Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
φελον
ἀνείχεσθέ μου μικρὸν τῇ ἀφροσύνῃ·
ἀλλὰ καὶ ἀνέχεσθέ μου·
|
ὰ
ἤθελα, καὶ τὸ ἐκφράζω ὡς
εὐχήν, νὰ ἐδείχνατε ἀνοχὴν
εἰς κάποιαν μικρὰν ἀπερισκεψίαν,
ποὺ θὰ κάμω τώρα. Καὶ ἔχω
τὴν πεποίθησιν, ὅτι θὰ μοῦ δείξατε
αὐτὴν τὴν ἀνοχήν.
|
ἴθε
νὰ μοῦ ἐδείχνατε ἀνοχὴν
εἰς κάποιαν μικρὰν ἀνοησίαν, ποὺ
θὰ κάμω διηγούμενος τὰ ὅσα ὁ Κύριος
κατώρθωσε δι’ ἐμοῦ. Ἀλλ’ ἔχω πεποίθησιν,
ὅτι μὲ ἀνέχεσθε. |
2
ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζηλῶ·
ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ
ἀνδρί, παρθένον ἁγνὴ παραστῆσαι
τῷ Χριστῷ· |
2
Διότι σᾶς ἀγαπῶ ὑπερβολικὰ
μέχρι τοῦ σημείου νὰ σᾶς ζηλεύω
μὲ ζηλοτυπίαν σὰν ἐκείνην, μὲ
τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ
καὶ τρόπον τινὰ ζηλοτυποῖ τοὺς
ἀνθρώπους. Καὶ τοῦτο, διότι
σᾶς ἔχω ἐνώσει μὲ δεσμοὺς
ἀρραβῶνος πρὸς ἕνα ἄνδρα, δηλαδὴ
τὸν Χριστόν, διὰ νὰ παρουσιάσω
τὴν ψυχήν σας ἁγνὴν καὶ καθαρὰν
πρὸς αὐτόν, ὡς παρθένον καὶ
πνευματικὴν νύμφην. |
2
Διότι σᾶς ἀγαπῶ μὲ ζηλοτυπίαν, σὰν
ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ πανάγαθος
Θεὸς ἀγαπᾷ τοὺς ἀνθρώπους. Σᾶς
ζηλοτυπῶ δὲ ὄχι διὰ τὸν ἑαυτόν
μου, ἀλλὰ διὰ τὸν Χριστόν. Διότι σᾶς
ἠρραβώνισα πρὸς ἕνα ἄνδρα, πρὸς
τὸν Χριστόν, διὰ να σᾶς παρουσιάσω παρθένον
ἁγνὴν εἰς αὐτόν. Δηλαδὴ να παρουσιάσω
τὰς ψυχάς σας ἁγνὰς καὶ καθαρὰς
ἀπὸ κάθε πλάνην καὶ ἁμαρτίαν, ἐνωμένας
μὲ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην εἰς
μίαν πνευματικὴν νύμφην, τῆς ὁποίας νυμφίος
νὰ εἶναι ὁ Χριστός. |
3
φοβοῦμαι δὲ μήπως, ὡς ὁ ὄφις
Εὔαν ἐξηπάτησεν ἐν τῇ πανουργίᾳ
αὐτοῦ οὕτω φθαρῇ τὰ νοήματα
ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἁπλότητος
τῆς εἰς τὸν Χριστόν.
|
3
Φοβοῦμαι ὅμως μήπως, ὅπως ἄλλοτε
ὁ ὄφις ἐδελέασε καὶ ἐξηπάτησε
τὴν Εὔαν μὲ τὴν πανουργίαν του,
ἔτσι ἐξαπατήσῃ καὶ σᾶς
καὶ διαφθαροῦν αἱ σκέψεις τὰ
φρονήματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας
σας καὶ ξεπέσετε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα
καὶ τὴν εἰλικρίνειαν, ποὺ πρέπει
νὰ ἔχωμεν πρὸς τὸν Χριστόν.
|
3
Φοβοῦμαι ὅμως μήπως, ὅπως τὸ φίδι
ἐξηπάτησεν ἄλλοτε μὲ τὴν πανουργίαν
του τὴν Εὔαν, ἔτσι διαφθαροῦν αἱ
σκέψεις σας καὶ χάσετε τὴν εἰλικρίνειαν
καὶ καθαρότητα, τὴν ὁποίαν ὀφείλομεν
να ἔχωμεν πρὸς τὸν νυμφίον μας Χριστόν.
|
4
Εἰ μὲν γὰρ ὁ ἐρχόμενος
ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὃν οὐκ
ἐκηρύξαμεν, ἢ πνεῦμα ἕτερον
λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβατε, ἢ
εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε,
καλῶς ἀνείχεσθε.
