Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
νῦν οὕτως λέγει Κύριος ὁ Θεὸς
ὁ ποιήσας σε, Ἰακώβ, ὁ πλάσας
σε, Ἰσραήλ· μὴ φοβοῦ, ὅτι
ἐλυτρωσάμην σε· ἐκάλεσά
σε τὸ ὄνομά σου, ἐμὸς εἶ
σύ. |
αὶ
τώρα αὐτὰ λέγει
Κύριος ὁ Θεός, ὁ ποιητής σου,
ὦ Ἰακώβ, ὁ πλάστης σου, ὦ
ἰσραηλιτικὲ λαέ· <μὴ φοβεῖσαι,
διότι, ἰδοὺ ἐγὼ σὲ ἠλευθέρωσα.
Σὲ ἐφώναξα μὲ τὸ ὄνομά
σου. Σὺ εἶσαι ἰδικός μου πλέον.
|
αὶ
τώρα οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
σὲ ἐποίησεν ἔθνος ἐκλεκτόν,
ὦ Ἰακώβ, ὁ Ὁποῖος σὲ ἔπλασε
καὶ σοῦ ἔδωκεν ὕπαρξιν, ὦ Ἰσραήλ:
Μὴ φοβῆσαι, διότι σὲ ἠλευθέρωσα· σὲ
ἐκάλεσα μὲ τὸ ὄνομά σου· εἶσαι
ἰδικός μου σύ. |
2
Καὶ ἐὰν διαβαίνῃς δι' ὕδατος
μετὰ σοῦ εἰμι, καὶ ποταμοὶ οὐ
συγκλύσουσί σε· καὶ ἐὰν
διέλθῃς διὰ πυρός, οὐ μὴ
κατακαυθῇς, φλὸξ οὐ κατακαύσει σε.
|
2
Καὶ ἐὰν ἀναβαίνης διὰ
μέσου τῶν ὑδάτων, ἐγὼ
θὰ εἶμαι προστάτης μαζῆ σου. Καὶ
τὰ ὕδατα ἀκόμη τῶν ποταμῶν
δὲν θὰ σὲ κατακλύσουν. Καὶ ἂν
περάσῃς ἀνάμεσα ἀπὸ τῇ
φωτιά, δὲν θὰ κατακαῇς, Ἡ φλόγα
δὲν θὰ σὲ κατακαύσῃ.
|
2
Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ διαβαίνῃς
διὰ μέσου ὕδατος, εἶμαι μαζί σου, καὶ
χάρις εἰς τὴν προστασίαν μου οἱ ποταμοὶ
δὲν θὰ σὲ καταποντίσουν. Καὶ ἐὰν
περᾴσῃς μέσα ἀπὸ φωτιάν, δὲν
θὰ κατακαῇς, ἡ φλόγα δὲν θὰ
σὲ κατακαύσῃ. |
3
Ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός
σου ὁ ἅγιος Ἰσραὴλ ὁ σῴζων
σε· ἐποίησα ἄλλαγμά σου Αἴγυπτον
καὶ Αἰθιοπίαν καὶ Σοήνην ὑπὲρ
σοῦ. |
3
Διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σου, ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ σωτήρ
σου. Διὰ σὲ ἐγὼ ἔδωκα ὡς
ἀντάλλαγμα τὴν Αἴγυπτον, τὴν
Αἰθιοπίαν καὶ τὴν Σοήνην.
|
3
Καὶ δὲν διατρέχεις κάποιον κίνδυνον ἀπὸ
ὅλα αὐτά, διότι ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ
Θεός σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, εἶμαι
αὐτὸς ποὺ σὲ σώζει. Ἔκαμα
ἀντάλλαγμα ἀντὶ σοῦ τὴν Αἴγυπτον
καὶ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ τὴν Σοήνην
ἢ Σαβά, τὰς ὁποίας ἀπεδοκίμασα, διὰ
νὰ σὲ κάμω λαὸν ἰδικόν μου.
