Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὐκ
εἰμὶ ἀπόστολος; Οὐκ εἰμὶ
ἐλεύθερος; Οὐχὶ Ἰησοῦν
Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;
Οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἔστε
ἐν Κυρίῳ; |
γὼ
δὲν εἶμαι Ἀπόστολος ὅπως καὶ
οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι; Δὲν εἶμαι
ἐλεύθερος ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι
Χριστιανοί; Δὲν ἔχω ἰδεῖ καὶ
ἐγὼ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν,
τὸν Κύριόν μας; Σεῖς οἱ Κορίνθιοι
δὲν εἶσθε τὸ ἔργον μου, τὸ ὁποῖον
μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου καὶ
εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἔχω πραγματοποιήσει;
|
ὲν
εἶμαι Ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα
πρὸς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους; Δὲν
εἶμαι ἐλεύθερος ὅπως ὅλοι οἰ
Χριστιανοί; Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦν
Χριστὸν τὸν Κύριον μας; Καὶ δὲν εἶσθε
σεῖς τὸ ἔργον, ποὺ μὲ τὴν
βοήθειαν τοῦ Κυρίου συνετέλεσα; |
2
Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος,
ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ
γὰρ σφαγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς
ὑμεῖς ἔστε ἐν Κυρίῳ.
|
2
Ἐάν, ἔστω, δι' ἄλλους ἀνθρώπους
δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, ἀλλὰ
διὰ σᾶς ὀπωσδήποτε εἶμαι. Μαρτυρία
καὶ ἀπόδειξις καὶ ἐπίσημος
σφραγὶς τοῦ ἀποστολικοῦ μου ἀξιώματος
καὶ ἔργου εἶσθε σεῖς μὲ τὴν
χάριν τοῦ Κυρίου. |
2
Ἐὰν δι’ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος,
τουλάχιστον ὅμως διὰ σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος.
Διότι ἡ σφραγῖδα, μὲ τὴν ὁποίαν
πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικόν
μου ἀξίωμα, εἶσθε διὰ τῆς χάριτος
τοῦ Κυρίου σεῖς, τοὺς ὁποίους ἑγὼ
ὠδήγησα εἰς Χριστόν. |
3
Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ
ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστι. |
3
Ἡ ἀπολογία μου εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι μοῦ κάνουν ἀνάκρισιν
καὶ ἐρευνοῦν μὲ καχυποψίαν νὰ
μάθουν, ἂν εἶμαι Ἀπόστολος,
εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς, τὸ
ἔργον ποὺ ἔχω κάμει εἰς σᾶς.
|
3
Ἡ ἀπάντησίς μου πρὸς ἐκείνους, ποὺ
μὲ ἐξετάζουν, ἐὰν εἶμαι Ἀπόστολος,
εἶναι αὐτὴ ποὺ δίδεται ἀπὸ
τὴν θείαν αὐτὴν σφραγῖδα.
|
4
Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν
καὶ πιεῖν; |
4
Καί, λοιπόν, μήπως ἐγὼ καὶ
οἱ συνεργάται μου δὲν ἔχομεν δικαίωμα
νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν αὐτὰ
ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθηταί μας
διὰ τὴν διατροφήν μας; |
4
Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι καὶ ἐγὼ
Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους,
ἐρωτᾷ: Δὲν ἔχομεν ἑγὼ
καὶ οἱ συνεργάται μου δικαίωμα νὰ φάγωμεν
καὶ νὰ πίωμεν αὐτά, ποὺ μᾶς
προσφέρουν οἱ μαθηταί μας; |
5
Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν
γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ
λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ
τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; |
5
Μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἡμεῖς
δικαίωμα νὰ ἔχωμεν μαζῆ μας ἀνὰ
τὰς διαφόρους περιοδείας μας Χριστιανὴν
ἀδελφήν, διὰ νὰ μᾶς ὑπηρετῇ,
(ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι
καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοὶ τοῦ
Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς;
|
5
Μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἡμεῖς δικαίωμα
νὰ περιφέρωμεν εἰς τὰς περιοδείας μας γυναῖκα,