|
4
Φοβοῦμαι μήπως παρασυρθῆτε ἀπὸ
ψευδοδιδασκάλους. Διότι ἐὰν ὁ
πρῶτος τυχόν, ποὺ ἔρχεται ὡς
διδάσκαλος, κηρύσσῃ εἰς σᾶς
ἄλλον Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον
ἡμεῖς δὲν ἐκηρύξαμεν ἤ,
ἐὰν παίρνετε ἀπὸ αὐτὸν
ἄλλο Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον
δὲν ἔχετε λάβει ἢ ἄλλο Εὐαγγέλιον,
τὸ ὁποῖον δὲν ἠκούσατε
καὶ δὲν ἐπήρατε, δικαιολογημένα
θὰ ἐδείχνατε ἀνοχὴν καὶ
ὑπομονὴν νὰ ἀκούσετε τὸν
νέον διδάσκαλον. |
4
Ἔχω δὲ τὸν φόβον αὐτόν, διότι παρουσιάζεσθε
πρόθυμοι νὰ ἀκούετε καὶ ἄλλους ἀδοκιμάστους
διδασκάλους, ἀπέναντι τῶν ὁποίων ἔπρεπε
να ἦσθε διατακτικοί. Διότι, ἐὰν μὲν
ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς ἔρχεται ὡς
διδάσκαλος, κηρύσσῃ ἄλλον Ἰησοῦν,
τὸν ὁποῖον ἡμεῖς δὲν σᾶς
ἐκηρύξαμεν, ἢ ἐὰν λαμβάνετε μὲ
τὸ κήυγμά του ἄλλα χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα δὲν
ἐλάβατε ἢ ἄλλο εὐαγγέλιον, τὸ
ὁποῖον δὲν ἠκούσατε καὶ δὲν
ἐδέχθητε, καλῶς θὰ ἠνείχεσθε νὰ
σᾶς διδάξῃ αὐτὸς ὁ ξένος.
|
5
Λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι
τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων.
|
5
Τώρα ὅμως διατὶ δίδετε προσοχὴν
εἰς ἀγνώστους καὶ ἀδοκίμους
διδασκάλους; Διατὶ φρονῶ ὅτι ἐγὼ
δὲν ἔχω ὑπολειφθῇ καθόλου εἰς
τὴν διδασκαλίαν καὶ εἰς τὸ ἔργον
τοῦ Εὐαγγελίου (καὶ δὲν ἔχω
ὑπολειφθῇ καθόλου), οὔτε ἀπὸ
τοὺς πιὸ μεγάλους μεταξὺ τῶν
Ἀποστόλων. |
5
Τώρα ὅμως ποῖος λόγος ὑπάρχει νὰ τὸν
ἀνέχεσθε; Κανείς. Διότι φρονῶ, ὅτι ἑγὼ
ὁ διδάσκαλος καὶ ἀπόστολός σας δὲν
ἔχω ὑστερήσει καὶ ὑπολειφθῇ
εἰς τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικὰ
διακεκριμένους ἀποστόλους. |
6
Εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης τῷ λόγῳ,
ἀλλ' οὐ τῇ γνώσει, ἀλλ' ἐν
παντὶ φανερωθέντες ἐν πᾶσιν εἰς
ὑμᾶς. |
6
Καὶ ἂν ἀκόμη παραδεχθῶ, ὅτι
εἶμαι ἁπλοῦς, ἄκομψος, χωρὶς
ρητορείαν εἰς τὴν διδασκαλίαν μου,
δὲν εἶμαι ὅμως πτωχὸς καὶ ἄπειρος
κατὰ τὴν γνῶσιν. Ἀλλ' εἰς κάθε
περίστασιν, εἴτε δρῶν εἴτε διδάσκων,
εἴτε ἐνεργῶν, ἐφανερώθημεν εἰς
σᾶς (ποῖοι εἴμεθα, ὅτι δηλαδὴ
δὲν εἴμεθα καθόλου κατώτεροι ἀπὸ
τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους).
