Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ησοῦς
δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ὑπέστρεψεν
ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου, καὶ
ἤγετο ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὴν
ἔρημον |
δὲ
Ἰησοῦς, γεμᾶτος ἀπὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν
Ἰορδάνην καὶ ὠδηγεῖτο μὲ
τὴν παρακίνησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
εἰς τὴν ἔρημον, |
Ἰησοῦς
δὲ γεμᾶτος ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον
ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ
ὠδηγεῖτο δι’ ἐσωτερικῆς παρακινήσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον,
|
2
ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ
τοῦ διαβόλου, καὶ οὐκ ἔφαγεν
οὐδὲν ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις· καὶ συντελεσθεισῶν
αὐτῶν ὕστερον ἐπείνασε.
|
2
εἰς τὴν ὁποίαν σαράντα ἡμέρας
ἐπειράζετο ἀπὸ τὸν διάβολον.
Καὶ δὲν ἔφαγε τίποτε τὰς ἡμέρας
ἐκείνας. Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσαν
αὐταί, ἔπειτα ἐπείνασε.
|
2
ὅπου ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἐπειράζετο
ἀπὸ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος
ματαίως ἐζήτει νὰ τὸν ἀποσπάσῃ
ἀπὸ τὰς εἰς τὸ ἔργον τοῦ
Θεοῦ ἀφωσιωμένας σκέψεις του. Καὶ δὲν
ἔφαγε τίποτε κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας.
Καὶ ὅταν ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι
αὐταί, ὕστερον ἐπείνασε.
|
3
Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος·
εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ
τῷ λίθῳ τούτῳ ἵνα γένηται
ἄρτος. |
3
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ
διάβολος· <ἐὰν εἶσαι Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ (ὅπως εἶπεν ἡ φωνή
ποὺ ἠκούσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην,
καὶ ἔχεις δύναμιν ἀπὸ τὸν
Θεόν) εἰπὲ εἰς τὸν λίθον
αὐτὸν νὰ γίνῃ ἄρτος>.
|
3
Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος·
Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ὅπως ἐμαρτύρησεν ἡ φωνή, ποὺ ἠκούσθη
εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἀπόδειξέ το μὲ
θαῦμα. Εἰπὲ εἰς τὸν λίθον αὐτὸν
νὰ μεταβληθῇ εἰς ἄρτον.
|
4
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς
πρὸς αὐτὸν λέγων· γέγραπται
ὅτι οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ
ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ
ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος
Θεοῦ. |
4
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς
πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν· <εἶναι
γραμμένο εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφῆ,
ὅτι δὲν θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος
μόνον μὲ ἄρτον, ἀλλὰ καὶ
μὲ κάθε λόγον, ποὺ βγαίνει ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν
ὁ Θεὸς δώσῃ διαταγήν, ἠμπορεῖ
νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ
χωρὶς ἄρτον>. |
4
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη
καὶ τοῦ εἶπεν· Εἶναι γραμμένον
εἰς τὸ Δευτερονόμιον, ὅτι δὲν θὰ
διατηρηθῇ εἰς τὴν ζωὴν ὁ ἄνθρωπος
διὰ μόνου τοῦ ἄρτου, ἀλλὰ μὲ
κάθε προσταγήν, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ
τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς
διατάξῃ, θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος
καὶ χωρὶς ἄρτον. |
5
Καὶ ἀναγαγὼν αὐτὸν ὁ διάβολος
εἰς ὅρος ὑψηλὸν ἔδειξεν αὐτῷ
πάσας τὰς βασιλείας τῆς οἰκουμένης
ἐν στιγμῇ χρόνου, |
5
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν
ὁ διάβολος εἰς ὅρος ὑψηλόν,
τοῦ ἔδειξεν εἰς στιγμὴν χρόνου
πανοραματικῶς ὅλας τὰς βασιλείας τοῦ
κόσμου, τὴν δύναμίν των, τὰ
πλούτη των τὴν μεγαλοπρέπειάν των.
