Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ἀγὼ
ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί,
ἦλθαν οὐ καθ' ὑπεροχὴν λόγου
ἢ σοφίας καταγγέλων ὑμῖν τὸ
μαρτύριον τοῦ Θεοῦ.
|
αὶ
ἐγώ, ἀδελφοί μου, ὅταν ἦλθα
πρὸς σᾶς εἰς τὴν Κόρινθον, ἦλθα
νὰ προσφέρω καὶ νὰ κηρύξω τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὄχι μὲ
εὐγλωττίαν, μὲ σοφίαν, μὲ ρητορικὰ
σχήματα καὶ τεχνικὰς μεθόδους, μὲ
τρόπους ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ κατὰ
κόσμον σοφοί. |
αί·
τὰ μωρὰ ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς διὰ
νὰ καταντροπιάσῃ τοὺς σοφοὺς τοῦ
κόσμου. Καὶ ἑγώ, ἀδελφοί, ὅταν ἦλθα
εἰς σᾶς, ἦλθα νὰ σᾶς διακηρύξω
τὴν μαρτυρίαν ἐκείνων, ποὺ ἔκαμεν
ὁ Θεὸς διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ
ἀνθρώπου, ὄχι μὲ ὑπεροχὴν λόγου
ἢ δεξιότητος συλλογισμῶν καὶ ἐπιχειρημάτων.
|
2
Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι
τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ Ἰησοῦ
Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.
|
2
Διότι δὲν ἔκρινα ὀρθὸν καὶ
δὲν ἠθέλησα νὰ καταστήσω γνωστὸν
μεταξύ σας καὶ νὰ κηρύξω τίποτε
ἄλλο, παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον.
Αὐτὸν καὶ μόνον ἦλθα φέρων
εἰς σᾶς. |
2
Καὶ δὲν σᾶς ἔδειξα ὑπεροχὴν
λόγου, διότι δὲν ἐθεώρησα ἐπιτετραμμένον
νὰ γνωρίζω τίποτε ἄλλο μεταξύ σας, παρὰ
μόνον τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ
τοῦτον ὄχι ὡς βασιλέα ἔνδοξον, ἀλλ’
ἐσταυρωμένον. |
3
Καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ
καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμω
πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς,
|
3
Καὶ ἦλθα εἰς σᾶς ἐγὼ ὡς
ἀδύνατος ἄνθρωπος, μὲ φόβον
καὶ τρόμον πολύν. |
3
Καὶ ἐγὼ ἦλθα πρὸς σᾶς
χωρὶς νὰ ἔχω καμμίαν κοσμικὴν δύναμιν
ἢ προστασίαν, ἀλλὰ μὲ φόβον καὶ
τρόμον πολύν, μήπως δὲν ἐπιτύχῃ μεταξύ σας
τὸ ἀποστολικόν μου ἔργον.
|
4
καὶ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά
μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης
σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν ἀποδείξει
Πνεύματος καὶ δυνάμεως, |
4
Καὶ ἡ διδασκαλία μου καὶ τὸ
κήρυγμά μου δὲν εἶχε τίποτε
ἀπὸ τὰς πειστικὰς δημηγορίας
καὶ τὰ κτυπητὰ σχήματα τῆς ἀνθρωπίνης
σοφίας, ἀλλ' ἦτο καὶ ἔγινε μὲ
ἀποδείξεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
πειστικὰς διὰ τὰς ψυχὰς τῶν
ἀκροατῶν καὶ μὲ δύναμιν θείαν,
ὅπως ἐφαίνετο ἀπὸ τὰ μεγάλα
θαύματα, ποὺ τὸ συνώδευαν.
|
4
Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου
δὲν ἔγινε μὲ πιθανοὺς καὶ συναρπαστικοὺς
λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλ’ ἔγινε μὲ
ἀπόδειξιν Πνεύματος τὸ ὁποῖον ἔπειθε
τὰς ψυχὰς τῶν ἀκροατῶν, καὶ
μὲ ἀπόδειξιν θείας δυνάμεως, ἡ ὁποία
μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ καὶ θαυμαστὰ
ἔργα της ἐπεβεβαίωνε τὴν διδασκαλίαν μου.
