Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ρχόμεθα
πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνειν; Εἰ
μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν
πρὸς ὑμᾶς ἢ ἐξ ὑμῶν
συσταστικῶν; |
ρχίζομεν
πάλιν νὰ συνιστῶμεν τὸν ἑαυτόν
μας; Μήπως τυχὸν καὶ χρειαζόμεθα,
ὅπως καὶ μερικοὶ ἄλλοι, συστατικὰς
ἐπιστολὰς πρὸς σᾶς ἢ ἀπὸ
σᾶς συστατικὰς ἐπιστολὰς διὰ
τοὺς ἄλλους; |
ρχίζομεν
πάλιν νὰ συσταίνωμεν τὸν ἑαυτόν μας;
Ἢ μήπως χρειαζόμεθα, ὅπως μερικοὶ ἄλλοι,
συστατικὰ γράμματα πρὸς σᾶς ἢ νὰ
πάρωμεν ἀπὸ σᾶς συστατικὰ πρὸς
ἄλλους; |
2
Ἡ ἐπιστολὴ ἡμῶν ὑμεῖς
ἔστε, ἐγγεγραμένη ἐν ταῖς καρδίαις
ἡμῶν, γινωσκομένη καὶ ἀναγινωσκομένη,
ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων,
|
2
Ἡ ἰδική μας συστατικὴ ἐπιστολὴ
εἶσθε σεῖς οἱ ἴδιοι. Ἐπιστολὴ
γραμμένη μέσα εἰς τὰς καρδίας
μας, ἡ ὁποία γνωρίζεται ὡς γνησία
καὶ ἀληθινὴ καὶ ἀναγινώσκεται
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
|
2
Ἡ συστατική μας ἐπιστολή, ποὺ βεβαιώνει
ποῖοι εἴμεθα, εἶσθε σεῖς· ἐπιστολὴ
γραμμένη μέσα εἰς τὰς καρδίας μας, ἡ ὁποία
παραμένει ἀνεξάλειπτος καὶ γνωρίζεται καὶ
ἀναγινώσκεται ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους. |
3
φανερούμενοι ὅτι ἐστὲ ἐπιστολὴ
Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ' ἡμῶν,
ἐγγεγραμένη οὐ μέλανι, ἀλλὰ
Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν
πλαξὶ λιθίναις, ἀλλὰ ἐν πλαξὶ
καρδίαις σαρκίναις.
|
3
Σεῖς γίνεσθε φανεροὶ καὶ διὰ
τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύετε, ὅτι
εἶσθε ἐπιστολὴ Χριστοῦ, τὴν
ὁποίαν ἐκεῖνος ἔγραψε, χρησιμοποιήσας
ἡμᾶς ὡς ὄργανά του· γραμμένη
ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ
τὴν χάριν καὶ τὸν φωτισμὸν τοῦ
Πνεύματος τοῦ ζῶντος Θεοῦ· ὄχι
εἰς λίθινες πλάκες, ὅπως εἶχε
γραφῆ ὁ μωσαϊκὸς Νόμος, ἀλλ'
εἰς τὶς σάρκινες πλάκες τῶν
καρδιῶν σας, αἱ ὁποῖαι αἰσθάνονται
καὶ ζοῦν τὰς δωρεὰς καὶ τὰς
ἀληθείας, ποὺ δίδει τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον. |
3
Καὶ γίνεσθε εἰς ὅλους φανεροί, ὅτι
εἶσθε ἐπιστολή, ποὺ τὴν ἔγραψεν
ὁ Χριστὸς μὲ διακόνους του ἠμᾶς.
Καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει
γραφῆ ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ
μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος τοῦ ζῶντος
Θεοῦ. Καὶ ἐγράφη ὄχι εἰς πλάκας
λιθίνας, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος,
ἀλλ’ εἰς ἄλλου εἴδους πλάκας, δηλαδὴ
εἰς καρδίας σαρκίνας, αἱ ὁποῖαι αἰσθάνονται
καὶ κατανοοῦν καὶ ἐγκολπώνονται
αὐτά, ποὺ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γράφει
εἰς αὐτάς. |
4
Πεποίθησιν δὲ τοιαύτη ἔχομεν διὰ
τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν.
