Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
γὰρ βασιλεὺς δίκαιος βασιλεύσει, καὶ
ἄρχοντες μετὰ κρίσεως ἄρξουσι.
|
ιότι
ἰδού, βασιλεὺς δίκαιος θὰ βασιλεύσῃ
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ
ἄρχοντες αὐτοῦ θὰ κρίνουν καὶ
θὰ ἀποφασίζουν μετὰ δικαιοσύνης
καὶ εὐθύτητος. |
ἶναι
δὲ μακάριος, διότι ἰδού, θὰ βασιλεύσῃ
βασιλεὺς δίκαιος, καὶ οἱ βοηθοῦντες
αὐτὸν ἄρχοντες μετὰ δικαιοσύνης καὶ
αὐτοὶ θὰ ἀσκήσουν τὴν
ἀρχήν. |
2
Καὶ ἔσται ὁ ἄνθρωπος κρύπτων
τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ κρυβήσεται
ὡς ἀφ' ὕδατος φερομένου· καὶ
φανήσεται ἐν Σιὼν ὡς ποταμὸς
φερόμενος ἔνδοξος ἐν γῇ διψώσῃ.
|
2
Τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ κρύπτῃ
καὶ θὰ φυλάττῃ εἰς τὸ
βάθος τῆς καρδίας του ὡς θησαυρὸν
τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης καὶ
προστατευόμενος διὰ τὴν δικαιοσύνην
του ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἀποφύγῃ
τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα σὰν
πλημμύρα ὕδατος θὰ ἐπέρχωνται
ἐναντίον του. Καὶ θὰ φανῇ εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ σὰν πλούσιος
ποταμός, περίφημος εἰς ξηρὰν καὶ
διψασμένην γῆν. |
2
Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος θὰ κρύπτῃ εἰς
τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του τοὺς
λόγους τῆς δικαιοσύνης του, νὰ κρυβῇ προστατευόμενος
ὡσὰν ἀπὸ πλημμύραν ὕδατος ἐπερχομένου
κατ’ αὐτοῦ. Καὶ θὰ φανῇ εἰς
τὴν Σιὼν ὡσὰν ποταμὸς πλούσιος
καὶ ἑξακουστὸς εἰς γῆν ξηρὰν
καὶ διψῶσαν. |
3
Καὶ οὐκέτι ἔσονται πεποιθότες
ἀπ' ἀνθρώποις, ἀλλὰ τὰ
ὦτα ἀκούειν δώσουσι.
|
3
Τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἔχουν
πλέον τὴν πεποίθησίν των εἰς
ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ
ἀνοίξουν τὰ αὐτιά των νὰ
ἀκούουν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου.
|
3
Καὶ δὲν θὰ στηρίξουν πλέον τὴν πεποίθησίν
των εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ δώσουν
προθύμως τὰ ὦτα των διὰ νὰ ἀκούουν
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. |
4
Καὶ ἡ καρδία τῶν ἀσθενούντων
προσέξει τοῦ ἀκούειν, καὶ αἱ
γλῶσσαι αἱ ψελλίζουσαι ταχὺ μαθήσονται
λαλεῖν εἰρήνην. |
4
Αἱ καρδίαι ἐκείνων, ποὺ προηγουμένως
ἦσαν ἀσθενεῖς καὶ τρέμοντες,
ὅταν ἤκουαν τὸν θεῖον λόγον,
τώρα θὰ προσέξουν νὰ ἀκούουν
αὐτόν. Καὶ αἱ γλῶσσαι αἱ
ὁποῖαι φοβισμένα προηγουμένως ἐψέλλιζαν
τὰ θεῖα λόγια, τώρα θὰ μάθουν
νὰ ὁμιλοῦν μὲ καθαρότητα τὰ
περὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ.