|
5
ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ
ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ'
ἐν δυνάμει Θεοῦ. |
5
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ μὴ θεμελιώνεται
ἡ πίστις σας εἰς τὴν ματαίαν
σοφίαν καὶ ἱκανότητα τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλ' ἐπάνω εἰς τὴν ἀκλόνητον
καὶ αἰώνιον δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
|
5
Τοῦτο δὲ ἔγινε διὰ νὰ μὴ
στηρίζεται ἡ πίστις σας ἐπάνω εἰς τὴν
ἀσταθῆ σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’
ἐπάνω εἰς τὴν ἀκλόνητον δύναμιν τοῦ
Θεοῦ. |
6
Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις,
σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος
τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων
τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων·
|
6
Καὶ ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
διδάσκομεν βέβαια σοφίαν, ἀλλὰ
μεταξὺ τῶν ὡρίμων καὶ προωδευμένων,
ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς, ἀνθρώπων,
ὄχι ὅμως τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων
τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰῶνος
οὔτε τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου
τούτου, τῶν ὁποίων ἡ ἐξουσία
εἶναι προσωρινὴ καὶ θὰ καταλυθῇ.
|
6
Μεταξὺ ὅμως τῶν πνευματικῶς ὡρίμων
καὶ προωδευμένων διδάσκομεν καὶ σοφίαν· ἀλλ’
ὄχι τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ποὺ
ἔχουν τὰ φρονήματα τῆς ἁμαρτωλῆς
αὐτῆς ἐποχῆς, οὔτε τὴν
σοφίαν τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν προσωρινὴν ἐξουσίαν
καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ μίαν ἡμέραν
ἡ δύναμίς των. |
7
ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν
μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην,
ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν
αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν,
|
7
Ἀλλὰ λαλοῦμεν καὶ κηρύσσομεν
σοφίαν μυστηριώδη, ἀπρόσιτον εἰς
τὴν ἀνθρωπίνην διάνοιαν, σοφίαν
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μολονότι
ἔχει ἀποκαλυφθῆ ἀπὸ τὸν
Θεόν, εἰς μὲν τοὺς πιστούς,
διὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ ἀνθρωπίνου
νοῦ, δὲν εἶναι εἰς ὅλον της
τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος γνωστή,
εἰς δὲ τοὺς ἀπίστους καὶ
ἀδιαφωτίστους εἶναι ἀκόμη κρυμμένη.
Αὐτὴν τὴν σοφίαν προώρισεν ὁ
Θεός, πρὶν ἀκόμη γίνῃ
ἡ ἐν χρόνῳ δημιουργία, νὰ
τὴν φανερώσῃ, διὰ νὰ δοξάσῃ
ἡμᾶς τοὺς πιστούς.
|
7
Ἀλλὰ διδάσκομεν καὶ ἀναπτύσσομεν σοφίαν,
τῆς ὁποίας χορηγὸς εἶναι ὁ Θεός·
σοφίαν μυστηριώδη ποὺ δὲν ἠμπορεῖ
πεπερασμένος νοῦς μόνος του νὰ τὴν ἀνακαλύψῃ·
σοφίαν, ἡ ὁποία καὶ τώρα ἀκόμη, ποὺ
ἀπεκαλύφθη ἀπὸ τὸν Θεόν, μένει κρυμμένη
εἰς τοὺς ἀφωτίστους καὶ ξένους πρὸς
τὸν Χριστόν· σοφίαν τὴν ὁποίαν προτοῦ
ἀκόμη δημιουργηθοῦν τὰ ἐν χρόνῳ
γενόμενα κτίσματα, προαπεφάσισε καὶ προκαθώρισεν ὁ
Θεὸς νὰ μᾶς τὴν ἀποκαλύψῃ
πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μᾶς
δοξάσῃ δι’ αὐτῆς. |
8
ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων
τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν·
εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν
Κύριον τῆς δόξῃς ἐσταύρωσαν·
|
8
Αὐτὴν δὲ τὴν σοφίαν κανεὶς
ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου
τούτου δὲν τὴν ἔχει γνωρίσει.
Διότι ἂν τὴν εἶχαν γνωρίσει,
δὲν θὰ ἔφθαναν ποτὲ μέχρι τέτοιου
σημείου σκοτισμοῦ καὶ καταπτώσεως,
ὥστε νὰ σταυρώσουν τὸν Κύριον
τῆς δόξης. |
8
Τὴν σοφίαν δὲ αὐτὴν κανεὶς ἀπὸ
τοὺς ἄρχοντας τοῦ προσκαίρου τούτου κόσμου
δὲν ἔχει γνωρίσει. Διότι ἐὰν τὴν
εἶχον γνωρίσει, δὲν θὰ ἐκάρφωναν εἰς
τὸν σταυρὸν τῆς ἀτιμίας τὸν
Κύριον, ὁ ὁποῖος εἶναι χορηγὸς
τῆς δόξης. |
9
ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς
οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε
καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου
οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν
ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
|
9
Ἀλλ' ἐγινε αὐτὸ σύμφωνα μὲ
ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς
τὴν Παλαιὰν Διαθήκην· <ἐκεῖνα
ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς
ἀπὸ καταβολῆς κόσμου διὰ τοὺς
ἀγαπῶντας αὐτὸν εἶναι τέτοια,
τὰ ὁποῖα μάτι δὲν εἶδε
ποτὲ καὶ αὐτὶ δὲν ἔχει
ἀκούσει καὶ ἀνθρώπινος νοῦς
δὲν ἔχει φαντασθῆ>.
