Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ατάβηθι,
κάθισον ἐπὶ τὴν γῆν, παρθένος,
θυγάτηρ Βαβυλῶνος, εἴσελθε εἰς τὸ
σκότος, θυγάτηρ ὅτι οὐκέτι προστεθήσῃ
ἁπαλὴ καὶ τρυφερά.
|
ατέβα
ἀπὸ τὴν δόξαν σου, κυλίσου εἰς
τὸ χῶμα, Βαβυλών, πόλις ποὺ
μέχρι σήμερα δὲν ἐπατήθης ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς σου. Ἔμπα εἰς τὸ
σκοτάδι τῆς θλίψεως, πόλις κατοικουμένη
ἀπὸ Χαλδαίους, διότι δὲν θὰ
εἶσαι πλέον καὶ δὲν θὰ ὀνομάζεσαι
καλομαθημένη καὶ τρυφερά.
|
ατέβα,
κάθισε εἰς τὸ χῶμα, ὦ ἀπάτητε
καὶ ἀμόλυντε ἀπὸ ἐχθροὺς
μέχρι τοῦδε πόλις τῆς Βαβυλῶνος. Ἔμβα
εἰς τὸ σκοτάδι τῆς θλίψεως, διὰ νὰ
μὴ φαίνεσαι πλέον σύ, ὦ πόλις κατοικουμένη ἀπὸ
τοὺς Χαλδαίους, διότι δὲν θὰ ἐξακολουθῇς
πλέον νὰ καλῆσαι ἁπαλὴ καὶ τρυφερά.
|
2
Λαβὲ μύλον, ἄλεσον ἄλευρον, ἀποκάλυψαι
τὸ κατακάλυμμά σου, ἀνακάλυψαι
τὰς πολιάς, ἀνάσυρε τὰς κνήμας,
διάβηθι ποταμούς· |
2
Σὰν δούλη πλέον πάρε εἰς τὰ
χέρια σου τὸν χειρόμυλον, ἄλεσε τὸ
σιτάρι καὶ κάμε το ἀλεύρι, βγάλε
τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς σου καὶ
φανέρωσε πλέον τὰ ἄσπρα μαλλιά
σου· ἀνάσυρε τὸ ἱμάτιόν
σου, ποὺ σκεπάζει τὰ πόδια σου, καὶ
πέρασε ποταμούς.
|
2
Λάβε μύλον καὶ ἄλεσε ὡς δούλη ἄλευρον,
ἀφαίρεσε τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς
σου, φανέρωσε τὰς λευκὰς τρίχας της, σήκωσε τὸ
φόρεμά σου, ὥστε νὰ φανοῦν αἱ κνῆμαι
σου, καὶ πέρασε μὲ γυμνὰ τὰ πόδια
σου ποταμούς. |
3
ἀνακαλυφθήσεται ἡ αἰσχύνη σου,
φανήσονται οἱ ὀνειδισμοί σου·
τὸ δίκαιον ἐκ σοῦ λήψομαι, οὐκέτι
μὴ παραδῶ ἀνθρώποις.
|
3
Θὰ ξεσκεπασθῇ ὅ,τι προκαλεῖ τὴν
ἐντροπήν σου, θὰ φανοῦν οἱ ἐξευτελισμοί
σου, θὰ πάρω ἀπὸ σὲ ὅ,τι
εἶναι δίκαιον εἰς ἀποκατάστασιν
τῆς δικαιοσύνης. Δὲν θὰ σὲ παραδώσω
πλέον εἰς ἀνθρώπους, νὰ σὲ
τιμωρήσουν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι
ὁ τιμωρός σου. |
3
Θὰ ξεσκεπασθῇ ὅ,τι προκαλεῖ τὴν
ἐντροπήν σου καὶ μὲ ἐπιμέλειαν πολλὴν
τὸ σκεπάζεις· θὰ φανοῦν οἱ ὀνειδισμοί
σου καὶ θὰ ἐκτεθῇς εἰς κοινὴν
περιφρόνησιν θὰ λάβω ἀπὸ σὲ ὅ,τι
εἶναι δίκαιον, τιμωρῶν τὰς ἀδικίας
σου· δὲν θὰ σὲ παραδώσω πλέον εἰς
ἀνθρώπους νὰ σὲ τιμωρήσουν.