|
4
Ἀφ' οὗ ἔντιμος ἐγένου ἐναντίον
ἐμοῦ, ἐδοξάσθης, καὶ ἐγὼ
σὲ ἠγάπησα· καὶ δώσω ἀνθρώπους
πολλοὺς ὑπὲρ σοῦ καὶ ἄρχοντας
ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς σου. |
4
Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἔγινες
πολύτιμος ἐνώπιόν μου καὶ
ἀγαπητός, ἐδοξάσθης καὶ
ἐγὼ σὲ ἠγάπησα. Καὶ εἰς
τὸ μέλλον θὰ δώσω πολλοὺς ἀνθρώπους
πρὸς χάριν σου καὶ ἄρχοντας ἐπικεφαλῆς
σου, διὰ νὰ σὲ κυβερνοῦν μὲ
σύνεσιν καὶ νὰ ζήσῃς ἀσφαλής.
|
4
Ἀφ’ ὅτου ἔγινες ἐνώπιόν μου ἀκριβὸς
καὶ πολύτιμος λόγῳ τῆς ἐκλογῆς
μου ταύτης, ἀπὸ τότε καὶ ἐδοξάσθης,
καὶ ἐγὼ σοῦ ἔδειξα ἰδιαιτέρως
τὴν ἀγάπην μου. Καὶ εἰς τὸ μέλλον
προστατεύων σὲ θὰ δώσω ἀνθρώπους πολλοὺς
χάριν σου καὶ ἄρχοντας, διὰ νὰ ζήσῃς
σὺ καὶ νὰ μὴ χαθῇς ὡς
ἔθνος. |
5
Μὴ φοβοῦ, ὅτι μετὰ σοῦ εἰμι·
ἀπὸ ἀνατολῶν ἄξω τὸ σπέρμα
σου καὶ ἀπὸ δυσμῶν συνάξω σε.
|
5
Μὴ φοβεῖσαι, διότι ἐγὼ εἶμαι
μαζῆ σου. Ἀπὸ τὰς χώρας τῆς
ἀνατολῆς θὰ φέρω τοὺς ἀπογόνους
σου. Ἀπὸ τὰ μέρη τῆς δύσεως
θὰ σᾶς συγκεντρώσω.
|
5
Μὴ φοβῆσαι, διότι εἶμαι μαζί σου φύλαξ καὶ
προστάτης σου· ἀπὸ τὰς χώρας τῆς
Ἀνατολῆς θὰ φέρω τοὺς ἀπογόνους
σου καὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Δύσεως
θὰ σᾶς συναθροίσω. |
6
Ἐρῶ τῷ Βορρᾷ· ἄγε, καὶ
τῷ Λιβί· μὴ κώλυε, ἄγε
τοὺς υἱούς μου ἀπὸ γῆς
πόρρωθεν καὶ τὰς θυγατέρας μου ἀπ'
ἄκρων τῆς γῆς, |
6
Θὰ εἴπω εἰς τὸν Βορρᾶν: Φέρε
τὰ παιδιά μου ἀπὸ τὰς βορείους
χώρας· καὶ εἰς τὸν Νότον·
Μὴ ἐμποδίζῃς, φέρε τὰ
παιδιά μου ἀπὸ τὰς
μακρυνὰς χώρας καὶ τὰς θυγατέρας
μου ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς.
|
6
Θὰ εἴπω εἰς τὸν Βορρᾶν: Φέρε
τοὺς υἱούς μου, ὅσους εἶναι εἰς
τὰς βορείους χώρας. Καὶ εἰς τὸν Νότον
θὰ εἴπω: Μὴ ἐμποδίζῃς·
φέρε τοὺς υἱούς μου ἀπὸ τὴν
χώραν, ὅσους εὑρίσκονται μακρὰν εἰς
τὰς νοτίους περιοχάς, καὶ τὰς θυγατέρας
μου ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς.
|
7
πάντας ὅσοι ἐπικέκληνται τῷ
ὀνόματί μου· ἐν γὰρ τῇ
δόξῃ μου κατεσκεύασα αὐτὸν καὶ
ἔπλασα αὐτὸν καὶ ἐποίησα
αὐτὸν
|
7
Φέρετε ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν πάρει ὡς ὄνομά των τὸ
Ὄνομά μου. Διότι πρὸς δόξαν
μου ὠργάνωσα καὶ ἀνέδειξα τὸν
λαὸν αὐτόν. Τὸν ἔπλασα καὶ
τὸν ἐδημιούργησα.
