Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ολμᾷ
τις ὑμῶν, πρᾶγμα ἔχων πρὸς τὸ
ἕτερον, κρίνεσθαι ἐπὶ τῶν ἀδίκων
καὶ οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἁγίων;
|
ἶπα,
ὅτι οἱ πιστοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα
νὰ κρίνουν τοὺς ἀδελφούς. Καὶ
ἐρωτῶ, λοιπόν· πὼς τολμᾷ
κάποιος ἀπὸ σᾶς, ὅταν ἔχῃ
διαφορὰν καὶ ἀντιδικίαν μὲ ἄλλον
ἀδελφόν, νὰ ὑποβάλλῃ τὴν
διαφορὰν αὐτὴν ὑπὸ τὴν
κρίσιν τῶν ἀδίκων δικαστῶν,
τῶν εἰδωλολατρῶν δηλαδή, ποὺ
ἔχουν χαλαρὰν ἀντίληψιν περὶ
δικαίου καὶ δὲν προσφεύγει εἰς
τὴν κρίσιν καὶ διαιτησίαν τῶν
ἐμπείρων καὶ ἐναρέτων ἀδελφῶν;
|
λλ’
ἀφοῦ οἰ πιστοὶ ἔχουν δικαίωμα
να κρίνουν τοὺς ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας
ἀδελφούς, ἐρωτῶ: Πῶς τολμᾷ ὁποιοσδήποτε
ἀπὸ σᾶς, ὅταν ἔχῃ διαφορὰν
πρὸς τὸν ἄλλον ἀδελφόν, νὰ κρίνεται
εἰς τὰ δικαστήρια τῶν εἰδωλολατρῶν,
οἱ ὁποῖοι συνήθως ἔχουν πολὺ
χαλαρὰν ἰδέαν περὶ δικαιοσύνης, καὶ
δὲν προσφεύγει εἰς τὴν κρίσιν καὶ
διαιτησίαν τῶν Χριστιανῶν; |
2
Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν
κόσμον κρινοῦσι; Καὶ εἰ ἐν ὑμῖν
κρίνεται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί
ἐστε κριτηρίων ἐλαχίστων;
|
2
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ
θὰ κρίνουν τοὺς ἀνθρώπους, ποῦ
εὑρίσκονται μακρὰν ἀπὸ τὸν
Χριστόν; Καὶ ἐφ' ὅσον ἐν τῷ
προσώπῳ σας καὶ μὲ κριτήριον
τὴν ἰδικήν σας ζωὴν κρίνεται
καὶ δικάζεται ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ
κόσμος, σεῖς εἶσθε λοιπὸν ἀνάξιοι
καὶ ἀνίκανοι νὰ κάμετε κριτήρια
καὶ νὰ ἐκφέρετε ἀπόφασιν
δι' ὑποθέσεις ἐλαχίστης σημασίας;
|
2
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἰ Χριστιανοὶ θὰ
δικάσουν τὸ μακρὰν τοῦ Χριστοῦ πλῆθος
τῶν ἀνθρώπων; Καὶ ἐὰν σεῖς
θὰ χρησιμοποιηθῆτε ὡς ὑπόδειγμα καὶ
μέτρον, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὁποίου
κρίνεται ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος,
εἶσθε ἀνάξιοι να κάμετε κριτήρια, εἰς τὰ
ὁποῖα νὰ δικάζωνται ὑποθέσεις ἐλαχίστης
σημασίας; |
3
Οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν;
Μήτι γε βιωτικά; |
3
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἡμεῖς οἱ
πιστοὶ θὰ δικάσωμεν καὶ αὐτοὺς
ἀκόμα τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους,
τὸν διάβολον καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα;
Καὶ δὲν εἴμεθα, λοιπόν, ἱκανοὶ
νὰ διακρίνωμεν καὶ νὰ ἀποδώσωμεν
τὸ δίκαιον εἰς ὑποθέσεις βιωτικάς;
|
3
Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι θὰ δικάσωμεν τοὺς
ἐκπεσόντας ἀγγέλους; Καὶ δὲν εἴμεθα
λοιπὸν ἱκανοὶ να δικάζωμεν ὑποθέσεις,
ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἐπίγειον βίον;
|
4
Βιωτικὰ μὲν οὖν κριτήρια ἐὰν
ἔχητε, τοὺς ἐξουθενημένους ἐν
τῇ ἐκκλησίᾳ τούτους καθίζετε.
