Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν, τρόμος
λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ
τακήσονται, |
άν,
Κύριε, ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν,
τρόμος θὰ καταλάβῃ τὰ ὄρη,
θὰ λυώσουν,
|
ὰν
ἀνοίξῃς τὸν οὐρανόν, τρόμος θὰ
καταλάβῃ ἀπὸ τὴν παρουσίαν Σου τὰ
ὅρη καὶ θὰ λειώσουν, |
2
ὡς κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς
τήκεται, καὶ κατακαύσει πῦρ τοὺς
ὑπεναντίους, καὶ φανερὸν ἔσται
τὸ ὄνομα Κυρίου ἐν τοῖς ὑπεναντίοις·
ἀπὸ προσώπου σου ἔθνη ταραχθήσονται.
|
2
ὅπως λυώνει ὁ κηρὸς ἐμπρὸς
εἰς τὴν φωτιάν. Πῦρ θὰ κατακαύσῃ
τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ γίνῃ
ἔτσι φανερὸν τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου
εἰς τοὺς ἐχθρούς. Πρὸ τῆς
παντοδυνάμου ἐμφανίσεώς σου θὰ
συγκλονισθοῦν τὰ ἔθνη.
|
2
ὅπως ὁ κηρὸς λειώνει ἔμπροσθεν τοῦ
πυρός. Καὶ θὰ κατακαύσῃ πῦρ τοὺς
ἐχθρούς, καὶ θὰ καταστῇ φανερὸν
τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς
ἐχθρούς· ἀπὸ μόνην τὴν ἐμφάνισιν
τοῦ προσώπου Σου θὰ καταληφθοῦν ὑπὸ
μεγάλης ταραχῆς τὰ ἔθνη.
|
3
Ὅταν ποιῇς τὰ ἔνδοξα, τρόμος
λήψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη.
|
3
Ὅταν ἐνεργῇς τὰ ἔνδοξα θαυμαστὰ
ἔργα σου, τρόμος θὰ καταλάβῃ
καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ὄρη.
|
3
Ὅταν ἐνεργῇς τὰ ἔνδοξα καὶ
καταπληκτικὰ ἔργα Σου, τρόμος καταλαμβάνει τὰ
ὅρη ἀπὸ τῆς παρουσίας καὶ δυνάμεώς
Σου. |
4
Ἀπὸ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσαμεν,
οὐδὲ οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν
εἶδον Θεὸν πλὴν σοῦ καὶ τὰ
ἔργα σου, ἃ ποιήσεις τοῖς ὑπομένουσιν
ἔλεον. |
4
Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια,
ἀπὸ τότε ποὺ ὑπῆρξαν ἄνθρωποι
ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν ἠκούσαμεν
καὶ τὰ μάτια μας δὲν εἶδον ἄλλον
Θεὸν ἐκτὸς ἀπὸ σὲ καὶ
ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς
ἀγάπης σου, τὰ ὁποῖα ἔπραξες
καὶ πράττεις εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι μὲ ὑπομονὴν καὶ
ἐλπίδα περιμένουν τὸ ἔλεός
σου. |
4
Ἀφ' ὅτου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἐκ
χρόνων παλαιοτάτων, δὲν ἠκούσαμεν, οὔτε
οἱ ὀφθαλμοί μας εἶδον ἄλλον
θέον πλὴν Σοῦ καὶ τῶν ἰδικῶν
Σου ἔργων, τὰ ὁποῖα θὰ κάμῃς
καὶ τώρα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
μετ’ ἐμπιστοσύνης καὶ ἐλπίδος περιμένουν
τὸ ἔλεός Σου. |
5
Συναντήσεται γὰρ τοῖς ποιοῦσι τὸ
δίκαιον, καὶ τῶν ὁδῶν σου μνησθήσονται.
