Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ὰν
ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ
καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην
δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν
ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
|
ὰν
ὑποτεθῇ, ὅτι ἔχω τέτοια ἱκανότητα,
ὥστε νὰ ἐννοῶ καὶ νὰ ὁμιλῶ
τὰς γλώσσας τῶν ἀνθρώπων καὶ
τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν
ἔχω ἀγάπην, ἔχω γίνει χαλκὸς
ποὺ ἠχολογάει ἡ κύμβαλον ποὺ
ἀλαλάζει χωρὶς νὰ ἀναδίδῃ
κανένα μουσικὸν φθόγγον.
|
ὰν
ὑποθέσωμεν, ὅτι ὁμιλῶ τὰς γλώσσας
τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων,
δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπην, ἔγινα ὅμοιος
πρὸς τὸν ἄψυχον χαλκόν, ποὺ βουΐζει,
ὅταν τὸν κτυποῦν, ἢ πρὸς τὸ
κύμβαλον, ποὺ βγάζει θορυβώδη καὶ χωρὶς
σημασίαν ἦχον. |
2
Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ
εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ
πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν
ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὅρη
μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,
οὐδέν εἰμι. |
2
Καὶ ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα
τῆς προφητείας καὶ γνωρίζω ὅλα
τὰ ἄγνωστα καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια
καὶ ὅλην τὴν γνῶσιν, ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ χωρέσῃ ποτὲ ἀνθρωπίνη
διάνοια, καὶ ἐὰν ἔχω τὴν
πίστιν εἰς ὅλην της τὴν πληρότητα,
ὥστε μὲ τὴν δύναμίν της νὰ
μετακινῶ βουνά, δὲν ἔχω ὅμως
ἀγάπην, δὲν εἶμαι τίποτε.
|
2
Καὶ ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς
προφητείας καὶ ἐὰν γνωρίζω ὅλα τὰ
μυστικὰ σχέδια τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ
καὶ ἔχω ὅλην τὴν γνῶσιν, ποὺ
ἠμπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ ὁ
ἄνθρωπος, καὶ ἐὰν ἔχω κάθε βαθμὸν
πίστεως, ὥστε νὰ μεταθέτω καὶ βουνὰ
ἀκόμη, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπην,
δὲν εἶμαι τίποτε. |
3
Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ
ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν
παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν
ὠφελοῦμαι. |
3
Καὶ ἐὰν διαθέσω ὅλα μου τὰ
ὑπάρχοντα, διὰ νὰ ἀγοράσω
ψωμιὰ καὶ θρέψω μὲ τὰ ἴδια
μου τὰ χέρια τοὺς πεινῶντας, καὶ
ἐὰν παραδώσω τὸ σῶμα μου νὰ
καῇ εἰς τὴν φωτιά, ἀλλὰ
δὲν ἔχω ἀγάπην, τίποτε δὲν
ὠφελοῦμαι. |
3
Καὶ ἐὰν διαθέσω ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
μου διὰ νὰ θρέψω μὲ ψωμιὰ τοὺς
πτωχούς, καὶ ἐὰν παραδώσω τὸ σῶμα
μου διὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως
ἀγάπην, δὲν ὠφελοῦμαι τίποτε ἀπὸ
τὰς θυσίας αὐτάς. |
4
Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται,
ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη
οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται,
|
4
Ἡ ἀγάπη δείχνει μεγαλοψυχίαν
καὶ ἀνεκτικότητα, εἶναι εὐεργετικὴ
καὶ ἐξυπηρετική. Ἡ ἀγάπη
δὲν ζηλεύει καὶ δὲν φθονεῖ.
