Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πεσε
Βήλ, συνετρίβη Δαγών, ἐγένετο
τὰ γλυπτὰ αὐτῶν εἰς θηρία
καὶ κτήνη· αἴρετε αὐτὰ
καταδεδεμένα ὡς φορτίον κοπιῶντι
|
πεσε
τὸ ἄγαλμα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
θεοῦ Βήλ, συνετρίβη τὸ ἄγαλμα
τοῦ θεοῦ Δαγών, καὶ τὰ ἀλλὰ
εἴδωλα αὐτῶν μεταφέρονται λάφυρα
ἐπάνω εἰς ἐλέφαντας καὶ
κτήνη. Μεταφέρατέ τα· δέσατε
βαρὺ φορτίον ἐπάνω εἰς ζῶα,
ποὺ μετὰ κόπου τὰ μεταφέρουν.
|
πεσεν
ὁ Βήλ, συνετρίβη ὁ Δαγών, μετεφέρθησαν τὰ
ἀγάλματά των εἰς ἐλέφαντας καὶ
εἰς κτήνη. Τὰ σηκώνετε δεμένα καὶ συνεσκευασμένα
ὡς φορτίον βαρὺ εἰς τὸν κοπιώντα λόγῳ
τοῦ βάρους των |
2
καὶ πεινῶντι, ἐκλελυμένῳ, οὐχ
ἰσχύοντι ἅμα, οἱ οὐ δυνήσονται
σωθῆναι ἀπὸ πολέμου, αὐτοὶ
δὲ αἰχμάλωτοι ἤχθησαν.
|
2
Πεινοῦν καὶ παραλύουν καὶ ἐξασθενοῦν
τὰ ζῶα αὐτά. Αὐτοὶ εἶναι
οἱ θεοί σας, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἠμποροῦν νὰ σωθοῦν ἀπὸ
τὸν πόλεμον, ἀλλὰ δεμένοι ὁδηγοῦνται
εἰς αἰχμαλωσίαν. |
2
καὶ πεινῶντα λόγῳ τῆς ἐσπευσμένης
φυγῆς καὶ παραλύοντα καὶ μὴ ἔχοντα
δύναμιν πλέον νὰ τὰ μεταφέρῃ· αὐτοὶ
δὲ οἱ ψευδοθεοὶ δὲν θὰ δυνηθοῦν
νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν πόλεμον, ἀλλὰ
καὶ οἱ ἴδιοι ἤχθησαν αἰχμάλωτοι.
|
3
Ἀκούετέ μου, οἶκος τοῦ Ἰακὼβ
καὶ πᾶν τὸ κατάλοιπον τοῦ Ἰσραήλ,
οἱ αἰρόμενοι ἐκ κοιλίας καὶ
παιδευόμενοι ἐκ παιδίου
|
3
Ἀκούσατέ μου λοιπόν, σεῖς, οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, καὶ
ὅσοι ἀπέμειναν ἀπὸ τοὺς
Ἰσραηλίτας· σεῖς οἱ ὁποῖοι
ἀπ' ἀρχῆς τῆς ὑπάρξεώς
σας κρατεῖσθε μὲ στοργὴν εἰς τὰ
πατρικά μου χέρια. Σεῖς, καθένας ἀπὸ
τοὺς ὁποίους παιδαγωγεῖσθε ἀπὸ
ἐμὲ ἀπὸ τῆς παιδικῆς σας
ἡλικίας |
3
Ἀκούετέ μου σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες
τὸν οἶκον τοῦ Ἰακώβ, καὶ ὅλοι,
ὅσοι ἐπιζῆτε ἐκ τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ἰσραήλ, οἱ ὁποῖοι σηκώνεσθε
ὑπ’ ἐμοῦ στοργικῶς ἀπὸ
τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σας καὶ παιδεύεσθε
ἀπολαύοντες τῆς πατρικῆς στοργῆς μου
ἀφ' ὅτου ἦσθε παιδία |
4
ἕως γήρους· ἐγώ εἰμι, καὶ
ἕως ἂν καταγηράσητε, ἐγὼ εἰμι·
ἐγὼ ἀνέχομαι ὑμῶν, ἐγὼ
ἐποίησα καὶ ἐγὼ ἀνήσω,
ἐγὼ ἀναλήψομαι καὶ σώσω
ὑμᾶς. |
4
μέχρι καὶ τῆς γεροντικῆς. Ἐγὼ
εἶμαι ἀπ' ἀρχῆς πάντοτε καὶ
μέχρις ὅτου φθάσετε εἰς βαθύτατον
γῆρας. Ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς
καὶ ἀναλλοίωτος, ἐγὼ σᾶς
ἀνέχομαι, ἐγὼ σᾶς ἐδημιούργησα,
ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναδείξω, ἐγὼ
θὰ σᾶς ἀναλάβω ὑπὸ τὴν
προστασίαν μου καὶ θὰ σᾶς σώσω.