Χριστιανὴν ἀδελφήν, διὰ νὰ μᾶς
ὑπηρετῇ, καθὼς περιφέρουν τέτοιαν καὶ
οἰ λοιποὶ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λεγόμενοι
ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς;
|
6
Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας
οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ
ἐργάζεσθαι; |
6
Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας
δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ ἐργαζώμεθα
βιοποριστικὸν ἔργον, (ὅπως καὶ οἱ
ἄλλοι Ἀπόστολοι) καὶ νὰ ζῶμεν
ἀπὸ τὰ βοηθήματα, ποὺ μὲ
ἀγάπην θὰ μᾶς προσφέρουν οἱ
μαθηταί μας; |
6
Ἢ μήπως μόνος ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας
δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ μὴ ἐργαζώμεθα
ἐπάγγελμα βιοποριστικόν, διὰ νὰ κερδίζωμεν
ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας;
|
7
Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις
ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ
ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ
ἐσθίει; Ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην
καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης
οὐκ ἐσθίει; |
7
Σας ἐρωτῶ· ποιὸς ποτὲ στρατιώτης
παίρνει μέρος εἰς μίαν ἐκστρατείαν,
εἰς ἕνα πόλεμον καὶ πληρώνει
ὁ ἴδιος τὴν τροφὴν καὶ τὸν
ὁπλισμόν του; Ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι
καὶ ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτοῦ
δὲν τρώγει; Ἢ ποιὸς βόσκει ποίμνιον
καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ
γάλα τοῦ ποιμνίου; ( Ἡμεῖς οἱ
Ἀπόστολοι εἴμεθα καὶ στρατιῶται
τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐργάται τοῦ
ἀμπελῶνος του καὶ ποιμένες τῶν
λογικῶν του προβάτων. Σᾶς ἐρωτῶ
λοιπόν· εἶναι λογικὸν καὶ νοητὸν
νὰ μὴ τρεφώμεθα ἀπὸ τὸ
ἔργον καὶ νοητὸν νὰ μὴ τρεφώμεθα
ἀπὸ τὸ ἔργον μας;)
|
7
Εἴμεθα στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
ἀγωνιζόμεθα διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς
βασιλείας του. Ποῖος ποτὲ λαμβάνει μέρος εἰς
ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ
μὲ ἰδικά του ἔξοδα; Εἴμεθα ἀμπελουργοί,
ποὺ καλλιεργοῦμεν τὸ πνευματικὸν ἀμπέλι
τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος φυτεύει ἀμπέλι
καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπόν
του; Εἴμεθα πνευματικοὶ ποιμένες καὶ σεῖς
εἶσθε τὰ πρόβατά μας. Ποῖος βόσκει ποίμνιον
καὶ φροντίζει δι’ αὐτό, καὶ δὲν τρώγει
ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου;
|
8
Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ;
Ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα
λέγει; |
8
Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ σᾶς
λέγω εἶναι παρμένα ἀπὸ τὰς
συνηθείας τῶν ἀνθρώπων μόνο;
Ἢ μήπως δὲν λέγει τὰ ἴδια
καὶ ὁ μωσαϊκὸς Νόμος;
|
8
Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέγω εἶναι
σύμφωνα μόνον μὲ συνηθείας καὶ παραδείγματα ἀνθρώπινα;
Ἢ μήπως δὲν λέγει αὐτὰ καὶ ὃ
θεόπνευστος νόμος; |
9
Ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ
γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοώντα.
Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ;
|
9
Διότι καὶ εἰς τὸν Νόμον τοῦ
Μωϋσέως ἔχει γραφῆ· <δὲν θὰ
βάλῃς φίμωτρον καὶ δὲν θὰ
δέσῃς τὸ στόμα τοῦ βωδιοῦ
ποὺ ἁλωνίζει>· θὰ τοῦ
τὸ ἀφήσης ἐλεύθερον νὰ
τρώγῃ καὶ κάτι ἀπὸ τὰ
στάχυα ποὺ ἁλωνίζει. Μήπως ὁ
Θεὸς σὰν Νομοθέτης ἐνδιαφέρεται
διὰ τὰ βόδια; |
9
Βεβαίως καὶ ὁ νόμος λέγει ταῦτα. Διότι ἔχει
γραφῆ εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον: Δὲν
θὰ κλείσῃς καὶ δὲν θὰ βουλώσῃς
τὸ στόμα τοῦ βωδιοῦ, ποὺ ἁλωνίζει.
