Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
άδε
λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε κρίσιν
καὶ ποιήσατε δικαιοσύνην· ἤγγικε
γὰρ τὸ σωτήριόν μου παραγίνεσθαι
καὶ τὸ ἔλεός μου ἀποκαλυφθῆναι.
|
ὐτὰ
λέγει, ὁ Κύριος· <προσέξατε
καὶ τηρήσατε τὸ δίκαιον, ἐφαρμόσατε
δικαιοσύνην εἰς τὴν ζωήν σας, διότι
πλησιάζει πλέον νὰ ἔλθῃ ἡ
ἡμέρα τῆς σωτηρίας, ποὺ ἐγὼ
θὰ δώσω, καὶ νὰ φανερωθῇ εἰς
σᾶς τὸ ἔλεός μου. |
ὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Φυλάττετε τὸ δίκαιον καὶ
ἀσκεῖτε εἰς τὸν βίον σας δικαιοσύνην
πρέπει οὕτω νὰ εἶσθε ἕτοιμοι, διότι
πλησιάζει νὰ ἔλθῃ ἡ σωτηρία μου καὶ
νὰ φανερωθῇ τὸ διὰ τοῦ Μεσσίου
ἔλεός μου. |
2
Μακάριος ἀνὴρ ὁ ποιῶν ταῦτα
καὶ ἄνθρωπος ὁ ἀντεχόμενος αὐτῶν
καὶ φυλάσσων τὰ σάββατα μὴ βεβηλοῦν
καὶ διατηρῶν τὰς χεῖρας αὐτοῦ
μὴ ποιεῖν ἄδικα. |
2
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,
ποὺ τηρεῖ αὐτά· ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος τὰ κρατεῖ σταθερά,
τηρεῖ τὴν ἀργίαν τῶν σαββάτων
καὶ δὲν τὰ βεβηλώνει, διατηρεῖ
καὶ κρατεῖ τὰς χεῖρας του καθαράς,
ὥστε νὰ μὴ πράττῃ ἄδικα.
|
2
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
ποιεῖ ταῦτα, καὶ ὁ ἄνθρωπος
ποὺ κρατεῖται στερεὰ ἀπὸ αὐτὰ
καὶ φυλάσσει τὴν ἀργίαν τῶν Σαββάτων,
ὥστε νὰ μὴ βεβηλώνῃ ταῦτα, καὶ
ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὰς χεῖρας
του καθαράς, ὥστε νὰ μὴ πράττῃ
ἄδικα. |
3
Μὴ λεγέτω ὁ ἀλλογενὴς ὁ
προσκείμενος πρὸς Κύριον· ἀφοριεῖ
με ἄρα Κύριος ἀπὸ τοῦ λαοῦ
αὐτοῦ· καὶ μὴ λεγέτω ὁ
εὐνοῦχος ὅτι ξύλον ἐγὼ
εἰμι ξηρόν. |
3
Ἂς μὴ εἴπῃ ὁ ἀλλοεθνής,
ὁ μὴ Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος
ἐν τούτοις εὑρίσκεται πλησίον
τοῦ Κυρίου· θὰ μὲ ξεχωρίσῃ,
λοιπόν, καὶ θὰ μὲ ἀπομακρύνῃ
ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν λαόν
του. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ
εὐνοῦχος, ἂς μὴ εἴπῃ θλιμμένος
καὶ μελαγχολικός· <Εἶμαι ξηρὸν
καὶ ἄκαρπον δένδρον ἐγώ>.
|
3
Ἂς μὴ λέγῃ ὁ ἀλλογενὴς
καὶ ἐθνικός, ὁ εὑρισκόμενος πλησίον
τοῦ Θεοῦ: Θὰ μὲ ἀφορίσῃ
καὶ θὰ μὲ ἀπομακρύνῃ λοιπὸν
ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν λαόν Του. Καὶ
ἂς μὴ λέγῃ περίλυπος ὁ εὐνοῦχος:
Ἐγὼ εἶμαι δένδρον ξηρὸν καὶ
ἄκαρπον. |
4
Τάδε λέγει Κύριος τοῖς εὐνούχοις·
ὅσοι ἂν φυλάξωνται τὰ σάββατά
μου καὶ ἐκλέξωνται ἃ ἐγὼ
θέλω καὶ ἀντέχωνται τῆς διαθήκης
μου, |
4
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς
τοὺς εὐνούχους. Εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι θὰ τηρήσουν τὰ
σάββατά μου, θὰ ἐκλέξουν καὶ
θὰ δεχθοῦν ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
ἐγὼ θέλω καὶ θὰ κρατήσουν
στερεὰ τὴν διαθήκην μου.
|
4
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς τοὺς
εὐνούχους: Ὅσοι φυλάξουν τὰ σάββατά μου
καὶ ἐκλέξουν ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα Ἐγὼ θέλω, καὶ κρατήσουν
στερεὰ τὴν διαθήκην μου, |
5
δώσω αὐτοῖς ἐν τῷ οἴκῳ
μου καὶ ἐν τῷ τείχει μου τόπον
ὀνομαστὸν κρείττω υἱῶν καὶ
θυγατέρων, ὄνομα αἰώνιον δώσω
αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐκλείψει.