|
9
Ἀλλὰ συνέβη σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο,
ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν
Ἡσαΐαν· Ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν
ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν
ἐφαντάσθη, τὰ ὁποῖα ἐτοιμασεν
ὁ Θεὸς δι' ἐκείνους ποὺ τὸν
ἀγαποῦν. Αὐτὰ ἦσαν τὰ
μυστηριώδη καὶ κρυμμένα. |
10
Ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε
διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ·
τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ,
καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
|
10
Εἰς ἡμᾶς ὅμως τοὺς πιστοὺς
ἐφανέρωσεν αὐτὰ ὁ Θεὸς
μὲ τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
γνωρίζει τὰ πάντα, ἐρευνᾷ καὶ
αὐτὰ τὰ ἄπειρα βάθη τοῦ
Θεοῦ, (καὶ αὐτὸ εἶναι εἰς
θέσιν νὰ μεταδώσῃ ὅσον χωρεῖ
εἰς τὴν ἀνθρωπίνην διάνοιαν,
τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ).
|
10
Εἰς ἡμᾶς ὅμως ὁ Θεὸς ἐφανέρωσε
ταῦτα μὲ τὸ Πνεῦμα του. Καὶ
μόνον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ἦτο δυνατὸν
νὰ γίνῃ ἡ φανέρωσις αὐτή. Διότι τὸ
Πνεῦμα ἐρευνᾷ καὶ γνωρίζει ὅλα,
καὶ αὐτὰ τὰ βαθύτατα καὶ μυστηριώδη
ἰδιώματα καὶ σχέδια τοῦ Θεοῦ.
|
11
Τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ
τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν
αὐτῷ; Οὕτω καὶ τὰ τοῦ
Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
|
11
Συμβαίνει μὲ τὸ Πνεῦμα κάτι
ἀνάλογον, ἀλλὰ εἰς ἄπειρον
βαθμόν, μὲ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει
μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου.
Δηλαδὴ ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
γνωρίζει τὰ ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου,
παρὰ μόνον τὸ πνεῦμα ποὺ ὑπάρχει
μέσα εἰς αὐτόν; ῎Ετσι καὶ
τὰ τοῦ Θεοῦ, κανένας ἄλλος δὲν
τὰ γνωρίζει εἰς τὴν ἐντέλειαν,
παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
|
11
Τὸ ὅτι δὲ τὸ Πνεῦμα ἐρευνᾷ
καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐννοοῦμεν
καὶ ἀπὸ τὴν πεῖραν μας. Διότι,
ποῖος ἄλλος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
γνωρίζει τὰ ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου
παρὰ μόνον ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ εἶναι μέσα του; Ἔτσι καὶ τὰ
ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανεὶς ἄλλος
δὲν τὰ γνωρίζει παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ. |
12
Ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ πνεῦμα
τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ
τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ,
ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν. |
12
Ἡμεῖς δὲ δὲν ἔχομεν λάβει
τὸ πνεῦμα, ποὺ βασιλεύει καὶ
ἐμπνέει τὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλ' ἐλάβομεν τὸ Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸν
Θεόν, διὰ νὰ γνωρίσωμεν ὅσον
τὸ δυνατὸν βαθύτερα καὶ πλατύτερα
αὐτά, ποὺ μᾶς ἔχουν χαρισθῆ
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
12
Ἡμᾶς δὲ δὲν ἐλάβαμεν τὸ
πνεῦμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον
ἐμπνέεται ὁ ξένος πρὸς τὸν Θεόν κόσμος·
ἀλλ’ ἐλάβαμεν τὸ χάρισμα τοῦ Πνεύματος,
τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸν
Θεόν καί, τὸ ὁποῖον ἐδόθη καὶ
εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ γνωρίσωμεν
ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
13
Ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς
ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ'
ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου,
πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες.