|
7
Φέρετε ὅλους ἐν γένει, ὅσοι ἔχουν
ἐπονομασθῇ μὲ τὸ ὄνομά μου·
διότι πρὸς δόξαν μου κατεσκεύασα τὸν λαὸν
τοῦτον καὶ ἔπλασα αὐτὸν καὶ
ἐποίησα αὐτόν. |
8
καὶ ἐξήγαγον λαὸν τυφλόν, καὶ
ὀφθαλμοὶ εἰσιν ὠσαύτως τυφλοί,
καὶ κωφοὶ τὰ ὦτα ἔχοντες.
|
8
Ἔφερα ἀπὸ τὰς
διαφόρους χώρας τῆς αἰχμαλωσίας
του τὸν λαόν μου, ὁ
ὁποῖος ἦτο ὡσὰν τυφλός,
ὅτι τὰ μάτια
του δὲν ἔβλεπαν. Ἦτο ὡσὰν κωφός,
ἂν καὶ εἶχεν αὐτιά.
|
8
Καὶ ἐξήγαγον ὡς μάρτυρα τῆς ἀξιοπιστίας
μου καὶ τῆς μακροθυμίας μου λαὸν τυφλόν,
ἔχοντα ὀφθαλμούς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοὶ εἶναι ὡσαύτως τυφλοί·
λαὸν κωφόν, καίτοι ἔχουν αὐτιά.
|
9
Πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα,
καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν,
τίς ἀναγγελεῖ ταῦτα; Ἢ τὰ
ἐξ ἀρχῆς τίς ἀναγγελεῖ
ὑμῖν; Ἀγαγέτωσαν τοὺς μάρτυρας
αὐτῶν καὶ δικαιωθήτωσαν καὶ
εἰπάτωσαν ἀληθῆ.
|
9
Ὅλα τὰ ἔθνη συνεκεντρώθησαν συγχρόνως.
Μετ' ὀλίγον θὰ συγκεντρωθοῦν οἱ
ἄρχοντες αὐτῶν. Ποῖος ἀπὸ
τοὺς ψευδεῖς θεοὺς θὰ ἀναγγείλῃ
αὐτὰ τὰ μελλοντικὰ θαυμαστὰ
γεγονάτα ἢ ποιὸς θὰ προφητεύσῃ
εἰς σᾶς τοὺς εἰδωλολάτρας αὐτά;
Ἄς φέρουν οἱ εἰδωλικοὶ
θεοί σας τοὺς μάρτυράς των,
ἂς προσπαθήσουν νὰ
δικαιωθοῦν καὶ ἂς εἴπουν, ὅτι
τὰ ὅσα προεφήτευσαν εἶναι ἀληθινά.
|
9
Ὅλα τὰ ἔθνη συνήχθησαν συγχρόνως μὲ
τὸν μάρτυρά μου τοῦτον, καὶ μετ’ ὀλίγον
θὰ συναχθοῦν καὶ ἄρχοντες ἀπὸ
αὐτά. Ποῖος ἐκ τῶν ψευδοθεῶν
θὰ ἀναγγείλῃ αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ
ἢ ποῖος θὰ προφητεύσῃ εἰς σᾶς,
ὦ εἰδωλολάτραι, τὰ πρὸ τῆς ἐκβάσεως
τῶν εἰς χρόνους παρελθόντος προλεχθέντα; Ἂς
φέρουν οἱ θεοί σας τοὺς μάρτυράς των
καὶ ἂς δικαιωθοῦν διὰ τῆς μαρτυρίας
των καὶ ἂς ἀκούσουν ὅλοι τὴν
μαρτυρίαν ταύτην καὶ ἂς εἴπουν: Εἶναι
ἀληθινὰ τὰ ὅσα λέγουν.