|
4
Εἶπεν ὁ ρυσάμενός σε Κύριος
σαβαώθ, ὅνομα αὐτῷ ἅγιος Ἰσραήλ·
|
4
Ὦ ἰσραηλῖται,
αὐτὰ εἶπεν ὁ σωτήρ σας, ὁ
Κύριος ὁ παντοκράτωρ, αὐτὸς
τοῦ ὁποὶου τὸ ὄνομα εἶναι
ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.
|
4
Εἶπεν ὁ ἐπανειλημμένως εἰς τὸ
παρελθόν, ἀλλὰ καὶ τώρα ἐλευθερώσας
σέ, ὦ Ἰσραήλ, Κύριος τῶν δυνάμεων, τοῦ
Ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι ὁ ἅγιος
Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: |
5
κάθισον κατανενυγμένη, εἴσελθε εἰς
τὸ σκότος, θυγάτηρ Χαλδαίων, οὐκέτι
μὴ κληθήσῃ ἰσχὺς βασιλείας.
|
5
Κάθισε, λοιπόν, Βαβυλών, θυγάτηρ τῶν
Χαλδαίων, συντετριμμένη καὶ πονεμένη.
Ἔμπα εἰς τὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας
καὶ ἀφανείας, διότι ποτὲ πλέον
δὲν θὰ ἀναγνωρισθῇ εἰς σὲ
βασιλικὴ ἐξουσία.
|
5
Κάθισε μελαγχολικὴ καὶ σιωπηλή, ἔμβα εἰς
ἀφάνειαν καὶ βαθεῖαν θλῖψιν, ὦ
Βαβυλών, θυγάτηρ τῶν Χαλδαίων. Οὐδέποτε πλέον
θὰ ὀνομασθῇς δύναμις καὶ κυρίαρχος
βασιλείων πολλῶν. |
6
Παρωξύνθην ἐπὶ τῷ λαῷ μου, ἐμίανας
τὴν κληρονομίαν μου· ἐγὼ ἔδωκα
αὐτοὺς εἰς τὴν χεῖρά σου,
σὺ δὲ οὐκ ἔδωκας αὐτοῖς
ἔλεος, τοῦ πρεσβυτέρου ἐβάρυνας
τὸν ζυγὸν σφόδρα. |
6
Ὠργίσθην ἐγὼ ἐναντίον
τοῦ λαοῦ μου διὰ τὰς ἁμαρτίας
του, σὺ ὅμως ἐβεβήλωσας τὴν
κληρονομίαν μου. Ἐγὼ τοὺς παρέδωσα
εἰς τὰ χέρια σου, διὰ νὰ τιμωρηθοῦν
καὶ παιδαγωγηθοῦν. Σὺ ὅμως ἐφάνης
σκληρὰ ἀπέναντί των· δὲν
τοὺς ἔδειξες κάποιαν εὐσπλαγχνίαν
καὶ συγκατάβασιν. Καὶ αὐτοῦ
ἀκόμη τοῦ γεροντοτέρου κατέστησας
πολὺ βαρὺν τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας.
|
6
Ὠργίσθην κατὰ τοῦ λαοῦ μου, σὺ
δὲ ἐβεβήλωσες καὶ μετεχειρίσθης
ὡς μολυσμένον τὸν λαὸν αὐτόν, ὁ
ὁποῖος εἶναι κληρονομία μου. Ἐγὼ
τοὺς παρέδωκα εἰς τὴν χεῖρα σου διὰ
νὰ παιδαγωγηθοῦν, σὺ ὅμως δὲν
ἔδειξες πρὸς αὐτοὺς εὐσπλαγχνίαν
οὔτε ἔλεος· καὶ αὐτοῦ ἀκόμη
τοῦ γεροντοτέρου κατέστησες τὸν ζυγὸν τῆς
δουλείας πάρα πολὺ βαρύν. |
7
Καὶ εἶπας· εἰς τὸν αἰῶνα
ἔσομαι ἄρχουσα· οὐκ ἐνόησας
ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ σου, οὐδὲ
ἐμνήσθης τὰ ἔσχατα.
