Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
Ἀριὴλ πόλις, ἣν ἐπολέμησε
Δαυίδ· συναγάγετε γεννήματα ἐνιαυτὸν
ἐπὶ ἐνιαυτὸν, φάγεσθε, φάγεσθε
γὰρ σὺν Μωάβ. |
λλοίμονον
εἰς τὴν πόλιν Ἀριήλ, δηλαδὴ
τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποίαν
ἄλλοτε ἐπολέμησε καὶ κατέλαβεν
ὁ Δαυίδ! Συγκεντρώσατε τὰ προϊόντα
τοῦ τόπου σας τὸ ἕνα ἔτος μετὰ
τὸ ἄλλο. Φάγετε, διότι θὰ τὰ
φάγετε μαζῆ μὲ τοὺς Μωαβίτας!
|
λλοίμονον
εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, τὴν ἔχουσαν
τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τὸ καλούμενον
Ἀριήλ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπολέμησε
καὶ τὴν κατέκτησεν ὁ Δαβίδ. Συναθροίσατε
τὰ γεννήματα τῆς μιᾶς χρονιᾶς ἐπὶ
τὰ γεννήματα τῆς ἄλλης, φάγετε καὶ
χορτάσθητε τώρα, διότι προσεχῶς θὰ φάγετε μὲ
στέρησιν καὶ πεῖναν μαζὶ μὲ τοὺς
Μωαβίτας. |
2
Ἐκθλίψω γὰρ Ἀριὴλ, καὶ
ἔσται αὐτῆς ἡ ἰσχὺς καὶ
ὁ πλοῦτος ἐμοί.
|
2
Ἐγὼ θὰ ἀποστείλω βαρείας
θλίψεις ἐναντίον τῆς πόλεως
Ἀριήλ. Ἡ δύναμίς της καὶ
ὁ πλοῦτος της θὰ περιέλθουν τελικῶς
εἰς ἐμέ.
|
2
Ταλανίζω τὴν Ἀριήλ, διότι θὰ τὴν
συμπιέσω, καὶ ἡ δύναμίς της καὶ ὁ
πλοῦτος της θὰ γίνουν ἰδικά μου, ἀφαιρούμενα
ἀπὸ τοὺς κατοίκους της.
|
3
Καὶ κυκλώσω ὡς Δαυὶδ ἐπὶ
σὲ καὶ βαλῶ περὶ σὲ χάρακα
καὶ θήσω περὶ σὲ πύργους,
|
3
Ὅπως ἄλλοτε ὁ Δαυίδ, θὰ σὲ
περικυκλώσω, θὰ βάλω ὁλόγυρά
σου χαράκωμα, θὰ στήσω πολιορκητικοὺς
πύργους.
|
3
Καὶ θὰ σὲ περικυκλώσω, ὅπως ἄλλοτε
ὁ Δαβίδ, καὶ θὰ βάλω τριγύρω σου χαράκωμα
καὶ θὰ θέσω πολιορκητικὰς μηχανάς.
|
4
καὶ ταπεινωθήσονται εἰς τὴν γῆν
οἱ λόγοι σου, καὶ εἰς τὴν γῆν
οἱ λόγοι σου δύσονται· καὶ ἔσται
ὡς οἱ φωνοῦντες ἐκ τῆς γῆς
ἡ φωνή σου, καὶ πρὸς τὸ ἔδαφος
ἡ φωνή σου ἀσθενήσει.
