Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·
|
μίλησεν
ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν λέγων·
|
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν
καὶ εἶπεν: |
2
οὗτος ὁ νόμος τοῦ λεπροῦ, ᾗ
ἄν ἡμέρᾳ καθαρισθῇ· καὶ
προσαχθήσεται πρὸς τὸν ἱερέα,
|
2
<αὐτὴ εἶναι ἡ νομικὴ διάταξις
διὰ τὸν λεπρόν, ἡ ὁποία
θὰ τηρηθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
ποὺ αὐτὸς θὰ ἔχῃ θεραπευθῆ
ἀπὸ τὴν λέπραν· θὰ ὁδηγηθῇ
αὐτὸς πρὸς τὸν
ἱερέα,
|
2
<Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ
ἀφορᾷ τὸν λεπρὸν καὶ πρέπει
νὰ ἐφαρμοσθῇ κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ καθαρισμοῦ του. Θὰ ὁδηγηθῇ
πρὸς τὸν ἱερέα· |
3
καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἱερεὺς
ἔξω τῆς παρεμβολῆς, καὶ ὄψεται
ὁ ἱερεύς, καὶ ἰδοὺ ἰᾶται
ἡ ἁφὴ τῆς λέπρας ἀπὸ
τοῦ λεπροῦ. |
3
ὁ ὁποῖος θὰ ἐξέλθῃ
ἀπὸ τὴν κατασκήνωσιν πρὸς τὸ
μέρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται
ὁ λεπρός. Θὰ ἐξετάσῃ αὐτὸν
καὶ θὰ πεισθῇ ὅτι ἔχει θεραπευθῇ
πλέον ἡ λέπρα.
|
3
καὶ θὰ βγῇ ἔξω ἀπὸ τὸν
κατοικημένον χῶρον καὶ θὰ ἐξετάσῃ
ὁ ἱερεὺς τὸν λεπρὸν ἐπὶ
τόπου καὶ θὰ διαπιστώσῃ ὅτι πράγματι
ἐθεραπεύθη καὶ ἐξηφανίσθη ἡ
πληγὴ τῆς λέπρας ἀπὸ τὸν λεπρόν.
|
4
Καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ
λήψονται τῷ κεκαθαρισμένῳ δύο
ὀρνίθια ζῶντα καθαρὰ καὶ ξύλον
κέδρινον καὶ κεκλωσμένον κόκκινον
καὶ ὕσσωπον· |
4
Θὰ διατάξῃ κατόπιν ὁ ἱερεὺς
νὰ φέρουν διὰ τὸν θεραπευθέντα
λεπρὸν δύο μικρὰ ζωντανὰ πτηνά,
ἀπὸ τὰ καθαρά,
δηλ. ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων
ἐπιτρέπεται ἡ βρῶσις, ἕνα κέδρινον
ξύλον, ταινίαν ἀπὸ στριμμένον
κόκκινον νῆμα καὶ κλωναράκι ὑσσώπου.
|
4
Θὰ διατάξῃ δὲ ὁ ἱερεὺς
καὶ θὰ πάρουν διὰ τὸν λεπρόν, ποὺ
ἐκαθαρίσθη, δύο μικρά, ζωντανὰ πουλιά, καθαρὰ
καὶ ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ ὕφασμα
(κορδέλλα) ἀπὸ κλωσμένα κόκκινα νήματα καὶ
κλαδὶ ἀπὸ ὕσσωπον.
|
5
καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ
σφάξουσι τὸ ὀρνίθιον τὸ ἓν
εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον ἐφ'
ὕδατι ζῶντι. |
5
Θὰ διατάξῃ ἔπειτα ὁ ἱερεὺς
νὰ σφάξουν τὸ ἕνα μικρὸν πτηνὸν
εἰς πήλινον δοχεῖον, ἐντὸς τοῦ
ὁποίου ὑπάρχει ὕδωρ πηγαῖον.
|
5
Θὰ διατάξῃ ἐν συνεχείᾳ ὀ ἱερεὺς
καὶ θὰ σφάξουν τὸ ἕνα πουλὶ
εἰς πήλινον δοχεῖον, ποὺ περιέχει πηγαῖο
νερό. |
6
Καὶ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν
λήψεται αὐτὸ καὶ τὸ ξύλον
τὸ κέδρινον καὶ τὸ κλωστὸν κόκκινον
καὶ τὸν ὕσσωπον, καὶ βάψει αὐτὰ
καὶ τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν
εἰς τὸ αἷμα τοῦ ὀρνιθίου
τοῦ σφαγέντος ἐφ' ὕδατι ζῶντι·
|
6
Θὰ λάβῃ κατόπιν
τὸ ζωντανὸν πτηνόν,
τὸ κέδρινον ξύλον, τὴν
ἐρυθρὰν κλωστὴν καὶ τὸν
ὕσσωπον, θὰ βυθίσῃ αὐτὰ
καὶ τὸ ζῶν πτηνὸν εἰς τὸ
αἷμα τοῦ σφαγέντος πτηνοῦ ἐπάνω
ἀπὸ τὸ πηγαῖον ὕδωρ.
|
6
Θὰ πάρῃ δὲ τὸ ζωντανὸ
πουλὶ καὶ τὸ κέδρινο ξύλο καὶ τὸ
κόκκινο κλωσμένον ὕφασμα καὶ τὸ κλαδὶ
τοῦ ὑσσώπου καὶ θὰ τὰ
βουτήσῃ μαζὶ μὲ τὸ ζωντανὸ πουλὶ
εἰς τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθη ἀπὸ
τὸ πουλὶ ποὺ ἐσφάγη ἐπάνω ἀπὸ
τὸ πηγαῖο νερό. |
7
καὶ περιρρανεῖ ἐπὶ τὸν καθορισθέντα
ἀπὸ τῆς λέπρας ἑπτάκις,
καὶ καθαρὸς ἔσται· καὶ ἐξαποστελεῖ
τὸ ὀρνίθιον τὸ ζῶν εἰς
τὸ πεδίον. |
7
Μὲ αὐτὸ θὰ ραντίσῃ τὸν
θεραπευθέντα λεπρὸν ἑπτὰ
φορὰς καὶ
αὐτὸς θὰ εἶναι
τότε καθαρός. Ὁ ἱερεὺς
θὰ ἀφήσῃ κατόπιν ἐλεύθερον
τὸ ζωντανὸν πτηνὸν νὰ πετάξῃ
εἰς τὴν πεδιάδα.
|
7
Θὰ ραντίσῃ κατόπιν ἑπτὰ φορὲς
ἐπάνω εἰς αὐτόν, ποὺ ἐθεραπεύθη
ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ θὰ εἶναι
εἰς τὸ ἑξῆς καθαρός. Καὶ θὰ
ἀφήσῃ κατόπιν ἐλεύθερο τὸ ζωντανὸ
πουλὶ νὰ πετάξη εἰς τὴν πεδιάδα.
|
8
Καὶ πλυνεῖ ὁ καθαρισθεὶς τὰ
ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ξυρηθήσεται
αὐτοῦ πᾶσαν τὴν τρίχα, καὶ
λούσεται ἐν ὕδατι, καὶ καθαρὸς
ἔσται. Καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται
εἰς τὴν παρεμβολήν, καὶ διατρίψει
ἔξω τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἑπτὰ
ἡμέρας. |
8
Ὁ θεραπευθεὶς λεπρὸς θὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματά του, θὰ ξυρίσῃ
ὅλας τὰς τρίχας τοῦ σώματός
του, θὰ λουσθῇ εἰς τὸ νερὸ καὶ
θὰ εἶναι πλέον καθαρὸς ἀπὸ
τὴν λέπραν. Κατόπιν θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν κατασκήνωσιν,
ἀλλὰ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας
θὰ ζῇ ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι
του. |
8
Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ ἐκαθαρίσθη,
θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ
θὰ ξυρίσῃ ὅλας τὰς τρίχας τοῦ
σώματός του καὶ θὰ λουσθῇ μὲ νερὸ
καὶ θὰ εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς
καθαρός. Καὶ κατόπιν αὐτῶν θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν κατοικημένην περιοχήν, ἀλλὰ
θὰ παραμείνῃ ἔξω ἀπὸ τὸ
σπίτι του ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας.
