Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἴδαμεν
γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος
ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους
καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ
ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον
αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
ιὰ
τοῦτο οὔτε καταβαλλόμεθα οὔτε ἀποκάμνομεν
ἀπὸ τὰς θλίψεις, τοὺς κινδύνους
καὶ τὰς ταλαιπωρίας. Διότι γνωρίζομεν
καλὰ ὅτι, ἐὰν ἡ ἐπίγειος
κατοικία τῆς ψυχῆς μας, σὰν προσωρινὴ
σκηνὴ ποὺ εἶναι, διαλυθῇ ἀπὸ
τὸν θάνατον, ἔχωμεν ἄλλην οἰκοδομὴν
ἐτοιμασμένην ἀπὸ τὸν Θεόν,
οἰκίαν ποὺ δὲν τὴν ἔχουν
κάμει ἀνθρώπινα χέρια, δηλαδὴ
τὸ ἀθάνατον καὶ ἔνδοξον σῶμα
μας, ποὺ θὰ εἶναι αἰώνιον εἰς
τοὺς οὐρανούς. |
ι’
αὐτὸ καὶ δὲν ἀποκάμνομεν. Διότι
γνωρίζομεν καλά, ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος
κατοικία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι
κατοικία πρόσκαιρος καὶ διαλύεται εὔκολα σὰν
σκηνή, ἤτοι τὸ σῶμα μας, γίνῃ ἐρείπιον
ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ διαλυθῇ
ἀπὸ τὸν θάνατον, ἔχομεν ὡς ἄλλην
οἰκοδομήν, ποὺ μᾶς ἑτοιμάζεται ἀπὸ
τὸν Θεόν, τὸ νέον ἀθάνατον σῶμα. Αὐτὸ
πλέον θὰ εἶναι σπίτι, τὸ ὁποῖον
δὲν ἔκτισαν χεῖρες ἀνθρώπινοι, καὶ
θὰ εἶναι αἰώνιον εἰς τοὺς οὐρανούς.
|
2
Καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν,
τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ
ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες,
|
2
Διότι πράγματι εἰς τοῦτο τὸ
σκῆνος, τὸ φθαρτὸν καὶ ταλαιπωρημένον
σῶμα, στενάζομεν, ἐπιθυμοῦντες μὲ
πολὺν πόθον καὶ λαχτάραν νὰ
φορέσωμεν ἐπάνω μας, σὰν ἄλλο
πολυτιμόταστον ἔνδυμα, τὴν ἔνδοξον
κατοικίαν μας, ἡ ὁποία θὰ μᾶς
δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
δηλαδὴ τὸ ἄφθαρτον καὶ ἀκατάλυτον
καὶ ἔνδοξον νέον σῶμα.
|
2
Καὶ ἀληθῶς, ὅσον καιρὸν εὑρισκόμεθα
εἰς τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα,
στενάζομεν, διότι μὲ πολὺν πόθον ἐπιθυμοῦμεν
νὰ φορέσωμεν ἐπάνω μας σὰν ἄλλο
ἔνδυμα τὴν μόνιμον κατοικίαν μας, ἡ ὁποία
θὰ μᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
|
3
εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ
εὑρεθησόμεθα. |
3
Ἐὰν βέβαια ἔστω καὶ σὰν
ἔνδυμα φορέσωμεν αὐτὸ τὸ νέον
σῶμα, δὲν θὰ εὑρεθῶμεν πλέον
γυμνοί. |
3
Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὡς ἔνδυμα
ἐκλάβωμεν τὸ νέον σῶμα, μιὰ φορὰ
ποὺ θὰ φορέσωμεν τὸ ἔνδυμα αὐτό,
δὲν θὰ εὑρεθῶμεν γυμνοί, χωρὶς
κάποιο σῶμα. |
4
Καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ
σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ'
ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ'
ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ
θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς.
