Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐφράνθητι,
στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον
καὶ βόησον, ἡ οὐκ ὠδίδουσα,
ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου
μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν
ἄνδρα· εἶπε γὰρ Κύριος·
|
ὐφράνθητι,
λοιπόν, σὺ ἡ ἐκκλησία τῶν
ἐθνῶν, ἡ μέχρι σήμερον στεῖρα,
ἡ ὁποία δὲν ἐγεννοῦσες
παιδιά. Βγάλε μεγάλην φωνήν, βόησε
μὲ χαρὰν σύ, ἡ ὁποία δὲν
ἐγνώρισες τὰς ὠδῖνας τοῦ
τοκετοῦ. Διότι σήμερον περισσότερα
εἶναι τὰ τέκνα σου, τῆς ἐρήμου
καὶ χήρας, παρὰ τῆς ἰουδαϊκῆς
συναγωγῆς, ἡ ὁποία εἶχεν ὡς
πνευματικὸν νυμφίον της τὸν Κύριον.
Διότι εἰς σὲ εἶπεν ὁ
Κύριος:
|
ὐφράνθητι,
ἡ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, ἡ
μέχρι σήμερον στεῖρα, ἡ ὁποία δὲν
ἐτεκνοποίεις. Κρᾶξον καὶ βόησον φωνὴν
εὐφροσύνων ὠδίνων σύ, ἡ ὁποία δὲν
ἐδοκίμασες τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ,
διότι περισσότερα εἶναι τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου
ἀνδρὸς καὶ χήρας, ὅπως ἦσο μέχρι
τοῦδε σύ, παρὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς
Συναγωγῆς, ἡ ὁποία εἶχε πνευματικὸν
νυμφίον τὸν Θεόν. Διότι εἶπεν ὁ Κύριος εἰς
σέ: |
2
πλάτυνον τὸν τόπον τῆς σκηνῆς
σου καὶ τῶν αὐλαιῶν σου, πῆξον,
μὴ φείσῃ· μάκρυναν τὰ σχοινίσματά
σου καὶ τοὺς πασσάλους σου κατίσχυσον.
|
2
Αὔξησε εἰς πλάτος καὶ μῆκος
τὸν χῶρον τῆς σκηνῆς σου· ἔκτεινε
ἀπεριόριστα τὰ παραπετάσματα αὐτῆς,
στῆσε τὴν σκηνήν
σου. Μάκρυνε τὰ σχοινία της καὶ
στερέωσε τοὺς πασσάλους
της.
|
2
Αὔξησε εἰς πλάτος τὸν τόπον τῆς σκηνῆς
σου καὶ τῶν αὐλῶν σου, στῆσε
τὴν σκηνήν· μὴ δείξῃς φειδὼ
εἰς τὰ μέτρα καὶ τὴν ἔκτασιν.
Κάμε μακρὰ τὰ σχοινία σου καὶ στερέωσε γερὰ
τοὺς πασσάλους σου. |
3
Ἔτι εἰς τὰ δεξιὰ καὶ εἰς
τὰ ἀριστερὰ ἐκπέτασον, καὶ
τὸ σπέρμα σου ἔθνη κληρονομήσει, καὶ
πόλεις ἠρημωμένας κατοικιεῖς.
|
3
Ἅπλωσέ την ἀκόμη περισσότερον
εἰς τὰ δεξιὰ καὶ εἰς τὰ
ἀριστερά. Διότι οἱ ἀπόγονοί
σου θὰ κληρονομήσουν καὶ θὰ ἐπεκταθοῦν
εἰς τὰς χώρας τῶν ἐθνῶν,
θὰ κατοικήσῃς σὺ εἰς πόλεις,
αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐρημωθῇ.
