Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐαὶ
τοῖς ταλαιπωροῦσιν ὑμᾶς, ὑμᾶς
δὲ οὐδεὶς ποιεῖ ταλαιπώρους,
καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς οὐκ
ἀθετεῖ· ἁλώσονται οἱ ἀθετοῦντες
καὶ παραδοθήσονται καὶ ὡς σὴς
ἐφ' ἱματίου, οὕτως ἡττηθήσονται.
|
λλοίμονον
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
θὰ θελήσουν νὰ σᾶς ταλαιπωρήσουν.
Ὅσην δύναμιν καὶ ἂν ἔχουν, κανεὶς
δὲν θὰ σᾶς ταλαιπωρήσῃ. Καὶ
ἐκεῖνος ποὺ θὰ θελήσῃ
νὰ σᾶς περιφρόνησῃ, δὲν θὰ
εἶναι εἰς θέσιν νὰ σᾶς βλάψῃ.
Διότι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
σᾶς καταφρονοῦν καὶ σᾶς διαβάλλουν,
θὰ συλληφθοῦν καὶ θὰ παραδοθοῦν
εἰς τιμωρίαν. Οἱ ἐχθροί σας
θὰ καταστραφοῦν, ὅπως ἀκριβῶς
καταστρέφεται τὸ ἱμάτιον, τὸ
ὁποῖον τὸ τρώγει ὁ σκόρος.
|
λλοίμονον
εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σᾶς
ταλαιπωροῦν. Ὅσην δύναμιν καὶ ἂν
ἔχῃ κανείς, δὲν δύναται νὰ σᾶς
κάμῃ ταλαιπώρους, ἐφ’ ὅσον δὲν τὸ
ἐπιτρέπω Ἐγώ. Καὶ αὐτὸς ποὺ
σᾶς περιφρονεῖ, δὲν σᾶς βλάπτει ὁριστικῶς.
Θὰ συλληφθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
σᾶς περιφρονοῦν, καὶ θὰ παραδοθοῦν
εἰς τιμωρίαν καὶ ὅπως ὁ σκόρος τρώγει
τὸ ἱμάτιον καὶ εἰς τὸ τέλος
καταστρέφεται καὶ αὐτός, οὕτω θὰ ἡττηθοῦν
καὶ θὰ καταστραφοῦν καὶ αὐτοί.
|
2
Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπὶ
σοι γὰρ πεποίθαμεν· ἐγενήθη τὸ
σπέρμα τῶν ἀπειθούντων εἰς ἀπώλειαν,
ἡ δὲ σωτηρία ἡμῶν ἐν καιρῷ
θλίψεως. |
2
Κύριε, στεῖλε τὸ ἔλεός σου εἰς
ἡμᾶς, διότι ἡμεῖς εἰς
σὲ ἔχομεν στηρίξει τὴν πεποίθησίν
μας. Οἱ ἀπειθοῦντες εἰς σὲ καὶ
οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀπειθούντων
βαδίζουν πρὸς καταστροφήν. Ἡμεῖς
ὅμως ἀπὸ σὲ θὰ πάρωμεν
σωτηρίαν εἰς καιρὸν θλίψεων.
|
2
Κύριε, ἐλέησόν μας, διότι εἰς Σὲ
καὶ μόνον ἔχομεν στηρίξει τὴν πεποίθησιν
καὶ ἐλπίδα μας· οἱ ἀπόγονοι τῶν
ἀπειθούντων εἰς Σὲ ὠρισμένως
θὰ καταστραφοῦν, ἡ ἰδική μας
ὅμως σωτηρία εἶναι βεβαία ἐν καιρῷ
θλίψεως. |
3
Διὰ φωνὴν τοῦ φόβου ἐξέστησαν
λαοὶ ἀπὸ τοῦ φόβου σου, καὶ
διεσπάρησαν τὰ ἔθνη.
|
3
Τὴν φοβεράν σου φωνὴν ἤκουσαν οἱ
λαοὶ καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ
φόβον καὶ τρόμον, διεσκορπίσθησαν
τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐχθρικὰ αὐτὰ
ἔθνη.
|
3
Ἐξ αἰτίας τῆς φοβερᾶς φωνῆς
τοῦ θυμοῦ σου κατεπλάγησαν ἀπὸ τὸν
φόβον, ποὺ τοὺς ἐνέπνευσες, οἱ
λαοὶ καὶ διεσκορπίσθησαν τὰ ἔθνη.