|
9
Καὶ ἔσται τῇ ἡμέρᾳ τῇ
ἑβδόμῃ, ξυρηθήσεται πᾶσαν τὴν
τρίχα αὐτοῦ, τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
καὶ τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς
καὶ πᾶσαν τὴν τρίχα αὐτοῦ
ξυρηθήσεται· καὶ πλυνεῖ τὰ ἱμάτια,
καὶ λούσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ
ὕδατι, καὶ καθαρὸς ἔσται.
|
9
Κατὰ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν θὰ ξυρίσῃ καὶ πάλιν
ὁ θεραπευθεὶς ὅλας τὰς τρίχας
τοῦ σώματός του, τὴν κεφαλήν,
τὸν πώγωνά του, τὰ φρύδια του
καὶ κάθε τρίχα ποὺ ὑπάρχει
εἰς τὸ σῶμα του, θὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματά του, θὰ λούσῃ
τὸ σῶμα του μὲ νερὸ καὶ θὰ
εἶναι πλέον καθαρὸς ἐνώπιον
ὅλων μὲ τὸ δικαίωμα
τῆς ἐλευθέρας πλέον ἐπικοινωνίας.
|
9
Κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν θὰ
ξυρίση ὅλας τὰς τρίχας του. Θὰ ξυρίσῃ
δηλαδὴ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς
του, τὰ γένεια του καὶ τὰ φρύδια, καὶ
ὅλας γενικῶς τὰς τρίχας τοῦ σώματός
του. Θὰ πλύνῃ καὶ τὰ ἐνδύματά
του καὶ θὰ λούσῃ τὸ σῶμα του
μὲ νερὸ καὶ θὰ εἶναι εἰς
τὸ ἑξῆς καθαρός. |
10
Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ
λήψεται δύο ἀμνοὺς ἀμώμους
ἐνιαυσίους καὶ πρόβατον ἄμωμον
ἐνιαύσιον καὶ τρία δέκατα σεμιδάλεως
εἰς θυσίαν πεφυραμένης ἐν ἐλαίῳ
καὶ κοτύλην ἐλαίου μίαν.
|
10
Κατὰ τὴν ὀγδόην ἡμέραν
θὰ πάρῃ ὁ θεραπευθεὶς
δύο ἀμνοὺς
ἑνὸς ἔτους χωρὶς
κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα,
ἕνα πρόβατον ἑνὸς ἔτους, ἀρτιμελὲς
καὶ τρία δέκατα (ἓξ περίπου
κιλά) σημιγδάλι ζυμωμένο μὲ λάδι
δι' ἀναίμακτον θυσίαν καὶ μίαν
κοτύλην (διακόσια ὀγδόντα περίπου
γραμ.) λάδι. |
10
Κατὰ δὲ τὴν ὀγδόην ἡμέραν θὰ
πάρῃ δύο ἀρνιά, χωρὶς
κανένα σωματικὸν ἐλάττωμα, ἡλικίας ἐνὸς
ἔτους, καὶ ἕνα πρόβατον (θηλυκὸν)
ἑνὸς ἔτους, χωρὶς κανένα σωματικὸν
ἐλάττωμα, καὶ δώδεκα περίπου κιλὰ σιμιγδάλι
ζυμωμένο μὲ λάδι δι ἀναίμακτον θυσίαν καὶ
πεντακόσια περίπου γραμμάρια ἐλαιολάδου.
|
11
Καὶ στήσει ὁ ἱερεὺς ὁ
καθορίζων τὸν ἄνθρωπον τὸν καθαριζόμενον
καὶ ταῦτα ἔναντι Κυρίου, ἐπὶ
τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.
|
11
Ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος θὰ
ἐπιτελέσῃ τὸν νομικὸν καθαρισμόν,
θὰ θέσῃ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν
καὶ αὐτὰς τὰς
προσφορὰς ἀπέναντι τοῦ Κυρίου
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου.
|
11
Ὁ δὲ ἱερεύς, ποὺ τελεῖ τὴν
τελετὴν τοῦ καθαρισμοῦ θὰ φέρῃ
τὸν ἄνθρωπον, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ
τὴν λέπραν, καθὼς καὶ τὰ ζῶα
καὶ τὰ εἴδη καὶ θὰ τὰ
στήσῃ μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐμπρὸς
εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ
Μαρτυρίου. |
12
Καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς τὸν
ἀμνὸν τὸν ἕνα, καὶ προσάξει
αὐτὸν τῆς πλημμελείας, καὶ τὴν
κοτύλην τοῦ ἐλαίου, καὶ ἀφοριεῖ
αὐτὰ ἀφόρισμα ἔναντι Κυρίου·
|
12
Θὰ λάβῃ τὸν ἕνα ἀμνόν,
τὸν ὁποῖον θὰ θυσιάσῃ
εἰς ἐξάλειψιν ἁμαρτίας καὶ
τὴν κοτύλην τοῦ ἐλαίου. Θὰ
προσφέρῃ δὲ αὐτὰ
ὡς θυσίαν ἀναφερομένην
εἰς τὸν Κύριον. |
12
Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
τὸ ἕνα ἀρνὶ καὶ θὰ τὸ
προσφέρει ὡς θυσίαν δι ἐπανόρθωσιν
πλημμελήματος, καθὼς καὶ τὰ πεντακόσια γραμμάρια
τοῦ ἐλαιολάδου. Θὰ τὰ προσφέρῃ
δὲ συμφώνως πρὸς τὸ εἰδικὸν
τυπικὸν ὡς ἰδιαιτέραν προσφορὰν ἐνώπιον
Κυρίου. |
13
καὶ σφάξουσι τὸν ἀμνὸν ἐν
τόπῳ, οὗ σφάζουσι τὰ ὁλοκαυτώματα
καὶ τὰ περὶ ἁμαρτίας, ἐν
τόπῳ ἁγίῳ· ἔστι γὰρ
τὸ περὶ ἁμαρτίας, ὥσπερ τὸ
τῆς πλημμελείας ἐστὶ τῷ ἱερεῖ,
ἅγια ἁγίων ἐστί.
|
13
Θὰ σφάξουν τὸν ἀμνὸν εἰς
τὸν τόπον, ὅπου σφάζονται τὰ
πρὸς ὁλοκαύτωσιν καὶ τὰ περὶ
ἁμαρτίας ζῶα, εἰς τόπον δηλαδὴ
ἅγιον. Τὰ ὑπολειφθέντα ἀπὸ
τὴν ὑπὲρ ἁμαρτίας θυσίαν,
ὅπως καὶ τὰ ὑπολειφθέντα ἀπὸ
τὴν θυσίαν περὶ βαρυτέρας ἐνοχῆς,
θὰ ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα·
εἶναι ἁγιώτατα.
|
13
Θὰ σφάξουν κατόπιν τὸ ἀρνὶ εἰς
τὸν ὡρισμένον τόπον, ὅπου σφάζουν τὰ
ζῶα ποὺ προσφέρονται ὡς θυσίαι ὁλοκαυτώσεως
καὶ θυσίαι δι ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, εἰς
τόπον ἅγιον καὶ ἱερόν. Τὰ ὑπόλοιπα
βεβαίως τῶν θυσιῶν, ποὺ προσφέρονται δι'
ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας, ὅπως καὶ δι ἐπανόρθωσιν
πλημμελήματος, ἀνήκουν εἰς τὸν ἱερέα.