|
6
Καὶ ἐὰν δὲ παραδεχθῶ, ὅτι
εἶμαι ἄπειρος κατὰ τὸν λόγον καὶ
τὸ ὕφος μου στερεῖται γλαφυρότητα καὶ
κάλλος, δὲν εἶμαι ὅμως ἄπειρος κατὰ
τὴν γνῶσιν, ἀλλ’ εἰς κάθε περίστασιν
καὶ διδασκαλίαν καὶ ἐνέργειάν μας
ἐφανερώθημεν εἰς τὰς πρὸς σᾶς
σχέσεις μας ἴσοι πρὸς τοὺς ἄλλους
Ἀποστόλους. |
7
Ἢ ἁμαρτίαν ἐποίησα ἐμαυτὸν
ταπεινῶν ἵνα ὑμεῖς ὑψωθῆτε,
ὅτι δωρεὰν τὸ τοῦ Θεοῦ εὐαγγέλιον
εὐηγγελισάμην ὑμῖν; |
7
Ἢ μήπως διέπραξα ἁμαρτίαν κηρύττων
τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ δωρεὰν
καὶ ἐταπείνωνα τὸν ἑαυτόν
μου ἐργαζόμενος μὲ τὰ ἴδια μου
τὰ χέρια, διὰ νὰ ὑψωθῆτε
καὶ δοξασθῆτε κατὰ τὸν Χριστόν;
|
7
Ἢ μήπως διέπραξα ἁμαρτίαν, ὅταν ἐζήτουν
μὲ τὴν ἐργασίαν μου νὰ κερδήσω τὴν
συντήρησίν μου καὶ ἐταπείνωσα ἔτσι
τὸν ἑαυτόν μου διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε
σεῖς ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας
καὶ ὑψωθῆτε πνευματικῶς; Ἡμάρτησα,
διότι δωρεὰν σᾶς ἐκήρυξα τὸ εὐαγγέλιον
τοῦ Θεοῦ; |
8
Ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησα λαβὼν
ὀψώνιον πρὸς τὴν ὑμῶν
διακονίαν, καὶ παρὼν πρὸς ὑμᾶς
καὶ ὑστερηθεὶς οὐ κατενάρκησα
οὐδενός· |
8
Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐγύμνωσα παίρνοντας
ἀπὸ αὐτὰς τὰ μέσα τῆς
συντηρήσεώς μου, διὰ νὰ ἐξυπηρετήσω
ὅμως σᾶς ἀδαπάνως. Καὶ ὅταν
ἐζοῦσα μεταξύ σας καὶ εὑρέθην
εἰς στέρησιν καὶ στενοχωρίαν, δὲν
ἐπεβάρυνα κανένα σας.
|
8
Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐλαφυραγώγησα καὶ
ἐπῆρα ἀπὸ αὐτὰς τὴν
συντήρησίν μου διὰ νὰ ὑπηρετήσω σᾶς.
Καὶ ὅταν ἤμην παρὼν μεταξύ σας
καὶ ἐδοκίμασα στερήσεις, δὲν ἐπεβάρυνα
κανένα. |
9
τὸ γὰρ ὑστέρημά μου προσανεπλήρωσαν
οἱ ἀδελφοὶ ἐλθόντες ἀπὸ
Μακεδονίας· καὶ ἐν παντὶ ἀβαρῆ
ὑμῖν ἐμαυτὸν ἐτήρησα καὶ
τηρήσω. |
9
Διότι τὴν στέρησίν μου τὴν ἰκανοποίησαν
καὶ τὴν ἀνεπλήρωσαν μὲ τὸ
παραπάνω οἱ ἀδελφοί, ὅταν ἦλθαν
ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν. Καὶ εἰς
κάθε τι ἐπρόσεξα νὰ μὴ σᾶς
γίνω βάρος καὶ εἰς τὸ μέλλον
τὸ ἴδιο θὰ προσέξω.
|
9
Διότι, ὅσα μοῦ ἔλειπαν διὰ τὴν
συντήρησίν μου, μοῦ τὰ συνεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοί,
ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν.
Καὶ εἰς κάθε τι ἐφυλάχθην νὰ μὴ
σᾶς γίνω βάρος καὶ θὰ φυλαχθῶ ἔτσι
καὶ εἰς τὸ μέλλον. |
10
Ἔστιν ἀλήθεια Χριστοῦ ἐν ἐμοὶ
ὅτι ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται
εἰς ἐμὲν ἐν τοῖς κλίμασι
τῆς Ἀχαῒας. |
10
Ὑπάρχει μέσα μου ἡ ἀλήθεια
τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν
σᾶς λέγω πάντοτε. Σᾶς λέγω,
λοιπόν, ὅτι αὐτὴ ἡ καύχησίς
μου, ποὺ δὲν σᾶς ἔγινα βάρος,
δὲν θὰ ἀποστομωθῇ καὶ δὲν
θὰ ἀνακοπῇ ποτέ, ὅσον ἐξαρτᾶται
ἀπὸ ἐμέ, εἰς τὰ μέρη
τῆς Ἀχαῒας. |
10
Ἔχω μέσα μου τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ,
καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύησιν
περὶ τοῦ ὅτι δὲν ψεύδομαι. Σᾶς
βεβαιῶ λοιπὸν ὅτι ἡ καύχησίς μου αὐτή,
ὅτι δὲν σᾶς ἔγινα βάρος, δὲν
θὰ ἀποστομωθῇ, ὅσον ἐξαρτᾶται
ἀπὸ ἑμέ, εἰς τὰ μέρη τῆς
Ἀχαΐας. |
11
Διατί; Ὅτι οὐκ ἀγαπῶ ὑμᾶς;
Ὁ Θεὸς οἶδεν·
|
11
Διατὶ δὲν θὰ ἀποστομωθῇ; Μήπως
ἐπειδὴ δὲν σᾶς ἀγαπῶ;
Ὁ Θεὸς ξεύρει πόσον σᾶς ἀγαπῶ.