|
4
Διότι ἡμεῖς ποὺ εἴμεθα καὶ
ζῶμεν εἰς τὸ φθαρτὸν τοῦτο σῶμα,
στενάζομεν σὰν νὰ εἴμεθα φορτωμένοι
βαρὺ φορτίον, ὄχι διότι θέλομεν
νὰ ἐκδυθῶμεν τὸ σῶμα καὶ
νὰ ἀπαλλαγῶμεν ἀπὸ αὐτό,
ἀλλὰ διότι θέλομεν νὰ φορέσωμεν
ἐπάνω μας τὸ ἀθάνατον σῶμα,
διὰ νὰ ἀπορροφηθῇ καὶ ἐξαφανισθῇ
ἐντελῶς ἡ θνητότης τοῦ σώματος
καὶ μεταστοιχειωθῇ τὸ φθαρτὸν τοῦτο
σῶμα ὑπὸ τῆς αἰωνίου καὶ
ἀφθάρτου ζωῆς τοῦ ἄλλου, ὥστε
νὰ γίνῃ ἄφθαρτον.
|
4
Ἡμεῖς δηλαδή, ὅσοι εἴμεθα εἰς
τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ ὁμοιάζει
πρὸς σκηνήν, στενάζομεν σὰν νὰ πιεζώμεθα
ἀπὸ κάποιο βαρὺ φόρτωμα. Καὶ στενάζομεν,
ὄχι διότι θέλομεν νὰ ἐκδυθῶμεν τὸ
σῶμα, ἀλλὰ διότι θέλομεν νὰ ἐνδυθῶμεν
ἐπάνω μας τὸ οὐράνιον σῶμα,
διὰ νὰ καταποθῇ ἡ θνητότης τοῦ
σημερινοῦ μας σώματος ἀπὸ τὴν ἄφθαρτον
ζωὴν τοῦ ἄλλου. |
5
Ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς
αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ
δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα
τοῦ Πνεύματος. |
5
Ἐκεῖνος δέ, ὁ ὁποῖος μᾶς
ἐδημιούργησε δι' αὐτὸ τοῦτο,
διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν δηλαδὴ τὸ
ἄφθαρτον σῶμα, εἶναι αὐτὸς ὁ
Θεός, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε
ἀπὸ τώρα σὰν ἐγγύησιν
καὶ βεβαίαν ὑπόσχεσιν τὴν χάριν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ χορηγοῦ
τῆς ζωῆς. |
5
Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην βέβαια δύναμιν εἶναι
ἀδύνατον αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω.
Ἂλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς ἔπλασε
διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν, ἤτοι διὰ
νὰ ἐπενδυθῶμεν τὴν ἀφθαρσίαν,
δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ
Θεός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὡς ἀρραβῶνα
καὶ ἐπίσημον ὑπόσχεσιν περὶ τοῦ
ὅτι θὰ ἀφθαρτισθῶμεν, μᾶς ἔδωκε
τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
|
6
Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες
ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι
ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου·
|
6
Πάντοτε, λοιπόν, ἔχομεν θάρρος καὶ
ἐλπίδα καὶ γνωρίζομεν καλά,
ὅτι κατὰ τὸ διάστημα, κατὰ τὸ
ὁποῖον μένομεν εἰς τὸ σῶμα
τοῦτο, εἶναι σὰν νὰ ἔχωμεν ξενητευθῆ
ἀπὸ τὸν Κύριον.
|
6
Ἔχομεν λοιπὸν θάρρος πάντοτε καὶ γνωρίζομεν,
ὅτι ὅσον καιρὸν μένομεν εἰς τὸ
σῶμα, εἴμεθα ξενητευμένοι ἀπὸ τὸν
Κύριον. |
7
διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ
διὰ εἴδους·
|
7
Διότι τὴν παροῦσαν ζωὴν τὴν
διερχόμεθα μὲ πίστιν, χωρὶς καὶ
νὰ βλέπωμεν μὲ τρόπον αἰσθητὸν
κατὰ πρόσωπον τὸν Κύριον.
