Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γκαινίζεσθε
πρός με, νῆσοι, οἱ γὰρ ἄρχοντες
ἀλλάξουσιν ἰσχὺν ἐγγισάτωσαν
καὶ λαλησάτωσαν ἅμα, τότε κρίσιν
ἀναγγειλάτωσαν. |
ῆσοι
τῆς Μεσογείου, ποὺ ἐκπροσωπεῖτε
τὸν εἰδωλολοτρικὸν κόσμον, γενῆτε
κοντά μου καὶ δι' ἐμοῦ νέα κτίσις.
Οἱ ἄρχοντές σας ἄς ἀλλάξουν
καὶ ἄς ἀποκτήσουν νέαν δύναμιν.
Ἂς πλησιάσουν καὶ ἄς συνομιλήσωμεν
μαζῆ. Ἂς στήσωμεν διάλογον πρὸς
εὔρεσιν καὶ ἐφαρμογὴν τοῦ δικαίου.
|
νῆσοι,
ποὺ ἐκπροσωπεῖτε τὸν εἰδωλολατρικὸν
κόσμον, γίνετε καινὴ κτίσις πλησίον μου, καὶ οἱ
ἄρχοντες βεβαίως ἂς ἀλλάξουν δύναμιν. Ἂς
πλησιάσουν καὶ ἂς λαλήσουν συγχρόνως, προβάλλοντες
τὰς ἀντιρρήσεις των καὶ συνομιλοῦντες
μαζί μου. Τότε ἂς ἀναγγείλουν τὴν ἔναρξιν
δίκης πρὸς ἀπόδοσίν του δικαίου εἰς τὸν
ἔχοντα αὐτό. |
2
Τίς ἐξήγειρεν ἀπὸ ἀνατολῶν
δικαιοσύνην, ἐκάλεσεν αὐτὴν
κατὰ πόδας αὐτοῦ, καὶ πορεύσεται;
Δώσει ἐναντίον ἐθνῶν καὶ
βασιλεῖς ἐκστήσει καὶ δώσει
εἰς γῆν τὰς μαχαίρας αὐτῶν
καὶ ὡς φρύγανα ἐξωσμένα τὰ
τόξα αὐτῶν |
2
Ποιὸς ἀνήγειρεν ἀπὸ ἀνατολῶν
καὶ ἀνέδειξεν ἄνθρωπον ἐκπροσωποῦντα
καὶ ἐπιβάλλοντα τὴν δικαιοσύνην,
καὶ ποιὸς ἐκάλεσεν αὐτὴν
νὰ τὸν ἀκολουθῇ κατὰ πόδας
καὶ νὰ πηγαίνῃ μαζῆ του; Αὐτὸν
τὸν ἄνθρωπον, ἐκπρόσωπον ἰδικόν
μου, θὰ τὸν δώσω εἰς κατάκτησιν
ἐθνῶν. Αὐτὸς θὰ ἀπομακρύνῃ
καὶ θὰ ἐκθρόνισῃ βασιλεῖς,
θὰ συντρίψῃ κάτω εἰς τὸ
ἔδαφος τὰς μαχαίρας των· καὶ
τὰ τόξα των θὰ τὰ κάμῃ
ὡσὰν πεταμένα καὶ διασκορπισμένα
φρύγανα. |
2
Ποῖος ἀνήγειρε καὶ ἀνέδειξεν ἀπὸ
τὰς ἀνατολικὰς χώρας τὸν ἐκπροσωποῦντα
τὴν δικαιοσύνην καὶ ἐπιβάλλοντα αὐτὴν
καὶ ποῖος ἐκάλεσε ταύτην νὰ τὸν
ἀκολουθῇ κατὰ πόδας, καὶ αὕτη
πράγματι θὰ τὸν ἀκολουθῇ καὶ
θὰ πηγαίνῃ μαζί του; Θὰ δώσῃ
αὐτὸν κατὰ τῶν ἐθνῶν ὡς
κατακτητήν των καὶ θὰ ἐκθρονίσῃ
βασιλεῖς αἰχμαλωτίζων αὐτοὺς
καὶ θὰ καταρρίψῃ εἰς συντρίμματα τὰς
μαχαίρας των εἰς τὸ ἔδαφος, καὶ τὰ
τόξα των θὰ τὰ κάμῃ ὡσὰν φρύγανα
διεσκορπισμένα. |
3
καὶ διώξεται αὐτοὺς καὶ διελεύσευται
ἐν εἰρήνη ἡ ὁδὸς τῶν
ποδῶν αὐτοῦ. |
3
Θὰ καταδιώξῃ αὐτοὺς τοὺς
ἐχθροὺς καὶ θὰ διέρχεται ἐν
εἰρήνῃ τὴν ὁδόν, ποὺ
θὰ πατοῦν οἱ πόδες του.