Θὰ ἀφήσης τὸ στόμα του ἐλεύθερον νὰ
φάγῃ ἀπὸ τὰ στάχυα, ποὺ κοπιάζει
διὰ νὰ τριφθοῦν εἰς τὸ ἀλῶνι.
Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ὡς
νομοθέτης ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ βώδια;
|
10
῍Η δι' ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι'
ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ'
ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν
ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν
τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν
ἐπ' ἐλπίδι. |
10
Ἢ δὲν εἶναι λογικώτερον νὰ πιστεύσωμεν,
μήπως δι' ἡμᾶς πάντως δίδῃ
αὐτὴν τὴν ἐντολήν; Ναὶ
δι' ἡμᾶς τὸ λέγει. Διότι δι'
ἡμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτας
ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Νόμον ὅτι
ὁ γεωργὸς μὲ τὴν ἐλπίδα
ὅτι θὰ ἀπολαύσῃ καὶ ὁ
ἴδιος ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν,
ὀφείλει νὰ ὀργώνῃ καὶ
νὰ καλλιεργῇ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ
γεμᾶτος ἐλπίδα ἁλωνίζει ὀφείλει
νὰ μετέχῃ εἰς τὴν ἐλπίδα,
ὅτι θὰ ἀπολαύσῃ τοὺς καρποὺς
τῶν κόπων του. |
10
Ἢ μήπως ὡρισμένως δι’ ἠμᾶς τοὺς
λογικοὺς ἀνθρώπους λέγει καὶ νομοθετεῖ
αὐτά; Ναί· δι’ ἡμᾶς λέγει ταῦτα.
Διότι δι’ ἡμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτας
καὶ καλλιεργητὰς ἐγράφη, ὅτι ὁ
καλλιεργητὴς μὲ ἐλπίδα τοῦ νὰ
ἀπολαύσῃ τὴν ἐσοδείαν ὀφείλει
νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ γεμᾶτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει
νὰ μετέχῃ καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ
τὸν καρπόν, ποὺ ἤλπιζεν ἀπὸ
τὸν ἀγρόν του. |
11
Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ
ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς
ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν;
|
11
Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς οἱ πνευματικοὶ
ἐργάται, ἐὰν ἐσπείραμεν
εἰς σᾶς τὸν σπόρον τῆς θείας
ἀληθείας καὶ σᾶς μετεδώσαμεν
τὰς πνευματικὰς δωρεὰς τοῦ Θεοῦ,
εἶναι μεγάλο καὶ παράδοξον πρᾶγμα,
ἐὰν καὶ ἡμεῖς θερίσωμεν
καὶ πάρωμεν πρὸς συντήρησίν μας μερικὰ
ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά σας;
|
11
Καὶ ἡμεῖς σπορεῖς πνευματικοὶ
καὶ καλλιεργηταὶ ὑπήρξαμεν μεταξύ σας. Ἐὰν
λοιπὸν ἡμεῖς ἐσπείραμεν εἰς
τὰς καρδίας σας τὸν πνευματικὸν σπόρον τῆς
ἀληθείας καὶ σᾶς μετεδώκαμεν πνευματικὰ
χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν
ἡμεῖς θερίσωμεν ὡς καρπὸν τῆς
πνευματικῆς μας αὐτῆς σπορᾶς τὰ
σωματικὰ ἀγαθά σας; |
12
Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν
μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς;
Ἀλλ' οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ
ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν,
ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ
εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
|
12
Ἐὰν ἄλλοι ἔχουν ἀπέναντί
σας αὐτὸ τὸ δικαίωμα, νὰ τρέφωνται
δηλαδὴ ἀπὸ σᾶς, δὲν πρέπει
πολὺ περισσότερον νὰ τὸ ἔχωμεν
ἡμεῖς; (Ποῖος ἀπὸ σᾶς
καὶ ποῖος λογικὸς ἄνθρωπος θὰ
πῇ ὄχι;). Καὶ ἐν τούτοις ἡμεῖς
δὲν ἐκάμαμεν χρῆσιν αὐτῶν
τῶν δικαιωμάτων μας, ἀλλ' ὑποφέρομεν
ἀντιθέτως τὰ πάντα καὶ πεῖναν
καὶ δίψαν καὶ γυμνότητα, διὰ
νὰ μὴ δώσωμεν οὐδὲ τὴν
παραμικροτέραν δυσκολίαν, οὔτε τὸ
παραμικρότερον ἐμπόδιον εἰς τὴν
ἀπρόσκοπον διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ. |
12
Καὶ ἐὰν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν
τὰ δικαιώματα, ποὺ τοὺς δίδει ὁ νόμος
εἰς σᾶς τοὺς μαθητευομένους, δὲν δικαιούμεθα
νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν
πολὺ περισσότερον ἡμεῖς; Ἀλλ’ ὅμως
δὲν ἐκάμαμεν χρῆσιν τῶν δικαιωμάτων
μας αὐτῶν. Ἀλλ’ ὑποφέρομεν κάθε εἶδος
στερήσεις, διὰ νὰ μὴ παρεμβάλωμεν οὐδὲ
τὸ παραμικρὸν ἐμπόδιον εἰς τὸ
κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
|
13
Οὐκ οἴδοτε ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ
ἐργοζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ
ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ
προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ
συμμερίζονται; |
13
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ
ὑπηρετοῦν εἰς τὸ ἱερὸν
καὶ ὑποβοηθοῦν εἰς τὴν λατρείαν,
ὅπως εἶναι οἱ Λευΐται, τρώγουν
καὶ τρέφονται ἀπὸ ἐκεῖνα,
ποῦ προσφέρονται ὡς θυσία εἰς
τὸν ναόν; Οἱ ἱερεῖς καὶ
οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων,
οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον ἐργάζονται
κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ
προσφέρουν τὰς θυσίας, δὲν μοιράζονται
μαζῆ μὲ τὸ θυσιαστήριον τὰς
θυσίας; |
13
Καὶ διὰ νὰ σᾶς φέρω διὰ τὸ
δικαίωμα μας αὐτὸ καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν
ἀπὸ τὴν Γραφήν, σᾶς ἐρωτῶ:
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ Λευΐται, ποὺ
ὑπηρετοῦν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ
ἱεροῦ, τρώγουν ἀπὸ τὰ προσφερόμενα
εἰς τὸν ναόν; Οἱ ἱερεῖς δὲ
καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ παραμένουν
κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, δὲν μοιράζονται
μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριον τὰς θυσίας,
ποὺ προσφέρονται εἰς αὐτό;
|
14
Οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς
τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλουσιν ἐκ
τοῦ εὐαγγελίου ζῆν.
|
14
Ἔτσι καὶ τώρα ὁ Κύριος ἔδωσεν
ἐντολὴν δι' ἐκείνους, ποὺ κηρύττουν
τὸ Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας νὰ
ζοῦν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον,
δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ
δέχονται τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
|
14
Καὶ γίνεται αὐτὸ κατὰ διαταγὴν
τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ τότε ὁ Θεός,
ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τώρα διέταξε δι’ ἐκείνους,
ποὺ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, νὰ ζοῦν
ἀπὸ τὰς συνδρομὰς ἐκείνων, ποὺ
ἀκούουν τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
|
15
Ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην
τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα
ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί·
καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν
ἢ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ.
|
15
Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔκαμα χρῆσιν
κανενὸς ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά.
Δὲν σᾶς τὰ ἔγραψα δὲ αὐτά,
διὰ νὰ γίνεται ἔτσι ἀπ' ἐδῶ
καὶ πέρα καὶ εἰς ἐμέ,
νὰ μοῦ προσφέρωνται δηλαδὴ ἀπὸ
σᾶς ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν
συντήρησίν μου. Διότι ἐγὼ προτιμῶ
νὰ πεθάνω μᾶλλον ἀπὸ τὴν
στέρησιν καὶ τὴν ταλαιπωρίαν ἐπάνω
εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ Εὐαγγελίου,
παρὰ νὰ κάμῃ κανεὶς κενὸν
καὶ ἄνευ περιεχομένου τὸ καύχημά
μου, τὸ ὅτι δηλαδὴ κηρύττω τὸ
εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ χωρὶς
νὰ ἐπιβαρύνω κανένα.
|
13
Ἑγὼ ὅμως δὲν ἔκαμα χρῆσιν
κανενὸς ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά.