|
7
ἑγὼ ξενητευμένοι, ὄχι διότι εἴμεθα
χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον, ἀλλὰ
διότι δὲν τὸν βλέπομεν μὲ τὰ μάτια
τοῦ σώματος. Διότι τὴν παροῦσαν ζωὴν
τὴν περνῶμεν μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ
βλέπιομεν κατὰ πρόσωπον τὸν Κύριον.
|
8
θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν
μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος
καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον.
|
8
Ἔχομεν δὲ ἀκλόνητον θάρρος καὶ
πολὺ προτιμῶμεν νὰ ἐκδημήσωμεν
ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτὸ καὶ
νὰ μείνωμεν διὰ παντὸς πλησίον
τοῦ Κυρίου. |
8
Εἴμεθα δὲ γεμᾶτοι θάρρος καὶ ἐπιθυμοῦμεν
πολὺ νὰ ἀναχωρήσωμεν ἀπὸ τὸ
σῶμα καὶ να μεταβῶμεν διὰ νὰ
μείνωμεν μονίμως πλησίον τοῦ Κυρίου.
|
9
Διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες
εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι
αὐτῷ εἶναι. |
9
Δι' αὐτὸ καὶ προσπαθοῦμεν μὲ
κάθε φιλοτιμίαν νὰ εἴμεθα εὐάρεστοι
εἰς τὸν Θεόν, εἴτε εὑρισκόμεθα
εἰς τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα
εἴτε ἀναχωροῦμεν ἀπὸ αὐτὸ
διὰ τὸν οὐρανὸν κατὰ τὴν
ὥραν τοῦ θανάτου. |
9
Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ προσπαθοῦμεν
μὲ κάθε φιλοτιμίαν, εἴτε εὑρισκόμεθα μέσα
εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ φθαρτὸν
καὶ ἐνδημοῦμεν εἰς αὐτό,
εἴτε ἀποθνήσκομεν καὶ ἀναχωροῦμεν
ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ εἴμεθα
εὐάρεστοι εἰς αὐτόν. |
10
Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι
δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ
Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ
διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν,
εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν.
|
10
Διότι ὅλοι μας θὰ παρουσιασθῶμεν ὀπωσδήποτε
μπροστὰ εἰς τὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ,
ὁλοφάνεροι καὶ ξέσκεποι, διὰ
νὰ ἀποκομίσῃ καὶ ἀπολαύσῃ
ὁ καθένας, ἀνάλογα μὲ ὅσα
διὰ τοῦ σώματος ἔπραξε, εἴτε
ἀγαθὰ εἴτε κακά.
|
10
Διότι ὅλοι ἡμεῖς πρέπει νὰ παρουσιασθῶμεν
φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι ἐμπρὸς εἰς
τὸ δικαστικὸν βῆμα τοῦ Χριστοῦ,
διὰ νὰ ἀπολαύσῃ ὁ καθένάς
μας ἐκεῖνα, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ
σῶμα, ἀναλόγως τῶν ὅσων ἔπραξεν,
εἴτε ἀγαθὸν εἶναι τὸ σύνολον
τῶν πράξεών του εἴτε κακόν.
|
11
Εἰδότες οὖν τὸν φόβον τοῦ
Κυρίου ἀνθρώπους πείθομεν, Θεῷ
δὲ πεφανερώμεθα, ἐλπίζω δὲ καὶ
ἐν ταῖς συνειδήσεσιν ὑμῶν πεφανερῶσθαι.
