Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὗτος
ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς
ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους
μυστηρίων Θεοῦ. |
κεφθῆτε
καλὰ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα
καὶ μὴ μᾶς θεωρεῖτε ὡς ἀρχηγοὺς
παρατάξεων, ἀλλ' ὁ καθένας σας ἔτσι
ἂς μᾶς θεωρῇ, δηλαδὴ σὰν ὑπηρέτας
τοῦ Χριστοῦ, ὡς διαχειριστὰς ποὺ
μᾶς διέταξεν ὁ Κύριος νὰ διαχειριζώμεθα
τὰς ὑψηλὰς καὶ μυστηριώδεις
ἀληθείας καὶ δωρεάς, τὰς ὁποίας
ὁ ἴδιος μᾶς ἔχει δώσει.
|
ὴ
μᾶς θεωρῆτε λοιπὸν ἀρχηγούς. Ἀλλ’
ἔτσι ἂς μᾶς θεωρῇ ὁ καθενὰς
σᾶς, ὡς ὑπηρέτας δηλαδὴ τοῦ
Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς οἰκοδεσπότας,
ἀλλ’ ὡς διαχειριστὰς τῶν οὐρανίων
καὶ ἀγνώστων ἀληθειῶν, τὰς ὁποίας
μᾶς ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός.
|
2
Ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς
οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ.
|
2
Ἐκεῖνο, λοιπόν, τὸ ὁποῖον
εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν ζητεῖται
ἀπὸ τοὺς διαχειριστάς, εἶναι
νὰ εὑρεθῇ ὁ καθένας ἀπὸ
αὐτοὺς πιστὸς καὶ τίμιος εἰς
τὴν διαχείρισιν αὐτῶν, ποὺ τοῦ
ἔχουν ἐμπιστευθῆ. |
2
Ἐκεῖνο δέ, ποὺ ὑπολείπεται νὰ
ζητῆται ἀπὸ τοὺς διαχειριστὰς
καὶ οἰκονόμους, εἶναι τοῦτο, νὰ
εὑρεθῇ ὁ κάθε οἰκονόμος πιστὸς
καὶ τίμιος εἰς τὴν διαχείρισίν του.
|
3
Ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν
ἐστιν ἵνα ὑφ' ὑμῶν ἀνακριθῶ
ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας·
ἀλλ' οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω·
|
3
Καὶ ἐγώ, λοιπόν, ὡς ὑπηρέτης,
εἶμαι ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. Δι' αὐτὸ καὶ πολὺ ὀλίγον
λογαριάζω, ἐὰν θὰ κριθῶ ἀπὸ
σᾶς ἢ ἀπὸ οἰονδήποτε ἄλλο
ἀνθρώπινον δικαστήριον, ποὺ λειτουργεῖ
εἰς τὰς ἡμέρας τῆς ἀνθρωπίνης
ζωῆς μας· ἀλλ' οὔτε ἐγὼ
ὁ ἴδιος δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα
νὰ κρίνω τὸν εὐατόν μου.
|
3
Εἶμαι λοιπὸν καὶ ἐγὼ ὑπεύθυνος
καὶ ὑπόλογος ἐνώπιον ἐκείνου, ποὺ
μοῦ ἀνέθεσε τὴν οἰκονομίαν αὐτήν.
Δι’ αὐτὸ πολὺ ὀλίγον λογαριάζω τὸ
νὰ κριθῶ ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ
ἀνθρώπινον δικαστήριον, ποὺ εἶναι πρόσκαιρον
καὶ αἱ ἀποφάσεις του δι’ ὀλίγον καιρὸν
ἰσχύουν. Ἀλλ’ οὔτε καὶ ἑμὲ
τὸν ἴδιον θεωρῶ ὡς ἁρμόδιον
διὰ νὰ κρίνω τὸν ἑαυτόν μου.
|
4
οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα·
ἀλλ' οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι·
ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός
ἐστιν. |
4
Καὶ εἶναι μὲν ἀληθές, ὅτι
ἡ συνείδησίς μου δὲν μοῦ μαρτυρεῖ
καμμίαν ἐνοχὴν καὶ καμμίαν κατάχρησιν
τῆς ἐξουσίας, ποὺ μοῦ ἔχει
ἐμπιστευθὴ ὁ Θεός. Ἀλλ'
αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ, διὰ
νὰ θεωρῶ τὸν εὐατόν μου ἀνεπίληπτον
καὶ δίκαιον. Ὁ μόνος ἀρμόδιος
δικαστής μου καὶ κριτής μου εἶναι
ὁ Κύριος. Αὐτὸς θὰ ἀποφανθῇ,
ἐὰν ὑπῆρξα πιστὸς οἰκονόμος.
