Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ερὶ
δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν
ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι·
|
ς
πρὸς ἐκεῖνα δὲ ποὺ μοῦ
ἐγράψατε, σᾶς λέγω ὅτι καλὸν
εἶναι νὰ μὴ ἐγγίσῃ καθόλου
ὁ ἄνθρωπος γυναῖκα. |
σον
δ’ ἀφορᾷ εἰς τὰ ζητήματα, πού μου
ἐγράψατε, ἀπαντῶ τὰ ἑξῆς·
Καλὸν εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον
νὰ μὴ ἐγγίζῃ καὶ νὰ μὴ
γνωρίσῃ διόλου γυναῖκα. |
2
διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος
τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω,
καὶ ἐκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα
ἐχέτω. |
2
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ἀδύνατος καὶ ὑπάρχει φόβος
νὰ παρασυρθῇ εἰς πορνείας, ἂς
ἔχῃ ὁ καθένας τὴν γυναῖκα
του καὶ καθεμία ἂς ἔχῃ τὸν
ἄνδρα της. |
2
Διὰ τὸν κίνδυνον ὅμως τῆς παρεκτροπῆς
εἰς πορνείας, ἂς ἔχῃ καθένας τὴν
σύζυγόν του καὶ καθεμία ἂς ἔχῃ τὸν
ἰδικόν τας ἄνδρα. |
3
Τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν
ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω,
ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ
ἀνδρί. |
3
Εἰς τὴν σύζυγόν του ὁ ἄνδρας
ἂς ἀποδίδῃ, καθ' ὃ ἄλλωστε
καθῆκον ἔχει, τὴν στοργήν, τὴν
συμπάθειαν καὶ τὴν προστασίαν, ποὺ
τῆς ὀφείλεται. Ὁμοίως καὶ
ἡ γυναίκα ἂς ἀποδίδῃ τὰ
αὐτὰ εἰς τὸν ἄνδρα της.
|
3
Εἰς τὴν γυναῖκα του ἂς ἀποδίδῃ
ὁ ἄνδρας τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν
ἀγάπην ποὺ τῆς χρεωστεῖ. Ὁμοίως
δὲ καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἀποδίδῃ
τὸ αὐτὸ εἰς τὸν ἄνδρα
της. |
4
Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος
οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ' ὁ ἀνήρ·
ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ
τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει,
ἀλλ' ἡ γυνή. |
4
Ἡ γυναίκα δὲν ἐξουσιάζει τὸ
σῶμα της, ἀλλά, σύμφωνα μὲ τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐντὸς
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐξουσιάζει
ὁ ἀνήρ· ὁμοίως καὶ
ὁ ἄνδρας δὲν ἐξουσιάζει τὸ
σῶμα του, ἀλλὰ τὸ ἐξουσιάζει
ἡ σύζυγός του. |
4
Ὡς πρὸς δὲ τὰς ἰδιαιτέρας σχέσεις
τοῦ ἀνδρογύνου, ἂς γνωρίζῃ ἡ
γυναῖκα, ὅτι δὲν ἐξουσιάζει τὸ
ἴδιόν της σῶμα, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς
αὐτοῦ ἐντὸς τοῦ νόμου τοῦ
Θεοῦ πάντοτε εἶναι ὁ ἄνδρας της. Τὸ
ἴδιο δὲ καὶ ὁ ἄνδρας δὲν
ἐξουσιάζει τὸ σῶμα του, ἀλλ’ ἐξουσιαστὴς
αὐτοῦ εἶναι ἢ γυναῖκα του.
|
5
Μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ
μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρόν,
ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ
τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ
τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ
πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς
διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.
|
5
Μὴ ἀποστερεῖτε δὲ ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον, ἐκτὸς ἐὰν αὐτὸ
τὸ κάνετε κατόπιν κοινῆς συμφωνίας
καὶ ἐπὶ ὡρισμένον χρονικὸν
διάστημα, διὰ νὰ ἐπιδίδεσθε
ἀπερίσπαστοι μὲ μεγαλυτέραν προθυμίαν
καὶ ἀφωσίωσιν εἰς τὴν νηστείαν
καὶ τὴν προσευχήν. Καὶ πάλιν
νὰ ἐπανέρχεσθε εἰς τὰς συζυγικάς
σας σχέσεις, διὰ νὰ μὴ δίδετε
ἀφορμὴν καὶ εὐκαιρίαν, λόγῳ
τῆς ἀκρατείας σας, νὰ σᾶς πειράζει
ὁ σατανᾶς. |
5
Ἂς μὴ ἀποστερῇ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον μὲ ἀποχὴν καὶ
ἐγκράτειαν, ἐκτὸς ἐὰν πράττετε
τοῦτο ἀπὸ συμφώνου προσκαίρως διὰ
νὰ ἐπιδίδεσθε μὲ μεγαλυτέραν προθυμίαν καὶ
ἀφοσίωσιν εἰς τὴν νηστείαν καὶ τὴν
προσευχήν· καὶ πάλιν νὰ συνέρχεσθε εἰς τὰς
συζυγικάς σχέσεις σας, διὰ νὰ μὴ σᾶς
πειράζῃ εἰς πορνείαν ὁ σατανᾶς ἐξ
αἰτίας τῆς ἀκρατείας σας.
