶ ἄρχοντες τοῦ
λαοῦ τούτου τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ·
|
14
Διὰ τοῦτο, ἀκούσατε, λοιπόν,
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου σεῖς οἱ
θλιμμένοι ἄνδρες καὶ οἱ ἄρχοντες
τοῦ λαοῦ τούτου, ποὺ κατοικεῖ
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
14
Διότι λοιπὸν πρόκειται νὰ συμβοῦν ταῦτα,
διὰ τοῦτο πρὸς πρόληψιν τῶν κακῶν
τούτων ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὦ
ἄνδρες, ποὺ θὰ ὑποστῆτε τὴν
φοβερὰν αὐτὴν θλῖψιν, καὶ ὦ
ἄρχοντες τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ποὺ
κατοικεῖ ἐν Ἱερουσαλήμ.
|
15
ὅτι εἴπατε· ἐποιήσαμεν διαθήκην
μετὰ τοῦ ᾅδου καὶ μετὰ τοῦ
θανάτου συνθήκας, καταιγὶς φερομένη
ἐὰν παρέλθῃ οὐ μὴ ἔλθῃ
ἔφ' ἡμᾶς· ἐθήκαμεν ψεῦδος
τὴν ἐλπίδα ἡμῶν καὶ τῷ
ψεύδει σκεπασθησόμεθα. |
15
Διότι σεῖς εἴπατε· <ἐκάμαμεν
συμφωνίαν μὲ τὸν ᾅδην, ὑπεγράψαμεν
συμβόλαιον μὲ τὸν θάνατον καὶ
ἔτσι, ἐὰν ἐκσπάσῃ βιαία
καταιγὶς συμφορᾶς δὲν θὰ ἐπέλθῃ
ἐναντίον μας. Ἐθέσαμεν τὴν ἐλπίδα
μας ἐπάνω εἰς τὸ ψεῦδος καὶ
μὲ τὸ ψεῦδος αὐτὸ θὰ σκεπασθῶμεν,
διὰ νὰ ἀποφύγωμεν τὸν κίνδυνον>!
|
15
Σᾶς λέγω δὲ νὰ ἀκούσετε τὸν
λόγον αὐτὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ
εἴπω, διότι εἴπατε: Ἐκάμαμεν συνθήκην
μὲ τὸν Ἅδην καὶ ὑπεγράψαμεν
συμβόλαια συμφωνίας μὲ τὸν θάνατον. Ἐὰν
ἐπερχομένη καταιγὶς ὀργῆς καὶ
συμφορᾶς πλησιάσῃ πρὸς ἡμᾶς,
κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ ἔλθῃ
ἐφ’ ἡμῶν. Ἐθέσαμεν τὴν
ἐλπίδα μας εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
καὶ ψεῦσται εἶναι καὶ οὐχὶ
βέβαια καὶ ἀμετακίνητα θεμέλια ἀσφαλείας·
καὶ μὲ τὸ ψεῦδος αὐτὸ
θὰ σκεπασθῶμεν καὶ θὰ προστατευθῶμεν
ἀπὸ τὴν καταιγίδα. |
16
Διὰ τοῦτο οὕτω λέγει Κύριος
Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐμβαλῶ
εἰς τὰ θεμέλια Σιὼν λίθον πολυτελῆ
ἐκλεκτὸν ἀκρογωνιαῖον, ἔντιμον,
εἰς τὰ θεμέλια αὐτῆς, καὶ
ὁ πιστεύων ἐπ' αὐτῷ οὐ
μὴ καταισχυνθῇ. |
16
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· <ἰδού, ἐγὼ θὰ