|
10
Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ
μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός,
καὶ ὁ παῖς μου , ὃν ἐξελεξάμην,
ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ
συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔμπροσθέν
μου οὐκ ἔγενετο ἄλλος Θεὸς καὶ
μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται
|
10
Σεῖς ὅμως, οἱ ἰδικοί μου προφῆται,
ἐγίνατε μάρτυρές
μου. Καὶ ἐγώ, λέγει Κύριος ὁ
Θεός, εἶμαι ὁ μάρτυς ὁ ἀληθινός·
καὶ ὁ δοῦλος μου, ὁ
ἰσραηλιτικὸς λαός, τὸν ὁποῖον
ἐγὼ ἀπὸ ὅλα
τὰ ἔθνη ἐξέλεξα, διὰ
νὰ μαρτυρῇ ἐκεῖνος περὶ
ἐμοῦ, καὶ νὰ γνωρίσετε
καὶ νὰ πιστεύσετε καὶ
νὰ κατανοήσετε, ὅτι ἐγὼ
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου
αἰωνίως ὑπάρχω. Πρὸ ἐμοῦ
δὲν ὑπῆρξεν ἄλλος
Θεός, οὔτε καὶ ἔπειτα ἀπὸ
ἐμὲ θὰ ὑπάρξῃ.
|
10
Γίνετε μάρτυρές μου σεῖς, οἱ Προφῆταί μου.
Καὶ Ἐγώ, τοῦ ὁποίου τὸ στόμα
εἶναι ἀψευδές, εἶμαι μάρτυς, λέγει Κύριος
ὁ Θεός. Καὶ ὁ δοῦλός μου, ὁ
Ἰσραήλ, τὸν ὁποῖον ἀπὸ
ὅλα τὰ ἔθνη ἐξέλεξα, εἶναι μάρτυς,
διὰ νὰ μαρτυρῇ περὶ Ἐμοῦ
καὶ διὰ νὰ γνωρίσετε καὶ πιστεύσετε
καὶ ἐννοήσετε ὅτι Ἐγὼ ἐξ
ἑαυτοῦ ὑπάρχω. Πρὸ ἐμοῦ
δὲν ἔγινεν ἀπὸ κανένα ἄλλος
θεός, διότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διὰ
νὰ τὸν κατασκευάσῃ, καὶ ἔπειτα
ἀπὸ Ἐμὲ δὲν πρόκειται νὰ
ὑπάρξῃ ἄλλος, διότι θὰ ὑπάρχω
Ἐγὼ αἰωνίως καὶ δεν πρόκειται νὰ
ἀντικατασταθῶ ποτέ. |
11
ἐγὼ ὁ Θεός, καὶ οὔκ ἐστι
πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων.
|
11
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀληθινὸς ἀπειροτέλειος
Θεὸς καὶ ἐκτὸς ἐμοῦ δὲν
ὑπάρχει ἄλλος σωτήρ.
|
11
Ἐγὼ καὶ μόνος εἶμαι ὁ Θεός,
καὶ δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς ἐμοῦ
ἄλλος, ὁ ὁποῖος νὰ σώζῃ.
|
12
Ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα,
ὠνείδισα καὶ οὐκ ἦν ἐν
ὑμῖν ἀλλότριος. Ὑμεῖς
ἐμοὶ μάρτυρες καὶ ἐγὼ
Κύριον ὁ Θεός. |
12
Ἐγὼ προανήγγειλα τὴν ἀπελευθέρωσίν
σας καὶ σᾶς ἔσωσα.
Ἐγὼ σᾶς ἤλεγξα καὶ σᾶς
ὠνείδισα καὶ δὲν ὑπῆρχε
μεταξύ σας κανεὶς ξένος Θεός, διὰ
νὰ σᾶς ὑπερασπισθῇ.
Σεῖς, λοιπόν, κατόπιν ὅλων αὐτῶν
εἶσθε οἱ μάρτυρές
μου καὶ ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας.
|
12
Ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ προεφήτευσα τὴν
ἀπελευθέρωσίν σας καὶ σᾶς ἔσωσα.