Ἡ ἀγάπη δὲν φέρεται μὲ
ἀλαζονείαν καὶ αὐθάδειαν, δὲν
ὑπερηφανεύεται καὶ δὲν ξιππάζεται.
|
4
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπην,
εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικὸς καὶ μὲ
πλατειὰ καρδιά· γίνεται εὐεργετικὸς
καὶ ὠφέλιμος· ἡ ἀγάπη δὲν φθονεῖ,
ἡ ἀγάπη δὲν ξιππάζεται καὶ δὲν
φέρεται μὲ ἀλαζονείαν καὶ προπέτειαν·
δὲν φουσκώνει ἀπὸ οἴησιν καὶ
ὑπερηφάνειαν· |
5
οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ
ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται,
οὐ λογίζεται τὸ κακόν,
|
5
Δὲν κάμνει ποτὲ τίποτε τὸ ἀπρεπὲς
καὶ ἄκοσμον, δὲν ζητεῖ ἐγωϊστικῶς
τὰ ἰδικά της συμφέροντα, δὲν ἐξερεθίζεται
ἐναντίον τοῦ ἄλλου, δὲν βάζει
ποτὲ κακὸ εἰς τὸν νοῦ της ἐναντίον
τοῦ πλησίον καὶ δὲν θέλει νὰ
ἐνθυμῆται τὸ κακόν ποὺ τῆς
ἔχει κάμει ὁ ἄλλος.
|
5
δὲν πράττει τίποτε τὸ ἄσχημον, δὲν
ζητεῖ τὰ ἰδικά της συμφέροντα, δὲν
ἐρεθίζεται ἀπὸ θυμὸν καὶ ὀργήν,
δὲν σκέπτεται ποτὲ κακὸν κατὰ τοῦ
πλησίον, οὔτε λογαριάζει τὸ κακὸν ποὺ
ἔπαθε ἀπὸ αὐτόν.
|
6
οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ,
συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ·
|
6
Δὲν χαίρει, ὅταν βλέπῃ νὰ
γίνεται κάτι τὸ ἄδικον, καὶ
ἂν ἀκόμη μὲ αὐτὸ ἐξυπηρετοῦνται
τὰ συμφέροντά της, χαίρει δὲ
ὅταν βλέπῃ νὰ ἐπικρατῇ
ἡ ἀλήθεια. |
6
Δὲν χαίρει, ὅταν βλέπῃ νὰ γίνεται
κάτι ἄδικον, χαίρει δὲ ὅταν βλέπῃ
τὴν ἀλήθειαν νὰ ἐπικρατῇ.
|
7
πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα
ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.
|
7
Σκεπάζει καὶ ὑποφέρει καὶ δικαιολογεῖ
ὅλα τὰ μειονεκτήματα καὶ τὰ
ἐλατώματα τοῦ πλησίον, διότι
δὲν θέλει ποτὲ τὸν ἐξευτελισμόν
του. Πιστεύει καὶ δέχεται μὲ ἐμπιστοσύνην
κάθε τι καλὸν διὰ τὸν πλησίον.
Τὰ πάντα καὶ πάντοτε ἐλπίζει
διὰ τὴν διόρθωσιν τῶν παρεκτρεπομένων.
Εἰς ὅλα δεικνύει ὑπομονὴν ἀπέναντι
τοῦ πλησίον. |
7
Σκεπάζει ὅλας τὰς ἐλλείψεις τοῦ πλησίον
καὶ δὲν τὸν διαπομπεύει δι’ αὐτάς·
σχηματίζει εὐμενῆ πεποίθησιν ὑπὲρ
τοῦ ἀγαπωμένου εἰς ὅλα· καὶ
ὅταν εὑρίσκεται ἐνώπιον παρεκτροπῶν
τοῦ πλησίον ἐλπίζει, ὅτι ἀπὸ
ὅλας αὐτὰς θὰ διορθωθῇ οὗτος·
εἰς ὅλα δεικνύει ὑπομονὴν διὰ
τὸν πλησίον. |
8
Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.
Εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται·
εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε
γνῶσις, καταργηθήσεται.
|
8
Ἡ ἀγάπη δὲν ξεπέφτει ποτέ,
ἀλλὰ μένει σταθερὰ καὶ αἰωνία.