|
4
Κάμνομεν δὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογίαν
καὶ ἔχομεν αὐτὴν τὴν πεποίθησιν
διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔμπροσθεν
τοῦ Θεοῦ. |
4
Τὴν πεποίθησιν δέ, ὅτι εἶσθε ἐπιστολὴ
τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὑπηρετήθη
ἀπὸ ἡμᾶς, καθὼς καὶ τὸ
θάρρος ποὺ μᾶς ἐμπνέει αὕτη,
τὴν ἔχομεν διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ·
καὶ τὴν πηγὴν καὶ τὸ στήριγμά
της τὸ ἔχομεν εἰς τὸν Θεόν.
|
5
Οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ'
ἑαυτῶν, ἀλλ' ἡ ἱκανότης
ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, |
5
Ὄχι διότι εἴμεθα ἀπὸ τοὺς
ἑαυτούς μας ἱκανοί, οὔτε ὅτι
ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας διάνοιαν
καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας
λογισμοὺς συνθέτομεν καὶ προσφέρομεν
τὸ κήρυγμα. Ἀλλ' ἡ ἱκανότης
μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
5
Ὄχι διότι εἴμεθα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
μας ἱκανοὶ διὰ νὰ λογαριάσωμεν, ὅτι
κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ κατορθώνονται εἰς
τὴν ἀποστολικὴν διακονίαν μας προέρχεται
ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μας καὶ
ἀπὸ τὴν δύναμίν μας, ἀλλ’ ἡ
ἱκανότης μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
6
ὃς καὶ ἰκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους
καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ
πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει,
τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ.
|
6
Αὐτὸς καὶ μᾶς ἔχει ἀναδείξει
ἱκανοὺς καὶ ἀξίους διακόνους
τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὄχι τοῦ
παλαιοῦ γραπτοῦ καὶ τυπικοῦ νόμου,
ἀλλὰ τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος
διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γράφεται
εἰς τὰς καρδίας μας καὶ δίδει
ζωήν. Διότι τὸ γράμμα, αἱ τυπικαὶ
διατάξεις τοῦ παλαιοῦ Νόμου, φέρουν
τὸν πνευματικὸν θάνατον. Τὸν νέον
ὅμως πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης
δίδει τὴν ζωήν. |
6
Αὐτὸς δὲ καὶ κανένας ἄλλος μᾶς
ἔκαμεν ἱκανοὺς νὰ διακονήσωμεν εἰς
διαθήκην νέαν. Αὐτὸς μᾶς ἀνέδειξε
διακόνους ὄχι νόμου γραπτοῦ, ποὺ ἦτο
γράμμα ἀνίσχυρον νὰ μεταδώσῃ ζωήν,
ἀλλὰ πνεύματος, ποὺ ζωοποιεῖ. Διότι
ὁ γραπτὸς νόμος, ἐπειδὴ δὲν
παρέχει εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν
ἐνίσχυσιν διὰ τὴν ἐφαρμογήν
του, ὁδηγεῖ εἰς τὸν πνευματικὸν
θάνατον. Τὸ πνεῦμα ὅμως τῆς Καινῆς
Διαθήκης μὲ τὴν χάριν καὶ ἐνίσχυσιν,
ποὺ μεταδίδει εἰς τοὺς πιστούς, χορηγεῖ
εἰς αὐτοὺς ζωήν. |
7
Εἰ δὲ ἡ διακονία τοῦ θανάτου
ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν
λίθοις ἐγενήθη ἐν δόξῃ,
ὥστε μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τοὺς
υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ πρόσωπον
Μωϋσέως διὰ τὴν δόξα τοῦ προσώπου
αὐτοῦ τὴν καταργουμένην, |
7
Ἐὰν δὲ ὁ παλαιὸς Νόμος,
ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον
καὶ εἶχε χαραχθῆ μὲ γράμματα
εἰς λίθους, ἐδόθη μὲ τόσην
δόξαν, ὥστε οἱ Ἰσραηλῖται νὰ
μὴ ἠμποροῦν νὰ ἀτενίσουν
τὸ πρόσωπον τοῦ Μωϋσέως, ἕνεκα
τῆς δόξῃς καὶ λαμπρότητος ποὺ
ἀνέδιδεν αὐτό, ἡ ὁποία
ἐν τούτοις ἦτο παροδικὴ καὶ
θὰ κατηργεῖτο, |
7
Ἐὰν δὲ ἡ διακονία τοῦ νόμου,
ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον καὶ
εἶχε χαραχθῆ μὲ γράμματα εἰς λίθους,
συνωδεύθη μὲ δόξαν, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν
οἱ Ἰσραηλῖται νὰ κυττάξουν κατ’ εὐθεῖαν
τὸ πρόσωπον τοῦ Μωϋσέως διὰ τὴν λαμπρότητα
καὶ δόξαν τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία
μ’ ὅλα ταῦτα ἦτο πρόσκαιρος καὶ θὰ
κατηργεῖτο μίαν ἡμέραν, |
8
πῶς οὐχὶ μᾶλλον ἡ διακονία
τοῦ πνεύματος ἔσται ἐν δόξῃ;
|
8
πῶς δὲν θὰ ἔχῃ μεγαλυτέραν
δόξαν καὶ μεγαλειότητα ἡ διακονία
τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία
χορηγεῖ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον; |
8
πῶς δὲν θὰ εἶναι περισσότερον ἔνδοξος
ἡ διακονία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ
δίδει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν χάριν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; |
9
Εἰ γὰρ ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως
δόξα, πολλῷ μᾶλλον περισσεύει ἡ
διακονία τῆς δικαιοσύνης ἐν δόξῃ.