Εἶναι ἁγιώτατα. |
14
Καὶ λήψεται ὁ ἱερεὺς ἀπὸ
τοῦ αἵματος τοῦ τῆς πλημμελείας,
καὶ ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς
ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς
τοῦ καθοριζομένου τοῦ δεξιοῦ, καὶ
ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς
τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ
ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ.
|
14
Θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς θυσίας
περὶ πλημμελείας καὶ θὰ θέσῃ
εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δεξιοῦ
ὠτὸς τοῦ καθοριζομένου, εἰς
τὸ ἄκρον τῆς δεξιᾶς χειρός του
καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ δεξιοῦ
ποδός του.
|
14
Θὰ πάρῃ ἐπίσης ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς θυσίας, ποὺ
προσφέρεται διὰ πλημμέλημα, καὶ θὰ βάλῃ
εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ
αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται
ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν
ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ
εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ
του. |
15
καὶ λαβὼν ὁ ἱερεὺς ἀπὸ
τῆς κοτύλης τοῦ ἐλαίου ἐπιχεεῖ
ἐπὶ τὴν χεῖρα τοῦ ἱερέως
τὴν ἀριστερὰν |
15
Λαβὼν δὲ ἀπὸ τὸ ἔλαιον
τῆς κοτύλης θὰ θέσῃ εἰς
τὴν χούφταν τῆς ἀριστερᾶς χειρός
του, |
15
Καὶ ἀφοῦ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὰ πεντακόσια γραμμάρια τοῦ ἐλαιολάδου,
θὰ χύσῃ εἰς τὴν χούφταν τοῦ
ἀριστεροῦ χεριοῦ του |
16
καὶ βάψει τὸν δάκτυλον τὸν δεξιὸν
ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ὄντος
ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτοῦ τῆς
ἀριστερᾶς καὶ ρανεῖ τῷ δακτύλιο
ἑπτάκις ἔναντι Κυρίου·
|
16
θὰ βουτήξῃ τὸν δεξιὸν δάκτυλόν
του εἰς τὸ ἔλαιον ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὴν ἀριστεράν του χεῖρα
καὶ θὰ ραντίσῃ διὰ τοῦ
δακτύλου του ἑπτὰ φορὰς
ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου.
|
16
καὶ θὰ βουτήσῃ τὸ δεξιόν
του δάκτυλον εἰς τὸ λάδι, ποὺ ὑπάρχει
εἰς τὸ ἀριστερόν του χέρι, καὶ θὰ
ραντίσῃ μὲ τὸ δάκτυλόν του ἑπτὰ
φορὲς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν
Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου. |
17
τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔλαιον τὸ
ὂν ἐν τῇ χειρὶ ἐπιθήσει
ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὸν λοβὸν
τοῦ ὠτὸς τοῦ καθοριζομένου τοῦ
δεξιοῦ καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον
τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ
τὸ ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ
ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ αἵματος
τοῦ τῆς πλημμελείας·
|
17
Ἀπὸ δὲ τὸ ὑπολειφθὲν ἔλαιον
εἰς τὴν ἀριστεράν του χεῖρα
θὰ θέσῃ ὁ ἱερεὺς
εἰς τὸ κάτω μέρος
τοῦ δεξιοῦ ὠτὸς τοῦ καθοριζομένου,
εἰς τὸ ἄκρον τῆς δεξιᾶς χειρός
του, εἰς τὸ ἄκρον τοῦ δεξιοῦ
ποδός του, εἰς τὸν τόπον ὅπου
τίθεται τὸ αἷμα
τῆς θυσίας περὶ πλημμελείας.
|
17
Τὸ δὲ ὑπόλοιπον λάδι, ποὺ θὰ
μείνῃ εἰς τὸ χέρι του, θὰ τὸ
βάλῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τὴν
κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ
τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν ἄκρην
τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ καὶ εἰς τὴν
ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ του, ἐκεῖ
ὅπου βάζουν καὶ τὸ αἷμα τῆς
θυσίας, ποὺ προσφέρεται διὰ πλημμέλημα.
|
18
τὸ δὲ καταλειφθὲν ἔλαιον τὸ
ἐπὶ τῆς χειρὸς τοῦ ἱερέως
ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν τοῦ καθορισθέντος, καὶ
ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ
ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου.
|
18
Τὸ εἰς τὸ χέρι του ὑπόλοιπον
ἔλαιον θὰ θέσῃ ὁ ἱερεὺς
εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ καθοριζομένου
λεπροῦ καὶ ἔτσι θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
18
Ὅ,τι δὲ ἀπομείνῃ ἀκόμη
ἀπὸ τὸ λάδι, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, θὰ τὸ
βάλῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τὸ κεφάλι
τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐκαθαρίσθη
ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ ἔτσι θὰ
τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς
ἐνώπιόν τοῦ Κυρίου. |
19
Καὶ ποιήσει ὁ ἱερεὺς τὸ
περὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐξιλάσεται
ὁ ἱερεὺς περὶ τοῦ καθαριζομένου
ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ·
καὶ μετὰ τοῦτο σφάξει ὁ ἱερεὺς
τὸ ὁλοκαύτωμα.
|
19
Θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς τὴν
θυοίαν περὶ ἁμαρτίας καὶ θὰ
ἐξιλεώσῃ τὰς ἁμαρτίας
τοῦ καθοριζομένου· κατόπιν δὲ
θὰ σφάξῃ ὁ ἱερεὺς τὸ
ζῶον, τὸ προοριζόμενον δι' ὁλοκαύτωσιν.
|
19
Θὰ προσφέρῃ κατόπιν ὁ ἱερεὺς
καὶ τὴν θυσίαν δι ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας
καὶ θὰ κάνῃ ὁ ἱερεὺς ὅ,τι
εἶναι ὡρισμένον, διὰ νὰ ἐξιλεωθῇ
διὰ τὴν ἁμαρτίαν του ὁ ἄνθρωπος,
ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν. Καὶ
ἐν συνεχείᾳ θὰ σφάξῃ ὁ ἱερεὺς
τὸ ζῶον, ποὺ προσφέρεται ὡς θυσία
ὁλοκαυτώσεως. |
20
Καὶ ἀνοίσει ὁ ἱερεὺς τὸ
ὁλοκαύτωμα καὶ τὴν θυσίαν ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον ἔναντι Κυρίου·
καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεύς, καὶ καθαρισθήσεται.
|
20
Θὰ προσφέρῃ τὸ ὁλοκαύτωμα
καὶ τὴν θυσίαν ἐπάνω εἰς
τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ἐξιλεώσῃ
αὐτὸν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν
του καὶ ἔτσι θὰ καθαρισθῇ οὗτος
σύμφωνα μὲ τὴν
νομικὴν διάταξιν.
|
20
Καὶ θὰ προσφέρῃ ὁ ἱερεὺς
τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ τὴν ἀναίμακτον
θυσίαν ἐπανῶ εἰς τὸ θυσιαστήριον ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
θὰ κάνῃ ἐξιλασμὸν ὑπὲρ
αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς καὶ θὰ
εἶναι πλέον καθαρὸς ἔναντι τοῦ Νόμου.
|
21
Ἐὰν δὲ πένηται καὶ ἡ χεὶρ
αὐτοῦ μὴ εὑρίσκῃ, λήψεται
ἀμνὸν ἕνα εἰς ὃ ἐπλημμέλησεν
εἰς ἀφαίρεμα ὥστε ἐξιλάσασθαι
περὶ αὐτοῦ, καὶ δέκατον σεμιδάλεως
πεφυραμένης ἐν ἐλαίῳ εἰς
θυσίαν, καὶ κοτύλην ἐλαίου μίαν,
|
21
Ἐάν ὅμως εἶναι πτωχὸς καὶ
δὲν ἔχῃ τὴν οἰκονομικὴν
δυνατότητα νὰ προσφέρῃ
ὅλα αὐτά, θὰ
πάρῃ ἕνα μόνον ἀμνόν,
τὸν ὁποῖον θὰ θυσιάσῃ
κατὰ τὸν καθοριζόμενον τρόπον ὡς
θυσίαν πλημμελείας, ὥστε νὰ ἐξιλεωθῇ
ἡ ἁμαρτία του. Ἐπίσης θὰ
προσφέρῃ σημιγδάλι τέσσερα περίπου
χιλιόγραμμα ζυμωμένο μὲ λάδι καὶ
διακόσια ὀγδοήκοντα περίπου γραμ.