|
4
Καὶ δὲν θεωρῶ οὔτε τὸν ἑαυτόν
μου ἁρμόδιον διὰ νὰ βγάλω ἀπόφασιν
περὶ τῆς διαχειρίσεώς μου ὡς οἰκονόμου
τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν μοῦ μαρτυρεῖ
μὲν ἡ συνείδησις καμμίαν ἐνοχήν, ἀλλὰ
δὲν φθάνει αὐτὸ διὰ νὰ εἶμαι
δικαιωμένος. Ὁ μόνος δὲ ἁρμόδιος διὰ
νὰ κρίνῃ, ἐὰν πράγματι ὑπῆρξα
καλὸς οἰκονόμος, εἶναι ὁ Κύριος.
|
5
Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε,
ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος,
ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ
σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς
τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος
γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ
Θεοῦ. |
5
Ὥστε καὶ σεῖς μὴ σπεύδετε παράκαιρα
νὰ κάμνετε κρίσεις καὶ διακρίσεις,
ὅτι ὁ Παῦλος ἢ ὁ Πέτρος
ἢ ὁ Ἀπολλὼς εἶναι καλύτερος.
Περιμείνατε ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ
Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ φωτίσῃ
καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ ὅσα τώρα
εἶναι κρυμμένα εἰς τὸ σκοτάδι
καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς ἐσωτερικὰς
σκέψεις καὶ ἐπιθυμίας καὶ θελήσεις
τῶν καρδιῶν. Καὶ τότε θὰ ἀποδοθῇ
ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸν καθένα
ὁ δίκαιος ἔπαινος. |
5
Ὥστε μὴ λέγετε ὁ Παῦλος ἢ ὁ
Ἀπολλὼς ἢ ὁ Πέτρος εἶναι ὁ
καλύτερος. Μὴ κάνετε δηλαδὴ καμμίαν κρίσιν πρὸ
τοῦ ὡρισμένου καιροῦ, μέχρις ὅτου
ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
θὰ ρίψῃ πλῆρες φῶς εἰς αὐτά,
ποὺ τώρα εἶναι κρυμμένα εἰς τὸ σκότος
καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς ἐσωτερικὰς
σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τῶν καρδιῶν.
Καὶ τότε τὸν ἔπαινον εἰς τὸν
καθένα θὰ τὸν ἀποδώσῃ ὄχι ἄνθρωπος,
ἀλλ’ ὁ Θεός. |
6
Ταῦτα δὲ ἀδελφοί, μετεσχημάτισα
εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ
δι' ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν
μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται
φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ
τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ
ἑτέρου. |
6
Αὐτὰ δὲ ἀδελφοί, ποὺ σᾶς
εἶπα παραπάνω τοὺς ἔδωσα τέτοιο
σχῆμα καὶ ἔκφρασιν, ὥστε νὰ
μεταφέρωνται εἰς τὸν ἑαυτόν
μου καὶ τὸν Ἀπολλώ, πρὸς διαφωτισμὸν
καὶ ὠφέλειαν ἰδικήν σας, διὰ
νὰ μάθετε, δηλαδή, ἐν τῷ προσώπῳ
ἡμῶν τοῦτο· τὸ νὰ μὴ
σχηματίζετε φρόνημα παραπάνω ἀπὸ
ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι γραμμένο,
διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύεσθε καὶ
ἀλαζονεύεσθε ὁ ἔνας διότι ἔχει
τάχα τοῦτον ἀρχηγὸν καὶ διδάσκαλον,
ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ποὺ ἔχει
ἐκεῖνον διδάσκαλον. |
6
Αὐτὰ δέ, ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί,
τὰ μετέτρεψα ὥστε νὰ ἐφαρμόζουν εἰς
τὸν ἑαυτόν μου καὶ εἰς τὸν Ἀπολλὼ
πρὸς ὠφέλειαν ἰδικήν σας· διὰ νὰ
μάθετε μὲ τὸ παράδειγμά μας νὰ μὴ
σχηματίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας φρόνημα παραπάνω
ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένον
καὶ μᾶς παραγγέλλει ἡ Γραφή, διὰ νὰ
μὴ φουσκώνετε καὶ ὑπερηφανεύεσθε ὁ
ἕνας μαθητής, ἐπειδὴ ἔχει ἀρχηγὸν
καὶ διδάσκαλον αὐτὸν τὸν ἕνα
κατὰ τοῦ ἄλλου μαθητοῦ, ποὺ
ἔχει ἀρχηγὸν καὶ διδάσκαλον τὸν
ἄλλον. |
7
Τίς γὰρ σὲ διακρίνει; Τί δὲ
ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δὲ
καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ
λαβών; |
7
Ἄλλωστε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ διδάσκαλοι
ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανεύωνται
διὰ τὸ χάρισμα καὶ τὸ ἀξίωμά
ποὺ ἔχουν λάβει. Διότι σὲ τὸν
διδάσκαλον, ποῖος σὲ ξεχωρίζει ὡς
καλύτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ποῖον
δὲ χάρισμα ἔχεις, ποῦ δὲν τὸ
ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεόν; Ἐὰν
δέ, ὅλα ὅσα ἔχεις, τὰ ἔλαβες
ἀπὸ τὸν Θεόν, τί καυχᾶσαι,
σὰν νὰ μὴ ἔλαβες τίποτε;
|
7
Οὔτε οἱ μαθηταὶ ἐπιτρέπεται νὰ
ὑπερηφανεύωνται, οὔτε οἱ διδάσκαλοι. Διότι
καὶ σὲ τὸν διδάσκαλον, ποῖος σὲ
θεωρεῖ καλύτερον καὶ ὑπεροχώτερον ἀπὸ
τοὺς ἄλλους; Ἄνθρωπος, ὄχι ὅμως
ὁ Θεός. Ποῖον δὲ χάρισμα ἔχεις, τὸ
ὁποῖον δὲν ἔλαβες ἀπὸ
τὸν Θεόν; Ὅλα ἀπὸ τὸν Θεόν τὰ
ἔχεις. Ἐὰν δὲ κάθε τι ποὺ ἔχεις,
τὸ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Θεόν, διατὶ
καυχᾶσαι σὰν νὰ μὴ ἔλαβες τίποτε;
|
8
Ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε,
χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε·
καὶ ὀφελόν γε ἐβασιλεύσατε,
ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν.
|
8
Καὶ σεῖς οἱ Κορίνθιοι ἔχετε
αὐτὴν τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶσθε
μεγάλοι καὶ ἐπίσημοι. Τώρα πλέον
εἶσθε χορτασμένοι ἀπὸ ὅλα! Τώρα
πλέον ἔχετε πλουτήσει ἀπὸ τὰς
πνευματικὰς δωρεάς! Χωρὶς νὰ ἔχετε
μαζῆ σας ἡμᾶς, τοὺς διδασκάλους
σας, ἔχετε πλέον γίνει βασιλεῖς τοῦ
οὐρανοῦ! Καὶ εἴθε νὰ ἐβασιλεύατε,
διὰ νὰ λάβωμεν καὶ ἡμεῖς
μέρος μαζῆ σας εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ. |
8
Τώρα δὰ πλέον εἶσθε χορτάτοι! Τώρα ἐγίνατε
πλούσιοι ἀπὸ πνευματικοὺς θησαυρούς! Χωρὶς
νὰ ἔχετε μαζί σας καὶ ἡμᾶς τοὺς
διδασκάλους σας, κατεκτήσατε μόνοι σας τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν! Καὶ εἴθε νὰ
ἐβασιλεύατε, διὰ νὰ βασιλεύσωμεν καὶ
ἡμεῖς μαζί σας. |
9
Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς
τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν,
ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον
ἐγενήθην τῷ κόσμῳ, καὶ
ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις.
|
9
Ἀλλ' ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
κάθε ἄλλο παρὰ βασιλείαν καὶ
δόξαν ἔχομεν κερδήσει εἰς τὸν
κόσμον αὐτόν. Διότι νομίζω,
ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους
μᾶς ἔχει δείξει εἰς τὰ μάτια
ὅλων τῶν ἀνθρώπων σὰν τοὺς
πιὸ τελευταίους, σὰν καταδικασμένους
εἰς θάνατον, ποὺ βαδίζουν εἰς
τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Διότι
ἐγίναμεν παράδοξον θέαμα εἰς
ὅλον τὸν κόσμον, εἰς τοὺς ἀγγέλους
ποὺ θαυμάζουν, καὶ εἰς τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ χλευάζουν.