Σᾶς ὠνείδισα, διότι μὲ ἐπεκαλεῖσθε
μόνον ὅταν ἐκινδυνεύατε· καὶ
ἦτο τότε ἐποχή, ὅτε δὲν ὑπῆρχε
μεταξύ σας θεὸς ξένος. Σεῖς λοιπὸν
εἶσθε μάρτυρές μου καὶ ἐγὼ ὁ
Κύριος καὶ Θεός σας. |
13
Ἔτι ἀπ' ἀρχῆς καὶ οὐκ
ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος·
ποιήσω, καὶ τίς ἀποστρέψει αὐτό;
|
13
Ἀπ' ἀρχῆς τοῦ χρόνου καὶ
πρὸ πάσης ἀρχῆς τῆς δημιουργίας
ἐγὼ ὑπάρχω καὶ δὲν ὑπάρχει
κανεὶς ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ
νὰ νὰ ἐλευθερώσῃ κανένα
ἀπὸ τὰ χέρια μου. Ἐγὼ
θὰ κάμω ὅ,τι ἀπεφάσισα, καὶ
ποιὸς θὰ ἠμπορέσῃ ποτὲ
νὰ ματαίωσῃ αὐτό;>
|
13
Ἀκόμη ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς
τοῦ χρόνου καὶ τῆς δημιουργίας, αἰωνίως
καὶ ἀϊδιως ὑπάρχω, καὶ δὲν ὑπάρχει
κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ δύναται νὰ
ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας
μου ἐκεῖνον, ποὺ ἐνέπεσεν εἰς
αὐτάς. Θὰ κάμω ὅ,τι ἀπεφάσισα·
καὶ ποῖος θὰ ἀνακαλέσῃ καὶ
θὰ ματαιώσῃ αὐτό;
|
14
Οὕτως λέγει Κύριος ὁ
Θεὸς λυτρούμενος ὑμᾶς, ὁ
ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ· ἕνεκεν
ὑμῶν ἀποστελῶ εἰς Βαβυλῶνα
καὶ ἐπεγερῶ φεύγοντας πάντας,
καὶ Χαλδαῖοι ἐν πλοίοις δεθήσονται.
|
14
Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος σᾶς ἐλευθερώνει
πάντοτε ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν,
ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.
<Πρὸς χάριν σας θὰ ἀποστείλω
ἐγὼ εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὄργανον
τῆς τιμωρίας μου.
Θὰ ξεσηκώσω καὶ θὰ ἀναγκάσω
νὰ τραποῦν εἰς πανικόβλητον φυγὴν
οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ δὲ Χαλδαῖοι
θὰ δεθοῦν αἰχμάλωτοι εἰς τὰ
πλοῖα των.
|
14
Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος
πάντοτε σᾶς λυτρώνει, ὁ μόνος καὶ ἐξ
ὁλοκλήρου ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ: Πρὸς
ἐκδίκησιν τῆς εἰς βάρος σας ἀδικίας
θὰ ἀποστείλω εἰς τὴν Βαβυλῶνα
τὸ ὄργανον τῆς τιμωρίας μου καὶ θὰ
ξεσηκώσω ὅλους εἰς φυγήν, καὶ οἱ Χαλδαῖοι
θὰ δεθοῦν εἰς πλοῖα καὶ θὰ
ἐξορισθοῦν. |
15
Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος
ὑμῶν, ὁ καταδείξας Ἰσραὴλ
βασιλέα ὑμῶν. |
15
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος
ὁ Θεός, ὁ ἅγιος ὑμῶν,
ὁ ὁποῖος ἀνέδειξα Ἰακώβ,
τὸν πρόγονόν σας, ἔνδοξον ὡσὰν
βασιλέα σας>.
|
15
Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός,
ὁ ἅγιος ὑμῶν, ὁ ἐνεργῶν
ταῦτα, ὁ Ὁποῖος κατέδειξα διὰ
τῆς προστασίας μου τὸν εὐλογημένον
πρόγονόν σας Ἰσραὴλ πατριάρχην ἔνδοξον,
ἀπολαύοντα τιμῶν βασιλικῶν.
|
16
Οὕτως λέγει Κύριος, ὁ διδοὺς
ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν καὶ ἐν
ὕδατι ἰσχυρῷ τρῖβον. |
16
Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
πρὸς χάριν σας ἤνοιξεν ἐντὸς
τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ὁδὸν
καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ πλῆθος
ὑδάτων δίοδον, διὰ νὰ περάσετε.
|
16
Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος
δίδει δρόμον διὰ νὰ περάσῃ τις ἐντὸς
τῆς θαλάσσης, ὅπως ἔσχισε διὰ σᾶς
τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ ὁ
Ὁποῖος διανοίγει δίοδον εἰς ὕδωρ ὁρμητικὸν
καὶ πολύ, |
17
Ὁ ἐξαγαγὼν ἄρματα καὶ ἵππον
καὶ ὄχλον ἰσχυρόν· ἀλλ'
ἐκοιμήθησαν καὶ οὐκ ἀναστήσονται,
ἐσβέσθησαν ὡς λίνον ἐσβεσμένον,
|
17
<Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος ἔβγαλα ἔξω ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον καὶ ὠδήγησα ἐντὸς
τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης τὰ πολεμικὰ
ἅρματα τοῦ Φαραώ, τὸ ἱππικὸν
καὶ τὸν πολυάριθμον ἐχθρικὸν
στρατόν του, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐπνίγησαν
ἐντὸς τῶν ὑδάτων. Δὲν
θὰ σηκωθοῦν πλέον ἀπὸ ἐκεῖ.