|
11
Διατὶ δὲν θὰ φραχθῇ καὶ δὲν
θὰ ἀποστομωθῇ; Μήπως, ἐπειδὴ
δὲν σᾶς ἀγαπῶ; Ὁ Θεὸς
ἠξεύρει, ὅτι σᾶς ἀγαπῶ.
|
12
ὃ δὲ ποιῶ, καὶ ποιήσω, ἵνα
ἐκκόψω τὴν ἀφορμήν, τῶν
θελόντων ἀφορμήν, ἵνα ἐν ᾧ
καυχῶνται εὑρεθῶσι καθὼς καὶ
ἡμεῖς. |
12
Αὐτὸ δὲ ποὺ κάμνω τώρα,
τὸ ὅτι δηλαδὴ κηρύττω ἀδαπάνως
τὸ Εὐαγγέλιον, θὰ τὸ κάνω
καὶ εἰς τὸ μέλλον, διὰ νὰ
κόψω κάθε ἀφορμὴν ἐκείνων,
ποὺ θέλουν νὰ καυχῶνται καὶ
ζητοῦν νὰ σᾶς πείσουν ὅτι εὑρίσκονται
εἰς ἴσην μοῖραν καὶ εἰς τὸ
αὐτὸ ἐπίπεδον, ποὺ εὑρισκόμεθα
καὶ ἡμεῖς, ἰσχυριζόμενοι ὅτι
παίρνουν χρήματα ἀπὸ σᾶς, διότι
τὸ ἴδιον τάχα κάμνομεν καὶ ἡμεῖς.
|
12
Αὐτὸ δὲ ποὺ κάνω ἕως τώρα
ἀποφεύγων νὰ ἐπιβαρύνω ἐκείνους, εἰς
τοὺς ὁποίους κηρύττω, θὰ ἑξακολουθήσω
νὰ τὸ πράττω. Καὶ θὰ κηρύττω δωρεὰν
τὸ εὐαγγέλιον, διὰ νὰ κόψω τελείως
τὴν ἀφορμὴν ἐκείνων, ποὺ θέλουν
ἀφορμήν, διὰ νὰ ἐξισώνουν εἰς
τὰς καυχησιολογίας των τὸν ἑαυτὸν
των μὲ ἠμᾶς, ὥστε, ὅταν σᾶς
ἐκμεταλλεύωνται, νὰ εὐρεθοῦν,
ὅτι εἶναι καθὼς εἴμεθα καὶ ἡμεῖς,
διότι θὰ λέγουν, ὅτι καὶ ἡμεῖς
λαμβάνομεν ἀπὸ σᾶς. |
13
Οἱ γὰρ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάται
δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εἰς ἀποστόλους
Χριστοῦ. |
13
Διότι οἱ τοιοῦτοι κήρυκες εἶναι
ψευδαπόστολοι, δόλιοι ἐργάται, οἱ
ὁποῖοι ὑποκρίνονται καὶ παίρνουν
τὴν ἐξωτερικὴν μορφήν, ὥστε
νὰ φαίνωνται ὅτι τάχα εἶναι
ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ.
|
13
Καὶ θέλω νὰ τοὺς ἀποκλείσω τὸ
δικαίωμα νὰ λέγουν, ὅτι εἶναι σὰν
καὶ μᾶς, διότι τοῦ εἴδους αὐτοῦ
οἱ κήρυκες εἶναι ψευδαπόστολοι, ἐργάται
δόλιοι, ποὺ ὑποκριτικὰ παίρνουν τὸ
ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν
ἐμφάνισιν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ.