|
9
Κάθε ἄλλο ὅμως παρὰ βασιλείαν ἀπολαμβάνομεν
ἡμείς οἱ Ἀπόστολοι. Διότι νομίζω, ὅτι
ὁ Θεὸς ἠμᾶς τοὺς Ἀποστόλους
ἔδειξε δημοσίᾳ καὶ εἰς τὰ μάτια
ὅλων τελευταίους, σὰν καταδίκους, ποὺ πρόκειται
νὰ θανατωθοῦν. Διότι ἐγίναμεν θέαμα εἰς
ὅλον τὸν κόσμον καὶ εἰς τοὺς
ἀγγέλους, καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
θαυμαζόμενοι μὲν ἀπὸ τοὺς ἀγαθούς,
περιφρονούμενοι δὲ καὶ χλευαζόμενοι ἀπὸ
τοὺς ἄλλους. |
10
Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς
δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς
ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί·
ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ
ἄτιμοι. |
10
Ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμεθα
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
κόσμου μωροὶ καὶ ἀνόητοι διὰ
τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σεῖς ὅμως
εἶσθε φρόνιμοι καὶ συνετοὶ ἐν
Χριστῷ! Ἡμεῖς εἴμεθα ἀσθενεῖς
καὶ αδύνατοι. Σεῖς ὅμως εἶσθε
ἰσχυροὶ καὶ ἀκατανίκητοι! Σεῖς
εἶσθε ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ περιφρονημένοι
καὶ ἐξουθενωμένοι. |
10
Ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι θεωρούμεθα ἀπὸ
τοὺς ἀπίστους βλάκες καὶ ἀνόητοι διὰ
τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σεῖς ὅμως
εἶσθε φρόνιμοι κατὰ Χριστόν. Ἠμεῖς
εἴμεθα ἀσθενεῖς καὶ καταδιωκόμεθα
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σεῖς ὅμως
εἶσθε ἰσχυροί, διότι δὲν σᾶς εὗρε
κανένας πειρασμός. Σεῖς εἶσθε ἔνδοξοι, ἠμεῖς
δὲ εἴμεθα ἄτιμοι καὶ περιφρονημένοι.
|
11
Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν
καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ
κολοφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν
|
11
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐλάβαμεν
τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα καὶ
μέχρις αὐτῆς τῆς ὥρας, ζῶμεν
ἀνάμεσα εἰς τὸ πλῆθος ἀπὸ
ταλαιπωρίας καὶ περιπετείας. Καὶ πεινῶμεν
καὶ διψῶμε· καὶ δὲν ἔχομεν
ροῦχα διὰ νὰ προφυλαχθῶμεν ἀπὸ
τὰς κακοκαιρίας καὶ δεχόμεθα ραπίσματα
καὶ γρονθοκοπήματα, καὶ συνεχῶς μετακινούμεθα
ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, χωρὶς
νὰ ἔχωμεν πουθενὰ σταθερὰν παραμονήν.
|
11
Μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς, ποὺ σᾶς
γράφω, καὶ πεινῶμεν καὶ ὑποφέρομεν
ἀπὸ δίψαν εἰς τὰς περιοδείας μας καὶ
δὲν ἔχομεν ἀρκετὰ ρούχα, ὅταν
εἰς τὸ μέσον τῶν ταξιδίων μας καταλαμβανώμεθα
ἔξαφνα ἀπὸ χειμῶνα, καὶ δεχόμεθα
κτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις καὶ δὲν
καταστεκόμεθα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγομεν
ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
|
12
καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς
ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν,
διωκόμενοι ἀνεχόμεθα,
|
12
Καὶ κοπιάζομεν ἐργαζόμενοι μὲ
τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Ὅταν οἱ
ἄπιστοι μᾶς ἐμπαίζουν καὶ μᾶς
ὑβρίζουν ἡμεῖς τοὺς εὐλογοῦμεν
καὶ εὐχόμεθα ἀγαθὰ δι' αὐτούς.