ἔλαιον.
|
21
Ἐὰν ὅμως εἶναι πτωχὸς ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν
λέπραν, καὶ δὲν ἠμπορῇ νὰ ἀπλώσῃ
τὸ χέρι του διὰ μεγάλα ἔξοδα, θὰ πάρῃ
ἕνα ἀρνί, διὰ νὰ προσφερθῇ
ὡς εἰδικὴ προσφορὰ εἰς τὸν
Κύριον διὰ τὸ πλημμέλημα, ὥστε νὰ
ἐξιλεωθῇ διὰ τὴν ἁμαρτίαν του.
Θὰ πάρῃ καὶ τέσσερα περίπου κιλὰ
σιμιγδάλι ζυμωμένο μὲ λάδι δι ἀναίμακτον θυσίαν
καὶ πεντακόσια περίπου γραμμάρια ἐλαιολάδου,
|
22
καὶ δύο τρυγόνας, ἢ δύο νεοσσοὺς
περιστερῶν, ὅσα εὗρεν ἡ χεὶρ
αὐτοῦ, καὶ ἔσται ἡ μία
περὶ ἁμαρτίας καὶ ἡ μία
εἰς ὁλοκαύτωμα·
|
22
Θὰ προσφέρῃ μαζῆ μὲ αὐτὰ
καὶ δύο τρυγόνας ἢ δύο νεοσσοὺς
περιστερῶν, αὐτά ποὺ ἀντέχει
οἰκονομικῶς. Τὸ ἕνα θὰ τὸ
προσφέρῃ περὶ
ἁμαρτίας καὶ τὸ ἄλλο πρὸς
ὁλοκαύτωσιν.
|
22
καὶ δύο τρυγόνια ἢ δύο νεογέννητα
περιστέρια ἀναλόγως πρὸς τὴν οἰκονομικήν
του δυνατότητα. Τὸ ἕνα πουλὶ θὰ εἶναι
διὰ τὴν θυσίαν δι ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας,
τὸ δὲ ἄλλο διὰ θυσίαν ὁλοκαυτώσεως.
|
23
καὶ προσοίσει αὐτὰ τῇ ἡμέρᾳ
τῇ ὀγδόῃ εἰς τὸ καθαρίσαι
αὐτὸν πρὸς τὸν ἱερέα,
ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς
τοῦ μαρτυρίου ἔναντι Κυρίου.
|
23
Θὰ προσφέρῃ αὐτὰ
εἰς τὸν ἱερέα κατὰ τὴν
ὀγδόην ἡμέραν, διὰ νὰ
καθαρισθῇ εἰς τὴν
θύραν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου,
ἀπέναντι τοῦ Κυρίου.
|
23
Θὰ τὰ προοφέρῃ δὲ διὰ τὸν
καθαρισμόν του κατὰ τὴν ὀγδόην
ἡμέραν εἰς τὴν θύραν τῆς Σκηνῆς
τὸν Μαρτυρίου, ἐνώπιον Κυρίου.
|
24
Καὶ λαβὼν ὁ ἱερεὺς τὸν
ἀμνὸν τῆς πλημμελείας καὶ τὴν
κοτύλην τοῦ ἐλαίου, ἐπιθήσει
αὐτὰ ἐπίθεμα ἔναντι Κυρίου.
|
24
Ὁ ἱερεὺς θὰ πάρῃ τὸν
ἀμνὸν περὶ τῆς πλημμελείας καὶ
τὴν κοτύλην τοῦ ἐλαίου καὶ
θὰ τὰ προσφέρῃ κατὰ εἰδικὸν
τρόπον, ποὺ λέγεται <ἐπίθεμα
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου>.
|
24
Καὶ θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
τὸ ἀρνί, ποὺ προσφέρεται ὡς
θυσία δι' ἐπανόρθωσιν
πλημμελήματος, καὶ τὰ πεντακόσια γραμμάρια τοῦ
ἐλαιολάδου καὶ θὰ τὰ προσφέρῃ,
μὲ τὸν ὡρισμένον τρόπον καὶ τὰς
ἰδιαιτέρας κινήσεις τῆς θυσίας αὐτῆς,
ἐνώπιον Κυρίου. |
25
Καὶ σφάξει τὸν ἀμνὸν τὸν
τῆς πλημμελείας, καὶ λήψεται ὁ
ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ αἵματος
τοῦ τῆς πλημμελείας καὶ ἐπιθήσει
ἐπὶ τὸν λοβὸν τοῦ ὠτὸς
τοῦ καθοριζομένου τοῦ δεξιοῦ καὶ
ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς χειρὸς
τῆς δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ
ἄκρον τοῦ ποδὸς τοῦ δεξιοῦ.
|
25
Θὰ σφάξῃ τὸν ἀμνὸν τῆς
πλημμελείας ὁ ἱερεύς, θὰ πάρῃ
ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ σφαγέντος
ζώου καὶ θὰ θέσῃ εἰς τὸ
δεξιὸν κάτω ἄκρον τοῦ ὠτὸς
τοῦ καθαριζομένου, εἰς τὸ ἄκρον
τῆς δεξιᾶς χειρός του,
καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ
δεξιοῦ του ποδός.
|
25
Θὰ σφάξῃ κατόπιν τὸ ἀρνί, ποὺ
προσφέρεται ὡς θυσία διὰ πλημμέλημα, καὶ
θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ
τὸ αἷμα τῆς θυσίας διὰ πλημμέλημα
καὶ θὰ βάλῃ εἰς τὴν κάτω ἄκρην
τοῦ δεξιοῦ αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ
εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ
του καὶ εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ
ποδιοῦ του. |
26
Καὶ ἀπὸ τοῦ ἐλαίου ἐπιχεεῖ
ὁ ἱερεὺς ἐπὶ τὴν χεῖρα
τοῦ ἱερέως τὴν ἀριστεράν,
|
26
Ἀπὸ τὸ ἔλαιον θὰ χύσῃ
ὁ ἱερεὺς εἰς τὴν χούφταν
τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ
του, |
26
Θὰ χύσῃ ἔπειτα ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὸ λάδι εἰς τὴν χούφταν
τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ του,
|
27
καὶ ρανεῖ ὁ ἱερεὺς τῷ
δακτύλῳ τῷ δεξιῷ ἀπὸ τοῦ
ἐλαίου τοῦ ἐν τῇ χειρὶ
αὐτοῦ τῇ ἀριστερᾷ ἑπτάκις
ἔναντι Κυρίου. |
27
θὰ ραντίσῃ μὲ τὸ δάκτυλόν
του τὸ δεξιὸν ἀπὸ τὸ ἔλαιον
τοῦτο ἑπτὰ φορὰς
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
|
27
καὶ θὰ ραντίσῃ ὁ ἱερεὺς
μὲ τὸ δεξιόν του δάκτυλον ἀπὸ
τὸ λάδι, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸ
ἀριστερόν του χέρι, ἑπτὰ φορὲς ἐνώπιον
Κυρίου. |
28
Καὶ ἐπιθήσει ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τοῦ ἐλαίου τοῦ ἐπὶ
τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἐπὶ τὸν
λοβὸν τοῦ ὠτὸς τοῦ καθοριζομένου
τοῦ δεξιοῦ καὶ ἐπὶ τὸ
ἄκρον τῆς χειρὸς αὐτοῦ τῆς
δεξιᾶς καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον
τοῦ ποδὸς αὐτοῦ τοῦ δεξιοῦ,
ἐπὶ τὸν τόπον τοῦ αἵματος
τοῦ τῆς πλημμελείας·
|
28
θὰ θέσῃ ἀπὸ τὸ ἔλαιον
αὐτό, ποὺ ὑπάρχει εἰς
τὸ χέρι του,
εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ
δεξιοῦ αὐτιοῦ
τοῦ καθαριζομένου, εἰς τὸ ἄκρον
τῆς δεξιᾶς χειρός του, εἰς τὸ
ἄκρον τοῦ δεξιοῦ
ποδός του, εἰς τὸν τόπον ὅπου
τίθεται καὶ τὸ αἷμα
τῆς περὶ πλημμελείας θυσίας.