|
3
Καὶ θὰ καταδιώξῃ αὐτούς, καὶ
ὁ δρόμος θὰ περνᾷ μὲ εἰρήνην
καὶ ἄνευ ἐμποδίων ἢ ἀντιστάσεως
ἀπὸ τὰ πόδια του. |
4
Τίς ἐνήργησε καὶ ἐποίησε
ταῦτα; Ἐκάλεσεν αὐτὴν ὁ
καλῶν αὐτὴν ἀπὸ γενεῶν
ἀρχῆς· ἐγὼ Θεὸς πρῶτος,
καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγὼ
εἶμι. |
4
Ποιὸς ἐνήργησε καὶ ἔκαμεν αὐτά;
Ἐκεῖνος ἐκάλεσε τὴν δικαιοσύνην,
ὁ ὁποῖος ἀπ' ἀρχῆς τῶν
γενεῶν ἐπιζητεῖ καὶ θέλει αὐτήν.
Ἐγὼ εἶμαι Θεὸς πρῶτος καὶ
μόνος· καὶ εἰς τοὺς ἐπερχομένους
αἰῶνας ἐγὼ ὑπάρχω πάντοτε.
|
4
Ποῖος ἐνήργησε καὶ ἔκαμεν αὐτά;
Ἐκάλεσε τὴν δικαιοσύνην καὶ τὸν ἀποδίδοντα
αὐτὴν αὐτός, ὁ Ὁποῖος
ἐξ ἀρχῆς τῶν γενεῶν ἐπιζητεῖ
αὐτὴν ἐγὼ εἶμαι Θεὸς πρῶτος
καὶ μόνος, καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα
ἔτη ἐγὼ ὑπάρχω αἰωνίως.
|
5
Εἴδοσαν ἔθνη καὶ ἐφοβήθησαν,
τὰ ἄκρα τῆς γῆς ἤγγισαν καὶ
ἦλθον ἅμα, |
5
Εἶδον τὰ ἔθνη καὶ ἐφοβήθησαν·
οἱ κατοικοῦντες εἰς τὰ πέρατα
τῆς γῆς ἐπλησίασαν, συνῆλθαν
μαζῆ,
|
5
Εἶδον τὰ ἔθνη τὴν ταχεῖαν αὐτὴν
προέλασιν καὶ ἐφοβήθησαν. Οἱ κατοικοῦντες
εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ
τὰ πλέον ἀπομεμακρυσμένα σημεῖα τῆς
ἐπλησίασαν καὶ ἦλθον μαζί,
|
6
κρίνων ἕκαστος τῷ πλησίον καὶ
τῷ ἀδελφῷ βοηθῆσαι καὶ ἐρεῖ·
|
6
μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ βοηθήσῃ
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸν
ἄλλον, νὰ τὸν συμβουλεύσῃ καὶ
νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ.
|
6
ἀποφασισμένος ὁ καθένας των νὰ βοηθήσῃ
τὸν διπλανόν του καὶ τὸν πλησίον του,
καὶ θὰ εἴπῃ προτροπάς, ἵνα ἐλπίζῃ
εἰς τοὺς θεούς του. |
7
ἴσχυσεν ἀνὴρ τέκτων καὶ χαλκεὺς
τύπτων σφύρῃ ἅμα ἐλαύνων·
ποτὲ μὲν ἐρεῖ· σύμβλημα
καλόν ἐστιν· ἰσχύρωσαν αὐτὰ
ἐν ἥλοις, θήσουσιν αὐτὰ καὶ
οὐ κινηθήσονται. |
7
Διὰ τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνικῶν
θεῶν ὁ ξυλουργὸς ἐπῆρε δύναμιν,
ὥστε νὰ κατασκευάσῃ ξόανα, ὁ
χαλκεὺς κτυπῶν μὲ τὴν σφῦραν
του καὶ πλατύνων τὸ μέταλλον θὰ
περιβάλῃ μὲ αὐτὸ τὸ ξόανον
ἄγαλμα καὶ θὰ εἴπῃ· Ὡραῖον
εἶναι αὐτὸ τὸ συγκόλλημα. Ἔπειτα
θὰ τὰ στερεώσουν αὐτὰ με καρφιά,
θὰ τὰ θέσουν ἀκίνητα, ὥστε
νὰ μὴ μετακινοῦνται.