|
4
Τότε οἱ ἀλαζονικοὶ λόγοι σου
θὰ ταπεινωθοῦν, θὰ πέσουν ἄπρακτοι
εἰς τὴν γῆν, θὰ βυθισθοῦν οἱ
λόγοι σου εἰς τὸ χῶμα. Ἡ φωνή
σου θὰ εἶναι τόσον ἀσθενική,
ὡσὰν τὴν φωνὴν ἐκείνων
ποὺ ὁμιλοῦν ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς γῆς. Θὰ ἐξασθενήσῃ
ἡ φωνή σου, σὰν νὰ βγαίνῃ
ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
|
4
Καὶ θὰ ταπεινωθῇς εἰς τὸ χῶμα,
ὥστε ἀπ’ ἐκεῖ νὰ ἀκούωνται
ὅσα θὰ λέγῃς· καὶ θὰ βυθισθοῦν
εἰς τὴν γῆν τὰ λόγια σου καὶ
θὰ γίνῃ ἡ φωνή σου ὡσὰν
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς, ἐπικαλούμενοι
διὰ τῆς νεκρομαντείας τοὺς νεκρούς·
καὶ ἡ φωνή σου θὰ ἑξασθενήσῃ,
ὡσὰν νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ
ἔδαφος. |
5
Καὶ ἔσται ὡς κονιορτὸς ἀπὸ
τροχοῦ ὁ πλοῦτος τῶν ἀσεβῶν
καὶ ὡς χνοῦς φερόμενος τὸ πλῆθος
τῶν καταδυναστευόντων σε, καὶ ἔσται
ὡς στιγμὴ παραχρῆμα |
5
Τὰ πλοὺτη τῶν ἀσεβῶν θὰ
γίνουν σὰν τὸν κονιορτόν, ποὺ
σηκώνεται ἀπὸ τοὺς τροχοὺς τῶν
ἁμαξῶν. Τὸ πλῆθος αὐτῶν,
ποὺ σὲ καταδυναστεύουν, ὦ Ἱερουσαλήμ,
θὰ γίνῃ σὰν τὸ χνοῦδι
ποὺ τὸ σηκώνει καὶ τὸ διασκορπίζει
ὁ ἄνεμος. Σὰν σὲ μιὰ στιγμὴ
θὰ γίνῃ ἡ καταστροφὴ
|
5
Καὶ θὰ γίνῃ ὡσὰν σκόνη, ὁμοία
πρὸς αὐτήν, ποὺ δημιουργοῦν καὶ
σηκώνουν ὀπίσω των οἱ τροχοί, ὁ πλοῦτος
τῶν ἀσεβῶν, καὶ ὡσὰν χνούδι,
ποὺ τὸ σηκώνει ὁ ἄνεμος, τὸ
πλῆθος αὐτῶν ποὺ σὲ καταδυναστεύουν,
ὦ Ἱερουσαλήμ. Θὰ γίνῃ δὲ ἡ
καταστροφὴ αὐτὴ ὡσὰν μία στιγμή,
ἀμέσως, |
6
παρὰ Κυρίου σαβαώθ· ἐπισκοπὴ
γὰρ ἔσται μετὰ βροντῆς καὶ σεισμοῦ
καὶ φωνῆς μεγάλης, καταιγὶς φερομένη
καὶ φλὸξ πυρὸς κατεσθίουσα.
|
6
ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν δυνάμεων.
Διότι ὁ Κύριος θὰ ἐπισκεφθῇ
τοὺς ἐχθρούς σου μὲ βροντὴν
καὶ σεισμὸν καὶ φωνὴν μεγάλην.
Θὰ ὑμοιάζῃ ἡ ἐπίσκεψις
του μὲ ὁρμητικὴν καταιγίδα, μὲ
φλόγα πυρός, ἡ ὁτοία θὰ
κατατρώγῃ τὰ πάντα.
|
6
ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων διότι
θὰ γίνῃ ἐπίσκεψις αὐτοῦ μὲ
βροντὴν καὶ σεισμὸν καὶ φωνὴν
μεγάλην, ὡσὰν καταιγὶς σφοδρὰ ἐπερχομένη
καὶ ὡσὰν φλόγα πυρός, ποὺ κατατρώγει
τὰ πάντα. |
7
Καὶ ἔσται ὡς ὁ ἐνυπνιαζόμενος
καθ' ὕπνους νυκτὸς ὁ πλοῦτος ἁπάντων
τῶν ἐθνῶν, ὅσοι ἐπεστράτευσαν
ἐπὶ Ἀριήλ, καὶ πάντες
οἱ στρατευσάμενοι ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
καὶ πάντες οἱ συνηγμένοι ἐπ'
αὐτὴν καὶ θλίβοντες αὐτήν.
|
7
Ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον περιμένουν
νὰ ἀποκτήσουν ἀπὸ σὲ οἱ
ἐχθροί σου, αὐτοὶ ποὺ ἐξεστράτευσαν
ἐναντίον σου, ὦ Ἀριήλ, θὰ
μοιάζῃ μὲ τὸν πλοῦτον, ποὺ
βλέπει κανεὶς εἰς ὄνειρον κατὰ
τὸν νυκτερινὸν ὕπνον του. Ὅλοι ὅσοι
θὰ ἐκστρατεύσουν ἐναντίον τῆς
Ἱερουσαλήμ, ὅλοι, ὅσοι θὰ ἔχουν
συγκεντρωθῇ γύρω ἀπὸ αὐτήν,
καὶ τὴν καταθλίβουν μὲ πολιορκίαν
καὶ πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις, θὰ
ἀποτύχουν.