|
7
Καὶ ἐν τῇ ἀλαζονείᾳ σου
εἶπες: Ἐγὼ θὰ εἶμαι πάντοτε
ἄρχουσα καὶ κυρίαρχος εἰς αἰῶνα
τὸν ἅπαντα. Δὲν ἐσκέφθης ποτέ,
δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ τὸν νοῦν
σου αὐτά, ποὺ τώρα πάσχεις.
Δὲν ἔλαβες ὕπ' ὄψιν σου τὰ τελευταία
σου. |
7
Καὶ εἶπες: Αἰωνίως θὰ εἶμαι
ἄρχουσα τῶν βασιλείων. Δὲν ἐσκέφθης
μὲ τὴν καρδιά σου καὶ δὲν ἐπέρασαν
ποτὲ ἀπὸ τὸν νοῦν σου αὐτά,
ποὺ σοῦ συμβαίνουν τώρα, οὔτε ἦλθαν
εἰς τὴν διάνοιάν σου ποτὲ αὐτά, ποὺ
συνέβησαν τελικῶς. |
8
Νῦν δὲ ἄκουε ταῦτα, ἡ τρυφερά,
ἡ καθημένη πεποιθυῖα, ἡ λέγουσα
ἐν καρδίᾳ αὐτῆς· ἐγὼ
εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ἑτέρα·
οὐ καθιῶ χήρα οὐδὲ γνώσομαι
ὀρφανίαν. |
8
Τώρα ὅμως ἄκουσε αὐτὰ ποὺ
θὰ σοῦ πῶ. Σύ, ἡ τρυφερὰ
καὶ φιλήδονος, ἡ ὁποία ἐκάθησο
γεμάτη αὐτοπεποίθησιν καὶ ἔλεγες
μέσα εἰς τὴν καρδιάν σου: Ἐγὼ
εἶμαι μόνον καὶ δὲν ὑπάρχει
ἄλλη ὡσὰν ἐμέ. Δὲν θὰ
μείνω ποτὲ χήρα καὶ ἐγκαταλελειμμένη,
δὲν θὰ γνωρίσω, τί θὰ πῇ
ὀρφάνεια καὶ ἀτεκνία.
|
8
Τώρα δὲ ἄκουσε αὐτὰ ποὺ θὰ
σοῦ εἶπω, σὺ ἡ κακομαθημένη καὶ
φιλήδονος, ἡ ὁποία ἐκάθησο γεμάτη αὐτοπεποίθησιν,
ἡ ὁποία ἔλεγες μέσα εἰς τὴν
καρδίαν σου: Ἐγὼ εἶμαι μόνον καὶ δὲν
ὑπάρχει ἄλλη· δὲν θὰ καθήσω ποτὲ
χήρα, οὔτε θὰ γνωρίσω ποτὲ στέρησιν τῶν
παιδιῶν μου. |
9
Νῦν δὲ ἥξει ἐπὶ σὲ τὰ
δύο ταῦτα ἐξαίφνης ἐν ἡμέρᾳ
μιᾷ· ἀτεκνία καὶ χηρεία
ἥξει ἐξαίφνης ἐπὶ σὲ ἐν
τῇ φαρμακείᾳ σου, ἐν τῇ ἰσχύϊ
τῶν ἐπαοιδῶν σου σφόδρα, |
9
Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι αὐτὰ
τὰ δύο θὰ ἐπέλθουν αἰφνιδίως
ἐναντίον σου εἰς μίαν μόνην
ἡμέραν, ἀτεκνία καὶ χηρεία·
θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα εἰς σέ,
καθ ὃν χρόνον θὰ ζητῇς ἀσφάλειαν
καὶ προστασίαν ἀπὸ τὴν μαγείαν
σου, ἀπὸ τὴν μεγάλην, τάχα,
δύναμιν τῶν μάγων σου καὶ τῶν
γητευμάτων των.