|
7
Διὰ τὰ εἴδωλα ὅμως τῶν θεῶν
τούτων ἔλαβε δύναμιν ἄνθρωπος ξυλουργός, κατασκευάζων
ξόανα, καὶ χαλκεὺς κτυπῶν μὲ τὴν
σφῦραν συγχρόνως καὶ πλατύνων τὸ μέταλλον,
διὰ τοῦ ὁποίου θὰ καλυφθῇ τὸ
ξύλινον ἄγαλμα. Καὶ κάποτε θὰ εἴπῃ:
Ὡραῖον συγκόλλημα καὶ περίβλημα εἶναι
τοῦτο. Τότε καὶ οἱ δύο ἐστερέωσαν
αὐτὰ μὲ καρφία· καὶ θὰ
τὰ τοποθετήσουν καὶ δὲν θὰ κινοῦνται
πλέον ἀπὸ τὴν θέσιν των.
|
8
Σὺ δέ, Ἰσραήλ, παῖς μου Ἰακώβ,
ὃν ἐξελεξάμην, σπέρμα Ἁβραὰμ
, ὃν ἠγάπησα, |
8
Σὺ ὅμως, ἰσραηλιτικέ μου λαέ,
δούλε μου Ἰακώβ, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἐξέλεξα ὡς ἰδιαίτερόν
μου λαόν, ἀπόγονον τοῦ Ἀβραὰμ
τὸν ὁποῖον ἠγάπησα,
|
8
Σὺ ὅμως, ὦ Ἰσραήλ, δοῦλε μου
Ἰακώβ, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξα, ἀπόγονε
τοῦ Ἀβραάμ, τὸν ὁποῖον ἠγάπησα,
|
9
οὗ ἀντελαβόμην ἀπ' ἄκρων τῆς
γῆς καὶ ἐκ τῶν σκοπιῶν αὐτῆς
ἐκάλεσά σε καὶ εἶπά σοι·
παῖς μου εἶ, ἐξελεξάμην σε καὶ
οὐκ ἐγκατέλιπόν σε·
|
9
αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἐπῆρα
εἰς τὰ χέρια μου ἀπὸ τὰ
ἄκρα τῆς γῆς, ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ
μέρη, τὸν ἐκάλεσα καὶ τοῦ
εἶπα: Σὺ εἶσαι δοῦλος μου, ἐγὼ
σὲ ἐξέλεξα καὶ οὔτε σὲ
ἐγκατέλειψα, οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω
ποτέ· |
9
τὸν ὁποῖον ἐκράτησα διὰ τῆς
χειρός μου στερεά, ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς
γῆς καὶ ἀπὸ τὰς ἐσχατιὰς
τῆς γῆς σὲ ἐκάλεσα καὶ σοῦ
εἶπα: Εἶσαι δοῦλος μου· σὲ ἐξέλεξα
καὶ δὲν σὲ ἐγκατέλιπα, οὔτε
σὲ ἀπεδοκίμασα. |
10
μὴ φοβοῦ, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμι·
μὴ πλανῶ, ἐγὼ γὰρ εἰμι
ὁ Θεός σου ὁ ἐνισχύσας σε καὶ
ἐβοήθησά σοι καὶ ἠσφαλισάμην
σε τῇ δεξιᾷ τῇ δικαίᾳ μου.
|
10
μὴ φοβεῖσαι, διότι ἐγὼ εἶμαι
μαζῆ σου. Μὴ περιπλανηθῇς ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ ἀναζητῶν βοήθειαν
παρὰ τῶν ἀνθρώπων, διότι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος
σὲ ἐνεδυνάμωσα καὶ σὲ ἐβοήθησα.
Καὶ διὰ τῆς δικαίας παντοδυνάμου
δεξιᾶς μου σὲ περιφρούρησα καὶ σὲ
ἐξησφαλισα.
|
10
Μὴ φοβῆσαι, διότι εἶμαι μαζί σου. Μὴ
παραπλανᾶσαι, ἀναζητῶν βοήθειαν ἀλλαχόθεν
καὶ ἀπὸ θεοὺς ἀλλοτρίους, διότι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ Ὁποῖος
σὲ ἐνίσχυσα κατὰ τὸν καιρὸν
τῆς δουλείας σου καὶ σὲ ἐβοήθησα καὶ
σὲ ἠσφάλισα διὰ τῆς ἐν
δικαιοσύνῃ δρώσης πάντοτε παντοδυνάμου δεξιᾶς
μου. |
11
Ἰδοὺ αἰσχυνθήσονται καὶ ἐντραπήσονται
πάντες οἱ ἀντικείμενοί σοι·
ἔσονται γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ
ἀπολοῦνται πάντες οἱ ἀντίδικοί
σου· |
11
Ἰδού, θὰ καταισχυνθοῦν καὶ θὰ
ἐντραποῦν ὅλοι οἱ ἐχθροί
σου· θὰ εἶναι, ὡς ἐὰν δὲν
ὑπάρχουν, καὶ θὰ καταστραφοῦν
ὅλοι οἱ ἀντίδικοί σου.