῎Εσβησαν, ὅπως σβήνει
τὸ ἀπὸ λίνον φτιασμένο φυτίλι.
|
17
ὁ Ὁποῖος ἐξήγαγε πολεμικὰ ἅρματα
καὶ ἱππικὸν καὶ πλῆθος στρατοῦ
ἰσχυρόν· ἀλλ’ ἀπέθανον πνιγέντες
καὶ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν διὰ
νὰ κάμουν χρῆσιν τῶν ὅπλων των·
ἔσβησαν, ὅπως τὸ φυτίλιον τὸ ἐκ
λίνου τὸ σβησμένον. |
18
μὴ μνημονεύετε τὰ πρῶτα καὶ
τὰ ἀρχαῖα μὴ συλλογίζεσθε.
|
18
Ἀλλὰ μὴν ἐνθυμεῖσθε αὐτά,
ποὺ προηγήθησαν. Μὴ συλλογίζεσθε τὰ
ἀρχαῖα, ποὺ ἔγιναν,
|
18
Μὴ ἐνθυμεῖσθε τὰ πρῶτα, καὶ
τὰ ἀρχαῖα μὴ συλλογίζεσθε. Ὠχριοῦν
ταῦτα καὶ ἔρχονται εἰς δευτέραν μοῖραν.
|
19
Ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινὰ ἃ
νῦν ἀνατελεῖ, καὶ γνώσεσθε αὐτά·
καὶ ποιήσω ἐν τῇ ἐρήμῳ
ὁδὸν καὶ ἐν τῇ ἀνύδρῳ
ποταμούς. |
19
διότι ἐγὼ θὰ κάμω νέα
θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα τώρα
θὰ ἀναφανοῦν καὶ θὰ τὰ
κατανοήσετε καλά. Θὰ κάμω δρόμον
βατὸν μέσα εἰς τὴν ἔρημον, εἰς
δὲ τὴν ξηρὰν καὶ ἄνυδρον χώραν
θὰ στείλω ποταμοὺς ὑδάτων.
|
19
Ἰδοὺ ἐγὼ κάμνω μετ’ ὀλίγον νέα,
τὰ ὁποῖα τώρα θὰ ἀναφανοῦν
λαμπρῶς καὶ θὰ γνωρίσετε αὐτά·
καὶ θὰ κάμω δρόμον βατὸν εἰς τὴν
ἔρημον καὶ εἰς τὴν ἄνυδρον χώραν
θὰ ἐμφανίσω ποταμούς. |
20
Εὐλογήσουσί με τὰ θηρία τοῦ
ἀγροῦ , σειρῆνες καὶ θυγατέρες
στρουθῶν, ὅτι ἔδωκα ἐν τῇ ἐρήμῳ
ὕδωρ καὶ ποταμοὺς ἐν τῇ ἀνύδρῳ
ποτίσαι τὸ γένος μου τὸ ἐκλεκτόν,
|
20
Διὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα
μου θὰ μὲ δοξολογήσουν καὶ αὐτὰ
ἀκόμη τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Γλαῦκες καὶ παιδιὰ στρουθοκαμήλων,
διότι ἔδωσα εἰς τὴν ἔρημον γῆν
ὕδωρ καὶ ποταμοὺς εἰς τὴν ἄνυδρον
χώραν, διὰ νὰ ποτίσω καὶ ξεδιψάσω
τὸ ἐκλεκτὸν
γένος μου,
|
20
Θὰ μὲ δοξολογήσουν δὲ τὰ ἄγρια
θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὸν ἀγρὸν
μακρὰν τῶν ἀνθρώπων, αἱ γλαῦκες
καὶ αἱ στρουθοκάμηλον θὰ ἐξημερωθῇ
δηλαδὴ καὶ αὐτὴ ἡ ἄγρια
φύσις, διότι ἔδωκα εἰς τὴν ἔρημον
ὕδωρ καὶ εἰς τὴν ἄνυδρον καὶ
ζηρὰν γῆν ποταμούς, διὰ νὰ ποτίσω
τὸ γένος μου τὸ ἐκλεκτόν,
|
21
λαόν μου, ὃν περιεποιησάμην τὰς ἀρετάς
μου διηγεῖσθαι. |
21
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, τὸν ὁποῖον
διετήρησα καὶ περιεποιήθην, διὰ νὰ
διηγῆται τὰς τελειότητάς μου καὶ
τὰ θαυμαστὰ ἔργα μου.