|
28
Καὶ θὰ βάλῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ
τὸ λάδι, ποὺ εἶναι εἰς τὴν χούφταν
του, εἰς τὴν κάτω ἄκρην τοῦ δεξιοῦ
αὐτιοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ καθαρίζεται
ἀπὸ τὴν λέπραν, καὶ εἰς τὴν
ἄκρην τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του καὶ
εἰς τὴν ἄκρην τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ
του, ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου ἐτέθη
τὸ αἷμα τοῦ ζώου, ποὺ προσεφέρθη διὰ
πλημμέλημα. |
29
τὸ δὲ καταλειφθὲν ἀπὸ τοῦ
ἐλαίου τὸ ὂν ἐπὶ τῆς
χειρὸς τοῦ ἱερέως ἐπιθήσει
ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ καθορισθέντος,
καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ
ὁ ἱερεὺς ἔναντι Κυρίου.
|
29
Τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἔλαιον, ποὺ
ἔχει ὁ ἱερεὺς
εἰς τὸ χέρι του, θὰ τὸ
θέσῃ εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ
καθορισθέντος καὶ θὰ ἐξιλεώσῃ
αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου.
|
29
Τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἀπὸ τὸ
λάδι, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν χούφταν
του, θὰ τὸ βάλῃ ὁ ἱερεὺς
ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου,
ποὺ ἐκαθαρίσθη ἀπὸ τὴν
λέπραν, καὶ ἔτσι θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ
ὁ ἱερεὺς ἐνώπιον Κυρίου.
|
30
Καὶ ποιήσει μίαν ἀπὸ τῶν
τρυγόνων ἀπὸ τῶν νεοσσῶν
τῶν περιστερῶν, καθότι εὗρεν αὐτοῦ
ἡ χείρ, |
30
Θὰ προσφέρῃ ὁ τέως λεπρός,
ἐὰν εἶναι πτωχός,
μίαν ἀπὸ τὰς τρυγόνας, ἢ
ἀπὸ τοὺς νεοσσοὺς τῶν περιστερῶν,
κατὰ τὴν οἰκονομικήν του δυνατότητα·
|
30
Θὰ κάνῃ καὶ μίαν προσφορὰν ἀπὸ
τὰ τρυγόνια ἢ ἀπὸ τὰ νεογέννητα
περιστέρια, ἀναλόγως τῆς οἰκονομικῆς
του δυνατότητος. |
31
τὴν μίαν περὶ ἁμαρτίας καὶ
τὴν μίαν εἰς ὁλοκαύτωμα σὺν
τῇ θυσίᾳ, καὶ ἐξιλάσεται
ὁ ἱερεὺς περὶ τοῦ καθοριζομένου
ἔναντι Κυρίου. |
31
την μὲν μίαν περὶ ἁμαρτίας,
καὶ τὴν ἄλλην δι' ὁλοκαύτωμα
μαζῆ μὲ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν.
Ἔτσι δὲ ὁ ἱερεὺς θὰ ἐξιλεώσῃ
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὸν καθαριζόμενον
τέως λεπρόν. |
31
Θὰ προσφέρῃ τὸ ἕνα ὡς θυσίαν
δι' ἐξιλέωσιν ἁμαρτίας
καὶ τὸ ἄλλο ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώματος.
Θὰ τὰ προσφέρῃ δὲ μαζὶ
μὲ τὴν ἀναίμακτον θυσίαν καὶ ἔτσι
θὰ τὸν ἐξιλεώσῃ ὁ ἱερεὺς
ἐνώπιον Κυρίου. |
32
Οὗτος ὁ νόμος, ἐν ᾧ ἐστιν
ἡ ἁφὴ τῆς λέπρας, καὶ
τοῦ μὴ εὑρίσκοντος τῇ χειρὶ
εἰς τὸν καθαρισμὸν αὐτοῦ.
|
32
Αὐτὴ εἶναι ἡ νομικὴ διάταξις
διὰ τὸν καθαρισμὸν τοῦ λεπροῦ,
ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει οἰκονομικὰς
δυνατότητας>. |
32
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ
τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἐπληγώθη ἀπὸ
λέπραν καὶ δεν ἔχει μεγάλην οἰκονομικὴν
ἄνεσιν, διὰ να κάνῃ ὅσα πρέπει
διὰ τὸν καθαρισμόν του>.
|
33
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν
καὶ Ἀαρὼν λέγων·
|
33
Ἐλάλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρὼν λέγων·
|
33
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν
Μωϋσὴν καὶ τὸν Ἀαρὼν καὶ
τοὺς εἶπε: |
34
ὡς ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν
γῆν τῶν Χαναναίων, ἣν ἐγὼ
δίδωμι ὑμῖν ἐν κτήσει, καὶ
δώσω ἁφὴν λέπρας ἐν ταῖς
οἰκίαις τῆς γῆς τῆς ἐγκτήτου
ὑμῖν, |
34
<ὅταν εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν
τῶν Χαναναίων, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
θὰ σᾶς δώσω ὡς ἰδικήν
σας, καὶ παραχωρήσω νὰ ἐμφανισθῇ
λέπρα εἰς τὰς οἰκίας τῆς
χώρας, ποὺ θὰ κατακτήσετε,
|
34
(Ὅταν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν χώραν
τῶν Χαναναίων, ποὺ σᾶς τὴν δίδω ἐγὼ
ὡς ἰδιοκτησίαν σας, καὶ συμβῇ νὰ
στείλω πληγὴν λέπρας εἰς τὰ σπίτια τῆς
χώρας, ποὺ θὰ κατακτήσετε, |
35
καὶ ἥξει τινὸς αὐτοῦ ἡ
οἰκία, καὶ ἀναγγελεῖ τῷ
ἱερεῖ λέγων· ὥσπερ ἁφὴ
ἑώραταί μοι ἐν τῇ οἰκίᾳ.
|
35
ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ οἰκία
θὰ ἔχῃ προσβληθῇ ἀπὸ λέπραν
θὰ ἔλθῃ εἰς τὸν ἱερέα
καὶ θὰ τὸ ἀναγγείλῃ λέγων·
<κάτι σὰν πληγῇ λέπρας ἔχει
φανῇ εἰς τὴν οἰκίαν μου>.
|
35
θὰ ἔλθῃ αὐτός, εἰς τὸν
ὁποῖον ἀνήκει τὸ σπίτι ποὺ
προσεβλήθη ἀπὸ λέπραν, καὶ θὰ τὸ
ἀνακοινώσῃ εἰς τὸν ἱερέα καὶ
θὰ τοῦ εἰπῇ: <Εἰς τὸ
σπίτι μου παρετήρησα κάτι σὰν τὰ συμπτώματα τῆς
λέπρας>. |
36
Καὶ προστάξει ὁ ἱερεὺς ἀποσκευάσαι
τὴν οἰκίαν, πρὸ τοῦ εἰσελθόντα
τὸν ἱερέα ἰδεῖν τὴν ἁφήν,
καὶ οὐ μὴ ἀκάθαρτα γένηται
ὅσα ἂν ᾖ ἐν τῇ οἰκίᾳ,
καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσεται
ὁ ἱερεὺς καταμαθεῖν τὴν οἰκίαν.