|
11
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς γνωρίζομεν τὸν
φόβον τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ καθίσῃ
ὡς κριτὴς κατὰ τὴν δευτέραν
παρουσίαν εἰς τὸ ἔνδοξον ἐκεῖνο
βῆμα, ζητοῦμεν μὲ κάθε εἰλικρίνειαν
νὰ πείσωμεν τοὺς ἀνθρώπους διὰ
τὰς διαθέσεις μας καὶ τὸ ἔργον
μας. Ὡς πρὸς δὲ τὸν Θεὸν εἴμεθα
ὁλοφάνεροι εἰς αὐτόν. Ἐλπίζω
δὲ ὅτι καὶ εἰς τὰς ἰδικάς
σας συνειδήσεις ἔχομεν φανερωθῆ, ὁποῖοι
εἴμεθα. |
11
Ἐπειδὴ λοιπὸν γνωρίζομεν τὸν φόβον
τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐμπνέει τὸ δικαστήριόν
του αὐτό, ἐπιχειροῦμεν νὰ πείσωμεν
περὶ τῆς εἰλικρινείας μας τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ δὲν μᾶς ξεύρουν, εἴμεθα ὅμως
φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι ἐμπρὸς εἰς
τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐλπίζω δέ,
ὅτι ἔχομεν φανερωθῇ καὶ εἰς
τὰς συνειδήσεις σας. |
12
Οὐ γὰρ πάλιν ἑαυτοὺς συνιστάνομεν
ὑμῖν, ἀλλὰ ἀφορμὴν διδόντες
ὑμῖν καυχήματος ὑπὲρ ἡμῶν,
ἵνα ἔχητε πρὸς τοὺς ἐν προσώπῳ
καυχωμένους καὶ οὐ καρδίᾳ.
|
12
Διότι δὲν συσταίνομεν πάλιν τοὺς
ἑαυτούς μας εἰς σᾶς, ἀλλὰ
σᾶς δίδομεν ἀφορμὴν νὰ καυχᾶσθε
δι' ἡμᾶς, ὥστε νὰ ἔχετε τί
νὰ ἀπαντᾶτε καὶ τί νὰ
λέγετε εἰς ἐκείνους ποὺ καυχῶνται
καὶ ζητοῦν δόξαν ἀπὸ ἐξωτερικὰ
πλεονεκτήματα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰς
ἐσωτερικὰς ἀρετὰς τῆς καρδίας.
|
12
Διότι δὲν συσταίνομεν πάλιν τοὺς ἑαυτούς
μας εἰς σᾶς, ἀλλὰ μὲ αὐτά,
ποὺ γράφομεν, σᾶς δίδομεν ἀφορμὴν
νὰ καυχάσθε δι’ ἠμᾶς τοὺς διδασκάλους
σας καὶ νὰ ἔχετε θὰ λέγετε πρὸς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καυχῶνται
διὰ πλεονεκτήματα ἐξωτερικὰ καὶ ὄχι
δι’ ἐσωτερικὰ προσόντα τῆς καρδίας.
|
13
Εἴτε γὰρ ἐξέστημεν, Θεῷ, εἴτε
σωφρονοῦμεν, ὑμῖν.
|
13
Εἴτε ὅμως ἕνεκα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ
μας ἐβγήκαμε ἀπὸ τὸν εὐατόν
μας καὶ παραλογιζόμεθα μὲ τὸ νὰ
αὐτοεπαινούμεθα, διὰ τὴν δόξαν
τοῦ Θεοῦ ἐφθάσαμεν εἰς τὸ
σημεῖον αὐτό· εἴτε εἴμεθα
σώφρονες καὶ συνετοὶ καὶ περικρύπτομεν
τὰς δωρεὰς ποὺ μᾶς ἔχει δώσει
ὁ Θεός, τὸ πράττομεν διὰ τὴν
ἰδικήν σας ὠφέλειαν.