|
14
Καὶ οὐ θαυμαστόν· αὐτὸς
γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς
ἄγγελον φωτός. |
14
Καὶ αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι
παράδοξον· διότι καὶ αὐτὸς
ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς ὑποκρίνεται
καὶ μεταβάλλεται μερικὲς φορὲς κατὰ
τὴν ἐμφάνησιν καὶ συμπεριφορὰν
εἰς ἄγγελον φωτός. |
14
Καὶ δὲν εἶναι παράδοξον αὐτὸ
διότι καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μεταβάλλεται
κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα εἰς
ἄγγελον φωτός. |
15
Οὐ μέγα οὖν εἰ καὶ οἱ
διάκονοι αὐτοῦ μετασχηματίζονται ὡς
διάκονοι δικαιοσύνης, ὧν τὸ τέλος
ἔσται κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν.
|
15
Δὲν εἶναι, λοιπόν, μεγάλο πρᾶγμα,
ἐὰν καὶ οἱ ὑπηρέται τοῦ
σατανᾶ παρυσιάζωνται ὑποκριτικὰ καὶ
συμπεριφέρωνται σὰν νὰ εἶναι ὑπηρέται
δικαιοσύνης. Τὸ κατάντημα ὅμως καὶ
τὸ τέλος αὐτῶν θὰ εἶναι
ἀνάλογον πρὸς τὰ πονηρά των
ἔργα. |
15
Δὲν εἶναι λοιπὸν μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν
καὶ οἱ ὑπηρέται του ἀλλάζουν
σχῆμα καὶ παρουσιάζονται σὰν ὑπηρέται
δικαιοσύνης. Τὸ τέλος των ὅμως θὰ εἶναι
σύμφωνον πρὸς τὰ ἔργα των.
|
16
Πάλιν λέγω, μή τίς μὲ δόξῃ
ἄφρονα εἶναι· εἰ δὲ μῆγε,
κἂν ὡς ἄφρονα δέξασθέ με, ἵνα
κἀγὼ μικρὸν τι καυχήσωμαι.
|
16
Πάλιν λέγω καὶ ἐπανσαλαμβάνω,
ἂς μὴ μὲ νομίσῃ κανεὶς
ἀπερίσκεπτον καὶ ἄκριτον. Εἰ
δ' ἄλλως καὶ ἂν μὲ θεωρήσετε
ὡς ἀπερίσκεπτον, θεωρήσατέ με
ἐπὶ τέλους, διὰ νὰ καυχηθῶ
καὶ ἐγὼ ὀλίγον.
|
16
Πάλιν λέγω ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς εἶπα
προηγουμένως. Δηλαδὴ σᾶς λέγω, μὴ μὲ
νομίσῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὅτι
εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, ἐπειδὴ
θὰ ἐπαινέσω τὸν ἑαυτόν μου. Ἐὰν
ὅμως δὲν πείθεσθε, ἔστω ἐκλάβετέ
με ὡς ἀνόητον, διὰ νὰ καυχηθῶ
καὶ ἐγὼ ὀλίγον τι.
|
17
Ὃ λαλῶ, οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον,
ἀλλ' ὡς ἐν ἀφροσύνῃ, ἐν
ταύτῃ τῇ ὑποτάσει τῆς
καυχήσεως. |
17
Αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ διὰ
τὸν ἑαυτόν μου δὲν τὸ λέγω
σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ
Κυρίου, (ὁ ὁποῖος διέταξε, ὅτι
καὶ ἂν τηρήσωμεν ὅλα ὅσα εἶπε,
πρέπει πάλιν νὰ λέγωμεν ὅτι
εἴμεθα ἄχρηστοι δοῦλοι). Ἀλλὰ
θὰ σᾶς ὁμιλήσω σὰν νὰ
παραλογίζωμαι, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅμως
ὅτι εἰς τὴν πραγματικότητα ἔχω
καὶ ἐγὼ λόγους νὰ καυχῶμαι.
|
17
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπω ἐπαινῶν
τὸν ἑαυτόν μου, δὲν θὰ τὸ εἴπω
ὡς δοῦλος ταπεινὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ
θὰ τὸ εἴπω σὰν νὰ ἔγινα
ἄφρων καὶ ἀνόητος ἀπὸ τὴν
πεποίθησίν μου, ὅτι ἔχω καὶ ἑγὼ
δικαίωμα νὰ καυχῶμαι. |
18
Ἐπεὶ πολλοὶ καυχῶνται κατὰ τὴν
σάρκα, κἀγὼ καυχήσομαι.
|
18
Ἀφοῦ ἄλλωστε πολλοὶ καυχῶνται
διὰ τὰ σωματικὰ καὶ κοσμικὰ
προσόντα των, θὰ καυχηθῶ καὶ ἐγώ.