|
6
Τοῦτο δὲ λέγω κατὰ συγγνώμην,
οὐ κατ' ἐπιταγήν. |
6
Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα, νὰ
μὴ ἀποστερῆτε δηλαδὴ ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον, τὸ λέγω ὡς ὑποχώρησιν
καὶ συγκατάβασιν διὰ τὴν πνευματικήν
σας ἀδυναμίαν. Δὲν σᾶς τὸ ἐπιβάλλω
ὡς ἐντολήν. |
6
Τὴν σύστασιν δὲ τοῦ νὰ μὴ ἀποστερῇ
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σᾶς τὴν
κάνω κατὰ συγκατάβασιν, ἐπειδὴ εἶσθε
ἀκόμη ἀδύνατοι πνευματικῶς. Δὲν σᾶς
ἐπιβάλλω τοῦτο ὡς ἐντολήν.
|
7
Θέλω γὰρ πάντας ἀνθρώπους εἶναι
ὡς καὶ ἐμαυτόν· ἀλλ' ἕκαστος
ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ,
ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως.
|
7
Διότι ἐγὼ θέλω νὰ εἶναι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅπως εἶμαι
καὶ ἐγώ, δηλαδὴ ἄγαμος καὶ
ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ'
ὁ καθένας ἔχει ἀπὸ τὸν
Θεὸν ἰδικόν του ἰδιαίτερον χάρισμα,
ἄλλος μὲν ἔχει τὸ χάρισμα νὰ
ζῇ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, δηλαδὴ
ἄγαμος· ἄλλος δὲ νὰ ζῇ
κατὰ διαφορετικὸν τρόπον, δηλαδὴ ἔγγαμος.
|
7
Ναί, κατὰ συγκατάβασιν. Διότι ἑγὼ θέλω νὰ
εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως
εἶμαι καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι.
Ἀλλ’ ὁ καθένας ἔχει ἰδικόν του χάρισμα
ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἄλλος μὲν ἔχει
τὸ χάρισμα νὰ ζῇ ἔτσι, ἄγαμος
δηλαδή, ἄλλος δὲ νὰ ζῇ διαφορετικά,
δηλαδὴ ἐν γάμῳ. |
8
Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ
ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν
ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ.
|
8
Λέγω δὲ εἰς τοὺς ἀγάμους
καὶ εἰς τὰς χήρας, ὅτι εἶναι
καλὸν καὶ συμφέρον δι' αὐτούς,
ἐὰν μείνουν ὅπως ἐγώ,
δηλαδὴ ἄγαμοι. |
8
Λέγω δὲ εἰς τοὺς ἀγάμους καὶ
εἰς τὰς χήρας, ὅτι εἶναι καλὸν
εἰς αὐτούς, ἐὰν μείνουν, ὅπως
μένω καὶ ἑγώ, δηλαδὴ ἄγαμοι.
|
9
Εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν·
κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ
πυροῦσθαι. |
9
Ἐὰν ὅμως δὲν αἰσθάνωνται
τὴν δύναμιν νὰ ἐγκρατευθοῦν,
αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ἔχουν
τὸ χάρισμα τῆς ἀγαμίας, καὶ
ἂς προχωρήσουν εἰς γάμον. Διότι
εἶναι προτιμότερον νὰ ἔλθῃ κανεὶς
εἰς γάμον, παρὰ νὰ πυρπολῆται
ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς σαρκικῆς
ἐπιθυμίας. |
9
Ἐὰν ὅμως δὲν ἐγκρατεύωνται,
ἂς ἔλθουν εἰς γάμον. Διότι προτιμότερον
εἶναι νὰ ἔλθῃ κανεὶς εἰς
γάμον, παρὰ νὰ καίεται ἀπὸ τὴν
φλόγα τῆς ἐπιθυμίας. |
10
Τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλλω, οὐκ
ἐγώ, ἀλλ' ὁ Κύριος, γυναῖκα
ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι·
|
10
Εἰς ἐκείνους δὲ οἱ ὁποῖοι
ἔχουν ἔλθει εἰς γάμον, δίδω
τὴν ἐντολήν, ὄχι ἐγώ,
ἀλλὰ ὁ Κύριος, ἡ γυναίκα νὰ
μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ἄνδρα
της. |
10
Εἰς ἐκείνους δέ, ποὺ ἔχουν ἔλθει
εἰς γάμον, δίδω ἐντολὴν ὄχι ἐγώ,
ἀλλ’ ὁ Κύριος, ἡ γυναῖκα νὰ
μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν ἄνδρα
τας. |
11
ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω
ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω·
καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι.
|
11
Ἐὰν ὅμως συμβῇ καὶ χωρισθῇ,
ἂς μένῃ ἄγαμος ἢ ἂς συμφιλιωθῇ
μὲ τὸν ἄνδρα της. Ἀλλὰ καὶ
ὁ ἄνδρας νὰ μὴ ἀφίνῃ
τὴν γυναίκα του. |
11
Ἐὰν δὲ συμβῇ νὰ χωρισθῇ,
ἂς μένῃ ἄγαμος. Ἢ ἐὰν
δὲν ἠμπορῇ νὰ ζήσῃ μόνη της,
ἂς συμφιλιωθῇ πρὸς τὸν ἄνδρα
της. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνδρας νὰ
μὴ ἀφίνῃ τὴν γυναῖκα του.
