Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιμηταί
μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ.
|
ίνεσθε
μιμηταί μου, ὅπως καὶ ἐγὼ ἔγινα
καὶ εἶμαι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ.
|
ίνεσθε
μιμηταί μου, καθὼς καὶ ἑγὼ ἔγινα
μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. |
2
Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί,
ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς
παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις
κατέχετε. |
2
Σᾶς ἐπαινῶ δέ, ἀδελφοί,
διότι πράγματι εἰς ὅλα μὲ ἐνθυμεῖσθε
καὶ κρατεῖτε στερεὰ τὰς διδασκαλίας,
τὰς ὁποίας σᾶς ἔχω παραδώσει
προφορικῶς. |
2
Ἔρχομαι τώρα νὰ σᾶς γράψω καὶ διὰ
μερικὰς ἀταξίας, ποὺ συμβαίνουν εἰς
τὰς συνάξεις σᾶς. Πρωτίστως σᾶς ἐπαινῶ,
ἀδελφοί, διότι εἰς ὅλα μὲ ἐνθυμεῖσθε
καὶ κρατεῖτε στερεὰ καὶ ἐπακριβῶς
τὰς διδασκαλίας ὅπως σᾶς τὰς παρέδωκα
προφορικῶς. |
3
Θέλω δὲ ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι
παντὸς ἀνδρὸς ἡ κεφαλὴ ὁ
Χριστός ἐστι, κεφαλὴ δὲ γυναικὸς
ὁ ἀνήρ, κεφαλὴ δὲ Χριστοῦ
ὁ Θεός. |
3
Θέλω δὲ ἀκόμη νὰ γνωρίζετε
ὅτι κάθε Χριστιανοῦ ἀνδρὸς ἡ
κεφαλή, ποὺ τὸν διευθύνει καὶ
τὸν κυβερνᾷ πρὸς τὸ καλόν, εἶναι
ὁ Χριστός. Κεφαλὴ δὲ τῆς γυναικὸς
εἶναι ὁ σύζυγος της. Κεφαλὴ δὲ
τοῦ ένανθρωπήσαντος Χριστοῦ εἶναι
ὁ Θεός. |
3
Θέλω ὅμως νὰ γνωρίζετε, ὅτι καθενὸς
Χριστιανοῦ ἀνδρὸς διευθύνουσα καὶ
ἄρχουσα κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός· κεφαλὴ
δὲ τῆς γυναικὸς εἶναι ὁ ἄνδρας
της· κεφαλὴ δὲ τοῦ Χριστοῦ εἶναι
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι Πατήρ
του καὶ ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας
ἀνάρχως τὸν ἐγέννησε.
|
4
Πᾶς ἀνὴρ προσευχόμενος ἢ προφητεύων
κατὰ κεφαλῆς ἔχων καταισχύνει τὴν
κεφαλὴν αὐτοῦ.
|
4
Κάθε ἄνδρας, ποὺ προσεύχεται ἢ
φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
προλέγει, φανερώνει καὶ διδάσκει τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔχῃ
κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλήν, κατεντροπιάζει
τὴν κεφαλήν του, διότι τὸ κάλυμμα
εἶναι σύμβολον ὑποτελείας καὶ
κατάλοιπον ἰουδαϊκῶν καταργηθέντων
πλέον τύπων. |
4
Κάθε ἄνδρας εἴτε ἔγγαμος εἴτε ἄγαμος,
ποὺ προσεύχεται εἰς τὴν κοινὴν λατρείαν
σας ἢ ὡς προφήτης φωτισμένος ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα φανερώνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ὅταν ἔχῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
του κάλυμμα, τὸ ὁποῖον εἶναι σύμβολον
ὑποτελείας, κατεντροπιάζει τὴν κεφαλήν του, διότι
ἔρχεται νὰ λατρεύσῃ ἢ νὰ ὑπηρετήσῃ
τὸν Χριστόν, ἀρνούμενος μὲ τὸ κάλυμμα
τῆς ὑποτελείας, ποὺ φορεῖ, τὸ
ἀξίωμα καὶ τὴν κυριαρχίαν, τὴν ὁποίαν
τοῦ ἔδωκεν ὁ Χριστός.
|
5
Πᾶσα δὲ γυνὴ προσευχομένη ἢ
προφητεύουσα ἀκατακαλύπτῳ τῇ
κεφαλῇ καταισχύνει τὴν κεφαλὴν ἑαυτῆς·
ἓν γάρ ἐστι καὶ τὸ αὐτὸ
τῇ ἐξυρημένῃ.
|
5
Κάθε δὲ γυναίκα, ἡ ὁποία ἐξ
ἀντιθέτου, ὅταν προσεύχεται ἢ
ὅταν φανερώνῃ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ ἔχει ἀκάλυπτον τὴν κεφαλήν,
κατεντροπιάζει τὴν κεφαλήν της, διότι παρουσιάζεται
ὅτι στασιάζει κατὰ τοῦ ἀνδρός,
διεκδικεῖ ἐξουσίαν ἀνδρὸς καὶ
ὅτι ἐπὶ πλέον εἶναι ἄσεμνος.