|
9
Τώρα ὅμως θὰ ἔλθουν ἐπάνω σου τὰ
δύο αὐτὰ αἰφνιδίως εἰς μίαν ἡμέραν.
Ἡ ἀτεκνία καὶ ἡ χηρεία θὰ ἔλθουν
αἰφνιδίως ἐπὶ σοῦ, καθ’ ὃν χρόνον
θὰ ζητῇς νὰ ἀσφαλισθῇς ἀπὸ
αὐτὰ μὲ τὴν μαγείαν, μὲ τὴν
δύναμιν τὴν μεγάλην τῶν μάγων καὶ γοήτων
σου, |
10
τῇ ἐλπίδι τῆς πονηρίας σου·
σὺ γὰρ εἶπας· ἐγώ εἰμι,
καὶ οὐκ ἔστιν ἑτέρα. Γνῶθι,
ὅτι ἡ σύνεσις τούτων καὶ ἡ
πορνεία σου ἔσται σοι αἰσχύνη. Καὶ
εἶπας τῇ καρδίᾳ σου· ἐγώ
εἰμι, καὶ οὔκ ἔστιν ἑτέρα.
|
10
Ἐπάνω εἰς τὰς ψευδεῖς ἐλπίδας
ποὺ σοῦ ἐδιδεν ἡ πονηρία σου,
σὺ εἶπες: Ἐγὼ εἶμαι, δὲν
ὑπάρχει καμμία ἄλλη ὡσὰν
ἐμέ, ὡραία καὶ ἰσχυρά.
Μάθε, λοιπόν, ὅτι ἡ σύνεσις
ἀπὸ τὰς μαγείας αὐτὰς
καὶ τοὺς μάγους καὶ ἡ ἁμαρτωλότης
σου θὰ ἀποβοῦν εἰς καταισχύνην
σου. Σὺ ὅμως εἶπες ἀλαζονικῶς
ἀπὸ μέσα σου: Ἐγὼ εἶμαι·
δὲν ὑπάρχει ἄλλη.
|
10
καὶ καθ’ ὂν χρόνον ἤλπιζες καὶ εἶχες
πεποίθησιν εἰς τὴν πονηρίαν καὶ τὰ
ἐγκλήματά σου. Διότι σὺ εἶπες: Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι καὶ δὲν εἶναι
καμμία ἄλλη ἐκτὸς ἐμοῦ. Μάθε
λοιπὸν ὅτι ἡ σύνεσις καὶ ἡ σοφία
ἡ ἐκ τῶν μαγειῶν καὶ γοητειῶν
σου καὶ ἡ ἀποστασία σου ἀπὸ
τὸν ἀληθινὸν Θεὸν θὰ ἀποβοῦν
εἰς καταισχύνην σου, διότι ὅλαι αἱ ἐλπίδες
σου θὰ διαψευσθοῦν. Καὶ πλανωμένη οἰκτρῶς
εἶπες μέσα εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς
σου: Ἐγὼ εἶμαι καὶ δὲν ὑπάρχει
ἄλλη. |
11
Καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ἀπώλεια,
καὶ οὐ μὴ γνῷς, βόθυνος, καὶ
ἐμπεσῇ εἰς αὐτόν, καὶ
ἥξει ἐπὶ σὲ ταλαιπωρία, καὶ
οὐ μὴ δυνήσῃ καθαρὰ γενέσθαι·
καὶ ἥξει ἐπὶ σὲ ἐξ ἀπίνης
ἀπώλεια, καὶ οὐ μὴ γνῷς.
|
11
Θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον σου
ὄλεθρος, πρὶν κἂν προλάβῃς νὰ
τὸν ἀντιληφθῇς. Βόθρος θὰ ἀνοίξῃ
ἐνώπιόν σου καὶ θὰ πέσῃς
μέσα εἰς αὐτόν. Μεγάλη ταλαιπωρία
θὰ ἐκσπάσῃ ἐπὶ τῆς
κεφαλῆς σου καὶ δὲν θὰ κατορθώσῃς,
νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ αὐτήν.
