Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ερὶ
δὲ τῶν εἰδωλοθύτων, οἴδαμεν
ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν. |
ς
ὁμιλήσω τώρα δι' ἕνα ἄλλο θέμα.
Διὰ τὰ εἰδωλόθυτα, διὰ τὰ
κρέατα δηλαδὴ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ
ὡς θυσία. Ξέρομεν ὅτι ὅλοι ἔχομεν
γνῶσιν· αὐτὸ ἐννοεῖται.
|
ρχομαι
τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Διὰ τὰ κρέατα
τῶν ζώων, ποὺ ἔχουν προσφερθῆ θυσία
εἰς τὰ εἴδωλα, ἠξεύρομεν, ὅτι
ὅλοι ἔχομεν γνῶσιν. |
2
Ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη
οἰκοδομεῖ. Εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι
τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς
δεῖ γνῶναι·
|
2
Ἡ γνῶσις ὅμως χωρὶς τὴν ὀρθὴν
πρᾶξιν ὁδηγεῖ εἰς κουφότητα
καὶ ἀλαζονεία, ἐνῷ ἡ ἀγάπη
οἰκοδομεῖ καὶ ὠφελεῖ τὸν
πλησίον. Ἐὰν δὲ κανεὶς νομίζῃ
ὅτι γνωρίζει κάτι, αὐτὸς ἀκόμη
δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε, ὅπως
πρέπει νὰ τὸ γνωρίζῃ εἰς
βάθος καὶ πλάτος. |
2
Ἡ γνῶσις γεμίζει τὴν ψυχὴν μὲ
φούσκωμα καὶ ἔπαρσιν, ἐνῶ ἡ
ἀγάπη οἰκοδομεῖ τὸν πλησίον. Τὸ
νὰ φουσκώνῃ δὲ κανεὶς διὰ τὴν
γνῶσιν του, εἶναι ἀνόητον. Πράγματι, ἐὰν
κανεὶς φαντάζεται ὅτι ἠξεύρει κάτι, αὐτὸς
δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη, καθὼς
πρέπει νὰ τὸ γνωρίζῃ.
|
3
εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν,
οὗτος ἔγνωσται ὑπ' αὐτοῦ.
|
3
Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἀγαπᾷ
τὸν Θεό, αὐτὸς ἔχει γίνει
πολὺ γνωστὸς καὶ οἰκεῖος καὶ
φίλος τοῦ Θεοῦ, καὶ παίρνει
ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν ἀληθινὴν
γνῶσιν. |
3
Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἀγαπᾷ
τὸν Θεόν, αὐτὸς ἔχει γίνει πολὺ
στενὸς γνώριμος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς
οἰκεῖος καὶ εὐνοούμενός του φωτίζεται
ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ὁδηγεῖται
εἱς τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν.
|
4
Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων
οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν
κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς
Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἰς.
|
4
Λοιπὸν εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὸ
ἂν πρέπει νὰ τρώγωμεν ἢ ὄχι
τὰ εἰδωλόθυτα, γνωρίζομεν, ὅτι
εἰς τὴν πραγματικότητα κανένα εἴδωλον
δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον,
καὶ ὅτι κανένας ἄλλος Θεὸς δὲν
ὑπάρχει, εἰμὴ μόνον ὁ
ἔνας, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
|
4
Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα λοιπὸν τοῦ
ἂν πρέπῃ νὰ τρώγωμεν τὰ εἰδωλόθυτα,
γνωρίζομεν, ὅτι κανένα εἴδωλον δὲν ἔχει
ὕπαρξιν πραγματικὴν εἰς τὸν κόσμον
καὶ ὅτι κανένας ἄλλος Θεὸς δὲν
ὑπάρχει παρὰ μόνον ἕνας, ὁ ἀληθινὸς
Θεός. |
5
Καὶ γὰρ εἴπερ εἰσὶ λεγόμενοι
Θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε
ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσὶ
Θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί,
|
5
Διότι καὶ ἂν μερικοὶ φαντάζονται,
ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ λεγόμενοι
θεοί, εἴτε εἰς τὸν οὐρανὸν
εἴτε εἰς τὴν γῆν-ὅπως καὶ
πράγματι ὑπάρχουν πολλοὶ ψευδεῖς
θεοὶ καὶ πολλοὶ κύριοι εἰς τὴν
γῆν, καὶ αὐτοὶ εἶναι τὰ
πονηρὰ πνεύματα- |
5
Διότι καὶ ἐὰν ὑπάρχουν λεγόμενοι,
ἀλλ’ ὄχι καὶ πραγματικοὶ θέοι, εἴτε
εἰς τὸν οὐρανὸν εἴτε ἐπὶ
τῆς γῆς καθὼς βέβαια ὑπάρχουν ψευδοθεοὶ
πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, καὶ αὐτοὶ
εἶναι οἱ δαίμονες, ποὺ κρύπτονται κάτω ἀπὸ
τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς θεοὺς τῶν
ἐθνικῶν |
6
ἀλλ' ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ,
ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς
εἰς αὐτόν, καὶ εἰς Κύριος
Ἰησοῦς Χριστός, δι' οὗ τὰ πάντα
καὶ ἡμεῖς δι' αὐτοῦ.