|
12
Τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω
οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς
γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ
συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ' αὐτοῦ,
μὴ ἀφιέτω αὐτήν·
|
12
Εἰς δὲ τοὺς ἄλλους ἐγγάμους,
ἐγὼ ὡς ἀπόστολος τοῦ Κυρίου,
καὶ ὄχι κατ' εὐθεῖαν ὁ Κύριος,
λέγω· ἐὰν κανένας ἀδελφὸς
Χριστιανὸς ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον,
ποὺ τὴν ἔλαβε ὡς σύζυγον, πρὶν
καὶ αὐτὸς πιστεύσῃ, καὶ
αὐτὴ συγκατατίθεται προθύμως νὰ
κατοικῇ μαζῆ του, ἂς μὴ τὴν
ἀπομπέμπῃ. |
12
Εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς ἐγγάμους
λέγω νόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔθεσε
μὲν ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος, ἀλλὰ
τὸν ὁρίζω ἑγὼ ὡς Ἀπόστολός
του. Ἐὰν κανένας ἀδελφὸς Χριστιανὸς
ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον, μὲ τὴν
ὁποίαν ἦλθεν εἰς γάμον προτοῦ νὰ
πιστεύσῃ, καὶ αὐτὴ δέχεται μὲ
τὴν καρδιά της νὰ κατοικῇ μαζί του, ἂς
μὴ τὴν ἀφίνῃ, ἀλλ’ ἂς
ἑξακολουθῇ νὰ τὴν ἔχῃ
σύζυγον. |
13
καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον,
καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν
μετ' αὐτῆς, μὴ ἀμφιέτω αὐτόν.
|
13
Καὶ γυναίκα Χριστιανή, ποὺ ἔχει ἄνδρα
ἄπιστον, καὶ αὐτὸς δέχεται προθύμως
νὰ κατοικῇ μαζῆ της, ἂς μὴν
τὸν ἀφήσῃ. |
13
Καὶ ἐὰν γυναῖκα Χριστιανὴ ἔχῃ
ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς προθύμως
δέχεται νὰ συγκατοικῇ μαζί της, ἂς μὴ
τὸν ἀφίνῃ. |
14
Ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ
ἄπιστος ἐν τῇ γυναικῖ, καὶ ἠγίασται
ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ
ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ
τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι,
νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν.
|
14
Διότι ὁ ἄνδρας ὁ ἄπιστος ἔχει
κατὰ κάποιον τρόπον καὶ εἰς
κάποιον βαθμὸν ἁγιασθῇ διὰ τῆς
ἐνώσεώς του πρὸς τὴν πιστὴν
γυναῖκα· καὶ ἡ ἄπιστος γυναίκα
ἔχει κάπως ἁγιασθῆ καὶ αὐτὴ
διὰ τῆς ἐνώσεώς της πρὸς
τὸν πιστὸν ἄνδρα της. Ἐπειδή,
ἐὰν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ
ἡ κάποια μετάδοσις ἁγιασμοῦ
τὰ τέκνα θὰ ἦσαν κατὰ φυσικὴν
συνέπειαν ἀκάθαρτα· ἐνῶ
τώρα εἶναι καὶ αὐτὰ ἅγια.
|
14
Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ τὸν ἀφίνῃ,
διότι ὁ ἄνδρας ὁ ἄπιστος ἔχει
ἁγιασθῇ καὶ αὐτὸς εἰς
κάποιον βαθμὸν διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς
του μὲ τὴν πιστὴν γυναῖκα του. Καὶ
ἡ γυναῖκα ἡ ἄπιστος ἔχει κάπως
ἁγιασθῇ διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς
της μὲ τὸν πιστὸν ἄνδρα. Ἐπειδή,
ἐὰν δὲν συνέβαινε τοῦτο, κατὰ
φυσικὴν συνέπειαν καὶ τὰ τέκνα σας θὰ
ἦσαν ἀκάθαρτα. Τώρα ὅμως λόγῳ τοῦ
ὅτι ἐγεννήθησαν ἀπὸ γονεῖς,
ποὺ ἔχουν ἁγιασμόν, εἶναι καὶ
αὐτὰ ἅγια. |
15
Εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω.
Οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ
ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις.
Ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν
ἡμᾶς ὁ Θεός.
|
15
Ἐὰν δὲ ὁ ἄπιστος σύζυγος
ἐπιθυμῇ καὶ θέλῃ χωρισμόν,
ἂς χωρίζεται ἡ Χριστιανὴ γυναίκα.
Εἰς τοιαύτας περιπτώσεις δὲν εἶναι
ὑποδουλωμένος καὶ δεσμευμένος ὁ
πιστὸς ἡ πιστή. Ὁ Θεὸς μᾶς
ἔχει καλέσει νὰ ζῶμεν μὲ εἰρήνην
ἐσωτερικὴν καὶ μὲ εἰρήνην
πρὸς τοὺς γύρω μας καὶ δὲν εἶναι
ὀρθὸν νὰ ταλαιπωρῆται ὁ πιστὸς
σύζυγος ἀπὸ τὰς ἔριδας καὶ
τὰς μάχας τῆς ἀπίστου συζύγου.
|
15
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄπιστος σύζυγος ζητῇ
χωρισμόν, ἂς χωρίζεται ἀπὸ αὐτὸν
ἡ Χριστιανὴ σύζυγος. Δὲν εἶναι δεσμευμένος
ὁ ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἢ ἡ
ἀδελφὴ εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς.
Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔχει καλέσει νὰ
ζῶμεν μέσα εἰς ἀτμόσφαιραν εἰρήνης
καὶ δὲν εἶναι σωστὸν τὰ ἀνδρόγυνα
νὰ εὑρίσκωνται εἰς ἀσυμφωνίαν καὶ
διαμάχας. |
16
Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν
ἄνδρα σώσεις; Ἢ τί οἶδας, ἄνερ,
εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;
|
16
Ὡς πρὸς δὲ τὴν συνοίκησιν, σᾶς
λέγω καὶ τοῦτο· ποῦ τὸ
ξέρεις σύ, ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, ἐὰν
στέργουσα νὰ συγκατοικῇς μὲ τὸν
ἄπιστον ἄνδρα σου, ἐφ' ὅσον καὶ
αὐτὸς τὸ θέλει, μήπως τυχὸν
καὶ τὸν σώσῃς; Ἢ ποὺ τὸ
ξέρεις σύ, ὁ Χριστιανὸς σύζυγος,
μήπως καὶ σώσῃς τὴν ἄπιστον
γυναίκα; |
16
Ἐὰν ὅμως ἠμπορῇ τὸ πιστὸν
μέλος νὰ συζήσῃ εἰρηνικὰ μὲ
τὸ ἄπιστον μέλος, ἂς μὴ χωρίζεται
ἀπὸ αὐτό. Διότι ποὺ ξεύρεις, ὡ
Χριστιανὴ γυναῖκα, ἐὰν ζῶσα
μαζὶ μὲ τὸν ἄπιστον σύζυγον, ἑλκύσῃς
εἰς τὴν πίστιν καὶ σώσῃς εἰς
τὸ τέλος τὸν ἄνδρα; Ἢ ποῦ ξεύρεις,
ὦ Χριστιανὲ σύζυγε, μήπως σώσῃς τὴν
ἄπιστον γυναῖκα; |
17
εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν
ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν
ὁ Κύριος, οὕτω περιπατείτω. Καὶ
οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις
διατάσσομαι. |
17
Ἐκτὸς ὅμως αὐτῶν ποὺ εἶπα
παραπάνω, ὁ καθένας ἂς προσπαθῇ
νὰ ζῇ καὶ νὰ πορεύεται σύμφωνα
μὲ τὰς συνθήκας τῆς ζωῆς, τὰς
ὁποίας ὁ Θεὸς ἐν τῇ προνοίᾳ
του τοῦ ἔχει κανονίσει, νὰ συνεχίσῃ
ὁμαλὰ τὸν βίον του, ὅπως τὸν
εὑρῆκεν ἡ κλῆσις, ποὺ τοῦ
ἀπηύθηνεν ὁ Κύριος. Ἐγὼ
κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον κανονίζω
καὶ ὁρίζω εἰς ὅλας τὰς
τὰς Ἐκκλησίας. |
17
Μόνον ἂς φροντίζῃ ὁ καθένας νὰ πολιτεύεται
καὶ νὰ ζῇ, καθὼς ὁ Θεὸς
μὲ τὴν πρόνοιάν του ἐκανόνισε τὸν
βίον του καὶ ὅπως εὗρε τὸν καθένα
ἡ κλῆσις, ποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ
Χριστός. Αἱ περιστάσεις ὑπὸ τὰς ὁποίας
εὑρέθη ὁ πιστός, ὅταν ὁ Κύριος τὸν
ἐκάλεσε, δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιον
εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν. Καὶ ἔτσι
εἱς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας κανονίζω καὶ
καθορίζω. |
18
Περιτετμημένος τις ἐκλήθη; Μὴ ἐπισπάσθω.
Ἐν ἀκροβυστία τις ἐκλήθη; Μὴ
περιτεμνέσθω. |
18
Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν Χριστιανικὴν
πίστιν καὶ ἐδέχθη τὸ βάπτισμα,
ἐνῶ ἧτο περιτετμημένος; Ἂς μὴ
τραβᾷ τὸ δέρμα, διὰ νὰ κρύψῃ
τὴν περιτομήν του. Ἐκλήθη κανεὶς εἰς
τὴν πίστιν καὶ ἔγινε Χριστιανός,
ἐνῶ ἦτο ἀπερίτμητος; Ἂς
μὴ περιτέμνεται. |
18
Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν καὶ
ἔγινε Χριστιανός, ἐνῶ ἦτο περιτμημένος;
Ἂς μὴ τραβᾷ μὲ βίαν τὸ δέρμα
του διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰ σημεῖα
τῆς περιτομῆς. Ἐκλήθη κανεὶς εἰς
τὴν πίστιν, ἐνῷ εὑρίσκετο ἒν
ἀκροβυστίᾳ καὶ ἦτο ἀπερίτμητος;
Ἂς μὴ περιτέμνεται. |
19
Ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ
ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν,
ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ.
|
19
Τίποτε δὲν εἶναι ἡ περιτομή,
καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἡ ἀκροβυστία.
Ἀλλ' ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν
ἀξίαν εἶναι ἡ τήρησις τῶν
ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
|
19
Ἡ περιτομὴ δὲν εἶναι τίποτε καὶ
δὲν συντελεῖ εἰς τίποτε διὰ τὴν
σωτηρίαν μας. Καὶ ἡ ἀκροβυστία τὸ
ἴδιο, δὲν εἶναι τίποτε. Ἀλλ’ ἡ
τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ
εἶναι τὸ πᾶν. |
20
Ἕκαστος ἐν τῇ κλῄσει ᾗ ἐκλήθη,
ἐν ταύτῃ μενέτω. |
20
Καθένας ἂς μένῃ εἰς τὴν
κατάστασίν ποὺ εὑρέθη, ὅταν
ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς
τὴν πίστιν. |
20
Καθένας εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εὑρέθη,
ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς
αὐτὴν ἂς μένῃ. |
21
Δοῦλος ἐκλήθης; Μή σοι μελέτω·
ἀλλ' εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος
γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι. |
21
Ἐκλήθης εἰς τὴν πίστιν καθ'
ὃν χρόνον ἦσο δοῦλος; Μὴ σὲ
μέλη διὰ τὴν δουλείαν σου αὐτήν.
