Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
τέκνα ἀποστάται, τάδε λέγει
Κύριος. Ἐποιήσατε βουλὴν οὐ
δι' ἐμοῦ καὶ συνθήκας οὐ διὰ
τοῦ πνεύματός μου προσθεῖναι ἁμαρτίας
ἐφ' ἁμαρτίας, |
λλοίμονον
εἰς σᾶς τέκνα ἀποστάται, αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος. Ἐπήρατε ἀπόφασιν,
ὄχι σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἐγὼ
θέλω. Ἐκάματε συνθήκας, ὄχι
σύμφωνα μὲ τὸ ἰδικόν μου πνεῦμα,
διὰ νὰ προσθέσετε ἔτσι εἰς τὰς
παλαιάς σας ἁμαρτίας νέας ἁμαρτίας.
|
λλοίμονον
εἰς σᾶς, ὦ τέκνα, ποὺ ἀπεστατήσατε
ἀπὸ τὸν Κύριον. Αὐτὰ λέγει διὰ
σᾶς ὁ Κύριος: Ἐλάβατε ἀπόφασιν
οὐχὶ σύμφωνα μὲ ὅ,τι θέλω ἐγώ·
καὶ ἐκάματε συνθήκας οὐχὶ κατὰ
τὸν φωτισμὸν τοῦ Πνεύματός μου, διὰ
νὰ προσθέσητε οὔτως ἁμαρτίας νέας εἰς
τὰς παλαιάς σας ἁμαρτίας.
|
2
οἱ πορευόμενοι καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον,
ἐμὲ δὲ οὐκ ἐπηρώτησαν,
τοῦ βοηθηθῆναι ὑπὸ Φαραὼ καὶ
σκεπασθῆναι ὑπὸ Αἰγυπτίων.
|
2
Ἡμάρτησαν καὶ ἁμαρτάνουν, ὅσοι
ἀνεχώρησαν νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν
Αἴγυπτον, διὰ νὰ
ζητήσουν βοήθειαν ἀπὸ τὸν Φαραώ,
νὰ σκεπασθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν
σκέπην τῶν Αἰγυπτίων, χωρὶς
νὰ συμβουλευθοῦν ἐμὲ προηγουμένως.
|
2
Προσθέτουν δὲ νέας ἁμαρτίας αὐτοί, ποὺ
πηγαίνουν νὰ καταβοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἠρώτησαν,
διὰ νὰ βοηθηθοῦν ἀπὸ τὸν
Φαραὼ καὶ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ
τοὺς Αἰγυπτίους. |
3
Ἔσται γὰρ ὑμῖν σκέπη Φαραὼ
εἰς αἰσχύνην καὶ τοῖς πεποιθόσιν
ἐπ' Αἴγυπτον ὄνειδος.
|
3
Ἡ προστασία τοῦ Φαραὼ θὰ εἶναι
καταισχύνῃ σας, καὶ
ὄνειδος θὰ πέσῃ ἐπάνω
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν στηρίξει τὴν πεποίθησίν
των εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
3
Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, ποὺ ζητεῖτε
τὴν συμμαχίαν τῶν Αἰγυπτίων, διότι ἡ
προστασία τοῦ Φαραὼ θὰ ἀποβῇ
εἰς καταισχύνην σας, καὶ εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἐστήριξαν τὴν
πεποίθησίν των εἰς τὴν Αἴγυπτον, θὰ
ἐπέλθῃ ὄνειδος καὶ ἐντροπή.
|
4
Ὅτι εἰσὶν ἐν Τάνει ἀρχηγοὶ
ἄγγελοι πονηροί· |
4
Διότι, οἱ Αἰγύπτιοι ἀρχηγοί,
ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν μεγάλην
αἰγυπτιακὴν πόλιν Τάνιν καὶ
πρὸς τοὺς ὁποίους ἔχουν
ἀποσταλῆ οἱ πρεσβευταί σας, εἶναι
κακοὶ ἄρχοντες.
|
4
Θὰ ἐπέλθῃ δὲ ὄνειδος καὶ
ἐντροπή, διότι οἱ ἐπίσημοι ἀπεσταλμένοι
σας εἰς τὴν πρωτεύουσαν πόλιν τῆς Αἰγύπτου
Τάνιν εἶναι πονηροί, ὅπως καὶ οἱ ἄρχοντες
τῶν Αἰγυπτίων. |
5
μάτην κοπιάσουσι πρὸς λαόν, ὃς
οὐκ ὠφελήσει αὐτοὺς οὔτε
εἰς βοήθειαν, οὔτε εἰς ὠφέλειαν,
ἀλλὰ εἰς αἰσχύνην καὶ
ὄνειδος. |
5
Ματαίως θὰ κοπιάσουν οἱ πρὸς
τὸν λαὸν τῆς Αἰγύπτου ἀπεσταλμένοι
σας. Αὐτὸς δὲν θὰ τοὺς ὠφελήσῃ
εἰς τίποτε. Δὲν θὰ τοὺς δώσῃ
καμμίαν βοήθειαν,
καμμίαν ὠφέλειαν, ἀλλὰ τοὐναντίον
ἡ μετάβασίς των εἰς τὴν Αἴγυπτον
θὰ γίνῃ αἰτία ἐντροπῆς
καὶ καταισχύνῃς σας.
|
5
Ματαίως θὰ κοπιάσουν ἐπιχειροῦντες μακρὸν
ταξίδιον πρὸς λαόν, ὁ ὁποῖος δὲν
θὰ ὠφελήσῃ αὐτούς, οὔτε εἰς
βοήθειαν σοβαρὰν οὔτε εἰς ἄλλην ὠφέλειαν,
ἀλλὰ θὰ συντελέσουν μόνον εἰς ἐντροπὴν
καὶ καταισχύνην. |
6
Ἡ ὅρασις τῶν τετραπόδων ἐν τῇ
ἐρήμῳ.
Ἐν
τῇ θλίψει καὶ στενοχωρίᾳ λέων
καὶ σκύμνος λέοντος ἐκεῖθεν
καὶ ἀσπίδες καὶ ἔκγονα ἀσπίδων
πεταμένων, οἳ ἔφερον ἐπὶ ὄνων
καὶ καμήλων τὸν πλοῦτον αὐτῶν
ἔθνος, οὐκ
ὠφελήσει αὐτούς. |
6
Ἀποκαλυπτικὸν ὅραμα τῶν τετραπόδων,
ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν ἔρημον.