|
5
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν ὁ
διάβολος εἰς ὑψηλὸν βουνόν, τοῦ ἔδειξε
σὰν εἰς πανόραμα ἐν μιᾷ στιγμῇ
χρόνου, (τὸ ὁποῖον καθίστα τὸν πειρασμὸν
ἰσχυρότερον), ὅλα τὰ βασίλεια τῆς
κατοικουμένης γῆς μὲ τὰ πλοῦτη των
καὶ τὴν ἀπατηλὴν μεγαλοπρέπειάν των.
|
6
καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ διάβολος·
σοὶ δώσω τὴν ἐξουσίαν ταύτην
ἅπασαν καὶ τὴν δόξα αὐτῶν,
ὅτι ἐμοὶ παραδέδοται, καὶ ᾧ
ἐὰν θέλω δίδωμαι αὐτήν.
|
6
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ
διάβολος· <θὰ δώσω εἰς σὲ
ὅλην αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν
ἐπάνω εἰς τὰ κράτη καὶ
ὅλην τὴν δόξαν των. Θὰ σοῦ τὰ
δώσω, διότι ἔχουν παραδοθῇ καὶ
ὑποταχθῇ, ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν των, εἰς ἐμὲ καὶ
ἐγὼ τὰ δίδω εἰς ὅποιον
θέλω. |
6
Καὶ τοῦ εἶπεν ὁ διάβολος· θὰ
δώσω εἰς σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ
κράτη, ποὺ ἐξουσιάζονται ἀπὸ ἐμέ,
καὶ ὅλην τὴν δόξαν τους· θὰ σοῦ
τὰ δώσω, διότι ἔχουν παραδοθῇ εἰς
ἐμὲ ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς
των καὶ τοὺς λαούς των, οἱ ὁποῖοι
διὰ τῆς ἁμαρτίας ὑπετάγησαν εἰς
ἐμέ. Εἶναι λοιπὸν (δικά μου καὶ εἰς
οἰονδήποτε θέλω, τὰ δίδω. Καὶ ἀνυψώνω
ἐγὼ διὰ τῶν ὀργάνων μου εἰς
μεγάλα ἀξιώματα ἐκείνους, ποὺ παραδίδονται
εἰς ἐμέ. |
7
Σὺ οὖν ἐὰν προσκυνήσῃς
ἐνώπιόν μου, ἔσται σου πᾶσα.
|
7
Σὺ λοιπόν, ἐὰν πέσῃς ἐμπρός
μου καὶ μὲ προσκυνήσῃς ὡς κύριόν
σου, θὰ ἔχῃς ὡς ἰδικήν
σου ὅλη αὐτὴν τὴν
ἐξουσία καὶ μεγαλοπρέπειαν>.
|
7
Ἐὰν λοιπὸν σὺ προσκυνήσῃς ἐμπρός
μου καὶ μὲ ἀναγνωρίσῃς ὡς κύριόν
σου, ὅλη ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δόξα
αὐτὴ θὰ εἶναι ἰδική σου.
|
8
Καὶ ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω
μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον
τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ
μόνῳ λατρεύσεις.
|
8
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
τοῦ εἶπεν· <φύγε ἀπ' ἐμπρός
μου, σατανᾶ (δὲν θέλω μὲ κανέναν
τρόπον νὰ ἀκούσω τὴν πονηράν
σου πρότασιν), διότι εἶναι γραμμένον·
Κύριον τὸν Θεόν σου θὰ προσκυνήσῃς
καὶ αὐτὸν μόνον θὰ λατρεύσῃς>.