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἠμπορῇς
νὰ γίνῃς ἐλεύθερος, χρησιμοποίησε
μᾶλλον καὶ προτίμα τὴν κατάστασιν
τῆς δουλείας. |
21
Ἐκλήθης εἰς τὴν πίστιν εἰς καιρόν,
ποὺ ἤσουν δοῦλος; Μὴ σὲ μέλῃ
διὰ τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς
δουλείας σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμπορῇς
νὰ γίνῃς ἐλεύθερος, χρησιμοποίησε μᾶλλον
τὴν δουλείαν καὶ προτίμησε νὰ μείνῃς
δοῦλος. |
22
Ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς
δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν·
ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος
κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ.
|
22
Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
ἦτο δοῦλος, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ
τὸν Κύριον εἰς τὴν πίστιν, ἔχει
τώρα ἀπελευθερωθῆ ὑπὸ τοῦ
Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐχάρισε
τὴν λύτρωσιν ἀπὸ τὸν ζυγὸν
τῆς δουλείας καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος ποὺ
ἐκλήθη εἰς τὴν πίστιν, καθ'
ὃν χρόνον ἦτο ἐλεύθερος, εἶναι
τώρα δοῦλος τοῦ Χριστοῦ.
|
22
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη ἀπὸ
τὸν Κύριον εἰς τὴν πίστιν, εἰς καιρὸν
ποὺ ἦτο δοῦλος, εἶναι ἀπελεύθερος
τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειραφέτησε
καὶ τὸν ἔκαμε πνευματικῶς ἐλεὐθερον.
Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
ἐκαλέσθη εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ
το ἐλεύθερος, εἶναι δοῦλος Χριστοῦ.
|
23
Τιμῆς ἡγοράσθητε· μὴ γίνεσθε
δοῦλοι ἀνθρώπων. |
23
Ὅλοι ἔχετε ἐξαγορασθῆ ἀπὸ
τὸν Χριστὸν μὲ ἀνεκτίμητον τίμημα.
Μὴ γίνεσθε, λοιπόν, δοῦλοι τῶν
ἀνθρώπων, (μὴ συμμορφώνεσθε καὶ
μὴ ὑποδουλώνεσθε εἰς τὰς ἁμαρτωλὰς
ἀπαιτήσεις καὶ συνηθείας τῶν
ἀνθρώπων). |
23
Καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι εἶσθε
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Εἶσθε ἀγορασμένοι
ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ τίμημα μεγάλο. Μὴ
γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. |
24
῞Εκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί,
ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ τῷ
Θεῷ. |
24
Ὁ καθένας, ἀδελφοί, εἰς ὅποιαν
κατάστασιν εὑρέθη, ὅταν ἐκλήθη,
εἰς αὐτὴν καὶ ἂς μένῃ,
(φροντίζων μόνον καὶ ἀγωνιζόμενος
νὰ εἶναι πάντοτε κοντὰ εἰς τὸν
Θεόν). |
24
Ὁ καθένας εἰς ὅποιαν κατάστασιν ἐκαλέσθη,
εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ, ἀδελφοί,
ἐπιδιώκων πάντοτε νὰ εἶναι πλησίον τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ εὐαρεστῇ εἰς
αὐτόν. |
25
Περὶ δὲ τῶν παρθένων ἐπιταγὴν
Κυρίου οὐκ ἔχω, γνώμην δὲ δίδωμι
ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου
πιστὸς εἶναι. |
25
Ὡς πρὸς δὲ τὰς παρθένους, δὲν
ἔχω ἐντολὴν ἐκ μέρους τοῦ
Κυρίου νὰ σᾶς διαβιβάσω, ἀλλὰ
καὶ ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος, ποὺ
ἔχω ἐλεηθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον,
ὥστε νὰ εἶμαι ἀξιόπιστος διδάσκαλός
σας, σᾶς δίδω γνώμην.
|
25
Ὅσον δὲ διὰ τὰ ἀνύπανδρα κοράσια
δὲν ἔχω ἐντολὴν ρητὴν τοῦ
Κυρίου. Δίδω ὅμως γνώμην σὰν ἄνθρωπος, ποὺ
ἔχω ἐλεηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριον,
διὰ να εἶμαι διδάσκαλός σας καὶ σύμβουλος
ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης σας.
|
26
Νομίζω οὖν τοῦτο καλὸν ὑπάρχειν
διὰ τὴν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην,
ὅτι καλὸν ἀνθρώπῳ τὸ οὕτως
εἶναι. |
26
Νομίζω, λοιπόν, ὅτι ἐξ αἰτίας
τῆς δυσκόλου ἐποχῆς, ποὺ διερχόμεθα
εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, τοῦτο
εἶναι καλόν· ὅτι δηλαδὴ εἶναι
καλὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ μένῃ
ἔτσι, δηλαδὴ ἄγαμος.
|
26
Νομίζω λοιπόν, ὅτι αὐτὸ εἶναι καλὸν
ἐξ αἰτίας τῶν δυσκολιῶν τῆς
παρούσης ζωῆς· εἶναι δηλαδὴ καλὸν
εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἴτε ἄνδρας
εἶναι εἴτε γυναῖκα, νὰ μένῃ
ἔτσι, δηλαδὴ ἄγαμος καὶ παρθένος.
|
27
Δέδεσαι γυναικί; Μὴ ζήτει λύσιν·
λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; Μὴ ζήτει
γυναῖκα· |
27
Εἶσαι ὅμως δεμένος διὰ τῶν δεσμῶν
τοῦ γάμου μὲ γυναῖκα; Μὴ ζητῇς
νὰ λυθῇς ἀπὸ τὸν δεσμὸν
αὐτὸν τῆς γυναικός. Εἶσαι ἐλεύθερος
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου
μὲ γυναῖκα; Μὴ ζητῇς σύζυγον.
|
27
Εἶσαι δεμένος μὲ γυναῖκα διὰ τοῦ
γάμου; Μὴ ζητῇς νὰ λυθῇς ἀπὸ
τὸν δεσμόν, ποὺ ἔχεις μαζί της. Εἶσαι
λυμένος καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ γυναῖκα;
Μὴ ζητῇς γυναῖκα. |
28
ἐὰν δὲ καὶ γήμῃς, οὐχ
ἥμαρτες· καὶ ἐὰν γήμῃ
ἡ παρθένος, οὐχ ἥμαρτε· θλῖψιν
δὲ τῇ σαρκὶ ἕξουσιν οἱ τοιοῦτοι·
ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι.
|
28
Ἀλλὰ καὶ ἂν ἔλθῃς εἰς
γάμον, δὲν διαπράττεις καμμίαν ἁμαρτίαν.