|
9
Διότι ἐὰν ἡ διακονία ἐκείνη
τοῦ παλαιοῦ Νόμου, ποὺ εἶχε
ὡς συνέπειαν τὴν καταδίκην τοῦ
ἀνθρώπου, ἦτο ἔνδοξος, πολὺ
περισσότερον ἡ διακονία τῆς Καινῆς
Διαθήκης, ποὺ δίδει τὴν δικαίωσιν
καὶ τὴν σωτηρίαν ἔχει μὲ τὸ
παραπάνω πλουσίαν τὴν δόξαν.
|
9
Διότι, ἐὰν ἡ διακονία ἐκείνη, ποὺ
κατέληγεν εἰς τὴν κατάκρισιν, ἦτο ἔνδοξος,
πολὺ περισσότερον ἡ διακονία αὕτη, ποὺ
παρέχει εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωσιν
καὶ σωτηρίαν, ἔχει ὑπεράφθονον τὴν
δόξαν. |
10
Καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ
δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει
ἕνεκεν τῆς ὑπερβαλλούσης δόξης.
|
10
Διότι δὲν ἔχει ἀποκτήσει ποτὲ
τέτοιαν δόξαν ὁ δοξασμένος παλαιὸς
Νόμος, ἐν συγκρίσει καὶ ἀντιπαραβολῇς
πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ἕνεκα
τῆς ὑπερβολικῆς καὶ ἀσυλλήπτου
δόξης, ποὺ ἔχει ἡ νέα αὐτῃ
Διαθήκη. |
10
Πράγματι δὲ ἔχει περισσεύουσαν τὴν δόξαν.
Διότι δὲν εἶναι κἂν δόξα ἡ δόξα τοῦ
δοξασμένου παλαιοῦ νόμου, ἐὰν ἤθελε
συγκριθῆ πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην
ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς δόξης, ποὺ
ἔχει ἡ Διαθήκη αὐτή.
|
11
Εἰ γὰρ τὸ καταργούμενον διὰ
δόξης, πολλῷ μᾶλλον τὸ μένον
ἐν δόξῃ. |
11
Καὶ ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι·
διότι ἐὰν ὁ παλαιὸς Νόμος,
ποὺ ἦτο προσωρινὸς καὶ θὰ κατηργεῖτο,
εἶχε τὴν δόξαν του, πολὺ περισσότερον
συνοδεύεται ἀπὸ μεγαλυτέραν δόξαν
αὐτὸ ποὺ μένει εἰς τοὺς
αἰῶνας αἰώνων, δηλαδὴ ἡ
Καινὴ Διαθήκη. |
10
Πράγματι δὲ ἔχει περισσεύουσαν τὴν δόξαν.