|
4
Καὶ ἡ καρδία τῶν ἀσθενούντων, ἐπειδὴ
δὲν ἐτρέφετο μὲ τὸν λόγον τῆς
ἀληθείας, θὰ προσέχῃ ἤδη νὰ
ἀκούῃ τοῦτον καὶ αἱ γλῶσσαι,
αἱ ὁποῖαι προηγουμένως ἐψέλλιζον
καὶ ἐτραύλιζον ἀνίκανοι νὰ
λαλήσουν, γρήγορα θὰ μάθουν νὰ ὁμιλοῦν
τοὺς λόγους τῆς θείας εἰρήνης.
|
5
Καὶ οὐκέτι μὴ εἴπωσι τῷ
μωρῷ ἄρχειν, καὶ οὐκέτι μὴ
εἴπωσιν οἱ ὑπηρέται σου· σίγα.
|
5
Τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ εἴπουν
πλέον εἰς τὸν μωρὸν καὶ ἀνόητον
νὰ γίνῃ ὁ ἀρχηγός των
καὶ οὔτε οἱ ὑπηρέται ἔφθασουν
μέχρι τῆς αὐθαδείας νὰ λέγουν
εἰς τὸν κύριόν των: Πάψε.
|
5
Καὶ δὲν θὰ εἴπουν πλέον εἰς
τὸν μωρὸν καὶ ἀνόητον νὰ γίνῃ
ἀρχηγὸς καὶ νὰ ἄρχῃ·
καὶ δὲν θὰ εἴπουν πλέον αὐθαδιάζοντες
πρὸς σὲ οἱ ὑπηρέταί σου· σιώπα σὺ
διὰ νὰ ὁμιλήσω ἐγώ.
|
6
Ὁ γὰρ μωρὸς μωρὰ λαλήσει, καὶ
ἡ καρδία αὐτοῦ μάταια νοήσει
τοῦ συντελεῖν ἄνομα καὶ λαλεῖν
πρὸς Κύριον πλάνησιν, τοῦ διασπεῖραι
ψυχὰς πεινώσας καὶ τὰς ψυχὰς
τὰς διψώσας κενὰς ποιῆσαι.
|
6
Διότι ὁ μωρὸς μωρίας θὰ λαλῇ
καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ θὰ
εἶναι κούφια καὶ μωρά. Αὐτὸς
θὰ σκέπτεται πάντοτε τὰ μάταια
καὶ τὰ μωρά διὰ νὰ πράττῃ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι
σύμφωνα μὲ τὸ θεῖον θέλημα,
καὶ νὰ λέγῃ πλανεμένας καὶ
μωρὰς διδασκαλίας διὰ τὸν Κύριον,
διὰ νὰ διασκορπίσῃ ψυχάς, αἱ
ὁποῖαι πεινοῦν διὰ τὴν ἀλήθειαν,
καὶ ψυχάς, αἱ ὁποῖαι διψοῦν
διὰ τὴν ἀλήθειαν, νὰ τὰς
κάμῃ περισσότερον ἀδειανὰς καὶ
διψασμένας.
|
6
Καὶ θὰ ἀποκλεισθῇ τῆς ἀρχῆς
ὁ μωρὸς καὶ ἀσεβής, διότι ὁ
μωρὸς θὰ λαλήσῃ ἀνόητα καὶ ἐπιβλαβῆ·
καὶ ἡ καρδία του θὰ νοῇ πάντοτε τὰ
μάταια καὶ τὰ πεπλανημένα, διὰ νὰ
πράττῃ τὰ μὴ σύμφωνα μὲ τὸν
θεῖον Νόμον καὶ νὰ λαλῇ διὰ
τὸν Κύριον πεπλανημένην διδασκαλίαν διὰ νὰ
διασκορπίζῃ ψυχάς, αἱ ὁποῖαι πεινοῦν
τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὰς ψυχὰς
ποὺ διψοῦν νὰ τὰς κάμῃ ἀδειανὰς
καὶ περισσότερον διψώσας. |
7
Ἡ γὰρ βουλὴ τῶν πονηρῶν ἄνομα
βουλεύσεται καταφθεῖραι ταπεινοὺς ἐν
λόγοις ἀδίκοις καὶ διασκεδάσαι
λόγους ταπεινῶν ἐν κρίσει.