|
4
Νῦν δὲ συναχθήσεται τὰ σκῦλα
ὑμῶν μικροῦ καὶ μεγάλου·
ὃν τρόπον ἐάν τις συναγάγῃ
ἀκρίδας, οὕτως ἐμπαίξουσιν ὑμῖν.
|
4
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὸν διασκορπισμὸν
τῶν πανικοβλήτων ἐθνῶν ἀμέσως
οἱ Ἰσραηλῖται θὰ συνάξουν τὰ
λάφυρα τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων,
μὲ τόσην εὐκολίαν μὲ ὅσην
συλλέγει κανεὶς ψόφιες ἀκρίδες.
Ἔτσι θὰ σᾶς ἐμπαίξουν οἱ
Ἰσραηλῖται.
|
4
Μετὰ δὲ τὸν διασκορπισμὸν θὰ
συναχθοῦν εὐθὺς τὰ λάφυρά σας,
ὦ ἐχθροί, τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ
μεγάλου· καθ’ ὅν τρόπον ἐὰν μαζεύσῃ
κανεὶς ἀκρίδας ψόφιας, τοιουτοτρόπως θὰ
ἐμπαίξουν καὶ σᾶς.
|
5
Ἅγιος ὁ Θεὸς ὁ κατοικῶν ἐν
ὑψηλοῖς, ἐνεπλήσθη Σιὼν κρίσεως
καὶ δικαιοσύνης. |
5
Ἅγιος εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
κατοικεῖ εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν.
Ἐγέμισεν ἡ πόλις Σιὼν ἀπὸ
τὴν ὀρθὴν κρίσιν καὶ τὴν
δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ.
|
5
Εἶναι ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
κατοικεῖ εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν.
Ἡ πόλις Σιὼν ἐγέμισεν ἀπὸ ὀρθὴν
κρίσιν καὶ δικαιοσύνην. |
6
Ἐν νόμῳ παραδοθήσονται, ἐν θησαυροῖς
ἡ σωτηρία ἡμῶν, ἐκεῖ σοφία
καὶ ἐπιστήμη καὶ εὐσέβεια
πρὸς τὸν Κύριον· οὗτοι εἰσι
θησαυροὶ δικαιοσύνης. |
6
Οἱ κάτοικοί της θὰ παραδοθοῦν
καὶ θὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὸν
Νόμον. Εἰς τοὺς θησαυροὺς τοῦ
Νόμου αὐτοῦ θὰ ὑπάρχῃ
ἡ σωτηρία μας. Ἐκεῖ ἡ σοφία,
ἡ ἀληθὴς γνῶσις
καὶ ἡ εὐσέβεια πρὸς τὸν
Κύριον. Αὐτοὶ εἶναι πράγματι
οἱ θησαυροὶ τῆς δικαιοσύνης, οἱ
θησαυροὶ τῆς ἀρετῆς.
|
6
Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην οἱ
ἄνθρωποι θὰ παραδοθοῦν εἰς τὸν
Νόμον, πρὸς αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου
συμμορφούμενοι. Ναὶ εἰς τοὺς θησαυροὺς
τοῦ Νόμον ὑπάρχει καὶ ἐξασφαλίζεται
ἡ σωτηρία μας· ἐκεῖ εἰς τὸν
Νόμον εὑρίσκεται ἡ ἀληθινὴ σοφία καὶ
γνώσις καὶ εὐσέβεια πρὸς τὸν Κύριον.
Αὐτοὶ δὲ εἶναι οἱ πραγματικοὶ
θησαυροί, τῆς δικαιοσύνης καὶ πάσης ἀρετῆς
οἱ θησαυροί. |
7
Ἰδοὺ δὴ ἐν τῷ φόβῳ
ὑμῶν αὐτοὶ φοβηθήσονται·
οὓς ἐφοβεῖσθε, φοβηθήσονται ἀφ'
ὑμῶν· ἄγγελοι γὰρ ἀποσταλήσονται
πικρῶς κλαίοντες, παρακαλοῦντες εἰρήνην.