Μέσα εἰς τὴν θλιβερὰν καὶ στενόχωρον
αὐτὴν ἔρημον, ἐμφανίζεται
λέων καὶ σκύμνος λέοντος. Ἐπίσης
δηλητηριώδεις ὀχιὲς καὶ τὰ τέκνα
αὐτῶν, τὰ ὁποῖα πετοῦν.
Ἐκεῖ πορεύονται οἱ
ἀπεσταλμένοι τῆς Ἰουδαίας
φέροντες ἐπάνω εἰς ὄνους καὶ
καμήλους τὸν πλοῦτον τῶν
δωρεῶν πρὸς τὸ ἔθνος τῶν
Αἰγυπτίων. Αὐτὸ ὅμως τὸ
ἔθνος δὲν θὰ τοὺς δώσῃ
καμμίαν βοήθειαν, καμμίαν ὠφέλειαν.
|
6
Ἡ ἀποκαλυπτικὴ ὀπτασία τῶν τετραπόδων
τῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Κατὰ
τὸ διὰ μέσου τῆς γῆς τῆς θλίψεως
καὶ τῆς στενοχωρίας ταξίδιον ἐμφανίζονται
λέων καὶ σκύμνος λέοντος ἀπὸ ἐκεῖ,
καὶ ἀσπίδες καὶ τέκνα ἀσπίδων <φαρμακερῶν
φιδιῶν> ποὺ πετοῦν εἰς τὸν
ἀέρα. Ἐπορεύθησαν δὲ ἐν μέσῳ
τῶν κινδύνων τούτων καὶ ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι ἔφερον ἐπὶ τῶν
ὄνων καὶ τῶν καμήλων των τὰ πλούσια
τῶν δῶρα πρὸς τὸ ἔθνος τῶν
Αἰγυπτίων, τὸ ὁποῖον ὅμως δὲν
θὰ ὠφελήσῃ αὐτούς.
|
7
Αἰγύπτιοι μάταια καὶ κενὰ ὠφελήσουσιν
ὑμᾶς· ἀπάγγειλον αὐτοῖς
ὅτι ματαία ἡ παράκλησις ὑμῶν
αὕτη. |
7
Οἱ Αἰγύπτιοι ματαίαν καὶ κούφιαν
ὠφέλειαν θὰ σᾶς δώσουν. Σύ,
ᾦ προφῆτα, ἀνάγγειλε καὶ κατάστησε
αὐτὰ γνωστὰ εἰς ἐκείνους,
ὅτι δηλαδὴ ἡ παρηγορία καὶ ἡ
ἐνίσχυσις, τὴν ὁποίαν αὐτοὶ
ζητοῦν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους,
εἶναι ἀνύπαρκτος καὶ ἀπραγματοποίητος.
|
7
Οἱ Αἰγύπτιοι ματαίαν καὶ κούφιαν ὠφέλειαν
θὰ σᾶς παράσχουν. Ἀπάγγειλέ
τους σύ, ὅτι χωρὶς περιεχόμενον καὶ ἐντελῶς
κούφια εἶναι ἡ παρηγορία σας αὐτή, ποὺ
ἀντλεῖτε ἀπὸ τὴν μετὰ
τῶν Αἰγυπτίων συμμαχίαν σας.
|
-8
Νῦν οὖν καθίσας γράψον ἐπὶ
πυξίου ταῦτα καὶ εἰς βιβλίον,
ὅτι ἔσται εἰς ἡμέρας καιρὸν
ταῦτα καὶ ἔως εἰς τὸν
αἰῶνα. |
8
Τώρα, λοιπόν, κατόπιν τῶν ὅσων
εἶδες καὶ ἄκουσες, κάθισε, γράψε
αὐτὰ εἰς πινακίδα ξυλίνην καὶ
εἰς βιβλίον, διὰ νὰ λάβουν ὅλοι
γνῶσιν. Διότι αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν
εἰς τὸν ὡρισμένον καιρόν, θὰ
παραμείνουν ὡς γεγονότα, ποὺ θὰ
τὰ ἐνθυμοῦνται πάντοτε.
|
8
Τώρα λοιπὸν κατόπιν αὐτῶν, ποὺ εἶδες,
ἀφοῦ καθίσῃς, γράψε ἐπὶ ξυλίνης
πινακίδος ταῦτα, καθὼς καὶ εἰς βιβλίον,
ὥστε καὶ νὰ δημοσιευθοῦν ὅσον
τὸ δυνατὸν εὐρύτερον καὶ να
διατηρηθοῦν εἰς γνῶσιν καὶ τῶν
ἐν τῷ μέλλοντι γενεῶν διότι αὐτὰ
θὰ γίνουν εἰς ὡρισμένον χρόνον ἐν
ἡμέρᾳ καὶ θὰ παραμένουν γεγονότα
μνημονευόμενα αἰωνίως. |
9
Ὅτι λαὸς ἀπειθής ἐστιν, υἱοὶ
ψευδεῖς, οἳ οὐκ ἠβούλοντο ἀκούειν
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, |
9
Διότι, ὁ λαὸς αὐτός, ὁ
ἰσραηλιτικός, εἶναι ἀνυπάκοος,
τέκνα ψευδόμενα, ποὺ δὲν ἤθελαν
καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ.
|
9
Πρέπει δὲ νὰ γνωσθοῦν καὶ νὰ
δημοσιευθοῦν ταῦτα, διότι οἱ Ἰουδαῖοι
εἶναι λαὸς ἀπειθῇς, παιδιὰ ψευδόμενα,
οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν νὰ
ὑπακούουν εἰς τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ.
|
10
οἱ λέγοντες
τοῖς προφήταις·
μὴ ἀναγγέλλετε ἡμῖν, καὶ
τοῖς τὰ ὁράματα ὁρῶσι·
μὴ λαλεῖτε ἡμῖν, ἀλλὰ
ἡμῖν λαλεῖτε καὶ
ἀναγγέλλετε ὑμῖν ἑτέραν
πλάνησιν. |
10
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔλεγαν καὶ
λέγουν εἰς τοὺς προφήτας· <μὴ
ἀναγγέλλετε εἰς ἡμᾶς τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ>. Καὶ εἰς
τοὺς βλέποντας τὰ προφητικὰ ὁράματα
ἔλεγον· <μὴ λαλεῖτε εἰς ἡμᾶς
τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ εἴπατε
καὶ ἀναγγείλατε εἰς ἡμᾶς
λόγια κολακευτικὰ καὶ παραπλανητικά!