|
4
μέχρι τῆς γεροντικῆς σας ἡλικίας. Ἐγὼ
εἶμαι ὁ αὐτὸς πάντοτε καὶ ἕως
ὅτου φθάσετε εἰς ἔσχατον γῆρας, Ἐγὼ
εἶμαι ἀμετάβλητος. Ἐγὼ σᾶς ἀνέχομαι.
Ἐγὼ σᾶς ἐδημιούργησα καὶ Ἐγὼ
θὰ σᾶς ἀπολύσω καὶ ἀνακουφίσω,
Ἐγὼ θὰ σᾶς ξαναπάρω εἰς
τὴν ἀγκάλην μου καὶ θὰ σᾶς σώσω.
|
5
Τίνι με ὡμοιώσατε ; Ἴδετε, τεχνάσασθε,
οἱ πλανώμενοι. |
5
Πρὸς ποῖον, λοιπόν, μὲ ἔχετε
παρομοιάσει; Ἴδετε, σεῖς ποῦ πλανᾶσθε
εἰς τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων,
χρησιμοποιήσατε ὅλην τὴν τέχνην σας·
|
5
Πρὸς ποῖον μὲ ἐξωμοιώσατε; Ἴδετε,
χρησιμοποιήσατε ὅλην τὴν τέχνην σας σεῖς,
ποὺ πλανᾶσθε λατρεύοντες τὰ εἴδωλα.
|
6
Οἱ συμβαλλόμενοι χρυσίον ἐκ μαρσιππίου
καὶ ἀργύριον ἐν ζυγῷ, στήσουσιν
ἐν σταθμῷ καὶ μισθωσάμενοι χρυσοχόον
ἐποίησαν χειροποίητα, καὶ κύψαντες
προσκυνοῦσιν αὐτοῖς. |
6
σεῖς οἱ ὁποῖοι συνεισφέρετε
χρυσὸν ἀπὸ τὸ δερμάτινον βαλάντιόν
σας, ζυγίζετε ἄργυρον, θέτετε αὐτὰ
ἐπάνω εἰς ζυγόν, μισθώνετε χρυσοχόον
καὶ ἔτσι κατασκευάζετε χειροποίητα
ἀγάλματα, τὰ ὁποῖα κατόπιν
κύπτουν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ προσκυνοῦν.
|
6
Σεῖς, οἱ ὁποῖοι συνεισφέρετε χρυσὸν
ἀπὸ τὸ δερμάτινον βαλάντιόν σας καὶ
ἄργυρον εἰς τὸν ζυγὸν θὰ στήσουν
αὐτὰ εἰς ζύγιον διὰ νὰ τὰ
ζυγίσουν, καὶ ἀφοῦ ἐμίσθωσαν χρυσοχόον,
ἐποίησαν ἀγάλματα διὰ χειρῶν κατασκευαζόμενα
καί, ἀφοῦ ἔκυψαν, προσκυνοῦν αὐτά.
|
7
Αἴρουσιν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ
ὤμου, καὶ πορεύονται· ἐὰν
δὲ θῶσιν αὐτό, ἐπὶ τοῦ
τόπου αὐτοῦ μένει, οὐ μὴ
κινηθῇ· καὶ ὡς ἐὰν βοήσῃ
πρὸς αὐτόν, οὐ μὴ εἰσακούση,
ἀπὸ κακῶν οὐ μὴ σώσῃ
αὐτόν. |
7
Παίρνουν ἔπειτα οἱ ἄνθρωποι τὸ
ἄψυχον αὐτὸ ἄγαλμα εἰς τοὺς
ὤμους των καὶ πορεύονται μαζῆ μὲ
αὐτό. Ἐὰν τὸ τοποθετήσουν
εἰς κάποιον τόπον, μένει ἐκεῖ
ἀκίνητον. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ
θελήσῃ νὰ βοηθήσῃ πρὸς
αὐτὸ προσευχόμενος, δὲν θὰ εἰσακουσθῇ.