|
13
Ἡμεῖς ὅμως κάθε τι ποὺ πράττομεν,
τὸ κάνομεν μὲ εἰλικρίνειαν καὶ χωρὶς
ἰδιοτέλειαν καὶ συμφεροντολογίαν. Καὶ εἴτε
ἐκαταντήσαμεν εἰς τρέλλαν ἐπαινοῦντες
τοὺς ἑαυτούς μας, πράττομεν τοῦτο
πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ, διότι ἀποβλέπομεν
εἰς τὸ νὰ μὴ μειωθῇ τὸ
ἀξίωμα τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἐμποδισθῇ
ἡ πρόοδος τοῦ εὐαγγελίου. Εἴτε μέτρια
καὶ ταπεινὰ λέγομεν διὰ τοὺς ἑαυτούς
μας, τὰ λέγομεν διὰ τὴν ἰδικήν
σας ὠφέλειαν, διὰ νὰ διδάσκεσθε δηλαδὴ
καὶ μὲ τὸ παράδειγμά μας τὴν
ταπεινοφροσύνην. |
14
Ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ
συνέχει ἡμᾶς,
|
14
Διότι ἡ ἄδολος καὶ ἁγνὴ
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς κρατεῖ
ὅλους, ἡμᾶς καὶ σᾶς, σφικτὰ
ἐνωμένους. |
14
Καὶ ἔχομεν τὰ ἀνιδιοτελῆ αὐτὰ
ἐλατήρια, διότι ἡ ἀγάπη, τὴν ὁποίαν
ἔδειξεν εἰς ἡμᾶς ὁ Χριστός,
μᾶς σφίγγει ὅλους μαζὶ καὶ μᾶς
συγκροτεῖ προσκολλημένους εἰς αὐτόν. Καὶ
κρατούμεθα προσκολλημένοι εἰς αὐτόν, διότι
μὲ φωτισμένην κρίσιν ἐσχηματίσαμεν πεποίθησιν
περὶ τούτου, ὅτι δηλαδή, ἐὰν ἕνας
ὁ Χριστὸς ἀπέθανε δι’ ὅλους ὡς
ἀντιπρόσωπός των, ἄρα ὅλοι ἀπέθανον
ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ.
|
15
κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς
ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα
οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ
ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα
οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν,
ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν
ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι.
|
15
Ἐσχηματίσαμεν δὲ ἀκλόνητον τὸ
φρόνημα καὶ τὴν πεποίθησιν, ὅτι
ἐὰν ἔνας, ὁ Χριστός, ἀπέθανεν
ὑπὲρ ὅλων καὶ ὡς ἀντιπρόσωπος
ὅλων, ἄρα ὅλοι ἀπέθανον καὶ
ἀπέθανεν ὑπὲρ ὅλων ἵνα,
ὅσοι ζοῦν καὶ εὑρίσκονται ἀκόμη
εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, μὴ ζοῦν
πλέον διὰ τὸν ἑαυτόν των, ἀλλὰ
δι' ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐθυσιάσθη
ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ ἀνεστήθη
πρὸς χάριν αὐτῶν.
|
15
Καὶ ἀπέθανε δι’ ὅλους ὁ Χριστός, ὥστε
ὅσοι εὑρίσκονται εἰς τὴν παροῦσαν
ζωὴν νὰ μὴ ζοῦν πλέον διὰ τὸν
ἑαυτόν τους, ἀλλὰ δι’ ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος ἀπέθανε καὶ ἀνέστη
ὑπὲρ αὐτῶν, πράττοντες πάντοτε τὰ
ἀρεστὰ εἰς αὐτόν.
|
16
Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ νῦν
οὐδένα οἴδαμεν κατὰ σάρκα·
εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ
σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι
γινώσκομεν. |
16
Ὥστε ἡμεῖς ἀπὸ τότε ποὺ
ἐσχηματίσαμεν αὐτὴν τὴν πεποίθησιν,
δὲν ἀναγνωρίζομεν καὶ δὲν ἐκτιμῶμεν
κανένα, κατὰ τὰ ἐξωτερικά του
προσόντα (ὅπως εἶναι ἡ εὐγενὴς
κατὰ σάρκα καταγωγὴ του ἢ τὰ
ἀξιώματα του καὶ ἡ σοφία του).