|
11
Ἰδοὺ θὰ καταισχυνθοῦν καὶ θὰ
ἐντροπιασθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθροί
σου διότι θὰ καταντήσουν ὡσὰν νὰ μὴ
ὑπάρχουν, καὶ θὰ ἀπολεσθοῦν
ὅλοι οἱ ἀντιδικοῦντες μαζί σου.
|
12
ζητήσεις αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ
εὕρῃς τοὺς ἀνθρώπους, οἳ
παροινήσουσιν εἰς σέ· ἔσονται
γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ οὐκ
ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντές σε.
|
12
Θὰ τοὺς ἀναζητήσῃς καὶ
δὲν θὰ εὕρῃς αὐτοὺς τοὺς
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μὲ
ἀλλοφροσύνην ἤθελαν νὰ σὲ καταδιώξουν,
διότι θὰ εἶναι, ὡς ἐὰν
δὲν ὑπῆρξαν· δὲν θὰ εὐρεθοῦν
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι σὲ
ἐπολέμησαν.
|
12
Θὰ τοὺς ἀναζητήσῃς, ἀλλὰ
δὲν θὰ εὕρῃς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι μὲ μανίαν θὰ σὲ
καταδιώξουν διότι θὰ καταντήσουν ὡσὰν νὰ
μὴ ὑπάρχουν καὶ δὲν θὰ ζοῦν
πλέον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐπολέμουν.
|
13
Ὅτι ἐγὼ ὁ Θεός σου ὁ κρατῶν
τῆς δεξιᾶς σου, ὁ λέγων σοι·
μὴ φοβοῦ, |
13
Διότι ἐγὼ ὁ Θεός σου εἶμαι
ἐκεῖνος, ποὺ σὲ κρατῶ ἀπὸ
τὴν δεξιάν σου καὶ σοῦ λέγω·
Μὴ φοβεῖσαι.
|
13
Θὰ ἐκμηδενισθοῦν δέ, διότι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Θεός σου, ποὺ σὲ κρατῶ
ὡσὰν στοργικὸς πατὴρ ἀπὸ
τὸ δεξιόν σου χέρι, προσέχων μήπως σκοντάψῃς·
ὁ Ὁποῖος σοῦ λέγω: Μὴ φοβῆσαι,
|
14
Ἰακώβ, ὀλιγοστὸς Ἰσραήλ·
ἐγὼ ἐβοήθησά σοι, λέγει
ὁ Θεός σου, ὁ λυτρούμενός σε,
Ἰσραήλ. |
14
Ἰσραηλῖται, ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ,
ὀλίγοι εἶσθε· ἐγὼ ὅμως
σᾶς ἐβοήθησα, λέγει ὁ Θεός,
ἐγώ, ὁ ὁποῖος σὲ ἀπήλλαξα
ἀπὸ τὴν δουλείαν.
|
14
ὦ Ἰακώβ, ὦ ὀλιγοστὲ ἐν
σχέσει πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν
σοῦ Ἰσραήλ. Ἐγὼ σὲ ἐβοήθησα,
λέγει ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος σὲ
λυτρώνω καὶ σὲ ἐλευθερώνω, ὦ Ἰσραήλ.
|
15
Ἰδοὺ ἐποίησά σε ὡς τροχοὺς
ἁμάξης ἀλοῶντας καινοὺς πριστηροειδεῖς,
καὶ ἀλοήσεις ὄρη καὶ λεπτυνεῖς
βουνοὺς καὶ ὡς χνοῦν θήσεις·
|
15
Ἰδού, ἐγὼ σὲ ἔκαμα ὡσὰν
τοὺς πριονωτοὺς τροχοὺς ἁλωνιστικῆς
ἁμάξης, καινουργεῖς, ἱκανοὺς
νὰ ἁλωνίζουν. Θὰ ἅλωνίσῃς
ὄρη, θὰ λεπτύνῃς βουνά, θὰ
τὰ μεταβάλῃς εἰς κόνιν.
|
15
Ἰδού, σὲ ἐποίησα διὰ τῆς ἐνισχύσεώς
μου ὡσὰν τροχοὺς ἁλωνιστικῆς
ἁμάξης, ἁλωνίζοντας, καινουργεῖς, δρεπανοειδεῖς,
καὶ θὰ ἁλωνίσῃς ὄρη καὶ
θὰ λεπτύνῃς βουνὰ καὶ θὰ μεταβάλῃς
ταῦτα εἰς σκόνην. |
16
καὶ λικμήσεις, καὶ ἄνεμος λήψεται
αὐτούς, καὶ καταιγὶς διασπερεῖ
αὐτούς, σὺ δὲ εὐφρανθήσῃ
ἐν τοῖς ἁγίοις Ἰσραήλ.
|
16
Θὰ τὰ λιχνίσῃς, καὶ ὁ
ἄνεμος θὰ τοὺς παραλάβῃ καὶ
σὰν καταιγὶς θὰ τοὺς διασκορπίσῃς.