|
36
Θὰ διατάξῃ ὁ ἱερεὺς νὰ
ἐκκενωθῇ ἡ οἰκία ἀπὸ
ὅλα τὰ σκεύη καὶ ἔπιπλα, πρὶν
εἰσέλθῃ αὐτὸς (ὁ ἱερεύς)
καὶ ἴδῃ τὴν προσβολὴν τῆς
λέπρας· ἔτσι δὲ ἐὰν ἡ
οἰκία εἶναι ἀκάθαρτος δὲν
θὰ θεωρηθοῦν ἀκάθαρτα καὶ ὅσα
πράγματα θὰ εὑρίσκωνται εἰς
αὐτήν. Ἀφοῦ ἀδειάσῃ
ἡ οἰκία, θὰ εἰσέλθῃ
ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ τὴν ἐξετάσῃ.
|
36
Θὰ διατάξῃ τότε ὁ ἱερεὺς νὰ
ἀδειάσῃ τὸ σπίτι ἀπὸ ὅλα
τὰ σκεύη του, πρὶν νὰ ἐμβῇ εἰς
αὐτὸ ὁ ἱερεύς, διὰ νὰ
ἰδῇ τὴν προσβολήν, διὰ νὰ μὴ
θεωρηθοῦν ἀκάθαρτα καὶ τὰ σκεύη, ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὸ σπίτι, εἰς περίπτωσιν
ποὺ θὰ κριθῇ αὐτὸ ἀκάθαρτον.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀδειάσῃ τὸ
σπίτι, θὰ εἰσέλθῃ ὁ ἱερεύς,
διὰ νὰ τὸ ἐρευνήσῃ μὲ
προσοχήν. |
37
Καὶ ὄψεται τὴν ἁφήν, καὶ
ἰδοὺ ἡ ἁφὴ ἐν τοῖς
τοίχοις τῆς οἰκίας, κοιλάδας
χλωριζούσας, ἢ πυρριζούσας, καὶ ἡ
ὄψις αὐτῶν ταπεινοτέρα τῶν τοίχων,
|
37
Θὰ ἴδῃ τὰ συμπτώματα εἰς
τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας καὶ
ἐὰν κατὰ τόπους αὐτὰ εἶναι
πρασινοκίτρινα ἢ ἐρυθρωπὰ καὶ
ἡ ἐπιφάνεια αὐτῶν χαμηλοτέρα
ἀπὸ τὴν ἄλλην ἐπιφάνειαν
τῶν τοίχων, |
37
Καὶ θὰ ἐξετάσῃ τὴν προσβολὴν
καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ ὅτι ἡ
πληγὴ εἰς τοὺς τοίχους τῆς οἰκίας
ἔχει σχηματίσει βαθουλώματα πρασινοκίτρινα ἢ ξανθοκόκκινα
καὶ ἢ ἐπιφάνειά των ἔχει
ὑποχωρήσει ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους
τοίχους, |
38
καὶ ἐξελθὼν ὁ ἱερεὺς ἐκ
τῆς οἰκίας ἐπὶ τὴν θύραν
τῆς οἰκίας, καὶ ἀφοριεῖ
ὁ ἱερεὺς τὴν οἰκίαν ἑπτὰ
ἡμέρας. |
38
θὰ ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς
ἀπὸ τὴν οἰκίαν αὐτήν,
θὰ κλείσῃ τὴν θύραν της καὶ
θὰ ἀπομονώσῃ αὐτὴν ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας. |
38
τότε, ἀφοῦ βγῇ ἀπὸ τὸ
σπίτι ὁ ἱερεύς, θὰ σταθῇ εἰς
τὴν εἴσοδόν του καὶ θὰ σφραγίσῃ
καὶ θὰ ἀπομονώσῃ τὸ σπίτι ἐπὶ
ἑπτὰ ἡμέρας. |
39
Καὶ ἐπανήξει ὁ ἱερεὺς
τῇ ἑβδόμῃ καὶ ὄψεται τὴν
οἰκίαν, καὶ ἰδοὺ διεχύθη
ἡ ἁφὴ ἐν τοῖς τοίχοις
τῆς οἰκίας, |
39
Θὰ ἐπανέλθῃ κατὰ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν, θὰ ἐξετάσῃ πάλιν
τὴν οἰκίαν καὶ ἐὰν ἴδῃ
ὅτι ἡ προσβολὴ ἔχει ἁπλωθῆ
καὶ εἰς ἄλλα μέρη τῶν τοίχων,
|
39
Θὰ ἐπανέλθῃ δὲ ὁ ἱερεὺς
κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν καὶ
θὰ ἐξετάσῃ τὸ σπίτι, καὶ ἐὰν
διαπιστώσῃ ὅτι διεδόθη ἡ προσβολὴ
εἰς τοὺς τοίχους του, |
40
καὶ προστάξει ὁ ἱερεύς, καὶ
ἑξελοῦσι τοὺς λίθους, ἐν οἷς
ἐστιν ἡ ἁφή, καὶ ἐκβαλοῦσιν
αὐτοὺς ἔξω τῆς πόλεως εἰς
τόπον ἀκάθαρτον.
|
40
θὰ διατάξῃ ὁ ἱερεὺς νὰ
ἀποσπάσουν τοὺς λίθους, ὅπου
ἔχει παρουσιασθῆ ἡ προσβολή, καὶ
νὰ τοὺς βγάλουν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς τόπον ἀκάθαρτον.
|
40
θὰ διατάξῃ ὁ ἱερεὺς καὶ
θὰ βγάλουν τοὺς λίθους, εἰς τοὺς ὁποίους
παρετηρήθη ἢ προσβολή, καὶ θὰ τοὺς
πετάξουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς
τόπον ἀκάθαρτον. |
41
Καὶ τὴν οἰκίαν ἀποξύσουσιν
ἔσωθεν κύκλῳ καὶ ἐκχεοῦσι
τὸν χοῦν τὸν ἀπεξυσμένον ἔξω
τῆς πόλεως εἰς τόπον ἀκάθαρτον.
|
41
Θὰ ξύσουν τὴν οἰκίαν ἐσωτερικῶς
ὁλόγυρα ἀπὸ τὸ προσβληθὲν
μέρος, καὶ τὸ ἀποξεσθὲν χῶμα
θὰ τὸ πετάξουν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς τόπον ἀκάθαρτον.
|
41
Θὰ ξύσουν κατόπιν ὁλόγυρα τὸ σπίτι ἀπὸ
μέσα καὶ θὰ χύσουν τὸ χῶμα, ποὺ
θὰ πέσῃ μετὰ τὴν ἀπόξεσιν,
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τόπον
ἀκάθαρτον. |
42
Καὶ λήψονται λίθους ἀπεξυσμένους
ἑτέρους, καὶ ἀντιθήσουσιν ἀντὶ
τῶν λίθων καὶ χοῦν ἕτερον λήψονται
καὶ ἐξαλείψουσι τὴν οἰκίαν.
|
42
Θὰ πάρουν ἔπειτα ἄλλους λίθους
ξυσμένους, καθαροὺς καὶ θὰ τοὺς
θέσουν εἰς ἀντικατάστασιν τῶν
ἀφαιρεθέντων λίθων, θὰ πάρουν
ἐπίσης ἄλλο χῶμα καὶ θὰ
κάμουν πηλόν, διὰ νὰ ἀλείψουν
ἐκ νέου τὴν οἰκίαν.
|
42
Θὰ πάρουν ἔπειτα ἄλλους λίθους πελεκημένους
καὶ ξυσμένους καὶ θὰ τοὺς τοποθετήσουν
εἰς τὴν θέσιν, ποὺ ἦσαν οἱ προηγούμενοι
λίθοι. Θὰ πάρουν δὲ καὶ ἄλλο χῶμα
καὶ θὰ σοβατίσουν τὸ σπίτι καὶ πάλιν.