Ἐὰν δὲ καὶ κάποτε εἴχαμεν
γνωρίσει τὸν Χριστόν, εἰς τὴν
ταπείνωσιν καὶ ἀσημότητα τῆς
ἀνθρωπίνης του σαρκός, τώρα ὅμως
δὲν τὸν γνωρίζομεν πλέον ἔτσι,
ἀλλὰ ὡς τὸν Θεάνθρωπον λυτρωτήν.
|
16
Ὥστε ἡμεῖς ἀφ’ ὅτου ἔσχηματίσαμεν
τὸ φρόνημα τοῦτο, δὲν λογαριάζομεν κανένα
ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐξωτερικῶν
προσόντων τῆς σαρκός, δηλαδὴ ἐπὶ τῇ
βάσει τῆς εὐγενοῦς καταγωγῆς του ἢ
τοῦ πλούτου του ἢ τῆς κατὰ κόσμον
σοφίας ἢ ἐπιρροής του. Ἐὰν δὲ
κάποτε, προτοῦ νὰ πιστεύσωμεν, ἐγνωρίσαμεν
τὸν Χριστόν, ὅπως τὸν παρουσίαζαν τὸ
ταπεινὸν ἐξωτερικόν του καὶ ἡ καταδίκη
του, τώρα ὅμως δὲν τὸν γνωρίζομεν πλέον
ἔτσι. |
17
Ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ
κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν,
ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα.
|
17
Κατὰ συνέπειαν ὅποιος εἶναι ἀναγεννημένος
καὶ ἐνωμένος μὲ τὸν Χριστὸν
εἶναι νέα δημιουργία, νέος ἄνθρωπος.
Ἡ ἀρχαία κατάστασις τῆς ἁμαρτίας
καὶ τῆς καταδίκης ἐπέρασεν.
Ἰδοὺ ὅλα ἔχουν γίνει νέα.
|
17
Ἀλλ’ ἐὰν συναπεθάναμεν μαζὶ μὲ
τὸν Χριστόν, ἐξάγεται λοιπὸν τὸ συμπέρασμα,
ὅτι καθένας, ποὺ εἶναι ἐνωμένος
μὲ τὸν Χριστόν, εἶναι νέον δημιούργημα.
Ἡ ἀρχαία κατάστασις, τὴν ὁποίαν εἶχε
δημιουργήσει ὁ νόμος καὶ ἡ ἁμαρτία,
ἐπέρασεν. Ἰδοὺ ἔχουν γίνει ὅλα
νέα. |
18
Τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ
τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος
ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς,
|
18
Ὅλαι δὲ αὐταὶ αἱ δωρεαὶ
πηγάζουν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ
ὁποῖος μᾶς συνεφιλίωσε μὲ τὸν
ἑαυτόν του διὰ τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ ἔδωσεν εἰς ἡμᾶς
τοὺς Ἀποστόλους τὸ τιμητικὸν
ἔργον νὰ ὑπηρετοῦμεν εἰς αὐτὴν
τὴν συνδιαλλαγὴν καὶ συμφιλίωσιν τοῦ
Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
|
18
Ὅλα δὲ αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐσυμφιλίωσε
μὲ τὸν ἑαυτόν του διὰ μέσου τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς
ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους τὴν διακονίαν
τῆς συνδιαλλαγῆς. Μᾶς ἀνέθεσε τουτέστι
νὰ περιοδεύωμεν καὶ μὲ τὸ κήρυγμά
μας νὰ συμφιλιώνωμεν τοὺς ἀνθρώπους μὲ
αὐτόν. |
19
ὡς ὅτι Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ
κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ, μὴ
λογιζόμενος αὐτοῖς τὰ παραπτώματα
αὐτῶν, καὶ θέμενος ἐν ἡμῖν
τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς.