Εἴτε χαρίσματα προφητειῶν ὑπάρχουν
τώρα θὰ ἔλθῃ καιρός, ποὺ
θὰ καταργηθοῦν καὶ δὲν θὰ εἶναι
πλέον χρήσιμα. Εἴτε χαρίσματα γλωσσολαλιῶν
ὑπάρχουν, θὰ παύσουν καὶ δὲν
θὰ ἔχωμεν πλέον τὴν ἀνάγκην
των εἴτε ἡ ἐπὶ μέρους γνῶσις
καὶ ἐπιστήμη τῶν ἀνθρώπων,
καὶ αὐτὴ θὰ καταργηθῇ, ὡς
μικρὰς πλέον σημασίας.
|
8
Ἡ ἀγάπη δὲν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλὰ
μένει πάντοτε βεβαία καὶ ἰσχυρά, ἀκόμη καὶ
μετὰ τὸν θάνατον μας. Εἴτε προφητεῖαι
ὑπάρχουν τώρα ὡς χαρίσματα τοῦ Πνεύματος,
θὰ καταργηθοῦν· εἴτε χαρίσματα γλωσσῶν
ὑπάρχουν, καὶ αὐτὰ θὰ παύσοον·
εἴτε γνῶσις ὑπάρχει θὰ καταργηθῇ
καὶ αὐτή. |
9
Ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ
ἐκ μέρους προφητεύομεν·
|
9
Διότι τώρα εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν
μερικῶς καὶ ἀτελῶς γνωρίζομεν
καὶ μερικῶς προφητεύομεν. Ἔχομεν πολὺ
πτωχὴν καὶ περιωρισμένην γνῶσιν.
|
9
Θὰ καταργηθοῦν ὅλα αὐτὰ εἰς
τὴν μέλλουσαν ζωήν. Διότι τώρα μερικῶς καὶ
ἀτελῶς γνωρίζομεν καὶ μερικῶς προφητεύομεν.
Εἰς τὸν βίον αὐτὸν ἡ γνῶσις
μας εἶναι περιωρισμένη καὶ οἱ προφῆται
μέρος μόνον τῶν μυστηρίων τῆς θείας σοφίας μᾶς
ἀποκαλύπτουν. |
10
ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον,
τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται.
|
10
Ὅταν δὲ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν
τῆς αἰωνιότητος ἔλθῃ τὸ
τέλειον καὶ πάρωμεν ἀπὸ τὸν
Θεὸν τὴν τελείαν γνῶσιν, τότε
τὸ ἐπὶ μέρους καὶ περιωρισμένον
καταργεῖται. (Τώρα εἴμεθα σὰν νήπια
ὡς πρὸς τὴν γνῶσιν, τότε θὰ
εἴμεθα ὥριμοι καὶ προωδευμένοι σὰν
ἄνδρες). |
10
Ὅταν δὲ εἰς τὸν μέλλοντα βίον ἔλθῃ
τὸ τέλειον καὶ μᾶς δοθῇ ἡ τελεία
γνῶσις, τότε τὸ μερικὸν καὶ ἀτελὲς
θὰ καταργηθῇ. |
11
Ὅτε ἥμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν,
ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος
ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα
ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου.
|
11
Ὅταν ἤμουν νήπιον, σὰν νήπιον
ὠμιλοῦσα· εἶχα φρονήματα καὶ
σκέψεις νηπίου καὶ σὰν νήπιον
ἐσυλλογιζόμουν καὶ ἔκρινα. Ὅταν
ὅμως ἔγινα ἄνδρας, κατήργησα καὶ
ἀφῆκα πλέον τὰς νηπιώδεις γνώσεις
καὶ τὸν νηπιώδη τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι.
(Εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ἔχομεν
τὴν ἀτελῆ καὶ ἀνανάπτυκτον
διάνοιαν καὶ γνῶσιν τοῦ νηπίου).
|
11
Αὐτὸ δὲ ποὺ σᾶς γράφω, θὰ
τὸ καταλάβετε καλύτερα μὲ τὸ ἑξῆς
παράδειγμα: Ὅταν ἤμην νήπιον, ὡς νήπιον
ὡμίλουν, ὡς νήπιον ἐσκεπτόμην, ὡς
νήπιον ἔκρινα καὶ ἐσυλλογιζόμην. Ὅταν
ὅμως ἔγινα ἄνδρας, κατήργησα πλέον ἐκεῖνα
τὰ νηπιώδη. Δὲν ὁμιλῶ πλέον σὰν
νήπιον, ἡ σκέψις μου δὲ καὶ ὁ συλλογισμός
μου εἶναι τώρα ὥριμα καὶ ἀνδρικά.
Κατ’ ἀναλογίαν ἠμπορεῖτε νὰ σχηματίσετε
κάποιαν ἰδέαν διὰ τὴν γνῶσιν καὶ
τὴν ἄλλην τελειότητα, ποὺ θὰ μᾶς
δοθῇ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.
|
12
Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι' ἐσόπτρου
ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον
πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ
μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι
καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην.
|
12
Διότι τώρα βλέπομεν σὰν μέσα
σὲ μεταλλινὸν θαμπὸν καθρέπτην θαμπὰ
καὶ ἀκαθόριστα, ὥστε νὰ μᾶς
μένουν πολλὰ ἀσαφῆ καὶ σκοτεινά,
ἄλυτα προβλήματα καὶ ἀπορίαι,
τότε ὅμως θὰ ἴδωμεν πρόσωπον
πρὸς πρόσωπον, φανερὰ καὶ καθαρά.
Τώρα γνωρίζω ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας,
τότε ὅμως θὰ ἀποκτήσω τελείαν
ἐπίγνωσιν, θὰ λάβω τόσον καθαρὰν
καὶ τελείαν γνῶσιν, ὅσον πλήρως
καὶ τελείως μὲ ἔχει γνωρίσει
καὶ μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν
δρόμον τῆς σωτηρίας ὁ παντογνώστης
Θεός. |
12
Διότι τώρα βλέπομεν σὰν εἰς μεταλλινὸν καθρέπτην
θαμπὰ καὶ τόσον ἀτελῶς, ὥστε
μᾶς μένουν πολλὰ αἰνίγματα, ποὺ δὲν
ἠμποροῦμεν νὰ τὰ ἐξηγήσωμεν.
Τότε ὅμως θὰ ἴδωμεν φανερὰ καὶ
καθαρά, διότι θὰ ἴδωμεν κατ’ εὐθεῖαν
πρόσωπον μὲ πρόσωπον. Τώρα γνωρίζω μόνον ἕνα μέρος
τῆς ἀληθείας. Τότε ὅμως θὰ λάβω τόσον
τελείαν γνῶσιν, ὅσον τέλεια μὲ ἐγνώριζεν
ὁ παντογνώστης Κύριος, ὅταν ἐνεργοῦσε
τὴν ἐπιστροφήν μου καὶ μὲ ἐκαλοῦσεν
εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα.
|
13
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς,
ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων
δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
|
13
Εἰς δὲ τὴν παροῦσαν ζωήν, μένει
ἡ πίστις, ἡ ἐλπὶς καὶ
ἡ ἀγάπη, τὰ τρία αὐτά,
μεγαλύτερα δὲ μεταξὺ αὐτῶν εἶναι
ἡ ἀγάπη. |
13
Αὐτὰ θὰ γίνουν εἰς τὴν
μέλλουσαν ζωήν. Τώρα δὲ εἰς τὴν παροῦσαν
ζωὴν μένουν ἡ πίστις, ἡ ἐλπίς, καὶ
ἡ ἀγάπη, αὐτὰ τὰ τρία. Μεγαλύτερα
δὲ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ
ἀγάπη. |