|
10
Εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν
εἰς τοὺς Προφήτας· μὴ ἀναγγέλλετε
εἰς ἡμᾶς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου·
καθὼς καὶ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
βλέπουν τὰς θείας ὀπτασίας καὶ τὰ
ἀποκαλυπτικὰ ὁράματα· μὴ λαλεῖτε
εἰς ἡμᾶς τὴν πικρὰν ἀλήθειαν,
ἀλλ’ ὁμιλεῖτε καὶ ἀναγγέλλετε
εἰς ἡμᾶς ἄλλους λόγους κολακευτικοὺς
καὶ παραπλανητικούς. |
11
Καὶ ἀποστρέψατε ἡμᾶς ἀπὸ
τῆς ὁδοῦ ταύτης, ἀφέλετε
ἀφ' ἡμῶν τὸν τρῖβον τσῦτον
καὶ ἀφέλετε ἀφ' ἡμῶν τὸν
ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ. |
11
Ἀπομακρύνατέ μας ἔξω ἀπὸ
τὸν δρόμον αὐτὸν τοῦ Κυρίου·
βγάλτε ἀπὸ μπροστά μας τὸν δρόμον
αὐτόν, ἀπομακρύνατε ἀπὸ
ἡμᾶς τὸν ἅγιον Θεὸν τοῦ
Ἰσραήλ>!
|
11
Καὶ βγάλετέ μας ἔξω ἀπὸ τὸν
δρόμον αὐτὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἀφαιρέσατε
ἀπὸ ἐπάνω μας τὸν δρόμον αὐτόν,
ποὺ μᾶς εἶναι τόσον βαρύς· καὶ
ἀπομακρύνατε ἀπὸ ἡμᾶς τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ τὸν ἅγιον.
|
12
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει ὁ ἅγιος
τοῦ Ἰσραήλ· ὅτι ἠπειθήσατε
τοῖς λόγοις τούτοις καὶ ἠλπίσατε
ἐπὶ ψεύδει καὶ ὅτι ἐγόγγυσας
καὶ πεποιθὼς ἐγένου ἐπὶ
τῷ λόγῳ τούτῳ,
|
12
Δι' ὅλα αὐτὰ ὁ ἅγιος Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ λέγει τὰ ἑξῆς·
<ἐπειδὴ παρηκούσατε τοὺς λόγους
μου αὐτοὺς καὶ ἐστηρίξατε τὰς
ἐλπίδας σας εἰς ψευδεῖς καὶ
ματαίας ὑποσχέσεις καὶ συμμαχίας,
ἐπειδὴ ἐγογγύσατε ἐναντίον
τῶν ὑποδείξεων, ποὺ σᾶς ἔκαμαν
οἱ προφῆται μου, καὶ ἐπειδὴ
ἐστηρίξατε τὴν πεποίθησίν σας
εἰς τὰ λόγια περὶ τῆς συμμαχίας
μὲ τοὺς Αἰγυπτίους,
|
12
Ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐτὸ τὸ
ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπαγγελλόμενον σᾶς
εἶναι ὀχληρόν, δι’ αὐτὸ αὐτὰ
λέγει ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ:
Ἐφ’ ὅσον ἠπειθήσατε εἰς τοὺς
λόγους τούτους τῶν Προφητῶν μου καὶ ἠλπίσατε
εἰς ψευδεῖς καὶ ματαίας συμμαχίας, καὶ
διότι ἐγόγγυσες, ὦ λαὲ τοῦ Ἰσραήλ,
κατὰ τῶν ὁδηγιῶν τῶν Προφητῶν
μου καὶ ἐστήριξες τὴν πεποίθησίν σου
εἰς τὸν λόγον καὶ εἰς τὴν ἀπόφασιν
αὐτὴν περὶ συμμαχίας μετὰ τῶν
Αἰγυπτίων, |
13
διὰ τοῦτο ἔσται ὑμῖν ἡ
ἁμαρτία αὕτη ὡς τεῖχος πῖπτον
παραχρῆμα πόλεως ὀχυρᾶς ἑαλωκυίας,
ἧς παραχρῆμα παρέστι τὸ πτῶμα,
|
13
διὰ τοῦτο ἡ ἁμαρτία σας αὐτὴ
θὰ εἶναι διὰ σᾶς σὰν ἕνα
τεῖχος, ποὺ καταρρέει εἰς συντρίμματα
ἀνίκανον νὰ ἀσφαλίσῃ τὴν
πόλιν, ἡ ὁποία ἀνυπεράσπιστος
πλέον καταλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς
ἐχθροὺς καὶ ἐξαφνικὴ παρουσιάζεται
ἡ πτῶσις της.
|
13
διὰ τοῦτο ἡ ἁμαρτία αὐτὴ
θὰ εἶναι εἰς σᾶς σὰν τεῖχος,
ποὺ πίπτει εἰς ἐρείπια εἰς μίαν στιγμήν·
τεῖχος πόλεως ὀχυρᾶς, ἡ ὁποία
ἐκυριεύθη, τῆς ὁποῖος παρευθὺς
καὶ αἰφνιδίως παρουσιάζεται ἡ πτῶσις.
|
14
καὶ τὸ πτῶμα αὐτῆς ἔσται
ὡς σύντριμμα ἀγγείου ὀστρακίνου,
ἐκ κεραμίου λεπτὰ ὥστε μὴ εὑρεῖν
ἐν αὐτοῖς ὄστρακον, ἐν ᾧ
πῦρ ἀρεῖς καὶ ἐν ᾧ ἀποσυριεῖς
ὕδωρ μικρόν. |
14
Ἡ πτῶσις καὶ ἡ συντριβὴ αὐτῆς
τῆς πόλεως θὰ εἶναι σὰν τὸ
σύντριμμα πήλινου ἀγγείου, ποὺ
ἔχει διαλυθῇ εἰς λεπτὰ συντρίμματα,
ὥστε νὰ μὴ μπορῇς νὰ εὕρῃς
μεταξὺ αὐτῶν κάποιο μεγάλο κόμματι
ἱκανὸν νὰ μεταφέρῃς λίγα
κάρβουνα ἢ νὰ ἀνασύρῃς
λίγο νερὸ ἀπὸ πηγὴν ἡ
ἀπὸ ἄλλο δοχεῖον>.
