Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
υνεργοῦντες
δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι
ὑμᾶς· |
υνεργαζόμενοι
δὲ μὲ τὸν Θεὸν διὰ νὰ
συμφιλιωθῇ μὲ αὐτὸν ὁ κόσμος,
σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ προσέξετε, μήπως
ματαίως καὶ ἀνωφελῶς δεχθῆτε
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.
|
υνεργαζόμενοι
δὲ μὲ τὸν Θεόν εἰς τὸ ἔργον
αύτὸ τῆς συμφιλιώσεως καὶ τῆς
καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων, σᾶς παρακαλοῦμεν
νὰ δείξετε μὲ τὴν διαγωγήν σας, ὅτι
δὲν ἐδέχθητε ματαίως καὶ ἀνωφελῶς
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. |
2-λέγει
γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά
σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας
ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν
καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν
ἡμέρα σωτηρίας-
|
2
Αἱ εὐκαιρίαι τῆς σωτηρίας παρέρχονται.
Διότι ἡ Γραφὴ λέγει· <εἰς
κατάλληλον καὶ εὐπρόσδεκτον καιρὸν
σὲ ἤκουσα καὶ σὲ ἐδέχθην
καὶ εἰς περίοδον, ποὺ προσφέρεται
πρὸς σωτηρίαν, σὲ ἐβοήθησα>.
Ἰδοὺ τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος
καὶ εὐπρόσδεκτος καιρός, ἰδοὺ
τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς
σωτηρίας. |
2
Μὴ νομίσετε δέ, ὅτι πάντοτε ὁ Θεὸς
θὰ σᾶς στέλλῃ τοὺς ἀντιπροσώπούς
του νὰ σᾶς παρακαλοῦν. Ὄχι. Διότι
λέγει ἡ Γραφή· Εἰς καιρὸν κατάλληλον, εἰς
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς δεικνύει τὰ
ἐλέη του καὶ τὰς εὐνοίας του, σὲ
ἑπήκουσα καὶ εἰς ἡμέραν, ποὺ
δίδεται ἡ σωτηρία, σὲ ἐβοήθησα. Ἰδοὺ
τώρα εἶναι καιρὸς κατάλληλος, ἰδοὺ
τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας. |
3
μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν,
ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία,
|
3
Τώρα καὶ ἡμεῖς ὡς πρεσβευταὶ
τοῦ Θεοῦ μεσιτεύομεν καὶ παρακαλοῦμεν
νὰ δεχθῆτε τὴν σωτηρίας, χωρὶς
νὰ δίδωμεν εἰς κανένα οὐδεμίαν
ἀφορμὴν προσκόμματος, διὰ νὰ
μὴ γίνῃ κατὰ κανένα τρόπον
θέμα μομφῆς καὶ ἐμπαιγμοῦ ἡ
διακονία, ποὺ μᾶς ἀνέθεσεν ὁ
Κύριος. |
3
Καὶ τώρα σᾶς παρακαλοῦμεν ἡμεῖς,
χωρὶς νὰ δίδωμεν καμμίαν ἀφορμὴν
σκανδάλου εἰς τίποτε, διὰ νὰ μὴ κατηγορηθῇ
εἰς τὸ ἐλάχιστον ἡ διακονία τοῦ
κηρύγματος. |
4
ἀλλ' ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς
ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ
πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις,
ἐν στενοχωρίαις, |
4
Ἀλλὰ τουναντίον εἰς κάθε περίστασιν
καὶ μὲ κάθε ἔργον συσταίνομεν
καὶ προβάλλομεν τοὺς ἑαυτούς
μας σὰν γνησίους ὑπηρέτας τοῦ
Θεοῦ μὲ πολλὴν ὑπομονήν, μὲ
θλίψεις, μὲ ἀνάγκας, μὲ στενοχωρίας,
|
4
Ἀλλὰ τουναντίον μὲ κάθε τι συσταίνομεν
καὶ ἀποδεικνύομεν τοὺς ἑαυτούς
μας σὰν ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ διάκονοι.