Ἔξαφνα θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σου ἡ καταστροφή, χωρὶς κἂν νὰ
προλάβῃς νὰ τὴν ἀντιληφθῇς.
|
11
Καὶ θὰ ἔλθῃ ἄνωθεν ἐπὶ
σοῦ καταστροφή· καὶ δὲν θὰ
γνωρίσῃς αὐτήν, διότι θὰ ἐπέλθῃ
ἔξαφνα· θὰ ἀνοίξῃ βόθρος βαθύς, καὶ
θὰ πέσῃς μέσα εἰς αὐτόν. Καὶ
θὰ ἐπέλθῃ ἐπὶ σοῦ ταλαιπωρία,
καὶ δὲν θὰ δυνηθῇς νὰ καθαρισθῇς
ἀπὸ τὴν ἐνοχήν σου, ὥστε
νὰ ἀποτρέψῃς τὴν ταλαιπωρίαν ταύτην.
Καὶ θὰ ἔλθῃ ἐπὶ σοῦ
αἰφνιδίως καταστροφή, καὶ δὲν θὰ προγνωρίσῃς
ταύτην. |
12
Στῆθι νῦν ἐν ταῖς ἐπαοιδαῖς
σου καὶ ἐν τῇ πολλῇ φαρμακείᾳ
σου, ἃ ἐμάνθανες ἐκ νεότητός
σου, εἰ δυνήσῃ ὠφεληθῆναι.
|
12
Σταμάτησε, λοιπόν, τώρα τὰς μαγείας
καὶ τὰς πολλὰς γοητείας σου, τὰς
ὁποίας ἐκ νεότητός σου ἔμαθες,
μήπως καὶ ἠμπορέσῃς νὰ
ὠφεληθῇς καὶ σωθῇς.
|
12
Στηρίξου τώρα καὶ μεῖνε εἰς τὰς μαγικάς
σου ἐπικλήσεις καὶ εἰς τὴν περισσὴν
χρῆσιν τῶν μαγικῶν τεχνῶν σου, εἰς
ὅλα αὐτὰ ποὺ ἐμάνθανες ἀπὸ
τὴν νεότητά σου καὶ ἀπὸ χρόνια πολὺ
παλαιά, καὶ θὰ ἴδῃς ἐὰν
θὰ δυνηθῇς νὰ ὠφεληθῇς ἐξ
αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς σου αὐτάς.
|
13
Κεκοπίακας ἐν ταῖς βουλαῖς σου·
στήτωσαν δὴ καὶ σωσάτωσάν σε
οἱ ἀστρολόγοι τοῦ οὐρανοῦ,
οἱ ὁρῶντες τοὺς ἀστέρας
ἀναγγειλάτωσάν σοι τί μέλλει
ἐπὶ σὲ ἔρχεσθαι.
|
13
Πολὺ ἔχεις κοπιάσει εἰς τὰς
συσκέψεις σου καὶ τὰς συμβουλὰς τῶν
μάγων καὶ τῶν ἀστρολόγων. Ἂς
σταθοῦν λοιπόν, τώρα, ἂς σηκωθοῦν
ὄρθιοι καὶ ἂς σὲ σώσουν οἱ
ἀστρολόγοι τοῦ οὐρανοῦ, αὐτοὶ
ποὺ παρατηροῦν τὰς κινήσεις τῶν
ἀστέρων καὶ μαντεύουν, τάχα,
τὸ μέλλον· ἂς ἀναγγείλλουν
εἰς σὲ τί μέλλει νὰ σοῦ
συμβῇ, τί θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
σου. |
13
Ἔχεις κοπιάσει πολὺ μὲ τὰς συμβουλὰς
τῶν πολυπληθῶν συμβούλων σου. Ἂς σταθοῦν
λοιπόν, ἂς σηκωθοῦν ὄρθιοι καὶ ἂς
σὲ σώσουν οἱ ἀστρολόγοι τοῦ οὐρανοῦ.