|
5
<Ἐγὼ θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς
τόπον ὀνομαστόν, εἰς τὸν ναόν
μου καὶ εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεώς
μου καλύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον, τὸν
ὁποῖον κρατοῦν, ὅσοι ἔχουν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας, θὰ τοὺς δώσω
ὄνομα αἰώνιον, τὸ ὁποῖον
οὐδέποτε θὰ σβήσῃ ἡ θὰ
λησμονηθῇ.
|
5
θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς εἰς τὸν
οἶκον μου καὶ ἐντὸς τοῦ τείχους
τῆς πόλεώς μου τόπον ὀνομαστὸν καὶ
διακεκριμένον, καλύτερον ἐκείνου, τὸν ὁποῖον
καταλαμβάνουν οἱ ἀποκτῶντες υἱοὺς
καὶ θυγατέρας· θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς
ὄνομα ἀλησμόνητον καὶ αἰώνιον,
τὸ ὁποῖον οὐδέποτε θὰ ἐκλείψῃ.
|
6
Καὶ τοῖς ἀλλογενέσι τοῖς προσκειμένοις
Κυρίῳ δουλεύειν αὐτῷ καὶ
ἀγαπᾶν τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ
εἶναι αὐτῷ εἰς δούλους καὶ
δούλας καὶ πάντας τοὺς φυλασσόμενους
τὰ σάββατά μου μὴ βεβηλοῦν καὶ
ἀντεχομένους τῆς διαθήκης μου,
|
6
Καὶ τοὺς ἀλλοεθνεῖς, τοὺς μὴ
Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται
κοντὰ εἰς τὸν Κύριον
θὰ τὸν ὑπηρετοῦν καὶ
νὰ ἀγαποῦν τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου, νὰ εἶναι εἰς
αὐτὸν πιστοὶ δοῦλοι καὶ δοῦλαι
καὶ εἰς ὅλους ἐκείνους,
ποὺ τηροῦν τὴν ἐντολὴν τοῦ
Σαββάτου, ὥστε νὰ μὴ τὸ βεβηλώνουν,
καὶ οἱ ὁποῖοι κρατοῦν στερεὰ
τὴν διαθήκην μου,
|
6
Καὶ εἰς τοὺς ἀλλογενεῖς, τοὺς
μὴ Ἰουδαίους, οἵτινες εὑρίσκονται
πλησίον τοῦ Κυρίου διὰ νὰ ὑπηρετοῦν
Αὐτὸν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ εἶναι
δοῦλοι του καὶ δοῦλαι του, καὶ εἰς
ὅλους τοὺς φυλάσσοντας τὴν ἐντολὴν
τοῦ Σαββάτου, ὥστε νὰ μὴ μολύνουν
αὐτό, καὶ οἱ ὁποῖοι κρατοῦνται
στερεὰ ἀπὸ τὴν διαθήκην μου, θὰ
δώσω τὰ ἑξῆς: |
7
εἰσάξω αὐτοὺς εἰς τὸ ὄρος
τὸ ἅγιόν μου καὶ εὐφρανῶ
αὐτοὺς ἐν τῷ οἴκῳ τῆς
προσευχῆς μου· τὰ ὁλοκαυτώματα
αὐτῶν, καὶ αἱ θυσίαι αὐτῶν
ἔσονται δεκτοὶ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου
μου· ὁ γὰρ οἶκός μου οἶκος
προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν,
|
7
αὐτοὺς ἐγὼ θὰ τοὺς ὁδηγήσω
καὶ θὰ τοὺς εἰσαγάγω
εἰς τὸ
ἅγιόν μου ὅρος.
Θὰ τοὺς εὐφράνω εἰς τὸν
οἶκον τῆς προσευχῆς μου, εἰς τὸν
ναόν μου. Τὰ ὁλοκαυτώματά των
καὶ αἱ ἄλλαι θυσίαι των, θὰ
εἶναι εὐαρέστως δεκταὶ ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου. Διότι
ὁ οἶκος μου θὰ ἀγνωρισθῇ καὶ
θὰ διακηρυχθῇ οἶκος προσευχῆς δι'
ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη>.
|
7
Θὰ εἰσαγάγω αὐτοὺς εἰς τὸ
ὄρος τὸ ἅγιόν μου, τὴν πνευματικὴν
καὶ ἁγίαν μου Ἱερουσαλήμ, καὶ θὰ
εὐφράνω αὐτοὺς εἰς τὸν
οἶκον τῆς προσευχῆς μου· τὰ ὁλοκαυτώματά
των καὶ αἱ πνενματικαί των θυσίαι θὰ
εἶναι δεκταὶ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου
μου· διότι ὁ οἶκός μου θὰ ὀνομασθῇ
οἶκος προσευχῆς δι’ ὅλα τὰ ἔθνη.
