Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
μφανὴς
ἐγενήθην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν,
εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν.
Εἶπα· ἰδοὺ εἰμι τῷ ἔθνει,
οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ
ὄνομα. |
γινα
φανερὸς εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
δὲν μὲ ἐρωτοῦν. Παρουσιάσθην
καὶ εὑρέθην ἀπὸ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἀναζητοῦν.
Εἶπα: Ἰδού, ἐγὼ εἶμαι
ἀνὰ μέσον τοῦ ἔθνους ἐκείνου,
τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει ἐπικαλεσθῆ
τὸ Ὄνομά μου.
|
γινα
φανερὸς καὶ ἀπεκάλυψα τὸν ἑαυτόν
μου εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
δὲν μὲ ἰκέτευαν, ἐπειδὴ μὲ
ἠγνόουν ὁλοτελῶς· εὑρέθην ἀπὸ
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐζήτουν
νὰ μὲ εὔρουν. Εἶπα: Ἰδού, εἶμαι
παρών. Τὸ εἶπα εἰς ἔθνος, τὸ
ὁποῖον δὲν ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομά
μου. |
2
Ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου ὅλην
τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα
καὶ ἀντιλέγοντα, οἳ οὐκ ἐπορεύθησαν
ὁδῷ ἀληθινῇ,
ἀλλ' ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν
αὐτῶν. |
2
Ἤπλωσα τὰ χέρια μου ὅλην τὴν
ἡμέραν πρὸς ἕνα λαὸν ἀνυπάκουον
καὶ ἀντιλέγοντα εἰς τὸ θέλημά
μου. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἐπορεύθησαν
τὴν ἀληθινὴν ὁδόν, τὴν
ὁδὸν τῶν ἐντολῶν μου, ἀλλ'
ἐπορεύθησαν ὀπίσω ἀπὸ
τὰς ἁμαρτίας των.
|
2
Ἥπλωσα στοργικῶς τὰς χεῖρας μου καθ’
ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαόν, ὁ
ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει,
πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ
θείου Νόμου δεικνυομένην ἀληθινὴν ὁδόν,
ἀλλ’ ἠκολούθησαν ὀπίσω ἀπὸ τὰς
ἁμαρτίας των. |
3
Ὁ λαὸς οὗτος παροξύνων με ἐναντίον
ἐμοῦ διαπαντός, αὐτοὶ θυσιάζουσιν
ἐν τοῖς κήποις καὶ θυμιῶσιν
ἐπὶ ταῖς πλίνθοις τοῖς δαιμονίοις,
ἃ οὐκ ἔστιν. |
3
Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος,
ποὺ φέρεται προκλητικῶς πάντοτε ἐνώπιόν
μου καὶ μὲ παροργίζει. Οἱ ἄνθρωποι
αὐτοὶ θυσιάζουν εἰς τὰ εἴδωλα
καὶ εἰς τὰ ἄλση τῶν εἰδώλων.
Προσφέρουν θυμίαμα εἰς τὰ ἐκ
πλίνθων κατεσκευασμένα δαιμονικὰ εἴδωλα,
εἰς θεούς, οἱ ὁποῖοι δὲν
ὑπάρχουν.
|
3
Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι, ὁ
ὁποῖος μὲ παροργίζει, φερόμενος ἐνώπιόν
μου προκλητικῶς πάντοτε. Αὐτοὶ προσφέρουν
θυσίας εἰς τὰ ἄλση καὶ τοὺς
εἰδωλολατρικοὺς κήπους καὶ προσφέρουν θυμίαμα
ἐπὶ βωμῶν ἐκ πλίνθων εἰς τὰ
δαιμόνια καὶ οὐχὶ εἰς θεούς, οἱ
ὁποῖοι δὲν ὑπάρχουν.
|
4
ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς
σπηλαίοις κοιμῶνται δι' ἐνύπνια, οἱ
ἔσθοντες κρέα ὕεια καὶ ζωμὸν
θυσιῶν, μεμολυμμένα πάντα τὰ σκεύη
αὐτῶν· |
4
Αὐτοὶ κοιμῶνται εἰς τὰ μνήματα
καὶ εἰς τὰ σπήλαια, διὰ νὰ
ἴδουν μαντικὰ ὅνειρα. Τρώγουν κρέατα
χοίρων καὶ πίνουν τὸν ζωμὸν
ἀπὸ εἰδωλολατρικὰς θυσίας. Ὅλα
τὰ σκεύη των εἶναι μολυσμένα καὶ
ἀκάθαρτα.