|
7
Ἰδού, λοιπόν, ὅτι οἱ ἐχθροί
σας θὰ φοβηθοῦν ἀπὸ τὸν φόβον
σας. Ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους σεῖς
προηγουμένως ἐφοβεῖσθε, θὰ φοβηθοῦν
ἀπὸ σᾶς. Διότι αὐτοὶ θὰ
ἀποστείλουν πρὸς σᾶς
ἀγγελιαφόρους κλαίοντας πικρῶς
καὶ παρακαλοῦντας νὰ συνάψετε εἰρήνην.
|
7
Ἰδοὺ λοιπόν, ὅτι ἐκ τοῦ φόβου
σας, τὸν ὁποῖον θὰ ἐμπνεύσῃ
ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ὑμῶν,
θὰ φοβηθοῦν αὐτοί· καὶ
ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐφοβεῖσθε,
θὰ φοβηθοῦν πλέον ἀπὸ σᾶς·
θὰ καταστῇ δὲ τοῦτο ἐμφανές,
διότι καὶ ἀγγελιαφόροι θὰ ἀποσταλοῦν
κλαίοντες πικρῶς καὶ παρακαλοῦντες τὴν
σύναψιν εἰρήνης. |
8
Ἐρημωθήσονται γὰρ αἱ τούτων
ὁδοί· πέπαυται ὁ φόβος
τῶν ἐθνῶν, καὶ ἡ πρὸς
τούτους διαθήκη αἴρεται, καὶ οὐ
μὴ λογίσησθε αὐτοὺς ἀνθρώπους.
|
8
Διότι οἱ δρόμοι τῶν ἐχθρῶν
σας, τῶν κακῶν αὐτῶν
ἀνθρώπων, θὰ μείνουν ἔρημοι,
θὰ ἔχῃ πλέον παύσει ὁ
φόβος σας ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρικῶν
καὶ ἐχθρικῶν αὐτῶν ἐθνῶν.
Ἡ συνθήκη, ποὺ συνήφθῃ μὲ
αὐτούς, ἀλλὰ
καὶ παρεβιάσθη ἀπὸ αὐτούς,
δὲν ἔχει πλέον κῦρος καὶ ἰσχύν.
Αὐτοὺς δὲ οὔτε κἂν ὡς
ἀνθρώπους δὲν πρέπει πλέον,
νὰ τοὺς θεωρῆτε.
|
8
Θὰ σᾶς ζητοῦν δὲ κλαίοντες εἰρήνην,
διότι οἱ δρόμοι, οἱ μέχρι πρὸ ὀλίγου
κατεχόμενοι ὑπ’ αὐτῶν καὶ διὰ
τῶν ὁποίων ἐφοβοῦντο οἱ Ἰουδαῖοι
νὰ κυκλοφοροῦν, θὰ ἐρημωθοῦν
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς
ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τούτους θὰ
ἔχῃ παύσει ὁ φόβος, ποὺ ἐνέπνεον
οἱ ἐθνικοί, καὶ ἡ πρὸς αὐτοὺς
συνθήκη, ἐπειδὴ αὐτοὶ τὴν ἠθέτησαν,
ἀκυροῦται· καὶ κατ’ οὐδένα λόγον
θὰ λογαριάζετε αὐτοὺς ὡς ἀνθρώπους.
|
9
Ἐπένθησεν ἡ γῆ, ᾐσχύνθη
ὁ Λίβανος, ἕλη ἐγένετο ὁ
Σάρων· φανερὰ ἔσται ἡ Γαλιλαία
καὶ ὁ Κάρμηλος. |
9
Ἐπένθησεν ἡ χώρα, κατησχύνθη
ὁ Λίβανος, ἕλος ἔχει γίνει ὁ
Σάρων. Ἡ Γαλιλαία καὶ ὁ Κάρμηλος
ἐγυμνώθησαν ἀπὸ τὴν χλόην
καὶ τὰ δάση αὐτῶν.
|
9
Ἒκ τῆς ἐχθρικῆς εἰσβολῆς
θὰ πενθήσῃ ἡ χώρα τῆς Παλαιστίνης·
θὰ καταισχυνθῇ ὁ Λίβανος, καταστρεφομένων
τῶν ὑψηλῶν τοῦ κέδρων θὰ μεταβληθῇ
εἰς ἕλη ἡ πεδιὰς τοῦ Σάρωνος·
θὰ ἀπογυμνωθῇ ἡ Γαλιλαία καὶ
τὸ Καρμήλιον ὄρος. |
10
Νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριος,
νῦν δοξασθήσομαι, νῦν ὑψωθήσομαι·
|
10
Τώρα ὅμως, θὰ ἐγερθῶ, λέγει
ὁ Κύριος, τώρα ἐγὼ θὰ
δοξασθῶ ἐνώπιον ὅλων. Τώρα θὰ
ὑψωθῶ μὲ δύναμιν.