|
3
Ἀκόμη εἰς τὰ δεξιὰ καὶ εἰς
τὰ ἀριστερὰ ἄπλωσε τὰ σχοινία
καὶ τὴν σκηνήν σου, διότι οἱ ἀπόγονοί
σου θὰ κληρονομήσουν χώρας ἐθνῶν, καὶ
θὰ κατοικίσῃς πόλεις, αἱ ὁποῖαι
ἔχουν ἐρημωθῇ. |
4
Μὴ φοβοῦ, ὅτι κατησχύνθης, μηδὲ
ἐντραπῇς, ὅτι ὠνειδίσθης·
ὅτι αἰσχύνην αἰώνιον ἐπιλήσῃ
καὶ ὄνειδος τῆς χηρείας σου οὐ
μὴ μνησθήσῃ ἔτι.
|
4
Μὴ φοβηθῇς, ἐπειδὴ εἰς παλαιοτέραν
ἐποχὴν εἶχες καταισχυνθῆ, οὔτε
καὶ νὰ ἐντραπῇς, διότι τότε
εἶχες ὑποστῇ ὀνειδισμούς. Διότι
τὴν μακροχρόνιον προηγουμένην ἐντροπήν
σου θὰ λησμονήσῃς, καὶ
τὸ ὄνειδος τῆς χηρείας
καὶ ἀτεκνίας
σου δὲν θὰ τὸ
ἐνθυμηθῇς πλέον.
|
4
Μὴ φοβῆσαι δέ, ἐπειδὴ παλαιότερον
κατῃσχύνθης, οὔτε νὰ ἐντραπῇς,
ἐπειδὴ τότε ὠνειδίσθης· διότι τὴν
ἐπὶ μακροὺς αἰῶνας παραταθεῖσαν
ἐντροπήν σου ταύτην θὰ λησμονήσῃς καὶ
τὸ ὄνειδος τῆς χηρείας σου καὶ τοῦ
χωρισμοῦ σου ἀπὸ τὸν οὐράνιον
Νυμφίον δὲν θὰ τὸ ἐνθυμηθῇς
πλέον. |
5
Ὅτι Κύριος ὁ ποιῶν σε, Κύριος
σαβαὼθ ὄνομα αὐτῷ· καὶ
ὁ ρυσάμενος σὲ αὐτὸς Θεὸς
Ἰσραήλ, πάσῃ τῇ γῇ κληθήσεται.
|
5
Διότι ὁ Κύριος, εἶναι αὐτὸς
ποὺ σέ, τὴν Ἐκκλησίαν,
συνεκρότησε καὶ ἀνέδειξε. Κύριος
τῶν δυνάμεων εἶναι τὸ ὄνομά
του. Ὁ λυτρωτής σου εἶναι αὐτὸς
οὗτος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ ὁποῖος ὄχι πλέον
εἰς μόνην τὴν ἰσραηλιτικὴν
χώραν, ἀλλὰ εἰς ὅλην τὴν
οἰκουμένην θὰ ὀνομάζεται καὶ
θὰ δοξάζεται ὡς Θεός.