|
7
Καὶ θὰ εἶναι ὡσὰν ἐκεῖνον,
ποὺ ὀνειρεύεται εἰς τὸν ὕπνον
του ὅτι ἔγινε πλούσιος, ὁ πλοῦτος
ὅλων τῶν ἐθνῶν, ὅσοι ἐξεστράτευσαν
ἐναντίον τῆς Ἀριήλ· καὶ
ὅλοι, ὅσοι ἐξεστράτευσαν κατὰ
τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ ὅλοι, ὅσοι
συνηθροίσθησαν ἐναντίον της καὶ θλίβουν πολιορκοῦντες
αὐτήν, |
8
Καὶ ἔσονται ὡς οἱ ἐν τῷ
ὕπνῳ πίνοντες καὶ ἔσθοντες,
καὶ ἐξαναστάντων μάταιον αὐτῶν
τὸ ἐνύπνιον, καὶ ὃν τρόπον
ἐνυπνιάζεται ὁ διψῶν ὡς πίνων
καὶ ἐξαναστὰς ἔτι διψᾷ, ἡ
δὲ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς κενὸν
ἤλπισεν, οὕτως ἔσται ὁ πλοῦτος
τῶν ἐθνῶν πάντων, ὅσοι ἐπεστράτευσαν
ἐπὶ τὸ ὅρος Σιών.
|
8
Καὶ θὰ ὁμοιάζουν μὲ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸ διάστημα
τοῦ ὕπνου των ὀνειρεύονται ὅτι
τρώγουν καὶ πίνουν. Ὅταν δὲ
ἐξυπνήσουν, βλέπουν ὅτι εἶναι
μάταιον καὶ ψευδὲς τὸ ὄνειρόν
των. Θὰ εἶναι ὅπως ὁ διψασμένος,
ὁ ὁποῖος βλέπει ὄνειρον ὅτι
πίνει, ἐξυπνᾷ δὲ καὶ αἰσθάνεται
ὅτι ἀκόμη διψᾷ. Ἡ ψυχή
του ἔχει ματαίως ἐλπίσει νὰ
ξεδιψάσῃ. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ
ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον νομίζουν
ὅλα τὰ ἔθνη ὅτι θὰ ἀποκτήσουν
ἀπὸ τὴν λαφυραγωγίαν σου, ὅλοι
ὅσοι ἔχουν ἐκστρατεύσει ἐναντίον
τοῦ ὄρους Σιών, ἐναντίον τῆς
Ἱερουσαλήμ. |
8
θὰ εἶναι σὰν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
πίνουν καὶ τρώγουν εἰς τὸν ὕπνον των
καὶ τὸ ὄνειρόν των. Ὅταν δὲ
ἐξυπνήσουν καὶ σηκωθοῦν, παρουσιάζεται
μάταιον τὸ ὄνειρον καὶ ἄδειον ἀπὸ
πραγματικότητα. Καὶ καθ’ ὂν τρόπον βλέπει ὄνειρον
ἐκεῖνος ποὺ διψᾷ, ὅτι πίνει,
καὶ ὅταν σηκωθῇ, ἀκόμη διψᾷ,
ἡ δὲ ψυχή του εἰς μάτην ἤλπισεν,
ἔτσι θὰ εἶναι ὁ πλοῦτος τῶν
ἐθνῶν ὅλων, ὅσοι ἐξεστράτευσαν
ἐναντίον τοῦ ὑψηλοῦ καὶ στερεοῦ
ὄρους Σιών. |
9
Ἐκλύθητε καὶ ἔκστητε καὶ κραιπαλήσατε
οὐκ ἀπὸ σίκερα οὐδὲ ἀπὸ
οἴνου· |
9
Παραλύσατε ἀπὸ φόβον σεῖς οἱ
ἐχθροὶ τῆς Ἱερουσαλήμ. Περιπέσατε
εἰς σύγχυσιν, καταντήσατε εἰς κραιπάλην
καὶ μέθην, ἡ ὁποία δημιουργεῖται
ὄχι ἀπὸ οἰνοπνευματώδη ποτά,
οὔτε ἀπὸ τὸν οἶνον, ἀλλὰ
ἀπὸ τὴν ἀλαζονείαν καὶ
τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας.
|
9
Ἀφοῦ δὲν ἐννοεῖτε νὰ διορθωθῆτε,
παραλύσατε καὶ ἀποβάλετε πᾶσαν ἠθικὴν
αἴσθησιν καὶ περιέλθετε εἰς τὴν κατάστασιν
τῆς κραιπάλης καὶ τῆς μέθης, ἡ ὁποία
δημιουργεῖται οὐχὶ ἀπὸ μεθυστικὰ
ποτά, οὐδὲ ἀπὸ οἶνον, ἀλλ’
ἀπὸ τὴν τύφλωσιν τῆς ἁμαρτίας.
