Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
νωρίζω
δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον
ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ
καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε,
|
δελφοί,
σᾶς ὑπενθυμίζω τὸ Εὐαγγέλιον,
τὸ ὁποῖον ἐκήρυξα εἰς
σᾶς καὶ τὸ ὁποῖον σεῖς
παρελάβατε μὲ πίστιν, εἰς τὸ
ὁποῖον καὶ στέκεσθε σταθεροὶ
καὶ ἀκλόνητοι, |
ᾶς
γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον
ποὺ σᾶς ἐδίδαξα, τὸ ὁποῖον
καὶ παρελάβετε, εἰς τὸ ὁποῖον
καὶ στέκεσθε ἀπὸ τότε,
|
2
δι' οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ
εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε,
ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῆ ἐπιστεύσατε.
|
2
διὰ τοῦ ὁποίου καὶ βαδίζετε
ἀσφαλῶς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας
ἐὰν βέβαια τὸ κρατῆτε καλά,
ὅπως σᾶς τὸ ἔχω διδάξει, ἐκτὸς
ἐὰν ματαίως καὶ ἀνωφελῶς
ἐπιστεύσατε. |
2
διὰ τοῦ ὁποίου καὶ θὰ σωθῆτε,
ἐὰν τὸ κρατῆτε στερεά, ὅπως
ἐγὼ σᾶς τὸ ἐκήρυξα, ἐκτὸς
ἐὰν μάταια καὶ χωρὶς λόγον ἐπιστεύσατε.
Ἐλησμονήσατε ἐν τούτοις μίαν οὐσιώδη ἀλήθειαν
τοῦ εὐαγγελίου μου τούτου. |
3
Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις
ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς
ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν
ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς,
|
3
Διότι ἐν πρώτοις παρέδωσα εἰς
σᾶς μὲ τὴν διδασκαλίαν μου, αὐτὸ
ποὺ καὶ ἐγὼ παρέλαβα, ὅτι
δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας
μας, ὅπως εἶχαν προφητεύσει καὶ αἱ
Γραφαί. |
3
Διότι μὲ τὴν προφορικήν μου διδασκαλίαν σᾶς
παρέδωκα πρῶτον ἐκεῖνο, ποὺ καὶ
ἑγὼ παρέλαβον, ὅτι δηλαδὴ ὁ
Χριστὸς ἀπέθανε διὰ τὰς ἁμαρτίας
μας, σύμφωνα μὲ ὅσα ἐπροφητεύθησαν εἰς
τὰς Γραφάς. |
4
καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι
ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
κατὰ τὰς γραφάς,
|
4
Καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι
ἀναστήθηκε κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν
σύμφωνα μὲ τὰς Γραφάς,
|
4
Καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἀνέστη
τὴν τρίτην ἡμέραν σύμφωνα μὲ τὰς Γραφάς.
|
5
καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾶ, εἶτα τοῖς
δώδεκα· |
5
καὶ ὅτι παρουσιάσθηκε εἰς τὸν
Πέτρον, ἔπειτα εἰς τοὺς δώδεκα
ἀποστόλους. |
5
Καὶ ὅτι ἐνεφανίσθη μετὰ τὴν
Ἀνάστασίν του εἰς τὸν Κηφᾶν, ἔπειτα
δὲ εἰς τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
|
6
ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω παντακοσίοις
ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν
οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι,
τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν·
|
6
Ὕστερα δὲ παρουσιάσθηκε μιὰ φορὰ
εἰς πεντακοσίους καὶ πλέον ἀδελφούς,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ πλεῖστοι
ζοῦν καὶ μένουν μέχρι τῆς ἡμέρας
αὐτῆς, μερικοὶ δὲ καὶ ἔχουν
ἀποθάνει. |
6
Ἔπειτα ἐνεφανίσθη μίαν φορὰν εἰς περισσοτέρους
ἀπὸ πεντακοσίους ἀδελφούς, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους ζοῦν ἕως τώρα οἱ
περισσότεροι, μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς
καὶ ἀπέθαναν. |
7
ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα
τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν·
|
7
Ἔπειτα ἐφανερώθηκε εἰς τὸν Ἰάκωβον,
ὕστερον εἰς ὅλους τοὺς Ἀποστόλους.
|
7
Ἔπειτα ἐνεφανίσθη εἰς τὸν Ἰάκωβον,
ὕστερον εἰς ὅλους τοὺς Ἀποστόλους.
|
8
ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεῖ τῷ
ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί.
|
8
Τελευταῖον δὲ ἀπὸ ὅλους σὰν
σὲ ἐξάμβλωμα, σὰν σὲ ἔμβρυον
ποὺ γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε καὶ
εἰς ἐμέ. |
8
Τελευταῖον δὲ ἀπὸ ὅλους, σὰν
εἰς ἔμβρυον ποὺ παράκαιρα ἀπεβλήθη
ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐνεφανίσθη
καὶ εἰς ἑμέ. |
9
Ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος
τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ
ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος,
διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ·
|
9
Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐλάχιστος
ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους,
ὁ ὁποῖος καὶ δὲν εἶμαι
ἄξιος νὰ λέγωμαι Ἀπόστολος,
διότι κατεδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν
τοῦ Θεοῦ. |
9
Διότι ἑγὼ εἶμαι ὁ πιὸ μικρὸς
ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ
δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι Ἀπόστολος,
διότι κατεδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ.
|
10
χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι·
καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς
ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ
περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα,
οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ' ἡ χάρις
τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.
|
10
Σήμερον δὲ εἶμαι αὐτὸ ποὺ
εἶμαι, δηλαδὴ Ἀπόστολος, μὲ
τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ μοῦ ἐδόθηκε,
δὲν ἔγινε καὶ δὲν ἔμεινε ἄκαρπος.
Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους ἐκοπίασα
εἰς τὸ ἔργον τοῦ Εὐαγγελίου,
ὄχι δὲ ἐγώ, ἀλλὰ ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μαζῆ
μου. |
10
Διὰ τῆς χάριτος δὲ τοῦ Θεοῦ
εἶμαι ὅ,τι εἶμαι τώρα, δηλαδὴ Ἀπόστολος
ἴσος πρὸς τοὺς ἄλλους. Καὶ ἡ
χάρις, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδειξεν ὁ
Κύριος, δὲν ἔμεινεν ἄκαρπος καὶ χωρὶς
ἀποτελέσματα, ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ
ὅλους αὐτοὺς ἐκοπίασα. Δὲν εἰργάσθην
δὲ τὸ ἔργον αὐτὸ ἐγώ,
ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι
μαζί μου καὶ μὲ ἐνίσχυε.
|
11
Εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι,
οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε.
|
11
Ἐπομένως εἴτε ἐγὼ εἴτε
ἐκεῖνοι κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον
προσφέρομεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ ἴδιον
Εὐαγγέλιον κηρύσσομεν. Ἔτσι δὲ
καὶ σεῖς ἐδεχθήκατε τὸ Εὐαγγέλιον
καὶ ἐπιστεύσατε. |
11
Ἀφοῦ λοιπὸν καὶ εἰς τοὺς
ἄλλους Ἀποστόλους καὶ εἰς ἑμὲ
ἐνεφανίσθη ὁ Κύριος καὶ ὅλοι ἀπὸ
ἐκεῖνον ἀνεδείχθημεν Ἀπόστολοί του,
εἴτε ἑγὼ ἀσκῶ τὸ ἀποστολικὸν
ἔργον, εἴτε ἐκεῖνοι, κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον καὶ τὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιον
κηρύττομεν ὅλοι, καὶ ὅπως κηρύττομεν ἔτσι
καὶ σεῖς ἐπιστεύσατε.
|
12
Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι
ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί
τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις
νεκρῶν οὐκ ἔστιν;
|
12
Ἐὰν δὲ ἀπὸ ὅλους μας κηρύσσεται
ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ,
πῶς μερικοί, ἀντιλέγοντες εἰς
τὸ ὁμόφωνον κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων,
ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει
ἀνάστασις νεκρῶν; |
12
Ἐὰν δὲ ἀπὸ ὅλους τοὺς
Ἀποστόλους κηρύττεται, ὅτι ὁ Χριστὸς
ἀνέστη ἒκ νεκρῶν, πῶς λέγουν μερικοὶ
μεταξύ σας, ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν δὲν
ὑπάρχει καὶ ὅτι οἰ πεθαμένοι δὲν
θὰ ἀναστηθοῦν; |
13
Εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ
ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται·
|
13
Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ
ἀνάστασις νεκρῶν, τότε οὔτε
ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ.
|
13
Ἐὰν ἀνάστασις νεκρῶν δὲν ὑπάρχῃ,
τότε λοιπὸν οὔτε ὁ Χριστὸς ἀνέστη,
ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶχε σῶμα
σὰν τὸ ἰδικόν μας. |
14
εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται,
κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν,
κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν.
|
14
Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνεστήθηκε,
τότε εἶναι ἀδειανὸ καὶ χωρὶς
περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας, κούφια
καὶ ἀνωφελὴς ἡ πίστις σας.
|
14
Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη,
εἶναι χωρὶς πραγματικὸν περιεχόμενον καὶ
χωρὶς νόημα τὸ κήρυγμά μας, κούφια καὶ χωρὶς
οὐσιαστικὸν περιεχόμενον εἶναι καὶ
ἡ πίστις σας, ἀφοῦ καὶ τὸ κήρυγμά
μας καὶ ἡ πίστις σας θεμέλιον καὶ βάσιν
ἔχει τὴν Ἀνάστασίν τοῦ Χριστοῦ.
|
15
Εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες
τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν
κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν
Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ
ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται·
|
15
Ἐπὶ πλέον δὲ παρουσιαζόμεθα
ἔτσι καὶ ἀποκαλυπτόμεθα ἡμεῖς
οἱ Ἀπόστολοι καὶ ψευδομάρτυρες
κατὰ τοῦ Θεοῦ, διότι έδώσαμεν
ψευδῆ μαρτυρίαν διὰ τὸν Θεόν,
ὅτι δηλαδὴ ἀνέστησε τὸν Χριστόν,
τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἀνέστησε.
Καὶ βέβαια δὲν θὰ τὸν ἔχῃ
ἀναστήσει, ἐὰν ὑποτεθῇ
ὅτι οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται.
|
15
Ἐπὶ πλέον ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
συλλαμβανόμεθα καὶ ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι
δίδομεν μαρτυρίαν ψευδῆ διὰ τὸν Θεόν, διότι
ἐμαρτυρήσαμεν εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ,
ὅτι ἀνέστησε τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον
δὲν ἀνέστησε. Καὶ ἀσφαλῶς δὲν
τὸν ἀνέστησεν, ἐὰν ὑποτεθῇ,
ὅτι οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται.
|
16
εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται,
οὐδὲ Χριστός ἐγήγερται.
|
16
Διότι ἐὰν οἱ νεκροὶ δὲν
ανασταίνωνατι, ούτε οὔτε ὁ Χριστὸς
ἀναστήθηκε. |
16
Διότι ἐάν οἰ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνωνται,
οὔτε ὁ Χριστὸς ἀνέστη.
|
17
Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται,
ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι
ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίας
ὑμῶν. |
17
Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἔχῃ
ἀναστηθῆ, ὅπως λέγουν μερικοὶ
πλανεμένοι, τότε εἶναι χωρὶς περιεχόμενον
καὶ ἐντελῶς ἀνωφελὴς ἡ
πίστις σας. Εἶσθε ἀκόμα βυθισμένοι
εἰς τὰς ἁμαρτίας σας.
|
17
Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη,
εἶναι ματαία καὶ κούφια ἀπὸ περιεχόμενον
ἡ πίστις σας. Ἀκόμη εἶσθε βυθισμένοι εἰς
τὰς ἁμαρτίας σας. |
18
Ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ
ἀπώλοντο. |
18
Ἐπομένως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
ἔχουν πεθάνει μὲ τὴν
πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν ἐχάθηκαν.
|
18
Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπέθαναν
μὲ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα τους εἰς
τὸν Χριστόν, ἐχάθησαν. |
19
Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες
ἐμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι
πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.
|
19
Ἐὰν δὲ εἰς αὐτὴν τὴν
ζωὴν ἔχωμεν ἐλπίσει διὰ τὴν
σωτηρίαν μας ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνον εἰς τὸν Χριστόν, τότε
εἴμεθα οἱ περισσότερον ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ταλαίπωροι καὶ
ἀξιοδάκρυτοι. |
19
Ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς, ἐὰν
εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν ἔχωμεν
στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας μόνον εἰς τὸν
Χριστόν, εἴμεθα οἱ περισσότερον ἄθλιοι καὶ
ἀξιολύπητοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
|
20
Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ
νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων
ἐγένετο. |
20
Ἀλλὰ δὲν εἴμεθα, διότι ὁ
Χριστὸς ὄντως ἔχει ἀναστηθῆ
ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἀναστήθηκε πρῶτος
ἀπὸ ὅλους καὶ ἔγινε ἡ
ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως ὅλων
τῶν κοιμηθέντων. |
20
Ἀλλ’ ὄχι· δὲν εἴμεθα οἱ
ἐλεεινότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Διότι τώρα ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.
Ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὠριμάζουν
προτήτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ
μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ
καὶ ὁλόκληρος ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ
ὁ Χριστός, ἀνέστη πρῶτος ἀπὸ
τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν
Ἀνάστασίν του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ
ἔπειτα ἡ ἀνάστασις καὶ τῶν ἄλλων
ἀποθαμένων. |
21
Ἐπειδὴ γὰρ δι' ἀνθρώπου ὁ
θάνατος, καὶ δι' ἀνθρώπου ἀνάστασις
νεκρῶν. |
21
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς διὰ μέσου
ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, ποὺ
παρέβῃ τὴν ἐντολήν, εἰσῆλθεν
ὁ θάνατος εἰς τὸ γένος τὼν
ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ διὰ μέσου
ἀνθρώπου, τοῦ νέου Ἀδάμ,
τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἔλθῃ ἡ
ἀνάστασις τῶν νεκρῶν.
|
21
Περὶ αὐτοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλωμεν.
Διότι, ἀφοῦ διὰ μέσου ἀνθρώπου, τοῦ
πρώτου Ἀδάμ, ποὺ παρέβη τὴν θείαν ἐντολήν,
ἦλθεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ὁ
θάνατος, ἔτσι διὰ μέσου ἀνθρώπου, τοῦ
νέου Ἀδὰμ τῆς χάριτος, θὰ ἔλθῃ
καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν.
|
22
Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες
ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ
Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται.
|
22
Ὅπως δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
ἐξ αἰτίας τῆς καταγωγῆς καὶ
τῆς σχέσεως αὐτῶν μὲ τὸν
Ἀδὰμ ἀποθνήσκουν, ἔτσι καὶ
διὰ μέσου τῆς χάριτος καὶ τῆς
ἐνώσεως μὲ τὸν Χριστὸν ὅλοι
θὰ ζωοποιηθοῦν. |
22
Καθὼς δηλαδὴ ἕνεκα τῆς σχέσεως καὶ
ἑνώσεως των μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι
οἰ ἀπόγονοί του ἀποθνήσκουν, ἔτσι
καὶ διὰ μέσου τῆς σχέσεως καὶ ἑνώσεως
τῶν μὲ τὸν Χριστὸν ὅλοι θὰ
ζωοποιηθοῦν. |
23
Ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ
τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα
οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ
αὐτοῦ· |
23
Ἀλλ' ὁ καθένας μὲ τὴν σειράν
του, πρῶτος δηλαδὴ σὰν ἔνδοξος ἀπαρχὴ
ὁ Χριστὸς καὶ ἔπειτα, κατὰ τὴν
μεγάλην ἡμέραν τῆς δευτέρας
παρουσίας, θὰ ἀναστηθοῦν ὅσοι
ἀνήκουν εἰς τὸν Χριστόν. (Θὰ
ἀναστηθοῦν ὅλοι ἀνεξαιρέτως
οἱ νεκροί, ἀλλὰ εἰς αἰώνιον
καὶ εὐφρόσυνον ζωὴν πλησίον
τοῦ Χριστοῦ θὰ κληθοῦν ὅσοι
ἔχουν πιστεύσει καὶ ζήσει κατὰ
τὸ θέλημά του). |
23
Ὁ καθένας δὲ εἰς τὸ τάγμα του. Πρῶτος
ἀνεστήθη σὰν πρώϊμος καρπὸς καὶ πρωτολοῦβι
τῆς ἀναστάσεως ὁ Χριστός. Ἔπειτα ὅσοι
ἀνήκουν εἰς τὸν Χριστόν, θὰ ἀναστηθοῦν
κατὰ τὴν ἔνδοξον παρουσίαν του.
|
24
εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν
βασιλείαν, τῷ Θεῷ καὶ πατρί,
ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν
καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν.
|
24
Ὕστερα θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος.
Καὶ τότε θὰ παραδώσῃ ὁ
Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος τὴν μεσσιανικὴν
βασιλείαν του εἰς τὸν Θεὸν καὶ
Πατέρα, ὅταν θὰ ἔχῃ πλέον
ἀχρηστεύσει καὶ καταργήσει κάθε
ἀρχὴν καὶ κάθε ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν. |
24
Ἔπειτα θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος, ὅταν
τελείωσῃ πλέον τὸ ἀρχιερατικὸν ἔργον
τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἔχῃ
συντελεσθῇ ἡ θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας
τῶν ἀνθρώπων. Ὁπότε καὶ θὰ παραδώσῃ
ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος τὴν βασιλείαν
εἰς τὸν Θεόν καὶ Πατέρα. Τότε πλέον θὰ
ἔχῃ καταργήσει ὁ Χριστὸς μὲ
τὸ βασιλικὸν καὶ ἀρχιερατικὸν
ἀξίωμά του κάθε ἀρχὴν καὶ κάθε ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν. Μέχρι τῆς στιγμῆς ὅμως
αὐτῆς θὰ ἀσκῇ τὸ ἀρχιερατικὸν
καὶ βασιλικόν του ἀξίωμα. |
25
Δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις
οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. |
25
Διότι πρέπει αὐτὸς νὰ ἐξακολουθῇ
νὰ βασιλεύῃ ὡς Μεσσίας <μέχρι
ὅτου ὑποτάξῃ κάτω ἀπὸ
τοὺς πόδας του ὅλους τοὺς ἐχθρούς
του>. |
25
Διότι πρέπει αὐτὸς νὰ βασιλεύῃ μέχρις
ὅτου θέσῃ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του.
|
26
Ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ
θάνατος·
|
26
Τελευταῖος δὲ ἐχθρὸς καταργεῖται
καὶ ἐξαφανίζεται ὁ θάνατος |
26
Τελευταῖος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς
καταργεῖται καὶ ἐκμηδενίζεται ὁ θάνατος.
|
27
πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ
τοὺς πόδας αὐτοῦ. Ὅταν δὲ
εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται,
δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος
αὐτῷ τὰ πάντα.
|
27
Διότι ὅπως εἶναι γραμμένον καὶ
εἰς τὴν Π. Διαθήκην ὁ Θεὸς Πατήρ
<ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας
τοῦ Χριστοῦ Μεσσίου τὰ πάντα>
καὶ αὐτὸν ἀκόμην τὸν θάνατον.