|
5
Θὰ λησμονηθῇ τὸ παρελθόν σου, διότι
ὁ Κύριος εἶναι ὁ ποιητής σου, ὀνομάζεται
Κύριος τῶν Δυνάμεων καὶ ὁ Λυτρωτής σου εἶναι
αὐτὸς ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ Ὁποῖος εἰς ὅλην τὴν
γῆν θὰ ὀνομασθῇ καὶ θὰ
ἀναγνωρισθῇ Θεός. |
6
Οὐχ ὡς γυναῖκα καταλελειμμένην καὶ
ὀλιγόψυχον κέκληκέ σε Κύριος,
οὐδ' ὡς γυναῖκα ἐκ νεότητος
μεμισημένην, εἶπεν ὁ Θεός σου·
|
6
Ὄχι ὡς γυναῖκα, ἡ ὁποία
ἔχει ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὸν
σύζυγόν της, γυναῖκα ἐριστικὴν
πρὸς τὸν ἄνδρα
της καὶ ὀλιγόψυχον σὲ ἔχει καλέσει
ὁ Κύριος. Οὔτε ὡς γυναῖκα,ἡ
ὁποία ἀπὸ μακροῦ, ἀπὸ
τὰ χρόνια τῆς νεότητός της,
ἔχει μισηθῆ, εἶπεν ὁ Θεός
σου. |
6
Οὐχὶ ὡς γυναῖκα, ἡ ὁποία
ἔχει ἐγκαταλειφθῇ καὶ εἶναι
διεζευγμένη, καὶ δι’ ἀσυμβίβαστον χαρακτῆρα
μὴ ὑπομένουσαν τὸν ἄνδρα αὐτῆς,
σὲ ἔχει καλέσει ὁ Κύριος, οὔτε ὡς
γυναῖκα, ἥτις ἀπὸ μακροῦ, ὅταν
ἦτο ἀκόμη νέα, ἔχει μισηθ· εἶπεν
ὁ Θεός σου: |
7
χρόνον μικρὸν κατέλιπόν σε καὶ
μετ' ἐλέους μεγάλου ἐλεήσω σε,
|
7
Ἐπὶ μικρὸν χρονικὸν διάστημα
σὲ ἐγκατέλειψα. Μὲ αἰώνιον
ὅμως μέγα ἔλεος θὰ σὲ ἐλεήσω.
|
7
Ἐπὶ χρόνον βραχὺν σὲ ἐγκατέλιπον
καὶ μὲ ἔλεος παρατεινόμενον εἰς μακροὺς
αἰῶνας θὰ σὲ ἐλεήσω.
|
8
ἐν θυμῷ μικρῷ ἀπέστρεψα τὸ
πρόσωπόν μου ἀπὸ σοῦ καὶ
ἐν ἐλέει αἰωνίῳ ἐλεήσω
σε, εἶπεν ὁ ρυσάμενός σε Κύριος.
|
8
Μὲ μικρὸν καὶ μικρὰς διαρκείας
θυμὸν ἀπέστρεψα ἀπὸ σὲ
τὸ πρόσωπόν μου·
μὲ αἰώνιον ὅμως
καὶ ἀτελεύτητον ἔλεος θὰ σὲ
ἐλεήσω, εἶπεν ὁ Κύριος ὁ
λυτρωτής σου. |
8
Μὲ θυμὸν μικρὸς διαρκείας ἀπέστρεψα
ἀπὸ σὲ τὸ πρόσωπόν μου καὶ μὲ
ἔλεος αἰώνιον καὶ ἀτελεύτητον θὰ
σὲ ἐλεήσω· αὐτὸ εἶπεν
ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σὲ ἠλευθέρωσεν.
|
9
Ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπὶ
Νῶε τοῦτό μοί ἐστι· καθότι
ὤμοσα αὐτῷ ἐν τῷ χρόνῳ
ἐκείνῳ τῇ γῇ μὴ θυμωθήσεσθαι
ἐπὶ σοὶ ἔτι, μηδὲ ἐν ἀπειλῇ
σου |
9
Ὅ,τι ἔπραξα τότε,
ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ
κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε, αὐτὸ θὰ
κάμω καὶ τώρα. Ὅπως δηλαδὴ ὡρκίσθην
κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην,
ὅτι διὰ σὲ τὸν Νῶε δὲν
θὰ ὀργισθῶ πλέον
ἐναντίον τῆς γῆς, οὔτε δι'
ἀπειλὴν τινὰ ἐναντίον
σου |
9
Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ ὕδατος,
ὅστις συνέβη ἐπὶ τοῦ Νῶε, αὐτὸ
ἔχει ὁρισθῇ ἀπὸ Ἐμὲ
καὶ ἔχει κρατήσει παρ’ Ἐμοί·
ὅπως δηλαδὴ ὡρκίσθην εἰς αὐτὸν
κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον ὅτι
δὲν θὰ θυμώσω πλέον κατὰ τῆς γῆς
διὰ σέ, οὔτε ἕνεκα ἀπειλῇς κατὰ
σοῦ |
10
τὰ ὄρη μεταστήσεσθαι, οὐδ' οἱ
βουνοί σου μετακινηθήσονται, οὕτως οὐδὲ
τὸ παρ' ἐμοῦ σοι ἔλεος ἐκλείψει,
οὐδὲ ἡ διαθήκη τῆς εἰρήνης
σου οὐ μὴ μεταστῇ· εἶπε γὰρ
Κύριος· ἵλεώς σοι.
