Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὴ
οὐκ ἰσχύει ἡ χεὶρ Κυρίου
τοῦ σῶσαι; Ἢ ἐβάρυνε τὸ
οὖς αὐτοῦ τοῦ μὴ εἰσακοῦσαι;
|
ήπως
δὲν ἔχει πλέον τὴν
δύναμιν ἡ παντοδύναμος δεξιὰ
τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ σώζῃ;
Μήπως ἐβάρυνεν
ἡ ἀκοή του,
ὥστε νὰ μὴ ἀκούῃ πλέον;
|
ήπως
δὲν ἔχει τὴν δύναμιν ἡ χεὶρ
τοῦ Κυρίου διὰ νὰ σᾶς σώσῃ;
Ἡ ἔγινε βαρήκοον τὸ οὖς Αὐτοῦ,
ὥστε νὰ μὴ σᾶς εἰσακούσῃ;
|
2
Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν
διϊστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καὶ
ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ
τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψε
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ' ὑμῶν
τοῦ μὴ ἐλεῆσαι. |
2
Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματά σας
δημιουργοῦν χωρισμὸν καὶ ἐμπόδιον
ἀνάμεσα εἰς σᾶς καὶ εἰς
τὸν Θεόν, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας
σας ἀπέστρεψεν ὁ Κύριος τὸ πρόσωπόν
του ἀπὸ σᾶς, διὰ νὰ μὴ
σᾶς ἐλεήσῃ.
|
2
Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματά σας δημιουργοῦν
χωρισμὸν καὶ διάστασιν μεταξὺ ὑμῶν
καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰς
ἁμαρτίας σας ὁ Θεὸς ἀπέστρεψε τὸ
πρόσωπόν Του ἀπὸ σᾶς διὰ νὰ
μὴ σᾶς ἐλεήσῃ.
|
3
Αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν μεμολυσμέναι
αἳματι καὶ οἱ δάκτυλοι ὑμῶν
ἐν ἁμαρτίαις, τὰ δὲ χείλη
ὑμῶν ἐλάλησεν ἀνομίαν,
καὶ ἡ γλῶσσα ὑμῶν ἀδικίαν
μελετᾷ. |
3
Διότι τὰ χέρια σας εἶναι μολυσμένα
ἀπὸ αἷμα, τὰ δάκτυλά σας
βυθισμένα εἰς τὰς ἁμαρτίας,
τὰ χείλη σας ἐλάλησαν καὶ λαλοῦν
παρανομίας καὶ ἡ γλῶσσα σας μελετᾷ
καὶ λέγει ἀδικίας.
|
3
Διότι αἱ χεῖρες σας εἶναι μολυσμέναι ἀπὸ
αἷμα καὶ οἱ δάκτυλοί σας μὲ
ἁμαρτίας· τὰ χείλη σας δὲ ἐλάλησαν
παράνομα ψεύδη καὶ ἡ γλῶσσα σας λαλεῖ
συκοφαντικὰς καὶ δολίας ἐπινοήσεις, δι’
ὧν γίνονται μεγάλαι ἀδικίαι.
|
4
Οὐθεὶς λαλεῖ δίκαια, οὐδὲ
ἔστι κρίσις ἀληθινή· πεποίθασιν
ἐπὶ ματαίοις καὶ λαλοῦσι κενά,
ὅτι κύουσι πόνον καὶ τίκτουσιν
ἀνομίαν. |
4
Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
ὁμιλεῖ δίκαια πράγματα· οὔτε
ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς ὀρθὴ
κρίσις καὶ ἀπονομὴ δικαιοσύνης.