|
10
ὅτι πεπότικεν ὑμᾶς Κύριος πνεύματι
κατανύξεως καὶ καμμύσει τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτῶν καὶ τῶν προφητῶν αὐτῶν
καὶ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν,
οἱ ὁρῶντες τὰ κρυπτά.
|
10
Θὰ πάθετε αὐτά, διότι ὁ
Κύριος ἐπέτρεψε νὰ ποτισθῆτε
πνεῦμα νάρκης καὶ ἠθικῆς
ἀναισθησία. Παρεχώρησε νὰ κλείσουν
τὰ μάτια τῆς διανοίας σας, τὰ
μάτια καὶ αὐτῶν τῶν προφητῶν
σας καὶ τῶν ἀρχόντων σας οἱ
ὁποῖοι καθῆκον καὶ ἀποστολὴν
ἔχουν, νὰ βλέπουν τὰ κρυπτὰ
καὶ ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ.
|
10
Ὠρισμένως θὰ πάθετε ταῦτα, διότι ὁ
Κύριος παρεχώρησε νὰ πίετε πνεῦμα κατανύξεως καὶ
ἠθικῆς νάρκης καὶ ἀναισθησίας. Παρεχώρησεν
ἀκόμη νὰ κλείσουν οἱ ὀφθαλμοὶ
τῆς διανοίας των καὶ τῶν προφητῶν
καὶ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν, οἱ
ὁποῖοι ἀποστολὴν ἔχουν νὰ
βλέπουν τὰ κρυπτὰ καὶ να καθοδηγοῦν
τοὺς ἄλλους. |
11
Καὶ ἔσονται ὑμῖν τὰ ρήματα
πάντα ταῦτα ὡς οἱ λόγοι τοῦ
βιβλίου τοῦ ἐσφραγισμένου τούτου,
ὃ ἐὰν δῶσιν αὐτὸ ἀνθρώπῳ
ἐπισταμένῳ γράμματα λέγοντες·
ἀνάγνωθι ταῦτα· καὶ ἐρεῖ·
οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι, ἐσφράγισται
γάρ. |
11
Λόγῳ τῆς ἠθικῆς σας νάρκης
ὅλοι αὐτοὶ οἱ λόγοι τοῦ
Κυρίου θὰ εἶναι σὰν τοὺς λόγους
τοῦ βιβλίου, τὸ ὁποῖον μένει
σφραγισμένον καὶ κλεισμένον. Αὐτὸ,
ἐὰν δοθῇ εἰς ἄνθρωπον, ὁ
ὁποῖος γνωρίζει γράμματα καὶ
εἰποῦν πρὸς αὐτόν: Διάβασε
αὐτὰ ποὺ περιέχει τὸ βιβλίον·
ἐκεῖνος θὰ ἀπαντήσῃ·
δὲν ἠμπορῶ νὰ ἀνανγνώσω,
διότι τὸ βιβλίον εἶναι κλεισμένον
καὶ σφραγισμένον.
|
11
Καὶ κατόπιν τῆς κατανύξεως καὶ τῆς
τυφλώσεως ταύτης θὰ εἶναι διὰ σᾶς
ὅλοι αὐτοὶ οἱ προφητικοὶ λόγοι
καὶ ἀποκαλύψεις ὅπως οἱ λόγοι τοῦ
βιβλίου τοῦ ἐσφραγισμένου τούτου, τὸ
ὁποῖον, ἐὰν δώσουν εἰς ἄνθρωπον,
ποὺ ἠξεύρει γράμματα, λέγοντες· Ἀνάγνωσον
ταῦτα, θὰ σᾶς εἴπῃ: Δὲν
δύναμαι νὰ τὸ ἀναγνώσω καὶ νὰ
τὸ κατανοήσω, διότι εἶναι ἐσφραγισμένον
καὶ κεκαλυμμένον. |
12
Καὶ δοθήσεται τὸ βιβλίον τοῦτο
εἰς χεῖρας ἀνθρώπου μὴ ἐπισταμένου
γράμματα, καὶ ἐρεῖ αὐτῷ·
ἀνάγνωθι τοῦτο· καὶ ἐρεῖ·
οὐκ ἐπίσταμαι γράμματα.