Διότι καταπίπτει εἰς τὴν ἰδίαν
ἄκοσμον κατάστασιν μὲ τὴν γυναῖκα
ἐκείνην, ἡ ὁποία ἔχει
ξυρίσει τὴν καφαλήν της. |
5
Κάθε γυναῖκα δέ, ἡ ὁποία προσεύχεται ἢ
προφητεύει χωρὶς κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλήν,
καὶ ζητεῖ ἔτσι νὰ ἀνδροφέρνῃ,
κατεντροπιάζει τὴν ἰδίαν της κεφαλήν, δηλαδὴ
τὸν ἄνδρα της, ἐπειδὴ ἁρπάζει
τὸ ἀξίωμά του καὶ διεκδικεῖ ἀπὸ
αὐτὸν τὴν ὑπεροχήν. Ἡ γυναῖκα
αὐτὴ παρουσιάζει τὴν αὐτὴν ἀκοσμίαν
καὶ ἀνυποταξίαν, τὴν ὁποίαν καὶ
ἐκείνη, ποὺ ἐξύρισε τὴν κεφαλήν της.
|
6
Εἰ γὰρ οὐ κατακαλύπτεται γυνή,
καὶ κειράσθω· εἰ δὲ αἰσχὸν
γυναικὶ τὸ κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι,
κατακαλυπτέσθω. |
6
Διότι ἐὰν δὲν ἔχῃ ἕνα
σεμνὸν κάλυμμα εἰς τὴν κεφαλὴν
ἡ γυναῖκα, ἂς κουρεύεται τότε
ὅπως καὶ ὁ ἄνδρας. Ἐὰν
δὲ εἶναι ἀπρεπὲς καὶ ἀηδὲς
εἰς τὴν γυναῖκα τὸ νὰ κουρεύεται,
ἢ τὸ νὰ ξυρίζεται, τότε ἂς
καλύπτεται καλά. |
6
Διότι, ἐὰν δὲν εἶναι σεμνὰ καλυμμένη
μιὰ γυναῖκα, ἂς κουρεύῃ λοιπὸν
καὶ τὰ μαλλιά της, ὅπως τὰ κουρεύει
ὁ ἄνδρας. Ἐὰν δὲ εἶναι
ἄσχημον καὶ ἀπρεπὲς εἰς τὴν
γυναῖκα τὸ νὰ κουρεύῃ ἢ νὰ
ξυρίζῃ τὰ μαλλιά της, ἂς καλύπτεται καλά.
Καὶ ἂς μὴ θέλῃ νὰ μιμῆται
τὸν ἄνδρα. |
7
Ἀνὴρ μὲν γὰρ οὐκ ὀφείλει
κατακαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν, εἰκὼν
καὶ δόξα Θεοῦ ὑπάρχων·
γυνὴ δὲ δόξα ἀνδρός ἐστιν.
|
7
Διότι ὁ μὲν ἄνδρας δὲν πρέπει
νὰ καλύπτῃ τὴν κεφαλήν, ἐπειδὴ
εἶναι εἰκὼν καὶ καθρέπτης τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπλάσθη
ἀπ' ἀρχῆς. Ἡ δὲ γυναίκα, μόνη
βοηθὸς αὐτὴ καὶ ἀνταξία
τοῦ ἀνδρὸς ἀπὸ ὅλα τὰ
ἄλλα δημιουργήματα, εἶναι δόξα τοῦ
ἀνδρός. |
7
Διότι ὁ μὲν ἄνδρας δὲν πρέπει νὰ
κατακαλύπτῃ τὴν κεφαλήν του, Ἐπειδὴ
ἐπλάσθη ἐξ ἀρχῆς ὡς ὁ
κύριος ἐκπρόσωπος τῆς κυριαρχίας τοῦ Θεοῦ
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶναι
διὰ τοῦτο περισσότερον ἀπὸ τὴν
γυναῖκα εἴκων καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γυναῖκα δὲ ὡς τὸ ἑξαιρετικώτερον
ἀπὸ τὰ ἄλλα κτίσματα, ποὺ ἔχει
ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του ὁ ἄνδρας,
εἶναι δόξα τοῦ ἀνδρός.
|
8
Οὐ γάρ ἐστιν ἀνὴρ ἐκ γυναικός,
ἀλλὰ γυνὴ ἐξ ἀνδρός·
|
8
Εἶναι ἄλλωστε ἀνώτερος ὁ ἄνδρας
ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ὅπως φαίνεται
καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι δὲν
ἔγινε ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴν
γυναῖκα, ἀλλὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ
τὸν ἄνδρα. |
8
Πράγματι δὲ ὁ ἄνδρας εἶναι ὑπεροχώτερος
ἀπὸ τὴν γυναῖκα, διότι δὲν ἔγινεν
ὁ ἄνδρας ἀπὸ τὴν γυναῖκα,
ἀλλ’ ἡ γυναῖκα ἔγινεν ἀπὸ
τὸν ἄνδρα. |
9
καὶ γὰρ οὐκ ἐκτίσθη ἀνὴρ
διὰ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ γυνὴ
διὰ τὸν ἄνδρα |
9
Καὶ διότι ἐπὶ πλέον δὲν
ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ
ἄνδρας διὰ νὰ βοηθῇ τὴν γυναῖκα
καὶ νὰ ὑποτάσσεται εἰς αὐτήν,
ἀλλ' ἡ γυναίκα ἐπλάσθη, διὰ
νὰ ὑπηρετῇ τὸν ἄνδρα καὶ
νὰ φέρεται μὲ σεβασμὸν καὶ ὑποταγὴν
εἰς αὐτόν. |
9
Καὶ ἐπὶ πλέον δὲν ἐκτίσθη ὁ
ἄνδρας διὰ νὰ βοηθῇ τὴν γυναῖκα,
ἀλλ’ ἡ γυναῖκα ἐπλάσθη πρὸς
χάριν καὶ βοήθειαν τοῦ ἀνδρός.