Ἔχουν στηρίξει τὴν πεποίθησίν
των εἰς τὰ μάταια εἴδωλα. Ὁμιλοῦν
κενὰ καὶ ἐπιβλαβῆ, κυοφοροῦν
τὸ κακὸν καὶ γεννοῦν κατόπιν
τὴν παρανομίαν.
|
4
Κανεὶς δὲν λαλεῖ δίκαια, οὔτε ὑπάρχει
εἰς αὐτοὺς κρίσις καὶ ἀπονομὴ
δικαιοσύνης ἀληθινή· ἔχουν ἐστηριγμένην
τὴν πεποίθησίν των εἰς τὰ εἴδωλα
καὶ λαλοῦν ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα,
διότι συλλαμβάνουν καὶ κυοφοροῦν τὸ κακὸν
καὶ γεννοῦν κατόπιν σκέψεως καὶ μελέτης
τὴν παρανομίαν. |
5
Ὠὰ ἀσπίδων ἔρρηξαν καὶ
ἰστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσι·
καὶ ὁ μέλλων τῶν ὠῶν αὐτῶν
φαγεῖν συντρίψας οὔριον εὗρε, καὶ
ἐν αὐτῷ βασιλίσκος.
|
5
Αὐτοὶ ἐπώασαν καὶ ἔσπασαν
αὐγὰ ἀσπίδων, αἱ ὁποῖαι
θὰ τοὺς θανατώσουν μὲ τὰ δηλητηριώδη
δόγματά των. Ὑφαίνουν εὔθραυστον
ἱστὸν ἀράχνης. Ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ θελήσῃ νὰ συντρίψῃ
καὶ νὰ φάγῃ ἕνα ἀπὸ
τὰ αὐγὰ αὐτά, θὰ εὔρη
βρωμερὸν καὶ θανατηφόρον περιεχόμενον.
Θὰ εὕρη ἐντὸς αὐτοῦ βασιλίσκον,
δηλητηριῶδες φίδι.
|
5
Αὐτοὶ ἐξεκόλαψαν καὶ ἔσπασαν
αὐγὰ ἀσπίδων καὶ ὑφαίνουν
εὔθραυστον ἱστὸν ἀράχνης, μετὰ
πολλῆς σκέψεως καὶ τέχνης τὴν ἐπιβουλὴν
παρασκευάζοντες· καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ
αὐγὰ αὐτὰ ποὺ ἐπῳάζουν,
ὅταν συνέτριψε ταῦτα, εὗρε δυσῶδες
καὶ θανατηφόρον περιεχόμενον, διότι ἐντὸς
τοῦ ᾠοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχεν
ὁ δηλητηριώδης ὄφις βασιλίσκος.
|
6
Ὁ ἱστὸς αὐτῶν οὐκ ἔσται
εἰς ἱμάτιον, οὐδὲ μὴ περιβάλωνται
ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτῶν·
τὰ γὰρ ἔργα αὐτῶν ἔργα
ἀνομίας. |
6
Ὅπως τῆς ἀράχνης ἱστὸς
δὲν ὑφαίνεται ποτὲ εἰς ἀργαλειὸν
διὰ νὰ γίνῃ ἔνδυμα, ἔτσι
δὲν πρόκειται αὐτοὶ νὰ ἐνδυθοῦν
καὶ στολισθοῦν ἀπὸ τὰ καλά
των ἔργα. Διότι τὰ ἔργα των εἶναι
ἔργα παραβάσεως νόμου Θεοῦ.
|
6
Ὁ ἱστός, τὸν ὁποῖον ὑφαίνουν
αἱ ἀράχναι, δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ
ἔνδυμα, οὐδὲ αὐτοί, οἵτινες
ἐργάζονται ὅμοια πρὸς τὸν ἱστὸν
τοῦτον ἔργα, θὰ ἐνδυθοῦν ἀπὸ
αὐτά, ἀλλὰ θὰ παραμείνουν γυμνοί·
διότι τὰ ἔργα των εἶναι ἔργα ἀνομίας.
|
7
Οἱ δὲ πόδες αὐτῶν ἐπὶ
πονηρίαν τρέχουσι, ταχινοὶ ἐκχέαι
αἷμα· καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν
διαλογισμοὶ ἀφρόνων, σύντριμμα καὶ
ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν.
|
7
Τὰ πόδια των τρέχουν πρὸς τὸ
κακόν· εἶναι ταχεῖς εἰς τὸ
νὰ χύνουν αἷμα ἀθῷον. Αἱ
σκέψεις καὶ ἀποφάσεις των εἶναι
σκέψεις ἀσυνέτων πονηρῶν ἀνθρώπων.
