Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐτὸς
δὲ ἐγὼ Παῦλος παρακαλῶ ὑμᾶς
διὰ τῆς πρᾳότητος καὶ ἐπιεικείας
τοῦ Χριστοῦ, ὃς κατὰ πρόσωπον
μὲν ταπεινὸς ἐν ὑμῖν, ἀπὼν
δὲ θαρρῶ εἰς ὑμᾶς·
|
γὼ
δὲ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος προσωπικῶς
σᾶς παρακαλῶ διὰ τῆς πρᾳότητος
καὶ τῆς ἐπιεικείας καὶ τῆς
γλυκύτητος τοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ
ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶμαι προσωπικῶς
κοντά σας, εἶμαι μηδαμινὸς καὶ ἀσθενὴς
εἰς τὰ μάτια σας, ὅταν δὲ ἀπουσιάζω
παίρνω θάρρος ἀπέναντί σας καὶ
φαίνομαι τόσον τολμηρός. |
ᾶς
προβάλλω δὲ τὴν πραότητα καὶ ἐπιείκειαν
τοῦ Χριστοῦ καὶ σᾶς προτρέπω ἑγὼ
ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος
ὅταν εἶμαι ἐμπρός σας καὶ σᾶς
βλέπω κατὰ πρόσωπον, εἶμαι ἀσθενὴς
καὶ τιποτένιος, καθὼς μὲ κατηγοροῦν
οἰ συκοφάνται μου, ὅταν δὲ εἶμαι ἀπῶν,
παίρνω θάρρος ἀπέναντί σας καὶ δεικνύομαι
ἀγέρωχος. |
2
δέομαι δὲ τὸ μὴ παρὼν θαρρῆσαι
τῇ πεποιθήσει ᾗ λογίζομαι τολμῆσαι
ἐπί τινας τοὺς λογιζομένους ἡμᾶς
ὡς κατὰ σάρκα περιπατοῦντας.
|
2
Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ
φέρετε εἰς τὴν ἀνάγκην, ὅταν
θὰ εἶμαι παρὼν μεταξύ σας, νὰ
χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ θάρρος,
ποὺ μοῦ τὸ δίδει ἡ πίστις
καὶ ἡ πεποίθησίς μου εἰς τὴν
ἀποστολήν μου, νὰ κάμω χρῆσιν
τῆς ἐξουσίας, τὴν ὁποίαν
λογαριάζω νὰ μεταχειρισθῶ μὲ τόλμην
ἐναντίον μερικῶν, οἱ ὁποῖοι
μᾶς θεωροῦν σὰν ζῶντας καὶ συμπεριφερομένους,
ὅπως οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι μὲ
ἰδιοτέλειαν καὶ ἐμπάθειαν.
|
2
Σᾶς παρακαλῶ δὲ νὰ μὴ μὲ
ἀναγκάσετε, ὅταν ἔλθω εἰς Κόρινθον
καὶ θὰ εἶμαι παρών, νὰ δείξω
θάρρος μὲ τὴν πνευματικὴν καὶ τιμωρητικὴν
ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, τὴν ὁποίαν λογαριάζω
μὲ τόλμην νὰ μεταχειρισθῶ ἐναντίον
μερικῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς περνοῦν
σὰν ἀνθρώπους, ποὺ συμπεριφέρονται καὶ
κινοῦνται ἀπὸ σαρκικὰ ἐλατήρια.
|
3
Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ
κατὰ σάρκα στρατευόμεθα·
|
3
Διότι ἡμεῖς ἂν καὶ ζῶμεν
ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καθὸ
σάρκα καὶ ὀστὰ ἔχοντες, δὲν
ἀγωνιζόμεθα ὅμως τὸν καλὸν ἀγῶνα
μὲ σαρκικὰ μέσα. |
3
Ἀλλ’ ὅσα λέγουν καθ’ ἠμῶν δὲν
εἶναι ἀληθῆ. Διότι ἡμεῖς, μολονότι
ἔχομεν σῶμα καὶ περιβαλλόμεθα ἀπὸ
σάρκα, δὲν διεξάγομεν τὸν πνευματικὸν πόλεμον
καὶ ἀγῶνα μας μὲ σαρκικὰ ἐλατήρια
καὶ ὅπλα. |
4
τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν
οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ
Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων·-
|
4
Διότι τὰ ὅπλα τοῦ ἀγῶνας
μας δὲν εἶναι εὐτελῆ καὶ ἀδύνατα
ἀνθρώπινα ὅπλα, ἀλλὰ δυνατὰ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ
κρήμνισμα τῶν ὀχυρωμάτων τοῦ
ἐχθροῦ. |
4
Διότι τὰ ὅπλα τῆς ἐκστρατείας
μᾶς δὲν εἶναι ἀσθενῆ ἀνθρώπινα
ὅπλα, ἀλλ’ εἶναι δυνατὰ ἐνώπιόν
τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ κρημνίζουν ὀχυρώματα.