Σὺ δέ, ὦ ἰσραηλιτικὲ λαέ,
θὰ εὐφρανθῇς εἰς τὰ ἅγια
κατασκηνώματά σου.
|
16
Καὶ θὰ λιχνίσῃς, καὶ ἄνεμος
θὰ τοὺς παραλάβῃ καὶ καταιγὶς
θὰ τοὺς διασκορπίσῃ· σὺ δέ, ὦ
Ἰσραήλ, θὰ εὐφρανθῇς εἰς τὰ
ἅγια σκηνώματα τοῦ Κυρίου σου.
|
17
Καὶ ἀγαλλιάσονται οἱ πτωχοὶ
καὶ οἱ ἐνδεεῖς· ζητήσουσι
γὰρ ὕδωρ, καὶ οὐκ ἔσται, ἡ
γλῶσσα αὐτῶν ἀπὸ τῆς δίψης
ἐξηράνθη· ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεός, ἐγὼ ἐπακούσομαι ὁ
Θεὸς Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἐγκαταλείψω
αὐτούς. |
17
Οἱ πτωχοί σου καὶ οἱ ἐνδεεῖς
θὰ δοκιμάσουν μεγάλην χαράν. Θὰ
ἀναζητήσουν νερὸ καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ· καὶ ἡ γλῶσσα
των θὰ ξηρανθῇ ἀπὸ τὴν δίψαν.
Ἐγὼ ὅμως, ὁ Κύριος καὶ
Θεός, ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν,
θὰ ἀκούσω καὶ θὰ κάμω
δεκτὴν τὴν προσευχὴν αὐτῶν καὶ
δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω.
|
17
Καὶ θὰ δοκιμάσουν μεγάλην χαρὰν οἱ
πτωχοὶ καὶ οἱ ἐνδεεῖς· διότι
θὰ ζητήσουν ὕδωρ καὶ δὲν θὰ
ὑπάρχῃ· ἡ γλῶσσα των ἀπὸ
τὴν δίψαν θὰ ἔχῃ ξηρανθῇ. Ἐγὼ
ὁ Κύριος καὶ Θεός, ἐγὼ ὁ ἔχων
τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ πάντων τῶν
στοιχείων, θὰ τοὺς ἐπακούσω ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ δὲν θὰ
τοὺς ἐγκαταλείψω. |
18
Ἀλλὰ ἀνοίξω ἐπὶ τῶν
ὀρέων ποταμοὺς καὶ ἐν μέσῳ
πεδίων πηγάς· ποιήσω τὴν ἔρημον
εἰς ἕλη ὑδάτων καὶ τὴν
διψῶσαν γῆν ἐν ὑδραγωγοῖς·
|
18
Ἀλλὰ θὰ κάμω νὰ ἀναβλύσουν
ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη ποταμοὶ
ὕδατος καὶ ἐν μέσῳ τῶν
πεδιάδων πηγαί. Θὰ καταστήσω τὴν
ἔρημον εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ
τὴν διψῶσαν γῆν εἰς ρεύματα
ἀφθόνων ὑδάτων.
|
18
Ἀλλὰ θὰ ἀνοίξω ἐπάνω εἰς
τὰ ξηρὰ βουνὰ ποταμοὺς καὶ ἐν
μέσῳ τῶν ἀγόνων πεδιάδων πηγάς. Θὰ
μεταβάλω τὴν ἔρημον εἰς λιμνάζοντα ὕδατα,
καὶ τὴν γῆν, ποὺ διψᾷ καὶ
στερεῖται νεροῦ, εἰς πλουσίους αὔλακας
ὑδάτων. |
19
θήσω εἰς τὴν ἄνυδρον γῆν κέδρον
καὶ πύξον καὶ μυρσίνην καὶ κυπάρισσον
καὶ λεύκην, |
19
Εἰς τὴν ἄλλοτε ἄνυδρον γῆν θὰ
φυτεύσω κέδρον, καὶ πύξον καὶ
μυρσίνην καὶ κυπάρισσον καὶ λεύκην,
|
19
Καὶ θὰ θέσω εἰς τὴν τέως ἄνυδρον
γῆν κέδρα καὶ πυξάρια καὶ μυρσίνας καὶ
κυπαρίσσους καὶ λεύκας, |
20
ἵνα ἴδωσι καὶ γνῶσι καὶ ἐννοηθῶσι
καὶ ἐπιστῶνται ἅμα. Ὅτι χεὶρ
Κυρίου ἐποίησε τούτα καὶ ὁ
ἅγιος τοῦ Ἰσραὴλ κατέδειξεν.