Εἰς τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς των
σωρεύουν συντρίμματα καὶ ταλαιπωρίας.
|
7
Οἱ δὲ πόδες των τρέχουν εἰς τὸ κακόν,
εἶναι ταχεῖς διὰ νὰ χύσουν αἷμα·
καὶ αἱ ἐσκεμμέναι ἀποφάσεις των εἶναι
τεχνάσματα ἀνθρώπων τυφλωμένων ἀπὸ τὸ
κακόν. Ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἂν
περάσουν, σκορποῦν καταστροφὰς καὶ δυστυχίαν.
|
8
Καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ οἴδασι,
καὶ οὐκ ἔστι κρίσις ἐν ταῖς
ὁδοῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ
τρίβοι αὐτῶν διεστραμμένοι, ἃς
διοδεύουσι, καὶ οὐκ οἴδασιν εἰρήνην.
|
8
Ζωὴν εἰρήνης δὲν γνωρίζουν,
δὲν ὑπάρχει δικαία κρίσις εἰς
τὰς πορείας τῆς ζωῆς των. Οἱ
δρόμοι, διὰ τῶν ὁποίων διέρχονται,
εἶναι διεστραμμένοι. Οὐδέποτε ἐγνώρισαν
τὴν ἀληθινὴν εἰρήνην.
|
8
Καὶ δὲν γνωρίζουν ζωὴν εἰρήνης·
οὔτε ὑπάρχει δικαία κρίσις εἰς τὴν
συμπεριφοράν των διότι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς
των δὲν εἶναι εὐθύς, καὶ ἢ διαγωγή
των εἶναι διεστραμμένη. |
9
Διὰ τοῦτο ἀπέστη ἡ κρίσις
ἀπ' αὐτῶν, καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ
αὐτοὺς δικαιοσύνη· ὑπομεινάντων
αὐτῶν φῶς ἐγένετο αὐτοῖς
σκότος, μείναντες αὐγὴν ἐν ἀωρίᾳ
περιεπάτησαν. |
9
Διὰ τοῦτο ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ
αὐτοὺς ἡ δικαιοσύνη. Δὲν θὰ
κυριαρχήσῃ εἰς τὴν ζωήν των
ἡ δικαιοσύνη καὶ τὰ ἀγαθά,
ποὺ αὐτὴ φέρει. Ἐνῷ ἐπερίμεναν,
ὅπως ἤλπιζαν, τὸ φῶς τῆς ζωῆς,
τοὺς κατέλαβε τὸ σκοτάδι τῆς
δυστυχίας. Ἐπερίμεναν τὴν ἀνατολὴν
τῆς αὐγῆς καὶ περιπλανήθησαν
εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νυκτός.
|
9
Διὰ τοῦτο ἀπεμακρύνθη ἀπ' αὐτῶν
ἡ προστατεύουσα κατὰ τῶν ἀδικούντων
αὐτοὺς ἐχθρῶν δικαιοσύνη καὶ
δὲν θὰ καταλάβῃ αὐτοὺς ἡ
ἐκ τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ δικαίου ἀπαλλαγὴ
καὶ σωτηρία· καθ’ ὃν χρόνον ἀνέμειναν οὖτοι
φῶς καὶ χαράν, ἐπῆλθεν ἐπ’ αὐτοὺς
δυστυχία, ἐνῷ περιέμειναν τὴν αὐγήν,
περιεπάτησαν εἰς τὸ σκότος σκοντάπτοντες.