Ὅταν δὲ ὁ Πατὴρ πῇ εἰς
τὸν Υἱόν, ὅτι ὅλα πλέον
ἔχουν ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν,
εἶναι φανερὸν ὅτι ἐννοεῖ ὅλα,
ἐκτὸς βέβαια τοῦ Θεοῦ Πατρός,
ὁ ὁποῖος ὑπέταξεν εἰς
τὸν Χριστὸν τὰ πάντα. |
27
Διότι, καθὼς διακηρύττεται εἰς τοὺς ψαλμούς,
ὅλα, ἄρα δὲ καὶ τὸν θάνατον,
ὑπέταξεν ὁ Πατὴρ κάτω ἀπὸ τοὺς
πόδας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ὁ
Θεὸς καὶ Πατὴρ εἴπῃ εἰς
τὸν Χριστόν, ὅτι ὅλα πλέον ἔχουν ὑποταχθῇ
εἰς σέ, θὰ εἶναι φανερὸν ὅτι
ἀπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτὴν
θὰ ἐξαιρῆται ὁ Θεὸς καὶ
Πατήρ, ὁ ὁποῖος ὑπέταξεν εἰς
τὸν Χριστὸν τὰ πάντα.
|
28
Ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ
πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ
υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι
αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ
Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν.
|
28
Ὅταν δὲ ὅλα ὑποταχθοῦν εἰς
αὐτόν, τότε καὶ ὁ Υἱὸς
ὡς ἄνθρωπος θὰ ὑποταχθῇ εἰς
ἐκεῖνον, ποὺ τοῦ ὑπέταξε
τὰ πάντα, διὰ νὰ εἶναι ὁ
ἄπειρος Θεὸς μὲ τὸν Υἱὸν
καὶ Λόγον καὶ μὲ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα τὰ πάντα εἰς ὅλους. |
28
Ὅταν δὲ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτὸν
τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς
θὰ ἀποθέσῃ πλέον τὸ ἀρχιερατικὸν
καὶ βασιλικὸν ἀξίωμα καὶ θὰ
ὑποταχθῇ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην
του φύσιν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ὑπέταξεν
εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, διὰ νὰ
εἶναι ὁ Θεὸς τὰ πάντα εἰς ὅλους,
ὥστε ὁ καθένας νὰ ἀναγνωρίζῃ
καὶ νὰ διακηρύττῃ, ὅτι ὁ Θεὸς
εἶναι τὸ πᾶν δι’ ἐμέ.
|
29
Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι
ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως
νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; Τί καὶ
βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν;
|
29
Ἐὰν ἄλλως συνέβαινε καὶ οἱ
νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, τί
θὰ κάμουν καὶ τί ἔχουν νὰ
κερδήσουν ὅσοι βαπτίζονται μὲ τὴν
πίστιν καὶ τὴν προσδοκίαν
νὰ ἐνωθοῦν μὲ τοὺς ἄλλους
ἀποθανόντας πιστούς, τοὺς ὁποίους
πιστεύουν ζῶντας εἰς τὴν ἐν
οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν, ἐὰν
κατὰ κανένα τρόπον δὲν ἀνασταίνωνται
οἱ νεκροί; (Διὰ ποῖον λόγον
καὶ βαπτίζονται, ἀφοῦ δὲν πρόκειται
νὰ εἰσέλθουν εἰς καμμίαν κοινωνίαν
ἀποθαμμένων, ἀφοῦ αὐτοὶ
δὲν ζοῦν πλέον, ὄχι μόνον εἰς
τὴν γῆν, ἀλλ' οὔτε καὶ εἰς
τοὺς οὐρανούς;) |
29
Τέτοιο ἔνδοξον μέλλον καὶ τέτοια ἀνάστασις
μᾶς περιμένει. Διότι, ἐὰν δὲν ἀνασταίνωνται
διόλου οἱ νεκροί, τί θὰ κάμουν καὶ ποίαν
ὠφέλειαν θὰ ἔχουν ὅσοι ἀβάπτιστοι
μέχρι τῶν τελευταίων των στιγμῶν δέχονται νὰ
ὑποστοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου
καὶ τοῦ αἵματος καὶ θυσιάζουν τὴν
ζωήν τους μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστιν,
ὅτι θὰ ἐνωθοῦν μὲ τὴν
Ἐκκλησίαν τῶν πεθαμένων, οἱ ὁποῖοι
ὅμως εἶναι ζωντανοὶ εἰς τοὺς
οὐρανοὺς καὶ μίαν ἡμέραν θὰ
ἀναστηθοῦν; Πρός τί βαπτίζονται τὸ βάπτισμα
τοῦ αἵματος, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ
δὲν πρόκειται νὰ ἔμβουν εἰς Ἐκκλησίαν,
ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ζῶντας
ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐμβαίνουν δι’ αὐτοῦ
εἰς Ἐκκλησίαν νεκρῶν, ποὺ δὲν
θὰ ἀναστηθοῦν ποτέ; |
30
Τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν
ὥραν; |
30
Πρὸς τί καὶ ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι
κάθε ὥραν ἐκτιθέμεθα εἰς κινδύνους;
|
30
Πρός τί καὶ ἡμεῖς οἰ Ἀπόστολοι
νὰ ἐκθέτωμεν εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν
μας εἰς κάθε ὥραν; |
31
Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν
ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ
ἡμῶν. |
31
Μὰ τὴν καύχησιν, ποὺ ἔχω γιὰ
σᾶς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ
τοῦ Κυρίου ἡμῶν, κάθε ἡμέραν
ἀντικρύζω κίνδυνον θανάτου διὰ
τὸ Εὐαγγέλιον. |
31
Κάθε ἡμέραν ἀντικρύζω κινδύνους τῆς ζωῆς
τέτοιους, ποὺ χάνω κάθε ἐλπίδα, ὅτι θὰ
ἀποφύγω τὸν θάνατον. Καὶ ἔτσι κατὰ
πρόθεσιν πεθαίνω κάθε ἡμέραν, μὰ τὴν καύχησιν,
τὴν ὁποίαν ἔχω διὰ σᾶς διὰ
μέσου τῆς βοηθείας καὶ χάριτος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. |
32
Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα
ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος;
Εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν
καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.