Καὶ ἡ παρθένος ἐὰν ὑπανδρευθῇ,
δὲν θὰ ἔχῃ ἁμαρτήσει.
Θὰ ἔχουν ὅμως αὐτοὶ θλῖψιν
κατὰ τὸ σῶμα, (ἐξ αἰτίας
τῶν μεριμνῶν καὶ τῶν φροντίδων
καὶ τῶν ἀγώνων, εἰς τοὺς
ὁποίους περιπλέκονται οἱ ἔγγαμοι).
Ἐγὼ ὅμως σᾶς λυποῦμαι καὶ
θέλω νὰ προλάβω αὐτὰς τὰς
ταλαιπωρίας σας. |
28
Καὶ ἐὰν ὅμως ἔλθῃς εἰς
γάμον, δὲν ἠμάρτησες. Καὶ ἐὰν
ἡ ἄγαμος κόρη ἔλθῃ εἰς γάμον,
δὲν ἡμάρτησε. Θὰ ἔχουν ὅμως
θλῖψιν καὶ φροντίδας καὶ ἄλλας δοκιμασίας
ἂς τὸν σωματικόν τους βίον οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί. Ἐγὼ δὲ σᾶς λυποῦμαι
σὰν πατέρας καὶ θέλω νὰ προλάβω τὰς
δοκιμασίας σας αὐτάς. |
29
Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὁ καιρὸς
συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα
καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ
ἔχοντες ὦσι, |
29
Καὶ τοῦτο σᾶς λέγω ἀκόμη,
ἀδελφοί μου, ὁ καιρὸς εἶναι
ὀλίγος καὶ περιωρισμένος, ὥστε
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γυναῖκας
νὰ εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχουν,
καὶ ἂς φροντίζουν νὰ μὴ ὑποδουλώνωνται
ἐξ ὁλοκλήρου εἰς βιωτικὰς μερίμνας.
|
29
Θέλω δέ, ἀδελφοί, νὰ προσέξετε ἰδιαιτέρως
αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω·
ὅτι δηλαδὴ ὁ καιρὸς τοῦ παρόντος
βίου εἶναι συμμαζευμένος καὶ λιγοστός, ὥστε
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γυναῖκας,
νὰ εἶναι σὰν νὰ μὴν ἔχουν
γυναῖκας· καὶ συνεπῶς ἂς μὴ
εἶναι προσηλωμένοι καὶ προσκολλημένοι εἰς
αὐτάς. |
30
καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες,
καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες,
καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ
κατέχοντες, |
30
Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κλαίουν διὰ
τὰς θλίψεις των, νὰ εἶναι σὰν
νὰ μὴ κλαίουν, διότι γρήγορα
εἰς τὴν σύντομον ροὴν τοῦ χρόνου
θὰ περάσουν καὶ αὐταί. Καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ χαίρουν, νὰ ζοῦν
σὰν νὰ μὴ χαίρουν διὰ τὸν
ἴδιον λόγον. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
ἀγοράζουν, σὰν νὰ μὴ κατέχουν,
διότι πολὺ γρήγορα θὰ τὰ ἀφήσουν.
|
30
Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κλαίουν, νὰ
περνοῦν τὰς ἡμέρας των σὰν νὰ
μὴ τοὺς ἔχῃ συμβῆ κάτι θλιβερόν·
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ χαίρουν, σὰν
νὰ μὴ εἶχαν λόγον νὰ χαίρουν, ἀλλὰ
νὰ θεωροῦν τὰς ἀφορμὰς καὶ
τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς ὡς προσωρινὰς
καὶ περαστικάς. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
ἀγοράζουν, νὰ μὴ ἀπορροφῶνται
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἀγόρασαν,
σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὰ κατέχουν γιὰ
πάντα, ἀλλὰ νὰ σκέπτωνται καὶ νὰ
διατίθενται δι’ αὐτά, σὰν νὰ μὴ τὰ
παίρνουν εἰς τὴν πλήρη καὶ τελείαν κατοχήν
των. |
31
καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ
τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι·
παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου
τούτου. |
31
Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν
καὶ μεταχειρίζονται τὰ ἀγαθὰ
τοῦ κόσμου τούτου, ἂς μὴ κάμουν
κατάχρησιν, ἡ ὁποία βλάπτει
καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν·
διότι φεύγει ἀσυγκράτητα ἡ ἐξωτερικὴ
μορφὴ τοῦ κόσμου τούτου.