|
7
Διότι ἡ διάνοια τῶν πονηρῶν
ἀνθρώπων σκέπτεται πάντοτε τὰ
πονηρὰ καὶ τὰ παράνομα· νὰ
καταστρέψῃ μὲ λόγια ἄδικα τοὺς
ταπεινοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους,
νὰ διαλύσῃ καὶ ἀχρηστεύσῃ
εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς λόγους
τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων.
|
7
Διότι αἱ συσκέψεις καὶ τὰ συμβούλια τῶν
πονηρῶν θὰ λάβουν ἀποφάσεις ἀντιθέτους
πρὸς τὸν Νόμον, πρὸς τὸν σκοπὸν
νὰ καταστρέψουν μὲ λόγους ἀδίκους τοὺς
ἐν ταπεινώσει ὑποτασσομένους εἰς τὸν
Θεὸν καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν τοὺς
λόγους τῶν ταπεινῶν τούτων ἐν τῷ δικαστηρίῳ.
|
8
Οἱ δὲ εὐσεβεῖς συνετὰ ἐβουλεύσαντο,
καὶ αὕτη ἡ βουλὴ μενεῖ.
|
8
Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως ἄνθρωποι κατὰ
τὴν ἡμέρα ἐκείνην θὰ σκεφθοῦν
συνετὰ καὶ σοφά, δι'αὐτὸ καὶ
ἡ βουλή των θὰ μείνῃ.
|
8
Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως, παρὰ τὰς
ἀντιδράσεις ταύτας τῶν πονηρῶν καὶ
ἀσεβῶν, κατέληξαν εἰς ἀποφάσεις συνετάς,
ἐμπνεομένας ὑπὸ τοῦ φόβου τοῦ
Θεοῦ· καὶ ἡ βουλή των αὕτη καὶ
ἀπόφασις θὰ παραμείνῃ.
|
9
Γυναῖκες πλούσιαι, ἀνάστητε, καὶ
ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου· θυγατέρες
ἐν ἐλπίδι, εἰσακούσατε λόγους
μου. |
9
Σεῖς αἱ πλούσιαι γυναῖκες, σηκωθῆτε,
ἀκοῦστε τὴν φωνήν μου. Θυγατέρες
τῆς Ἰουδαίας, αἱ ὁποῖαι
βαυκαλίζεσθε μὲ ψευδεῖς ἐλπίδας,
βάλτε εἰς τὰ αὐτιά σας τὰ
λόγια μου.
|
9
Σεῖς, ὦ πλούσιαι καὶ ὑπὸ τοῦ
πλούτου σας εἰς ματαιότητας δουλωθεῖσαι Ἰσραηλίτιδες
γυναῖκες, ἐξυπνήσατε καὶ ἀκούσατε
τὴν φωνήν μου· θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας
ἀναπαυόμεναι εἰς ψευδεῖς ἐλπίδας,
βάλετε εἰς τὰ ὦτα σας τοὺς λόγους
μου. |
10
Ἡμέρας ἐνιαυτοῦ μνείαν ποιήσασθε
ἐν ὀδύνῃ μετ' ἐλπίδος·
ἀνήλωται ὁ τρυγητός, πέπαυται
ὁ σπόρος, οὐκέτι μὴ ἔλθῃ
. |
10
Μετὰ τὴν πάροδον τῶν ἡμερῶν
ἑνὸς ἔτους, νὰ ἐνθυμηθῆτε
μὲ ὀδύνην τὰ λόγια μου·
σεῖς, αἱ ὁποῖαι τρέφεσθε τώρα
μὲ ματαίας ἐλπίδας. Θὰ ἔχῃ
καταστραφῇ ὁ τρυγητὸς τῶν ἀμπέλων,
θὰ ἔχῃ σταματήσει καὶ χαθῆ