|
20
διὰ νὰ ἴδουν καὶ μάθουν καὶ
ἀντιληφθοῦν καὶ κατανοήσουν καλά,
ὅτι ἡ χεὶρ τοῦ Κυρίου ἔκαμεν
αὐτὰ καὶ ὁ ἅγιος Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ ἐνεφάνισε τὴν
μεγαλοπρέπειαν αὐτήν.
|
20
διὰ να ἴδουν οἱ ἔχοντες καλὴν
διάθεσιν καὶ λάβουν γνῶσιν καὶ ἐννοήσουν
καὶ μάθουν συγχρόνους καλά, ὅτι ἡ παντοδύναμος
χεὶρ τοῦ Κυρίου ἐποίησε ταῦτα καὶ
ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραὴλ περιφανῶς
τὰ ἐνεφάνισεν. |
21
Ἐγγίζει ἡ κρίσις ὑμῶν,
λέγει Κύριος ὁ Θεός· ἤγγισαν
αἱ βουλαὶ ὑμῶν, λέγει ὁ
βασιλεὺς Ἰακώβ. |
21
Ἔφθασεν ἡ ἡμέρα τῆς δίκης
καὶ τῆς κρίσεώς σας, λέγει ὁ
Κύριος. Προβάλατε τὰ ἐπιχειρήματά
σας, λέγει ὁ βασιλεύς, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰακώβ.
|
21
Ἂς γίνῃ δίκη τώρα, λέγει Κύριος ὁ Θεός,
καὶ ἂς πλησιάσῃ ἡ ὑπόθεσις τῶν
εἰδώλων καὶ τῶν ψευδῶν θεῶν
πρὸς κρίσιν. Ἂς ἐκτεθοῦν καὶ
ἂς πλησιάσουν οἱ ἰσχυροί σας λόγοι,
τοὺς ὁποίους πρὸς ὑπεράσπισίν
σας ἔχετε, λέγει ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰακώβ.
|
22
Ἐγγισάτωσαν καὶ ἀναγγειλάτωσαν
ὑμῖν ἃ συμβήσεται,
ἢ τὰ πρότερον τίνα ἦν, εἴπατε,
καὶ ἐπιστήσομεν τὸν νοῦν καὶ
γνωσόμεθα τί τὰ ἔσχατα, καὶ
τὰ ἐπερχόμενα εἴπατε ἡμῖν.
|
22
Ἂς ἔλθουν οἱ εἰδωλολατρικοὶ
θεοί σας καὶ ἄς προαναγγείλουν εἰς
σᾶς, τί πρόκειται νὰ συμβῇ.
Ἢ ἄς καταστήσουν εἰς σᾶς γνωστά,
ποῖα ἦσαν αὐτὰ τὰ ὁποῖα
προηγουμένως ἔγιναν. Καὶ ἡμεῖς
θὰ στρέψωμεν μὲ προσοχὴν τὸν
νοῦν μας, διὰ νὰ γνωρίσωμεν, ποῖα
εἶναι αὐτὰ ποὺ κατὰ τὰς
τελευταίας ἡμέρας ἔγιναν, ὅπως
εἶχαν, τάχα, προφητευθῆ. Καὶ ποῖα
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πρόκειται
νὰ συμβοῦν. Εἴπατέ μας, λοιπόν.
|
22
Ἂς πλησιάσουν οἱ ψευδεῖς θεοί σας
καὶ ἂς σᾶς ἀναγγείλουν ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα θὰ συμβοῦν, ἢ
ἐκεῖνα ποὺ εἰς προτέρους χρόνους ἐπροφητεύθησαν
καὶ ἐπηλήθευσαν, ποία ἦσαν· εἴπατε,
καὶ θὰ προσέξωμεν καὶ θὰ μάθωμεν ποία
εἶναι τὰ κατὰ τὰς τελευταίας ταύτας
ἡμέρας συμβάντα, καὶ ἐκεῖνα ποὺ
πρόκειται νὰ συμβοῦν, εἴπατέ μας.