|
4
Ἐάν, λοιπόν, ἔχετε τέτοιες βιωτικὲς
διαφορὲς μεταξύ σας, βάζετε ὡς δικαστὰς
ἔστω καὶ ἐκείνους, ποὺ θεωροῦνται
ὡς οἱ πλέον ἐλάχιστοι καὶ
εὐτελεῖς μεταξύ σας, παρὰ τοὺς
σοφώτερους ἔστω ἐκ τῶν ἐθνικῶν.
|
4
Ἐὰν λοιπὸν ἔχετε βιωτικὰς ὑποθέσεις
καὶ διαφοράς, εἶναι προτιμότερον τοὺς πιὸ
περιφρονημένους εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πιστούς,
αὐτοὺς νὰ καθίζετε δικαστὰς καὶ
ὄχι τοὺς εἰδωλολάτρας.
|
5
Πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω.
Οὕτως οὐκ ἑνὶ ἐν ὑμῖν
σοφὸς οὐδὲ εἷς ὃς δυνήσεται
διακρῖναι ἀνὰ μέσον τοῦ ἀδελφοῦ
αὐτοῦ, |
5
Πρὸς ἐντροπήν σας τὰ λέγω αὐτά.
Τόσον, λοιπόν, δὲν εὑρίσκεται
μεταξύ σας οὔτε ἔνας συνετὸς καὶ
λογικὸς ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ κρίνῃ καὶ ἀποφασίσῃ
διὰ διαφοράν, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ
τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ καὶ τοῦ
ἄλλου; |
5
Σᾶς λέγω αὐτὰ διὰ νὰ ἐντραπῆτε.
Τόσον πλέον δὲν ὑπάρχει μεταξύ σας οὔτε
ἕνας συνετὸς καὶ μυαλωμένος, ποὺ θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ κρίνῃ καὶ ἀποφασίσῃ
διὰ διαφορὰν μεταξὺ τοῦ ἑνὸς
ἀδελφοῦ καὶ τοῦ ἄλλου;
|
6
ἀλλὰ ἀδελφὸς μετὰ ἀδελφοῦ
κρίνεται, καὶ τοῦτο ἐπὶ ἀπίστων;
|
6
Ἀλλὰ φθάνετε μέχρι τοῦ σημείου,
ὥστε ἀδελφὸς νὰ ἔρχεται εἰς
ἀντιδικίαν μὲ ἄλλον ἀδελφὸν
εἰς δικαστήρια καὶ μάλιστα εἰς
δικαστήρια, ποῦ δικάζουν ἄπιστοι;
|
6
Ἀλλ’ ἀφίνετε ἀδελφὸς Χριστιανὸς
μὲ ἄλλον ἀδελφὸν νὰ ἐμπλέκεται
εἰς δίκην καὶ δικαστήρια, καὶ ἡ ἐκδίκασις
τῆς διαφορᾶς των αὐτῆς νὰ γίνεται
ἐνώπιον δικαστῶν ἀπίστων;
|
7
Ἤδη μὲν οὖν ὅλως ἥττημα ὑμῖν
ἐστιν ὅτι κρίματα ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν.
Διατὶ οὐχὶ μᾶλλον ἀδικεῖσθε;
Διατὶ οὐχὶ μᾶλλον ἀποστερεῖσθε;
|
7
Καὶ μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχετε
τέτοιες δικαστικὲς διαφορὲς μεταξύ
σας ἀποτελεῖ γιὰ σᾶς μεγάλην
ἧτταν καὶ φθοράν. Διατὶ δὲν
προτιμᾶτε μᾶλλον νὰ ἀδικῆσθε
ἀπὸ τὸν ἀδελφόν; Διατὶ
δὲν προτιμᾶτε νὰ στερηθῆτε μᾶλλον
ἀπὸ τὸ δίκαιόν σας, ἀπὸ
τὸ συμφέρον σας, παρὰ νὰ καταφύγετε
εἰς δίκας; |
7
Καὶ μόνον τὸ νὰ ἔχετε δικαστικὰς
διαφορὰς ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον
ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε ἔλλειψιν σας ἠθικήν.