Τὸ ἄψυχον ἄγαλμα δὲν θὰ τὸν
ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὰ κακά.
Δὲν θὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ
κινδύνους. |
7
Σηκώνουν τὸ εἴδωλον αὐτὸ ἐπὶ
τοῦ ὤμου καὶ πηγαίνουν μεταφέροντες τοῦτο.
Ἐὰν δὲ τὸ τοποθετήσουν εἰς τὸν
τόπον του, μένει ἐκεῖ, δὲν θὰ κινηθῇ
διόλου. Καὶ ὅταν τις μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν
φωνάζῃ πρὸς αὐτό, δὲν θὰ
τὸν εἰσακούσῃ· ἀπὸ κακὰ
καὶ κινδύνους, ποὺ τοῦ συμβαίνουν, δὲν
θὰ τὸν σώσῃ τὸ νεκρὸν καὶ
ἄψυχον εἴδωλον. |
8
Μνήσθητε ταῦτα καὶ στενάξατε, μετανοήσατε
οἱ πεπλανημένοι, ἐπιτρέψατε τῇ
καρδίᾳ, |
8
Ἀναλογισθῆτε καὶ σκεφθῆτε ὅλα
αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα, καὶ
στενάξατε. Μετανοήσατε σεῖς, οἱ ὁποῖοι
ἔχετε παραπλανηθῆ εἰς τὴν λατρείαν
τῶν εἰδώλων. Ἐπιστρέψατε μὲ
ὅλην σας τὴν καρδίαν εἰς τὸν
Θεόν.
|
8
Ἐνθυμηθῆτε ὅλα αὐτά, ποὺ σᾶς
εἶπα, καὶ στενάξατε, μετανοήσατε, ὅσοι ἔχετε
πλανηθῇ, ἐπιστρέψατε εἰς τὸν Θεὸν
μὲ τὴν καρδίαν σας. |
9
καὶ μνήσθητε τὰ πρότερα ἀπὸ
τοῦ αἰῶνος, ὅτι ἐγὼ εἶμι
ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι
πλὴν ἐμοῦ |
9
Ἐνθυμηθῆτε ὅσα προηγουμένως ἀπὸ
πολλῶν αιώνων, ἀπ' ἀρχῆς τῆς
ὑπάρξεώς σας, ἐγὼ προεῖπα
καὶ ἐνήργησα. Διότι
ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀληθινὸς
Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος
πλὴν ἀπὸ ἐμέ.
|
9
Καὶ ἐνθυμηθῆτε τὰ πρότερα καὶ
παλαιά, ὅσα ἀπὸ αἰώνων πολλῶν,
ἐξ ἀρχῆς τῆς ὑπάρξεώς
σας, προεῖπα καὶ ἐνήργησα. Διότι Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Θεὸς καὶ δὲν ὑπάρχει
ἄλλος ἐκτὸς Ἐμοῦ,
|
10
ἀναγγέλλων πρότερον τὰ ἔσχατα
πρὶν αὐτὰ γενέσθαι, καὶ ἅμα
συνετελέσθη. Καὶ εἶπα·
πᾶσα ἡ βουλή μου στήσεται,
καὶ πάντα ὅσα βεβούλευμαι, ποιήσω·
|
10
Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ποὺ
προαναγγέλλω ἐκ τῶν προτέρων ὅσα
θὰ συμβοῦν εἰς τοὺς μετὰ ταῦτα
χρόνους, πρὶν ἢ γίνουν αὐτά.
Καὶ ἰδοὺ ὅτι εἰς τὸν χρόνον
ποὺ προεῖπα, συντελοῦνται καὶ πραγματοποιοῦνται.
Ἐγὼ εἶπα καὶ ἐτόνισα·
κάθε ἀπόφασίς μου θὰ πραγματοποιηθῇ
καὶ ὅλα ὅσα ἔχω σκεφθῇ καὶ
ἀποφασίσει θὰ πραγματοποιήσω.
|
10
ὁ Ὁποῖος ἀναγγέλλω πρότερον καὶ
προλέγω τὰ εἰς ἐσχάτους καιροὺς συμβησόμενα,
πρὶν ἢ γίνουν ταῦτα, καὶ συγχρόνως
συντελοῦνται καὶ πραγματοποιοῦνται αὐτά.