|
10
Τώρα θὰ σηκωθῶ, λέγει ὁ Κύριος· τώρα
θὰ δοξασθῶ, τώρα θὰ ἀποδείξω, πόσον
ὑψηλὰ εἶμαι καὶ ἀπὸ ποῖον
ὕψος ἐνεργῷ. |
11
νῦν ὄψεσθε, νῦν αἰσθηθήσεσθε·
ματαία ἔσται ἡ ἰσχὺς τοῦ
πνεύματος ὑμῶν, πῦρ κατέδεται
ὑμᾶς. |
11
Τώρα θὰ ἰδῆτε σεῖς, ὦ
Αἰγύπτιοι, τὴν δύναμίν μου,
τώρα θὰ κατανοήσετε τὴν ἀδυναμίαν
σας. Ματαία θὰ εἶναι ἡ δύναμις
τῆς ὁρμῆς σας, φωτιὰ θὰ
σᾶς καταφάγη.
|
11
Τώρα θὰ ἴδητε· τώρα θὰ αἰσθανθῆτε,
ὦ Ἀσσὐριοι, μὲ Ποῖον ἔχετε
νὰ κάμετε· ματαία θὰ εἶναι ἡ
δύναμις τῆς ὁρμητικῆς πνοῆς σας, φωτιὰ
θὰ σᾶς καταφάγῃ. |
12
Καὶ ἔσονται ἔθνη κατακεκαυμένα ὡς
ἄκανθα ἐν ἀγρῷ ἐρριμμένη
καὶ κατακεκαυμένη. |
12
Ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἐχθρικὰ
ἔθνη θὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ πῦρ
καὶ θὰ καταφαγωθοῦν
ἀπὸ τὴν φωτιάν. Θὰ εἶναι
σὰν ἀγκάθια πεταμένα εἰς τὸ
χωράφι καὶ καμένα.
|
12
Καὶ θὰ εἶναι τὰ εἰσβαλόντα ἐθνικὰ
στρατεύματα κατακεκαυμένα, ὡσὰν σωρὸς ἀπὸ
ἀγκαθιές, ὁ ὁποῖος ἐρρίφθη
εἰς ἀγρόν, ἀφοῦ ἐκόπη προηγουμένως
καὶ ἐξηράνθη, καὶ ὁ ὁποῖος
γρήγορα καὶ μὲ πολλὴν εὐκολίαν
ἔχει κατακαῇ. |
13
Ἀκούσονται οἱ πόρρωθεν ἃ ἐποίησα,
γνώσονται οἱ ἐγγίζοντες τὴν
ἰσχύν μου. |
13
Ὅσοι εὑρίσκονται, ἔστω καὶ μακράν,
θὰ πληροφορηθοῦν ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα ἐγὼ ἔκαμα. Καὶ ὅσοι
εὑρίσκονται πλησίον, θὰ γνωρίσουν
τὴν δύναμίν μου.
|
13
Θὰ ἀκούσουν αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν
μακράν, τὰ ὅσα ἐποίησα θαυμαστά·
θὰ γνωρίσουν ἐκεῖνοι, ποὺ κατοικοῦν
πλησίον, τὴν ἀκαταγώνιστον δύναμίν μου.