|
23
Ἀναγγείλατε ἡμῖν τὰ ἐπερχόμενα
ἐπ' ἐσχάτου, καὶ γνωσόμεθα ὅτι
θεοὶ ἐστε· εὖ ποιήσατε καὶ
κακώσατε, καὶ θαυμασόμεθα καὶ ὀψόμεθα
ἅμα· |
23
Προαναγγείλατε εἰς ἡμᾶς αὐτά,
τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν εἰς
τὸ μέλλον, διὰ νὰ ἴδωμεν καὶ
μάθωμεν, ἐὰν πράγματι εἶσθε
θεοί. Ἀγαθοποιήσατε καὶ κακοποιήσατε,
καὶ ἡμεῖς θὰ θαυμάσωμεν τότε
καὶ συγχρόνως θὰ ἴδωμεν τὴν
δύναμίν σας.
|
23
Ἀναγγείλατέ μας ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
θὰ γίνουν εἰς τὸ προσεχὲς μέλλον,
καὶ θὰ μάθωμεν τότε ὅτι εἶσθε θεοί.
Ἀγαθοποιήσατε καὶ κακοποιήσατε, καὶ θὰ
θαυμάσωμεν τότε καὶ συγχρόνως θὰ ἴδωμεν
τὴν δύναμίν σας. |
24
ὅτι πόθεν ἐστὲ ὑμεῖς καὶ
πόθεν ἡ ἐργασία ὑμῶν;
Ἐκ γῆς· βδέλυγμα ἐξελέξαντο
ὑμᾶς. |
24
Πληροφορήσατέ μας, ὦ εἴδωλα, ἀπὸ
ποῦ προέρχεσθε καὶ ἀπὸ τί
εἶσθε κατασκευασμένα. Γνωρίζομεν, ὅτι
διὰ νὰ σᾶς κατασκευάσουν ἐπῆραν
τὸ σιχαμερὸν χῶμα τῆς γῆς.
|
24
Οὐδὲν ἐκ τούτων δύνασθε. Διότι ἀπὸ
ποὺ εἶσθε σεῖς καὶ ἀπὸ
ποὺ εἶναι ἡ κατασκευή σας; Ἀπὸ
τὴν γῆν. Ὕλη καὶ χῶμα εἶσθε.
Καὶ ὅσοι σᾶς ἐξέλεξαν ὡς θεόν
των, ἐξέλεξαν κάτι σιχαμερὸν καὶ βδελυκτόν.
|
25
Ἐγὼ δὲ ἤγειρα τὸν ἀπὸ
βορρᾶ καὶ τὸν ἀφ' ἡλίου
ἀνατολῶν, κληθήσονται τῷ ὀνόματί
μου· ἐρχέσθωσαν ἄρχοντες, καὶ
ὡς πηλὸς κεραμέως καὶ ὡς κεραμεὺς
καταπατῶν τὸν πηλόν, οὕτως καταπατηθήσεσθε.
|
25
Ἐγὼ παρεκίνησα καὶ ἐσήκωσα
κάποιον ἀπὸ τὸν βορρᾶν, κάποιον
ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν,
μὲ τὰ στρατεύματα τὰ ὁποῖα
θὰ κληθοῦν ἐξ ὀνόματός
μου. Ἂς ἔλθουν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι
καὶ σὰν πηλὸς κεραμέως ἔτσι
θὰ καταπατηθῆτε· ὅπως ὁ κεραμεὺς
καταπατεῖ καὶ ζυμώνει τὸν πηλόν.
|
25
Ἐγὼ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεώς μου
ἔφερα εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἀνέδειξα
τὸν ἀπὸ τὰ βόρεια καὶ ἀνατολικὰ
μέρη προερχόμενον <Κῦρον> μετὰ τῶν
στρατευμάτων του, τὰ ὁποῖα προσεχῶς
θὰ κληθοῦν ἐξ ὀνόματός μου. Ἂς
ἔλθουν καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Βαβυλῶνος
καὶ ἂς ἀκούσουν: Ὡσὰν
πηλὸς κεραμέως καὶ ὅπως ὁ κεραμεὺς
καταπατεῖ τὸν πηλόν, ἔτσι θὰ καταπατηθῆτε.
|
26
Τίς γὰρ ἀναγγελεῖ τὰ ἐξ
ἀρχῆς, ἵνα γνῶμεν, καὶ τὰ
ἔμπροσθεν, καὶ ἐροῦμεν ὅτι ἀληθῆ
ἐστιν; Οὐκ ἔστιν ὁ προλέγων
οὐδὲ ὁ ἀκούων ὑμῶν
τοὺς λόγους. |
26
Ποιὸς δὲ ἀπὸ τοὺς ψευδοθεούς
σας, σᾶς προεῖπε αὐτὰ τὰ γεγονότα,
ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, ὥστε
νὰ γνωρίσωμεν καὶ νὰ ὁμολογήσωμεν
καὶ ἡμεῖς τὴν θεὶαν αὐτοῦ
δύναμιν καὶ οὐσίαν, καὶ ὅτι
λέγει τὴν ἀλήθειαν; Ἀλλὰ
κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὦ εἰδωλολατρικοὶ
θεοί, δὲν προλέγει τὸ μέλλον,
καὶ κανεὶς δὲν ἀκούει τοὺς
λόγους σας.