|
8
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη
καὶ εἶπε· Φύγε ἀπὸ ἐμπρός
μου, σατανᾶ. Δὲν ἡμπορῶ νὰ σὲ
ἀκούω. Διότι εἶναι γραμμένον· Κύριον τὸν
Θεόν σου θὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν
μόνον θὰ λατρεύσῃς. |
9
Καὶ ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα,
καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ
τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ καὶ
εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱὸς
εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν ἐντεῦθεν
κάτω· |
9
Καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν ἔστησεν ὄρθιον
εἰς τὸ ὑψηλὸν ἄκρον τῆς
στέγῃς τοῦ Ναοῦ καὶ τοῦ
εἶπε· <ἐὰν εἶσαι υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ρίψε τὸν ἑαυτόν
σου ἀπὸ ἐδῶ κάτω καὶ δὲν
θὰ πάθῃς τίποτε,
|
9
Καὶ τότε ὁ διάβολος τὸν ἐπῆγε
ἀνάρπαστον διὰ τοῦ ἀέρος εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἔστησεν
ὄρθιον ὑψηλὰ εἰς τὴν κορνίζαν
τῆς στέγης τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ
εἶπεν· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ρίψε τὸν ἑαυτόν σου ἀπ’
ἐδῶ κάτω, διὰ νὰ δειχθῇ φανερὰ
εἰς ὅλους ἡ πρὸς σὲ ἀγάπη
καὶ προστασία τοῦ Πατρός σου.
|
10
γέγεραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ
τοῦ διαφυλάξαι σε, |
10
διότι εἶναι γραμμένον εἰς τὴν
Ἁγ. Γραφήν, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ
δώσῃ ἐντολὴν διὰ σὲ εἰς
τοὺς ἀγγέλους του, νὰ σὲ διαφυλάξουν.
|
10
Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς Ψαλμούς,
ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ ἐντολὴν
διὰ σὲ εἰς τοὺς ἀγγέλους του
νὰ σὲ διαφυλάξουν, ὥστε νὰ μὴ
πάθῃς κανὲν κακόν. |
11
καὶ ὅτι ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί
σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον
τὸν πόδα σου. |
11
Καὶ ἔχει γραφῆ ἀκόμη, ὅτι
θὰ σὲ σηκώσουν εἰς τὰ χέρια
των, ὥστε νὰ μὴ κτυπήσῃ οὔτε
τὸ πόδι σου εἰς τὸν λίθον. (Ἔτσι
δὲ καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι
συγκεντρωμένοι εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ ναοῦ, ὅταν ἴδουν τὸ θαῦμα
αὐτό, θὰ πιστεύσουν εἰς σέ).
|
11
Καὶ ἀκόμη ἔχει γραφῆ, ὅτι οἱ
ἄγγελοι θὰ σὲ σηκώσουν εἰς τὰς
χεῖρας, μήπως κτυπήσῃς εἰς λίθον τὸν
πόδα σου. |
12
Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ
ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἴρηται, οὐκ
ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν
σου. |
12
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοῦ εἶπεν ὅτι <ἔχει λεχθῇ·
δὲν θὰ ἐκθέσῃς τὸν ἑυατόν
σου εἰς κίνδυνον, διὰ νὰ δοκιμάσῃς
Κύριον τὸν Θεόν σου, ἂν θὰ σὲ
προφυλάξῃ>. |
12
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ
τοῦ εἶπεν ὅτι ἔχει λεχθῆ ἀπὸ
τὸν Θεόν· Δὲν θὰ ἐκθέσῃς
τὸν ἑαυτόν σου εἰς κίνδυνον διὰ νὰ
δοκιμάσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ ἴδῃς
διὰ τῶν πραγμάτων, ἂν θὰ σὲ
προστατεύσῃ. |
13
Καὶ συντελέσας πάντα πειρασμὸν ὁ
διάβολος ἀπέστη ἀπ' αὐτοῦ
ἄχρι καιροῦ. |
13
Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ
διάβολος κάθε πειρασμόν, ἀπεμακρύνθη
ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν μέχρι καιροῦ,
περιμένων ἄλλην κατάλληλον εὐκαιρίαν
νὰ τὸν πειράξῃ.