|
4
Κοιμῶνται εἰς τὰ μνήματα καὶ εἰς
τὰ μαντικὰ σπήλαια, διὰ νὰ ἴδουν
ἀποκαλυπτικὰ ἐνύπνια, αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι τρώγουν παρὰ τὴν ὑπὸ
τοῦ Νόμου ἀπαγόρευσιν χοιρινὰ κρέατα καὶ
ζωμὸν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν διὰ
τοῦτο εἶναι μολυσμένα καὶ ἀκάθαρτα
ὅλα τὰ ἐπιτραπέζια σκεύη των.
|
5
οἱ λέγοντες· πόρρω ἀπ ἐμοῦ,
μὴ ἐγγίσῃς μοι, ὅτι καθαρός
εἰμι· οὗτος καπνὸς τοῦ θυμοῦ
μου, πῦρ καίεται ἐν αὐτῷ πάσας
τὰς ἡμέρας. |
5
Αὐτοί, ὕστερα ἀπὸ τὰς
εἰδωλολατρικὰς αὐτὰς τελετάς
των, λέγουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον·
Ἀπομακρύνσου ἀπὸ ἐμέ,
μὴ μὲ ἐγγίσῃς, διότι ἐγὼ
εἶμαι καθαρός. Μὲ τὰς βδελυρότητάς
των ὅμως αὐτὰς ἐξάπτουν σφοδρὸν
καὶ καπνίζοντα τὸν θυμόν μου·
ὀλέθριον δι' αὐτοὺς πῦρ καίεται
ὅλας τὰς ἡμέρας.
|
5
Αὐτοὶ ποὺ ὑποβάλλονται εἰς τὰς
μαγικὰς καὶ εἰδωλολατρικὰς αὐτὰς
τελετὰς καὶ λέγουν, θεωροῦντες ὅτι
δι’ αὐτῶν ἐγένοντο καθαρώτεροι τῶν
ἄλλων: Μακρὰν ἀπὸ Ἐμέ·
μὴ μὲ ἐγγίσῃς, διότι εἶμαι
καθαρός· ἀλλ’ αὐτοὶ ἐξάπτουν
σφοδρὸν καὶ καπνίζοντα τὸν θυμόν μου· φωτιὰ
καίεται ἐν τῷ θυμῷ μου ὅλας τὰς
ἡμέρας πρὸς ἐξολόθρευσιν αὐτῶν.
|
6
Ἰδοὺ γέγραπται ἐνώπιόν
μου· οὐ σιωπήσω ἕως ἂν ἀποδώσω
εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν·
|
6
Ἰδού, τὰ τρομερὰ αὐτῶν
ἁμαρτήματα εἶναι γραμμένα ἐνώπιόν
μου. Δὲν θὰ ἡσυχάσω, ἕως ὅτου
ἀνταποδώσω εἰς αὐτοὺς τὴν
πρέπουσαν τιμωρίαν.
|
6
Ἰδοὺ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ
εἶναι γραμμένα ἐνώπιόν μου καὶ δὲν
τὰ λησμονῶ. Δὲν θὰ σιωπήσω καὶ
δὲν θὰ ἀδιαφορήσω, ἕως ὅτου
τιμωρήσω αὐτοὺς εἰς τὸν κόλπον των,
πολὺ δηλαδὴ καὶ ἀναλόγως τοῦ
κακοῦ θησαυροῦ, ποὺ φυλάσσουν εἰς
τὸ στῆθος των. |
7
τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ
τῶν πατέρων αὐτῶν, λέγει Κύριος,
οἳ ἐθυμίασαν ἐπὶ τῶν ὀρέων
καὶ ἐπὶ τῶν βουνῶν ὠνείδισάν
με, ἀποδώσω τὰ ἔργα αὐτῶν
εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν.
|
7
Θὰ τιμωρήσω τὰς ἰδικάς των ἁμαρτίας,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰς ἁμαρτίας
τῶν πατέρων των, λέγει ὁ Κύριος·
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν
θυμίαμα εἰς τὰ εἴδωλα ἐπάνω
εἰς τὰ ὑψηλὰ ὅρη, εἰς
δὲ τὰ χαμηλὰ βουνὰ μὲ ὕβρισαν
καὶ μὲ ἐνέπαιξαν μὲ τὰς
εἰδωλολατρικάς των θυσίας. Θὰ ἀνταποδώσω
εἰς αὐτοὺς τὴν δικαίον τιμωρίαν,
σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα των αὐτά.