|
14
Ἀπέστησαν οἱ ἐν Σιὼν ἄνομοι,
λήψεται τρόμος τοὺς ἀσεβεῖς,
τὶς ἀναγγείλει ὑμῖν, ὅτι
πῦρ καίεται; τὶς ἀναγγελεῖ ὑμῖν
τὸν τόπον τὸν αἰώνιον;
|
14
Εἰς σύγχυσιν περιέπεσαν οἱ
παράνομοι Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν εἰς τὴν Σιών. Τρόμος
θὰ καταλάβῃ αὐτοὺς τοὺς
ἀσεβεῖς. Ποιὸς θὰ ἀναγγείλῃ
εἰς σᾶς, ὅτι τὸ πῦρ τῆς
θείας ὀργῆς καίεται; Ποιὸς θὰ
σᾶς ἀναγγείλῃ τὸν αἰώνιον
τόπον τῆς τιμωρίας, ποὺ σᾶς
περιμένει;
|
14
Ἐσυγχύσθησαν οἱ ἐν τῇ πόλει
Σιὼν κατοικοῦντες παράνομοι, τρόμος θὰ καταλάβῃ
τοὺς ἀσεβεῖς. Ποῖος θὰ σᾶς
ἀναγγείλῃ, ὅτι πῦρ θείας ὀργῆς
καίεται; Ποῖος θὰ σᾶς ἀναγγείλῃ
τὸν τόπον τὸν αἰώνιον τῆς τιμωρίας,
ἡ ὁποία σᾶς περιμένει;
|
15
Πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ, λαλῶν
εὐθεῖαν ὁδόν, μισῶν ἀνομίαν
καὶ ἀδικίαν καὶ τὰς χεῖρας
ἀποσειόμενοι ἀπὸ δώρων, βαρύνων
τὰ ὦτα, ἵνα μὴ ἀκούσῃ
κρίσιν αἵματος, καμμύων τοὺς ὀφθαλμούς,
ἵνα μὴ ἴδῃ ἀδικίαν,
|
15
Ἐξ ἀντιθέτου εὐλογία παρὰ
Θεοῦ καὶ χαρὰ περιμένει ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ
φέρεται μὲ δικαιοσύνην, ὁμιλεῖ
μὲ εὐθύτητα καὶ
εἰλικρίνειαν, μισεῖ τὴν παρανομίαν
καὶ ἀδικίαν· αὐτόν, ὁ
ὁποῖος μὲ ὁρμὴν καὶ ἀγανάκτησιν
ἀποσύρει τὰ χέρια του ἀπὸ
δωροδοκίας, ἀποστρέφει τὰ αὐτιά
του νὰ μὴ ἀκούσῃ τὴν καταδίκην
τοῦ ἀθῴου αἵματος· κλείει
τὰ μάτια του, διὰ νὰ μὴ ἴδῃ
κἂν τὴν ἀδικίαν.
|
15
Ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος
πολιτεύεται ἐν δικαιοσύνῃ, ὁ ὁποῖος
λαλεῖ εὐθέως καὶ μὲ εἰλικρίνειαν,
οὐχὶ δὲ πλαγίως καὶ μετὰ δόλου,
ὁ ὁποῖος μισεῖ τὴν ἀνομίαν
καὶ τὴν ἀδικίαν καὶ μετὰ βιαιότητος
ἀπομακρύνει τὰς χεῖρας ἀπὸ δῶρα·
κλείει δὲ καὶ καθιστᾷ βαριὰ τὰ
αὐτιά του, διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃ
ἀπόφασιν προκαλοῦσαν αἱματοχυσίαν, κλείει
καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, διὰ νὰ μὴ
ἴδῃ οὔτε ὑπ' ἄλλων διαπραττομένην
τὴν ἀδικίαν, |
16
οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ
σπηλαίῳ πέτρας ἰσχυρᾶς·
ἄρτος αὐτῷ δοθήσεται, καὶ τὸ
ὕδωρ αὐτοῦ πιστόν.
|
16
Αὐτὸς θὰ κατοικήσῃ ἀσφαλὴς
καὶ εἰρηνικὸς ἐπάνω εἰς
ἀσφαλὲς σπήλαιον ἐπὶ ἰσχυροῦ
βράχου. Ἄρτος θὰ δίδεται εἰς
αὐτὸν καὶ νερό, ὅλα ὅσα
τοῦ χρειάζονται, δὲν θὰ τοῦ
λείψῃ τίποτε. |
16
αὐτὸς θὰ κατοικήσῃ ἀσφαλῶς,
ὡσὰν εἰς ὑψηλὸν σπήλαιον βράχου
ἰσχυροῦ καὶ ἀδιασείστου·
θὰ δoθῇ ἄρτος εἰς αὐτόν, καὶ
τὸ ἀναγκαιοῦν εἰς αὐτὸν
ὕδωρ δὲν θὰ τοῦ λείψῃ.