|
13
Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ διάβολος
κάθε εἶδος πειρασμοῦ, απεμακρύνθη ἀπὸ
τὸν Ἰησοῦν, μέχρις οὗ θὰ τοῦ
ἐδίδετο ἄλλη κατάλληλος εὐκαιρία νὰ
τὸν πειράσῃ καὶ πάλιν.
|
14
Καὶ ὑπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς
ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος
εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ φήμη
ἐξῆλθε καθ' ὅλης τῆς περιχώρου
περὶ αὐτοῦ
|
14
Καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς
εἰς τὴν Γαλιλαίαν γεμᾶτος μὲ
τὴν δύναμιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καὶ ἡ φήμη του διὰ τὰ θαύματα,
τὰ ὁποῖα ἔκαμνε, ἐκυκλοφόρησεν
εἰς ὅλα τὰ περίχωρα. |
14
Καὶ ἐγύρισεν ὀπίσω εἰς τὴν Γαλιλαίαν
ὁ Ἰησοῦς γεμᾶτος μὲ τὴν
δύναμιν τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον μὲ
τὴν νίκην του κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν
ἐνίσχυεν αἰσθητότερον· καὶ λόγῳ
τῶν θαυμάτων του διεδόθη εἰς ὅλα τὰ
περίχωρα τῆς Γαλιλαῖας ἡ φήμη, ὅτι
εἶναι προφήτης θαυματουργός, ἀπεσταλμένος ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
15
καὶ αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐν
ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δοξαζόμενος
ὑπὸ πάντων. |
15
Καὶ αὐτὸς ἐδίδασκε εἰς
τὰς συναγωγὰς τῶν Ἰουδαίων,
θαυμαζόμενος καὶ ἐπαινούμενος ἀπὸ
ὅλους. |
15
Καὶ αὐτὸς ἐδίδασκε μέσα εἰς
τὰς συναγωγάς των καὶ ἐδοξάζετο ἀπὸ
ὅλους θαυμαζόμενος καὶ ἐπαινούμενος ἀπὸ
αὐτούς. |
16
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, οὗ
ἦν τεθραμμένος, καὶ εἰσῆλθε
κατὰ τὸ εἰωθὸς αὐτῷ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων
εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἀνέστη
ἀναγνῶναι. |
16
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρὲτ ὅπου
εἶχε ἀνατραφῇ καὶ εἰσῆλθε,
ὅπως ἐσυνήθιζε, κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγήν,
καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν
του, διὰ νὰ ἀναγνώσῃ περικοπὴν
ἀπὸ τὴν Βίβλον.
|
16
Καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ναζαρέτ, ἐκεῖ
ὅπου εἶχεν ἀνατραφῇ καὶ εἶχε
μεγαλώσει. Καὶ ὅπως ἐσυνήθιζε καὶ
ἀπὸ προτήτερα, ἐμβῆκε κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγὴν
καὶ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν θέσιν του
διὰ νὰ ἀναγνώσῃ προφητικὴν περικοπὴν
ἀπὸ τὴν Βίβλον. |
17
Καὶ ἐπεδόθη αὐτῷ βιβλίον
Ἡσαΐου τοῦ προφήτου, καὶ ἀναπτύξας
τὸ βιβλίον εὗρε τὸν τόπον οὗ
ἦν γεγραμμένον· |
17
Καὶ ἐδόθη εἰς τὰ χέρια
του τὸ βιβλίον τοῦ προφήτου Ἡσαΐου
καὶ ἀφοῦ ἐξεδίπλωσε τὸ
βιβλίον, εὑρῆκε τὸ μέρος ἐκεῖνο,
ποὺ ἦσαν γραμμένα
τὰ ἐξῆς· |
17
Καὶ παρεδόθη εἰς αὐτὸν τὸ βιβλίον
τοῦ προφήτου Ἡσαΐου καὶ ἀφοῦ
ἐξεδίπλωσε τὸ βιβλίον, ποὺ ἦτο
τυλιγμένον εἰς σχῆμα κυλίνδρου, εὗρε τὸ
μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἦτο γραμμένον·
|
18
Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὗ
εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι
πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσαθαι
τοὺς συντετριμένους τὴν καρδίαν,
|
18
<Πνεῦμα Κυρίου μένει εἰς ἐμέ,
διότι μὲ αὐτὸ μὲ ἔχρισεν
ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπον καὶ μὲ
ἔστειλε νὰ κηρύξω εἰς τοὺς πτωχοὺς
καὶ γυμνοὺς ἀπὸ πίστιν ἀνθρώπους
τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς λυτρώσεως,
νὰ θεραπεύσω αὐτοὺς τῶν ὁποίων
ἡ καρδία ἔχει συντριβῆ ἀπὸ
τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας.