θέσω εἰς τὰ θεμέλια τῆς πνευματικῆς
Σιὼν λίθον πολυτελῆ, ἐκλεκτὸν,
ἀκρογωνιαῖον, πολύτιμον· καὶ
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ πιστεύσῃ
καὶ θὰ στηρίξῃ τὴν πεποίθησίν
του εἰς τὸν λίθον τοῦτον, δὲν
θὰ ἐντροπιασθῇ. |
16
Διότι λοιπὸν ἐστηρίξατε τὴν ἐλπίδα
σας ἐπὶ τοῦ ψεύδους, δι’ αὐτὸ
οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ
θὰ βάλω εἰς τὰ θεμέλια τῆς πνευματικῆς
μου Σιὼν λίθον πολύτιμον, ἐκλεκτόν, ἀγκωνάρι
στηρίζον τὴν ὅλην οἰκοδομὴν καὶ
συνδέον εἰς ἓν τοὺς τοίχους αὐτῆς·
τιμημένον λίθον θὰ θέσω εἰς τὰ θεμέλιά
της· καὶ καθένας ποὺ θὰ στηρίζῃ
τὴν πεποίθησίν του εἰς αὐτόν, κατ’ οὐδένα
λόγον δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ, διαψευδομένων
τῶν ἐπ’ αὐτοῦ στηριχθεισῶν ἐλπίδων
του. |
17
Καὶ θήσω κρίσιν εἰς ἐλπίδα,
ἡ δὲ ἐλεημοσύνη μου εἰς σταθμούς,
καὶ οἱ πεποιθότες μάτην ψεύδει·
ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ὑμᾶς
καταιγίς. |
17
Θὰ θέσω τὴν δικαιοσύνην μαζῆ
μὲ τὴν ἐλπίδα, τὸ δὲ ἔλεός
μου θὰ εἶναι πλούσιον. Καὶ σεῖς,
ποὺ ἐστηρίξατε τὴν πεποίθησίν
σας εἰς τὸ ψεῦδος, ματαίως ἠλπίσατε,
ὅτι δὲν θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σας ἡ καταιγίς. |
17
Καὶ ἡ κρίσις, τὴν ὁποίαν θὰ
κάμω, θὰ εἶναι ἀναμεμειγμένη μὲ ἐλπίδα
διὰ τοὺς κρινομένους, τὸ δὲ ἔλεος
θὰ ἐκτείνεται εὐρὺ εἰς μεγάλους
σταθμούς. Ἐνῷ σεῖς, ποὺ ἐστηρίξατε
τὴν πεποίθησίν σας εἰς τὸ ψεῦδος,
ματαίως ἠλπίσατε ὅτι δὲν θὰ ἐπέλθῃ
ἐπὶ σᾶς καταιγίς. |
18
Μὴ καὶ ἀφέλῃ ὑμῶν
τὴν διαθήκην τοῦ θανάτου, καὶ
ἡ ἐλπὶς ὑμῶν ἡ πρὸς
τὸν ᾅδην οὐ μὴ ἐμμείνῃ·
καταιγὶς φερομένη ἐὰν ἐπέλθῃ,
ἔσεσθε αὐτῇ εἰς καταπάτημα.
|
18
Καὶ ὅτι δὲν θὰ ἀφαιρέσῃ
τάχα καὶ δὲν θὰ καταλύσῃ
τὴν συνθήκην σας μὲ τὸν θάνατον.
Ἡ ἐλπίδα σας, ποὺ ἐστηρίξατε
εἰς τὸν ᾅδην, δὲν θὰ παραμείνῃ.
Ὅταν δὲ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σας ἡ ὁρμητικὴ καταιγίς, θὰ
σᾶς καταπατήσῃ.
|
18
Μὴ ἀμφιβάλλετε ὅτι θὰ ἀφαιρέσῃ
τὴν μετὰ τοῦ θανάτου συνθήκην σας· καὶ
ἡ ἐλπίς σας, τὴν ὁποίαν ἐστηρίξατε
εἰς τὸν Ἅδην, δὲν θὰ παραμείνῃ.