|
17
Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεσθε, καὶ
οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ὄψονται
γῆν πόρρωθεν. |
17
Καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ἴδετε
βασιλέα ἔνδοξον· τὰ μάτια σας
θὰ ἀντικρύσουν ἐκ τοῦ μακρόθεν
χώραν εὐρεῖαν καὶ ἐκτεταμένην.
|
17
Θὰ ἴδητε βασιλέα μὲ δόξαν, καὶ οἱ
ὀφθαλμοί σας θὰ ἴδουν χώραν ἀπὸ
μακράν, ἐκτεταμένην καὶ εὐρεῖαν.
|
18
Ἡ ψυχὴ ὑμῶν μελετήσει φόβον·
ποῦ εἶσιν οἱ γραμματικοί; Ποῦ
εἶσιν οἱ συμβουλεύοντες; Ποῦ ἐστιν
ὁ ἀριθμῶν τοὺς στρεφομένους
|
18
Ἡ ψυχή σας θὰ ἐνθυμηθῇ καὶ
θὰ μελετήσῃ μὲ ἀνακούφισιν,
ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιαν φρίκην,
τὸν φόβον, τὸν ὁποῖον προηγουμένως
σᾶς ἐνέπνεαν οἱ ἐχθροί
σας. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ γραμματεῖς
τῶν ἐχθρῶν σας, ποὺ σᾶς κατέγραφαν,
διὰ νὰ πληρώνετε φόρους; Ποῦ
εἶναι οἱ σύμβουλοι τῶν ἐχθρῶν
σας; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἀριθμοῦσε καὶ κατέγραφε
|
18
Ἡ ψυχή σας θὰ ἐνθυμηθῇ καὶ
θὰ σκεφθῇ μετ' ἀνακουφίσεως τὸν φόβον
τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἡμερῶν,
αἱ ὁποῖαι ἤδη παρῆλθον. Ποὺ
εἶναι οἱ γραμματεῖς τοῦ ἐχθροῦ,
οἱ καταγράφοντες τοὺς φόρους; Ποὺ εἶναι
οἱ οἰκονομικοὶ τοῦ ἐχθρικοῦ
στρατεύματος σύμβουλοι; Ποὺ εἶναι ὁ
ἀριθμῶν καὶ ὑπολογίζων τὰς συγκροτουμένας
εἰς μάχην ὁμάδας |
19
μικρὸν καὶ μέγαν λαόν; Ὧ οὐ
συνεβουλεύσατο, οὐδὲ ᾔδει βαθύφωνον
ὥστε μὴ ἀκοῦσαι λαὸς πεφαυλισμένος
καὶ οὐκ ἔστι τῷ ἀκούοντι
σύνεσις. |
19
τὰς μικρὰς ἢ μεγάλας ὁμάδας
τοῦ λαοῦ, τὰς συγκροτουμένας πρὸς
πόλεμον; Ποῦ εἶναι τώρα ὁ μεγάλος
καὶ πολεμικὸς ἐκεῖνος λαός,
μὲ τὸν ὁποῖον δὲν ἦτο
δυνατὸν νὰ συνεννοηθῇ ὁ λαός
μου, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε τὴν
λαρυγγώδη τοῦ γλώσσαν; Ἀγροῖκος
καὶ φαῦλος ἦτο ὁ ἐχθρικὸς
ἐκεῖνος λαός, τὸν ὁποῖον
ἤκουε κανεὶς ὁμιλοῦντα καὶ δὲν
ἠμποροῦσε νὰ τὸν ἐννοήσῃ.
|
19
μικροῦ ἢ μεγάλου λαοῦ; Τοῦ μεγάλου
ἐκείνου λαοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον
δὲν συνεννοηθῇ ἐν συμβουλίῳ ὁ
λαός μου, οὔτε ἐγνώριζε τὴν σκοτεινὴν
γλῶσσαν του, ὥστε νὰ μὴ τὴν
ἀκούσῃ κατανοῶν αὐτήν. Ἦτο ὁ
ἐχθρικὸς αὐτὸς λαὸς φαῦλος
λαός, καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
τὸν ἤκουεν ὁμιλοῦντα, δὲν ἠδύνατο
νὰ τὸν κατανοήσῃ. |
20
Ἰδοὺ Σιὼν ἡ πόλις, τὸ
σωτήριον ἡμῶν· οἱ ὀφθαλμοί
σου ὄψονται Ἱερουσαλήμ, πόλις πλουσία,
σκηναί, αἳ οὐ μὴ σεισθῶσιν,
οὐδὲ μὴ κινηθῶσιν οἱ πάσσαλοι
τῆς σκηνῆς αὐτῆς εἰς τὸν
αἰῶνα χρόνον, οὐδὲ τὰ
σχοινία αὐτῆς οὐ μὴ διαρραγῶσιν.