|
21
τὸν λαόν μου, τὸν ὁποῖον ὡς
ἰδιαίτερόν μου κτῆμα ἐξεχώρισα καὶ
ἀπέκτησα, διὰ νὰ διηγῆται καὶ
διακηρύττῃ τὰς ἐξόχους καὶ ἀπείρους
ἰδιότητάς μου. |
22
Οὐ νῦν ἐκάλεσα σε, Ἰακώβ,
οὐδὲ κοπιάσαί σε ἐποίησα,
Ἰσραήλ. |
22
Δὲν σὲ ἐκάλεσα τώρα, ὦ
λαὲ τοῦ Ἰακώβ, οὔτε καὶ
σὲ ἔκαμα νὰ ὑποβληθῇς εἰς
κόπους πρὸς χάριν μου, ὦ Ἰσραήλ.
|
22
Δὲν σὲ ἐκάλεσα τώρα, ὦ Ἰακώβ.
Οὔτε σὲ ἔκαμα νὰ ὑποβληθῇς
εἰς κόπους δι’ ἐμέ, ὦ Ἰσραήλ.
|
23
Οὐκ ἐμοὶ ἤνεγκας πρόβατα τῆς
ὁλοκαρπώσεώς σου, οὐδὲ ἐν
ταῖς θυσίαις σου ἐδόξασάς με·
οὐκ ἐδούλωσά σε ἐν θυσίαις,
οὐδὲ ἔγκοπον ἐποίησα σε ἐν
λιβάνῳ, |
23
Δὲν μοῦ προσέφερες πρόβατα ὡς
ὁλοκαυτώματα, οὔτε μὲ τὰς θυσίας
σου μὲ ἐδόξασες. Ἐγὼ δὲ
δὲν σὲ ὑπεχρέωσα οὔτε καὶ
σὲ ὑπέβαλα εἰς τὸν κόπον
νὰ μοῦ προσφέρῃ
θυσίας εἰς τὸν τόπον τῆς ἐξορίας
σου, οὔτε σὲ ἐπεβάρυνα μὲ κόπους
νὰ μοῦ προσφέρῃς λιβανωτόν.
|
23
Δὲν ἔφερες εἰς Ἐμὲ πρόβατα ἐξ
ὁλοκλήρου κατακαιόμενα ἐπί τοῦ Θυσιαστηρίου
ὑπὸ σοῦ, οὔτε μὲ ἐδόξασες
μὲ τὰς θυσίας σου, ἀφοῦ συγχρόνως
ἡ καρδία σου ἦτο ξένη πρὸς Ἐμέ.
Δὲν σὲ κατέστησα δοῦλον εἰς θυσίας,
οὔτε σὲ ὑπέβαλα εἰς βαρεῖς κόπους
διὰ νὰ μοῦ προσφέρῃς λιβάνι,
|
24
οὐδὲ ἐκτήσω μοι ἀργυρίου
θυμίαμα, οὐδὲ τὸ στέαρ τῶν
θυσιῶν σου ἐπεθύμησα, ἀλλὰ ἐν
ταῖς ἁμαρτίαις σου καὶ ἐν ταῖς
ἀδικίαις σου προέστην σου. |
24
Οὔτε σὲ ὑπεχρέωσα νὰ ἀποκτήσῃς
διὰ χρημάτων θυμίαμα ἐδῶ, ποὺ
εὐρίσκεσαι, οὔτε τὸ λίπος τῶν
θυσιῶν μου ἐγὼ ἐπεθύμησα. Παρ'
ὅλον τοῦτο ἐγὼ ὑπῆρξα
προστάτης σου, καθ' ὅν χρόνον σὺ ἔμενες
ἀμετανόητος εἰς τὰς ἁμαρτίας
σου καὶ εἰς τὰς ἀδικίας σου.