Ἐὰν δὲ ἐπέλθῃ ἐκσπῶσα
καταιγίς, θὰ καταπατηθῆτε ὑπ’ αὐτῆς.
|
19
Ὅταν παρέλθῃ, λήψεται ὑμᾶς·
πρωῒ πρωῒ παρελεύσεται ἡμέρας,
καὶ ἐν νυκτὶ ἔσται ἐλπὶς
πονηρά· μάθετε ἀκούειν.
|
19
Ὅταν ἐκσπάσῃ αὐτὴ ἡ
καταιγίς, θὰ σᾶς παραλάβῃ καὶ
θὰ σᾶς παρασύρῃ. Κάποιαν ἡμέραν
πρωῒ πρωῒ θὰ ἐπέλθῃ καὶ
κατὰ τὴν νύκτα θὰ περιμένετε
μὲ τρόμον συμφορὰς καὶ ὀλέθρους>.
Μάθετε λοιπὸν τώρα, ποὺ ἀκόμη
εἶναι καιρός, νὰ ὑπακούετε εἰς
τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
|
19
Ὅταν ἐπέλθῃ ἡ καταιγὶς καὶ
συμφορά, θὰ σᾶς καταλάβῃ· ἀπὸ
τὸ ἕνα πρωῒ ἕως τὸ ἄλλο
πρωῒ θὰ ἐπέλθῃ, καὶ καθ’ ὅλην
τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας καὶ
κατὰ τὴν νύκτα θὰ περιμένετε μετὰ
τρόμου συμφορὰς καὶ ὄλεθρον. Μάθετε λοιπὸν
ἐγκαίρως νὰ ὑπακούετε.
|
20
Στενοχωρούμενοι οὐ δυνάμεθα μάχεσθαι,
αὐτοὶ δὲ ἀσθενοῦμεν τοῦ
ὑμᾶς συναχθῆναι. |
20
Διότι ἄλλως θὰ πολιορκηθῆτε ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς σας καὶ θὰ λέγετε·
<Ἐπειδὴ στενοχωρούθα ἀπὸ
ὅλα τὰ σημεῖα, δὲν εἴμεθα εἰς
θέσιν νὰ πολεμήσωμεν. Εἴμεθα ἀσθενεῖς
καὶ ἀνίκανοι νὰ συγκεντρωθῶμεν
εἰς πόλεμον>.
|
20
Ὅταν ἐπέλθῃ ἡ καταιγίς, θὰ εἶναι
ἀργά. Τότε στενοχωρούμενοι ὅλοι μας, καὶ
ἡμεῖς οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ
δὲν θὰ δυνάμεθα νὰ μαχώμεθα, ὥστε
σεῖς ὁ λαὸς νὰ μὴ διαλυθῆτε,
ἀλλὰ νὰ συναχθῆτε συμπολεμοῦντες
μεθ’ ἡμῶν. |
21
Ὥσπερ ὄρος ἀσεβῶν ἀναστήσεται
Κύριος, καὶ ἔσται ἐν τῇ φάραγγι
Γαβαών· μετὰ θυμοῦ ποιήσει τὰ
ἔργα αὐτοῦ, πικρίας ἔργον·
ὁ δὲ θυμὸς αὐτοῦ ἀλλοτρίως
χρήσεται, καὶ ἡ πικρία αὐτοῦ
ἀλλοτρία. |
21
Θὰ ἐγερθῇ ὁ Κύριος ἐναντίον
τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ,
ὅπως ἐπολέμησεν ἄλλοτε τοὺς
ἀσεβεῖς ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος.
Θὰ γίνῃ ὅ,τι καὶ εἰς τὴν
κοιλάδα Γαβαών. Μὲ θυμὸν θὰ
πραγματοποίησῃ τὰ ἐναντίον τῶν
Ἰουδαίων ἔργα του ὁ Κύριος.
Καὶ τὸ ἔργον του αὐτὸ θὰ
εἶναι πικρὸν καὶ σκληρὸν διὰ
σᾶς. Ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου θὰ
εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ ἄλλοτε.