|
7
Θὰ τιμωρήσω, λέγει ὁ Κύριος, τὰς ἁμαρτίας
των καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των,
οἱ ὁποῖοι προσέφεραν θυμίαμα ἐπὶ
τῶν ὀρέων, καὶ ἐπὶ τῶν
βουνῶν διὰ τῶν εἰδωλολατρικῶν
θυσιῶν των μὲ περιΰβρισαν καὶ μὲ ἐβλασφήμησαν·
θὰ ἀνταποδώσω τὰ ἀσεβῆ των ἔργα
διὰ τιμωριῶν πολλῶν εἰς τὸν
κόλπον των. |
8
Οὕτως λέγει Κύριος· ὃν τρόπον
εὑρεθήσεται ὁ ρὼξ ἐν τῷ
βότρυϊ καὶ ἐροῦσι· μὴ λυμήνῃ
αὐτόν, ὅτι εὐλογία ἐστὶν
ἐν αὐτῷ, οὕτως ποιήσω ἕνεκεν
τοῦ δουλεύοντός μοι, τούτου ἕνεκεν
οὐ μὴ ἀπολέσω πάντας.
|
8
Ἔτσι λέγει ὁ Κύριος: Ὅπως, ὅταν
εὑρεθῇ μία ρῶγα ὑγιὴς
καὶ ὥριμος εἰς σταφύλι μαραμμένον,
θὰ ποῦν οἱ τρυγηταί· μὴ
τὴν καταστρέψῃς τὴν ρῶγα αὐτὴ
μαζῆ μὲ τὸ μαραμμένο σταφύλι,
διότι ὑπάρχει εὐλογία εἰς
αὐτήν, ἔτσι θὰ κάμω καὶ
ἐγὼ δι' ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
μὲ ὑπακούει. Χάριν αὺτοῦ
δὲν θὰ καταστρέψω ὅλους τοὺς
Ἰουδαίους. |
8
Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ὅπως ὅταν εὑρεθῇ
ὥριμος ρώγα εἰς τὴν σάπιαν σταφυλήν, θὰ
εἴπουν οἱ τρυγῶντες· μὴ τὴν
καταστρέψῃς, διότι ὑπάρχει εὐλογία εἰς
αὐτήν, οὕτω θὰ κάμω καὶ ἐγὼ
ἕνεκεν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὑπακούει
καὶ δουλεύει εἰς Ἐμέ· διὰ
τοὺς ὀλίγους αὐτοὺς δὲν θὰ
καταστρέψω ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς Ἰουδαίους.
|
9
Καὶ ἐξάξω τὸ ἐξ Ἰακὼβ
σπέρμα καὶ τὸ ἐξ Ἰούδα,
καὶ κληρονομήσει τὸ ὅρος τὸ
ἅγιόν μου, καὶ κληρονομήσουσιν οἱ
ἐκλεκτοί μου καὶ οἱ δοῦλοί
μου καὶ κατοικήσουσιν ἐκεῖ.
|
9
Ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰακώβ, ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Ἰούδα, θὰ βγάλω καὶ
θὰ διατηρήσω ἀπογόνους, οἱ ὁποῖοι
θὰ κληρονομήσουν τὸ ἄγιόν μου
ὅρος, τὴν Σιών. Οἱ ἐκλεκτοί
μου αὐτοὶ δοῦλοι θὰ κληρονομήσουν
τὸ ἅγιον αὐτὸ ὅρος καὶ
θὰ κατοικήσουν ἐκεῖ.
|
9
Καὶ θὰ ἐξαγάγω ἐκ τοῦ καταλείμματος
τούτου τοὺς ἐξ Ἰακὼβ ἀπογόνους
καὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα
πνευματικὸν σπέρμα, καὶ θὰ κληρονομήσουν
τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, τὴν νέαν
Ἱερουσαλήμ, καὶ θὰ λάβουν αὐτὴν
ὡς κληρονομίαν οἱ ἐκλεκτοί μου καὶ
οἱ δοῦλοι μου καὶ θὰ κατοικήσουν ἐκεῖ.
|
10
Καὶ ἔσονται ἐν τῷ δρυμῷ ἐπαύλεις
ποιμνίων καὶ φάραγξ Ἀχώρ εἰς
ἀνάπαυσιν βουκολίων τῷ λαῷ μου,
οἳ ἐζήτησάν με.
|
10
Θὰ ὑπάρξουν εἰς τὸ δάσος
καταυλισμοὶ ποιμνίων πολλῶν, ἡ φάραγξ
Ἀχὼρ θὰ εἶναι διὰ τὴν
ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ἀγέλας
τῶν βοϊδιῶν πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ
μου, πρὸς χάριν ἐκείνων, οἱ
ὁποῖοι μὲ ἀνεζήτησαν.