|
19
Διότι ὁ Θεὸς ἦτο ἐνωμένος
μὲ τὸν Χριστόν, εἰς μίαν θεανδρικὴν
ὑπόστασιν, συνδιαλλάσσων καὶ συμφιλιώνων
πρὸς τὸν ἑαυτόν του τὸν κόσμον,
μὴ καταλογίζων πλέον εἰς τοὺς
ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματά
των, καὶ ἀναθέσας εἰς ἡμᾶς
τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα τῆς συμφιλιώσεως
πρὸς τὸν Θεόν. |
19
Ἐννοῶ δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς ἦτο
ἐνωμένος μὲ τὸν Χριστὸν καὶ
συνεπῶς ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δὲν
ὑπῆρξε θάνατος ἀπλοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ Θεανθρώπου. Καὶ αὐτὸς ὁ
ἓν τῷ Χριστῷ Θεὸς συνεφιλίωσε τὸν
κόσμον πρὸς τὸν ἑαυτόν του, μὴ λογαριάζων
εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὰ ἁμαρτήματα
των. Καὶ αὐτὸς μᾶς ἀνέθεσε τὸ
κήρυγμα τῆς συμφιλιώσεως. |
20
Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν
ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν·
δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε
τῷ Θεῷ· |
20
Εἴμεθα, λοιπόν, ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
πρεσβευταὶ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς
ἄλλους ἀνθρώπους· διότι ὁ
Θεὸς διὰ μέσου ἡμῶν παρακαλεῖ.
Παρακαλοῦμεν, λοιπόν, καὶ ἡμεῖς
ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, συμφιλιωθῆτε
μὲ τὸν Θεόν. (Ὁ Ἀπόστολος
εἶναι θεόθεν ἐντεταλμένος νὰ
συνεχίζῃ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ
ὡς ἐκπρόσωπος αὐτοῦ. Ὅταν
δὲ ὁμιλῇ εἶναι ὡς νὰ ὁμιλῇ
δι' αὐτοῦ ὁ Χριστός).
|
20
Ἀντιπροσωπεύοντες λοιπὸν τὸν Χριστὸν
ἐνεργοῦμεν ὡς ἀπεσταλμένοί του καὶ
ὡς πρεσβευταί του. Διότι ὁ Θεὸς παρακαλεῖ
διὰ μέσου ἡμῶν. Παρακαλοῦμεν τοὺς
ἀνθρώπους ἐξ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ
καὶ τοὺς λέγομεν· Συμφιλιωθῆτε μὲ
τὸν Θεόν. |
21
τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν
ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν
ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ
ἐν αὐτῷ. |
21
Καὶ εἶναι πλέον ἔργον εὔκολον
αὐτὴ ἡ συμφιλίωσις, διότι τὸν
Χριστόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώρισε
ποτὲ ἀπὸ προσωπικὴν πεῖραν καμμίαν
ἀπολύτως ἁμαρτίαν, τὸν ἔκαμεν
ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ὁ
Θεός, τοῦ ἐφόρτωσε τὰς ἰδικάς
μας ἁμαρτίας καὶ τὸν ἀφῆκε
νὰ κατακριθῇ ὡς ἁμαρτωλὸς χάριν
ἡμῶν, διὰ νὰ δικαιωθῶμεν ἡμεῖς
δι' αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
21
Εἶναι δὲ εὔκολον νὰ συμφιλιωθῆτε,
διότι τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος δὲν
ἐγνώρισεν ἐκ πείρας ἁμαρτίαν, ἀφῆκεν
ὁ Θεὸς νὰ κατακριθῇ ὡς ἁμαρτωλὸς
χάριν ἠμῶν, διὰ νὰ γίνωμεν ἠμεῖς
δικαιοσύνη Θεοῦ διὰ τῆς ἑνώσεώς
μας μετ' αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ).
|