Συσταίνομεν δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας
μὲ ὑπομονὴν πολλήν, μὲ θλίψεις, μὲ
ἀνάγκας, μὲ στενοχώριας, |
5
ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν
ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν
ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις,
|
5
μὲ δαρμούς, μὲ φυλακίσεις, μὲ
συνεχεῖς μετακινήσεις-εἴτε ἕνεκα τῶν
διωγμῶν εἴτε ἕνεκα τῶν ἀναγκῶν
τοῦ ἔργου μας-μὲ κόπους, μὲ
ἀγρυπνίας, μὲ νηστείας,
|
5
μὲ δαρμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ποὺ πληγώνουν
τὸ σῶμα μας, μὲ φυλακίσεις, μὲ καταδιώξεις,
ποὺ δὲν μᾶς ἀφίνουν νὰ
σταθῶμεν πουθενά, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίας,
μὲ στερήσεις φαγητοῦ, |
6
ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν
μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ
ἀνυποκρίτῳ, |
6
μὲ ἁγνότητα ἀπὸ κάθε μολυσμόν,
μὲ τὴν ἄδολον γνῶσιν τῆς ἀληθείας,
μὲ τὴν μακροθυμίαν, μὲ ἡμερότητα
καὶ καλωσύνην, μὲ τὰς δωρεὰς
τοῦ Ἅγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπην
εἰλικρινῆ καὶ ἄδολον,
|
6
μὲ καθαρότητα ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὲ
γνῶσιν τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμίαν,
μὲ καλωσύνην, μὲ ἁγιασμὸν καὶ
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπην
πραγματικὴν καὶ ἐλευθέραν ἀπὸ
ὑποκρισίαν, |
7
ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει
Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης
τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν,
|
7
μὲ τὸ κήρυγμα, διὰ τοῦ ὁποίου
ἐξαγγέλεται ἡ ἀλήθεια, μὲ
τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ
ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιά,
σὰν ἐκεῖνα ποὺ κρατοῦν οἱ
ἐπιτιθέμενοι κατὰ τὴν μάχην,
καὶ μὲ τὰ ὅπλα τὰ ἀριστερά,
σὰν ἐκεῖνα ποὺ κρατοῦν οἱ
ἀμυνόμενοι μὲ τὸ ἀριστερόν
των χέρι, ὅπως εἶναι ἡ ἀσπίδα.
|
7
μὲ λόγον, εἰς τὸν ὁποῖον κηρύττεται
ἡ ἀλήθεια, μὲ δύναμιν Θεοῦ,
μὲ τὰ ὅπλα τὰ ἐπιθετικά, ποὺ
εἶναι κατάλληλα διὰ τὴν ἐπιβολὴν
τῆς δικαιοσύνης καὶ ὁμοιάζουν πρὸς
αὐτὰ ποὺ οἱ μαχόμενοι στρατιῶται
φέρουν εἰς τὴν δεξιάν τους χεῖρα,
καθὼς καὶ μὲ τὰ ὅπλα τὰ
ἀμυντικὰ ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς
τὰ ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς
φερόμενα. Εἴμεθα δηλαδὴ πάνοπλοι καὶ διὰ
νὰ ὑπερασπισθῶμεν τὴν δικαιοσύνην
καὶ ἀλήθειαν καὶ διὰ νὰ δημιουργήσωμεν
τὸν θρίαμβόν της. |
8
διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ
δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι
καὶ ἀληθεῖς, |
8
Μαρτυροῦμεν καὶ βεβαιώνομεν ἐπάνω
εἰς τὰ πράγματα ποῖοι εἴμεθα
μὲ τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν
ὁ Θεὸς καὶ οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι
μᾶς ἀποδίδουν, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὴν περιφρόνησιν ἐκ μέρους
τῶν ἀπίστων, μὲ τὴν δυσφήμησιν
ἐκ μέρους τῶν διαβολέων, μὲ
τὸν ἔπαινον καὶ τὴν καλὴν φήμην
ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, μὲ τὴν
κατηγορίαν ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων
ὅτι εἴμεθα ἀπατεῶνες καὶ μὲ
τὴν ὁμολογίαν ἐκ μέρους τῶν
πιστῶν ὅτι εἴμεθα εἰλικρινείς.