|
6
ἀλλὰ δι' ἡμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς
ἔνας μόνον Θεὸς ὑπάρχει, ὁ
Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
προέρχονται καὶ πηγάζουν τὰ πάντα
καὶ διὰ τὸν ὁποῖον ἡμεῖς
ὅλοι ὀφείλομεν νὰ ζῶμεν καὶ
νὰ ἀποβλέπωμεν ὡς πρὸς τὸ
ὕψιστον ἀγαθόν. Καὶ ἔνας μόνος
Κύριος ὑπάρχει, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν
τὰ πάντα, διὰ τοῦ ὁποίου
καὶ ἡμεῖς ἐγεννήθημεν καὶ
ἀναγεννήθημεν. |
6
δι’ ἠμᾶς ὅμως ὑπάρχει ἕνας Θεός,
ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἔγιναν τὰ πάντα. Καὶ δι’ αὐτὸν
ὀφείλομεν νὰ ζῶμεν καὶ εἰς αὐτὸν
ὀφείλομεν νὰ ἀποβλέπωμεν καὶ ἡμεῖς
ὡς τελικὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς μας.
Καὶ ἕνας ὑπάρχει Κύριος, ὁ Ἰησοῦς
Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα
καὶ ἡμεῖς ἀνεγεννήθημεν δι’ αὐτοῦ.
|
7
Ἀλλ' οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις·
τινὲς δὲ τῇ συνειδήσει τοῦ εἰδώλου
ἕως ἄρτι ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσι,
καὶ ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς
οὖσα μολύνεται. |
7
Ἀλλ' αὐτὴ ἡ καθαρὰ καὶ
ἁγία γνῶσις δὲν ὑπάρχει
εἰς ὅλους. Καὶ ἀπόδειξις ὅτι
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς
ἔχουν μέσα εἰς τὴν συνείδησίν
των τὴν πεποίθησιν ὅτι τὸ εἴδωλον,
ποὺ ἐλάτρευαν ἄλλοτε, εἶναι
πραγματικὸς Θεός· καὶ τρώγουν
ἕως τώρα ἀκόμη τὰ κρέατα,
σὰν ἱερὰν θυσίαν, ποὺ ἔχει
προσφερθῆ εἰς θεούς. Καὶ τὸ
ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἡ συνείδησίς
των, ποὺ εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος
καὶ ἀδιαφώτιστος, μολύνεται ἀπὸ
αὐτὸ ποὺ ἔκαναν καὶ τοὺς
ἐλέγχει. |
7
Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι οἰ Χριστιανοὶ
ἔχουν τὴν γνῶσιν, ὅτι ἕνας καὶ
μόνος Θεὸς ὑπάρχει, δὲν ἔχουν ὅμως
ὅλοι σαφῆ καὶ καθαρὰν τὴν γνῶσιν
διὰ τὰ εἰδωλόθυτα. Μερικοὶ δὲ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὸ
ἐσωτερικὸν φρόνημα καὶ τὴν συνήθειαν,
ὅτι τὸ εἴδωλον, ποὺ ἐλάτρευαν
ἄλλοτε, εἶναι πραγματικὴ θεότης, τρώγουν
ἀκόμη ἕως τώρα τὰ κρέατα ὡς πραγματικὴν
θυσίαν, ποὺ προσεφέρθη εἰς τοὺς θεούς. Καὶ
ἡ συνείδησίς των λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι
ἀσθενὴς καὶ δὲν ἔχει φωτισθῆ
ἀρκετά, μολύνεται καὶ ταράττεται καὶ ἀναστατώνεται
δι’ αὐτό, ποὺ ἔκαμαν.