|
18
Ἀφοῦ πολλοὶ καυχῶνται διὰ προτερήματα
τοῦ ἐξωτερικοῦ των ἀνθρώπου, θὰ
καυχηθῶ καὶ ἐγώ. |
19
Ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν
ἀφρόνων φρόνιμος ὄντες·
|
19
Διότι γνωρίζω ἄλλωστε, ὅτι εὐχαρίστως
ἀνέχεσθε σεῖς τοὺς ἄφρονας νὰ
καυχῶνται, ἂν καὶ εἶσθε συνετοὶ
καὶ φρόνιμοι. |
19
Καὶ θὰ καυχηθῶ, διότι μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν
ἀνέχεσθε τοὺς ἄφρονας καὶ ἀνοήτους,
μολονότι εἶσθε φρόνιμοι. |
20
ἀνέχεσθε γὰρ εἴ τις ὑμᾶς
καταδουλοῖ, εἴ τις κατεσθίει, εἴ τις
λαμβάνει, εἴ τις ἐπαίρεται, εἴ
τις ὑμᾶς εἰς πρόσωπον δέρει.
|
20
Καὶ ἀνέχεσθε πράγματι, ἐὰν
κανεὶς σᾶς ὑποδουλώνῃ καὶ
σᾶς κάμνῃ ὄργανά του, ἐὰν
κανεὶς κατατρώγῃ τὰ ἀγαθά
σας, ἐὰν κανεὶς σᾶς παγιδεύῃ
καὶ σᾶς τυλίγῃ εἰς τὰ
σχέδιά του, ἐὰν κανεὶς ἀλαζονεύεται
ἀπέναντί σας καὶ σᾶς θέτῃ
εἰς κατωτέραν μοῖραν, ἐὰν κανεὶς
σᾶς δέρνῃ εἰς τὸ πρόσωπον.
|
20
Καὶ λέγω μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν,
διότι ἀνέχεσθε, ἐὰν κανεὶς σᾶς
καταδουλώνῃ, ἐὰν κανεὶς σᾶς
κατατρώγῃ καὶ σᾶς ἐκμεταλλεύεται,
ἐὰν κανεὶς σᾶς συλλαμβάνῃ σὰν
τὰ πουλιὰ εἰς τὴν παγίδα, ἐὰν
κανεὶς ὑψώνεται δεσποτικῶς ἐπάνω
ἀπὸ σᾶς, ἐὰν κανεὶς σᾶς
δέρνῃ κατὰ πρόσωπον. |
21
Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι
ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν, ἐν ᾧ
δ' ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ
λέγω, τολμῶ κἀγώ. |
21
Πρὸς ἐντροπὴν καὶ ταπείνωσίν
μου τὸ λέγω, σὰν νὰ ὑπήρξαμεν
ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι
μεταξύ σας, καὶ δὲν μπορούσαμε τάχα
νὰ κάμωμεν ὅσα οἱ ψευδαπόστολοι
σᾶς ἔκαμαν. Σᾶς λέγω ὅμως τοῦτο·
εἰς ὁτιδήποτε τολμᾷ νὰ καυχηθῇ
κανεὶς τολμῶ καὶ ἐγώ-μὲ
ἀφροσύνην τὸ λέγω αὐτό.
|
21
Μὲ ἐντροπήν μου τὸ λέγω, σὰν νὰ
ὑπήρξαμεν ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ
νὰ μὴ ἠμποροῦσαμεν νὰ σᾶς
κάμωμεν, ὅ,τι σᾶς ἔκαμαν ἐκεῖνοι.
Μάθετε ὅμως, ὅτι εἰς ὀ,τιδήποτε
καὶ ἂν τολμᾷ νὰ καυχηθῇ κανεὶς
-διαπράττω ἀφροσύνην ποὺ τὸ λέγω - τολμῶ
καὶ ἑγὼ νὰ καυχηθῶ.
|
22
Ἑβραῖοί εἰσι; Κἀγώ·
Ἰσραηλῖταί εἰσι; Κἀγώ·
σπέρμα Ἀβραάμ εἰσι; Κἀγώ·
|
22
Εἶναι Ἑβραῖοι ἐκεῖνοι; Καὶ
ἐγὼ εἶμαι Ἑβραῖος· εἶναι
Ἰσραηλῖται, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ,
δηλαδὴ τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ;
Εἶμαι καὶ ἐγώ. Καυχῶνται ὅτι
εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ;
Εἶμαι καὶ ἐγώ.