|
32
Ἐάν, διὰ νὰ ὁμιλήσω κατὰ
τὸν ἀνθρώπινον τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι,
ἠγωνίσθην εἰς τὴν Ἔφεσον τὸν
ἔσχατον ἀγῶνα ἐναντίον ἀνθρώπων,
ποὺ διὰ τὴν ἀγριότητά των ὠμοίαζον
μὲ θηρία, τί ὠφελήθηκα ἀπὸ
αὐτό; Ἐὰν οἱ νεκροὶ δὲν
ἀνασταίνωνται, τότε ἂς εἴπωμεν
ὅ,τι καὶ οἱ ὑλισταί, διὰ
τοὺς ὁποίους κάνει λόγον ἡ
Π. Διαθήκη· <ἂς φάμε, ἂς πιοῦμε,
διότι αὔριο πεθαίνομε>.
|
32
Ἐὰν ἀπὸ ἐλατήρια καὶ ὑπολογισμούς,
ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ζητοῦν ἐπιγείους τιμὰς καὶ ἀπολαβάς,
ἐκινδύνευσα νὰ κατασπαραχθῶ μαχόμενος πρὸς
θηρία εἰς τὴν Ἔφεσον, τί ἐκέρδησα
ἀπὸ αὐτό; Ἐάν οἰ νεκροὶ
δὲν ἀνασταίνωνται, τότε ἂς ἐφαρμόσωμεν
ἐκεῖνο, ποὺ λέγουν οἱ ἄπιστοι
καὶ ὑλισταί: Ἂς φάγωμεν καὶ ἂς
πίωμεν, διότι αὔριον πεθαίνομεν. |
33
Μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ
ὁμιλίαι κακαί.
|
33
Μὴ πλανᾶσθε μὲ τέτοιες ψευδεῖς
διδασκαλὶες καὶ μὴ λησμονεῖτε ὅτι
αἱ κακαὶ συναναστροφαὶ διαφθείρουν
τὰ καλὰ ἤθη. |
33
Μὴ πλανᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ
ψέματα. Καὶ μὴ συναναστρέφεσθε μὲ τοὺς
παλαιοὺς φίλους, ποὺ εἴχετε ὅταν ἦσθε
εἰδωλολάτραι. Μὴ λησμονῆτε, ὅτι διαφθείρουσι
τὰ καλὰ ἤθη αἱ κακαὶ συναναστροφαί.
|
34
Ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε·
ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι·
πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω.
|
34
Ἐξυπνήσατε καὶ γρηγορήσατε, ὅπως
εἶναι δίκαιον καὶ συμφέρον γιὰ
σᾶς, καὶ ἀποφεύγετε τὴν ἁμαρτίαν·
διότι μερικοὶ ἔχουν ἄγνοιαν τῆς
δυνάμεως τοῦ Θεοῦ καὶ ἁμαρτάνουν
χωρὶς φόβον. Σᾶς τὰ λέγω αὐτὰ
διὰ νὰ ἐντραπῆτε.
|
34
Συνέλθετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας, ὅπως
εἶναι δίκαιον καὶ συμφέρον σας. Καὶ μὴ
ἁμαρτάνετε. Σᾶς κάνω τὴν προτροπὴν
αὐτήν, διότι μερικοὶ λόγῳ τῆς ἀπιστίας
των εἰς τὴν ἀνάστασιν, ἔχουν ἄγνοιαν
τῆς δυνάμεως ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης
καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Σᾶς
ὁμιλῶ ἔτσι διὰ νὰ ἐντραπῆτε.
|
35
Ἀλλ' ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται
οἱ νεκροί; Ποίῳ δὲ σώματι
ἔρχονται; |
35
Ἀλλ' ἴσως θὰ πῇ κανείς·
πῶς ἀνασταίνονται οἱ νεκροί,
μὲ ποῖον δὲ σῶμα ἔρχονται, μὲ
αὐτὸ τὸ σῶμα ποῦ ἀποσυνετέθη
καὶ διελύθη; |
35
Ἀλλὰ θὰ προβάλῃ κανεὶς ἔνστασιν
καὶ θὰ εἴπῃ: Μὲ ποίαν δύναμιν
καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἀνασταίνονται
οἱ νεκροί; Μὲ ποῖον δὲ σῶμα
ἐπανέρχονται οὗτοι εἰς τὴν ζωήν;
|
36
Ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζωοποιεῖται,
ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ·
|
36
Ἀνόητε καὶ ἀπερίσκεπτε, διατὶ
ἀμφιβάλλεις; Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
σὺ σπείρεις, δὲν ζωογονεῖται καὶ
δὲν καρποφορεῖ, ἐὰν δὲν ἀποθάνῃ
καὶ δὲν ἀποσυντεθῇ θαπτόμενον
εἰς τὴν γῆν. |
36
Ἀνόητε, ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεις σύ, δὲν
λαμβάνει ζωήν, ἐὰν δὲν ἀποθάνῃ
καὶ δὲν σαπῇ μέσα εἰς τὴν γῆν.
|
37
καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα
τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ
γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου
ἢ τινος τῶν λοιπῶν·
|
37
Καὶ αὐτὸ ποὺ σπέρνεις δὲν
εἶναι τὸ σῶμα, ποὺ πρόκειται
νὰ φυτρώσῃ καὶ νὰ γίνῃ
ἀπὸ τὴν γῆν, ἀλλὰ σπέρνεις
π.χ. ἕνα γυμνὸν καὶ χωρὶς φύλλα
κόκκον σιταριοῦ ἢ κάποιον ἀπὸ
τοὺς ἄλλους σπόρους.