Αὐτοὶ ποὺ παρατηροῦν τὰς κινήσεις
τῶν ἀστέρων, ἂς ἀναγγείλουν εἰς
σέ, τὶ μέλλει νὰ σοῦ συμβῇ καὶ
τί θὰ ἔλθῃ ἐπὶ σοῦ.
|
14
Ἰδοὺ πάντες ὡς φρύγανα ἐπὶ
πυρὶ κατακαυθήσονται καὶ οὐ μὴ
ἐξέλωνται τὴν ψυχὴν αὐτῶν
ἐκ φλογός· ὅτι ἔχεις ἄνθρακας
πυρός, κάθισαι ἐπ' αὐτούς.
|
14
Ἰδού, ὅλοι αὐτοὶ ὡσὰν
φρύγανα θὰ κατακαοῦν ἐπάνω εἰς
τὴν φωτιάν. Δὲν θὰ γλυτώσουν
τὴν ζωήν των ἀπὸ τὴν φλόγα
τοῦ ὀλέθρου, διότι σύ, ὦ
Βαβυλών, θὰ μεταβληθῇς εἰς ἀναμμένους
ἄνθρακας, διὰ νὰ καθίσουν ἐπάνω
εἰς αὐτοὺς οἱ μάγοι καὶ
οἱ ἀστρολόγοι σου.
|
14
Ἰδοὺ ὅλοι οἰ ἀστρολόγοι ὡσὰν
φρύγανα ἐπὶ πυρὰς θὰ κατακαοῦν
καὶ δὲν θὰ γλυτώσουν τὴν ζωήν
των ἀπὸ τὴν φλόγα. Διότι θὰ γεμίσῃς,
ὦ Βαβυλών, μὲ ἄνθρακας ἀναμμένους
καὶ θὰ καθήσῃς μαζὶ μὲ τοὺς
ἀστρολόγους σου ἐπάνω εἰς αὐτούς.
|
15
Οὗτοι ἔσονταί σοι βοήθεια, ἐκοπίασας
ἐν τῇ μεταβολῇ ἐκ νεότητος,
ἄνθρωπος καθ' ἑαυτὸν ἐπλανήθη,
σοὶ δὲ οὐκ ἔσται σωτηρία.
|
15
Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κατάντημα
ἐκείνων, εἰς τὴν βοήθειαν τῶν
ὁποίων ἤλπισες, μὲ τοὺς ὁποίους
κατεπόνησες τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ
τὴν νεότητά σου. Κάθε ἄνθρωπος,
βέβαια, ὑπόκειται εἰς πλάνην.
Σὺ ὅμως ἐπλανήθης τόσον πολύ,
ὥστε δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπὶς
σωτηρίας διὰ σέ. |
15
Αὐτοί, ποὺ οὔτε τοὺς ἑαυτούς
των δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ βοηθήσουν,
θὰ εἶναι βοήθειά σου! Ἐκοπίασας ἐν
τῇ μετ' αὐτῶν ἀναστροφῇ καὶ
ἐμπιστοσύνη σου ἀπὸ τὴν νεότητά σου.
Κάθε ἄνθρωπος ὑπόκειται εἰς πλάνην καὶ
ἐπλανήθη ὡς ἄνθρωπος· σὺ ὅμως
ἐπλανήθης τόσον πολύ, ὥστε δὲν θὰ
ὑπάρχῃ σωτηρία διὰ σέ. |