|
10
Ψηλαφήσουσιν ὡς τυφλοὶ τοῖχον καὶ
ὡς οὐχ ὑπαρχόντων ὀφθαλμῶν
ψηλαφήσουσι· καὶ πεσοῦνται ἐν
μεσημβρίᾳ ὡς ἐν μεσονυκτίου,
ὡς ἀποθνήσκοντες στενάξουσιν,
|
10
Τυφλοὶ πνευματικῶς θὰ ψηλαφοῦν ὡς
οἱ τυφλοὶ τὸν τοῖχον. Ὡσὰν
ἄνθρωποι, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν
ὑπάρχουν ὀφθαλμοί, θὰ ψηλαφοῦν
τὰ πάντα μὲ τὰ χέρια των·
καὶ ἐνῷ θὰ εἶναι πλήρης
μεσημβρία, αὐτοί, πνευματικῶς τυφλοὶ
καθὼς εἶναι, θὰ σκοντάπτουν καὶ
θὰ πίπτουν, ὡς ἐὰν εὑρίσκωνται
εἰς μεσονύκτιον. Θὰ στενάζουν ὡς
ἄνθρωποι πνέοντες τὰ λοίσθια.
|
10
Εἰς τόσον σκότος θὰ ἐμπέσουν, ὥστε
θὰ εἶναι ὅμοιοι πρὸς τοὺς τυφλοὺς
καὶ θὰ ψηλαφοῦν ὡσὰν αὐτοὺς
τοῖχον, καὶ ἐπειδὴ δὲν θὰ
ἔχουν ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, θὰ
ψηλαφοῦν καὶ θὰ πίπτουν ἐν πλήρει
μεσημβρίᾳ, ὡσὰν νὰ ἦτο μεσονύκτιον,
θὰ στενάζουν ὡσὰν ἄνθρωποι ποὺ
πεθαίνουν, |
11
ὡς ἄρκος καὶ ὡς περιστερὰ ἄμα
πορεύσονται· ἀνεμείναμεν κρίσιν,
καὶ οὐκ ἔστι· σωτηρία μακρὰν
ἀφέστηκεν ἀφ' ἡμῶν.
|
11
Ὅπως στενάζει ἡ ἄρκτος καὶ ἡ
περιστερά, ποὺ τοὺς ἔχουν πάρει
τὰ μικρά των, ἔτσι καὶ αὐτοὶ
θὰ διέρχωνται τὴν ζωήν των. Θὰ
λέγουν δέ· <Ἐπεριμέναμεν ἀπόδοσιν
δικαιοσύνης, ἀλλὰ αὐτὴ δὲν
ὑπάρχει. Ἡ σωτηρία ἔχει ἀπομακρυνθῆ
πλέον ἀπὸ ἡμᾶς!
|
11
ὡσὰν ἄρκτος, ποὺ τῆς ἥρπασαν
τὰ μικρά, καὶ ὡσὰν περιστερὰ
συγχρόνως στενάζοντες θὰ διέρχωνται τὴν ζωήν
των. Περιεμείναμεν ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, θὰ λέγουν,
καὶ δὲν ὑπάρχει· ἡ σωτηρία ἔχει
πολὺ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἡμᾶς.
|
12
Πολλὴ γὰρ ἡμῶν ἡ ἀνομία
ἐναντίον σου, καὶ αἱ ἁμαρτίαι
ἡμῶν ἀντέστησαν ἡμῖν·
αἱ γὰρ ἀνομίαι ἡμῶν ἐν
ἡμῖν, καὶ τὰ ἀδικήματα
ἡμῶν ἔγνωμεν. |
12
Καὶ τοῦτο, διότι πολλὴ καὶ μεγάλη
εἶναι ἡ παρανομία ἡμῶν ἐνώπιόν
σου, Κύριε. Αἱ ἁμαρτίαι μας ὡσὰν
ἕνα ἀνυπέρβλητον πρόσκομμα ἵστανται
ἀπέναντι μας. Πράγματι αἱ ἀνομίαι
μας εἶναι ἐνώπιόν μας. Ἐγνωρίσαμεν
καὶ ὁμολογοῦμεν τὰ ἀδικήματά
μας. |
12
Δικαίως δὲ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἡμᾶς
ἡ σωτηρία, διότι εἶναι πολλὴ ἡ παρανομία
μας ἐνώπιόν Σου, καὶ αἱ ἁμαρτίαι μας
ἐστάθησαν ὡς ἄλλοι κατήγοροι ἐναντίον
μας. Πράγματι αἱ ἀνομίαι μας εἶναι ἐνώπιόν
μας, καὶ ἐγνωρίσαμεν καὶ ὁμολογοῦμεν
τὰ ἀδικήματά μας. |
13