|
14
Καὶ ἡ πτῶσις καὶ συντριβὴ τῆς
πόλεως αὐτῆς θὰ εἶναι ὡσὰν
σύντριμμα πήλινου ἀγγείου ἀπὸ κεραμίδιον
εἰς λεπτὰ θρύμματα, ὥστε νὰ μὴ
δύνασαι νὰ εὕρῃς εἰς αὐτὰ
τεμάχιον μέγα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου νὰ
σηκώσῃς καὶ νὰ μεταφέρῃς φωτιὰ
καὶ ἐντὸς τοῦ ὁποίου νὰ
ἀνασύρῃς ὀλίγον ὕδωρ, βυθίζων αὐτὸ
εἰς πηγήν τινα ἡ δεξαμενήν.
|
15
Οὕτω λέγει Κύριος Κύριος ὁ ἅγιος
τοῦ Ἰσραήλ· ὅταν ἀποστραφεὶς
στέναξῃς, τότε σωθήσῃ καὶ
γνώσῃ ποῦ ἦσθα· ὅτε ἐπεποίθεις
ἐπὶ τοῖς ματατίοις, ματαία ἡ
ἰσχὺς ὑμῶν ἐγενήθη. Καὶ
οὐκ ἠβούλεσθε ἀκούειν,
|
15
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ
Κύριος ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ·
<ἐὰν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσίν
σου ἀπὸ τὸν δρόμον μου στενάξῃς
καὶ κλαύσῃς ἐν μετανοίᾳ,
τότε μόνον θὰ σωθῇς καὶ θὰ
ἐννοήσῃς, ποῦ ἔχεις καταντήσει.
Θὰ ἐννοήσῃς ποιὰ ἦτο ἡ
κατάπτωσίς σου ὅταν εἶχες στηρίξει
τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὰ μάταια
καὶ ψευδῆ εἴδωλα καὶ ὅτι ματαία
καὶ ἀνύπαρκτος ἔγινεν ἡ δύναμίς
σας. Παρ' ὅλα αὐτά, δὲν ἠθελήσατε
τότε νὰ μὲ ὑπακούσετε.
|
15
Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ Κύριος καὶ
Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ὁ ἅγιος:
Ὅταν, ὦ λαέ μου, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ
τὴν ὁδὸν ποὺ βαδίζεις, στενάξῃς
θλιβόμενος καὶ μετανοῶν διὰ τὴν ἁμαρτίαν
σου, τότε θὰ σωθῇς καὶ θὰ καταλάβῃς
εἰς ποίαν οἰκτρὰν θέσιν ἤσουν. Ὅταν
εἶχες στηρίξει τὴν πεποίθησίν σου εἰς τὰ
εἴδωλα καὶ εἰς τοὺς λατρεύοντας αὐτὰ
Αἰγυπτίους, τότε ἔγινε ματαία καὶ ἀνίσχυρος
ἡ δύναμίς σας. Καὶ δὲν ἠθέλατε
νὰ ὑπακούετε εἰς τὴν φωνὴν τῶν
Προφητῶν μου. |
16
ἀλλ' εἴπατε· ἐφ' ἵππων φευξόμεθα·
διὰ τοῦτο φεύξεσθε· καὶ εἴπατε·
ἐπὶ κούφοις ἀναβάται ἐσόμεθα·
διὰ τοῦτο κοῦφοι ἔσονται οὐ
διώκοντες ὑμᾶς. |
16
Ἀλλά εἴπατε: Θὰ τρέξωμεν ἐπάνω
εἰς ἵππους καταδιώκοντες τοὺς ἐχθρούς
μας. Εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως,
ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας
σας πρὸς τὸν Θεόν, θὰ φύγετε
ἔφιπποι νικημένοι καὶ διωκόμενοι.
Εἴπατε· Ἐπάνω εἰς ἐλαφρὰ
ἅρματα θὰ εἴμεθα ἀναβάται, ἀλλὰ
ἐλαφροὶ ἐπίσης καὶ ταχύτατοι
θὰ εἶναι καὶ οἱ ἵπποι ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς καταδιώκουν.
|
16
Ἀλλ’ εἴπατε: Ἔφιπποι καταδιώκοντες τοὺς
ἐχθρούς μας θὰ φύγωμεν. Διότι ὅμως
ἐστηρίχθητε εἰς ματαίαν δύναμιν καὶ
οὐχὶ εἰς τὸν Θεόν, δι’ αὐτὸ
θὰ φύγετε μὲν ἔφιπποι, ἡττώμενοι ὅμως
καὶ διωκόμενοι. Καὶ εἴπατε: Ἐπὶ
ἐλαφρῶν ἁρμάτων θὰ εἴμεθα ἀναβάται.
Ἀλλὰ δι’ αὐτὸ ἐλαφροὶ
θὰ εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι θὰ σᾶς καταδιώκουν.
|
17
Χίλιοι διὰ φωνὴν ἑνὸς φεύξονται,
καὶ διὰ φωνὴν πέντε φεύξονται
πολλοί, ἕως ἂν καταλειφθῆτε ὡς
ἱστὸς ἐπ' ὄρους, καὶ ὡς
σημαίαν φέρων ἐπὶ βουνοῦ.
|
17
Χίλιοι Ἰουδαῖοι, τρομαγμένοι ἀπὸ
τὴν φωνὴν ἑνὸς καὶ μόνον
ἐχθροῦ, θὰ φύγουν πανικόβλητοι
καὶ ἀπὸ τὴν φωνὴν πέντε
ἐχθρῶν θὰ φύγουν πολυάριθμοι,
καὶ ἡ καταστροφή σας θὰ εἶναι
μεγάλη καὶ τρομερά, ὥστε νὰ
μείνετε, ὅπως μένει ἕνας γυμνὸς
κοντὸς ἐπάνω εἰς ὄρος καὶ
σὰν νὰ φέρῃ ἐπάνω μίαν
σημαίαν εἰς τὸ θρόνον>.
|
17
Χίλιοι Ἰουδαῖοι διὰ φωνὴν ἐνὸς
ἀντιπάλου, προκαλοῦσαν εἰς αὐτοὺς
πανικόν, θὰ φύγουν καὶ διὰ φωνὴν πέντε
ἐχθρῶν θὰ φύγουν πολλοί, ἕως ὅτου
κατόπιν γενικῆς καταστροφῆς ἀπομείνητε τόσον
ὀλίγοι, ὡσὰν ἕνας κοντὸς στημένος
ἐπάνω εἰς ὄρος καὶ ὡσὰν
ἕνα στήριγμα, ποὺ φέρει σημαίαν ἐπάνω εἰς
βουνόν. |
18
Καὶ πάλιν μένει ὁ Θεὸς τοῦ
οἰκτειρῆσαι ὑμᾶς καὶ διὰ
τοῦτο ὑψωθήσεται τοῦ ἐλεῆσαι
ὑμᾶς· διότι κριτὴς Κύριος
ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐστι, καὶ
ποῦ καταλείψεται τὴν δόξαν ὑμῶν;
Μακάριοι οἱ ἐμμένοντες ἐπ' αὐτῷ.