|
5
λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα
ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως
τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες
πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν
τοῦ Χριστοῦ, |
5
Καὶ αὐτὰ τὰ ὀχυρά, ποὺ
κρημνίζομεν, εἶναι τὰ σοφίσματα καὶ
κάθε ἔπαρσις, καὶ ὑψηλοφροσύνη,
ποὺ ὑψώνεται ἀλαζονικά, διὰ
νὰ ἐμποδίζῃ τοὺς ἀνθρώπους
νὰ γνωρίσουν τὸν Θεόν. Ἐπὶ
πλέον δὲ μὲ τὰ πνευματικά μας
ὅπλα ἑλκύομεν κάθε καλοπροαίρετον
καρδίαν καὶ σὰν αἰχμάλωτον τὴν
παραδίδομεν εἰς τὴν ὑπακοὴν
τοῦ Χριστοῦ. |
5
Καὶ ὅταν λέγω ὀχυρώματα, δὲν ἐννοῶ
πύργους ἢ φρούρια ὑλικά, ἀλλὰ πνευματικά.
Δηλαδὴ ἀνατρέπομεν συλλογισμοὺς πονηροὺς
καὶ κάθε ὑψηλοφροσύνην, ποὺ ὑψώνεται
σὰν ἄλλος πύργος καὶ ἐμποδίζει τοὺς
ἀνθρώπους να γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν
Θεόν. Ἀκόμη μὲ τὰ ὅπλα μας κατανικῶμεν
σὰν ἄλλον ἄοπλον καὶ παραδομένον
αἰχμάλωτον κάθε ἀνθρωπίνην ἐπινόησιν καὶ
σοφιστείαν καὶ ὁδηγοῦμεν τοὺς παραπλανωμένους
ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὸ νὰ
ὑπακούσουν εἰς τὸν Χριστόν.
|
6
καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες
ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν
πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή.
|
6
Καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀποδώσωμεν
δικαιοσύνην καὶ νὰ τιμωρήσωμεν κάθε
παρακοήν, ἐφ' ὅσον καὶ ὅταν
ἡ ἰδική σας ὑπακοὴ γίνῃ
πλήρης καὶ τελεία. |
6
Καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσωμεν
μὲ δικαιοσύνην κάθε παρακοήν, ὅταν τελειοποιηθῇ
ἡ ὑπακοή σας, ὥστε εἰς τὰ
τιμωρητικὰ μέτρα, ποὺ θὰ λάβωμεν, νὰ
μὴ περιληφθῆτε καὶ σεῖς.
|
7
Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετ! Εἴ
τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι,
τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ' ἑαυτοῦ,
ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω
καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ. |
7
Σεῖς ὅμως βλέπετε ἀκόμη τὴν
ἐπιφάνειαν τῶν πραγμάτων καὶ
ὄχι τὸ βάθος. Ἐὰν κανεὶς
κολακεύεται νὰ πιστεύῃ, ὅτι
ἀνήκει εἰς τὸν Χριστόν, ἂς
συλλογισθῇ πάλιν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
του καὶ τοῦτο, ὅτι, ὅπως αὐτὸς
εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ
ἡμεῖς εἴμεθα τοῦ Χριστοῦ.
|
7
Ναί· δὲν εἶναι ἀκόμη τελεία ἡ
ὑπακοή σας. Δίδετε προσοχὴν εἰς τὴν
ἐξωτερικὴν ὄψιν τῶν πραγμάτων καὶ
δ’ αὐτὸ σᾶς ἑξαπατοῦν εὔκολα.