|
20
Ἰδού, ἡ πόλις Σιών, ἡ
σωτηρία σας. Τὰ μάτια σου θὰ ἴδουν
τὴν Ἱερουσαλήμ, πόλιν πλουσίαν,
ὅπου ὑπάρχουν σκηναί, αἱ ὀποῖαι
δὲν θὰ σεισθοῦν καὶ δὲν θὰ
συγκλονισθοῦν, οὔτε κἀν οἱ πάσσαλοί
της θὰ μετακινηθοῦν ποτὲ εἰς τὸν
αἰῶνα χρόνον, οὔτε τὰ σχοινία
της θὰ σπάσουν.
|
20
Ἰδοὺ ἡ πόλις Σιών, ἡ σωτηρία ἡμῶν.
Οἱ ὀφθαλμοί σου θὰ ἴδουν τὴν
Ἱερουσαλήμ. Εἶναι πόλις πλουσία καὶ
ἐν αὐτῇ ὑπάρχουν σκηναί, αἱ
ὁποῖαι εἶναι ἀδύνατον νὰ σεισθοῦν.
Οὔτε θὰ κινηθοῦν οἱ πάσσαλοι τῆς
σκηνῆς αὐτῆς αἰωνίως· οὔτε
τὰ σχοινία της θὰ διαρραγοῦν ποτέ.
|
21
Ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου μέγα ὑμῖν·
τόπος ὑμῖν ἔσται, ποταμοὶ καὶ
διώρυχες πλατεῖς καὶ εὐρύχωροι·
οὐ πορεύσῃ ταύτην τὴν ὁδόν,
οὐδὲ πορεύσεται πλοῖον ἐλαῦνον.
|
21
Ἡ ἀσφάλεια δὲ τῆς πόλεως
καὶ τῆς σκηνῆς αὐτῆς ὀφείλονται
εἰς τὸ παντοδύναμον καὶ προστατευτικὸν
διὰ σᾶς ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ
ὑπάρξῃ διὰ σᾶς περιοχή,
ὅπου θὰ εἶναι ποταμοὶ καὶ διώρυγες
πλατεῖς καὶ εὐρύχωροι. Εἰς δὲ
τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς
τὴν πόλιν αὐτήν, δὲν θὰ
βαδίσῃ ἐχθρικὴ δύναμις, οὔτε
ἐχθρικὸν πλοῖον θὰ πλεύσῃ
ἐναντίον της.
|
21
Θὰ εἶναι δὲ ἀδιάσειστος ἡ
σκηνὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου θὰ ἀποδεικνύεται μέγα πρὸς
προστασίαν ὑμῶν. Αὐτὸ θὰ εἶναι
ὁ τόπος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ
εἶναι στερεωμένη ἡ σκηνή σας· τόπος, ὅπου
θὰ ὑπάρχουν ποταμοὶ καὶ πλατεῖαι
καὶ εὐρύχωροι διώρυγες, κυκλοῦντες καὶ
προστατεύοντες τὴν πόλιν. Δὲν θὰ πορευθῇς
σύ, ὁ ἐχθρός, εἰς τὴν ὁδὸν
αὐτήν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς
τὴν πόλιν, οὔτε θὰ πλεύσῃ πλοῖον
ἐπιτιθέμενον μὲ ἐχθρικὰς διαθέσεις.
|
22
Ὁ γὰρ Θεός μου μέγας ἐστίν,
οὐ παρελευσεταί με Κύριος· κριτὴς
ἡμῶν Κύριος, ἄρχων ἡμῶν
Κύριος, βασιλεὺς ἡμῶν Κύριος,
οὗτος ἡμᾶς σώσει.
|
22
Δὲν θὰ ἐπιτεθῇ πλέον ἐναντίον
μου ἐχθρός, λέγει, ἡ πόλις Σιών,
διότι μέγας εἶναι ὁ Θεός μου.