|
18
Καὶ πάλιν ὅμως ὁ Θεὸς θὰ
περιμένῃ τὴν μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφήν
σας, διὰ νὰ δείξῃ πρὸς σᾶς
τὸ ἔλεος του καὶ τὴν συγκατάβασίν
του. Δι' αὐτὸ θὰ ἐγερθῇ μακρόθυμος
καὶ πολυέλεος, νὰ δώσῃ τὸ
ἔλεός του πρὸς σᾶς. Ἀφοῦ,
λοιπόν, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας
εἶναι κριτὴς καὶ κυβερνήτης σας, ποῦ
καὶ διατὶ θὰ ἀφήσετε τὴν
δόξαν σας ὡς ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ
Θεοῦ; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι μένουν πιστοὶ εἰς
αὐτόν. |
18
Καὶ πάλιν ὅμως θὰ ἀναμείνῃ ὁ
Θεὸς διὰ νὰ σᾶς οἰκτειρήσῃ
καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἀποδειχθῇ
ὑψηλὸς καὶ ἔνδοξος διὰ νὰ
σᾶς ἐλεήσῃ. Τιμωρεῖ δέ, ἀλλὰ
καὶ ἐλεεῖ ὁ Θεός, διότι εἶναι
Κριτὴς Κύριος ὁ Θεός σας ἐλεῶν
τοὺς μετανοοῦντας, τιμωρῶν ὅμως καὶ
τοὺς ἀμετανοήτους. Καὶ ποὺ θὰ
ἀφήσετε σεῖς, οἱ τιμωρούμενοι ὑπ’
Αὐτοῦ, τὴν δόξαν σας, τοῦ νὰ
θεωρῆσθε λαός του καὶ κληρονομία του; Μακάριοι
εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
μὲ ὑπομονὴν πολλὴν ἐμμένουν
ἐλπίζοντες εἰς Αὐτόν.
|
19
Διότι λαὸς ἅγιος ἐν Σιὼν οἰκήσει,
καὶ Ἱερουσαλὴμ κλαυθμῷ ἔκλαυσεν·
ἐλέησόν με· ἐλεήσει σε
τὴν φωνὴν τῆς κραυγῆς σου· ἡνίκα
εἶδεν, ἑπήκουσέ σου.
|
19
Ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς ὁ ἅγιος,
ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός, θὰ κατοικήσῃ
ἐν εἰρήνῃ εἰς τὴν Σιών,
διότι καθένας ἀπὸ τοὺς κατοίκους
τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔκλαυσεν ἐν μετανοίᾳ
καὶ ἔλεγεν: Ἐλέησόν με, Κύριε.
Ὁ Κύριος θὰ ἀκούσῃ τὴν
φωνὴν τῆς κραυγῆς των καὶ θὰ
τοὺς ἐλεήσῃ, ἐπειδὴ εἶδε
τὴν μετάνοιάν των καὶ ἤκουσε
τὴν ἰκεσίαν των.
|
19
Θὰ εἶναι δὲ μόνον οἱ ὑπομένοντες
τὸν Κύριον μακάριοι, διότι ἐν τῇ Σιὼν
θὰ κατοικήσῃ λαὸς ἅγιος, καὶ
ἡ Ἱερουσαλὴμ μετανοήσασα ἔκλαυσε πολὺ
βοήσασα: Ἐλέησόν με. Καὶ θὰ σὲ
ἐλεήσῃ· τὴν φωνήν της πρὸς
Αὐτὸν κραυγῆς σου τὴν ἤκουσε,
καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι μετενόησες, σὲ
ἐπήκουσε. |
20
Καὶ δώσει Κύριος ὑμῖν ἄρτον
θλίψεως καὶ ὕδωρ στενόν, καὶ
οὐκέτι μὴ ἐγγίσωσί σοι
οἱ πλανῶντές σέ· ὅτι οἱ
ὀφθαλμοί σου ὄψονται τοὺς πλανῶντάς
σε, |
20
Ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Κύριος ἔδωσεν
εἰς σὲ θλίψεις, ἔλλειψιν ἄρτου
καὶ ὕδατος, τώρα θὰ σὲ προστατεύσῃ
καὶ δὲν θὰ σὲ ἐγγίζουν
πλέον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
σὲ παραπλανοῦν εἰς τὸν δρόμον
τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας.
Διότι οἱ ὀφθαλμοί σου θὰ ἴδουν
πλέον καὶ θὰ γνωρίσουν καλὰ
αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σὲ παραπλανοῦν
ἀπὸ τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου.
|
20
Καὶ θὰ δώσῃ εἰς σᾶς ὁ
Κύριος ἄρτον θλίψεως καὶ ὕδωρ ὀλιγοστόν,
ἀποστέλλων εἰς σᾶς παιδαγωγικὰς δοκιμασίας·
καὶ παρὰ τὸ ὅτι θὰ εὐρίσκεσαι
ἐν ἀδυναμίᾳ ἕνεκα τούτων, δὲν
θὰ σὲ πλησιάσουν πλέον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
σὲ παραπλανοῦν, διότι οἱ ὀφθαλμοί
σου θὰ διακρίνουν αὐτούς, οἴτινες
σὲ ἐξαπατοῦν καὶ σὲ πλανοῦν
ἀπὸ τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου.
|
21
καὶ τὰ ὦτά σου ἀκούσονται
τοὺς λόγους τῶν ὀπίσω σὲ
πλανησάντων, οἱ λέγοντες· αὕτη
ἡ ὁδός, πορευθῶμεν ἐν αὐτῇ
εἴτε δεξιὰ εἴτε ἀριστερά.
|
21
Καὶ τὰ αὐτιά σου θὰ ἀκούσουν
καὶ θὰ ἐννοήσουν τοὺς ἀπατηλοὺς
λόγους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
ἐρχόμενοι ὀπίσω ἀπὸ σέ,
σὲ παρεπλάνησαν εἰς τὸ παρελθὸν
καὶ σοῦ ἔλεγαν· <αὐτὸς
εἶναι ὁ ὀρθὸς δρόμος· ἔλα
νὰ τὸν βαδίσωμεν μαζῆ, εἴτε
δεξιὰ εἴτε ἀριστερά.