|
24
οὔτε ἀπέκτησες δι’ Ἐμὲ ἀντὶ
ἀργυρίου θυμίαμα, οὔτε ἐπεθύμησα τὸ
πάχος τῶν θυσιῶν σου, τὸ ὁποῖον
κατακαίεται ὁλόκληρον ἐπί τοῦ Θυσιαστηρίου·
ἀλλ’ ὑπῆρξα προστάτης σου, καθ’ ὃν
χρόνον σὺ ἐνέμενες εἰς τὰς ἁμαρτίας
σου καὶ εἰς τὰς ἀδικίας σου.
|
25
Ἐγώ εἰμι, ἐγώ εἰμι ὁ
ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν
ἐμοῦ καὶ τὰς ἁμαρτίας
σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι.
|
25
Ἐγὼ εἶμαι, ἐγὼ εἶμαι ὁ
μόνος, ὁ ὁποῖος σβήνω καὶ
ἐξαλείφω τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν
τῆς ἀγαθότητός μου καὶ πρὸς
δόξαν μου, καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ
πλέον τὰς ἁμαρτίας σου.
|
25
Ἐγὼ εἶμαι, Ἐγὼ καὶ μόνος
Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ὁποῖος σβήνω
καὶ ἐξαλείφω τελείως τὰς ἀνομίας σου
ἕνεκεν τῆς ἀγαθότητός μου καὶ τὰς
ἁμαρτίας σου καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ
ποτὲ ταύτας. |
26
Σὺ δὲ μνήσθητι καὶ κριθῶμεν·
λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος,
ἵνα δικαιωθῇς. |
26
Σὺ ὅμως νὰ ἔχῃς πάντοτε
ὑπ' ὄψιν σου τὰς ἀνομίας σου,
νὰ ἐνθυμῆσαι ποῖος εἶσαι, καὶ
ἔλα νὰ δικασθῶμεν. Λέγε σὺ πρῶτος
τὰς ἀνομίας σου, ἀναγνωρίζων
ἐν μετανοίᾳ αὐτάς, διὰ
νὰ λάβῃς δικαίωσιν καὶ συγχώρησιν.
|
26
Σὺ ὅμως ἐνθυμήσου τὰς ἀνομίας
σου καὶ ἐνθυμούμενος ταύτας ἔλα νὰ
δικασθῶμεν μαζί. Λέγε σὺ τὰς ἀνομίας
σου πρῶτος, ἀναγνωρίζων αὐτάς, διὰ
νὰ δικαιωθῇς καὶ συγχωρηθῇς.
|
27
Οἱ πατέρες ὑμῶν πρῶτοι καὶ
οἱ ἄρχοντες ὑμῶν ἠνόμησαν
εἰς ἐμέ, |
27
Καὶ αὐτοὶ οἱ πρόγονοί
σας πρῶτοι καὶ οἱ ἄρχοντές σας,
διέπραξαν ἀπέναντί μου ἁμαρτίας
|
27
Οἱ προπάτοράς σας πρῶτοι καὶ οἱ
ἄρχοντές σας ἡμάρτησαν εἰς Ἐμέ·
|
28
καὶ ἐμίαναν οἱ ἄρχοντες τὰ
ἁγία μου, καὶ ἔδωκα ἀπολέσαι
Ἰακὼβ καὶ Ἰσραὴλ εἰς ὀνειδισμόν.
|
28
καὶ ἐμόλυναν οἱ ἄρχοντες τὸν
ἅγιον ναόν μου. Διὰ τοῦτο παρέδωκα
εἰς ἀπώλειαν τοὺς Ἰσραηλίτας,
εἰς καταφρόνησιν καὶ ἐξευτελισμόν>.
|
28
καὶ ἐβεβήλωσαν οἱ ἄρχοντές
σας τὸν ἅγιόν μου Ναόν. Δι’ αὐτὸ καὶ
παρεχώρησα νὰ παραδώσουν εἰς ἀπώλειαν τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ εἰς
καταφρόνησιν καὶ ἐξευτελισμὸν τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ. |