|
10
Διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ
ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς
κεφαλῆς διὰ τοὺς ἀγγέλους.
|
10
Δι' αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ
Χριστὸς εἶναι κεφαλὴ τοῦ ἀνδρός,
ὁ δὲ ἄνδρας εἶναι κεφαλὴ τῆς
γυναικός, ὀφείλει ἡ γυναίκα
νὰ ἔχῃ ἐπὶ τῆς κεγαλῆς
της, ὡς σύμβολον τῆς ὑποταγῆς
της εἰς τὸν ἄνδραν, τὸ κάλυμμα,
τουλάχιστον καὶ διὰ λόγους ἐντροπῆς
πρὸς τοὺς ἀγγέλους (οἱ ὁποῖοι
εἶναι ἀοράτως παρόντες μεταξὺ
μας καὶ οἱ ὁποῖοι ὅταν παρίστανται
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καλύπτουν ἀπὸ
σεβασμὸν τὰ πρόσωπα αὐτῶν).
|
10
Διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυναῖκα
ἀπὸ συστολὴν καὶ ἐντροπὴν
πρὸς τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ἀοράτως
εἶναι παρόντες, νὰ ἔχῃ ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς της κάλυμμα, τὸ ὁποῖον
εἶναι σύμβολον τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἔχει
ἐπ’ αὐτῆς ὁ ἄνδρας.
|
11
Πλὴν οὔτε ἀνὴρ χωρὶς γυναικὸς
οὔτε γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς ἐν
Κυρίῳ· |
11
᾿Αλλὰ μὴ λησμονεῖτε, ὅτι οὔτε
ὁ ἄνδρας, μετὰ τὴν δημιουργίαν,
γεννᾶται χωρὶς τὴν γυναῖκα, οὔτε
ἡ γυναῖκα χωρὶς τὸν ἄνδρα, σύμφωνα
ἄλλωστε καὶ μὲ τοὺς νόμους ποὺ
ἔχει θέσει ὁ Κύριος.
|
11
Πλὴν ὅμως μὴ νομίσετε, ὅτι ἡ
ἐξουσία αὐτὴ τοῦ ἀνδρὸς
εἶναι ἀπεριόριστος. Διότι μετὰ τὴν
δημιουργίαν τῶν πρωτοπλάστων, οὔτε ἄνδρας
γεννᾶται χωρὶς γυναῖκα, οὔτε γυναῖκα
χωρὶς ἄνδρα, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους,
ποὺ ὥρισεν ὁ Κύριος. |
12
ὥσπερ γὰρ ἡ γυνὴ ἐκ τοῦ
ἀνδρός, οὕτω καὶ ἀνὴρ
διὰ τῆς γυναικός, τὰ δὲ πάντα
ἐκ τοῦ Θεοῦ. |
12
Διότι ὅπως ἡ γυναῖκα προῆλθεν
ἀπὸ τὸ ἄνδρα, πλασθεῖσα ἀπὸ
τὴν πλευρὰν του, ἔτσι ἔκτοτε καὶ
ὁ ἄνδρας γεννᾶται διὰ μέσου
τῆς γυναικός. Τὰ πάντα δὲ προέρχονται
ἀπ' ἀρχὴς καὶ μέχρι τέλους
ἀπὸ τὸν Θεόν. |
12
Διότι καθὼς ἡ γυναῖκα προῆλθεν ἀπὸ
τὸν ἄνδρα, ἔτσι ἀπὸ τότε καὶ
ὁ ἄνδρας γεννᾶται διὰ μέσου τῆς
γυναικός, ὅλα δὲ τὰ κτίσματα καὶ μαζὶ
μὲ αὐτὰ καὶ ὁ ἄνδρας,
ἔχουν τὴν ἀρχήν των καὶ τὴν
ὕπαρξίν των ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
13
Ἐν ὑμῖν αὐτοῖς κρίνατε·
πρέπον ἐστὶ γυναῖκα ἀκατακάλυπτον
τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι;
|
13
Κάμετε, λοιπόν, σεῖς οἱ ἴδιοι
δικαίαν κρίσιν· εἶναι σεμνὸν
καὶ πρέπον νὰ προσεύχεται ἡ
γυναῖκα πρὸς τὸν Θεὸν μὰ ἀκάλυπτον
τὴν κεφαλὴν της; |
13
Ἂς κάμῃ μόνος του καθένας ἀπὸ σᾶς
ὀρθὴν καὶ δικαίαν κρίσιν. Εἶναι πρέπον
γυναῖκα νὰ προσεύχεται εἰς τὸν Θεόν,
χωρὶς νὰ φέρῃ κάλυμμα ἐπὶ τῆς
κεφαλῆς; |
14
Ἢ οὐδὲ αὐτὴ ἡ φύσις
διδάσκει ὑμᾶς ὅτι ἀνὴρ
μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ
ἐστι, |
14
῍Η μήπως καὶ αὐτῇ ἡ φύσις
δὲν σᾶς διδάσκει ὅτι, ἐὰν
ὁ ἄνδρας τρέφῃ καὶ περιποιῆται
κατὰ τρόπον θηλυπρεπῆ μακρὰν κόμην,
εἶναι ἐξευτελισμὸς καὶ ἐμτροπὴ
δι' αὐτόν; |
14
Ἢ μήπως καὶ αὐτὴ ἡ φύσις, ἡ
ὁποία δίδει τὰ μακρυὰ καὶ πολλὰ
μαλλιὰ περισσότερον εἰς τὴν γυναῖκα,
δὲν σᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄνδρας
μέν, ἐὰν τρέφῃ μαλλιὰ σὰν τὴν
γυναῖκα, εἶναι τοῦτο ἐντροπὴ
δι’ αὐτόν· |
15
γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα
αὐτῇ ἐστιν; Ὅτι ἡ κόμη
ἀντὶ περιβολαίου δέδοται αὐτῇ.