Ἀσυνήθης ἡ πικρὰ τιμωρία, τὴν
ὁποίαν θὰ χρησιμοποίησῃ ἐναντίον
τῶν ἁμαρτωλῶν Ἰουδαίων.
|
21
Θὰ ἀναστῇ ὁ Κύριος κατὰ τοῦ
Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὅπως εἰς τὸ
ὄρος τῶν ἀσεβῶν ἄλλοτε κατὰ
τῶν Φιλισταίων, καὶ θὰ γίνῃ ὅ,τι
καὶ εἰς τὴν κοιλάδα Γαβαὼν μετὰ
θυμοῦ θὰ κάμῃ τὰ κατὰ τῶν
Ἰουδαίων ἔργα του· καὶ τὸ ἔργον
του τοῦτο θὰ εἶναι ἔργον ἐκ
πικρίας πολλῆς προερχόμενον· ὁ δὲ θυμός
του κατὰ τρόπον ἐντελῶς διαφορετικὸν
καὶ ἀσυνήθη θὰ μεταχειρισθῇ
τοὺς Ἰουδαίους, καὶ ἡ πικρία του θὰ
εἶναι διαφορετική, ὁποία μέχρι τοῦδε δὲν
ἐξεδηλώθη. |
22
Καὶ ὑμεῖς μὴ εὐφρανθείητε,
μηδὲ ἰσχυσάτωσαν ὑμῶν οἱ
δεσμοί· διότι συντετελεσμένα καὶ
συντετμημένα πράγματα ἤκουσα παρὰ
Κυρίου σαβαώθ, ἃ ποιήσει ἐπὶ
πᾶσαν τὴν γῆν. |
22
Λοιπόν, σεῖς μὴ εὐφραίνεσθε
καὶ μὴ στηρίζεσθε εἰς τοὺς δεσμοὺς
καὶ τὰς συμμαχίας σας μὲ τοὺς
Αἰγυπτίους, διότι ἐγὼ ἤκουσα
ἀπὸ τὸν Κύριον παντοκράτορα
ἀποφάσεις καὶ πράγματα βέβαια,
σὰν νὰ ἔχουν ἤδη πραγματοποιηθῆ
εἰς βραχὺν χρόνον. Ἤκουσα ὅλα
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα θὰ πραγματοποιήσῃ
εἰς βάρος ὅλης τῆς χώρας σας.
|
22
Καὶ σεῖς μὴ γένοιτο νὰ εὐφραίνεσθε,
οὔτε νὰ ἀναπαύεσθε εἰς τὴν ἰσχὺν
τῶν ἐκ τῶν συμμαχιῶν σας μετ’ ἀνθρώπων
δεσμῶν διότι ἀποφάσεις καὶ πράγματα βέβαια,
ὡσὰν νὰ εἶχαν ἤδη συντελεσθῇ,
καὶ εἰς βραχὺν χρόνον πραγματοποιηθησόμενα
ἤκουσα ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων,
τὰ ὁποῖα θὰ κάμῃ εἰς ὅλην
τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης.
|
23
Ἐνωτίζεσθε καὶ ἀκούετε τῆς
φωνῆς μου, προσέχετε καὶ ἀκούετε
τοὺς λόγους μου. |
23
Βάλτε μέσα εἰς τὰ αὐτιά
σας, ἀκοῦστε τὴν φωνήν μου, δῶστε
προσοχὴν καὶ ἀκοῦστε τοὺς λόγους,
ποὺ θὰ σᾶς πῶ.
|
23
Βάλετε εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν
σας, ἀκούετε τὴν φωνήν μου, προσέχετε καὶ
ἀκούετε τοὺς λόγους ποὺ θὰ εἴπω.