|
43
Ἐὰν δὲ ἐπέλθῃ πάλιν
ἁφὴ καὶ ἀνατείλῃ ἐν
τῇ οἰκίᾳ μετὰ τὸ ἐξελεῖν
τοὺς λίθους καὶ μετὰ τὸ ἀποξυσθῆναι
τὴν οἰκίαν καὶ μετὰ τὸ
ἐξαλειφθῆναι, |
43
Εὰν ὅμως παρουσιασθῇ πάλιν προσβολὴ
τῆς λέπρας καὶ ἀναφανῇ εἰς
τὴν οἰκίαν μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν
τοῦ λίθου καὶ τὴν ἀπόξεσιν
τῆς οἰκίας καὶ μετὰ τὴν
ἐπάλειψιν αὐτῆς,
|
43
Ἐὰν ὅμως μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν
τῶν λίθων καὶ μετὰ τὴν ἀπόξεσιν
τῶν τοίχων τῆς οἰκίας καὶ μετὰ
τὸ νέον σοβάτισμα τῶν παρουσιασθῇ καὶ
πάλιν πληγῇ λέπρας εἰς τὸ σπίτι καὶ
εἶναι ἔκδηλος, |
44
καὶ εἰσελεύσεται ὁ ἱερεὺς
καὶ ὄψεται· εἶ διακέχυται ἡ
ἁφὴ ἐν τῇ οἰκίᾳ,
λέπρα ἔμμονός ἐστιν ἐν τῇ
οἰκίᾳ, ἀκάθαρτός ἐστι.
|
44
θὰ εἰσέλθῃ ὁ ἱερεὺς
καὶ θὰ ἐξετάσῃ πάλιν τὴν
οἰκίαν ἐὰν ἡ προσβολὴ
διεδόθη εἰς τὴν οἰκίαν, τότε
ἡ λέπρα εἶναι μόνιμος εἰς τὴν
οἰκίαν καὶ αὐτὴ εἶναι
ἀκάθαρτος. |
44
θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὸ ὁ
ἱερεὺς καὶ θὰ ἐξετάσῃ,
καὶ ἐὰν ἔχῃ διαδοθῇ ἡ
προσβολὴ τῆς λέπρας εἰς ὅλον τὸ
σπίτι, πρόκειται διὰ λέπραν ἐπίμονον ποὺ
ἔπληξε τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐξ
αἰτίας της εἶναι πλέον ἀκάθαρτον.
|
45
Καὶ καθελοῦσι τὴν οἰκίαν καὶ
τὰ ξύλα αὐτῆς καὶ τοὺς
λίθους αὐτῆς καὶ πάντα τὸν
χοῦν ἐξοίσουσιν ἔξω τῆς πόλεως
εἰς τόπον ἀκάθαρτον.
|
45
Θὰ κρημνίσουν τὴν οἰκίαν καὶ
τὰ ξύλα της καὶ τοὺς λίθους
της καὶ ὅλον τὸ χῶμα της καὶ
θὰ μεταφέρουν αὐτὰ ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς τόπον ἀκάθαρτον.
|
45
Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν πρέπει νὰ
κρημνίσουν τὸ σπίτι καὶ νὰ βγάλουν τὰ
ξύλα του καὶ τοὺς λίθους του καὶ ὅλα
τὰ χώματά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν,
εἰς τόπον ἀκάθαρτον. |
46
Καὶ ὁ εἰσπορευόμενος εἰς τὴν
οἰκίαν πάσας τὰς ἡμέρας,
ἃς ἀφωρισμένη ἐστίν, ἀκάθαρτος
ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
46
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ εἰσέλθῃ
εἰς τὴν οἰκίαν κατὰ τὰς
ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας
αὐτὴ εἶναι ἀπομονωμένη, θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἑσπέραν.
|
46
Καθένας δὲ ποὺ εἰσέρχεται εἰς
τὸ σπίτι ὅλας τὰς ἡμέρας, κατὰ
τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ ἀπομονωθῇ
ἀπὸ τὸν ἱερέα, θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἰδίας
ἡμέρας. |
47
Καὶ ὁ κοιμώμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ
πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ,
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας·
καὶ ὁ ἕσθων ἐν τῇ οἰκίᾳ
πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ,
καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας.
|
47
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κοιμηθῇ εἰς
αὐτὴν τὴν οἰκίαν, θὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος ἕως τὴν ἐσπέραν.
Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ θὰ
φάγῃ εἰς τὴν οἰκίαν αὐτήν,
θὰ πλύνῃ τὰ ἐνδύματά
του καὶ θὰ εἶναι ἀκάθαρτος ἕως
τὴν ἐσπέραν. |
47
Αὐτὸς δὲ ποὺ κοιμᾶται εἰς
τὸ σπίτι αὐτό, πρέπει νὰ πλύνῃ
τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ εἶναι
ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας
ἐκείνης. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ τρώγει
εἰς ἐκεῖνο τὸ σπίτι, πρέπει νὰ
πλύνῃ τὰ ἐνδύματά του καὶ θὰ
εἶναι ἀκάθαρτος μέχρι τὸ βράδυ τῆς
ἰδίας ἡμέρας. |
48
Ἐὰν δὲ παραγενόμενος εἰσέλθῃ
ὁ ἱερεὺς καὶ ἴδῃ, καὶ
ἰδοὺ διαχύσει οὐ διαχεῖται ἡ
ἁφὴ ἐν τῇ οἰκίᾳ
μετὰ τὸ ἐξαλειφθῆναι τὴν οἰκίαν,
καὶ καθαριεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν
οἰκίαν, ὅτι ἰάθη ἡ ἁφή. |
48
Ἐὰν δὲ εἰσέλθῃ ὁ
ἱερεὺς εἰς τὴν οἰκίαν
καὶ ἴδῃ ὅτι δὲν ἔχει διαδοθῇ
ἡ προσβολὴ εἰς αὐτὴν μετὰ
τὴν μερικὴν κάθαρσιν ποὺ εἶχε
γίνει, θὰ κηρύξῃ αὐτὴν
ὁ ἱερεὺς καθαράν, διότι ἡ
προσβολὴ ἔχει πλέον θεραπευθῆ. |
48
Ἐὰν ὅμως ἔλθῃ ὁ ἱερεὺς
καὶ εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι καὶ
ἐξετάσῃ καὶ διαπιστώσῃ ὅτι δὲν
διεδόθη πλέον ἡ προσβολὴ τῆς λέπρας εἰς
τὸ σπίτι μετὰ τὸ σοβάτισμά του, θὰ
κατατάξῃ ὁ ἱερεὺς τὸ σπίτι εἰς
τὰ καθαρά, διότι ἐθεραπεύθη πλέον ἡ πληγή
του. |
49
Καὶ λήψεται ἀφαγνίσαι τὴν οἰκίαν
δύο ὀρνίθια ζῶντα καθαρὰ καὶ
ξύλον κέδρινον καὶ κεκλωσμένον κόκκινον
καὶ ὕσσωπον· |
49
Διὰ τὸν ἀγνισμὸν δὲ τῆς
οἰκίας θὰ πάρῃ ὁ ἱερεὺς
δύο μικρὰ ζῶντα πτηνὰ καθαρά,
τῶν ὁποίων ἐπιτρέπεται ἡ
βρῶσις, ἕνα κέδρινο ξύλο, σχοινὶ
ἀπὸ στριμμένην κοκκίνην κλωστὴν
καὶ ἕνα κλωναράκι ὑσσώπου.
|
49
Διὰ νὰ καθαρίσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς
καὶ ἔναντι τοῦ Νόμου τὸ σπίτι, θὰ
πάρῃ δύο μικρά, ζωντανὰ καὶ καθαρὰ
πουλιὰ καὶ ξύλον ἀπὸ κέδρον καὶ
κόκκινο νῆμα καὶ κλαδὶ ἀπὸ ὕσσωπον.