Διότι δὲν εἶναι κἂν δόξα ἡ δόξα τοῦ
δοξασμένου παλαιοῦ νόμου, ἐὰν ἤθελε
συγκριθῆ πρὸς τὴν Καινὴν Διαθήκην
ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς δόξης, ποὺ
ἔχει ἡ Διαθήκη αὐτή.
|
12
Ἔχοντες οὖν τοιαύτην ἐλπίδα
πολλῇ παρρησίᾳ χρώμεθα,
|
12
Ἔχοντες, λοιπόν, μίαν τέτοιαν ἐλπίδα,
ὅτι δηλαδὴ τὸ ἐν Χριστῷ ἔργον
μας εἶναι ἀφαντάστως καὶ αἰωνίως,
ἔνδοξον, προχωροῦμεν καὶ ἐργαζόμεθα
μὲ πολὺ θάρρος διὰ τὴν διάδοσιν
τοῦ Εὐαγγελίου. |
12
Ἔχοντες λοιπὸν μιὰ τέτοια ἐλπίδα,
ὅτι δηλαδὴ τὸ ἔργον, ποὺ ὑπηρετοῦμεν,
θὰ παρουσιασθῇ καὶ θὰ λάμψη εἰς
τὸ μέλλον ἐνδοξότερον ἀπὸ τὴν
διακονίαν τοῦ Μωϋσέως, μεταχειριζόμεθα εἰς τὸ
κήρυγμά μας πολλὴν παρρησίαν καὶ ἐλευθερίαν.
|
13
καὶ οὐ καθάπερ Μωϋσῆς ἐτίθει
κάλυμμα ἐπὶ τὸ πρόσωπον ἑαυτοῦ
πρὸς τὸ μὴ ἀτενίσαι τοὺς
υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὸ τέλος
τοῦ καταργουμένου.
|
13
Καὶ προσφέρομεν καθαράν, χωρὶς κανένα
κάλλυμα, τὴν νέαν διδασκαλίαν καὶ
τὸ ἔργον μας, καὶ ὄχι ὅπως ὁ
Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος ἔθετε κάλυμμα
ἐμπρὸς εἰς τὸ πρόσωπόν
του, τὸ ὁποῖον κάλυμμα ὑπεδήλωνεν,
ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ
δὲν θὰ ἠμποροῦσαν, ἐξ αἰτίας
τῆς σκληροκαρδίας των, νὰ ἀτενίσουν
καὶ νὰ κατανοήσουν τοῦ καταργουμένου
ἐκείνου Νόμου τὸ τέλος καὶ
τὸν σκοπόν, δηλαδὴ τὸν Χριστόν.
|
13
Καὶ δὲν θέτομεν κάλυμμα εἰς τὴν διδασκαλίαν
μας διὰ νὰ ἀποκρύψωμεν ἢ συσκιάσωμεν
τὴν ἀλήθειαν, ὅπως ὁ Μωϋσῆς
ἔθετεν εἰς τὸ πρόσωπόν του κάλυμμα, ποὺ
ἐσυμβόλιζεν, ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη
ἦτο συσκιασμένη ἐμφάνισις τῆς ἀληθείας.
Καὶ προετύπωνε τὸ κάλυμμα ἐκεῖνο,
ὅτι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ
δὲν θὰ ἠμπορέσουν ἐξ αἰτίας
τῆς ἀπιστίας των νὰ ἀτενίσουν
καὶ νὰ ἴδουν τὸν Χριστόν, ὁ
ὁποῖος ἦτο τέλος καὶ σκοπός
του καταργουμένου νόμου. |
14
Ἀλλ' ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν.
Ἄχρι γὰρ τῆς σήμερον τὸ αὐτὸ
κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει
τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει, μὴ
ἀνακαλυπτόμενον ὅτι ἐν Χριστῷ
καταργεῖται, |
14
Ἀλλ' ἐσκληρύνθη καὶ ἐτυφλώθη
ἡ διάνοιά των. Διότι καὶ μέχρι
σήμερον μένει τὸ ἴδιο κάλυμμα
κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης καὶ δὲν ἀφαιρεῖται
τοῦτο ἀπὸ αὐτοὺς (κατὰ
κυριολεξίαν καὶ κατὰ μεταφοράν) ἐπειδὴ
δὲν πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν,
ἐν τῷ ὁποίῳ καὶ διὰ
τοῦ ὁποίου καταργεῖται αὐτό.
|
14
Ἀλλ’ ἐτυφλώθησαν αἱ διάνοιαί
των. Διότι μέχρι σήμερον μένει τὸ αὐτὸ κάλυμμα,
ὅταν ἀναγινώσκεται ἀπὸ αὐτοὺς
ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ δὲν σηκώνεται
τοῦτο, διότι μόνον διὰ τῆς πίστεως καὶ
ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστὸν καταργεῖται
τὸ κάλυμμα αὐτό. |
15
ἀλλ' ἕως σήμερον, ἡνίκα ἀναγινώσκεται
Μωϋσῆς, κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν
αὐτῶν κεῖται·
|
15
Ἀλλὰ μέχρι σήμερον, ὅταν ἀναγινώσκεται
ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως, ἀπλώνεται
καὶ ὑπάρχει κάλυμμα ὄχι μόνον
εἰς τὸ πρόσωπόν των, ἀλλὰ
καὶ εἰς τὴν καρδίαν των.