|
13
Αὐτὰ δὲ καὶ διδάσκομεν, ὄχι
μὲ καλλωπισμένους καὶ ρητορικοὺς λόγους,
σὰν αὐτούς ποὺ μεταχειρίζεται
ἡ ἀνθρωπίνη σοφία, ἀλλὰ
μὲ λόγους ποὺ μᾶς τοὺς διδάσκει
καὶ μᾶς τοὺς ἐμπνέει τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, συγκρίνοντες καὶ ἀντιπαραβάλλοντες
τὰ πνευματικὰ νοήματα καὶ γεγονότα
μὲ ἄλλα πνευματικά, διὰ νὰ τὰ
ἐννοοῦμεν καλύτερα. |
13
Ταῦτα καὶ διδάσκομεν ὄχι μὲ λόγους
σὰν αὐτούς, ποὺ μεταχειρίζεται εἰς
τὴν διδασκαλίαν ἡ ἀνθρωπίνη σοφία, ἀλλὰ
μὲ λόγους, ποὺ διδάσκονται ἀπὸ τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἐξηγοῦμεν
καὶ κατανοοῦμεν τὰς διδασκαλίας αὐτὰς
διὰ τῆς συγκρίσεως τῶν πνευματικῶν
πρὸς τὰ πνευματικά. |
14
Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται
τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ·
μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ
οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς
ἀνακρίνεται. |
14
Ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος
δηλαδή ποὺ δὲν ἔχει ἀναγεννηθῇ,
ἀλλὰ ζῇ τὴν κατωτέραν ζωὴν
τῶν ἐνστίκτων καὶ παθῶν, δὲν
δέχεται ἐκεῖνα ποὺ ἀποκαλύπτει
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι τοῦ
φαίνονται ἀνόητα, καὶ δὲν ἔχει
τὴν πνευματικὴν ἱκανότητα νὰ
τὰ γνωρίσῃ, ἐπειδὴ αὐτὰ
ἐρευνῶνται καὶ κατανοούνται κατὰ
τρόπον πνευματικόν, μὲ τὸν φωτισμὸν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
|
14
Ὁ φυσικὸς δὲ καὶ μὴ ἀναγεννημένος
ἄνθρωπος δὲν δέχεται ἐκεῖνα, ποὺ
διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι
ταῦτα φαίνονται εἰς αὐτὸν κουταμάρα
καὶ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴν
δύναμιν καὶ ἀντίληψιν νὰ τὰ γνωρίσῃ,
διότι ταῦτα ἐξετάζονται καὶ διακρίνονται
πνευματικῶς καὶ μὲ τὸν φωτισμὸν
τοῦ Πνεύματος. |
15
Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν
πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ' οὐδενὸς
ἀνακρίνεται. |
15
Ὁ πνευματικὸς ὅμως ἄνθρωπος διακρίνει
καὶ ἐννοεῖ ὅλα, κάθε γεγονὸς
καὶ κάθε ἄνθρωπον, ἐνῶ αὐτὸς
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῇ
ἀπὸ κανένα κοσμικὸν καὶ ξένον
πρὸς τὸν Χριστὸν ἄνθρωπον.
|
15
Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα ἄνθρωπος διακρίνει καὶ κατανοεῖ
ὅλα, κάθε περίστασιν καὶ κάθε πρόσωπον, αὐτὸς
δὲ δὲν νοιώθεται ἀπὸ κανένα μὴ
ἀναγεννημένον ἄνθρωπον. |
16
Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς
συμβιβάσει αὐτόν; Ἡμεῖς δὲ
νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν. |
16
Διότι, ποῖος ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ δὲν ἐφωτίσθησαν ἀπὸ
τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐγνώρισε
τὴν σκέψιν καὶ τὰ σχέδια τοῦ
Θεοῦ καὶ ποιὸς ποτὲ θὰ διδάξῃ
καὶ θὰ διορθώσῃ τὸν Θεόν;
Κανείς. Ἔτσι καὶ κανεὶς ἀπὸ
αὐτοὺς δὲν ἠμπορεῖ νὰ
ἐννοήσῃ καὶ ἡμᾶς, ποὺ
ἔχομεν τὰς σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα
τοῦ Χριστοῦ.
|
16
Καὶ δὲν νοιώθεται ὁ ἀναγεννημένος
ἀπὸ τὸν φυσικὸν καὶ μὴ
ἀναγεννημένον ἄνθρωπον, διότι, ποῖος ἀπὸ
ἐκείνους, ποὺ δὲν ἐφωτίσθησαν ἀπὸ
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐγνώρισε
τὴν σκέψιν καὶ τὰς βουλὰς τοῦ
Θεοῦ; Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς
θὰ διδάξῃ καὶ θὰ διορθώσῃ τὸν
Κύριον; Κανείς. Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ
τοὺς μὴ ἀναγεννημένους δὲν ἠμπορεῖ
νὰ κατανοήσῃ καὶ ἡμᾶς. Διότι
καὶ ἡμεῖς ἔχομεν τὴν σκέψιν
καὶ τὴν διάνοιαν τοῦ Χριστοῦ.
|