|
37
Καὶ αύτὸ ποὺ σπέρνεις δὲν εἶναι
τὸ σῶμα ποὺ πρόκειται νὰ φυτρώσῃ,
ἀλλὰ σπέρνεις γυμνὸν καὶ χωρὶς
φύλλα κόκκον σίτου ἐπὶ παραδείγματι ἢ κάποιου
ἄλλου ἀπὸ τοὺς λοιποὺς σπόρους.
|
38
ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι
σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ
τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.
|
38
Ὁ δὲ Θεὸς δίδει εἰς αὐτὸν
τὸν γυμνὸν κόκκον σῶμα, σύμφωνα
μὲ τὸ θέλημά του, καὶ εἰς
καθένα ἀπὸ τοὺς σπόρους τὸ
ἰδιαίτερον σῶμα. |
38
Ὁ Θεὸς δὲ δίδει εἰς τὸν κόκκον
αὐτὸν σῶμα, καθὼς ἀπὸ
τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠθέλησε
καὶ διέταξε, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ
τοὺς σπόρους τὸ ἰδιαίτερόν του σῶμα.
|
39
Οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ,
ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων,
ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ
ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν.
|
38
Ὁ δὲ Θεὸς δίδει εἰς αὐτὸν
τὸν γυμνὸν κόκκον σῶμα, σύμφωνα
μὲ τὸ θέλημά του, καὶ εἰς
καθένα ἀπὸ τοὺς σπόρους τὸ
ἰδιαίτερον σῶμα. |
39
Ὅλα ὅσα ἔχουν σάρκα, δὲν ἔχουν
τὴν ἰδίαν μορφὴν καὶ τὸ αὐτὸ
κρέας ὅλα. Ἀλλ’ ἅλλη μὲν εἶναι
ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλη δὲ
ἡ σάρκα τῶν κτηνῶν, ἄλλη δὲ
τῶν ψαριῶν, ἄλλη δὲ τῶν πετεινῶν.
|
40
Καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα
ἐπίγεια· ἀλλ' ἑτέρα μὲν
ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα
δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων.
|
40
Ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν καὶ
σώματα ἐπουράνια καὶ σώματα
ἐπίγεια, ἀλλὰ ἄλλη μὲν
εἶναι ἡ λαμπρότης τῶν ἐπουρανίων
καὶ ἄλλη ἡ τῶν ἐπιγείων.
|
40
Ὑπάρχουν καὶ σώματα ἐπουράνια καὶ
σώματα ἐπίγεια. Ἀλλ’ ἄλλη μὲν εἶναι
ἡ λάμψις τῶν ἐπουρανίων, ἄλλη δὲ
ἡ λάμψις τῶν ἐπιγείων.
|
41
Ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη
δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα
ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος
διαφέρει ἐν δόξῃ.
|
41
Ἄλλη εἶναι ἡ λάμψις καὶ τὸ
μεγαλεῖον τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλη
εἶναι ἡ λάμψις τῆς σελήνης καὶ
ἄλλη ἡ λαμπρότης τῶν ἀστέρων·
διότι ἀστέρι ἀπὸ ἀστέρι
διαφέρει ὡς πρὸς τὴν λάμψιν.
|
41
Ἄλλη εἶναι ἡ λάμψις καὶ τὸ φῶς
τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλη ἡ λάμψις
τῆς σελήνης καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῶν
ἀστέρων. Διότι ἄστρον ἀπὸ ἄστρον
διαφέρει εἰς τὴν λάμψιν. |
42
Οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν
νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται
ἐν ἀφθαρσίᾳ·
|
42
Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἀνάστασις
τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ρίπτεται εἰς
τὸν τάφον τὸ νεκρὸν σῶμα εἰς
κατάστασιν φθορᾶς καὶ ἀποσυνθέσεως
καὶ ἀνασταίνεται ἄφθαρτον.
|
42
Ἔτσι κατ’ ἀναλογίαν θὰ γίνῃ καὶ
ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπέρνεται
τὸ σῶμα εἰς τὸν τάφον εἰς κατάστασιν
φθορᾶς. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν ἀφθαρσίας.
|
43
σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται
ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ,
ἐγείρεται ἐν δυνάμει· |
43
Ρίπτεται εἰς τὸν τάφον δυσειδὲς
καὶ δυσῶδες καὶ ἀνασταίνεται
ὡραῖον καὶ ἔνδοξον. Σπέρνεται
εἰς κατάστασιν ἀσθενείας καὶ
ἀνασταίνεται γεμᾶτο δύναμιν.
|
43
Σπέρνεται καὶ θάπτεται εἰς κατάστασιν ἀτιμίας
καὶ δυσωδίας. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν δόξης.
Σπέρνεται εἰς κατάστασιν ἀσθενείας, ἐγείρεται
γεμᾶτο δύναμιν. |
44
σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται
σῶμα πνευματικόν. Ἔστι σῶμα ψυχικόν,
καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν.
|
44
Σπέρνεται σῶμα ποὺ ἐζοῦσε χάρις
εἰς τὰς κατωτέρας ζωϊκάς του λειτουργίας
καὶ ἀνασταίνεται σῶμα πνευματικόν.
Ὑπάρχει σῶμα ψυχικόν, ζωϊκόν,
καὶ ὑπάρχει σῶμα πνευματικόν.