|
15
῾Η δὲ γυναῖκα ἐξ ἀντιθέτου
ἐὰν τρέφῃ μακρυὰ μαλλιά,
εἶναι τοῦτο τιμὴ καὶ στόλισμά
της, ἀφοῦ καὶ ἡ ἰδία ἡ
φύσις τῆς ἔχει δώσει μιὰ τέτοις
δυνατότητα; Διότι ἡ κόμη τῆς
ἔχει δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν
ὡς ἕνα εἰδὸς σεμνῆς περιβολῆς.
|
15
ἡ γυναῖκα δέ, ἐὰν τρέφῃ μαλλιά,
εἶναι τοῦτο εἰς αὐτὴν στολισμός;
Διότι τὰ μακρυὰ μαλλιὰ τῆς ἔχουν
δοθῆ σὰν ἕνα φυσικὸν πέπλον.
|
16
Εἰ δέ τις δοκεῖ φιλόνεικος εἶναι,
ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν οὐκ
ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι
τοῦ Θεοῦ. |
16
᾿Εὰν δὲ κανεὶς ἔχῃ διάφορον
γνώμην καὶ θέλῃ νὰ φιλονεικῇ
ἐπάνω εἰς αὐτά ποὺ εἶπα,
ἂς μάθῃ ὅτι ἡμεῖς δὲν
ἔχομεν τέτοια συνήθεια, νὰ εἶναι
δηλαδὴ αἱ γυναῖκες κατὰ τὴν
θείαν λατρείαν μὲ τὴν κεφαλὴν
ἀκάλυπτον, οὔτε δὲ καὶ αἱ
ἄλλαι ᾿Εκκλησίαι τοῦ Θεοῦ.
|
16
Ἐὰν ὅμως ὕστερα ἀπὸ ὅσα
εἴπαμεν, νομίζῃ κανεὶς καὶ φαντάζεται,
πῶς ἠμπορεῖ νὰ δημιουργῇ ζητήματα
καὶ νὰ γίνεται φιλόνεικος, ἂς γνωρίζῃ
οὗτος, ὅτι ἡμεῖς δὲν ἔχομεν
τέτοιαν συνήθειαν, νὰ εἶναι δηλαδὴ κατὰ
τὰς ὥρας τῆς λατρείας χωρὶς κάλυμμα
ἡ γυναῖκα. Ἀλλ’ οὔτε καὶ αἱ
Ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοιαν συνήθειαν.
Ἔρχομαι τώρα εἰς ἄλλην ἀταξίαν σας.
|
17
Τοῦτο δὲ παραγγέλλων οὐκ ἐπαινῶ,
ὅτι οὐκ εἰς τὸ κρεῖττον, ἀλλ'
εἰς τὸ ἧττον συνέρχεσθε.
|
17
Καὶ τώρα θὰ σᾶς δώσω μίαν
παραγγελίαν, ἡ ὁποία κάθε ἄλλο
παρὰ πρὸς ἔπαινον σας εἶναι. Διότι
συγκεντρώνεσθε κατὰ τὰς ὥρας τῆς
λατρείας, ὄχι διὰ νὰ οἰκοδομῆτε
ὁ ἔνας τὸν ἄλλον εἰς τὸ
καλύτερον, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐξωθῆτε
καὶ ἐξωθῆσθε εἰς τὸ κατώτερον.