|
8
Ἀποδεικνύομεν ποῖοι εἴμεθα μὲ τὴν
δόξαν, ποὺ μᾶς ἀποδίδουν οἱ πιστεύοντες
εἰς τὸ εὐαγγέλιον, καὶ μὲ τὴν
ἀτιμίαν ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων, μὲ
τὴν δυσφήμησιν ἐκ μέρους τῶν συκοφαντῶν
μας καὶ μὲ τὴν καλὴν φήμην καὶ
τοὺς ἐπαίνους ἐκ μέρους τῶν πιστῶν.
Ἐμφανιζόμεθα ὡς ἀπατεῶνες ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου
καὶ ὡς εἰλικρινεῖς ἀπὸ
τοὺς ὀπαδούς του, |
9
ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι,
ὡς ἀποθνήσκοντε καὶ ἰδοὺ
ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ
θανατούμενοι, |
9
Ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἡμεῖς
ζῶμεν ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου
ὡς ἄγνωστοι διὰ τὴν ἀσημότητα
ἡμῶν, ἀλλὰ καὶ ὡς πολὺ
καλὰ γνωστοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς
διὰ τὸ ἔργον μας, ὡς κινδυνεύοντες
κάθε ἡμέραν νὰ ἀποθάνωμε,
ἀλλ' ἰδοὺ ὅτι ζῶμεν, ὡς
βασανιζόμενοι καὶ τιμωρούμενοι, ἀλλὰ
καὶ μὴ θανατούμενοι ἕως τώρα,
|
9
ὡς ἄγνωστοι λόγῳ τῆς κατὰ κόσμον
ἀσημότητός μας καὶ ὡς πολὺ
γνωστοὶ καὶ περισπούδαστοι· ὡς κινδυνεύοντες
νὰ ἀποθάνωμεν, καὶ ὅμως ἰδοὺ
ζῶμεν· ὡς ἄνθρωποι ποὺ παιδαγωγούμεθα
ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ βαρυτάτας δοκιμασίας,
ἀλλὰ δὲν θανατωνόμεθα.
|
10
ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες,
ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες,
ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
|
10
ὡς ἄνθρωποι, ποὺ εἴμεθα συνεχῶς
βυθισμένοι εἰς τὴν λύπην, ἡμεῖς
οἱ ὁποῖοι ἐν τούτοις εἰς
τὴν πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν,
ὡς πτωχοὶ οἱ ὁποῖοι κάμνομεν
πολλοὺς ἄλλους πλουσίους, ὡς ἄνθρωποι
ποὶ δὲν ἔχομεν τίποτε καὶ ὅμως
κατέχομεν τὰ πάντα. |
10
Λόγῳ τῶν δοκιμασιῶν μας αὐτῶν
μᾶς νομίζουν βυθισμένους εἰς λύπην, ἡμεῖς
ὅμως πάντοτε χαίρωμεν. Θεωρούμεθα ὡς πτωχοί, ἡμεῖς
ὅμως κάμνομεν πολλοὺς πλουσίους μὲ πνευματικοὺς
καὶ οὐρανίους θησαυρούς. Παρουσιαζώμεθα σὰν
να μὴ ἔχωμεν τίποτε, καὶ ὅμως κατέχομεν
ὅλα. |
11
Τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγε
πρὸς ὑμᾶς, Κορίνθιοι, ἡ καρδία
ἡμῶν πεπλάτυνται·
|
11
Ἠνοίχθη τὸ στόμα μας πρὸς σᾶς,
Κορίνθιοι, διὰ νὰ καταστήσῃ
γνωστὰ μὲ ἐμπιστοσύνην, τὰ ὅσα
μᾶς συμβαίνουν. Ἡ καρδία μας ἔχει
γίνει πλατειά, διὰ νὰ σᾶς περιλάβῃ
μὲ στοργὴν ὅλους. |
11
Τὸ στόμα μας ἠνοίχθη πρὸς σᾶς, ὦ
Κορίνθιοι, καὶ σᾶς ὁμιλοῦμεν ἐλεύθερα
καὶ μὲ πολλὴν οἰκειότητα. Ἡ
καρδία μας ἔγινε πλατεῖα διὰ νὰ σᾶς
περιλάβῃ ὅλους μὲ τὴν ἀγάπην
της. |
12
οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν, στενοχωρεῖσθε
δὲ ἐν τοῖς σπλάχνοις ὑμῶν·
|
12
Δὲν στενοχωρεῖσθε μέσα εἰς τὴν
ἀγαπῶσαν καρδίαν μας. Στενοχωρεῖσθε
εἰς τὰ ἰδικά σας σπλάγχνα, διότι
εἶσθε στενόκαρδοι ἀπὸ ἔλλειψιν
ἀγάπης. |
12
Δὲν στενοχωρεῖσθε μέσα εἰς τὴν εὐρύχωρον
ἐκ τῆς ἀγάπης καρδίαν μας. Στενοχωρεῖσθε
ὅμως εἰς τὰ σπλάγχνα σας, ποὺ εἶναι
στενά, διότι σᾶς λείπει ἡ ἀγάπη.
|
13
τὴν δὲ αὐτὴν ἀντιμισθίαν,
ὡς τέκνοις λέγω, πλατύνθητε καὶ
ὑμεῖς. |
13
Πλατύνατε καὶ σεῖς τὶς καρδιές
σας καὶ ὡς ἀμοιβὴν τῆς ἀγάπης
μας δεῖξτε τὴν ἰδίαν ἀγάπην.
Σᾶς ὁμιλῶ σὰν πατέρας πρὸς
παιδιά. |
13
Δείξατε καὶ σεῖς τὴν αὐτὴν ἀγαθὴν
διάθεσιν πρὸς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης
μας. Σᾶς ὁμιλῶ ὡς πρὸς παιδιά
μου. Πλατύνατε καὶ σεῖς τὰς καρδίας σας
μὲ τὴν ἀγάπην. |
14
Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις·
τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ
ἀνομίᾳ; Τίς δὲ κοινωνία
φωτὶ πρὸς σκότος;
|
14
Μὴ συνδέεσθε στενὰ καὶ μὴ συνοδοιπορεῖτε
μὲ τοὺς ἀπίστους (μὲ τοὺς
ὁποίους, ὡς ἐκ τῆς ἀπιστίας
των, εἶναι ἀδύνατος ἡ καλὴ συνεννόησις
καὶ συνεργασία σας). Διότι ποία συνάφεια
καὶ ἀνάμιξις ἠμπορεῖ νὰ
ὑπάρχῃ μεταξὺ τῆς δικαιοσύνης
καὶ τῆς παρανομίας; Ποία ἐπικοινωνία
μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους;
|
14
Μὴ συνάπτετε στενὸν σύνδεσμον πρὸς
τοὺς ἀπίστους, μὲ τοὺς ὁποίους
δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἀποτελέσετε
ταιριαστὸ ζευγάρι, ὥστε νὰ ἐμβαίνετε
εἰς τὸν ἴδιον ζυγὸν μαζί τους.