|
21
Καὶ τὰ ὦτα σου θὰ ἀκούσουν
καὶ θὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς ἀπατηλοὺς
λόγους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ
πίσω σου ἀκολουθοῦντες σὲ ἀπεπλάνησαν
εἰς τὸ παρελθὸν αὐτοὶ οἱ
ὁποῖοι λέγουν: Αὐτὸς εἶναι ὁ
σωστὸς δρόμος· ἂς βαδίσωμεν εἰς αὐτὸν
εἴτε δεξιὰ εἴτε ἀριστερά.
|
22
Καὶ ἐξαρεῖς τὰ εἴδωλα τὰ
περιηργυρωμένα καὶ τὰ περικεχρυσωμένα,
λεπτὰ ποιήσεις καὶ λικμήσεις ὡς
ὕδωρ ἀποκαθημένης καὶ ὡς κόπρον
ὤσεις αὐτά. |
22
Τότε θὰ βγάλῃς ἀπὸ ἀνάμεσά
σου τὰ ἐπάργυρα καὶ ἐπίχρυσα
εἴδωλα, θὰ τὰ συντρίψῃς εἰς
λεπτὰ τεμάχια, θὰ τὰ μεταβάλῃς
εἰς σκόνιν, θὰ τὰ λιχνίσῃς
καὶ θὰ τὰ πετάξῃς, ὅπως
πετιέται τὸ νερό, μὲ τὸ ὁποῖον
ἐπλύθη ἡ εἰς ἀκαθαρσίαν
εὑρισκομένη γυναῖκα καὶ ὅπως
ἀπορρίπτεται ἡ κόπρος.
|
22
Καὶ θὰ σηκώσῃς ἐκ μέσου σου τὰ
εἴδωλα, ποὺ ἔχουν καλυφθῇ ἀπ’
ἔξω μὲ ἄργυρον καὶ μὲ χρυσόν,
καὶ θὰ τὰ τρίψῃς εἰς λεπτὰ
συντρίμματα καὶ θὰ τὰ σκορπίσῃς εἰς
τὸν ἀέρα, ἀπορρίπτων μετὰ βδελυγμίας
ταῦτα ὡσὰν νερόν, μὲ τὸ ὁποῖον
ἐπλύθη ἡ ἐν ἀκαθαρσίᾳ
διατελοῦσα γυνή, καὶ ὡσὰν κόπρον
θὰ ἀπωθήσῃς αὐτά.
|
23
Τότε ἔσται ὁ ὑετὸς τῷ
σπέρματι τῆς γῆς σου, καὶ ὁ
ἄρτος τοῦ γεννήματος τῆς γῆς
σου ἔσται πλησμονὴ καὶ λιπαρός·
καὶ βοσκηθήσεταί σου τὰ κτήνη
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
τόπον πίονα καὶ εὐρύχωρον,
|
23
Τότε εὐεργετικὴ βροχὴ θὰ πέσῃ
εἰς τὴν σπορὰν τῆς γῆς σου,
καὶ ὁ ἄρτος ἀπὸ τὰ γεννήματα
τῶν ἀγρῶν σου θὰ εἶναι πλούσιος
καὶ παχύς. Κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τὰ ζῶα σου θὰ βόσκουν
εἰς τόπον εὔφορον καὶ εὐρύχωρον.
|
23
Τότε θὰ εἶναι ἡ ποτιστικὴ βροχὴ
εἰς τὸν σπόρον τῆς γῆς σου, καὶ
ὁ ἄρτος ἀπὸ τὸ γέννημα τοῦ
χωραφιοῦ σου θὰ εἶναι πολὺς καὶ
παχύς. Καὶ θὰ βοσκηθοῦν τὰ ζῶα
σου κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς
τόπον παχὺν καὶ εὐρύχωρον·
|
24
οἱ ταῦροι ὑμῶν καὶ οἱ
βόες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν γῆν
φάγονται ἄχυρα ἀναπεποιημένα ἐν
κριθῇ λελικμημένα. |
24
Οἱ ταύροι σας καὶ τὰ βόϊδια,
ποὺ ἐργάζονται εἰς τὰ χωράφια
σας, θὰ φάγουν ἄχυρα ἀνάμικτα
μὲ κριθήν, λεπτὰ καὶ λιχνισμένα.
|
24
οἱ ταῦροι σας καὶ τὰ βόδια, ποὺ
ὀργώνουν τὴν γῆν, θὰ φάγουν ἄχυρα
ἀνάμεικτα μὲ κριθήν, λιχνισμένα καὶ
λεπτά. |
25
Καὶ ἔσται ἐπὶ παντὸς ὄρους
ὑψηλοῦ καὶ ἐπὶ παντὸς
βουνοῦ μετεώρου ὕδωρ διαπορευόμενον
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ,
ὅταν ἀπόλωνται πολλοὶ καὶ ὅταν
πέσωσι πύργοι.
|
25
Εἰς κάθε ὑψηλὸν ὄρος, εἰς
κάθε βουνὸν ὑψηλὸν θὰ ρέῃ
ἄφθονον ὕδωρ κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, ὅταν θὰ ἐξολοθρευθοῦν
καὶ θὰ χαθοῦν πολλοὶ καὶ θὰ
πέσουν οἱ ἕως τότε ἀπόρθητοι,
θεωρούμενοι ἐχθρικοὶ πύργοι.
|
25
Καὶ θὰ διακορεύεται τότε εἰς κάθε ὄρος
ὑψηλὸν καὶ εἰς κάθε βουνὸν μετέωρον
ὕδωρ, ποτίζον καὶ τὰ ἐκεῖ ἐκτεινόμενα
ὀροπέδια κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἰσραήλ, τὴν
προτυποῦσαν τὴν μεσσιακὴν ἐποχὴν
καὶ τὴν καθολικὴν κρίσιν, ὅταν θὰ
καταστραφοῦν πολλοὶ καὶ ὅταν θὰ
πέσουν πύργοι προβαλλόμενοι ὡς ἀπρόσβλητοι καὶ
ἀκαθαίρετοι. |
26
Καὶ ἔσται τὸ φῶς τῆς σελήνης
ὡς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ
τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἔσται
ἑπταπλάσιον ἐν τῇ ἡμέρᾳ,
ὅταν ἰάσηται Κύριος τὸ σύντριμμα
τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ τὴν
ὀδύνην τῆς πληγῆς σου ἰάσεται.
|
26
Τὸ φῶς τῆς σελήνης θὰ γίνῃ
σὰν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου θὰ
γίνῃ ἑπταπλάσιον κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην τῆς ἀπελευθερώσεώς
σου, ὅταν ὁ Κύριος θὰ θεραπεύσῃ
τὰ συντρίμματα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
καὶ θὰ ἰατρεύσῃ τὴν ὀδύνην
ἀπὸ τὰς πληγάς σου.