|
18
Πνεῦμα Κυρίου μένει καὶ ἐπαναπαύεται εἰς
ἐμὲ τὸν Μεσσίαν, διὰ νὰ συνεργάζεται
μαζί μου εἰς τὸ σωτηριῶδες ἔργον μου.
Καὶ μένει τὸ Πνεῦμα τοῦτο εἰς
ἐμέ, διότι ὁ Κύριος μὲ ἔχρισεν ὡς
ἄνθρωπον καὶ μὲ ἀπέστειλε νὰ
κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας εἰς
ἐκείνους, ποὺ στεροῦνται τὴν χάριν
τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι πνευματικῶς
πτωχοὶ καὶ εἰς ἀθλίαν κατάστασιν.
Μὲ ἔστειλε νὰ ἰατρεύσω ἐκείνους,
τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἔχει συντριβῆ
ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας.
|
19
κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ
τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι
τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι
ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν. |
19
Νὰ κηρύξω εἰς τοὺς δούλους τῆς
ἁμαρτίας τὴν ἄφεσιν καὶ τὴν
ἀπελευθέρωσιν, νὰ χαρίσω ἀνάβλεψιν
εἰς ἐκείνους ποὺ ἔχουν σκοτισμένον
καὶ τυφλωμένον τὸν νοῦ ἀπὸ
τὰ πάθη τῆς ἁμαρτίας, νὰ
στείλω ὑγιεῖς καὶ ἐλευθέρους
ἀπὸ κάθε ἐνοχήν ἐκείνους,
ποὺ ἔχουν καταπληγωθῆ καὶ συντριβῆ
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· μὲ
ἔστειλε νὰ κηρύξω εἰς τοὺς ἀνθρώπους
τὴν ἀρχὴν νέας ἐποχῆς,
ἡ ὁποία θὰ εἶναι εὐχαρίστως
δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεόν, ποθητὴ
δὲ καὶ χαρμόσυνος διὰ τοὺς ἀνθρώπους>.
|
19
Μὲ ἔστειλε νὰ κηρύξω ἄφεσιν καὶ
ἐλευθερίαν εἰς τοὺς δούλους καὶ αἱχμαλώτους
τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ χαρίσω ἀνάβλεψιν
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τυφλωμένον
τὸν νοῦν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν
τῶν παθῶν. Μὲ ἔστειλε νὰ ἀπολύσω
καὶ νὰ στείλω ἐλευθέρους ἀπὸ
κάθε ἐνοχὴν ἐκείνους, ποὺ ἔχουν
καταπληγωθῇ καὶ συντριβῇ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ ἔστειλε νὰ
κηρύξω καὶ νὰ ἀναγγείλω τὴν ἔναρξιν
τῆς νέας περιόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀρεστὴ
εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐπιθυμητὴ
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κατ’ αὐτὴν
πραγματοποιεῖται ὑπὸ τοῦ Μεσσίου ἡ
περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων βουλὴ
τοῦ Θεοῦ. |
20
Καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς
τῷ ὑπηρέτῃ ἐκάθισε·
καὶ πάντων ἐν τῇ συναγωγῇ οἱ
ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἀτενίζοντες αὐτῷ.
|
20
Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξεν τὸ βιβλίον
εἰς σχῆμα κυλίνδρου, τὸ παρέδωσε
εἰς τὸν ὑπηρέτην καὶ ἐκάθισε.