|
44
Σπέρνεται σῶμα, ποὺ ἐζωοποιεῖτο καὶ
διευθύνετο ἀπὸ τὰς κατωτέρας ζωϊκὰς
τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἐγείρεται σῶμα,
ποὺ θὰ ζωοποιῆται καὶ θὰ διευθύνεται
ἀπὸ τὰς πνευματικὰς δυνάμεις τῆς
ψυχῆς. Ὑπάρχει σῶμα ζωϊκὸν καὶ
ὑπάρχει σῶμα πνευματικόν. |
45
Οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς
ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ
εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν·
|
45
Ἔτσι εἶναι γραμμένο εἰς τὴν
Π.Διαθήκην· <ἔγινε ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, μὲ ψυχὴν
ζωντανήν, ποὺ ζωογονεῖ καὶ τὸ
σῶμα>. Ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ
Κύριος, εἶναι πλήρης ἀπὸ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ποὺ μεταδίδει
πνευματικὴν ζωήν. |
45
Ἔτσι εἶναι καὶ γραμμένον εἰς τὴν
Γένεσιν: Ἔγινεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος,
ὁ Ἀδάμ, ἐμψυχωμένος μὲ ψυχὴν
ζωντανήν, ποὺ δίδει ζωὴν καὶ εἰς τὸ
σῶμα. Ὁ ἔσχατος Ἀδάμ, ὁ Κύριος
δηλαδή, ποὺ ἐδέχθη ὅλην τὴν παρουσίαν
καὶ κατοίκησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγινε
γεμᾶτος Πνεῦμα, ποὺ μεταδίδει ζωὴν
πνευματικήν. |
46
ἀλλ' οὐ πρῶτον τὸ πνευματικόν,
ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ
πνευματικόν. |
46
Ὅμως δὲν ἔγινε πρῶτον τὸ πνευματικὸν
σῶμα, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, τὸ
ζωϊκὸν καὶ ἔπειτα τὸ πνευματικόν.
|
46
Ἀλλὰ δὲν ἔγινε πρῶτον τὸ
πνευματικὸν σῶμα, ἀλλὰ τὸ ζωϊκόν,
εἰς τὸ ὁποῖον κυριαρχοῦν αἱ
κατώτεροι τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἔπειτα ἔγινε
τὸ πνευματικὸν σῶμα, ποὺ κυβερνᾶται
ἀπὸ τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις τῆς
ψυχῆς, τὰς ἑξαγιαζομένας ἀπὸ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. |
47
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός,
ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος
ἐξ οὐρανοῦ. |
47
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐπλάσθη καὶ
προήρχετο ἀπὸ τὴν γῆν, χωματένιος,
ὁ δεύτερος ἄνθρωπος εἶναι ὁ
Κύριος, ὁ ὁποῖος ὡς Θεὸς
κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν
καὶ προσέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν. |
47
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἀπὸ
τὴν γῆν, χωματένιος. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος
εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατέβη
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ μαζὶ
μὲ τὴν θείαν του φύσιν προσέλαβε καὶ τὴν
ἀνθρωπίνην. |
48
Οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ
οἱ χοϊκοὶ, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος,
τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι.
|
48
Ὅποιος ἦτο ὁ χωματένιος, θνητὸς
δηλαδὴ καὶ φθαρτός, τέτοιοι χωματένιοι
εἶναι καὶ οἱ ἀπόγονοί
του. Καὶ ὅποιος εἶναι ὁ ἐπουράνιος,
πνευματικὸς καὶ ἄφθαρτος, τέτοιοι
θὰ εἶναι καὶ οἱ ἐπουράνιοι,
οἱ πιστοὶ δηλαδὴ ποὺ ἀναγεννῶνται
δι' αὐτοῦ εἰς τὴν νέαν ζωήν.
|
48
Ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ Ἀδάμ,
δηλαδὴ φθαρτὸς καὶ θνητός, τέτοιον εἶναι
καὶ οἰ χωματένιοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ
αὐτόν. Εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ
φθαρτοὶ καὶ θνητοί. Καὶ ὁποῖος
εἶναι ὁ ἐπουράνιος Κύριος, δηλαδὴ
ἄφθαρτος καὶ ἔνδοξος, τέτοιοι θὰ εἶναι
καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἀναγεννῶνται
διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ γίνονται ἐπουράνιοι.
|
49
Καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα
τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν
εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου.
|
49
Καὶ ὅπως ἐπήραμεν ἐπάνω
μας καὶ ἐφορέσαμεν τὰ ἰδιώματα
τοῦ χωματένιου, ἔτσι θὰ φορέσωμε
τὰ ἰδιώματα τοῦ ἐπουρανίου
καὶ θὰ γίνωμεν εἰκὼν αὐτοῦ.
|
49
Καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν σὰν ἄλλο
ροῦχο τὴν ὁμοιότητα τοῦ χωματένιου,
ἤτοι τὴν φθορὰν καὶ τὸν θάνατόν
του, ἔτσι θὰ φορέσωμεν καὶ τὴν ὁμοιότητα
τοῦ ἐπουρανίου, ἤτοι τὴν ἀνάστασιν,
ἀφθαρσίαν καὶ ἀθανασίαν του.
|
50
Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι
σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ
κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ
ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. |
50
Μὲ αὐτὸ δὲ ποὺ σᾶς λέγω,
ἀδελφοί, ἐννοῶ ὅτι ἡ σάρκα
καὶ τὸ αἷμα, τὸ σαρκικὸν δηλαδὴ
καὶ φθαρτὸν σῶμα μας δὲν ἠμπορεῖ,
ὅπως εἶναι σήμερα, νὰ κληρονομήσῃ
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οὔτε
καὶ ἡ φθορὰ κληρονομεῖ ποτὲ
τὴν ἀφθαρσίαν. |
50
Μὲ αὐτὸ δὲ τὸ τελευταῖον,
ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί, ἐννοῶ
τοῦτο ὅτι ὀργανισμός, ποὺ σύγκειται
ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, εἶναι φυσικῶς
ἀδύνατον νὰ κληρονομήσῃ τὴν πνευματικὴν
καὶ ἀθάνατον βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οὔτε
ἡ φθορὰ κληρονομεῖ τὴν ἀφθαρσίαν.
|
51
Ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω·
πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες
δὲ ἀλλαγησόμεθα,
|
51
Ἰδοὺ σᾶς φανερώνω μίαν μυστηριώδη
καὶ ἄγνωστον ἀλήθειαν· ὅλοι
μὲν δὲν θὰ ἀποθάνωμεν, ὅλοι
ὅμως, νεκροὶ καὶ ζῶντες, ὅταν
ἔλθῃ ὁ Χριστός, θὰ ἀλλάξωμεν
σῶμα καὶ κατάστασιν.
|
51
Ἰδοὺ σᾶς λέγω ἀλήθειαν, ποὺ
ἦτο ἄγνωστος καὶ μὲ θείαν ἀποκάλυψιν
μᾶς ἐφανερώθη. Καὶ ἡ ἀλήθεια
αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξῆς·
Ὅλοι μὲν δὲν θὰ ἀποθάνωμεν.