|
10
Καὶ θὰ εἶναι μέσα εἰς τὸ πυκνὸν
δάσος καταυλισμοὶ ποιμνίων, καὶ ἡ κατηραμένη
φάραγξ τοῦ Ἀχὼρ θὰ εὐλογηθῇ
καὶ θὰ μεταβληθῇ εἰς ἀναπαυτικὸν
ἐνδιαίτημα κοπαδίων βοῶν διὰ τὸν λαόν
μου, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν καὶ
κατέφυγαν εἰς Ἐμὲ καὶ οὐχὶ
εἰς τὰ εἴδωλα. |
11
Ὑμεῖς δὲ οἱ ἐγκαταλιπόντες
με καὶ ἐπιλανθανόμενοι τὸ ὅρος
τὸ ἄγιόν μου καὶ ἐτοιμάζοντες
τῷ δαιμονίῳ τράπεζαν καὶ πληροῦντες
τῇ τύχῃ κέρασμα,
|
11
Σᾶς ὅμως, οἱ ὁποῖοι μὲ
ἐγκατελείψατε καὶ ἐλησμονήσατε
τὸ ἅγιόν μου ὄρος, τὴν Σιὼν
καὶ τὸν ναόν μου, ἑτοιμάζετε
δὲ καὶ προσφέρετε τράπεζαν εἰς
τὰ εἰδωλολατρικὰ δαιμόνια, σᾶς
οἱ ὁποῖοι προσφέρετε σπονδὴν
εἰς τὴν θεὰν τύχην,
|
11
Σεῖς δέ, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐγκατελείψατε
καὶ ἐλησμονήσατε ὁλοτελῶς τὸ
ἅγιόν μου ὄρος, παρασυρθέντες εἰς εἰδωλολατρίαν,
μὲ τὸ νὰ ἐτοιμάζετε τράπεζαν εἰδωλοθύτων
εἰς τὸν δαίμονα καὶ νὰ γεμίζετε τὸ
ποτήριον πρὸς σπονδὴν εἰς τὴν Τύχην,
θὰ τιμωρηθῆτε. |
12
ἐγὼ παραδώσω ἡμᾶς εἰς
μάχαιραν, πάντες ἐν σφαγῇ πεσεῖσθε·
ὅτι ἐκάλεσα ὑμᾶς, καὶ
οὐχ ὑπηκούσατε, ἐλάλησα καὶ
παρηκούσατε καὶ ἐποιήσατε τὸ
πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ καὶ
ἃ οὐκ ἐβουλόμην, ἐξελέξασθε.
|
12
ἐγὼ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς
τὴν μάχαιραν τῶν ἐχθρῶν. Ὅλοι
θὰ πέσετε διὰ φοβερὰς σφαγῆς,
διότι ἐγὼ σᾶς ἐκάλεσα
καὶ δὲν ὑπηκούσατε· σᾶς
ὡμίλησα καὶ ἐδείξατε ἀνυπακοὴν
καὶ διεπράξατε τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν
μου. Ἐξελέξατε καὶ ἐπροτιμήσατε
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ
δὲν ἤθελα.
|
12
Ἐγὼ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς μάχαιραν
ἐχθρῶν ὅλοι θὰ πέσητε διὰ σφαγῆς·
διότι σᾶς ἐκάλεσα καὶ δὲν ὑπηκούσατε,
ὡμίλησα πρὸς σᾶς καὶ παρηκούσατε καὶ
διεπράξατε τὸ κακὸν ἐνώπιόν μου προκλητικῶς,
καὶ ὅσα Ἐγὼ δὲν ἤθελον,
αὐτὰ σεῖς προετιμήσατε καὶ ἐξελέξατε.
|
-13
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές μοι φάγονται,
ὑμεῖς δὲ πεινάσετε. Ἰδοὺ
οἱ δουλεύοντές μοι πίονται, ὑμεῖς
δὲ διψήσετε· ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές
μοι εὐρανθήσονται, ὑμεῖς δὲ
αἰσχυνθήσεσθε· |
13
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδοὺ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι ὑπακούουν εἰς
ἐμὲ καὶ μὲ ὑπηρετοῦν,
θὰ φάγουν καὶ θὰ
χορτάσουν, σεῖς ὅμως θὰ πεινάσετε.
Ἰδού· ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι μὲ ὑπηρετοῦν,
θὰ πίουν οἶνον, σεῖς ὅμως θὰ
διψήσετε. Ἰδού·
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὑπακούουν
καὶ μὲ ὑπηρετοῦν, θὰ εὐφρανθοῦν,
σεῖς δὲ θὰ καταισχυνθῆτε.
|
13
Ἐπειδὴ λοιπὸν προετιμήσατε ἀντὶ
τοῦ θελήματός μου τὸ πονηρόν, δι’ αὐτὸ
καὶ ὁ Κύριος λέγει ταῦτα: Ἰδοὺ
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μοῦ
εἶναι πιστοὶ δοῦλοι, θὰ φάγουν τὰ
ἀγαθά μου, σεῖς ὅμως θὰ πεινάσετε.