Ἐσεβήσαμεν καὶ ἐψευσάμεθα καὶ
ἀπέστημεν ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν· ἐλαλήσαμεν ἄδικα
καὶ ἠπειθήσαμεν, ἐκύομεν καὶ
ἐμελετήσαμεν ἀπὸ καρδίας ἡμῶν
λόγους ἀδίκους·
|
13
Ἠσεβήσαμεν, ἐφανήκαμεν ψεῦσται
εἰς τὰς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις
μας· ὡς ἐκ τοῦ ἁμαρτωλοῦ
βίου μας ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ
τὸν Θεόν. Ἐλαλήσαμεν ἀδικίας,
ἐδείξαμεν ἀνυπακοὴν εἰς τὸ
θεῖον θέλημα. Ἐκυοφορήσαμεν καὶ
ἐμελετήσαμεν εἰς τὰ βάθη τῶν
καρδιῶν μας ἀδικίας.
|
13
Ἠσεβήσαμεν καὶ ἠθετήσαμεν ὡς
ψεῦσται τὰς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις
μας καὶ ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν
Θεόν, μὴ ἀκολουθήσαντες ὄπισθεν αὐτοῦ·
ἐλαλήσαμεν ἄδικα καὶ ἠπειθήσαμεν εἰς
τὸν Θεὸν ἐκυοφορήσαμεν καὶ ἐμελετήσαμεν
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μας λόγους
δολίους καὶ ἀδίκους. |
14
καὶ ἀπεστήσαμεν ὀπίσω τὴν
κρίσιν, καὶ ἡ δικαιοσύνη μακρὰν
ἀφέστηκεν, ὅτι κατηναλώθη ἐν
ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἡ ἀλήθεια,
καὶ δι' εὐθείας οὐκ ἐδύναντο
διελθεῖν. |
14
Ἀπωθήσαμεν καὶ ἐρρίψαμεν ὄπισθεν
ἡμῶν τὴν δικαίαν κρίσιν. Καὶ
ἔτσι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἔχει
ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἡμᾶς>.
Ἐβεβηλώθη πράγματι καὶ ἐσπαταλήθη
ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ εἰς
τὰς πορείας τῆς ζωῆς των. Διὰ
τοῦτο καὶ δὲν ὐμποροῦσαν νὰ
διέλθουν διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ.
|
14
Καὶ ἐρρίψαμεν ὀπίσω τὴν δικαίαν κρίσιν,
περιφρονήσαντες αὐτήν, καὶ ἡ δικαιοσύνη
ἔχει σταθῇ μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς,
ἐγκαταλιποῦσα ἡμᾶς νὰ ἀδικούμεθα·
διότι κατεσπαταλήθη καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς
τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ ἔργα
των ἡ ἀλήθεια, καὶ δὲν ἠμποροῦσαν
νὰ βαδίσουν καὶ νὰ περάσουν ἀπὸ
εὐθὺν δρόμον. |
15
Καὶ ἡ ἀλήθεια ᾖρται, καὶ
μετέστησαν τὴν διάνοιαν τοῦ συνιέναι·
καὶ εἶδε Κύριος, καὶ οὐκ ἤρεσεν
αὐτῷ, ὅτι οὐκ ἦν κρίσις.
|
15
Ἡ ἀλήθεια ἔχει ἀφαιρεθῇ
ἐκ μέσου αὐτῶν. Μετέστρεψαν
τὴν διάνοιάν των, ὥστε νὰ μὴ
ἠμπορῇ αὐτὴ νὰ ἐννοήσῃ
τὴν ἀλήθειαν. Καὶ ὁ Κύριος
εἶδε τὴν θλιβερὰν αὐτὴν κατάπτωσιν.