Ἰδοὺ σὺ ὠργίσθης, καὶ
ἡμεῖς ἡμάρτομεν· διὰ τοῦτο
ἐπλανήθημεν. |
5
Διότι τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ
προστασία σου θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ
συναντήσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
ἀγαποῦν καὶ τηροῦν δικαιοσύνην·
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐνθυμοῦνται
πάντοτε τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν
σου. Ἰδοὺ ὅμως ὅτι σὺ ὠργίσθης
ἐναντίον μας, διότι ἡμεῖς ἡμαρτήσαμεν,
παρέβημεν τὸ θέλημά σου. Ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας παρεπλανήθημεν
ἀκόμη περισσότερον. |
5
Διότι θὰ ἔλθῃ τὸ ἔλεος εἰς
συνάντησιν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ποιοῦν
τὸ δίκαιον καὶ ἐνθυμοῦνται τὰς
ὁδοὺς τῶν ἐντολῶν Σου. Ἰδοὺ
ὅμως Σὺ ὠργίσθης καθ’ ἡμῶν,
διότι ἡμεῖς ἡμάρτομεν. Διὰ τοῦτο
δέ, ἐπειδὴ μᾶς ἐγκατέλιπες, ἐπλανήθημεν
εἰς μεγαλυτέρας παρεκτροπάς. |
6
Καὶ ἐγενήθημεν ὡς ἀκάθαρτοι
πάντες ἡμεῖς, ὡς ράκος ἀποκαθημένης
πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν·
καὶ ἐξερρύημεν ὡς φύλλα διὰ
τὰς ἀνομίας ἡμῶν, οὕτως
ἄνεμος οἴσει ἡμᾶς.
|
6
Ἐγίναμεν ὅλοι ἡμεῖς ἀκάθαρτοι
ἐνώπιόν σου. Ὡσὰν ρυπαρὸν
κουρέλι ἀποκαθημένης γυναικὸς ἔτσι
ἀκάθαρτος εἶναι ἐνώπιόν
σου ὅλη ἡ ἀρετή μας. Ἐπέσαμεν
καὶ διεσκορπίσθημεν ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν μας ὡσὰν φύλλα.
Ἔτσι ὁ ἄνεμος μᾶς ἐσήκωσε
καὶ μᾶς διεσκόρπισε.
|
6
Καὶ ἐγίναμεν ὅλοι ὡσὰν
ἀκάθαρτοι καὶ μολυσμένοι, ὥστε καὶ
καθεὶς ποὺ θὰ μᾶς ἤγγιζε, γίνεται
καὶ αὐτὸς ἀκάθαρτος· ὡσὰν
κουρέλι γυναικὸς καθημένης χωριστὰ λόγῳ
τῆς ἀκαθαρσίας τῶν ἐμμήνων της, εἶναι
ἀκάθαρτος ὅλη ἡ ἀρετή μας· καὶ
ἐπέσαμεν ὡσὰν ξηρὰ φύλλα λόγῳ
τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἔτσι ὁ ἄνεμος
μᾶς ἐσήκωσε καὶ μᾶς διεσκόρπισε.
|
7
Καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐπικαλούμενος
τὸ ὄνομά σου καὶ ὁ μνησθεὶς
ἀντιλαβέσθαι σου· ὅτι ἀπέστρεψας
τὸ πρόσωπόν σου ἀφ' ἡμῶν
καὶ παρέδωκας ἡμᾶς διὰ τὰς
ἁμαρτίας ἡμῶν.
|
7
Καὶ δὲν ὑπάρχει μεταξύ μας κανείς,
ὁ ὁποῖος νὰ ἐπικαλῆται
τὸ Ὄνομά σου. Ἢ κανένας ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος νὰ σὲ ἐνθυμῆται
καὶ νὰ καταφεύγῃ ζητῶν τὴν
προστασίαν σου. Διὰ τοῦτο ἐγύρισες
ἀπὸ ἡμᾶς ἀλλοῦ τὸ
πρόσωπόν σου καὶ ἀφῆκες νὰ
παραδοθῶμεν εἰς τοὺς ἐχθρούς
μας ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
μας. |
7
Καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος
νὰ ἐπικαλῆται τὸ ὄνομά Σου καὶ
νὰ σκέπτεται νὰ στηριχθῇ ἐπὶ
Σοῦ καὶ κρατηθῇ στερεὰ ἀπὸ
τὴν προστασίαν Σου. Διότι ἀπέστρεψες μετ’ ἀποδοκιμασίας
τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ ἡμᾶς καὶ
μᾶς παρέδωσες εἰς τὴν δυστυχίαν λόγῳ
τῶν ἁμαρτιῶν μας. |
8
Καὶ νῦν, Κύριε, πατὴρ ἡμῶν
σύ, ἡμεῖς δὲ πηλός, ἔργα
τῶν χειρῶν σου πάντες. |
8
Καὶ τώρα, Κύριε, σὺ εἶσαι ὁ
πατήρ μας, ἡμεῖς δὲ πηλός·
ὅλοι εἴμεθα ἔργα τῶν χειρῶν
σου. |
8
Καὶ τώρα, Κύριε, εἶσαι Σὺ ὁ πατήρ
μας, ἠμεῖς δὲ εἴμεθα πηλὸς καὶ
ὅλοι μας Ἔργα τῶν χειρῶν Σου.