|
12
Καὶ ἐὰν ἀνοικτὸν δοθῇ
τὸ βιβλίον εἰς χέρια ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος δὲν γνωρίζει γράμματα,
ἐκεῖνος θὰ πῇ πρὸς αὐτόν,
ποὺ τοῦ τὸ ἔδωσε· διάβασέ
το σύ, διότι ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ
νὰ τὸ διαβάσω, ἐπειδὴ δὲν
γνωρίζω γράμματα.
|
12
Καὶ θὰ δοθῇ τὸ βιβλίον τοῦτο
εἰς χεῖρας ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
δὲν γνωρίζει γράμματα, καὶ θὰ εἴπῃ
εἰς αὐτὸν ἐκεῖνος, ποὺ
τοῦ τὸ δίδει: Ἀνάγνωσέ το. Καὶ
θὰ ἀπαντήσῃ αὐτὸς ἀδιαφορῶν:
Δὲν ἠξεύρω γράμματα. |
13
Καὶ εἶπε Κύριος· ἐγγίζει
μοι ὁ λαὸς οὗτος ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν
αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ
καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει
ἀπ' ἐμοῦ· μάτην δὲ σέβονταί
με διδάσκοντες ἐντάλματα ἀνθρώπων
καὶ διδασκαλίας. |
13
Ὁ Κύριος εἶπεν· <ὁ λαὸς
αὐτὸς μὲ πλησιάζει μόνον μὲ
τὰ λόγια τοῦ στόματός του, μὲ
τιμοῦν μὲ τοὺς λόγους τῶν χειλέων
των μόνον. Ἡ εὐσέβειά των περιορίζεται
εἰς ὑποκριτικὰ λόγια, ἡ δὲ
καρδία των ἀπέχει πολὺ ἀπὸ
ἐμέ. Ἀνώφελα μὲ σέβονται,
διότι ἐγκταλείπουν τὴν ἰδικήν
μου ἀλήθειαν καὶ διδάσκουν διδασκαλίας
καὶ ἐντολὰς ἀνθρώπων.
|
13
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: Μὲ πλησιάζει ὁ
λαὸς οὗτος μὲ τὸ στόμα του μόνον καὶ
μὲ τιμοῦν μὲ τὰ χείλη των, ἡ
καρδία των ὅμως μακρὰν ἀπέχει ἀπὸ
ἐμέ· ἀνωφελῶς δὲ καὶ
ματαίως μὲ σέβονται, διότι διδάσκουν ἐντολὰς
καὶ διδασκαλίας ἀνθρώπων καὶ ὄχι τὰς
ἰδικάς μου. |
14
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ προσθήσω
τοῦ μετατεθῆναι τὸν λαὸν τοῦτον
καὶ μεταθήσω αὐτοὺς καὶ ἀπολῶ
τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν
σύνεσιν τῶν συνετῶν κρύψω.
|
14
Διὰ τοῦτο, ἰδοὺ ἐγώ, θὰ
ἀποφασίσω νὰ μετακινήσω τὸν
λαὸν αὐτὸν, θὰ τοὺς ἐξορίσω,
θὰ καταστρέψω τὴν δῆθεν σοφίαν
τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν
ψευδοσυνετῶν θὰ ἐξαφανίσω.
|
14
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ λαὸς αὐτὸς
δὲν μὲ φοβεῖται πραγματικῶς, δι’ αὐτὸ
καὶ Ἐγὼ ἰδού, θὰ προσθέσω καὶ
νέαν τιμωρίαν, θὰ μεταθέσω δηλαδὴ καὶ θὰ
ἐκτοπίσω ἐκ τῆς πατρίδος του τὸν λαὸν
τοῦτον καὶ θὰ μεταθέσω αὐτούς, ἐπιτρέπων
νὰ αἰχμαλωτισθοῦν εἰς τὴν Βαβυλῶνα
καὶ να διασπαροῦν ἀνὰ τὰ ἔθνη,
καὶ θὰ καταστρέψω τὴν σοφίαν τῶν νομιζόντων
ἑαυτοὺς σοφούς, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν
θεωρούντων ἑαυτοὺς συνετοὺς θὰ τὴν
σκεπάσω καὶ ἐξαφανίσω. |
15
Οὐαὶ οἱ βαθέως βουλὴν ποιοῦντες
καὶ οὐ διὰ Κυρίου· οὐαὶ
οἱ ἐν κρυφῇ βουλὴν ποιοῦντες