|
17
Ἡ παραγγελία δὲ αὐτή, ποὺ πρόκειται
νὰ σᾶς κάμω, δὲν εἶναι πρὸς
ἔπαινόν σας. Διότι συναθροίζεσθε ὄχι διὰ
τὸ καλύτερον, διὰ νὰ ὠφελῆτε
δηλαδὴ καὶ οἰκοδομῆτε ὁ ἕνας
τὸν ἄλλον, ἀλλὰ συναθροίζεσθε διὰ
τὸ χειρότερον, δηλαδὴ διὰ νὰ βλάπτεσθε
πνευματικῶς. |
18
Πρῶτον μὲν γὰρ συνερχομένων ὑμῶν
ἐν ἐκκλησίᾳ ἀκούω σχίσματα
ἐν ὑμῖν ὑπάρχειν καὶ μέρος
τι πιστεύω· |
18
Διότι πρῶτον μὲν ἀκούω, ὅτι
ὅταν συναθροίζεσθε εἰς συγκέντρωσιν
προσευχῆς καὶ λατρείας, ὑπάρχουν
μεταξὺ σας μερίδες καὶ κόμματα·
καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτά
ποὺ ἀκούω, τὰ πιστεύω,
|
18
Διότι πρῶτον μέν, ὅταν συναθροίζεσθε εἰς
σύναξιν ἐκκλησιαστικήν, ἀκούω ὅτι μεταξύ
σας ὑπάρχουν διαιρέσεις φατριαστικοί, καὶ ἕνα
μέρος ἀπὸ ὅσα ἀκούω, τὸ πιστεύω.
|
19
δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν
ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι
φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν.
|
19
διότι εἶναι ἑπόμενον, ἕνεκα
τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας, νὰ
ἀναπηδοῦν μεταξὺ σας γνῶμες διάφορες
καὶ προτιμήσεις καὶ διαιρέσεις, διὰ
νὰ γίνουν ἔτσι φανεροὶ οἱ ἐκλεκτοὶ
μεταξὺ σας. |
19
Τὸ πιστεύω δέ, διότι εἶναι φυσικὸν νὰ
ὑπάρχουν μεταξύ σας καὶ διαιρέσεις. Εἶσθε
ἄνθρωποι μὲ ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίας
καὶ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ ἐκδηλώνωνται
αἱ ἀδυναμίαι σας αὐταί, διὰ νὰ
γίνουν φανεροὶ μεταξύ σας ἐκεῖνοι, ποὺ
ἔχουν δοκιμασμένην ἀγάπην, καὶ δὲν
παρασύρονται εἰς φατριασμούς, ἀπὸ τὸ
παράδειγμά τους δὲ νὰ διδαχθοῦν καὶ
οἰ ἄλλοι. |
20
Συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπὶ
τὸ αὐτὸ οὐκ ἐστὶ κυριακὸν
δεῖπνον φαγεῖν·
|
20
῞Οταν, λοιπόν, ἔτσι συγκεντρώνεσθε
εἰς τὸν αὐτὸν τόπον τῆς
λατρείας καὶ ἔχετε αὐτὰς τὰς
διαιρέσεις, δὲν εἶναι δυνατὸν φυσικὰ
νὰ φάγετε πρὸς οἰκοδομὴν σας
τὸν δεῖπνον, ποὺ ὁ Κύριος συνέστησε.
|
20
Ὅταν συναθροίζεσθε εἰς τὸν αὐτὸν
τόπον τῆς λατρείας μὲ τὰς διαιρέσεις σας
αὐτάς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
φάγετε ἀκατακρίτως καὶ πρὸς ὠφέλειάν
σας τὸ δεῖπνον, ποὺ ὁ Κύριος συνέστησε.
Τρώγετε δὲ βέβαια δεῖπνον καὶ τώρα, ἀλλ’
αὐτὸ εἶναι βεβήλωσις τοῦ ἱεροῦ
δείπνου, ποὺ μᾶς παρέδωκεν ὁ Κύριος.
|
21
ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον δεῖπνον
προσλαμβάνει ἐν τῷ φαγεῖν, καὶ
ὃς μὲν πεινᾷ, ὃς δὲ μεθύει.
|
21
Διότι ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς
σπεύδει καὶ παίρνει τὸ φάγητον
του καὶ τρώγει τὸ ἰδικὸν του
δεῖπνον μόνος του, χωρὶς νὰ περιμένῃ
τοὺς ἄλλους. Καὶ ἔτσι συμβαίνει
ὁ μὲν ἔνας ποὺ εἶναι πτωχὸς
νὰ πεινᾷ, ὁ δὲ ἄλλος ποὺ
εἶναι πλούσιος νὰ μεθᾷ. (Καὶ
ταῦτα κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου
τῆς ἀγάπης. Ποῦ εἶναι, λοιπόν,
ἡ ἀγάπη σας;). |
21
Διότι καθένας σας, χωρὶς νὰ περιμένῃ τοὺς
ἄλλους, καὶ μάλιστα τοὺς πτωχοὺς ἐκ
τῶν ἀδελφῶν, προλαμβάνει αὐτοὺς
εἰς τὸ φαγητὸν καὶ τρώγει μόνος του
καὶ χωρὶς αὐτοὺς τὸ ἰδικόν
του δεῖπνον. Καὶ ἔτσι συμβαίνει ἄλλος
μὲν πτωχότερος νὰ πεινᾷ, ἄλλος δὲ
πλουσιώτερος νὰ μεθᾷ. |
22
Μὴ γὰρ οἰκίας οὐκ ἔχετε
εἰς τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν;
Ἢ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ
καταφρονεῖτε, καὶ καταισχύνετε τοὺς
μὴ ἔχοντας; Τί ὑμῖν εἴπω;
Ἐπαινέσω ὑμᾶς ἐν τούτῳ;
Οὐκ ἐπαινῶ. |
22
Διότι μήπως δὲν ἔχετε ἐπιτέλους
σπίτια νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε;
῍Η περιφρονεῖτε τοὺς πιστούς, ποὺ
ἀποτελοῦν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ
Θεοῦ καὶ προσβάλλετε ἐκείνους
ποῦ δὲν ἔχουν; Τί νὰ σᾶς
πῶ; Νὰ σᾶς ἐπαινέσω δι' αὐτό;
Κάθε ἄλλο παρὰ ἔπαινον σᾶς ἀποδίδω.