Διότι ποῖος συνεταιρισμὸς ἠμπορεῖ
νὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ δικαιοσύνης καὶ
ἀνομίας; Ποία δὲ ἐπικοινωνία μεταξὺ
φωτὸς καὶ σκότους; |
15
Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς
Βελίαλ; Ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ
ἀπίστου; |
15
Ποία συννενόησις καὶ συμφωνία μεταξὺ
Χριστοῦ καὶ διαβόλου; Τί κοινὸν
ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἔνας πιστὸς
μὲ ἔναν ἄπιστον; |
15
Ποία δὲ συμφωνία μπορεῖ νὰ γίνῃ μεταξὺ
τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Σατανᾶ;
Ἢ ποῖον μερίδιον δύναται νὰ ἔχῃ
ἕνας πιστὸς μὲ ἕνα ἄπιστον;
|
16
ΤΊς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ
μετὰ εἰδώλων; Ὑμεῖς γὰρ
ναὸς Θεοῦ ἔστε ζῶντος, καθὼς
εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω
ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω,
καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ
αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός.
|
16
Ποῖος δὲ συμβιβασμὸς καὶ ποία
συνύπαρξις ἠμπορεῖ νὰ νοηθῇ
μεταξὺ τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων; Διότι
σεῖς-μὴ τὸ λησμονεῖτε-εἶσθε
ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὅπως
ἄλλωστε ἔχει προφητεύσει ὁ Θεὸς
καὶ εἰς τὴν Π. Διαθήκην· ὅτι
<θὰ κατοικήσω μεταξὺ αὐτῶν
καὶ ἐντὸς αὐτῶν καὶ θὰ
περιπατήσω ἀνάμεσά των καὶ θὰ
εἶμαι ἐγὼ ὁ ἰδικός των
Θεὸς καὶ θὰ εἶναι αὐτοὶ
λαός μου. |
16
Πῶς δὲ ἠμπορεῖ νὰ εὑρίσκωνται
μαζὶ εἰς τὸν ἴδιον τόπον ὁ ναὸς
τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ εἴδωλα; Ναί·
δὲν ἔχουν καμμίαν θέσιν τὰ εἴδωλα
εἰς σᾶς. Διότι σεῖς εἶσθε ναὸς
τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καθὼς εἶπεν
εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεός·
Ὅτι θὰ κατοικήσω μέσα των καὶ θὰ περιπατήσω
μεταξύ των καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς
ἰδικός των καὶ αὐτοὶ θὰ
εἶναι λαός μου. |
17
Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν
καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος,
καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ
εἰσδέξομαι ὑμᾶς,
|
17
Δι' αὐτὸ ἐξέλθετε ἀνάμεσα
ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ
ξεχωρισθῆτε ἀπὸ αὐτοὺς μὲ
τὸν τρόπον τῆς ζωῆς σας, λέγει
ὁ Κύριος, καὶ μὴ πιάνετε τίποτε
τὸ ἀκάθαρτον. Καὶ ἐγὼ
θὰ σᾶς δεχθῶ μὲ στοργὴν εἰς
τὴν βασιλείαν μου. |
17
Δι’ αὐτὸ ἐξέλθετε ἀπὸ μέσα ἀπὸ
τοὺς ἀπίστους καὶ ξεχωρισθῆτε ἀπὸ
αὐτούς, λέγει ὁ Κύριος, καὶ μὴ ἐγγιζετε
ὀτιδήποτε ἀκάθαρτον. Καὶ ἑγὼ
θὰ σᾶς δεχθῶ μὲ στοργὴν πατρικήν.
|
18
καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα
καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς
υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος
παντοκράτωρ. |
18
Καὶ θὰ εἶμαι γιὰ σᾶς πατέρας
καὶ σεῖς θὰ εἶσθε υἱοί
μου καὶ θυγατέρες μου, λέγει ὁ Κύριος
ὁ παντοκράτωρ>. |
18
Καὶ θὰ γίνω πατέρας σας καὶ σεῖς θὰ
εἶσθε παιδιά μου καὶ θυγατέρες μου, λέγει ὁ
Κύριος ὁ παντοκράτωρ. |