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ σᾶς πλησιάζουν, ἔχῃ πεποίθησιν
περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι εἶναι
δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἂς
συλλογίζεται πάλιν μόνος του τοῦτο, ὅτι καθὼς
αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ,
ἔτσι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα διάκονοι
τοῦ Χριστοῦ. |
8
Ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν
τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας
ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος
ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ
οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ
αἰσχυνθήσομαι, |
8
Διότι καὶ ἂν ἀκόμη καυχηθῶ
κάπως περισσότερον διὰ τὴν ἐξουσίαν,
ποὺ ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
καὶ τὴν ὁποίαν μᾶς ἔχει
δώσει αὐτὸς ὁ Κύριος, διὰ
νὰ σᾶς οἰκοδομοῦμεν εἰς τὴν
πνευματικὴν ζωὴν καὶ ὄχι νὰ
σᾶς κατακρημνίζωμεν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ,
διότι τὴν ἀλήθειαν θὰ εἴπω.
|
8
Διότι καὶ ἂν καυχηθῶ κάπως καὶ περισσότερον
διὰ τὴν ἐξουσίαν μας, τὴν ὁποίαν
μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος διὰ νὰ σᾶς
οἰκοδομοῦμεν καὶ ὄχι διὰ νὰ
σᾶς σκανδαλίζωμεν καὶ σᾶς βλάπτωμεν, δὲν
θὰ ἐντροπιασθῶ, ὅπως ἐντροπιάζονται
οἱ καυχηματίαι. |
9
ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν
ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν.
|
9
Δὲν τὸ πράττω ὅμως, διὰ νὰ
μὴ φανῶ σὰν νὰ θέλω μὲ
τὰς ἐπιστολάς μου νὰ σᾶς ἐκφοβίσω.
|
9
Δὲν θὰ καυχηθῶ ὅμως περισσότερον,
διὰ νὰ μὴ φανῶ σὰν νὰ
σᾶς ἐκφοβίζω μὲ τὰς ἐπιστολάς.
|
10
Ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί,
βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ
παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς
καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος.
|
10
Διότι λέγουν καὶ τοῦτο οἱ κατήγοροί
μας, ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί του
εἶναι καταθλιπτικαὶ μὲ τὸ βάρος
των καὶ αὐστηραὶ μὲ τὴν δύναμιν
τῶν ἐλέγχων· ἡ σωματική
του ὅμως ἐμφάνισις εἶναι ἀσθενὴς
καὶ ὁ λόγος του σὰν ἕνα τίποτε.
|
10
Καὶ λέγω, ὅτι δὲν θέλω νὰ φανῶ,
ὅτι σᾶς ἐκφοβίζω, διότι οἱ ψευδαπόστολοι,
ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν, λέγουν, ὅτι αἱ
μὲν ἐπιστολαί (τοῦ Παύλου) εἶναι σοβαραὶ
καὶ δυναταί, ἡ προσωπική του ὅμως
ἐμφάνισις εἶναι ἀσθενὴς καὶ
ὁ λόγος τοῦ τιποτένιος. |
11
Τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι
οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι'
ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι
καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ.
|
11
Αὐτὸς ὅμως ποὺ μᾶς κατηγορεῖ,
ἂς σκεφθῇ τοῦτο· ὅτι ὅποιοι
εἴμεθα μὲ ὅσα γράφομεν εἰς τὰς
ἐπιστολάς μας, ὅταν ἀπουσιάζωμεν,
τέτοιοι εἴμεθα καὶ μὲ τὰ ἔργα
μας, ὅταν εἴμεθα παρόντες.
|
11
Αὐτὸς ὅμως, ποὺ λέγει αὐτὰς
τὰς κατηγορίας, ἂς συλλογίζεται καλὰ τοῦτο,
ὅτι ὅποιοι εἴμεθα μὲ τὸν λόγον,
ὅταν ἀπουσιάζωμεν καὶ στέλλωμεν ἐπιστολάς,
τέτοιοι εἴμεθα καὶ μὲ τὸ ἔργον,
ὅταν εἴμεθα παρόντες. |
12
Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ
συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς
συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ
ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες
καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς
οὐ συνιοῦσιν. |
12
Πράγματι δὲν ἔχομεν τὴν τόλμην
νὰ συναριθμήσωμεν τοὺς εὐατούς
μας ἢ καὶ νὰ τοὺς συγκρίνωμεν
μὲ μερικούς, ποὺ συσταίνουν τοὺς
ἑαυτούς των ὡς μεγάλους καὶ
ἰσχυρούς. Αὐτοὶ ὅμως εἶναι
ἄνθρωποι ποὺ αὐτοθαυμάζονται μετροῦντες
τὸν ἑαυτόν των μὲ τοὺς ἑαυτούς
των καὶ συγκρίνοντες τὸν ἑαυτόν
των πρὸς ἑαυτοὺς καὶ δὲν καταλαβαίνουν
οὔτε τί εἶναι οὔτε τί λέγουν.
|
12
Πράγματι εἶμαι ἀσθενής! Διότι δὲν τολμῶ
νὰ κατατάξω ἢ νὰ συγκρίνω τὸν ἑαυτόν
μου πρὸς μερικούς, ποὺ αὐτοσυσταίνονται.
Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μετροῦν τὸν ἑαυτόν
τους πρὸς τὸν ἑαυτόν τους καὶ
συγκρίνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ
τὸν ἑαυτόν τους. Εἶναι δηλαδὴ
ἄνθρωποι, ποὺ αὐτοθαυμάζονται καὶ
ἐπαινοῦνται μεταξύ των. Φουσκώνει ὁ
ἕνας τὸν ἄλλον καὶ δὲν καταλαβαίνουν
πόσον εἶναι ἀνόητοι. |
13
Ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ
ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ
τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν
ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι
ἄχρι καὶ ὑμῶν.
|
13
Ἡμεῖς δὲ δὲν θὰ καυχηθῶμεν
κατὰ τρόπον ὑπερβολικὸν καὶ
ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν,
ἀλλὰ θὰ καυχηθῶμεν σύμφωνα μὲ
τὸ μέτρον τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ
ἐξεχώρισεν εἰς ἡμᾶς ὁ
Θεὸς σὰν περιοχὴν τῆς ἀποστολικῆς
μας δράσεως καὶ ποὺ μᾶς ἔχει
ἀξιώσει νὰ φθάσωμεν μέχρις εἰς
σᾶς. |
13
Ἡμεῖς ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶμεν
διὰ κόπους ἄλλων εἰς μέρη ἔξω ἀπὸ
τὰ μέτρα τῆς δικαιοδοσίας μας, ἀλλὰ
θὰ καυχηθῶμεν διὰ τὰ ἐντὸς
τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς
ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς ὡς μέτρον
καὶ περιφέρειαν τῆς δράσεως μας. Τὸ μέτρον
δὲ αὐτὸ περιλαμβάνει καὶ σᾶς.
Ἡ ἀποστολική μας δικαιοδοσία δηλαδὴ
εἶναι νὰ φθάσωμεν ἕως καὶ εἰς
σᾶς κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον.
|
14
Οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι
εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς·
ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν
ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ,
|
14
Διότι δὲν ἐξυψώνομεν μὲ κενὰς
καυχησιολογίας τὸν εὐατόν μας, σὰν
νὰ μὴ εἴχαμεν φθάσει μέχρι καὶ
εἰς τὴν χώραν σας κηρύττοντες τὸ
Εὐαγγέλιον, διότι τότε θὰ ἐψεδόμεθα.
Ἐνῶ ἡμεῖς λέγομεν τὴν
ἀλήθειαν, διότι ἐφθάσαμεν πράγματι
μέχρις ὑμῶν διὰ τὸ ἔργον
τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
|
14
Διότι δὲν παρατεντώνομεν τὸν ἑαυτόν
μας μὲ καυχησιολογίας καὶ μὲ λόγους, ποὺ
δὲν στηρίζονται εἰς τὰ πράγματα. Αὐτὸ
θὰ συνέβαινεν, ἐὰν καμπτόμενοι ἀπὸ
τοὺς κόπους δὲν ἔχομεν φθάσει ἕως
σας. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν συνέβη· διότι
ἡμεῖς ἐφθάσαμεν καὶ μέχρι τῆς
πόλεως σας κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ. |
15
οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι
ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα
δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς
πίστεως ὑμῶν, ἐν ὑμῖν
μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν
εἰς περισσείαν, |
15
Ὄχι, δὲν καυχώμεθα ἔξω ἀπὸ
τὸ μέτρον δι' ἐργασίας καὶ κόπους,
ποὺ ἄλλοι ἔχουν κάμει. Ἀλλ'
ἔχομεν ἐλπίδα, καθ' ὅσον αὐξάνει
ἡ χριστιανική σας πίστις καὶ ζωή,
ὅτι θὰ δοξασθῶμεν μὲ τὴν ἰδικήν
σας πρόοδον καὶ ἡμεῖς, ἐντὸς
τῶν ὁρίων πάντοτε τῆς δικαιοδοσίας
καὶ τῆς δράσεως, ποὺ μᾶς ἔχει
δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔτσι
δὲ θὰ ἐκτείνωμεν τὴν ἀποστολικὴν
δρᾶσιν καὶ ἀκόμη περισσότερον,
|
15
Καὶ δὲν καυχώμεθα ἔξω ἀπὸ τὴν
σφαῖραν καὶ τὸ μέτρον τῆς δικαιοδοσίας
μας διὰ κόπους, ποὺ κατέβαλαν ἄλλοι, διὰ
νὰ διαδώσουν ἐκεῖ τὸ εὐαγγέλιον.