|
22
Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ γίνεται αὐτό,
οὔτε ὑπάρχει δικαιολογία δι’ αὐτό. Διότι,
μήπως δὲν ἔχετε σπίτια διὰ νὰ τρώγετε
καὶ νὰ πίνετε; Ἢ καταφρονεῖτε τὴν
σύναξιν τῶν πιστῶν, ποὺ ἀποτελεῖ
τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ
καταντροπιάζετε ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔχουν;
Τί νὰ σᾶς εἴπω; Νὰ σᾶς ἐπαινέσω
δι’ αὐτό; Δὲν σᾶς ἐπαινῶ.
|
23
Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ
τοῦ Κυρίου ὃ καὶ παρέδωκα ὑμῖν,
ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν
τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν
ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε
καὶ εἶπε· |
23
῎Επειτα δὲ ὡς πρὸς τὸ Δεῖπνον
τοῦ Κυρίου, ὡς πρὸς τὸ μυστήριον
τῆς Θεὶας Εὐχαριστίας, ἔχω πάλιν
νὰ σᾶς πῶ, ὅτι ἐγὼ παρέλαβα
ἀπὸ τὸν Κύριον αὐτό, τὸ
ὁποῖον καὶ παρέδωκα εἰς σᾶς,
ὅτι δηλαδὴ ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς
κατὰ τὴν νύκτα ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἐχθροὺς
του, διὰ νὰ σταυρωθῇ, ἐπῇρε
ἄρτον καὶ ἀφοῦ ηὐχαρίστησε
μὲ θερμὴν προσευχὴν τὸν Πατέρα,
ἔκοψε εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον
καὶ εἶπε· |
23
Καὶ δὲν σᾶς ἐπαινῶ, διότι ἐγὼ
παρέλαβα ἀπὸ τὸν Κύριον τὸ ἐντελῶς
ἀντίθετον ἀπὸ ἐκεῖνο, ποὺ
κάνετε σεῖς. Παρέλαβα δηλαδὴ ἐκεῖνο,
ποὺ σᾶς παρέδωκα· ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς
τὴν νύκτα, ποὺ παρεδίδετο, ἔλαβεν ἄρτον
καὶ ἀφοῦ ἔκαμε εὐχαριστήριον
προσευχήν, ἔκοψε εἰς τεμάχια τὸν ἄρτον
καὶ εἶπε: |
24
λάβετε, φάγετε· τοῦτό μού
ἐστι τὸ σῶμα τὸ ὑπὲρ ὑμῶν
κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν
ἐμὴν ἀνάμνησιν.
|
22
<Λάβετε φάγετε· τοῦτο εἶναι
τὸ σῶμά μου, τὸ ὁποῖον
τεμαχίζεται διὰ σᾶς, διὰ τὴν
σωτηρίαν σας· αὐτὸ δέ ποὺ
ἐγὼ τελῶ τώρα, νὰ τὸ τελῆτε
καὶ σεῖς πάντοτε, διὰ νὰ ἐνθυμῆσθε
ἐμὲ καὶ τὴν θυσίαν μου, ποὺ
προσφέρω πρὸς χάριν σας>.
|
24
Λάβετε, φάγετε· τοῦτο εἶναι τὸ σῶμα
μου, ποὺ θυσιάζεται καὶ τὴν στιγμὴν
αὐτὴν κόπτεται εἰς κομμάτια πρὸς χάριν
σας καὶ πρὸς σωτηρίαν σας. Τοῦτο, ποὺ
κάνω τώρα μαζί σας, νὰ τὸ κάνετε συνεχῶς
διὰ νὰ ἐνθυμῆσθε μετ’ εὐγνωμοσύνης
τὴν θυσίαν τοῦ σταυροῦ, ποὺ τὴν
ἐπρόσφερα διὰ νὰ σᾶς σώσω.
|
25
Ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ
τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ
ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐστὶν
ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι· τοῦτο
ποιεῖτε, ὁσάκις ἂν πίνητε, εἰς
τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν.