καὶ ἔσται ἐν σκότει τὰ ἔργα
αὐτῶν καὶ ἐροῦσι· τίς
ἑώρακεν ἡμᾶς; καὶ τίς
ἡμᾶς γνώσεται ἢ ἃ ἡμεῖς
ποιοῦμεν; |
15
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι εὑρίσκουν καὶ σκέπτονται
βαθυστόχαστον τάχα βουλήν, ὄχι ὅμως
σύμφωνον πρὸς τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ! Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι παίρνουν κρυφίας ἀποφάσεις
καὶ διαπράττουν τὰ πονηρὰ ἔργα
των ὑπὸ τὸ σκότος, καὶ λέγουν·
<ποιὸς μᾶς βλέπει; Ποιὸς θὰ
μᾶς ἀναγνωρίσῃ ἢ θὰ ἴδῃ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς
πράττομεν;>
|
15
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι λαμβάνουν βαθεῖαν καὶ σοφήν,
ὡς φαντάζονται, ἀπόφασιν καὶ οὐχὶ
σύμφωνον πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὸν φωτισμὸν
τοῦ Κυρίου. Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦν κρυφίως ἀπόφασιν
καὶ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τὰ
ἔργα των. Καὶ θὰ εἶπουν οὗτοι
πλανώμενοι: Ποῖος μᾶς ἔχει ἴδει; Καὶ
ποῖος θὰ μάθῃ ἡμᾶς ἢ αὐτά,
τὰ ὁποῖα ἡμεῖς πράττομεν;
|
16
Οὐχ ὡς ὁ πηλὸς τοῦ κεραμέως
λογισθήσεσθε; Μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα
τῷ πλάσαντι αὐτό· οὐ σὺ
με ἔπλασας; Ἢ τὸ ποίημα τῷ ποιήσαντι·
οὐ συνετῶς με ἐποίησας;
|
16
Ἀλλὰ δὲν εἶσθε σεῖς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ σὰν τὴν λάσπην τοῦ
κεραμοποιοῦ; Αὐτὸς δὲν σᾶς ἔπλασε
καὶ ἐπομένως ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν
καὶ τὸ βλέμμα αὐτοῦ δὲν
εὐρίσκεσθε; Μήπως αὐτὸ ποὺ
ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν πηλὸν
θὰ πῇ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ
τὸ ἔπλασε· <δὲν μὲ ἔπλασες
σύ>· ἢ μήπως θὰ πῇ τὸ
ἔργον εἰς τὸν ἐργάτην ποὺ
τὸ ἔκαμε· <δὲν μὲ κατεσκεύασες
ὀρθῶς καὶ συνετῶς;>
|
16
Πόσον πλανῶνται ὅμως, φανταζόμενοι ὅτι θὰ
διαφύγουν τὸ ὄμμα τοῦ Θεοῦ! Δὲν
θὰ ὑπολογισθῆτε ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου ὡσὰν τὸν πηλὸν τοῦ κεραμέως;
Αὐτὸς δὲν ἔπλασε καὶ σᾶς;
Μήπως θὰ εἴπῃ αὐτὸ ποὺ
ἐπλάσθη μὲ πηλόν, εἰς ἐκεῖνον
ποὺ τὸ ἔπλασε: Δὲν μὲ ἔπλασες
σύ; Ἢ μήπως αὐτὸ ποὺ ἐποιήθη,
θὰ εἴπῃ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ
μὲ σκέψιν καὶ σχέδιον τὸ ἐποίησε:
Δὲν μὲ κατεσκεύασες μὲ σκέψιν καὶ
σύνεσιν; Αὐτὸ θὰ διδάξῃ σοφίαν καὶ
σύνεσιν τὸν ποιητήν του; |
17
οὐκέτι μικρὸν καὶ μετατεθήσεται
ὁ Λίβανος, ὡς τὸ ὄρος τὸ
Χέρμελ καὶ τὸ Χέρμελ εἰς δρυμὸν
λογισθήσεται; |
17
Ἐντὸς ὀλίγου τὸ δασῶδες
ὄρος Λίβανος θὰ γίνῃ καρποφόρον
ὡσὰν τὸ καρποφόρον ὄρος Κάρμηλος.