|
24
Μὴ ὅλην τὴν ἡμέραν ἀροτριάσει
ὁ ἀροτριῶν; Ἢ σπόρον προετοιμάσει
πρὶν ἐργάσασθαι τὴν γῆν;
|
24
Μήπως ὁ γεωργός, ποῦ κάνει χωράφι,
θὰ ὀργώνῃ ὅλας τὰς ἡμέρας
τὸν ἀγρόν του; Πρὶν ἀρχίσῃ
τὸ ὄργωμα τοῦ ἀγροῦ, δὲν
προετοιμάζει τὸν σπόρον;
|
24
Μήπως κάθε ἡμέραν θὰ ὀργώνῃ
τὸν ἀγρόν του ὁ ἀροτριῶν
γεωργός; Ἢ μήπως θὰ προετοιμάσῃ πρὸς
σπορὰν τὸν σπόρον, προτοῦ νὰ ἐργασθῇ
καὶ ὀργώσῃ προηγουμένως τὴν
γῆν; |
25
Οὐχ ὅταν ὁμαλίσῃ τὸ πρόσωπον
αὐτῆς, τότε σπείρει μικρὸν μελάνθιον
ἢ κύμινον καὶ πάλιν σπείρει
πυρὸν καὶ κριθὴν καὶ κέγχρον
καὶ ζέαν ἐν τοῖς ὁρίοις
σου; |
25
Ὁ γεωργός, δηλαδή, ἀφοῦ ὀργώσῃ
καὶ σβαρνίσῃ τὸν ἀγρόν
του, τότε δὲν σπείρει ὀλίγον
σπόρον τοῦ μελανθίου ἢ τὸ κύμινον
καὶ πάλιν κατόπιν σπείρει τὸ
σιτάρι ἢ τὸ κριθάρι ἢ τὸ
κεχρὶ ἢ τὸ ἀσπροκαλάμποκο εἰς
τὰ ὅρια τοῦ ἀγροῦ του;
|
25
Οὐχὶ ὅταν βωλοκοπήσῃ καὶ καταστήσῃ
ὁμαλὴν τὴν ἐπιφάνειαν αὐτῆς,
τότε σπείρει τὸν μικρὸν σπόρον τοῦ μελανθίου
ἢ κύμινον, καὶ πάλιν, ὅταν καλλιεργηθῇ
ἐπανειλημμένως ὁ ἀγρός, σπείρει τὸν
σῖτον ἢ τὴν κριθὴν καὶ τὸ
κεχρὶ καὶ τὸ ἀσπροσῖτι εἰς
τὰ ὅρια τῆς χώρας σου;
|
26
Καὶ παιδευθήσῃ κρίματι Θεοῦ
σου καὶ εὐφρανθήσῃ.
|
26
Διάφορα σπέρματα, εἰς τὸν κατάλληλον
καιρὸν καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν
πρέπουσαν καλλιέργειαν, τὰ σπείρει
ὁ γεωργός. Καὶ σύ, ὁ πνευματικὸς
ἀγρὸς τοῦ Κυρίου, θὰ παιδαγωγηθῇς
μὲ τὴν ἀσύγκριτον δικαιοσύνην
καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ σου.
Ἔτσι δὲ παιδαγωγούμενος θὰ ἀποκτήσῃς
χαρὰν καὶ εἰρήνην.
|
26
Καὶ σύ, ὁ πνευματικὸς ἀγρὸς
τοῦ Κυρίου, μετ’ ἀσυγκρίτου σοφίας καὶ δικαιοσύνης
τοῦ Θεοῦ σου θὰ παιδαγωγηθῇς ὑπ’
Αὐτοῦ καὶ θὰ εὐφρανθῇς,
συγκομίζων εὐφρόσυνον πνευματικὸν καρπόν.