|
25
᾿Επίσης, ἀφοῦ ἐτελείωσε
τὸ Δεῖπνον, ἐπῇρε τὸ ποτήριον
μὲ τὸν οἶνον καὶ εἶπε·
<τοῦτο τὸ ποτήριον εἶναι ἡ
νέα διαθήκη, ἡ ὁποία καθιερώνεται
καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα
μου. Αὐτὸ νὰ κάνετε, διὰ νὰ
ἐνθυμῆσθε ἐμὲ καὶ τὴν
θυσίαν μου. Κάθε φοράν ποὺ θὰ
πίνετε τὸ αἷμα μου, τὸ ὁποῖον
περιέχεται εἰς τὸ ποτήριον τῆς
Εὐχαριστίας, νὰ τὸ κάνετε εἰς
ἀνάμνησίν μου>. |
25
Ὠσαύτως ἐπῆρε καὶ τὸ ποτήριον,
ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ δεῖπνον, καὶ
εἶπε: Τοῦτο τὸ ποτήριον ἐμπεριέχει
τὸ αἷμα μου καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ
ἡ νέα διαθήκη, ποὺ συνάπτεται καὶ ἐπισφραγίζεται
μὲ τὸ αἷμα μου. Νὰ κάνετε τοῦτο
πάντοτε διὰ νὰ ἐνθυμῆσθε ἐμὲ
καὶ τὴν θυσίαν μου. Καὶ θὰ κάνετε
τὴν ἀνάμνησιν αὐτήν, κάθε φορὰ ποὺ
θὰ πίνετε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένον
αὐτὸ ποτήριον. |
26
Ὅσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε
τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον
τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ
Κυρίου καταγγέλετε, ἄχρις οὗ ἂν
ἔλθῃ. |
26
Λοιπόν, ὦ Κορίνθιοι, κάθε φοράν
ποὺ τρώγετε τὸν ἁγιασμένον αὐτὸν
ἄρτον καὶ πίνετε τὸ εὐλογημένον
τοῦτο ποτήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας,
ὁμολογεῖτε καὶ διαλαλεῖτε τὸν
σταυρικὸν λυτρωτικὸν θάνατον τοῦ Κυρίου,
συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως μέχρις
ὅτου ἔλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν
παρουσίαν. |
26
Θὰ κάνετε δὲ μὲ τὸ ἱερὸν
αὐτὸ καὶ μυστηριῶδες δεῖπνον
τὴν ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου, διότι κάθε φορὰ
ποὺ τρώγετε τὸν ἄρτον αὐτὸν
καὶ πίνετε τὸ ποτήριον τοῦτο, κηρύττετε
καὶ ὁμολογεῖτε δημοσίᾳ μὲ πίστιν
καὶ εὐγνωμοσύνην τὸν θάνατον, ποὺ
διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων ὑπέστη
ὁ Κύριος. Καὶ ἔτσι ἡ ὁμολογία
αὐτὴ καὶ ἡ ἀνάμνησις τοῦ
σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου θὰ γίνεται
συνεχῶς καὶ ἀδιακόπως, μέχρις ὅτου
ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν δευτέραν
του παρουσίαν. |
27
῞Ωστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν
ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ
ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως,
ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ
τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου.
|
27
῞Ωστε ὅποιος τρώγει τὸν ἄρτον
αὐτὸν καὶ πίνει τὸ ποτήριον
τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θὰ εἶναι
ἔνοχος καὶ ὑπόδικος διὰ βαρεῖαν
ἀσέβειαν καὶ ὕβριν ἐναντίον
τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος
τοῦ Κυρίου. |
27
Ὥστε ὁποιοσδήποτε τρώγει τὸν ἄρτον
αὐτὸν καὶ πίνει τὸ ποτήριον τῆς
κοινωνίας τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θὰ εἶναι
ἔνοχος δι’ ἀσέβειαν καὶ βεβήλωσιν, τὴν
ὁποίαν ἀποτολμᾷ εἰς τὸ σῶμα
καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
|
28
Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν,
καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω
καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω·
|
28
῍Ας ἐξετάζῃ δὲ κάθε ἄνθρωπος
τὸν ἑαυτὸν του μὲ πολλὴν προσοχήν,
καὶ ἔτσι προετοιμασμένος ἂς τρώγῃ
ἀπὸ τὸν καθαγιασμένον ἄρτον
καὶ ἀπὸ τὸ καθαγιασμένον ποτήριον.