Καὶ τὸ ὄρος Κάρμηλος θὰ συγκαταριθμηθῇ
εἰς εἰς δάσος ἄγριον, χωρὶς
καρποφόρα δένδρα. |
17
Δὲν θὰ περάσῃ παρὰ ὀλίγος χρόνος
καὶ θὰ μεταβληθῇ τὸ ὑπὸ
ἀγρίων δένδρων ἀποτελούμενον ὄρος Λίβανος
ὡσὰν τὸ εὔφορον καὶ καρποφόρον
ὄρος Κάρμηλος· καὶ τὸ ὄρος Κάρμηλος
θὰ λογαριασθῇ καὶ συγκαταριθμηθῇ εἰς
δάσος ἄγριον, στερούμενον δένδρων καρποφόρων;
|
18
Καὶ ἀκούσονται ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ κωφοὶ λόγους βιβλίου,
καὶ οἱ ἐν τῷ σκότει καὶ
οἱ ἐν τῇ ὁμίχλῃ ὀφθαλμοὶ
τυφλῶν ὄψονται· |
18
Κατὰ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην
ἡμέραν τῆς θαυμαστῆς μεταβολῆς,
οἱ κωφοὶ θὰ ἀκούσουν τὰ
λόγια τοῦ βιβλίου τούτου. Οἱ
ὀφθαλμοὶ τῶν τυφλῶν, ποὺ εὑρίσκονται
μέσα εἰς τὸ σκοτάδι καὶ τὴν
ὁμίχλην, θὰ ἰδοῦν αὐτά.
|
18
Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς μεταβολῆς
θὰ ἀκούσουν μὲ ἐνδιαφέρον
καὶ θὰ κατανοήσουν τοὺς λόγους τοῦ
ἐσφραγισμένου βιβλίου ἄνθρωποι, ποὺ
προτήτερα ἦσαν κωφοί, καὶ μάτια τυφλῶν,
ποὺ τώρα εἶναι βυθισμένα εἰς τὸ σκότος
καὶ εἰς τὴν ὁμίχλην, θὰ ἴδουν.
|
19
καὶ ἀγαλλιάσονται πτωχοὶ διὰ
Κύριον ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ
οἱ ἀπηλπισμένοι τῶν ἀνθρώπων
ἐμπλησθήσονται εὐφροσύνης.
|
19
Οἱ πτωχοὶ καὶ ἄσημοι θὰ ἀναγαλλιάσουν
μὲ μεγάλην εὐφροσύνην διὰ τὸν
Κύριον καὶ οἱ ἀπελπισμένοι μεταξὺ
τῶν ἀνθρώπων θὰ πλημμυρίσουν
ἀπὸ εὐάρεστα συναισθήματα.
|
19
Καὶ θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν
διὰ τὸν Κύριον μὲ εὐφροσύνην ἄνθρωποι,
ποὺ τώρα πνευματικῶς εἶναι πτωχοί, καὶ
ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀπηλπισμένοι καὶ
θεωρούμενοι ἀνεπίδεκτοι σωτηρίας θὰ γεμίσουν εὐφροσύνην.
|
20
Ἐξέλιπεν ἄνομος, καὶ ἀπώλετο
ὑπερήφανος, καὶ ἐξωλοθρεύθησαν
οἱ ἀνομοῦντες ἐπὶ κακίᾳ,
|
20
Τότε ὁ παράνομος καὶ ἁμαρτωλὸς
θὰ ἐκλείψῃ, θὰ καταστραφῇ
ὁ ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος,
θὰ ἐξολοθρευθοῦν, ὅσοι ἐν τῇ
κακίᾳ των παραβαίνουν καὶ καταπατοῦν
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ·
|
20
Θὰ ἐκλείψῃ κάθε ἄνομος καὶ
θὰ ἀπολεσθῇ κάθε ὑπερήφανος καὶ
θὰ ἐξολοθρευθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
τώρα παραβαίνουν τὸν Νόμον λόγῳ τῆς κακίας,
ὑπὸ τῆς ὁποίας κατέχονται.
|
21
καὶ οἱ ποιοῦντες ἁμαρτεῖν ἀνθρώπους
ἐν λόγῳ· πάντας δὲ τοὺς
ἐλέγχοντας ἐν πύλαις πρόσκομμα
θήσουσιν ὅτι ἐπλαγίασαν ἐπ'
ἀδίκοις δίκαιον. |
21
ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι παρακινοῦν καὶ ὁδηγοῦν
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νὰ ἀμαρτάνουν
μὲ τὰ λόγια των. Καθὼς καὶ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι θέτουν προσκόμματα
καὶ ἐμπόδια εἰς τοὺς δικάζοντας
παρὰ τὰς πύλας τῶν πόλεων, διὰ
νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν καὶ μὴ
ἀποδώσουν αὐτοὶ δικαιοσύνην.