|
8
εἶπε Κύριος ὁ συνάγων τοὺς διεσπαρμένους
Ἰσραήλ, ὅτι συνάξω ἐπ' αὐτὸν
συναγωγήν. |
8
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ
ὁποῖος συγκεντρώνει τοὺς ἀνὰ
τὰ ἔθνη διεσκορπισμένους Ἰσρσηλίτας,
ὅτι εἰς τὸν
συγκεντρωθέντα νέον Ἰσραὴλ θὰ
συναθροίσῃ καὶ ἄλλο πλῆθος ἀνθρώπων
ἀπὸ τὰ διάφορα ἔθνη.
|
8
Εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος συνάγει
τοὺς διεσκορπισμένους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ: Θὰ συναθροίσω ἐπὶ τὸν
ἐπισυναχθέντα τοῦτον νέον Ἰσραὴλ καὶ
ἄλλην συναγωγὴν ἐξ ἐθνικῶν συγκαταριθμουμένων
εἰς αὐτόν. |
9
Πάντα τὰ θηρία τὰ ἄγρια, δεῦτε
φάγετε, πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ.
|
9
Ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ὅλα τὰ
θηρία τοῦ δάσους, λαοὶ
ἐθνῶν, ἐλᾶτε σεῖς νὰ
φάγετε τὰ ἀγαθά μου ἀντὶ
τοῦ ἀπειθοῦντος ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ.
|
9
Ὅλοι οἱ πρὸς ἄγρια θηρία ὁμοιάζοντες
ἐθνικοί, ἔλθετε, φάγετε τιμωροῦντες τὸν
ἀπειθῆ Ἰσραήλ, ὅλα τὰ θηρία
τοῦ πυκνοῦ δάσους. |
10
Ἴδετε ὅτι ἐκτετύφλωνται πάντες,
οὐκ ἔγνωσαν φρονῆσαι, πάντες κύνες
ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν,
ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, ψιλοῦντες νυστάξαι.
|
10
Ἴδετε ὅτι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
ἔχουν ψυχικῶς τυφλωθῆ. Δὲν ἠθέλησαν
νὰ ἀποκτήσουν ὀρθὴν γνώσιν
καὶ σύνεσιν. ῞Ολοι, μάλιστα οἱ
ἄρχοντές των, εἶναι κύνες μὲ
ἀνοικτὸν καὶ ἄφωνον τὸ στόμα
των. Δὲν ἠμποροῦν νὰ γαυγίσουν
ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν των. Κοιμῶνται
καὶ βλέπουν ὄνειρα,
ἀγαποῦν τὸν νυσταγμὸν καὶ
τὸν ὕπνον.
|
10
Ἴδετε ὅτι ὅλοι οἰ ἄρχοντες ἔχουν
τυφλωθῆ, δὲν ἐγνώρισαν σύνεσιν καὶ
φρόνησιν, τὴν ὁποίαν ἐπιβάλλει τὸ
καθῆκον των ἔναντι τῶν κινδύνων τοῦ
ποιμνίου. Ὅλοι εἶναι κύνες ἄφωνοι, δὲν
δύνανται νὰ γαυγίσουν κατὰ τῶν ἐχθρῶν
ἐπισημαίνοντες τὸν ἐξ αὐτῶν
κίνδυνον, εἰς τὴν κοίτην των κοιμώμενοι καὶ
ἐνυπνιαζόμενοι, ἀγαπῶντες νὰ
νυστάζουν καὶ νὰ κοιμῶνται.
|
11
Καὶ οἱ κύνες ἀναιδεῖς τῇ
ψυχῇ, οὐκ εἰδότες πλησμονήν·
καί εἰσι πονηροὶ οὐκ εἰδότες
σύνεσιν, πάντες ἐν ταῖς ὁδοῖς
αὐτῶν ἐξηκολούθησαν, ἕκαστος
κατὰ τὸ ἑαυτοῦ. |
11
Οἱ ἀρχηγοί, ἰδίᾳ
τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι ἀναιδεῖς
ὅπως οἱ κύνες. Ἄπληστοι, δὲν
γνωρίζουν χορτασμόν. Εἶναι πονηροί,
δὲν γνωρίζουν
καὶ δὲν ἔχουν ὀρθοφροσύνην
καὶ σύνεσιν. Ὅλοι
ἐξακολουθοῦν νὰ βαδίζουν τοὺς
δρόμους τῆς διεφθαρμένης αὐτῶν
ζωῆς, ὁ καθένας σύμφωνα πρὸς
τὸ συμφέρον του καὶ τὰς ἁμαρτωλάς
του διαθέσεις. |
11
Καὶ οἱ κύνες οὗτοι εἶναι ἀναίσχυντοι
ψυχικῶς, μὴ γνωρίζοντες χορτασμόν. Καὶ εἶναι
πονηροί, μὴ γνωρίζοντες σύνεσιν καὶ φρόνησιν,
ἀναγκαίαν καὶ ἀπαραίτητον διὰ νὰ
ποιμάνῃ τις λογικὸν ποίμνιον· ὅλοι
ἐξηκολούθησαν νὰ βαδίζουν καὶ νὰ
συμπεριφέρωνται κατὰ τὸν διεφθαρμένον τρόπον τῆς
ζωῆς των, ἕκαστος σύμφωνα μὲ τὸ συμφέρον
του. |