|
26
Ναί· θὰ καταπατηθῆτε. Διότι ποῖος ἀπὸ
τοὺς ψευδοθεούς σας θὰ ἀναγγείλῃ
ἀπὸ τὴν ἀρχὴν καὶ προτοῦ
λάβουν χώραν τὰ γεγονότα, διὰ νὰ γνωρίσωμεν
τὴν ὑπερφυσικήν του γνῶσιν; Καὶ ποῖος
θὰ προφητεύσῃ κατὰ τὸν ἔμπροσθεν
χρόνον τὰ συμβησόμενα, ὥστε βλέποντες ἐξ
ὑστέρου τὴν ἔκβασιν νὰ εἴπωμεν
ὅτι εἶναι ἀληθῆ; Δὲν ὑπάρχει
κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὦ ψευδοθεοί,
ποὺ νὰ προλέγῃ, οὔτε ὑπάρχει
κανείς, ποὺ νὰ ἀκούῃ τοὺς λόγους
σας. |
27
Ἀρχὴν Σιὼν δώσω καὶ Ἱερουσαλὴμ
παρακαλέσω εἰς ὁδόν.
|
27
Ἐγὼ ἔκαμα ἀρχὴν καὶ προανήγγειλα
τὴν καλὴν εἴδησιν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
παρηγορῶν αὐτήν. |
27
Τὴν πρώτην εἴδησιν καὶ ἀρχὴν
τοῦ ἀγαθοῦ μηνύματος θὰ δώσω εἰς
τὴν Σιὼν καὶ θὰ παρηγορήσω τοὺς
κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸν
δρόμον τῆς ἐπανόδου των, τὸν ὁποῖον
ποθοῦν. |
28
Ἀπὸ γὰρ τῶν ἐθνῶν ἰδοὺ
οὐδείς, καὶ ἀπὸ τῶν εἰδώλων
αὐτῶν οὐκ ἦν ὁ ἀναγγέλλων·
καὶ ἐὰν ἐρωτήσω αὐτούς·
πόθεν ἐστέ; Οὐ μὴ ἀποκριθῶσί
μοι. |
28
Ἰδοὺ δὲ ὅτι κανεὶς ἀπὸ
τοὺς θεοὺς τῶν ἄλλων ἐθνῶν,
καὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα αὐτῶν
δὲν εὑρέθη νὰ προαναγγείλῃ
αὐτά. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐρωτήσω
αὐτούς· ἀπὸ ποῦ κατάγεσθε;
Δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ μοῦ
ἀποκριθοῦν.
|
28
Ναί· μόνος ἐγὼ θὰ δώσω τὴν
ἀγαθὴν εἴδησιν καὶ θὰ παρηγορήσω
τὴν Ἱερουσαλήμ. Διότι ἀπὸ τὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔθνη ἰδού, δὲν
ὑπάρχει κανείς, καὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλά
των δὲν ὑπῆρχε κανέν, ποὺ νὰ
προαναγγέλλει ταῦτα. Καὶ ἐὰν ἐρωτήσω
τοὺς ψευδεῖς αὐτοὺς τῶν εἰδώλων
θεούς· ἀπὸ ποὺ εἶσθε; Δὲν
θὰ μοῦ ἀποκριθοῦν.
|
29
Εἰσὶ γὰρ οἱ ποιοῦντες ὑμᾶς,
καὶ μάτην οἱ πλανῶντες ὑμᾶς.
|
29
Διότι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι
σᾶς κατεσκεύασαν ὑπάρχουν καὶ
ζοῦν μεταξὺ τῶν ἄνθρωπων· ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι εἰς ματαίαν καὶ
ψευδῆ θρησκείαν σᾶς παραπλανοῦν.
|
29
Καὶ δὲν θὰ μοῦ ἀποκριθοῦν,
διότι ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι πλάττουν
καὶ κατασκευάζουν σᾶς, τὰ εἴδωλα·
καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
εἰς μάταια ψεύδη καὶ εἰς ματαίαν θρησκείαν
καὶ λατρείαν παραπλανοῦν σᾶς, τὰ ἔθνη.
|