ἡ σπορά, καὶ δὲν θὰ ἔλθῃ
πλέον θερισμὸς καὶ συγκομιδὴ, τῶν
προϊόντων. |
10
Μετὰ πάροδον ἡμερῶν ἐνὸς ἔτους
θὰ ἐνθυμηθῆτε μὲ ὀδύνην σεῖς,
αἱ τρεφόμεναι τώρα μὲ ματαίας ἐλπίδας, τοὺς
σημερινοὺς λόγους μου· διότι θὰ εἶναι κατεστραμμένος
ὁ τρυγητός, θὰ ἔχῃ παύσει ὁ
θερισμὸς τῆς σπορᾶς καὶ δὲν
θὰ ἔλθῃ πλέον. |
11
Ἔκστητε, λυπήθητε, αἱ πεποιθυῖαι,
ἐκδύσασθε, γυμναὶ γένεσθε, περιζώσασθε
σάκκους τὰς ὀσφύας
|
11
Τρομάξατε ἐμπρὸς εἰς τὴν συμφορὰν
ποὺ σᾶς περιμένει. Καταληφθῆτε ἀπὸ
πένθος καὶ λύπην σεῖς αἱ ὁποῖαι
σήμερον ἔχετε πεποίθησιν εἰς τὸν
πλοῦτον καὶ τὴν ἐπιτυχίαν Βγάλτε
τὰ πολυτελῆ ἐνδύματά σας, γυμνωθῆτε
καὶ φορέσατε σάκκους μετανοίας γύρω
ἀπὸ τὴν μέσην σας.
|
11
Καταπλάγητε, λυπήθητε σεῖς, ποὺ ἔχετε
σήμερον πεποίθησιν στηριζόμεναι εἰς τὸν πλοῦτον
σας· βγάλετε τὰ πολύτιμα ἐνδύματά σας, γυμνωθῆτε,
ζωσθῆτε γύρω ἀπὸ τὰς ὀσφύας
σας σάκκους |
12
καὶ ἐπὶ τῶν μαστῶν κόπτεσθε
ἀπὸ ἀγροῦ ἐπιθυμήματος
καὶ ἀμπέλου γεννήματος.
|
12
Κτυπήσατε τὰ στήθη σας μὲ λύπην
καὶ πένθος διότι ἔχουν καταστραφῆ
οἱ περιπόθητοι ἀγροί σας καὶ
οἱ καρποφόροι ἀμπελῶνες σας.
|
12
καὶ κτυπήσατε τὰ στήθη σας διὰ τὸν
ἐπιθυμητὸν ἀγρὸν καὶ τὴν
εὔφορον ἄμπελον, τὰ ὁποῖα κατεστράφησαν.
|
13
Ἡ γῆ τοῦ λαοῦ μου, ἄκανθα καὶ
χόρτος ἀναβήσεται, καὶ ἐκ πάσης
οἰκίας εὐφροσύνη ἀρθήσεται·
|
13
Ἡ χώρα τοῦ λαοῦ μου ἔχει γεμίσει
ἀγκάθια, χορτάρια πλέον φυτρῶνουν
εἰς αὐτήν. Λόγῳ δὲ τῆς
ἀφορίας καὶ τὴν πείνας, ποὺ
θὰ ἐπικρατήσῃ, θὰ φύγῃ
ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη
ἀπὸ κάθε σπίτι. |
13
Εἰς τὴν χώραν τοῦ λαοῦ μου ἀγκαθιὲς
καὶ χορτάρι θὰ φυτρώσουν, καὶ λόγῳ
τῆς δυστυχίας, ἡ ὁποία θὰ ἐπακολουθήσῃ
εἰς τὴν ἀφορίαν ταύτην τῆς γῆς,
ἀπὸ κάθε οἰκίαν θὰ ἀφαιρεθῇ
καὶ θὰ φυγαδευθῇ ἡ εὐφροσύνη
καὶ ἡ χαρά. |
14
πόλις πλουσία, οἴκοι ἐγκαταλελειμμένοι
πλοῦτον πόλεως καὶ οἴκους ἐπιθυμήματος
ἀφήσουσι· καὶ ἔσονται αἱ
κῶμαι σπήλαια ἕως τοῦ αἰῶνος,
εὐφροσύνη ὄνων ἀγρίων, βοσκήματα
ποιμένων, |
14
Πόλις μέχρι πρὸ ὀλίγου πλουσία
καὶ εὐημεροῦσα, θὰ εἶναι τώρα
σπίτια ἔρημα καὶ ἐγκαταλελειμμένα.