|
8
Βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι
τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν
φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν
μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα.
|
8
Μάθετε, λοιπόν, ὅλοι ὅτι τὸ
οἰανδήποτε φαγητὸν καὶ τὰ εἰδωλόθυτα,
δὲν μᾶς δίδουν ἠθικὴν ἀξίαν
καὶ δὲν μᾶς παρουσιάζουν ὡς
ἐναρέτους καὶ ἀρεστοὺς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. Διότι οὔτε ἐὰν
φάγωμεν τὰ εἰδωλόθυτα, μὲ τὴν
ὀρθὴν πεποίθησιν ὅτι αὐτὰ
εἶναι κοινὰ κρέατα, προχωροῦμεν καὶ
πλεονάζομεν εἰς ἀρετὴν οὔτε
ἐὰν δὲν φάγωμεν βραδυποροῦμεν
καὶ καθυστεροῦμεν εἰς αὐτὴν
|
8
Ἐνῷ δὲ ὁ ἀσθενὴς ἀδελφὸς
βλάπτεται, σὺ δὲν ἔχεις νὰ κερδήσῃς
τίποτε ἀπὸ τὸ φαγητὸν αὐτό.
Δὲν εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ μᾶς
παρουσιάζει εὐαρέστους εἰς τὸν Θεόν. Διότι
οὔτε ἐὰν φάγωμεν, εὐδοκιμοῦμεν
καὶ προοδεύομεν εἰς τὴν ἀρετήν, οὔτε
ἐὰν δὲν φάγωμεν, ὑπολειπόμεθα καὶ
μένομεν πίσω εἰς αὐτήν. |
9
Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία
ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται
τοῖς ἀσθενοῦσιν.
|
9
Προσέχετε ὅμως μήπως ἡ ἐξουσία,
ποὺ σᾶς δίδει ἡ φωτισμένη σας
πίστις νὰ τρώγετε καὶ τὰ εἰδωλόθυτα,
γίνῃ πρόσκομμα εἰς τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ ἀδυνάτους κατὰ τὴν πίστιν.
|
9
Προσέχετε ὅμως μήπως τὸ δικαίωμα αὐτό, ποὺ
ἔχετε νὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα, ἀκόμη
καὶ εἰδωλόθυτα, γίνῃ αἰτία νὰ
ἁμαρτήσουν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ
τὴν πίστιν ἀδελφοί σας. |
10
Ἐὰν γάρ τις ἵδῃ σε, τὸν
ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ
κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις
αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται
εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν;
|
10
Διότι ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
ἵδῃ σέ, ποὺ ἔχεις τὴν
ὀρθὴν γνῶσιν καὶ θεωρεῖσαι προωδευμένος
Χριστιανός, νὰ στρογγυλοκάθεσαι καὶ
νὰ τρώγῃς εἰς κάποιον τραπέζι
εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, δὲν θὰ
ἐνισχυθῇ ἡ συνείδησις αὐτοῦ
τοῦ ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἀσθενὴς κατὰ τὴν πίστιν,
νὰ τρώγῃ τὰ εἰδωλόθυτα
μὲ θρησκευτικὴν εὐλάβειαν;
|
10
Ἑπόμενον δὲ εἶναι νὰ βλαβοῦν
σοβαρά οἱ ἀσθενεῖς ἀδελφοί. Διότι,
ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
ἴδῃ σέ, ποὺ ἔχεις τὴν ὀρθὴν
γνῶσιν, νὰ κάθεσαι στὸ τραπέζι καποιου ναοῦ
τῶν εἰδώλων, δὲν θὰ στερεωθῇ
ἡ συνείδησίς του, ἀφοῦ αὐτὸς
εἶναι ἀσθενὴς ἀδελφός, εἰς τὸ
νὰ τρώγῃ τὰ εἰδωλόθυτα ὡς κάτι
ἱερὸν καὶ εὐλαβείας ἄξιον;
|
11
Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν
ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει,
δι' ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν.