|
22
Διὰ ποῖον προτέρημα καὶ προσὸν καυχῶνται;
Εἶναι Ἑβραῖοι; Καὶ ἑγὼ
εἶμαι Ἑβραῖος καὶ ὁμιλῶ
τὴν ἀραμαϊκήν. Καυχῶνται ὅτι
εἶναι Ἰσραηλῖται; Εἶμαι καὶ
ἑγὼ ἀπόγονος τοῦ Ἰσραήλ. Καυχῶνται
ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ;
Εἶμαι καὶ ἑγώ. |
23
διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; Παραφρονῶν
λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν
κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως,
ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις
πολλάκις· |
23
Καυχῶνται ὅτι εἶναι ὑπηρέται
τοῦ Χριστοῦ - ὁμιλῶ σὰν παραλογιζόμενος
αὐτὴν τὴν στιγμήν-εἶμαι ἐγὼ
παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς διάκονος
τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἀπέδειξε ὅλη
μου ἡ ζωὴ ὡς Ἀποστόλου τοῦ
Χριστοῦ. Διότι ἐγὼ ὑπεβλήθην
εἰς κόπους περισσοτέρους ἀπὸ
οἰανδήποτε ἄλλον· ὑπέμεινα
πληγὲς ἀναρίθμητες εἰς τὸ σῶμα
μου, ἐρρίφθην εἰς τὰς φυλακὰς
καὶ ἔμεινα φυκλακισμένος περισσότερον
ἀπὸ κάθε ἄλλον· πολλὲς
φορὲς ἀντίκρυσα ἐμπρός μου τὸν
θάνατον. |
23
Καυχῶνται ὅτι εἶναι διάκονοι Χριστοῦ;
Καὶ ἐὰν παραδεχθῶ ὅτι εἶναι
- ὁμιλῶ σὰν παράφρων ἐγὼ εἶμαι
παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς διάκονος τοῦ
Χριστοῦ. Ὑπεβλήθην εἰς κόπους περισσότερον
ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἐπερίμενε κανείς·
ὑπέστην εἰς τὸ σῶμα μου κτυπήματα
καὶ πληγὰς ὑπερβολικάς· ἐρρίφθην
εἰς φυλακὰς περισσότερον ἀπὸ κάθε
ἄλλον διέτρεξα πολλὰς φορὰς κινδύνους νὰ
θανατωθῶ. |
24
ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα
παρὰ μίαν ἔλαβον,
|
24
Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε
φορὲς ἐμαστιγώθην μὲ σαράντα
παρὰ μίαν μαστιγώσεις κάθε φοράν.
|
24
Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὰς
ἐμαστιγώθην μὲ τεσσαράκοντα παρὰ μίαν
μαστιγώσεις |
25
τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην,
τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν
τῷ βυθῷ πεποίηκα·
|
25
Τρεῖς φορὲς ἐκτυπήθηκα μὲ ράβδους·
μιὰ φορὰ ἐλιθοβολήθηκα· τρεῖς
φορὲς ἐναυάγησα· ἐπὶ ἕνα
ἡμερονύκτιον ἔμεινα ναυαγὸς εἰς
τὴν θάλασσαν. |
25
Τρεῖς φορὰς ἐρραβδίσθην, μίαν φορὰν
ἐλιθοβολήθην, τρεῖς φορὰς ὑπέστην
ναυάγιον, ἐπὶ ἐν ἡμερονύκτιον ἔμεινα
εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος καὶ
μὲ ἔδερναν τὰ ἄγρια κύματα.
|
26
ὁδοιπορίαις πολάκις, κινδύνοις ποταμῶν,
κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ
γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν,
κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν
ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ,
κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις·
|
26
Ἐργάσθηκα διὰ τὸ Εὐαγγέλιον
τοῦ Κυρίου μὲ κουραστικὲς καὶ
μακρὲς ὀδοιπορίες πολλὲς φορές,
μὲ κινδύνους ἀπὸ ποτάμια καὶ
μάλιστα κατὰ τὸν χειμῶνα ποὺ
ἐπλημμύριζαν. Ἀντίκρυσα κινδύνους
ἀπὸ ληστάς, κινδύνους ἀπὸ
τοὺς ὁμοεθνεῖς μου ῾Εβραίους,
κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ
εἰδωλολάτρας, κινδύνους μέσας εἰς
τὰς πόλεις, κινδύνους μέσα σὲ
ἔρημες περιοχές, κινδύνους εἰς τὴν
θάλασσαν, κινδύνους ἐκ μέρους ψευδαδέλφων,
ποὺ ὑπεκρίνοντο, ὅτι εἶναι Χριστιανοί.