Οἱ ἴδιοι οἱ κάτοικοι τρομοκρατημένοι
θὰ ἀφήσουν τὰ πλούτη τῆς
πόλεως καὶ θὰ ἐγκαταλείψουν
τοὺς ὡραίους ἐπιθυμητοὺς οἴκους
των. Τὰ ἐρημωμένα χωριά των θὰ
γίνουν παντοτεινὰ σπήλαια, ὅπου θὰ
εὐφραίνωνται ἄγριοι ὄνοι· θὰ
γίνουν βοσκότοποι τῶν ποιμένων.
|
14
Πόλις πλουσία εἶναι ἤδη οἶκοι ἔρημοι
καὶ ἐγκαταλελειμμένοι· θὰ ἀφήσουν
οἱ κάτοικοί της τὸν πλοῦτον
τῆς πόλεως εἰς διαρπαγὴν καὶ τοὺς
ὡραίους καὶ ἐπιθυμητοὺς οἴκους.
Καὶ θὰ μεταβληθοῦν αἱ κῶμαι
εἰς σπήλαια ἐπὶ χρόνον μακράν, ἅτινα
θὰ εἶναι εὐφροσύνη ἀγρίων ὄνων
καὶ τόποι βοσκῆς ποιμένων, |
15
ἕως ἂν ἔλθῃ ἐφ ὑμᾶς
πνεῦμα ἀφ' ὑψηλοῦ. Καὶ ἔσται
ἔρημος ὁ Χέρμελ, καὶ ὁ Χέρμελ
εἰς δρυμὸν λογισθήσετοι.
|
15
Ἕως ὅτου ἔλθῃ εἰς σᾶς
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν
οὐρανόν, καὶ τότε ἡ ἔρημος
θὰ γίνῃ πλουσία καὶ εὔφορος,
ὅπως ὁ Κάρμηλος, καὶ τὸ ὄρος
Κάρμηλος θὰ μεταβληθῇ εἰς πυκνὸν
δάσος. |
15
μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς
τὸ θεῖον Πνεῦμα ἐκ τοῦ ὕψους
τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ τότε ἡ ἔρημος
θὰ γίνῃ εὔφορος ὡσὰν τὸ
ὄρος Κάρμηλος, καὶ ὁ Κάρμηλος θὰ μεταβληθῇ
εἰς ἄγριον καὶ πυκνὸν δάσος.
|
16
Καὶ ἀναπαύσεται ἐν τῇ ἐρήμῳ
κρῖμα, καὶ δικαιοσύνη ἐν τῷ
Καρμήλω κατοικήσει· |
16
Καὶ εἰς τὴν ἔρημον ἀκόμη
τότε θὰ ἐπικρατήσῃ δικαιοσύνη·
καὶ εἰς αὐτὸ τὸ ὄρος Κάρμηλος
δικαιοσύνη θὰ κατοικῇ.
|
16
Καὶ θὰ ἐγκαθιδρυθῇ μονίμως εἰς
τὴν ἔρημον, τὴν εἰς εὔφορον
γῆν ὑπὸ τοῦ Πνεύματος μεταβληθεῖσαν,
τὸ δίκαιον, καὶ δικαιοσύνη θὰ κατοικήσῃ
εἰς τὴν ἐξ ἐρήμου ὡς εὔφορον
Κάρμηλον ἀναδειχθεῖσαν πεδιάδα.
|
17
καὶ ἔσται τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης
εἰρήνη, καὶ κρατήσει ἡ δικαιοσύνῃ
ἀνάπαυσιν, καὶ πεποιθότες ἕως
τοῦ αἰῶνος· |
17
Ἔργον δὲ καὶ ἀποτέλεσμα αὐτῆς
τῆς δικαιοσύνης θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ἡ δικαιοσύνη θὰ φέρῃ καὶ
θὰ ἀπλώσῃ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
τὴν ἀνάπαυσιν καὶ τὴν ἡσυχίαν.