Καὶ εἶπα: Πᾶσα ἀπόφασις καὶ
θέλησίς μου θὰ σταθῇ, καὶ ὅλα, ὅσα
ἔχω ἀποφασίσει, θὰ τὰ πραγματοποιήσω.
|
11
καλῶν ἀπὸ ἀνατολῶν πετεινὸν
καὶ ἀπὸ γῆς πόρρωθεν περὶ
ὧν βεβούλευμαι, ἐλάλησα καὶ
ἤγαγον, ἔκτισα καὶ ἐποίησα,
ἤγαγον αὐτὸν καὶ εὐώδωσα
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ.
|
11
Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
καλῶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἀνατολῆς,
ὡσὰν ταχύτατον πτηνόν, τὸν Κῦρον
ἀπὸ χώραν μακρυνήν, διὰ νὰ
ὑπηρετήσῃ εἰς ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα ἐγὼ ἔχω ἀποφασίσει.
Τὸ εἶπα καὶ τὸ ἔφερα εἰς
πέρας. Τὸν ἐδημιούργησα, τὸν
ἔκαμα βασιλέα, τὸν ἔφερα ἀπὸ
μακρυνὴν χώραν, κατευώδωσα τοὺς δρόμους
τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσεως του.
|
11
Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ὁποῖος καλῷ
ἐξ ἀνατολῶν πτηνόν, τὸν Κῦρον
ταχὺν καὶ κατακτητὴν ὡς ἁρπακτικὸν
πτηνόν, καὶ ἀπὸ χώραν μακρινὴν καλῶ
αὐτὸν διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ
εἰς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔχω
ἀποφασίσει· τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐξετέλεσα.
Τὸν ἐδημιούργησα καὶ τὸν ἔκαμα
βασιλέα καὶ τὸν ἔφερα ἀπὸ τὴν
μακρινὴν χώραν καὶ εὐώδωσα τὸν
δρόμον του, διευκολύνας αὐτὸν καὶ βοηθήσας
εἰς μεγάλας κατακτήσεις. |
12
ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπολωλεκότες
τὴν καρδίαν, οἱ μακρὰν ἀπὸ
τῆς δικαιοσύνης. |
12
Ἀκούσατέ με σεῖς, οἱ ὁποῖοι
ἔχετε χάσει τὸν νοῦν σας, σεῖς
ποὺ εὑρίσκεσθε καὶ ζῆτε μακρὰν
ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην.
|
12
Ἀκούσατέ μου σεῖς, ποὺ ἔχετε χάσει
τὴν εὐαισθησίαν τῆς συνειδήσεως καὶ
ἐγίνατε ἄκαρδοι, οἱ ὁποῖοι
εἶσθε μακρὰν ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην
καὶ δὲν εἶσθε δίκαιοι ἐνώπιόν μου.
|
13
Ἤγγισα τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν
σωτηρίαν τὴν παρ' ἐμοῦ οὐ βραδυνῶ·
δέδωκα ἐν Σιὼν σωτηρίαν τῷ Ἰσραὴλ
εἰς δόξασμα. |
13
Ἐπλησίασεν ὁ καιρός, νὰ ἀποδώσω
δικαιοσύνη· δὲν θὰ βραδύνω νὰ
στείλω ἐγὼ τὴν σωτηρίαν εἰς
τὸν λαόν μου. Θὰ δώσω σωτηρίαν
εἰς τὴν Σιών, εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, πρός δόξαν ἐμοῦ καὶ
αὐτοῦ. |
13
Ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς νὰ ἀποδώσω
δικαιοσύνην εἰς τοὺς ἐχθροὺς του λαοῦ
μου· καὶ τὴν σωτηρίαν τὴν παρ’ ἐμοῦ
δὲν θὰ βραδύνῳ νὰ παράσχω. Ἔχω
ἀποφασίσει νὰ δώσω εἰς τὴν Σιὼν
σωτηρίαν, εἰς τὸν Ἰσραὴλ πρὸς
δόξαν αὐτοῦ καὶ Ἐμοῦ.
|