|
26
Καὶ θὰ γίνῃ τὸ φῶς τῆς
σελήνης ὡσὰν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,
καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου θὰ
γίνῃ ἑπταπλάσιον κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην τῆς ἀπελευθερώσεώς του Ἰσραὴλ
ἐκ τῆς Βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας, τὴν
προτυποῦσαν τὴν μεσσιακὴν ἐποχήν,
ὅταν ὁ Κύριος θὰ ἰατρεύσῃ
τὴν συντριβὴν τοῦ λαοῦ του καὶ
θὰ θεραπεύσῃ τὸν πόνον τῆς πληγῆς
σου. |
27
Ἰδοὺ τὸ ὄνομα Κυρίου ἔρχεται
διὰ χρόνου πολλοῦ, καιόμενος ὁ
θυμός, μετὰ δόξης τὸ λόγιον
τῶν χειλέων αὐτοῦ, λόγιον ὀργῆς
πλῆρες, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ
θυμοῦ ὡς πῦρ ἔδεται.
|
27
Ἰδού, ὁ Κύριος ἔρχεται, ὑστέρα
ἀπὸ πολὺν χρόνον μακροθυμίας·
ὁ θυμός του καίεται, οἱ λόγοι
τοῦ στόματος του περὶ τῆς καταστροφῆς
τῶν ἐχθρῶν εἶναι ἔνδοξοι καὶ
ἀκατανίκητοι. Γεμᾶτος ὀργὴν
εἶναι ὁ λόγος του. Παρατεινομένη ἡ
ὀργὴ τοῦ θυμοῦ του σὰν πῦρ
κατατρώγει τοὺς ἐχθρούς,
|
27
Ἰδοὺ ὁ Κύριος ἔρχεται, ἀφοῦ
ἐπὶ πολὺ ἐμακροθύμησεν·
ὁ θυμός του καίεται γεμᾶτος φωτιά, ὁ
λόγος τῶν χειλέων του περὶ τοῦ ὅτι
θὰ καταστρέψῃ τοὺς ἐχθρούς του
συνοδεύεται μὲ ἔνδοξον δύναμιν· εἶναι
λόγος γεμᾶτος ὀργήν, καὶ ἡ παρατεταμένη
ὀργή του ὡσὰν φωτιὰ κατατρώγει τοὺς
ἐχθρούς του. |
28
Καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ὡς
ὕδωρ ἐν φάραγγι σῦρον ἥξει ἕως
τοῦ τραχήλου καὶ διαιρεθήσεται τοῦ
ταράξαι ἔθνη ἐπὶ πλανήσει ματαίᾳ,
καὶ διώξεται αὐτοὺς πλάνησις
καὶ λήψεται αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον
αὐτῶν. |
28
καὶ ἡ πνοὴ τοῦ ἐξωργισμένου
Θεοῦ θὰ ἔρχεται ὡσὰν ὀρμητικὸ
νερὸ μέσα εἰς τὴν φάραγγα, ποὺ
σύρει μὲ ὁρμὴν τὰ πάντα
καὶ πλημμυρίζει τὴν φάραγγα ἕως
τὰ χείλη της· θὰ διαιρεθῇ εἰς
ἄλλα ρεύματα καὶ θὰ σκορπίση,
διὰ νὰ συγκλονίσῃ τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, ἐξ αἰτίας τῆς ματαίας
των εἰδωλολατρείας. Αὐτὴ αὔτη
ἡ πλάνη των θὰ τοὺς καταδιώκῃ·
ὅπου καὶ ἂν κατευθυνθοῦν, θὰ
τοὺς καταλάβῃ ἡ τιμωρία τῆς
πλάνης των.
|
28
Καὶ ἡ πνοὴ τοῦ ἐξωργισμένου
Θεοῦ θὰ ἔλθῃ ὡσὰν νερὸ
ἐντὸς φάραγγος μεθ’ ὁρμῆς σῦρον
καὶ πλημμυροῦν ἕως τὸν τράχηλον καὶ
τὰ χείλη τῆς φάραγγος· καὶ ὑπερεκχυνόμενον
θὰ διαιρεθῇ καὶ θὰ σκορπίσῃ
διὰ νὰ ταράξῃ ἔθνη εἰδωλολατρικὰ
διὰ τὴν ματαίαν πλάνην των· καὶ θὰ
καταδιώξῃ αὐτοὺς ἡ πλάνη καὶ
θὰ καταλάβῃ αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον
αὐτῶν. |
29
Μὴ διαπανὸς δεῖ ὑμᾶς εὐφραίνεσθαι
καὶ εἰσπορεύεσθαι εἰς τὰ ἅγιά
μου διαπαντὸς ὡσεὶ ἐορτάζοντας
καὶ ὡσεὶ εὐφραινομένους εἰσελθεῖν
μετὰ αὐλοῦ εἰς τὸ ὅρος
Κυρίου πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ;
|
29
Μετὰ δὲ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν
τῶν ἐχθρῶν καὶ τὴν λύτρωσίν
σας, δὲν θὰ πρέπει σεῖς διὰ
παντὸς νὰ εὐφραίνεσθε καὶ νὰ
εἰσέρχεσθε πάντοτε εἰς τὰ ἄγια
θυσιαστήριά μου, ὡς εἰς ἡμέραν
ἑορτῆς; Νὰ εἰσέρχεσθε εὐφραινόμενοι
μὲ χαρμόσυνα ᾄσματα αὐλῶν εἰς
τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, πρὸς τὸν
Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ;
|
29
Μήπως κατόπιν τῆς τιμωρίας ταύτης τῶν ἀσεβῶν
ἐθνῶν πρέπει πάντοτε σεῖς να εὐφραίνεσθε
καὶ νὰ εἰσπορεύεσθε εἰς τὰ
ἅγιά μου θυσιαστήρια πάντοτε, ὡσὰν
νὰ ἔχετε συνεχῶς ἑορτήν, καὶ
ὡσὰν εὐφραινόμενοι νὰ εἰσέλθετε
μὲ αὐλὸν συνοδεύοντα τὸν ὕμνον
σας εἰς τὸ ὄρος του Κυρίου πρὸς τὸν
Θεὸν τοῦ εὐλογημένου Ἰσραήλ;
|
30
Καὶ ἀκουστὴν ποιήσει Κύριος
τὴν δόξαν τῆς φωνῆς αὐτοῦ,
καὶ τὸν θυμὸν τοῦ βραχίονας
αὐτοῦ δείξει μετὰ θυμοῦ καὶ
ὀργῆς καὶ φλογὸς κατεσθιούσης·
κεραυνώσει βιαίως καὶ ὡς ὕδωρ
καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ.
|
30
Ὁ Κύριος θὰ κάμῃ νὰ ἀκουσθῇ
καὶ νὰ γίνῃ γνωστή, τότε
ἡ ἔνδοξος φωνή του εἰς ὅλους.