|
9
Μὴ ὀργίζου ἡμῖν σφόδρα
καὶ μὴ ἐν καιρῷ μνησθῇς ἁμαρτιῶν
ἡμῶν. Καὶ νῦν ἐπίβλεψον,
ὅτι λαός σου πάντες ἡμεῖς.
|
9
Μὴ ὀργίζεσαι, λοιπόν, πάρα πολὺ
ἐναντίον μας, καὶ μὴ ἐνθυμηθῇς
κατὰ τὸν καιρὸν τῶν θλίψεών
μας τὰς ἁμαρτίας μας. Καὶ τώρα
ρίξε, Κύριε, ἕνα στοργικὸν βλέμμα
εἰς ἡμᾶς, διότι ὅλοι μας εἴμεθα
λαὸς ἰδικός σου.
|
9
Μὴ ὀργίζεσαι καθ’ ἠμῶν πάρα πολὺ
καὶ μὴ ἐνθυμηθῇς τὰς ἁμαρτίας
μας κατὰ τὸν καιρὸν αὐτὸν τῆς
θλίψεώς μας. Καὶ τώρα ρίψε εὑσπλαγχνικὸν
βλέμμα ἐφ’ ἠμῶν, διότι εἴμεθα ὅλοι
ἡμεῖς λαὸς ἰδικός Σου.
|
10
Πόλις τοῦ ἁγίου σου ἐγενήθη
ἔρημος, Σιὼν ὡς ἔρημος ἐγενήθη,
Ἱερουσαλὴμ εἰς κατάραν. |
10
Ἰδού, ἡ πόλις τοῦ ἁγίου
ναοῦ σου, ἡ Ἱερουσαλήμ, ἔγινεν
ἔρημος. Ἡ Σιὼν ἔγινε σὰν ἀκατοίκητος,
ἐρημωμένη περιοχή. Ἡ Ἰερουσαλὴμ
ἔγινε κατηραμένη.
|
10
Ἡ πόλις τοῦ ἁγίου Σοῦ Ναοῦ ἔγινεν
ἔρημος, ἡ Σιὼν ἔγινεν ὡσὰν
ἔκτασις ἔρημος, ἡ Ἱερουσαλὴμ
ἔγινε κατηραμένη. |
11
Ὁ οἶκος, τὸ ἅγιον ἡμῶν,
καὶ ἡ δόξα, ἢν εὐλόγησαν
οἱ πατέρες ἡμῶν, ἐγενήθη
πυρίκαυστος, καὶ πάντα ἔνδοξα ἡμῶν
συνέπεσε. |
11
Ὁ ναός, τὸ ἅγιον ἡμῶν
καὶ ἡ δόξα τῆς παρουσίας σου,
τὴν ὁποίαν οἱ πατέρες ἡμῶν
ἐδοξολόγησαν, ἔγινε παρανάλωμα τοῦ
πυρὸς καὶ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ
ἄλλοτε ἦσαν δι' ἡμᾶς δόξα καὶ
καύχημα, συνετρίβησαν. |
11
Ὁ οἶκος Σου, τὸ ἅγιον ἡμῶν
καὶ ἡ δόξα τῆς παρουσίας Σου, τὴν
ὁποίαν ἀνύμνησαν καὶ ἐδοξολόγησαν
οἱ πατέρες μας, ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρός,
καὶ ὅλα τὰ καυχήματά μας καὶ
τὰ ἔνδοξα συνετρίβησαν. |
12
Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἀνέσχου,
Κύριε, καὶ ἐσιώπησας καὶ ἐταπείνωσας
ἡμᾶς σφόδρα. |
12
Καὶ παρ' ὅλας αὐτὰς τὰς καταστροφάς,
τὰς ὁποίας ὁ λαός σου καὶ
ὁ οἶκος σου ὑπέστησαν, σύ, Κύριε,
ἐξακολουθεῖς νὰ σιωπᾷς, νὰ ἀνέχεσαι
αὐτὴν τὴν κατάστασιν καὶ νὰ
μᾶς κρατῇς εἰς τόσην μεγάλην
ταπείνωσιν. |
12
Καὶ παρ’ ὅλας αὐτὰς τὰς καταστροφάς,
Κύριε, ἔδειξες ἀδιαφορίαν καὶ ἐσιώπησες
καὶ μᾶς ἐταπείνωσες ὑπερβολικά.
|