Δὲν ἔγραψα δὲ αὐτὰ ποὺ
σᾶς γράφω, διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι
καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ νὰ
μοῦ δίδονται ἀπὸ σᾶς τὰ ἀναγκαῖα
διὰ τὴν συντήρησίν μου. Ὄχι· δὲν
σᾶς ζητῶ τίποτε. Διότι ἐγὼ προτιμῶ
νὰ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ κάμῃ
κανεὶς ἀδειανὸν καὶ χωρὶς βάσιν
ἐκείνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχῶμαι.
Καὶ τὸ καύχημά μου αὐτὸ εἶναι,
ὅτι κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, χωρὶς νὰ
ἐπιβαρύνω κανένα διὰ τὴν συντήρησίν μου.
|
16
Ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ
ἐστί μοι καύχημα· ἀνάγκη
γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ
δέ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι·
|
16
Μολονότι καὶ τὸ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον
δὲν μοῦ δίδει κανένα δικαίωμα
νὰ καυχῶμαι, διότι τὸ ἀποστολικὸν
ἔργον εἶναι δι' ἐμὲ ἀνάγκη
καὶ ὑποχρέωσις, μὲ τὴν ὁποίαν
ὁ Κύριος μὲ ἐτίμησε. Ἀλλοίμονόν
μου δὲ ἐὰν δὲν ἐκπληρώσω
αὐτὴν τὴν ἀποστολὴν καὶ
παύσω νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον.
|
16
Αὐτὸ δὲ εἶναι πραγματικὸν καύχημά
μου. Διότι, ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον,
τοῦτο δὲν μοῦ δίδει δικαίωμα νὰ καυχῶμαι.
Διότι τὸ κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη
καὶ ὑποχρέωσις εἰς ἐμέ, ἀφοῦ
ὁ Κύριος μὲ ἐκάλεσεν εἰς αὐτό.
Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐμέ, ἐὰν
ἀθέτων τὴν ὑποχρέωσίν μου αὐτὴν
δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον.
|
17
εἰ γὰρ ἐκὼν τοῦτο πράσσω
μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων,
οἰκονομίαν πεπίστευμαι. |
17
Διότι ἐὰν κάμνω αὐτὸ τὸ
ἔργον ἀπὸ ἰδικήν μου καλὴν
διάθεσιν καὶ πρωτοβουλίαν, χωρὶς νὰ
μοῦ ἔχῃ δοθῆ ἀπὸ κανένα
τέτοια ἐντολήν, τότε θὰ εἶχα
τὸ δικαίωμα νὰ ζητῶ μισθόν.
Ἐὰν ὅμως τὸ κάμνω ὄχι
ἀπὸ ἰδικήν μου πρωτοβουλίαν,
ἀλλ' ὡς ἐντολήν, τότε εἶμαι
ἕνας οἰκονόμος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὁ Κύριος ἔχει ἐμπιστευθῆ τὴν
διαχείρησιν αὐτῆς τῆς πνευματικῆς
ἐξουσίας. |
17
Διότι, ἐὰν ἔκανα τὸ κήρυγμα ἀπὸ
ἰδικήν μου θέλησιν καὶ πρωτοβουλίαν, χωρὶς
νὰ μοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένον ἀπὸ
τὴν διακονίαν, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ
Κύριος, τότε θὰ εἶχα δικαίωμα νὰ μοῦ
δοθῇ μισθός. Ἐὰν ὅμως τὸ κάνω
ὄχι ἀπὸ ἰδικήν μου πρωτοβουλίαν, ἀλλὰ
διότι μοῦ ἀνετέθη ἡ διακονία αὐτὴ
ἀπὸ τὸν Κύριον, τότε μοῦ ἔχει
ἐμπιστευθῆ ὁ Κύριος οἰκονομίαν καὶ
διαχείρισιν καὶ ὑπηρεσίαν, καὶ ἀλλοίμονόν
μου ἐὰν δὲν δειχθῶ πιστὸς δοῦλος
καὶ οἰκονόμος. |
18
Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός;
Ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον
θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,
εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ
μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
|
18
Ποῖος λοιπὸν εἶναι ὁ μισθός
μου καὶ ἡ καύχησίς μου εἰς τὴν
περίστασιν αὐτήν; Εἶναι αὐτός·
νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ καὶ ὡς ἀνεκτίμητον ἀξίαν
νὰ τὸ προσφέρω εἰς τοὺς ἀκροατάς
μου, χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβαρύνω
μὲ δαπάνας διὰ τὴν συντήρισίν
μου· καὶ ἔτσι νὰ μὴ κάμνω
καμμίαν ἀπολύτως χρῆσιν τοῦ
δικαιώματος, ποὺ μοῦ δίδει αὐτὸ
τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον. |
18
Ποῖον λοιπὸν ἔργον μένει εἰς ἐμέ,
διὰ νὰ μοῦ ἀνήκῃ δι’ αὐτὸ
μισθός, καὶ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι; Μοῦ
μένει τοῦτο· ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνον
μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς
πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν
ἀκρατῶν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,
χωρὶς νὰ ὑποβάλλω αὐτοὺς εἰς
δαπάνας καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴ
κάμω ὁλότελα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας,
ποὺ μοῦ παρέχει τὸ εὐαγγέλιον νὰ
τρέφωμαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
|
19
Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων
πᾶσιν ἐμευτὸν ἐδούλωσα, ἵνα
τοὺς πλείονας κερδήσω· |
19
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ δὲ
πρέπει νὰ σᾶς εἴπω ὅτι καὶ
ἄλλας θυσίας ἔχω κάμει. Διότι
ἂν καὶ ἤμουν ἐλεύθερος ἀπὸ
ὅλους, χωρὶς κανένα κύριον ἐπὶ
τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἐν τούτοις ἔκαμα
τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον εἰς ὅλους,
διὰ νὰ κερδήσω εἰς τὸν Χριστὸν
τοὺς περισσοτέρους. |
19
Ἀλλὰ καὶ ὅλα μου σχεδὸν τὰ
δικαιώματα τὰ ἐθυσίασα χάριν τοῦ εὐαγγελίου.
Διότι, καίτοι ἤμην ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλους,
καὶ δὲν ἤμην ὑφιστάμενος εἰς
κανένα ἄνθρωπον, ἐν τούτοις εἰς ὅλους
ὑπεδούλωσα τὸν ἑαυτόν μου θεληματικῶς,
διὰ νὰ κερδήσω τοὺς περισσοτέρους·
|
20
καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις
ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους
κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον
ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς
ὑπὸ νόμον κερδήσω·
|
20
Καὶ ἔγινα μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων
σὰν Ἰουδαῖος, διὰ νὰ κερδήσω
Ἰουδαίους· εἰς ἐκείνους
ποὺ εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν
ἐξουσίαν τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου
ἔγινα σὰν νὰ ἤμουν καὶ ἐγὼ
ὑπὸ Νόμον, διὰ νὰ κερδήσω
τοὺς ὑπὸ Νόμον.