Διότι ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος
κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του, θὰ προλάβῃ
εἰς τὴν ζωὴν τὴν γενεὰν ἐκείνην
τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ ζοῦν τότε.
Αὐτοὶ λοιπὸν δὲν θὰ ἀποθάνουν.
Πλὴν ὅμως ὅλοι, καὶ αὐτοὶ
δηλαδὴ ποὺ θὰ ζοῦν τότε καὶ
ὅσον θὰ ἔχωμεν ἀποθάνει, θὰ
ἀλλάξωμεν σῶμα καὶ θὰ πάρωμεν ἀντὶ
τοῦ φθαρτοῦ τὸ ἄφθαρτον.
|
52
ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ,
ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι·
σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ
ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς
ἀλλαγησόμεθα. |
52
Καὶ θὰ γίνῃ αὐτὸ ἀκαριαίως,
ὤσπου νὰ ἀνοιγοκλείσῃ τὸ
βλέφαρον, ὅταν θὰ ἠχήσῃ
ἡ τελευταία σάλπιξ τοῦ οὐρανοῦ·
διότι τότε θὰ σαλπίση ὁ ἄγγελος
καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν
ἄφθαρτοι. Ὅσοι δὲ τότε ζῶμεν
θὰ ὑποστῶμεν ἀμέσως ριζικὴν
ἀλλαγήν. |
52 Καὶ θὰ γίνῃ
ἡ ἀλλαγὴ αὐτή, ὅταν θὰ
ἀκουσθῇ ἡ ἐσχάτη ὑπερφυσικὴ
σάλπιγγα, εἰς μίαν στιγμήν, ὅσον χρειάζεται κανένας
νὰ ἀνοιγοκλείσῃ τὸ βλέφαρόν του. Διότι
θὰ σαλπίσῃ ὁ ἄγγελος καὶ οἰ
νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι,
καὶ ὅσοι θὰ ζῶμεν κατὰ τὴν
παρουσίαν τοῦ Κυρίου θὰ ἀλλάξωμεν.
|
53
Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι
ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο
ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. |
53
Διότι πρέπει αὐτὸ τὸ φθαρτὸν
σῶμα νὰ ἐνδυθῇ ἀφθαρσίαν
καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο σῶμα νὰ
ἐνδυθῇ ἀθανασίαν. |
53
Καὶ θὰ ἀλλάξωμεν, διότι πρέπει τὸ
φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα νὰ ἐνδυθῇ
ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν αὐτὸ
σῶμα νὰ ἐνδυθῇ ἀθανασίαν.
|
54
Ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται
ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο
ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται
ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη
ὁ θάνατος εἰς νῖκος.
|
54
Ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο πάρῃ
τὴν ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ θνητὸν
τοῦτο πάρῃ τὴν ἀθανασίαν,
τότε θὰ γίνῃ πραγματικότης ὁ
λόγος ποὺ εἶναι γραμμένος εἰς
τὴν Π. Διαθήκην· <κατεποντίσθη,
κατενικήθη καὶ ἐξηφανίσθη ἐντελῶς
ὁ θάνατος>. Δὲν ὑπάρχει πλέον.
|
54
Ὅταν δὲ ἡ φθαρτὴ αὐτὴ
φύσις μας ἐνδυθῇ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ
ἡ θνητὴ αὐτὴ φύσις μας ἐνδυθῇ
τὴν ἀθανασίαν, τότε θὰ πραγματοποιηθῇ
ὁ λόγος τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ περιέχεται
εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν: Ἐξηφανίσθη ὁλότελα
ὁ θάνατος καὶ κατενικήθη, ὥστε δὲν
φαίνεται πλέον πουθενά. |
55
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ
σου, ᾄδῃ, τὸ νῖκος;
|
55
<Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερὸ
κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ
νίκη σου;> |
55
Ποὺ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερὸν κεντρί
σου; Ποὺ εἶναι, ᾅδη, ἡ νίκη σου;
|
56
Τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ
ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς
ἁμαρτίας ὁ νόμος. |
56
Τὸ δὲ φαρμακερὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου
εἶναι ἡ ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν
ὅμως ἔχει ἐξουδετερώσει καὶ
ἐξαφανίσει ὁ Χριστός. Ἡ δὲ
δύναμις τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ
νόμος, διότι χωρὶς νόμον δὲν
νοεῖται ἁμαρτία. |
56
Δεν ἔχει πλέον ὁ θάνατος κεντρί. Διότι τὸ
κεντρὶ τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμάρτια.
Ἡ δύναμις δὲ τῆς ἁμαρτίας εἶναι
ὁ νόμος. Διότι ἂν δὲν ὑπῆρχε
νόμος, δὲν θὰ ἐλογαριάζετο ἡ ἁμαρτία
καὶ δὲν θὰ ἠμάρταναν οἱ ἄνθρωποι
ἐν γνώσει. |
57
Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι
ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
|
57
Ἂς εἶναι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος
ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
μᾶς δίδει τὴν νίκην.
|
57
Ἂς ἀναπέμπεται δὲ εὐχαριστία εἰς
τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει εἰς
ἡμᾶς τὴν νίκην διὰ μέσου τοῦ
Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
|
58
Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι,
περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ
Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι
ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἐστὶ
κενὸς ἐν Κυρίῳ. |
58
Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
στηριχθῆτε γέρα εἰς τὴν μεγάλην
αὐτὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς
βεβαίας ἀναστάσεώς μας, μένετε
ἀκλόνητοι, πάντοτε πλούσιοι εἰς
τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου, γνωρίζοντες
καλὰ ὅτι ὁ κόπος σας δὲν εἶναι
χαμένος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
58
Ὥστε σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ἀδελφοί
μου ἀγαπητοί, στερεωθῆτε εἰς τὸ περὶ
ἀναστάσεως δόγμα· γίνεσθε ἀμετακίνητοι, μὲ
περισσὴν προθυμίαν ἐργαζόμενοι πάντοτε εἰς
τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ὁ
Κύριος ζητεῖ. Νὰ γνωρίζετε δέ, ὅτι ὁ
κόπος σας δὲν εἶναι χωρὶς καρπὸν καὶ
ὠφέλειαν καὶ περὶ τούτου ἐγγυᾶται
ὁ σύνδεσμός σας καὶ ἡ ἕνωσίς σας μὲ
τὸν Κύριον. |