Τοὺς παρασύρουν διὰ πλαγίου τρόπου
νὰ ἀποδίδουν δίκαιον εἰς τοὺς
ἀδίκους.
|
21
Θὰ ἐκλείψουν καὶ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι παγιδεύουν τοὺς ἀνθρώπους
διὰ νὰ παρεκτραποῦν διὰ λόγου·
καθὼς καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
θέτουν πρόσκομμα εἰς ὅλους τοὺς δικάζοντας
εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων διὰ νὰ
ἐξαπατήσουν αὐτούς, διότι οὖτοι διέστρεψαν
τὸ δίκαιον συστηματικῶς διὰ νὰ ἰκανοποιήσουν
ἀδίκους φίλους των ἢ σκοποὺς των.
|
22
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακώβ, ὃν
ἀφώρισεν ἐξ Ἁβραάμ· οὐ
νῦν αἰσχυνθήσεται Ἰακώβ, οὐδὲ
νῦν τὸ πρόσωπον μεταβαλεῖ Ἰσραήλ·
|
22
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰακώβ, εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
τοὺς ὁποίους ἐξεχώρισεν ἀπὸ
τοὺς ἄλλους ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ.
<Τώρα δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ
πλέον ὁ οἶκος τοῦ Ἰακώβ,
οὔτε θὰ ἀλλοιώσῃ τὸ πρόσωπόν
του ἀπὸ τὸν φόβον ἐπερχομένων
δεινῶν.
|
22
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ,
τοὺς ὁποίους ἐξεχώρισεν ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ: Τώρα δὲν
θὰ ἐντροπιασθῇ ὁ οἶκος Ἰακώβ,
οὔτε θὰ ἀλλάξῃ τὸ πρόσωπόν του
τώρα ἐκ φόβου ἢ ἐξ ἐντροπῆς
ὁ Ἰσραήλ. |
23
ἀλλ' ὅταν ἴδωσι τὰ τέκνα αὐτῶν
τὰ ἔργα μου, δι' ἐμὲ ἁγιάσουσι
τὸ ὄνομά μου καὶ ἁγιάσουσι
τὸν ἅγιον Ἰακὼβ καὶ τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ φοβηθήσονται.
|
23
Ἀλλά, ὅταν τὰ τέκνα αὐτῶν
ἴδουν τὰ ἔργα μου θὰ δοξάσουν
ἐμὲ τὸν ἅγιον Θεὸν τοῦ
Ἰακώβ, θὰ φοβηθοῦν καὶ θὰ
εὐλαβηθοῦν ἐμέ, τὸν Θεὸν
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
23
Ἀλλ' ὅταν ἴδουν τὰ τέκνα των τὰ
ἔργα μου, θὰ δοξάσουν τὸ ὄνομά μου
δι’ ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἰργάσθην
ταῦτα· καὶ θὰ ἀναγνωρίσουν τὴν
ἁγιότητα ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος
ὄντως εἶμαι ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ
Ἰακώβ, καὶ θὰ φοβηθοῦν τὸν Θεόν,
τὸν ὁποῖον ἐλάτρευσεν ὁ εὐλογημένος
γενάρχης τῶν Ἰακώβ, ποὺ ὠνομάσθη καὶ
Ἰσραήλ. |
24
Καὶ γνώσονται οἱ πλανώμενοι τῷ
πνεύματι σύνεσιν, οἱ δὲ γογγύζοντες
μαθήσονται ὑπακούειν, καὶ αἱ
γλῶσσαι αἱ ψελλίζουσαι μαθήσονται
λαλεῖν εἰρήνην. |
24
Τότε οἱ πλανώμενοι κατὰ τὸ πνεῦμα
καὶ τὴν διάνοιάν των θὰ μάθουν
σύνεσιν, αὐτοὶ δὲ οἱ ὁποῖοι
προηγουμένως ἐγόγγυζαν, θὰ μάθουν
νὰ ὑπακούουν. Καὶ αἱ γλῶσσαι,
αἱ ὁποῖαι μόλις ἐψέλλιζαν,
θὰ μάθουν νὰ ὁμιλοῦν μὲ
καθαρότητα καὶ σαφήνειαν περὶ εἰρήνης.
|
24
Καὶ αὐτοὶ ποὺ πλανῶνται κατὰ
τὸ πνεῦμα, θὰ μάθουν σύνεσιν· αὐτοὶ
δὲ ποὺ ἄλλοτε ἐγόγγυζαν, θὰ
μάθουν νὰ ὑπακούουν· καὶ αἱ γλῶσσαι,
ποὺ ἄλλοτε ἐψέλλιζαν καὶ ἐσυλλάβιζαν,
θὰ μάθουν νὰ ὁμιλοῦν λόγους εἰρηνικούς.
|