|
20
καὶ ἔγινα εἰς τοὺς Ἰουδαίους
σὰν Ἰουδαῖος, διὰ νὰ κερδήσω
Ἰουδαίους· εἰς ἐκείνους ποὺ εὑρίσκονται
κάτω ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ἔγινα
σὰν νὰ ἤμην καὶ ἐγὼ ὑπὸ
νόμον, διὰ νὰ κερδήσω τοὺς ὑπὸ
νόμον. |
21
τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ
ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ' ἔννομος Χριστῷ,
ἵνα κερδήσω ἀνόμους·
|
21
Εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ποὺ δὲν
εἶχαν τὸν μωσαϊκὸν Νόμον, ἔγινα
σὰν ἄνομος χωρὶς φυσικὰ ποτὲ
νὰ παραβῶ νόμον Θεοῦ, ἀλλὰ
ζῶν σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ
Χριστοῦ, διὰ νὰ κερδήσω τοὺς
ἀνόμους. |
21
Εἰς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν εἶχαν
ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι νόμον, διὰ
νὰ κερδήσω αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν
νόμον, ἔγινα σὰν ἄνομος μολονότι δὲν
διέπραξα καμμίαν ἀνομίαν ἐνώπιν τοῦ Θεοῦ,
ἀλλὰ ζῶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον
ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. |
22
ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς
ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς
κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ
πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. |
22
Εἰς τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ τὴν
πίστιν καὶ τὴν ἀρετὴν Χριστιανοὺς
ἔγινα κι' ἐγὼ σὰν ἀσθενής,
διὰ νὰ κερδήσω εἰς Χριστὸν τοὺς
ἀσθενεῖς. Εἰς ὅλους ἔγινα τὰ
πάντα, χωρὶς βέβαια νὰ παραβῶ
ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διὰ
νὰ σώσω μὲ κάθε τίμημα καὶ
θυσίαν ἔστω καὶ μερικούς. |
22
Ἔγινα εἰς τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ
τὴν πίστιν καὶ τὴν γνῶσιν Χριστιανοὺς
σὰν ἀσθενής, διὰ νὰ κερδήσω εἰς
Χριστὸν τοὺς ἀσθενεῖς. Εἰς ὅλους
ἔχω γίνει τὰ πάντα καὶ συγκατέβην πρὸς
ὅλους τοὺς χαρακτῆρας, ὥστε μὲ
κάθε τρόπον ἀνένοχον νὰ σώσω μερικούς.
|
23
Αὐτὸ δὲ τὸ πράττω διὰ
τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, διὰ
νὰ γίνω καὶ ἐγὼ μαζῆ μὲ
τοὺς ἄλλους πιστοὺς συμμέτοχος εἰς
τὴν χάριν καὶ τὰς δωρεάς, ποὺ
παρέχει. |
23
Αὐτὸ δὲ τὸ πράττω διὰ
τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, διὰ
νὰ γίνω καὶ ἐγὼ μαζῆ μὲ
τοὺς ἄλλους πιστοὺς συμμέτοχος εἰς
τὴν χάριν καὶ τὰς δωρεάς, ποὺ
παρέχει. |
23
Πράττω δὲ τοῦτο χάριν τοῦ Εὐαγγελίου,
διὰ νὰ γίνω μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους
πιστοὺς σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς
πολλοὺς καὶ ἑγὼ συμμέτοχος εἰς
τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα τοῦτο
ὑπόσχεται. |
24
Δὲν γνωρίζετε τί συμβαίνει μὲ
αὐτοὺς ποὺ τρέχουν εἰς τὸ
στάδιον; Ὅτι δηλαδὴ ὅλοι τρέχουν,
ἔνας ὅμως παίρνει τὸ βραβεῖον;
Ἔτσι καὶ σεῖς, νὰ τρέχετε μὲ
ἐνθουσιασμὸν καὶ ἐπιμονὴν τὸν
δρόμον τῆς ἀρετῆς, διὰ νὰ
κερδήσετε ὅλοι, καὶ ὄχι ἔνας
μόνον, τὸ βραβεῖον. |
24
Δὲν γνωρίζετε τί συμβαίνει μὲ
αὐτοὺς ποὺ τρέχουν εἰς τὸ
στάδιον; Ὅτι δηλαδὴ ὅλοι τρέχουν,
ἔνας ὅμως παίρνει τὸ βραβεῖον;
Ἔτσι καὶ σεῖς, νὰ τρέχετε μὲ
ἐνθουσιασμὸν καὶ ἐπιμονὴν τὸν
δρόμον τῆς ἀρετῆς, διὰ νὰ
κερδήσετε ὅλοι, καὶ ὄχι ἔνας
μόνον, τὸ βραβεῖον. |
24
Εἰς στάδιον ἀγώνων πνευματικῶν εὑρισκόμεθα.
Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ
μέσα εἰς στάδιον λαμβάνουν μέρος εἰς τὸ
ἀγώνισμα τοῦ δρόμου, ὅλοι μὲν τρέχουν,
ἕνας δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; Νὰ
τρέχετε λοιπὸν καὶ σεῖς καὶ νὰ
ἀγωνίζεσθε ἔτσι προσεκτικὰ καὶ ἀκούραστα,
διὰ νὰ κερδήσετε τὸ βραβεῖον.
|
25
Ἔχετε δὲ βέβαια ὑπ' ὄψιν σας,
ὅτι κάθε ἀθλητὴς ἐγκρατεύεται
ἀπὸ ὅλα, φαγητά, ποτά, κ.λ.π.
ἐκεῖνοι μὲν διὰ νὰ πάρουν
ἔναν φθαρτὸν στέφανον, ἡμεῖς
δὲ διὰ νὰ πάρωμεν ἀπὸ
τὸν Θεὸν τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
|
25
Ἔχετε δὲ βέβαια ὑπ' ὄψιν σας,
ὅτι κάθε ἀθλητὴς ἐγκρατεύεται
ἀπὸ ὅλα, φαγητά, ποτά, κ.λ.π.
ἐκεῖνοι μὲν διὰ νὰ πάρουν
ἔναν φθαρτὸν στέφανον, ἡμεῖς
δὲ διὰ νὰ πάρωμεν ἀπὸ
τὸν Θεὸν τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
|
25
Καθένας δὲ ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται
εἰς ὅλα, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν
τροφὴν καὶ εἰς τὸ ποτόν. Καὶ
ἐκεῖνοι μὲν ἀγωνίζονται καὶ
ἐγκρατεύονται διὰ νὰ λάβουν στέφανον, ποὺ
φθείρεται, ἠμεῖς ὅμως ἀγωνιζόμεθα
δι' ἄφθαρτον στέφανον. |
26
Ἐγώ, λοιπόν, ἔτσι τρέχω καὶ
ἀγωνίζομαι, ὄχι εἰς τὴν τύχην
καὶ χωρὶς σκοπόν, ἀλλὰ μὲ
συγκεκριμένον σκοπόν. Ἔτσι πυγμαχῶ
πρὸς κάτι ὡρισμένον καὶ ὄχι
σὰν νὰ γρονθοκοπῶ ἀέρα.
|
26
Ἐγώ, λοιπόν, ἔτσι τρέχω καὶ
ἀγωνίζομαι, ὄχι εἰς τὴν τύχην
καὶ χωρὶς σκοπόν, ἀλλὰ μὲ
συγκεκριμένον σκοπόν. Ἔτσι πυγμαχῶ
πρὸς κάτι ὡρισμένον καὶ ὄχι
σὰν νὰ γρονθοκοπῶ ἀέρα.
|
26
Μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά μου.Ἐγὼ λοιπὸν
τρέχω ἔτσι, ὥστε ξεύρω καλὰ τί ζητῶ,
διὰ ποῖον σκοπὸν ἀγωνίζομαι καὶ
μὲ ποῖον τρόπον θὰ τὸν ἐπιτύχω.
Δὲν παρουσιάζομαι σὰν νὰ πυγμαχῶ γρονθοκοπῶν
τὸν ἀέρα καὶ ἀγωνιζόμενος στὰ
κούφια. |
27
Ἄλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ
τὸ ὑποβάλλω εἰς σκληρὰν πειθαρχίαν
καὶ δουλείαν μήπως τυχὸν ἐνῷ
θὰ ἔχω κηρύξει καὶ καλέσει ἄλλους
εἰς σωτηρίαν, ἐγὼ ἀποδοκιμασθῶ
ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
27
Ἄλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ
τὸ ὑποβάλλω εἰς σκληρὰν πειθαρχίαν
καὶ δουλείαν μήπως τυχὸν ἐνῷ
θὰ ἔχω κηρύξει καὶ καλέσει ἄλλους
εἰς σωτηρίαν, ἐγὼ ἀποδοκιμασθῶ
ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
27
Ἄλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ
τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον, διὰ νὰ
μὴ ἀποδοκιμασθῶ καὶ ἀποδειχθῶ
ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος,
ποὺ ἐκήρυξα εἰς ἄλλους καὶ μὲ
τὴν ἰδικήν μου προτροπὴν καὶ διδασκαλίαν
ἔλαβαν αὐτοὶ τὸ βραβεῖον.
|