Ὅταν μᾶς καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν
καὶ ὑπομονὴν ἀπέναντί
των. |
12
Καὶ κοπιάζομεν ἐργαζόμενοι μὲ τὰ ἴδια
μας τὰ χέρια. Τὴν ὥραν ποὺ οἱ
ἀπιστοῦντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον
μᾶς ὑβρίζουν καὶ μᾶς περιγελοῦν,
ἠμεῖς εὐχόμεθα ἀγαθὰ ὑπὲρ
αὐτῶν. Ἐνῶ μᾶς καταδιώκουν,
δεικνύομεν ἀνοχὴν πρὸς τοὺς διώκτας
μας. |
13
βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα
τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων
περίψημα ἕως ἄρτι.
|
13
Ὅταν μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς διαβάλλουν,
ἡμεῖς προσπαθοῦμεν μὲ λόγια
καλωσύνης καὶ ἀγάπης νὰ τοὺς
καταπραΰνωμεν καὶ τοὺς ἡμερώσωμεν.
Σὰν τὰ πλέον ρυπαρὰ πράγματα
τοῦ κόσμου ἔχομεν γίνει, σὰν
ἀποσπογγίσματα γιὰ πέταμα θεωρούμεθα
εἰς τὰ μάτια ὅλων ἕως τὴν
στιγμὴν αὐτήν.
|
13
Ἐνῶ μᾶς δυσφημοῦν καὶ μᾶς
συκοφαντοῦν, ἀπαντῶμεν μὲ λόγους γλυκεῖς
καὶ παρακλητικούς. Σὰν καθάρματα καὶ ἀποσαρώματα
τοῦ κόσμου ἐγίναμεν, ἀποσπόγγισμα ἀκάθαρτον
εἰς τὰ μάτια ὅλων ἕως τὴν στιγμὴν
αὐτήν. |
14
Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω
ταῦτα, ἀλλ' ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ
νουθετῶ. |
14
Μὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω
δὲν θέλω νὰ σᾶς πικράνω καὶ
ἐντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά
μου ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω.
|
14
Δὲν θέλωμε αὐτὰ ποὺ γράφω νὰ
σᾶς ντροπιάσω, ἀλλὰ σὰν παιδιά μου
ἀγαπητὰ σᾶς συμβουλεύω.
|
15
Ἐὰν γὰρ μυρίοις παιδαγωγοὺς
ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ' οὐ πολλοὺς
πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ
διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγένησα. |
15
Διότι ἔστω καὶ ἂν ἔχετε πάρα
πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους
κατὰ Χριστόν, δὲν ἔχετε ὅμως
πολλοὺς πατέρας. Ἕνας εἶναι ὁ
πατέρας σας, ἐγώ. Διότι ἐγώ,
μὲ τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν δύναμιν
τοῦ Χριστοῦ, σᾶς ἔχω γεννήσει
πνευματικῶς εἰς τὴν νέαν ζωὴν
διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου.
|
15
Ναί· σᾶς συμβουλεύω μὲ πατρικὴν λαχτάραν
καὶ στοργήν. Διότι, ἐὰν ἔχετε πάρα
πολλοὺς παιδαγωγοὺς καὶ διδασκάλους κατὰ
Χριστόν, δὲν ἔχετε ὅμως πολλοὺς πατέρας.
Ἕνα καὶ μόνον ἔχετε πνευματικὸν πατέρα,
ἐμέ. Διότι μὲ τὴν χάριν, ποὺ μοῦ
ἔδωκεν ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέσις μου
μὲ τὸν Χριστόν, διὰ μέσου τοῦ Εὐαγγελίου
ἐγὼ σᾶς ἐγέννησα πνευματικῶς.
|
16
Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου
γίνεσθε. |
16
Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, σὰν παιδιά
μου ἀγαπημένα, νὰ γίνεσθε μιμηταί
μου. |
16
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι πατέρας σας, σᾶς
παρακαλῶ γίνεσθε μιμητοί μου. |
17
Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον,
ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητόν,
καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς
ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς
μου τὰς ἐν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ
ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω.
|
17
Διὰ τοῦτο σᾶς ἔστειλα τὸν Τιμόθεον,
πνευματικόν μου τέκνον, ἀγαπητὸν καὶ
πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὁ ὁποῖος
καὶ θὰ σᾶς ὑπενθυμίσῃ
πῶς ζῶ, πῶς ἐγὼ φέρομαι
καὶ ἐργάζομαι ἐν Χριστῷ, καθὼς
ἐπίσης καί πῶς διδάσκω τὸ
Εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου πανταχοῦ
εἰς κάθε Ἐκκλησίαν.