|
27
Οὐ γὰρ μετὰ σκληρότητος καθαίρεται
τὸ μελάνθιον, οὐδὲ τροχὸς ἁμάξης
περιάξει ἐπὶ τὸ κύμινον, ἀλλὰ
ράβδῳ τινάσσεται τὸ μελάνθιον,
|
27
Μὲ πατρικὴν ἀγάπην θὰ σᾶς
παιδαγωγήσῃ ὁ Θεός, διότι τὸ
μελάνθιον δὲν καθαρίζεται μὲ σκληρὰ
κτυπήματα, οὔτε οἱ τροχοὶ τῆς
ἁλωνιστικῆς ἁμάξης θὰ κυλίωνται
ἐπάνω εἰς τὸ κύμινον διὰ
τὸν καθαρισμόν του, ἀλλὰ μὲ
ραβδὶ μόνον τινάσσεται τὸ μελάνθιον.
|
27
Θὰ σᾶς παιδαγωγήσῃ πατρικῶς, διότι
καὶ τὸ μελάνθιον δὲν καθαρίζεται μὲ
σκληρότητα, οὔτε ὁ τροχὸς τῆς ἁμάξης
θὰ τριγυρίσῃ ἐπάνω εἰς τὸ κύμινον,
ὅπως γυρίζει ἐπὶ τῶν σταχύων κατὰ
τὸ ἁλώνισμα τοῦ σίτου, ἀλλὰ
μὲ ράβδον τινάζεται τὸ μελάνθιον. |
28
τὸ δὲ κύμινον μετὰ ἄρτου βρωθήσεται,
οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ἐγὼ
εἰμι ὑμῖν ὀργισθήσομαι, οὐδὲ
φωνὴ τῆς πικρίας μου καταπατήσει ὑμᾶς.
|
28
Τὸ δὲ κύμινον ζυμώνεται καὶ
τρώγεται μαζῆ μὲ τὸ ψωμί, τὸ
ὁποῖον καὶ νοστιμαίνει. Ἔτσι
πράττω καὶ ἐγώ, λέγει ὁ
Κύριος. Διότι δὲν θὰ κρατήσω
τὴν ὀργήν μου ἐναντίον σας αἰωνίως,
οὔτε ὁ αὐστηρὸς καὶ πικρὸς
διὰ σᾶς λόγος μου θὰ σᾶς καταπατήσῃ
καὶ θὰ σᾶς συντρίψῃ>.
|
28
Τὸ δὲ κύμινον, εὐθὺς ὡς μαζευθῇ,
εἶναι ἕτοιμον καὶ θὰ φαγωθῇ
μαζὶ μὲ ἄρτον, ριπτόμενον εἰς αὐτόν,
ὅταν ζυμώνεται. Οὕτω πράττω καὶ ἐγώ.
Διότι δὲν θὰ ὀργισθῶ ἐναντίον
σας αἰωνίως· οὔτε ἡ φωνὴ τῆς
πικρίας μου καὶ τῆς ἀγανακτήσεώς μου θὰ
σᾶς καταπατήσῃ καὶ θὰ σᾶς συντρίψῃ.
|
29
Καὶ ταῦτα παρὰ Κυρίου σαβαὼθ
ἐξῆλθε τὰ τέρατα· βουλεύσασθε
ὑψώσατε ματαίαν παράκλησιν.
|
29
Ὅλα αὐτὰ τὰ καταπληκτικὰ γεγονότα
ἀνηγγέλθησαν ἀπὸ τὸν Κύριον
παντοκράτορα. Σκεφθῆτε καλά, ἀπομακρύνατε
ἀπὸ τὴν καρδίαν σας κάθε ἄλλην
ματαίαν καὶ ἀνωφελῆ παρηγορίαν.
|
29
Καὶ αὐτὰ τὰ καταπληκτικά, ποὺ
σᾶς προαναγγέλλομεν καὶ θὰ συμβοῦν,
ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν δυνάμεων ἀπεφασίσθησαν
καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξῆλθον.
Σκεφθῆτε καλῶς. Ἀπομακρύνατε πᾶσαν
ἀνωφελῆ παρηγορίαν. |