Καὶ τὴν ἀκατανίκητον ἔνδοξον
φωνήν του θὰ τὴν κάμῃ νὰ
ἀκουσθῇ παντοῦ, θὰ δείξῃ
τὸν μετὰ δικαίας ὀργῆς καταπίπτοντα
τιμωρὸν βραχίονα του μὲ καταστρεπτικὴν
πυρκαϊάν, ποὺ κατατρώγει τὰ πάντα,
θὰ ἐξαποστείλῃ τοὺς κεραυνούς
του ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου
ἐν μέσῳ ὁρμητικῆς καταιγίδας·
σὰν κατακλυσμιαίαν βροχήν, σὰν χαλάζι
ποὺ πίπτει κάτω μὲ ὁρμήν.
|
30
Καὶ θὰ καταστήσῃ ἐξακουστὴν
ὁ Κύριος τὴν μεγαλοπρεπῆ καὶ ἔνδοξον
καὶ παντοδύναμον φωνήν του, καὶ θὰ
δείξῃ τὸν ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ
θυμοῦ του καταπίπτοντα πρὸς τιμωρίαν βραχίονά
του μὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ
φλόγα, ποὺ κατατρώγει καὶ ἐξαφανίζει. Θὰ
κατακεραυνώσῃ ἐν μέσῳ βιαίας καταιγίδος
καὶ ὡσὰν νερὸ βροχῆς κατακλυσμιαίας
καὶ ὡσὰν χάλαζα, ποὺ πίπτει κάτω μὲ
βιαιότητα. |
31
Διὰ γὰρ τῆς φωνῆς Κυρίου ἡττηθήσονται
Ἀσσύριοι τῇ πληγῇ, ᾗ ἂν
πατάξῃ αὐτούς. |
31
Διότι οἱ Ἀσσύριοι θὰ νικηθοῦν
μὲ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, θὰ
συντριβοῦν μὲ τὴν πληγήν, μὲ
τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος θὰ
τοὺς κτυπήσῃ.
|
31
Θὰ ἐπέλθῃ δὲ βιαία ὡς καταιγὶς
ἡ τιμωρία, διότι διὰ τῆς παντοδυνάμου φωνῆς
τοῦ Κυρίου θὰ ἡττηθοῦν οἱ Ἀσσύριοι
μὲ τὴν πληγήν, μὲ τὴν ὁποίαν
ὁ Κύριος θὰ τοὺς πατάξῃ.
|
32
Καὶ ἔσται αὐτῷ κυκλόθεν, ὅθεν
ἦν αὐτῶν ἡ ἐλπὶς τῆς
βοηθείας, ἐφ' ᾗ αὐτὸς ἐπεποίθει·
αὐτοὶ μετὰ αὐλῶν καὶ κιθάρας
πολεμήσουσιν αὐτὸν ἐκ μεταβολῆς.
|
32
Ἡ καταστροφὴ τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοῦ
θὰ γὶνῃ ἀπὸ τὰ κύκλῳ
μέρη, ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ
ὅπου ὑπῆρχεν ἡ ἐλπὶς τῆς
βοηθείας, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ
Ἀσσύριος ἐστήριζε τὴν πεποίθησίν
του. Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται θὰ πολεμήσουν
αὐτοὺς παίζοντες αὐλοὺς καὶ
κιθάρας διαδοχικῶς.
|
32
Καὶ θὰ γίνῃ ἡ καταστροφὴ τοῦ
στρατοῦ αὐτοῦ ἀπὸ ὅλα
κυκλικῶς τὰ μέρη, ἀπὸ ἐκεῖ,
ὁπόθεν ἦτο ἡ ἐλπὶς τῆς
βοηθείας των, ἐπὶ τῆς ὁποίας ὁ
Ἀσσύριος ἐστήριζε τὴν πεποίθησίν
του. Αὐτοὶ μετὰ αὐλῶν καὶ
κιθάρας ἐπιχαίροντες διὰ τὴν καταστροφήν
του θὰ τὸν πολεμήσουν, μεταβαλλόμενοι ἀπὸ
φίλων εἰς ἐχθρούς. |
33
Σὺ γὰρ πρὸ ἡμερῶν ἀπαιτηθήσῃ·
μὴ καὶ σοὶ ἡτοιμάσθη βασιλεύειν,
φάραγγα βαθεῖαν, ξύλα κείμενα, πῦρ
καὶ ξύλα πολλά; Ὁ θυμὸς Κυρίου
ὡς φάραγξ ὑπὸ θείου καιομένη.
|
33
Θὰ τιμωρηθῇς δὲ σύ, ὦ Ἀσσύριε,
διότι ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν
ὁ Θεὸς ἔχει ἀποφασίσει τὴν
τιμωρίαν σου. Μήπως καὶ διὰ σὲ
δὲν εἶχεν ἐτοιμασθῆ, νὰ βασιλεύῃς
εἰς βαθεῖαν φάραγγα, ὅπου ὑπάρχουν
δένδρα, φωτιὰ καὶ ξύλα πολλά;
Ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκσπᾷ
ἐναντίον σου, εἶναι σὰν φάραγξ
ποὺ φλέγεται ἀπὸ θειάφι.
|
33
Θὰ ἐπέλθῃ δὲ ἡ τοιαύτη τιμωρία
σου, διότι, ὦ Ἀσσύριε, πρὸ ἡμερῶν
καὶ χρόνων αἰωνίων ἔχει ὁρισθῇ
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαιτηθῇ
παρὰ σοῦ ἡ ποινὴ αὕτη. Μήπως
καὶ διὰ σὲ ἡτοιμάσθη νὰ βασιλεύῃς
εἰς φάραγγα βαθεῖαν, ὅπου ὑπάρχουν
ξύλα, φωτιὰ καὶ ξύλα πολλά; Ναί· ὁ
θυμὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκσπᾷ
ἐναντίον σου, εἶναι ὡσὰν φάραγξ, ἡ
ὁποία καίεται ἀπὸ θειάφι. |