Δὲν θὰ μὲ ἀντιπαρέλθῃ
πλέον ὁ Κύριος μὲ ἀδιαφορίαν.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ κριτὴς ἡμῶν.
Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἄρχων καὶ
ὁ νομοθέτης μας.Ὁ Κύριος εἶναι
ὁ ἔνδοξος βασιλεύς μας. Αὐτὸς
καὶ θὰ μᾶς σώσῃ.
|
22
Δὲν θὰ μὲ προσβάλῃ ὁ ἐχθρός,
διότι ὁ Θεός μου εἶναι μέγας· δὲν θὰ
μὲ παραβλέψῃ οὔτε θὰ μὲ παρατρέξῃ
ἀδιάφορος ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος εἶναι
Κριτής μας, ὁ Κύριος εἶναι ἄρχων καὶ
νομοθέτης μας, ὁ Κύριος εἶναι βασιλεύς μας·
Αὐτὸς θὰ μᾶς σώσῃ.
|
23
Ἐρράγησαν τὰ σχοινία σου, ὅτι
οὐκ ἐνίσχυσαν· ὁ ἱστός
σου ἔκλινεν, οὐ χαλάσει τὰ ἱστία·
οὐκ ἀρεῖ σημεῖον, ἕως οὗ
παραδοθῇ εἰς προνομήν· τοίνυν
πολλοὶ χωλοὶ προνομὴν ποιήσουσι.
|
23
Μάθετε σεῖς οἱ ἐχθροί μου, ὅτι
ἔσπασαν τὰ σχοινία σας, διότι δὲν
ἀντέσχον. Τὰ κατάρτια ἀπὸ
τὰ πλοῖα σας ἐκάμφθησαν καὶ
δὲν θὰ ἀνοίξουν τὰ πανιά·
δὲν θὰ σηκώσῃ πλέον σημεῖον
νίκης ὁ ἐχθρός. Θὰ μείνῃ
ἡττημένος, ἕως ὅτου παραδοθῇ
εἰς λαφυραγωγίαν! Καὶ αὐτοὶ
ἀκόμη οἱ χωλοὶ θὰ λάβουν
μέρος εἰς τὴν πλουσίαν λαφυραγωγίαν.
|
23
Ἔσπασαν τὰ σχοινιά σου, διότι δὲν
ἄνθεξαν· τὸ κατάρτιόν σου ἐκάμφθη,
καὶ δὲν θὰ ἀνοίξουν τὰ πανιά
σου· δὲν θὰ σηκώσῃ σημεῖον νίκης
ὁ ἐχθρός· θὰ μείνῃ ἡττημένος,
ἕως ὅτου παραδοθῇ εἰς λαφυραγώγησῃ.
Καὶ θὰ εἶναι τόσον πολλὰ τὰ
λάφυρα, ὥστε καὶ πολλοὶ χωλοὶ θὰ
ἐπιδοθοῦν εἰς τὴν λαφυραγώγησιν.
|
24
Καὶ οὐ μὴ εἴπῃ· κοπιῶ,
ὁ λαὸς ἐνοικῶν ἐν αὐτοῖς·
ἀφέθη γὰρ αὐτοῖς ἡ ἁμαρτία.
|
24
Καὶ ὁλος ὁ λαός, ποὺ κατοικεῖ
ἀνάμεσα εἰς τοὺς νικητὰς καὶ
τοὺς λαφυραγωγοῦντας, δὲν θὰ πῇ:
Ἔχω καταβληθῆ ἀπὸ τὸν κόπον.
Αὐτὰ δὲ θὰ γίνουν, διότι
ἡ ἁμαρτία των ἔχει πλέον συγχωρηθῇ.
|
24
Καὶ δὲν θὰ εἴπῃ κανείς: Αἰσθάνομαι
κόπον καὶ ἀσθενῶ καὶ ἀδυνατῷ
διὰ τοῦτο νὰ μετάσχω εἰς τὴν
κοινὴν χαράν. Ὅλος ὁ λαός, ὅστις θὰ
κατοικῇ μεταξὺ τῶν νικητῶν, δὲν
θὰ εἴπῃ τοιοῦτον τι. Διότι συνεχωρήθη
εἰς αὐτοὺς ἡ ἁμαρτία των καὶ
δὲν ἑξασθενοῦν πλέον ἐξ αὐτῆς.
|