Ἰδοὺ οἱ πιστοί μου δοῦλοι θὰ
πίουν καὶ θὰ χορτάσουν τὴν δίψαν των,
σεῖς ὅμως θὰ διψάσετε. Ἰδοὺ
οἱ δοῦλοι μου θὰ εὐφρανθοῦν,
ἐνῷ σεῖς θὰ ἐντροπιασθῆτε.
|
14
ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές μοι ἀγαλλιάσονται
ἐν εὐφροσύνῃ, ὑμεῖς δὲ
κεκράξασθε διὰ τὸν πόνον τῆς
καρδίας ὑμῶν καὶ ἀπὸ συντριβῇς
πνεύματος ὑμῶν ὀλολύξετε.
|
14
Ἰδού· οἱ δοῦλοι μου θὰ
γεμίσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν καὶ
εὐφροσύνην, σεῖς δὲ ἀπὸ
τὸν πολὺν πόνον τῆς καρδίας
σας θὰ κραυγάσετε μὲ ὀδύνην.
Καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ συντετριμμένου
πνεύματός σας θὰ κλαίετε μὲ
ὀλολυγμούς.
|
14
Ἰδοὺ οἱ δοῦλοι μου θὰ δοκιμάσουν
μεγάλην ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, σεῖς
ὅμως θὰ φωνάξετε δυνατὰ ἕνεκα τοῦ
πόνου τῆς καρδίας σας καὶ ἀπὸ τὴν
συντριβὴν τοῦ πνεύματός σας θὰ ὀλολύξετε.
|
15
Καταλείψετε γὰρ τὸ ὄνομα ὑμῶν
εἰς πλησμονὴν τοῖς ἐκλεκτοῖς
μου, ὑμᾶς δὲ ἀνελεῖ Κύριος·
τοῖς δὲ δουλεύουσί μοι κληθήσεται
ὄνομα καινόν, |
15
Καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸ
ὄνομά σας ποὺ θὰ ἀφήσετε,
θὰ προκαλῇ ἀηδίαν καὶ ἀποστροφὴν
εἰς τοὺς ἐκλεκτούς μου. Θὰ σᾶς
θανατώσῃ ὁ Κύριος. Εἰς ἐκείνους
ὅμως, ποὺ μὲ ὑπηρετοῦν, θὰ
δοθῇ νέον ὄνομα, τὸ ὁποῖον
θὰ εἶναι εὐλογημένον εἰς ὅλην
τὴν οἰκουμένην.
|
15
Θὰ συντριβῆτε, διότι θὰ ἀφήσετε ἔτσι
τὸ ὄνομά σας, ὥστε νὰ προκαλῇ
τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀηδίαν εἰς
τοὺς ἐκλεκτούς μου· σᾶς δὲ θὰ
ἐξοντώσῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ
ὁ Κύριος· ἀντιθέτως εἰς τοὺς δουλεύοντας
εἰς Ἐμὲ θὰ δοθῇ ὄνομα
νέον, δηλοῦν καὶ τὰς πολλὰς ἐπ'
αὐτοὺς εὐλογίας μου· |
16
ὃ εὐλογηθήσεται ἐπὶ τῆς
γῆς· εὐλογήσουσι γὰρ τὸν
Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ
ὀμνύοντες ἐπὶ τῆς γῆς
ὀμοῦνται τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν·
ἐπιλήσονται γὰρ τὴν θλῖψιν αὐτῶν
τὴν πρώτην, καὶ οὐκ ἀναβήσεται
αὐτῶν ἐπὶ τὴν καρδίαν.
|
16
Οἱ ἐκλεκτοί μου δοῦλοι θὰ εὐλογοῦν
καὶ θὰ δοξάζουν τὸν ἀληθινὸν
Θεόν, ὅσοι δὲ ἐκ τῶν κατοίκων
τῆς γῆς εὑρίσκονται εἰς τὴν
ἀνάγκην νὰ ὁρκίζωνται, θὰ
ὁρκισθοῦν εἰς τὸν ἀληθινὸν
Θεόν. Θὰ λησμονήσουν τὴν προηγουμένην
αὐτῶν συμφορὰν καὶ θλῖψιν καὶ
δὲν θὰ ἐπανέλθῃ πλέον
εἰς τὴν διάνοιαν καὶ τὴν καρδίαν
αὐτῶν οὔτε ἡ ἀνάμνησις
αὐτῆς τῆς θλίψεως.