|
26
Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ ὁδοιπορίας
πολλὰς φοράς, μὲ κινδύνους μέσα εἰς πλημμυρισμένα
κατὰ τὸν χειμῶνα ποτάμια, μὲ κινδύνους
ἀπὸ ληστάς, ποὺ παρεμόνευαν εἰς τὰ
μέρη τῶν περιοδειῶν μου· μὲ κινδύνους ἀπὸ
τὸ ἰδικόν μου ἰουδαϊκὸν γένος, εἰς
τὸ ὁποῖον ἔγινα μισητὸς λόγῳ
τοῦ ὅτι ἐκήρυττον τὴν διὰ μόνου
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν πάντων
τῶν ἀνθρώπων· μὲ κινδύνους ἀπὸ
ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρας· μὲ
κινδύνους μέσα εἰς πόλεις μὲ κινδύνους μέσα εἰς
ἐρήμους τόπους· μὲ κινδύνους μέσα εἰς
θαλάσσας, ποὺ διέσχιζα ταξιδεύων διὰ τὸ
κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου μὲ κινδύνους ἀπὸ
ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν ψευδάδελφοι καὶ
ἔφεραν ὑποκριτικῶς τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστιανοῦ. |
27
ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν
ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ
καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις,
ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι·
|
27
Ἐξεπλήρωσα μέχρι σήμερα τὴν
ἀποστολήν μου μὲ κόπον καὶ μόχθον,
μὲ ἀγρυπνίες πολλὲς φορές, μὲ
πεῖναν καὶ δίψαν, μὲ νηστεῖες
καὶ στερήσεις πολλὲς φορές, μὲ
τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνα καὶ μὲ
τὰ λίγα ροῦχα, ποὺ εἶχα γιὰ
νὰ καλύπτω τὴν γυμνότητά μου.
|
27
Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ
μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ
πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην
εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας
πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα,
ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως
ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
|
28
χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς
μου ἡ καθ' ἡμέραν, ἡ μέριμνα
πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν.
|
28
Καὶ διὰ νὰ μὴ ἀναφέρω
τόσα καὶ τόσα ἄλλα, μὲ ἐταλαιπωροῦσε
καὶ μὲ ἔρριπτε εἰς στενοχωρίαν
ἡ καθημερινὴ πίεσις καὶ ἐνόχλησις
ἐχθρῶν καὶ φίλων, ὅπως ἐπίσης
καὶ ἡ ἀγωνιώδης φροντίδα διὰ
τὰς ἐκκλησίας. |
27
Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ
μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ
πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην
εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας
πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα,
ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως
ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
|
29
Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;
Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ
πυροῦμαι; |
29
Ποιὸς Χριστιανὸς ἀσθενεῖ καὶ
δὲν ἀσθενῶ μαζῆ του καὶ δὲν
συμπάσχω καὶ ἐγώ; Ποιὸς σκοντάπτει
καὶ πίπτει καὶ δὲν καίομαι καὶ
ἐγὼ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν
θλῖψιν; |
29
Ποῖος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀσθενεῖ
πνευματικῶς ἢ καὶ σωματικῶς καὶ
δὲν ἀσθενῶ καὶ ἐγὼ μαζί
του; Ποῖος σκοντάπτει καὶ πίπτει εἰς τὴν
ἁμαρτίαν καὶ δὲν καίομαι καὶ ἑγὼ
εἰς τὴν κάμινον τῆς θλίψεως καὶ τῆς
ἐντροπῆς; |
30
Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας
μου καυχήσομαι. |
30
Ἐὰν ὅμως πρέπει νὰ καυχηθῶ,
θὰ καυχηθῶ διὰ τὴν ἀσθένειαν
καὶ ἀδυναμίαν μου μέσα εἰς τοὺς
πειρασμοὺς καὶ τοὺς διωγμούς.
|
30
Ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη νὰ καυχηθῶ,
θὰ καυχηθῶ διὰ τοὺς διωγμοὺς
καὶ τοὺς πειρασμούς μου. |
31
Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν,
ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς
αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι.
|
31
Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ
εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει ὅτι
δὲν ψεύδομαι, ἀλλ' ὅτι αὐτὰ
ποὺ θὰ σᾶς πῶ εἶναι ἀπολύτως
ἀληθινά. |
31
Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως
σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ
Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς
εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι
δὲν ψεύδομαι. |
32
Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα
τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν
πόλιν πιάσαι με θέλων,
|
32
Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητὴς
ὁ διωρισμένος ἀπὸ τὸν βασιλέα
Ἀρέταν ἐφρουροῦσε τὴν πόλιν
τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε
νὰ μὲ συλλάβῃ·
|
32
Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ
εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα
Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν
Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ
μὲ συλλάβῃ. |
33
καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ
ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ
ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.
|
33
καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο, μέσα
εἰς ἕνα καλάθι πλεγμένο μὲ σχοινὶ
μὲ κατέβασαν ἔξω ἀπὸ τὸ
τοῖχος καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ
τὰ χέρια του. |
33
Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν
κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου
τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα
ἀπὸ τὰς χεῖρας του. |