|
50
καὶ σφάξει τὸ ὀρνίθιον τὸ
ἓν εἰς σκεῦος ὀστράκινον ἐφ'
ὕδατι ζῶντι, |
50
Θὰ σφάξῃ τὸ ἕνα μικρὸν
πτηνὸν εἰς ἕνα πήλινον δοχεῖον
ποὺ περιέχει πηγαῖον ὕδωρ. |
50
Καὶ θὰ σφάξῃ κατόπιν τὸ ἕνα
πουλὶ εἰς πήλινον δοχεῖον, ποὺ ἔχει
μέσα νερὸ πηγαῖον (ἢ καὶ τρεχούμενον).
|
51
καὶ λήψεται τὸ ξύλον τὸ κέδρινον
καὶ τὸ κεκλωσμένον κόκκινον καὶ
τὸν ὕσσωπον καὶ τὸ ὀρνίθιον
τὸ ζῶν, καὶ βάψει αὐτὸ
εἰς τὸ αἷμα τοῦ ὀρνιθίου
τοῦ ἐσφαγμένου ἐφ' ὕδατι ζῶντι,
καὶ περιρρανεῖ ἐν αὐτοῖς ἐπὶ
τὴν οἰκίαν ἑπτάκις,
|
51
Θὰ πάρῃ τὸ κέδρινον ξύλο
καὶ τὸ σχοινὶ τὸ καμωμένον μὲ
τὴν κοκκίνην στρυμμένην κλωστήν, τὸ
κλωναράκι τοῦ ὑσσώπου, καὶ τὸ
ζωντανὸν μικρὸν πτηνόν, θὰ βυθίσῃ
αὐτὰ εἰς τὸ αἷμα τοῦ μικροῦ
πτηνοῦ, ποὺ ἐσφάγη ἐπάνω
ἀπὸ τὸ πηγαῖον ὕδωρ, καὶ
θὰ ραντίσῃ μὲ τὸ ὕδωρ
αὐτὸ τὴν οἰκίαν ἑπτὰ
φοράς. |
51
Θὰ πάρῃ δὲ τὸ κέδρινον ξύλον,
τὸ κόκκινο νῆμα, τὸ κλαδὶ τοῦ
ὕσσωπου καὶ τὸ ζωντανὸ πουλὶ
καὶ θὰ τὰ βουτήσῃ εἰς τὸ
αἷμα, ποὺ ἐχύθη ἀπὸ τὸ
ἄλλο πουλὶ ποὺ ἐσφάγη εἰς τὸ
πηγαῖο νερό, καὶ θὰ ραντίσῃ μὲ
αὐτὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ σπίτι ἑπτὰ
φορές. |
52
καὶ ἀφαγνιεῖ τὴν οἰκίαν
ἐν τῷ αἵματι τοῦ ὀρνιθίου
καὶ ἐν τῷ ὕδατι τῷ ζῶντι
καὶ ἐν τῷ ὀρνιθίῳ τῷ
ζῶντι καὶ ἐν τῷ ξύλῳ τῷ
κεδρίνῳ καὶ ἐν τῷ ὑσσώπω
καὶ ἐν τῷ κεκλωσμένω κοκκίνῳ.
|
52
Θὰ ἐξαγνίσῃ ἔτσι τὴν οἰκίαν
μὲ τὸ αἷμα τοῦ σφαγέντος μικροῦ
πτηνοῦ καὶ μὲ τὸ πηγαῖον ὕδωρ,
μὲ τὸ ζῶν μικρὸν πτηνόν, μὲ
τὸ κέδρινον ξύλον καὶ μὲ τὸ
σχοινὶ τὸ καμωμένον ἀπὸ κοκκίνην
στριμμένην κλωστήν. |
52
Καὶ ἔτσι θὰ καθαρίσῃ ὁ ἱερεὺς
τὸ σπίτι μὲ τὸ αἷμα τοῦ πουλιοῦ
καὶ τὸ πηγαῖο νερό, μὲ τὸ ζωντανὸ
πουλὶ καὶ τὸ κέδρινο ξύλο καὶ μὲ
τὸ κλαδὶ τοῦ ὑσσώπου καὶ τὸ
κόκκινο νῆμα. |
53
Καὶ ἐξαποστελεῖ τὸ ὀρνίθιον
τὸ ζῶν ἔξω τῆς πόλεως εἰς
τὸ πεδίον καὶ ἐξιλάσεται περὶ
τῆς οἰκίας, καὶ καθαρὰ ἔσται.
|
53
Θὰ ἀφήσῃ ἐλεύθερον τὸ
ζωντανὸν μικρὸν πτηνὸν ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλιν εἰς τὴν πεδιάδα, θὰ
ἐξιλεώσῃ ἔτσι τὴν οἰκίαν
καὶ θὰ εἶναι αὐτὴ καθαρά.
|
53
Θὰ ἀφήσῃ δὲ ὁ ἱερεὺς
ἐλεύθερο τὸ ζωντανὸ πουλὶ ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὴν πεδιάδα.
Ἔτσι θὰ ἔχῃ κάμει αὐτὰ
ποὺ πρέπει, διὰ νὰ ἐξιλεωθῇ
τὸ σπίτι ἐκεῖνο ἔναντι τοῦ Νόμου
καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εἶναι
καθαρόν>. |
54
Οὗτος ὁ νόμος κατὰ πᾶσαν ἁφὴν
λέπρας καὶ θραύσματος
|
54
Αὐτὴ ἡ νομικὴ διάταξις, ποὺ
θὰ ἐφαρμόζεται κάθε φορὰν κατὰ
τὴν ὁποίαν ἤθελε παρουσιασθῆ
προσβολὴ λέπρας, |
54
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀφορᾷ
κάθε προσβολὴν λέπρας καὶ πληγὴν τοῦ
σώματος, σὰν τὴν κασίδαν ἢ τὴν ψώραν,
|
55
καὶ τῆς λέπρας ἱματίου καὶ
οἰκίας |
55
ὅπως ἐπίσης καὶ ἐπὶ τῆς
λέπρας, ποὺ ἤθελε παρουσιασθῇ εἰς
ἔνδυμα ἢ εἰς οἰκίαν.
|
55
καὶ τὴν λέπραν ἐνδύματος καὶ οἰκίας
|
56
καὶ οὐλῆς καὶ σημασίας καὶ
τοῦ αὐγάζοντος
|
56
Αὐτὴ εἶναι ἐπίσης ἡ νομικὴ
διάταξις καὶ διὰ τὰς ὑποτιθεμένας
πληγὰς λέπρας, ὅπως ἐπίσης καὶ
διὰ τὰ λευκάζοντα σημεῖα τοῦ
δέρματος ἐξ αἰτίας τῆς λευκοπλασίας.
|
56
καὶ τὴν κλεισμένην πληγὴν καὶ κάθε
σημάδι, ποὺ φανερώνει πιθανὴν λέπραν, καὶ
τὸ ἐξάνθημα, ποὺ γυαλίζει εἰς τὸ
δέρμα. |
57
καὶ τοῦ ἐξηγήσασθαι ᾗ ἡμέρᾳ
ἀκάθαρτον, καὶ ᾖ ἡμέρᾳ
καθαρισθήσεται. Οὗτος ὁ νόμος τῆς
λέπρας. |
57
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, διὰ
τοῦ ὁποίου καθορίζεται πότε
εἶναι κάποιος ἀκάθαρτος καὶ
πότε εἶναι οὗτος καθαρός. Αὐτὸς
γενικῶς εἶναι ὁ νόμος τῆς λέπρας
τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐνδυμάτων
καὶ τῶν οἰκιῶν>. |
57
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, βάσει τοῦ
ὁποίου θὰ κρίνεται πότε ἕνα πρόσωπον ἢ
πρᾶγμα εἶναι ἀκάθαρτον καὶ πότε καθαρόν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος, ποὺ ἀναφέρεται
εἰς ὅλας γενικῶς τὰς περιπτώσεις τῆς
λέπρας. |