|
11
Καὶ ἔτσι θὰ παρασυρθῇ πάλιν
εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ θὰ
χαθῇ ἐξ αἰτίας τῆς ἰδικῆς
σου φωτισμένης γνώσεως ὁ ἀσθενὴς
κατὰ τὴν πίστιν ἀδελφός, διὰ
τὸν ὁποῖον ἐν τούτοις ὁ
Χριστὸς ἐθυσιάσθη ἐπάνω εἰς
τὸν σταυρόν. |
11
Καὶ θὰ χαθῇ παρασυρόμενος εἰς εἰδωλολατρείαν
ὁ ἀδελφός σου, ποὺ εἶναι ἀδύνατος
πνευματικῶς, ἐξ αἰτίας τῆς ἰδικῆς
σου γνώσεως. Ἀλλὰ διὰ τὴν σωτηρίαν
τοῦ ἀδελφοῦ σου αὐτοῦ ὁ
Χριστὸς ἐθυσίασε τὴν ζωήν του.
|
12
Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς
ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν
τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς
Χριστὸν ἁμαρτάνετε.
|
12
Ἔτσι δὲ ἁμαρτάνοντες ἐναντίον
τῶν ἀδελφῶν καὶ καταφέροντες
κτυπήματα εἰς τὴν ἀσθενῆ συνείδησίν
των, ἁμαρτάνετε ἐνώπιον τοῦ
Χριστοῦ, διότι ματαιώνετε τὸ ἔργον
τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν.
|
12
Καὶ ἔτσι διαπράττετε ἁμάρτημα, ἀπὸ
τὸ ὁποῖον βλάπτονται μεγάλως οἱ ἀδελφοί,
καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι τοῦτο ἁμάρτημα
εἰς τοὺς ἀδελφούς. Καὶ πληγώνετε καὶ
κτυπᾶτε σκληρὰ τὴν συνείδησίν τους, ἡ
ὁποία εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος.
Ἀλλ’ ὑποπίπτετε συγχρόνως καὶ εἰς
ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται
εἰς αὐτὸν τὸν Χριστόν, ποὺ ἀπέθανε
διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἀδελφοὺς
αὐτούς. |
13
Διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν
ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα
εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ
τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.
|
13
Δι' αὐτὸ ἐὰν τὸ φαγητὸν
γίνεται ἀφορμὴ νὰ κλονισθῇ εἰς
τὴν πίστιν καὶ τὴν χριστιανικὴν
ζωὴν του ὁ ἀδελφός μου, δὲν
θὰ φάγω ποτὲ κανένα εἶδος κρέατος
διὰ νὰ μὴ σκανδαλίσω τὸν ἀδελφόν
μου. (Ἡ θυσία τῶν δικαιωμάτων ἀποτελεῖ
καθῆκον, ὅταν δι' αὐτῆς προλαμβάνωμεν
τὸ σκάνδαλον, ὑποβοηθοῦμεν δὲ
εἰς τὴν ἀρετήν). |
13
Δι’ αὐτὸ δέ, ἐὰν αὐτὸ
ποὺ τρώγω γίνεται αἰτία σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας
εἰς τὸν ἀδελφόν μου, δὲν θὰ
φάγω ποτὲ οἰονδήποτε εἶδος κρεάτων, διὰ
νὰ μὴ σκανδαλίσω τὸν ἀδελφόν μου.
Καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς δείξω, ὅτι
διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς
ἔκαμα καὶ ἑξακολουθῶ νὰ κάνω
θυσίας τῶν δικαιωμάτων μου. |