Διατὶ δὲν προτιμᾶτε να ἀδικῆσθε;
Διατὶ δὲν προτιμᾶτε να ἀποστερῆσθε
μᾶλλον παρὰ νὰ κινῆτε δίκας;
|
8
Ἀλλὰ ὑμεῖς ἀδικεῖτε καὶ
ἀποστερεῖτε, καὶ ταῦτα ἀδελφούς;
|
8
Ἀλλὰ τὸ φοβερὸν εἶναι ὅτι
σεῖς, καίτοι Χριστιανοί, ἀδικεῖτε
τοὺς ἄλλους· τοὺς στερεῖτε αὐτὰ
ποὺ τοὺς ἀνήκουν, διὰ νὰ
τὰ κρατήσετε ἐσεῖς. Καὶ αὐτὰ
τὰ πράττετε εἰς βάρος ἀδελφῶν;
|
8
Ἀλλ’ ἀντὶ τούτου σεῖς οἰ Χριστιανοὶ
ἀδικεῖτε καὶ ἀποστερεῖτε κατακρατοῦντες
ἐκεῖνα, ποὺ ἀνήκουν εἰς τοὺς
ἄλλους καὶ μάλιστα ἀδικεῖτε καὶ
ἀποστερεῖτε ἀδελφούς;
|
9
Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν
Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; Μὴ πλανᾶσθε·
οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι
οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε
ἀρσενοκοῖται
|
9
Ἢ δὲν γνωρίζετε, ὅτι ὅσοι διαπράττουν
ἀδικίας, δὲν θὰ κληρονομήσουν
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Μὴ πλανᾶσθε,
οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι
οὔτε μοιχοὶ οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε
ἀρσενοκοῖται |
9
Αὐτὸ ποὺ κάνετε, τὸ κάνετε λοιπὸν
ἀπὸ ἄγνοιαν; Δὲν γνωρίζετε, ὅτι
οἰ ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴν
βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε
οἰ πόρνοι, οὔτε οἰ εἰδωλολάτραι, οὔτε
οἱ μοιχοί, οὔτε οἰ ἐκθηλυμένοι καὶ
γυναικώδεις, οὔτε οἰ ἀρσενοκοῖται,
|
10
οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε
μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες
βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι.
|
10
οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε
μέθυσοι οὔτε ὑβρισταὶ οὔτε ἅρπαγες
θὰ κληρονομήσουν βασιλείαν Θεοῦ.
|
10
οὔτε οἰ πλεονέκται, οὔτε οἰ κλέπται,
οὔτε οἰ μέθυσοι, οὔτε αὐτοὶ
ποὺ ἐμπαίζουν καὶ ὑβρίζουν τοὺς
ἄλλους, οὔτε οἰ ἅρπαγες κατ’ σὺδένα
λόγον θὰ κληρονομήσουν βασιλείαν Θεοῦ.
|
11
Καὶ ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλὰ
ἀπελούσασθε, ἀλλὰ ἡγιάσθητε,
ἀλλὰ ἐδικαιώθητε ἐν τῷ
ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ
καὶ ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν. |
11
Καὶ κάτι τέτοιοι ὑπήρξατε καὶ
σεῖς εἰς τὸ παρελθόν. Ἀλλ' ἐλουσθήκατε
μὲ τὸ ἅγιον βάπτισμα καὶ ἐκαθαρισθήκατε
ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα.
Ἀλλ' ἐπήρατε τὸν ἁγιασμὸν
ποὺ χαρίζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
ἐγίνατε δίκαιοι ἐν τῷ ὀνόματι
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ
Θεοῦ μας. |
11
Καὶ τέτοιοι ἤσασθε εἰς τὸ παρελθὸν
μερικοὶ ἀπὸ σᾶς. Ἀλλ’ ἐλούσθητε
ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα·
ἀλλ’ ἡγιάσθητε· ἀλλ’ ἐγίνατε
δίκαιοι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἒν τῷ βαπτίσματι
καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος
τοῦ Θεοῦ μας. |
12
Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα
συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ'
οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό
τινος. |
12
Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὰ
κάμω, ὅπως π.χ. νὰ τρώγω καὶ
νὰ πίνω χωρὶς διακρίσεις, ἀλλὰ
δὲν εἶναι συμφέρον νὰ πράττω
ὅλα. Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἀλλ'
ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ
καὶ δὲν θὰ ὑποδουλωθῶ εἰς
τίποτε. |
12
Ἂς ἐπανέλθω τώρα εἰς τὸ ζήτημα τὸ
ἠθικόν. Ὅλα ἔχω ἐξουσίαν νὰ
τὰ πράττω, δὲν συμφέρουν ὅμως ὅλα.
Ὅλα εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μου,
ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ
καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος εἰς τίποτε.
|
13
Τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ
ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ
δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα
καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ
πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ,
καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι·
|
13
Τὰ φαγητὰ εἶναι διὰ τὴν κοιλίαν
καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά.