|
15
Ἀλλὰ μέχρι σήμερον, ὅταν ἀναγινώσκεται
ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὑπάρχει κάλυμμα εἰς
τὴν καρδίαν των, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν
νὰ καταλάβουν, ὅτι πρὸς τὸν Ἰησοῦν
τοὺς ὁδηγοῦν ὁ νόμος καί οἱ
προφῆται. |
16
ἡνίκα δ' ἂν ἐπιστρέψῃ
πρὸς Κύριον, περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα.
|
16
Ὅταν δὲ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς
καθοδηγηθῇ καὶ ἐπιστρέψῃ πρὸς
τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τότε
ξετυλίγεται καὶ ἀφαιρεῖται τὸ
κάλυμμα τῆς καρδίας, διὰ νὰ
γίνῃ ἔτσι φανερὰ εἰς αὐτὸν
καὶ κατανοητὴ ἡ ἀλήθεια.
|
16
Ὅταν δὲ καθένας, ποὺ ἀναγινώσκει τὸν
Μωϋσῆν, ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Κύριον
Ἰησοῦν Χριστόν, τότε θὰ σηκωθῇ τὸ
κάλυμμα καὶ θὰ καταλάβῃ, ὅτι εἰς
τὸν Χριστὸν ὡδήγει ὁ νόμος.
|
17
Ὁ δὲ Κύριος τὸ Πνεῦμά
ἐστιν· οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα
Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία.
|
17
Ὁ Κύριος εἶναι τὸ Πνεῦμα καὶ
ὅπου ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον διὰ μέσου τοῦ Κυρίου
χορηγεῖται, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ
ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τὸ κάλυμμα
καὶ τὴν δουλείαν τοῦ Νόμου·
ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ πραγματικὴ
ἐλευθερία. |
17
Πράγματι δὲ μὲ τὴν ἐπιστροφήν του
πρὸς τὸν Χριστὸν λαμβάνει μέσα του ὁ
καθένας μας καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τὸ
Πνεῦμα δὲ εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ
ὅπου ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
τὸ ὁποῖον λαμβάνομεν διὰ μέσου τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ
ἐλευθερία ἀπὸ τὸ κάλυμμα καὶ
τὴν δουλείαν τοῦ νόμου. |
18
Ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ
προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι
τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα
ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ
ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος
|
18
Ἡμεῖς δὲ ὅλοι μὲ ἀκάλυπτον
τὸ πρόσωπον καὶ ἀνεμπόδιστον
τὴν καρδίαν δεχόμεθα καὶ ἀντικατοπτρίζομεν
καὶ ἀκτινοβολοῦμεν τὴν δόξαν
τοῦ Κυρίου, καὶ μεταμορφωνόμεθα εἰς
αὐτὴν ταύτην τὴν εἰκόνα
του καὶ τοῦ ὁμοιάζομεν πνευματικῶς,
προχωροῦντες ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν,
ὅπως εἶναι φυσικὸν νὰ προχωρῇ
αὐτός, ποὺ ἁγιάζεται καὶ
λαμπρύνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀπὸ
τὸν Κύριον. |
18
Καὶ ὅλοι ἡμεῖς μὲ ξέσκεπον
τὸ πρόσωπον τοῦ ἐσωτερικοῦ μας ἀνθρώπου,
σὰν ἄλλοι καθρέπται πνευματικοὶ δεχόμεθα
καὶ ἀντανακλῶμεν τὴν δόξαν τοῦ
Κυρίου. Καὶ ἔτσι μεταμορφωνόμεθα καὶ λαμβάνομεν
τὴν αὐτὴν ἔνδοξον εἰκόνα τοῦ
Κυρίου. Καὶ προοδεύομεν ἀπὸ ἕνα βαθμὸν
δόξης εἰς ἄλλον βαθμὸν ἀνώτερον, ὅπως
εἶναι ἑπόμενον να προοδεύῃ ὁ φωτιζόμενος
ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον εἶναι ὁ Κύριος. |