|
10
ὅτι τὰ ὄρη θὰ μετατεθοῦν καὶ
τὰ βουνὰ θὰ μετακινηθοῦν, ἔτσι
καὶ τώρα ὁρκίζομαι, ὄτι δὲν
θὰ λείψῃ ποτὲ τὸ ἔλεός
μου πρὸς σέ. Οὔτε θὰ ἀτονήσῃ
καὶ θὰ ἀκυρωθῇ ποτὲ ἡ
διαθήκη, ποὺ συνῆψα
πρὸς σὲ διὰ τὴν εἰρήνην
σου. Διότι εἶπεν ὁ
Κύριος: Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα
θὰ εἶμαι πάντοτε ἐλεήμων, συγχωρῶν
τὰς ἁμαρτίας
σου.
|
10
θὰ μετατεθοῦν τὰ ὅρη, οὔτε τὰ
βουνά σου θὰ μετακινηθοῦν, οὕτω δὲν
θὰ ἐκλείψῃ τὸ παρ' Ἐμοῦ
ἔλεος εἰς σέ, οὔτε ἡ διαθήκη τῆς
μετὰ σοῦ εἰρήνης μου θὰ μετατεθῇ.
Διότι εἶπεν ὁ Κύριος: Ἵλεως θὰ εἶμαι
εἰς σέ, συγχωρῶν τὰς ἁμαρτίας σου.
|
11
Ταπεινὴ καὶ ἀκατάστατος, οὐ
παρεκλήθης, ἰδοὺ ἐγὼ ἑτοιμάζω
σοι ἄνθρακα τὸν λίθον σου καὶ τὰ
θεμέλιά σου σάπφειρον
|
11
Ταπεινωμένη εἰς κατάστασιν
ἀσταθείας καὶ
ἀβεβαιότητος, χωρὶς παρηγορίαν
εὑρίσκετο μέχρι σήμερον, ὦ Ἱερουσαλήμ.Ἰδοὺ
ὅμως ὅτι ἐγὼ
ἑτοιμάζω τὸ
οἰκοδομικὸν ὑλικόν, λίθους
πολυτίμους, ἀδάμαντας διὰ
τὸ κτίριόν
σου καὶ σαπφείρους διὰ τὰ θεμέλια
τοῦ οἴκου σου.
|
11
Ὑπῆρξες ἕως τώρα ταπεινωμένη καὶ ἀστερέωτος
καὶ θλιμμένη. Ἰδοὺ τώρα Ἐγὼ
ἐτοιμάζω διὰ σὲ τὸν πολύτιμον λίθον
ἄνθρακα, διὰ να χρησιμοποιήσω αὐτὸν
ὡς λίθον κατασκευῆς τοῦ κτιρίου σου, καὶ
διὰ τὰ θεμέλιά σου ἑτοιμάζω σάπφειρον.
|
12
καὶ θήσω τὰς ἐπάλξεις σου ἴασπιν
καὶ τὰς πύλας σου λίθους κρυστάλλου
καὶ τὸν περίβολόν σου λίθους
ἐκλεκτοὺς |
12
Μὲ πολύτιμον ἴασπιν θὰ κτίσω
τὰς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν σου,
τὰς δὲ πύλας τοῦ τείχους σου
μὲ κρυστάλλους καὶ τὸ τεῖχος,
ποὺ θὰ σὲ περιβάλῃ, μὲ
ἐκλεκτοὺς λίθους.