|
16
τὸ ὁποῖον ὄνομα θὰ εὐλογηθῇ
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἐπαινεθῇ
ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς
γῆς. Διότι τώρα θὰ εὐλογοῦν τὸν
Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ εὑρισκόμενοι
εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ὁρκισθοῦν,
θὰ ὁρκίζωνται εἰς τὸν Θεὸν τὸν
ἀληθινόν. Αὐτὸν καὶ μόνον θὰ
ἀναγνωρίζουν καὶ θὰ ὁμολογοῦν
ὡς Θεόν των. Διότι θὰ λησμονήσουν τὴν
θλῖψιν καὶ ταλαιπωρίαν των τὴν προηγουμένην,
καὶ δὲν θὰ ἐπανέλθῃ πλέον αὕτη
εἰς τὴν ἀνάμνησίν των διὰ νὰ
θλίβῃ τὴν καρδίαν των. |
17
Ἔσται γὰρ ὁ οὐρανὸς καινὸς
καὶ ἡ γῆ καινή, καὶ οὐ
μὴ μνησθῶσι τῶν προτέρων, οὐδ'
οὐ μὴ ἐπέλθῃ αὐτῶν
ἐπὶ τὴν καρδίαν,
|
17
Τίποτε ἀπὸ τὰ θλιβερὰ τῆς
προγενεστέρας των ζωῆς δὲν θὰ ἐνθυμοῦνται,
διότι ὁ οὐρανὸς θὰ γίνῃ
νέος καὶ ἡ γῆ νέα καὶ
δὲν θὰ ἐνθυμοῦνται πλέον τὰς
προγενεστέρας θλίψεις των. Οὔτε καὶ
θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν διάνοιαν
καὶ τὴν καρδίαν τῶν ἡ
ἀνάμνησίς των.
|
17
Δὲν θὰ ἐνθυμοῦνται δὲ οὐδὲν
θλιβερὸν ἐκ τοῦ προτέρου των βίου, διότι
θὰ γίνῃ ὁ οὐρανὸς καινουργὴς
καὶ ἡ γῆ νέα· καὶ δὲν θὰ
ἐνθυμοῦνται πλέον τὰ προηγούμενα, οὔτε
θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν καρδίαν των
θλιβερά τις ἀνάμνησις· |
18
ἀλλ' εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα
εὐρήσουσιν ἐν αὐτῇ· ὅτι
ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ ἀγαλλίαμα
Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν λαόν μου
εὐφροσύνην. |
18
Ἀλλὰ εἰς τὴν νέαν αὐτὴν
κατάστασιν θὰ εὕρουν εὐφροσύνην
καὶ ἀγαλλίασιν, διότι ἰδού,
ἐγὼ δημιουργῶ καὶ φέρω ἀγαλλιασιν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εὐφροσύνην
εἰς ὁλόκληρον τὸν λαόν μου.
|
18
ἀλλὰ θὰ εὔρουν εἰς αὐτὴν
εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν διότι ἰδού,
Ἐγὼ θὰ κάμω τὴν νέαν Ἱερουσαλὴμ
πηγὴν ἀγαλλιάσεως καὶ θὰ γεμίσω τὸν
λαόν μου εὐφροσύνην. |
19
Ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ
λαῷ μου καὶ οὐκέτι μὴ ἀκουσθῇ
ἐν αὐτῇ φωνὴ κλαυθμοῦ οὐδὲ
φωνὴ κραυγῆς. |
19
Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ χαρῶ
διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ
εὐφρανθῶ διὰ τὸν πιστὸν λαόν
μου. Δὲν θὰ ἀκουσθῇ πλέον εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ φωνὴ κλαυθμοῦ,
οὔτε κραυγὴ ὀδύνης.
|
19
Θὰ δοκιμάζω δὲ καὶ Ἐγὼ ἀγαλλίασιν
διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ
εὐφραίνωμαι διὰ τὸν λαόν μου. Καὶ
δὲν θὰ ἀκούεται πλέον ἐκεῖ φωνὴ
κλαυθμοῦ οὔτε φωνὴ κραυγῆς ἀδικουμένου.
|
20
Καὶ οὐ μὴ γένηται ἔτι ἐκεῖ
ἄωρος καὶ πρεσβύτης, ὃς οὐκ
ἐμπλήσει τὸν χρόνον αὐτοῦ·
ἔσται γὰρ ὁ νέος ἑκατὸν
ἐτῶν, ὁ δὲ ἀποθνήσκων
ἁμαρτωλὸς ἑκατὸν ἐτῶν
καὶ ἐπικατάρατος ἔσται.