|
28
Ἂς ἐξετάζῃ δὲ κάθε ἄνθρωπος
μὲ προσοχὴν τὸν ἑαυτόν του καὶ
ἀφοῦ προετοιμασθῇ μὲ τὴν ἐξέτασιν
αὐτήν, τότε ἂς τρώγῃ ἀπὸ τὸν
καθαγιασμένον ἄρτον καὶ ἂς πίνῃ ἀπὸ
τὸ καθαγιασμένον ποτήριον. |
29
ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων
ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει
καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα
τοῦ Κυρίου. |
29
Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
τρώγει καὶ πίνει ἀναξίως τὰ
πάντιμα αὐτὰ δῶρα τρώγει καὶ
πίνει κρῖμα καὶ καταδίκην διὰ
τὸν ἑαυτὸν του, ἐπειδὴ δὲν
κάνει καμμίαν διάκρισιν τοῦ σώματος
καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἀπὸ
τὰς συνήθεις, καὶ κοινὰς τροφὰς
τοῦ σώματος. |
29
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει καὶ πίνει
ἀναξίως ἀπὸ τὸν καθαγιασμένον ἄρτον
καὶ οἶνον, τρώγει καὶ πίνει κατάκριμα καὶ
καταδίκην εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ
δὲν κάνει διάκρισιν τοῦ σώματος καὶ τοῦ
αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ μεταχειρίζεται
καὶ τρώγει ταῦτα, σὰν νὰ ἦσαν
κοιναὶ τροφαί. |
30
Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ
ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται
ἱκανοί. |
30
Ἀκριβῶς δέ, διότι ἀναξίως
κοινωνεῖτε ἀπὸ τὰ τίμια δῶρα,
ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοὶ ἀσθενεῖς
καὶ πολὺ βαρειὰ ἄρρωστοι· ἀρκετοὶ
δὲ καὶ πεθαίνουν. |
30
Διότι δὲ ἀναξίως καὶ χωρὶς δοκιμασίαν
τοῦ ἑαυτοῦ σας τρώγετε καὶ πίνετε
τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ
Κυρίου, δι’ αὐτὸ ὑπάρχουν μεταξύ σας πολλοὶ
ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ ἀπέθαναν
ἀρκετοί. |
31
Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν,
οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα·
|
31
Διότι ἐὰν ἐξετάζαμεν τὸν
εὐατόν μας μὲ προσοχὴν καὶ μετανοούσαμε
εἰλικρινῶς διὰ τὰ ἁμαρτήματά
μας καὶ ἔτσι προετοιμασμένοι προσηρχόμεθα
εἰς τὸ μέγα μυστήριον, δὲν θὰ
κατεδικαζόμεθα καὶ δὲν θὰ ἐτιμωρούμεθα
ἔτσι ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
31
Διότι, ἐὰν ἀνεκρίναμεν καὶ ἐξετάζαμεν
μὲ φόβον Θεοῦ τὸν ἑαυτόν μας προτοῦ
νά, προσέλθωμεν εἰς τὴν θείαν Κοινωνίαν, δὲν
θὰ κατεδικαζόμεθα ἀπὸ τὸν Θεόν μὲ
αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰς τιμωρίας.
|
32
κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου
παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ
κατακριθῶμεν. |
32
Τιμωρούμενοι δὲ τώρα ὑπὸ τοῦ
Κυρίου κατὰ τὴν δικαίαν αὐτοῦ
κρίσιν, παιδαγωγούμεθα πρὸς μετάνοιαν
καὶ διόρθωσιν, διὰ νὰ μὴ καταδικασθῶμεν
ὁριστικῶς εἰς ἀπώλειαν μαζῆ
μὲ τὸν κόσμον τῆς ἁμαρτίας.
|
32
Ὅταν δὲ κατακρινώμεθα ἀπὸ τὸν
Κύριον μὲ ἀσθενείας, τιμωρούμεθα παιδαγωγικῶς
ἀπὸ αὐτόν, διὰ νὰ διορθωθῶμεν
καὶ μὴ κατακριθῶμεν εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωὴν μὲ τὸν κόσμον, ποὺ
ζῇ μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν.
|
33
Ὥστε, ἀδελφοί μου, συνερχόμενοι εἰς
τὸ φαγεῖν ἀλλήλους ἐκδέχεσθε·
|
33
Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅταν συγκεντρώνεσθε
διὰ νὰ φάγετε τὸ Κυριακὸν Δεῖπνον,
περιμένετε μὲ ἀγάπην ὁ ἔνας
τὸν ἄλλον. |
33
Ὥστε, ἀδελφοί μου, ὅταν συναθροίζεσθε διὰ
νὰ φάγετε τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, περιμένετε
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
|
34
εἰ δέ τις πεινᾷ, ἐν οἴκῳ
ἐσθιέτω, ἵνα μὴ εἰς κρῖμα
συνέρχησθε. Τὰ δὲ λοιπὰ ὡς ἂν
ἔλθω διατάξομαι. |
34
Ἐὰν ἐπὶ τέλους κανεὶς
πεινᾷ, ἂς φάγῃ εἰς τὸ
σπίτι του, διὰ νὰ μὴ ἀποβαίνουν
εἰς καταδίκην σας αἱ λατρευτικαὶ αὐταὶ
συγκεντρώσεις. Τὰ δὲ ἄλλα σχετικῶς
μὲ τὸ Κυριακὸν Δεῖπνον, μὲ τὸ
μέγα μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας,
ὅταν ἔλθω θὰ τὰ τακτοποιήσω.
|
34
Ἐὰν δὲ κανεὶς πεινᾷ, ἂς
τρώγῃ εἰς τὸ σπίτι του, διὰ νὰ
μὴ γίνωνται αἱ συνάξεις σας εἰς καταδίκην.
Τὰ δὲ λοιπά, περὶ τῶν ὁποίων
μοῦ γράφετε σχετικῶς πρὸς τὸ Κυριακὸν
δεῖπνον, ὅταν θὰ ἔλθω θὰ τὰ
κανονίσω. |