|
12
Καὶ θὰ κτίσω τὰς ἐπάλξεις τῶν
τειχῶν σου μὲ τὸν πολύτιμον λίθον ἴασπιν
καὶ τὰς πύλας σου μὲ λίθους κρυστάλλου καὶ
τὸν τοῖχον, ὁ ὁποῖος θὰ
σὲ περιβάλλῃ, μὲ λίθους ἐκλεκτούς.
|
13
καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς
Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ
τὰ τέκνα σου. |
13
Ὅλα δὲ τὰ τέκνα σου θὰ διδαχθοῦν
κατ' εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν Θεόν,
θὰ ζοῦν εἰς ἀδιατάρακτον καὶ
πολλὴν εἰρήνην.
|
13
Καὶ ὅλα τὰ τέκνα σου θὰ καταστήσω
μαθητὰς διδασκομένους ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ διάγοντα
καὶ εὐτυχοῦντα. |
14
Καὶ ἐν δικαιοσύνῃ οἰκοδομηθήσῃ·
ἀπέχου ἀπὸ ἀδίκου καὶ
οὐ φοβηθῇσῃ, καὶ τρόμος οὐκ
ἐγγιεῖ σοι. |
14
Θὰ οἰκοδομηθῇς καὶ θὰ προοδεύσῃς
στηριζομένη ἐπάνω εἰς τὴν δικαιοσύνην,
θὰ ἀπέχῃς ἀπὸ κάθε
ἄδικον πρᾶγμα καὶ ἔτσι δὲν θὰ
φοβηθῇς ποτέ. Τρόμος ποτὲ δὲν
θὰ σὲ πλησιάσῃ.
|
14
Καὶ θὰ οἰκοδομηθῇς ἐπὶ
τῆς δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν θὰ ἀσκοῦν
καὶ θὰ τηροῦν πάντα τὰ τέκνα σου·
ἄπεχε ἀπὸ πᾶν πρᾶγμα ἄδικον,
καὶ τότε δὲν θὰ φοβηθῇς ποτέ,
καὶ τρόμος δὲν θὰ σὲ ἐγγίσῃ.
|
15
Ἰδοὺ προσήλυτοι προσελεύσονταί
σοι δι' ἐμοῦ καὶ ἐπὶ σὲ
καταφεύξονται. |
15
Ἰδού, πολλοὶ προσήλυτοι ὁδηγούμενοι
ἀπὸ ἐμὲ θὰ προσέλθουν
εἰς σέ· μὲ ἐμπιστοσύνην
θὰ καταφύγουν εἰς σέ, διὰ νὰ
εὕρουν σωτηρίαν.
|
15
Ἰδού, προσήλυτοι θὰ προσέλθουν εἰς σέ, ἐλκυόμενοι
εἰς τὴν ἀλήθειαν δι’ Ἐμοῦ, καὶ
θὰ καταφύγουν εἰς σέ, διὰ νὰ σωθοῦν.
|
16
Ἰδοὺ ἐγὼ ἔκτισά σε οὐχ
ὡς χαλκεὺς φυσῶν ἄνθρακας καὶ
ἐκφέρων σκεῦος εἰς ἔργον·
ἐγὼ δὲ ἔκτισά σε οὐκ εἰς
ἀπώλειαν φθεῖραι |
16
Ἰδού, ἐγὼ σὲ ἔκτισα, ὄχι
ὅπως ὁ χαλκουργός, ὁ ὁποῖος
φυσᾷ τὰ κάρβουνα, βγάζει ἀπὸ
τὸ πῦρ σκεῦος φθαρτὸν καὶ χειροποίητον.