|
20
Εἰς τὴν νέαν αὐτὴν ἐποχὴν
δὲν θὰ ὑπάρξῃ ἄνθρωπος
μικρὰς ἡλικίας καὶ μεγαλύτερος,
ὁ ὁποῖος δὲν
θὰ συμπληρώσῃ τὸν βιολογικὸν
χρόνον τῆς ζωῆς του. Τότε ὁ
νέος θὰ εἶναι
ἐκατὸν ἐτῶν, ἐκεῖνος
δὲ ὁ ὁποῖος θὰ ἀποθνῄσκῃ
εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν ἐτῶν,
θὰ ἀποθνῄσκῃ δηλαδὴ προώρως,
θὰ εἶναι ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ
ὁ ἐπικατάρατος.
|
20
Καὶ κατὰ τὴν νέαν ταύτην κατάστασιν τῶν
πραγμάτων δὲν θὰ εἶναι πλέον ἐκεῖ,
εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, μικρὰς ἡλικίας
καὶ προχωρημένης ἡλικίας ἄνθρωποι, οὔτε
ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νὰ ἀποθνήσκουν
προώρως καὶ να μὴ συμπληρώνουν ἐξ ὁλοκλήρου
τὸν χρόνον τῆς ζωῆς του ἕκαστος. Θὰ
εἶναι τότε μακρόβιοι οἱ ἄνθρωποι. Διότι
ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶναι ἡλικίας
ἑκατὸν ἐτῶν, θὰ εἶναι
νέος ἀκόμη, ὁ ἁμαρτωλὸς δέ, ποὺ
θὰ ἀποθνῄσκῃ ἑκατὸν ἐτῶν,
θὰ τελευτᾷ προώρως καὶ ὡς κατηραμένος
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
21
Καὶ οἰκοδομήσουσιν οἰκίας καὶ
αὐτοὶ ἐνοικήσουσι, καὶ καταφυτεύσουσιν
ἀμπελῶνας καὶ αὐτοὶ φάγονται
τὰ γενήματα αὐτῶν·
|
21
Καὶ θὰ οἰκοδομήσουν τὰς οἰκίας
των οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ κατοικήσουν
αὐτοὶ εἰς αὐτὰς καὶ θὰ
φυτεύσουν πλουσίους ἀμπελῶνας καὶ
αὐτοὶ θὰ φάγουν τὰ γεννήματα
τῶν ἀμπελώνων καὶ τῶν ἀγρῶν
των. |
21
Καὶ θὰ οἰκοδομήσουν οἰκίας καὶ
αὐτοὶ θὰ κατοικήσουν εἰς αὐτάς,
καὶ θὰ φυτεύσουν ἀμπέλους καὶ αὐτοὶ
θὰ φάγουν τὰ γεννήματά των.
|
22
καὶ οὐ μὴ οἰκοδομήσουσι καὶ
ἄλλοι ἐνοικήσουσι, καὶ οὐ μὴ
φυτεύσουσι καὶ ἄλλοι φάγονται·
κατὰ γὰρ τὰς ἡμέρας τοῦ
ξύλου τῆς ζωῆς ἔσονται αἱ ἡμέραι
τοῦ λαοῦ μου· τὰ γὰρ ἔργα
τῶν πόνων αὐτῶν παλαιώσουσιν.
|
22
Δὲν θὰ ἀνοικοδομήσουν αὐτοὶ
οἰκίας, διὰ νὰ κατοικήσουν εἰς
αὐτὰς ἄλλοι, καὶ δὲν θὰ
φυτεύσουν ἀμπελῶνας, διὰ νὰ
φάγουν ἄλλοι τὸν καρπόν. Αἱ
ἡμέραι τῆς ζωῆς τοῦ νέου
λαοῦ μου θὰ εἶναι μακραὶ καὶ
πολυχρόνιοι, ὅπως πολυχρόνιον
εἶναι τὸ δένδρον
τῆς ζωῆς, ποὺ
ὑπῆρχεν εἰς
τὸν παράδεισον. Θὰ ἀπολαμβάνουν
καθ' ὅλον αὐτὸ τὸ
μακρὸν διάστημα τοὺς καρποὺς
τῶν κόπων των, διότι μακρὰ καὶ
πολυχρόνια θὰ εἶναι καὶ τὰ ἔργα
των. |
22
Καὶ δὲν θὰ οἰκοδομήσουν οἰκίας,
διὰ νὰ κατοικήσουν μέσα ἄλλοι, οὔτε
θὰ φυτεύσουν, διὰ νὰ φάγουν ἄλλοι.