|
17
Ἐπειδὴ δὲ ἐπιθυμῶ νὰ μὲ
μιμηθῆτε, δι’ αύτὸ σᾶς ἔστειλα τὸν
Τιμόθεον, ὁ ὁποῖος εἶναι τέκνον μου
ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ,
καὶ ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς ὑπενθυμίσῃ
μὲ ποῖον τρόπον κηρύττω
καὶ συμπεριφέρομαι ὡς ἀφωσιωμένος εἰς
τὸν Χριστὸν Ἀπόστολος, καὶ πῶς
διδάσκω ὄχι εἰς μίαν ἢ εἰς δύο Ἐκκλησίας,
ἀλλ’ εἰς κάθε μέρος καὶ εἰς κάθε Ἐκκλησίαν.
|
18
Ὡς μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς
ὑμᾶς ἐφυσιώθησάν τινες·
|
18
Καὶ πρέπει αὐτὸς ἐν τῷ
μεταξὺ νὰ ἔλθῃ, διότι μερικοὶ
μὲ τὴν ἰδέν, ὅτι τάχα
ἐγὼ δὲν θὰ ἠρχόμην πρὸς
σᾶς, ἐφούσκωσαν ἀπὸ ὑψηλοφροσύνην
καὶ ἀλαζονείαν. |
18
Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ σᾶς τὸ
ἐπῆραν ἐπάνω τούς, σὰν νὰ μὴ
ἐπρόκειτο πλέον ἐγώ νὰ ἔλθω πρὸς
σᾶς. |
19
ἐλεύσομαι δὲ ταχέως πρὸς ὑμᾶς,
ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ
γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων,
ἀλλὰ τὴν δύναμιν·
|
19
Ἀλλ' ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ,
θὰ ἔλθω γρήγορα πρὸς σᾶς καὶ
θὰ ζητήσω νὰ μάθω τότε ὄχι
τὰς καυχησιολογίας καὶ δημοκοπίας
τῶν φαντασμένων, ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν
των δύναμιν νὰ ζοῦν κατὰ Θεὸν
καὶ νὰ ὁδηγοῦν ἄλλους εἰς
τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ἄλλὰ θὰ ἔλθω πρὸς σᾶς
γρήγορα, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ καὶ
δὲν μοῦ παρουσωσθῇ ἐμπόδιον. Καὶ
θὰ γνωρίσω τότε ὄχι τὴν εὐγλωττίαν
τῶν φαντασμένων αὐτῶν, ἀλλὰ
τὴν ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
δύναμίν τους εἰς τὸ νὰ σώζουν ψυχάς.
|
20
οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν δυνάμει.
|
20
Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν
ἐγκαθίσταται εἰς τὰς ψυχὰς τῶν
ἀνθρώπων μὲ λόγια καὶ ρητορισμούς,
ἀλλὰ μὲ θείαν δύναμιν, ποὺ
αἰχμαλωτίζει καὶ ἁγιάζει τὴν
καρδίαν. |
20
Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν στερεώνεται
εἰς τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν μὲ
εὐγλωττίαν, ἀλλὰ μὲ θείαν δύναμιν
ποὺ ἑλκύει καὶ οἰκοδομεῖ τὰς
καρδίας εἰς Χριστόν. |
21
Τί θέλετε; Ἐν ράβδῳ ἔλθω
πρὸς ὑμᾶς, ἢ ἐν ἀγάπῃ
πνεύματί τε πρᾳότητος; |
21
Τί θέλετε; Νὰ ἔλθω εἰς σᾶς
μὲ τὴν παιδαγωγικὴν ῥάβδον τῶν
παρατηρήσεων καὶ τῶν τιμωριῶν ἢ
νὰ ἔλθω μὲ ἀγάπην καὶ
καλωσύνην, μὲ πνεῦμα ἐπιεικείας
καὶ πραότητος; |
21
Τί προτιμᾶτε; Νὰ ἔλθω πρὸς σᾶς
μὲ τὴν ράβδον τῶν ἐπιπλήξεων καὶ
ἐλέγχων, ἢ νὰ ἔλθω μὲ ἀγάπην
καὶ μὲ τὴν ἐπιείκειαν καὶ γλυκύτητα
ἐκείνην, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα;
Δι’ αὐτὸ προλαμβάνω τώρα καὶ σᾶς κάνω
μερικοὺς ἐλέγχους διὰ νὰ διορθώσετε
κάποιας ἀταξίας, διὰ τὰς ὁποίας ἔρχομαι
νὰ σᾶς ὁμιλήσω. |