Ἐγὼ σὲ ἔκτισα ἐν τῇ παντοδυναμία
μου, διὰ νὰ μὴ περιέλθῃς ποτὲ
εἰς ἀπώλειαν καὶ φθοράν, ἀλλὰ
νὰ μένῃς αἰωνία.
|
16
Ἰδού, Ἐγὼ σὲ ἔκτισα οὐχὶ
ὅπως ὁ χαλκουργός, φυσώντας κάρβουνα καὶ
βγάζοντας ἀπὸ τὸ πῦρ σκεῦος
πρὸς περαιτέρω ἐπεξεργασίαν. Ἐγὼ ὅμως
δὲν σὲ ἔκτισα διὰ τὴν ἀπώλειαν,
διὰ νὰ φθαρῇς. |
17
πᾶν σκεῦος φθαρτόν. Ἐπὶ σὲ
οὐκ εὐοδώσω, καὶ πᾶσα φωνὴ
ἀναστήσεται ἐπὶ σὲ εἰς
κρίσιν· πάντας αὐτοὺς ἡττήσεις,
οἱ δὲ ἔνοχοί σου ἔσονται ἐν
αὐτῇ. Ἐστὶ κληρονομία τοῖς
θεραπεύουσι Κύριον, καὶ ὑμεῖς
ἔσεσθέ μοι δίκαιοι, λέγει Κύριος.
|
17
Κάθε τι φθαρτὸν καὶ ἐπικίνδυνον
διὰ σὲ σκεῦος δὲν θὰ τὸ
κατευοδώσω, δὲν θὰ τὸ ἀφήσω
νὰ ἐπιτύχῃ τίποτε εἰς
βάρος σου· ὅπως ἐπίσης καὶ
κάθε φωνήν, ἡ ὁποία θὰ
σηκωθῇ ἐναντίον σου, διὰ νὰ
ζητήσῃ τὴν καταδίκην σου. Ὅλους
αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θὰ ἐγερθοῦν
ἐναντίον σου, θὰ τοὺς νικήσῃς.
Ὅσοι δὲ εἶναι ἔνοχοι ἀδικιῶν
ἐναντίον σου, θὰ εἶναι εἰς καταδίκην.
Ἐξ ἀντιθέτου ἐπιφυλάσσεται κληρονομία
ἀγαθῶν δι' ἐκείνους, ποὺ ὑπηρετοῦν
πιστῶς τὸν Κύριον. Καὶ σεῖς
θὰ εἶσθε ἐνώπιόν μου δίκαιοι,
λέγει ὁ Κύριος, καὶ μέτοχοι
τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἔχω ἑτοιμάσει.
|
17
Κάθε πολεμικὸν ὅπλον, κατεσκευασμένον ἐναντίον
σου, δὲν θὰ τὸ κατευοδώσω, ὥστε νὰ
ἐπιτύχῃ νὰ σὲ καταστρέψῃ· δὲν
θὰ εὐοδώσω ἐπίσης κάθε φωνήν, ἡ
ὁποία θὰ σηκωθῇ ἐναντίον σου
κατηγοροῦσα σὲ πρὸς καταδίκην σου·
ὅλους αὐτούς, ποὺ θὰ στραφοῦν
ἐναντίον σου, θὰ τοὺς νικήσῃς. Αὐτοὶ
δέ, ποὺ ἔγιναν ἔνοχοι διὰ τῆς
εἰς βάρος σου κατηγορίας, θὰ εἶναι ἐν
τῇ καταδίκῃ ταύτῃ. Ὑπάρχει κληρονομία
ἀγαθῶν, διὰ τοὺς ὑπηρετοῦντας
τὸν Κύριον. Καὶ σεῖς νὰ μοῦ
εἶσθε δίκαιοι, καὶ θὰ εἶμαι Ἐγώ,
ὅστις θὰ σᾶς δικαιώσω, λέγει ὁ Κύριος.
|