|
31
Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μεταχειρίζονται τὰ
ἐγκόσμια καὶ εὑρίσκονται ἂς ὁποιανδήποτε
σχέσιν μὲ τὸν κόσμον, νὰ ἀποφεύγουν
κάθε ἄμετρον ἀπόλαυσίν των καὶ κατάχρησίν
των καὶ μόνον εἰς τὰ ἀναγκαῖα
νὰ ἀρκοῦνται. Διότι περνᾷ καὶ
φεύγει διαρκῶς σὰν σκιὰ τὸ ἐξωτερικὸν
φαινόμενον τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
|
32
Θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους
εἶναι. Ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ
Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ·
|
32
Θέλω δὲ νὰ εἶσθε ἀπηλλαγμένοι
ἀπὸ τὰς πολλὰς καὶ δυσκόλους
φροντίδας τοῦ βίου τούτου. Ὁ
ἄγαμος φροντίζει καὶ ἐνδιαφέρεται
δι' ὅσα παραγγέλλει καὶ θέλει ὁ
Κύριος. Φροντίζει πῶς νὰ ἀρέσῃ
εἰς τὸν Κύριον (αὐτὴ δὲ
ἡ φροντίδα εἶναι εἰρηνικὴ καὶ
χαρούμενη). |
32
Θέλω δὲ νὰ εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπὸ
φροντίδας, ποὺ ζαλίζουν καὶ σᾶς ρίπτουν
εἰς μεγάλην σκέψιν. Ὁ ἄγαμος στρέφει ὁλόκληρον
τὴν προσοχὴν καὶ φροντίδα του εἰς
ὅσα παραγγέλλει ὁ Κύριος· φροντίζει πολὺ
πῶς νὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν Κύριον.
|
33
ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ
κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί.
|
33
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἦλθεν εἰς
γάμον, φροντίζει διὰ τὰ κοσμικὰ
πράγματα, πὼς θὰ ἀρέσῃ
εἰς τὴν γυναίκα του. |
33
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἦλθεν εἰς
γάμον, φροντίζει μὲ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον
διὰ τὰ κοσμικά, πῶς θὰ ἀρέσῃ
εἰς τὴν γυναῖκα του. |
34
Μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ
παρθένος. Ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ
τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία
καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ
δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου,
πὼς ἀρέσει τῷ ἀνδρί.
|
34
Ὑπάρχει διαφορὰ καὶ διάκρισις
μεταξὺ τῆς ἐγγάμου καὶ ἐκείνης
ποὺ ἠθέλησε καὶ ἔμεινε παρθένος.
Ἡ μείνασα παρθένος φροντίζει μὲ
ὅλην της τὴν ψυχὴν καὶ ἐπιδιώκει
ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς
τὸν Κύριον, διὰ νὰ εἶναι ἁγία
καὶ καθαρὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ
τὴν ψυχήν. Ἡ ἔγγαμος φροντίζει
πολὺ διὰ κοσμικὰ πράγματα, πῶς
θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν ἄνδρα
της. |
34
Διαφέρουν ὡς πρὸς τὰς φροντίδας καὶ
τὰ ἐνδιαφέροντά των ἡ ἔγγαμος γυναῖκα
καὶ ἡ ἄγαμος παρθένος. Ἡ ἄγαμος
μὲ ὅλην τὴν φροντίδα της ἐπιμελεῖται
ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσκουν εἰς τὸν
Κύριον καὶ προσπαθεῖ νὰ εἶναι ἅγια,
ἀφωσιωμένη εἰς τὸν Θεόν καὶ κατὰ
τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν.
Ἐκείνη δὲ ποὺ ἦλθεν εἰς γάμον,
φροντίζει πολὺ διὰ τὰ κοσμικά, πῶς
θὰ ἀρέσῃ εἰς τὸν ἄνδρα
της. |
35
Τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν
αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα
βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ
πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον
τῷ Κυρίῳ ἐπερισπάστως.
|
35
Λέγω δὲ αὐτὸ περὶ τῆς
παρθενικῆς ζωῆς ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνον πρὸς τὸ συμφέρον σας, ὄχι
διὰ νὰ σᾶς βάλω θηλειὰ εἰς
τὸν λαιμὸν καὶ νὰ σᾶς τραβήξω,
χωρὶς νὰ τὸ θέλετε, εἰς τὸν
ἄγαμον βίον, ἀλλὰ διὰ νὰ
σᾶς δείξω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω
εἰς μίαν σεμνὴν ζωὴν καὶ διακεκριμένην
θέσιν πλησίον τοῦ Κυρίου, χωρὶς
βιωτικοὺς περισπασμοὺς καὶ φροντίδας.
|
35
Λέγω δὲ αὐτὰ περὶ τῆς ἀγαμίας
μόνον καὶ μόνον διὰ τὸ συμφέρον σας. Ὄχι
διὰ νὰ σᾶς βάλω θηλιὰ εἰς τὸν
λαιμὸν καὶ νὰ σᾶς ἑξαναγκάσω
νὰ μείνετε ἄγαμοι, ἀλλὰ διὰ
νὰ ἐξασφαλίσω συμπεριφορὰν σεμνὴν
καὶ θέσιν τιμημένην πλησίον τοῦ Κυρίου χωρὶς
περισπασμοὺς καὶ βασανιστικὰς φροντίδας.
|
36
Εἰ δέ τις ἀσχημονεῖν ἐπὶ
τὴν παρθένον αὐτοῦ νομίζει,
ἐὰν ᾖ ὑπέρακμος, καὶ οὕτως
ὀφείλει γίνεσθαι, ὃ θέλει ποιείτω·
οὐχ ἁμαρτάνει· γαμείτωσαν.