Δὲν τοῦ ἤρεσε, διότι δὲν ὑπῆρχε
εἰς αὐτοὺς δικαιοσύνη.
|
15
Καὶ ἡ ἀλήθεια ἔχει ἀρθῆ
καὶ ἀγνοεῖται ὅλως ὑπ' αὐτῶν
μετέθεσαν δὲ τὴν διάνοιάν των, δώσαντες
εἰς αὐτὴν μόνιμον κλίσιν, ὥστε νὰ
μὴ ἐννοῇ τὴν ἀλήθειαν. Καὶ
εἶδεν ὁ Κύριος, καὶ δὲν τοῦ
ἤρεσε, διότι δὲν ὑπῆρχεν εἰς
αὐτοὺς δικαία κρίσις.
|
16
Καὶ εἶδε καὶ οὐκ ἦν ἀνήρ,
καὶ κατενόησε καὶ οὐκ ἦν ἀντιληψόμενος
καὶ ἠμύνατο αὐτοὺς τῷ
βραχίονι αὐτοῦ καὶ τῇ ἐλεημοσύνῃ
ἐστηρίσατο. |
16
Εἶδεν ὁ Κύριος, ὅτι δὲν ὑπῆρχεν
ἄνθρωπος, διὰ νὰ τοὺς σώσῃ.
Ἐνόησεν ὅτι δὲν ὑπῆρχε
κανείς, νὰ προστατεύσῃ τὸν λαόν
του. Διὰ τοῦτο αὐτὸς οὖτος ὁ
Κύριος τοὺς ὑπερήσπισε μὲ τὴν
παντοδύναμον δεξιάν του καὶ τοὺς ἐστήριξε
μὲ τὺ ἔλεός του.
|
16
Καὶ εἶδεν ὁ Κύριος καὶ δὲν ὑπῆρχεν
ἀνὴρ ἀντάξιος τῶν περιστάσεων, καὶ
κατενόησε πλήρως ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς
δυνάμενος νὰ προστατεύσῃ τὸν Ἰσραήλ.
Καὶ ὑπερησπίσθη αὐτοὺς διὰ τῆς
κραταιᾶς δυνάμεώς Του καὶ διὰ τοῦ
ἐλέους Του τοὺς ἐστήριξε. |
17
Καὶ ἐνεδῦσατο δικαιοσύνην ὡς
θώρακα καὶ περιέθετο περικεφαλαὶαν
σωτηρίου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ
περιεβάλετο ἱμάτιον ἐκδικήσεως
καὶ περιβόλαιον |
17
Ὁ Θεός, ὡς ἀκατανίκητος μαχητής,
ἐφόρεσεν ἀντὶ θώρακος τὴν
δικαιοσύνην, ἀντὶ περικεφαλαίας εἰς
τὴν κεφαλήν του ἔθεσε τὴν σωτηρίαν
τοῦ λαοῦ του. Περιεβλήθη στρατιωτικὸν
χιτῶνα ἐκδικήσεως, ἐφόρεσε τὸν
στρατιωτικόν του ἐπενδύτην,
|
17
Καὶ ἐνεδύθη ὡσὰν θώρακα τὴν
δικαιοσύνην καὶ ἔθεσε τριγύρω ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς Του ἀντὶ περικεφαλαίας
τὴν σωτηρίαν καὶ περιεβλήθη τὸ στρατιωτικὸν
χιτώνιον τῆς ἐκδικήσεως καὶ τὸν στρατιωτικὸν
μανδύαν, |
18
ὡς ἀνταποδώσων ἀνταπόδοσιν ὄνειδος
τοῖς ὑπεναντίοις. |
18
Διὰ νὰ ἀνταποδώσῃ ὡς δικαίαν
τιμωρίαν εἰς τοὺς ἐχθροὺς τὸ
ὄνειδος καὶ τὴν καταισχύνην.
|
18
διὰ νὰ ἀνταποδώσῃ ὡς τιμωρίαν
ὄνειδος καὶ καταισχύνην εἰς τοὺς ἐχθρούς.