Ὁ δὲ Θεὸς θὰ
καταργήσῃ καὶ αὐτὰ καὶ
ἐκείνην εἰς τὴν μέλλουσαν ἀνάστασιν
τῶν σωμάτων. Δὲν εἶναι ἡ τροφή,
ποὺ μᾶς κάνει ἁμαρτωλοὺς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὅμως δὲν
ἰσχύει προκειμένου περὶ τῆς
ἠθικῆς καθαρότητος, διότι τὸ
σῶμα δὲν ἔχει γίνει διὰ τὴν
πορνείαν καὶ τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας,
ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον, ποὺ
εἶναι κεφαλὴ τοῦ πνευματικοῦ σώματος
τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ὁ Κύριος
εἶναι διὰ τὸ σῶμα, διὰ νὰ
κατοικῇ εἰς αὐτὸ καὶ τὸ
ἁγιάζῃ. |
13
Τὰ φαγητὰ ἔχουν γίνει διὰ τὴν
κοιλίαν καὶ ἡ κοιλία διὰ τὰ φαγητά.
Ὁ Θεὸς δὲ θὰ καταργήσῃ εἰς
τὴν μέλλουσαν ζωὴν καὶ αὐτὴν
καὶ ἐκεῖνα. Ἠμπορεῖτε λοιπὸν
νὰ τρώγετε ὅ,τι ἐπιθυμεῖτε, ἀρκεῖ
μόνον να μὴ γίνεσθε δοῦλοι τοῦ φαγητοῦ
καὶ τῆς κοιλίας. Δὲν ἰσχύει ὅμως
τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν γενετήσιον
ἐπιθυμίαν. Διότι τὸ σῶμα δὲν ἔχει
γίνει διὰ τὴν πορνείαν, Ἀλλὰ διὰ
τὸν Κύριον διὰ νὰ τοῦ ἀνήκῃ
ὡς μέλος του. Καὶ ὁ Κύριος εἶναι διὰ
τὸ σῶμα, διὰ νὰ κατοικῇ εἰς
αὐτό. |
14
ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον
ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ
διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
|
14
Ἀφοῦ δὲ ὁ Θεὸς καὶ τὸν
Κύριον ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν,
καὶ ἡμᾶς ὅλους, ποὺ ἀποθνήσκομεν
καὶ τὸ σῶμα μας διαλύεται, θὰ
μᾶς ἀναστήσῃ ἐκ νεκρῶν
μὲ τὴν παντοδυναμίαν του. |
14
Τὸ ὅτι δὲ τὸ σῶμα διὰ
τοῦ θανάτου διαλύεται, δὲν ἔχει σημασίαν.
Ὁ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἀνέστησε
καὶ ἡμᾶς ὅλους θὰ ἀναστήσῃ
διὰ τῆς δυνάμεώς του. |
15
Οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν
μέλη Χριστοῦ ἐστιν; Ἄρας οὖν
τὰ μέλη τοῦ Χρστοῦ ποιήσω πόρνης
μέλη; Μὴ γένοιτο.
|
15
Δὲν γνωρίζετε ὅτι τὰ σώματά
σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ, (ὁ
ὁποῖος εἶναι κεφαλὴ τοῦ σώματος
τῆς Ἐκκλησίας); Νὰ ἀποτραβήξω,
λοιπόν, καὶ νὰ πάρω τὰ μέλη
τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω
μέλη πόρνης; Μὴ γένοιτο. |
15
Ναί· τὸ σῶμα δὲν ἔγινε διὰ
τὴν πορνείαν, ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον.
Δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὰ σώματα σας εἶναι
μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποσπάσω λοιπὸν
τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ
κάμω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ τὸ
κάμω. |
16
Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος
τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν;
Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς
σάρκα μίαν· |
16
Ἤ δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος προσκολλᾶται καὶ ἐνώνεται
μὲ τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα
μὲ αὐτήν; Διότι αὐτὸ λέγει
ἡ Γραφή· <θὰ γίνουν, λέγει,
οἱ δύο, ἄνδρας καὶ γυναίκα,
μία σάρκα, ἕνα σῶμα>. |
16
Ἢ δὲν ἠξεύρετε ὅτι ἐκεῖνος,ποὺ
συνδέεται στενῶς καὶ προσκολλᾶται πρὸς
τὴν πόρνην εἶναι ἕνα σῶμα μὲ
αὐτήν; Διότι λέγει ἡ Γραφή· θὰ γίνουν οἱ
δύο μία βάρκα. |
17
ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ
ἓν πνεῦμά ἐστι. |
17
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ προσκολλᾶται
καὶ ἐνώνεται μὲ τὸν Κύριον,
γίνεται κατὰ μυστηριώδη τρόπον ἕνα
πνεῦμα μὲ αὐτόν, γεμίζει ὁλόκληρος
καὶ ἁγιάζεται ἀπὸ αὐτόν.