Οἱ δὲ ἄνθρωποι θὰ προχωροῦν
πάντοτε, μὲ πεποίθησιν εἰς τὸν
Θεὸν καὶ τὴν προστασίαν του.
|
17
Καὶ τὰ ἔργα καὶ αἱ συνέπειαι
τῆς δικαιοσύνης θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη·
καὶ θὰ φέρῃ ἡ δικαιοσύνη ἐπικράτησιν
τῆς ἀναπαύσεως καὶ ἡσυχίας· καὶ
οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦν ἐλεύθεροι
ἀβεβαιότητος καὶ γεμᾶτοι πεποίθησιν καὶ
θάρρος διαπαντός. |
18
καὶ κατοικήσει ὁ λαὸς αὐτοῦ
ἐν πόλει εἰρήνης καὶ ἐνοικήσει
πεποιθώς, καὶ ἀναπαύσονται μετὰ
πλούτου, |
18
Ὁ λαὸς θὰ κατοικήσῃ εἰς
πόλεις εἰρηνικάς, θὰ κατοικήσῃ
μὲ πεποίθησιν εἰς τὴν ἀσφάλειάν
του καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν οἱ ἄνθρωποι
μὲ τὸν πλοῦτον των.
|
18
Καὶ θὰ κατοικήσῃ ὁ λαὸς αὐτοῦ
<τοῦ Κυρίου> εἰς πόλιν εἰρήνης, μὴ
ἀπειλουμένην ὑπὸ τῆς ταραχῆς
τοῦ πολέμου· καὶ θὰ οἰκήσῃ
ἐντὸς αὐτῆς μετὰ θάρρους καὶ
πεποιθήσεως, καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν ἀποκτῶντες
πλοῦτον. |
19
ἡ δὲ χάλαζα ἐὰν καταβῇ,
οὐκ ἀφ' ὑμᾶς ἥξει. Καὶ
ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν τοῖς
δρυμοῖς πεποιθότες ὡς οἱ ἐν
τῇ πεδινῇ. |
19
Ἐὰν δὲ καὶ πέσῃ χάλαζα,
δὲν θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σας. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ
κατοικοῦν εἰς τὰ δάση, θὰ εἶναι
τόσον ἥσυχοι καὶ ἀσφαλεῖς, ὅσον
καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν εἰς τὰς πεδιάδας.
|
19
Ὅταν δὲ ὡς ἄλλη χάλαζα ἐκδηλωθῇ
ἡ θεία ὀργή, δὲν θὰ ἔλθῃ
αὕτη καθ’ ὑμῶν. Καὶ θὰ εἶναι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
μέσα εἰς τὰ πυκνὰ δάση, ἐξ ἴσου
ἥσυχοι καὶ ἀσφαλεῖς, ὅσον καὶ
οἱ εἰς τὰς πεδιάδας κατοικοῦντες.
|
20
Μακάριοι οἱ σπείροντες ἐπὶ πᾶν
ὕδωρ, οὗ βοῦς καὶ ὄνος πατεῖ.
|
20
Εὐτυχεῖς θὰ εἶναι ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι θὰ σπείρουν εἰς
μέρη, ποὺ ποτίζονται ἀπὸ ὕδατα,
καὶ εἶναι ὁμαλά, ὥστε ἐλεύθερα
νὰ πατοῦν εἰς αὐτὰ τὸ
βόϊδι καὶ ὁ ὄνος. |
20
Μακάριοι ἐκεῖνοι, ποὺ σπείρουν εἰς
κάθε τόπον ποτιζόμενον ἀπὸ νερόν, εἰς τὸν
ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ πατήσῃ
καὶ νὰ ὀργώσῃ τοῦτον βοῦς
καὶ ὄνος. |