|
19
Καὶ φοβηθήσονται οἱ ἀπὸ δυσμῶν
τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οἱ ἀπ'
ἀνατολῶν ἡλίου τὸ ὄνομα
τὸ ἔνδοξον· ἥξει γὰρ ὡς
ποταμὸς βίαιος ἡ ὀργὴ παρὰ
Κυρίου, ἥξει μετὰ θυμοῦ.
|
19
Ἔτσι δὲ θὰ φοβηθοῦν τὸ ὄνομα
τοῦ Κυρίου οἱ ἐχθροί του, ποὺ
εὑρίσκονται πρὸς δυσμάς, ὅπως
ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
εὑρίσκονται πρὸς ἀνατολάς, θὰ
φοβηθοῦν τὸ ἔνδοξον Ὄνομά του.
Διότι ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου
θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον των
ὡς ὀρμητικὸς μεγάλος ποταμός·
θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος μὲ θυμὸν
ἐναντίον των.
|
19
Καὶ θὰ φοβηθῦν οἱ ἀπὸ
δυσμῶν προερχόμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου
καί οἱ ἀπὸ ἀνατολῶν θὰ
φοβηθοῦν τὴν ἔνδοξον παρουσίαν Του. Διότι
θὰ ἔλθῃ ἡ ὀργὴ παρὰ
τοῦ Κυρίου ὡσὰν ποταμὸς ὁρμητικὸς
καὶ βίαιος, θὰ ἔλθῃ μὲ θυμὸν
πολύν. |
20
Καὶ ἥξει ἕνεκεν Σιὼν ὁ ρυόμενος
καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ
Ἰακώβ. |
20
Ἀλλὰ θὰ ἔλθῃ ὡς λυτρωτὴς
ὁ Θεός, χάριν τῆς Σιών, καὶ
θὰ ἐξαλεῖψῃ τὰς ἁμαρτίας
τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ.
|
20
Καὶ θὰ ἔλθῃ χάριν τῆς Σιὼν
ὁ Λυτρωτὴς καὶ θὰ ἀπομακρύνῃ
τὰς ἀσεβείας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ. |
21
Καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ' ἐμοῦ
διαθήκη, εἶπε Κύριος· τὸ πνεῦμα
τὸ ἐμόν, ὅ ἐστιν ἐπί
σοι, καὶ τὰ ρήματα ἃ ἔδωκα εὶς
τὸ στόμα σου, οὐ μὴ ἐκλίπῃ
ἐκ τοῦ στόματός σου καὶ ἐκ
τοῦ στόματος τοῦ σπέρματός σου·
εἶπε γὰρ Κύριος, ἀπὸ τοῦ
νῦν καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.
|
21
Καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ νέα
παρ' ἐμοῦ διαθήκη πρὸς αὐτούς,
εἶπεν ὁ Κύριος. Τὸ ἰδικόν
μου πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ εἶναι
ἐπάνω εἰς σέ, τὸν λυτρωμένον
ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ οἱ λόγοι,
τοὺς ὁποίους ἐγὼ θὰ δώσω
εἰς τὸ στόμα σου, δὲν θὰ λείψουν
ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη σου καὶ
ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων
σου, ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸν
αἰῶνα, διότι αὐτὸ εἶπεν
ὁ Κύριος. |
21
Καὶ αὕτη εἶναι ἡ διαθήκη ἡ παρ’
Ἐμοῦ πρὸς αὐτούς, εἶπεν ὁ
Κύριος: Τὸ ἰδικόν μου Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
θὰ εἶναι ἐπὶ σοῦ, τοῦ
λυτρωθέντος Ἰσραήλ, καὶ οἱ λόγοι, τοὺς
ὁποίους σὲ ἐδίδαξα καὶ ἔδωκα
εἰς τὸ στόμα σου, δὲν θὰ ἐκλείψουν
ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ
τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων σου ἀπὸ
τώρα καὶ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα.
Δὲν θὰ ἐκλείψουν δέ, διότι τὸ
εἶπεν ὁ Κύριος. |