|
17
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προσκολλᾶται
εἰς τὸν Κύριον, γεμίζει ὁλόκληρος καὶ
διευθύνεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τοῦ Κυρίου καὶ γίνεται ἓν πνεῦμα μὲ
αὐτόν. |
18
Φεύγετε τὴν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα
ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος
ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν,
ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον
σῶμα ἁμαρτάνει.
|
18
Ἀποφεύγετε πάντοτε μὲ ὅλην σας
τὴν δύναμιν τὸν μολυσμὸν τῆς
πορνείας. Κάθε ἄλλο ἁμάρτημα,
ποὺ ἤθελε πράξει ὁ ἄνθρωπος,
εἶναι ἁμάρτημα ποὺ διαπράττεται
ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ δὲν
τὸ βλάπτει ἀμέσως καὶ κατ' εὐθεῖαν
τόσον πολύ. Ἐνῶ ἐκεῖνος
ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει ἐναντίον
αὐτοῦ τούτου τοῦ σώματος, τὸ
ὁποῖον καὶ μολύνει καὶ βλάπτει
κατὰ τρόπον ἄμεσον καὶ ταχύν.
|
18
Φεύγετε μακρὰν ἀπὸ τὴν πορνείαν. Κάθε
ἁμάρτημα, ποὺ θὰ κάμῃ τυχὸν
ὁ ἄνθρωπος, δὲν βλάπτει τόσον ἀμέσως
καὶ κατ’ εὐθεῖαν τὸ σῶμα. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ πορνεύει, ἁμαρτάνει εἰς τὸ
ἴδιόν του τὸ σῶμα, διότι μὲ τὴν
παράνομον μῖξιν μολύνει ἀμέσως καὶ πληγώνει
αὐτὴν τὴν ρίζαν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ
τῶν ἀνθρώπων καὶ συντελεῖ εἰς
τὴν διάλυσιν τῆς οἰκογενείας.
|
19
Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα
ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν
Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ
ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ
ἐστὲ ἑαυτῶν; |
19
Ἢ δὲν γνωρίζετε ὅτι τὸ σῶμα
σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ποὺ κατοικεῖ μέσα σας, καὶ τὸ
ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν
καὶ ἄρα δὲν ἀνήκετε εἰς
τὸν ἑαυτόν σας; |
19
Ἢ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι τὸ σῶμα
σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τὸ ὁποῖον κατοικεῖ μέσα σας καὶ
τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεόν,
καὶ συνεπῶς δὲν ἀνήκετε εἰς
τὸν ἑαυτόν σας; |
20
Ἡγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε
δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι
ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι
ὑμῶν, ἄτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
|
20
Διότι ἔχετε ἐξαγορασθῆ μὲ πολύτιμον
τίμημα, δηλαδὴ μὲ τὸ ἀνεκτίμητον
αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε,
λοιπόν, κάθε σαρκικὴν ἐκτροπήν,
ποὺ μολύνει τὸ σῶμα, καὶ δοξάσατε
τὸν Θεὸν μὲ ὅλην σας τὴν προσωπικότητα,
μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ
πνεῦμα σας, τὰ ὁποῖα εἶναι τοῦ
Θεοῦ. |
20
Ναί· δὲν ὁρίζετε τὸν ἑαυτόν σας. Διότι
ἑξαγορασθήκατε μὲ τίμημα βαρύ, μὲ τὸ
ἀτίμητον αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφεύγετε
λοιπὸν κάθε αἰσχρὰν πρᾶξιν, ποὺ
γίνεται μὲ τὸ σῶμα· καὶ ἀποδιώκετε
κάθε πονηρὰν σκέψιν καὶ ἐπιθυμίαν ἀπὸ
τὸ πνεῦμα σας. Καὶ ἔτσι δοξάσατε τὸν
Θεόν μὲ τὸ σῶμα σας καὶ μὲ τὸ
πνεῦμα σας, τὰ ἀνήκουν εἰς τὸν
Θεόν.
|