Διότι ὅσον πολυχρόνιον ὑπῆρξε τὸ ἐν
τῷ Παραδείσῳ δένδρον τῆς ζωῆς, τόσον
μακραὶ θὰ εἶναι καὶ αἱ ἡμέραι
τοῦ λαοῦ μου· θὰ ἀπολαμβάνουν δὲ
οὗτοι τοὺς κόπους των, διότι μακρὰς διαρκείας
θὰ εἶναι καὶ τὰ ἔργα τῶν
κόπων των. |
23
Οἱ δὲ ἐκλεκτοί μου οὐ κοπιάσουσιν
εἰς κενὸν οὐδὲ τεκνοποιήσουσιν
εἰς κατάραν, ὅτι σπέρμα εὐλογημένον
ὑπὸ Θεοῦ ἐστι, καὶ τὰ
ἔκγονα αὐτῶν μετ' αὐτῶν ἔσονται.
|
23
Οἱ ἐκλεκτοί μου δὲν θὰ κοπιάσουν
εἰς μάτην, οὔτε θὰ τεκνοποιήσουν
πρὸς κατάραν, διότι
οἱ ἀπόγονοί των θὰ εἶναι
εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ τὰ τέκνα των εὐλογημένα
μαζῆ μὲ αὐτούς.
|
23
Οἱ δὲ ἔκλεκτοί μου δὲν θὰ κοπιάσουν
ματαίως καὶ εἰς τὰ κούφια, οὔτε θὰ
τεκνοποιήσουν διὰ νὰ ἀποθάνουν ὡς
κατηραμένα προώρως τὰ τέκνα των διότι τὸ γένος
των εἶναι εὐλογημένον ἀπὸ τὸν
Θεόν, καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ
ζοῦν μαζί των καθ’ ὅλον τὸν βίον τῶν
πατέρων των. |
24
Καὶ ἔσται πρὶν ἢ κεκράξαι αὐτοὺς,
ἐγὼ ὑπακούσομαι αὐτῶν,
ἔτι λαλούντων αὐτῶν ἐρῶ·
τί ἐστι; |
24
Καὶ τοῦτο τὸ καλὸν
θὰ συμβῇ εἰς αὐτοὺς πρὶν
ἀκόμη κράξουν διὰ τῆς προσευχῆς
των πρὸς ἐμέ, ἐγὼ θὰ ἀκούω
αὐτούς, καὶ ἐνῷ ἀκόμη
θὰ ὁμιλοῦν πρὸς ἐμὲ καὶ
θὰ μοῦ ἐκθέτουν τὰ αἰτήματά
των, ἐγὼ θὰ τοὺς διακόπτω καὶ
θὰ τοὺς ἐρωτῶ· Τί συμβαίνει;
|
24
Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· πρὶν
φωνάξουν, Ἐγὼ θὰ εἰσακούσω τούτους.
Καθ’ ὂν χρόνον ἀκόμη οὗτοι θὰ
ὁμιλοῦν πρὸς Ἐμέ, Ἐγὼ
διακόπτων αὐτοὺς θὰ τοὺς λέγω: Τί
συμβαίνει; |
25
Τότε λύκοι καὶ ἄρνες βοσκηθήσονται
ἅμα, καὶ λέων ὡς βοῦς φάγετα
ἄχυρα, ὄφις δὲ γῆν ὡς ἄρτον·
οὐκ ἀδικήσουσιν οὐδὲ μὴ
λυμανοῦντα ἐπὶ τῷ ὅρει τῷ
ἁγίῳ μου, λέγει Κύριος.
|
25
Τότε, κατὰ τὴν εὐλογημένην αὐτὴν
ἐποχήν τῆς χάριτος, λύκοι καὶ
ἀρνιὰ θὰ βόσκουν μαζῆ. Ὁ
λέων θὰ τρώγῃ ἄχυρον ὡσὰν
τὸ βόϊδι, τὸ δὲ φίδι θὰ
τρώγῃ τὴν γῆν ὡσὰν τὸ
ψωμί. Τὰ ἄγρια θηρία, οἱ τέως
κακοὶ ἄνθρωποι, δὲν θὰ προξενήσουν
πλέον καμμίαν βλάβην
εἰς τὸ ἅγιον ὄρος τῆς Σιών,
δὲν θὰ κάμουν
κανένα κακόν, λέγει ὁ Κύριος.
|
25
Τότε λύκοι καὶ ἀρνία θὰ βόσκωνται μαζί,
καὶ λέων θὰ φάγῃ ἄχυρα ὅπως
ὁ βοῦς, παύοντες νὰ εἶναι σαρκοβόροι
καὶ ἀποβάλλοντες τὴν ἀγρίαν φύσιν
των ὁ ὄφις δέ, μὴ ἔχων πλέον δηλητήριον,
θὰ τρώγῃ χῶμα ὡς ἀποκλειστικὴν
τροφὴν του. Δὲν θὰ ἀδικοῦν,
οὔτε θὰ βλάπτουν εἰς τὸ ὄρος
τὸ ἅγιόν μου, βεβαιώνει ὁ Κύριος.
|