Ἀλλ’ ἔχομεν ἐλπίδα, ὅτι ὅσον
αὐξάνεται ἡ πίστις σας, θὰ ἀναδειχθῶμεν
διὰ τῆς ἰδικῆς σας προόδου καὶ
ἡμείς οἰ διδάσκαλοί σας ἐντὸς
τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς
ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐπεκταθῇ
δὲ καὶ ἡ δρᾶσις μας μὲ τὸ
παραπάνω, |
16
εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν
εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ
κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι.
|
16
ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ Εὐαγγέλιον
καὶ εἰς περιοχάς, ποὺ εἶναι
πέραν ἀπὸ τὰ ἰδικά σας
σύνορα, εἰς ἀνθρώπους πρὸς τοὺς
ὁποίους κανεὶς μέχρι σήμερα
δὲν ἔχει διδάξει τὸν Χριστόν,
ὥστε καὶ πάλιν νὰ μὴ καυχώμεθα
εἰς ξένην δικαιοδοσίαν δι' ἔργα, ποὺ
ἔχουν πραγματοποιήσει καὶ ἑτοιμάσει
ἄλλοι. |
16
ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον εἰς
τὰς χώρας, ποὺ εἶναι πολὺ πέραν ἀπὸ
τὴν πατρίδα σας, χωρὶς νὰ καυχηθῶμεν
εἰς ξένην δικαιοδοσίαν διὰ κατορθώματα, ποὺ
ἔγιναν ἕτοιμα ἀπὸ ἄλλους.
|
17
Ὁ δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ
καυχάσθω· |
17
Ἂς ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς
ὁ λόγος τῆς Γραφῆς· <ἐκεῖνος
ποῦ καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ὄχι
ἀλαζωνικῶς, ἀλλὰ μὲ ταπείνωσιν
ἀποδίδων εἰς τὸν Κύριον τὴν
δόξαν διὰ τὰ καλὰ ἔργα, ποὺ
αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ
ἔχει δώσει δύναμιν καὶ χάριν
νὰ τὰ κάμῃ>.
|
17
Μὲ ἰδικούς μας δὲ κόπους, ποὺ
θὰ εὐλογῇ ὁ Θεός, ἐπιτυγχάνοντες
νέας κατακτήσεις διὰ τὸ εὐαγγέλιον, θὰ
καυχώμεθα μὲ ταπείνωσιν ἀποδίδοντες τὸ
πᾶν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ
ἐφαρμόζωμεν τὸν λόγον τῆς Γραφῆς·
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καυχᾶται,
ἂς καυχᾶται ὄχι ἀλαζονικῶς νομίζων,
δὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἔγιναν
ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα καυχᾶται,
ἀλλ’ ἂς δοξάζῃ τὸν Κύριον, ὁ
ὁποῖος δι’ αὐτοῦ εἰργάσθη τὰ
κατορθώματα αὐτὰ καὶ ἔτσι ἂς
καυχᾶται ἐν Κυρίῳ. |
18
οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν,
ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ'
ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν. |
18
Διότι ἐνάρετος καὶ εὐάρεστος
εἰς τὸν Θεὸν δὲν εἶναι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος αὐτοσυσταίνεται καὶ
αὐτοεγκωμιάζεται, ἀλλ' ἐκεῖνος
τὸν ὁποῖον συσταίνει καὶ ἐγκωμιάζει
ὁ Θεός. |
18
Διότι δὲν εἶναι δόκιμος καὶ ἀρεστὸς
εἰς τὸν Θεόν ἐκεῖνος, ποὺ συσταίνει
μόνος του τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐκεῖνος
τοῦ ὁποίου εὐλογεῖ τὸ ἔργον
ὁ Κύριος καὶ ἔτσι συσταίνεται καὶ
αὐτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον.
|