|
36
Ἂν ὅμως κανένας πατέρας νομίζῃ,
σύμφωνα μὲ τὰς κρατοῦσας ἀντιλήψεις,
ὅτι εἶναι ἐντροπὴν καὶ ἄσχημον
πρᾶγμα δι' αὐτόν, ποὺ ἄφησε
τὴν κόρην του νὰ περάσῃ πλέον
τὴν ὥριμον ἡλικίαν διὰ τὸν
γάμον καὶ τὰ πράγματα φανερώνουν,
ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ,
δηλαδὴ ὅτι πρέπει νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ,
ἂς κάμῃ αὐτό ποὺ θέλει,
ἂς κάμῃ τὸ καθῆκον του. Τοιουτοτρόπως
ἐνεργῶν δὲν ἁμαρτάνει. Ἂς
γίνῃ ὁ γάμος. |
36
Ἐὰν ὅμως κανένας πατέρας νομίζῃ ὅτι
εἶναι ντροπή του τὸ ὅτι ἀφῆκε
τὴν κόρην του νὰ ὑπερβῇ τὴν
ἀκμὴν τῆς ἡλικίας καὶ ἔγινε
γεροντοκόρη, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἄλλο
μέρος πείθεται, ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ,
δηλαδὴ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ, ἂς
κάμῃ ὅ,τι θέλει. Δὲν ἁμαρτάνει. Ἂς
ἔλθουν εἰς γάμον. |
37
Ὃς δὲ ἕστηκεν ἑδραῖος ἐν
τῇ καρδίᾳ, μὴ ἔχων ἀνάγκην,
ἐξουσίαν δὲ ἔχει περὶ τοῦ
ἰδίου θελήματος, καὶ τοῦτο κέκρικεν
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, τοῦ
τηρεῖν τὴν ἑαυτοῦ παρθένον,
καλῶς ποιεῖ. |
37
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει σταθῇ
ἀκλόνητος μὲ ἀμετακίνητον τὴν
ἀπόφασιν μέσα εἰς τὴν καρδιά
του καὶ δὲν αἰσθάνεται καμμίαν
ἀνάγκην νὰ ἀλλάξῃ γνώμην
καὶ ἔχει ἐξουσίαν νὰ πορευθῇ
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του καὶ
ἔχει ὁριστικῶς ἀποφασίσει μέσα
του νὰ κρατήσῃ τὴν παρθένον
του ἄγαμον, καλὰ κάνει.
|
37
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ στέκει ἀκλόνητος
μέσα στὴν καρδία του καὶ δὲν ἀναγκάζεται
ἀπὸ τίποτε νὰ ἀλλάξῃ ἀπόφασιν,
Ἔχει δὲ ἐξουσίαν νὰ κάμῃ ὅ,τι
θέλει καὶ ἔχει ἀποφασίσει μέσα του αὐτό,
δηλαδὴ τὸ νὰ φυλάττῃ τὴν κόρην
του ἄγαμον, καλῶς πράττει. |
38
Ὥστε καὶ ὁ ἐκγαμίζων καλῶς
ποιεῖ, ὁ δὲ μὴ ἐγκαμίζων
κρεῖσσον ποιεῖ. |
38
Ὥστε, λοιπόν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ
ὑπανδρεύει τὴν παρθένον του, καλὰ
κάνει. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ, σύμφωνα
καὶ μὲ τὴν ἰδικήν της θέλησιν,
δὲν τὴν ὑπανδρεύει κάνει καλύτερα.
|
38
Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν ἐξάγεται
ὡς συμπέρασμα, ὅτι καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ ὑπανδρεύει τὴν κόρην του, καλῶς
πράττει, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν
τὴν ὑπανδρεύει, ἀλλὰ τὴν ἀφίνει
παρθένον, κάνει καλύτερα. |
39
Γυνὴ δέδεται νόμῳ ἐφ ὅσον
ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς·
ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνὴρ
αὐτῆς, ἐλευθέρα ἐστὶν
ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν
Κυρίῳ. |
39
Κάθε ἄγγαμος γυναίκα, σύμφωνα μὲ τὸν
νόμον τοῦ Θεοῦ, ἔχει δεθῆ μὲ
τὸν ἄνδρα της διὰ τοῦ γάμου,
ὅσον καιρὸν βέβαια ζῇ ὁ ἄνδρας
της. ᾿Εὰν ὅμως ἀποθάνῃ
ὁ σύζυγός της, εἶναι ἐλευθέρα
νὰ ὑπανδρευθῇ ὅποιον θέλει,
ἀλλὰ μόνον σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Κυρίου. |
39
Κάθε γυναῖκα ἔγγαμος εἶναι δεμένη εἰς
τὸν γάμον ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ
Κυρίου, ὅσον καιρὸν ζῇ ὁ ἄνδρας
της. Ἐὰν ὅμως ἀποθάνῃ ὁ
ἄνδρας της, εἶναι ἐλευθέρα νὰ ὑπανδρευθῇ
μὲ ὁποῖον θέλει, ἀρκεῖ μόνον
ὁ γάμος της νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Κυρίου. |
40
Μακαριωτέρα δέ ἐστιν ἐὰν οὕτω
μείνῃ, κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην·
δοκῶ δὲ κἀγὼ Πνεῦμα Θεοῦ
ἔχειν |
40
Κατὰ τὴν γνώμην μου ὅμως εἶναι
εὐτυχεστέρα καὶ περισσότερον κερδισμένη,
ἐὰν μείνῃ χήρα. Νομίζω
δὲ ὅτι ἔχω καὶ ἐγὼ Πνεῦμα
Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ κάνω λάθος
εἰς τὰς γνώμας μου. |
40
Κατὰ τὴν γνώμην μου ὅμως εἶναι
εὐτυχεστέρα, ἐὰν μείνῃ ἔτσι,
δηλαδὴ χήρα. Νομίζω δέ, ὅτι ἔχω καὶ
ἐγώ Πνεῦμα Θεοῦ, τὸ ὁποῖον
μὲ καθοδηγεῖ διὰ νὰ μὴ πλανῶμαι.
|