Τὰ βλέματα δὲ ὅλων αὐτῶν,
ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν συναγωγήν,
ἦσαν προσηλωμένα μὲ μεγάλην προσοχὴν
εἰς αὐτόν. |
20
Καὶ ἀφοῦ ἐτύλιξε τὸ βιβλίον,
τὸ ἔδωσε πάλιν εἰς τὸν ὑπηρέτην
τῆς συναγωγῆς καὶ ἐκάθισε διὰ
νὰ ἐξηγήσῃ καὶ ἀναπτύξῃ
τὴν ἀναγνωσθεῖσαν περικοπήν. Τὰ μάτια
δὲ ὅλων, ὅσοι ἦσαν εἰς τὴν
συναγωγήν, εἶχον στραφῆ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον
καὶ προσοχὴν εἰς αὐτόν.
|
21
Ἤρξατο δὲ λέγειν πρὸς αὐτοὺς
ὅτι σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ
αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.
|
21
Ἤρχισεν δὲ νὰ λέγῃ εἰς
αὐτοὺς ὅτι <σήμερον, μὲ ὅσα
τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἀκούουν
τὰ αὐτιὰ σας, ἔχει ἐκπληρωθῇ
καὶ ἐπαληθεύσει αὐτὴ ἡ
προφητεία>. |
21
Εἴρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς αὐτούς,
ὅτι σήμερον ἐπραγματοποιήθη καὶ ἐπηλήθευσεν
ἡ προφητεία αὐτὴ διὰ τοῦ κηρύγματος,
ποὺ ἀκούεται τὴν στιγμὴν αὐτὴν
εἰς τὰ αὐτιά σας. |
22
Καὶ πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ
καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς
λόγοις τῆς χάριτος τοῖς ἐκπορευομένοις
ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ
ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν
ὁ υἱὸς Ἰωσήφ;
|
22
Καὶ ὅλοι ἐπεβεβαίωναν δι' αὐτόν,
ὅτι ἐκήρυττε μὲ πολλὴν δύναμιν
καὶ ἐθαύμαζαν διὰ τὰ λόγια
τὰ γεμᾶτα χάριν, ποὺ ἔβγαιναν
ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ ἔλεγαν·
<δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς
τοῦ γνωστοῦ μας Ἰωσήφ, ὁ μαραγκός;>
|
22
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἤκουσαν τὴν ἐξήγησιν
τῆς προφητείας, ποὺ ἐν συνεχείᾳ ἔκαμεν
ὁ Ἰησοῦς, ἔδιδαν μαρτυρίαν περὶ
αὐτοῦ, ὅτι ἐκήρυξε λαμπρῶς καὶ
εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν διὰ τὰ
γεμᾶτα θείαν χάριν καὶ γλυκύτητα λόγια, ποὺ
ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Καὶ
ἔλεγαν· Περίεργον! Δὲν εἶναι αὐτὸς
ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ
ἕως χθὲς εἰργάζετο σὰν ἕνας
ἀπὸ ἡμᾶς; |
23
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πάντως
ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην·
ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· ὅσα
ἠκούσαμεν γενόμενα ἐν τῇ Καπερναούμ,
ποίησον καὶ ὧδε ἐν τῇ πατρίδι
σου. |
23
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· <ἀσφαλῶς
θὰ μοῦ πῆτε τὴν γνωστὴν παροιμίαν·
ἰατρέ, θεράπευσε τὸν ἑαυτόν
σου· δεῖξε τὴν δύναμίν σου ἐδῶ
εἰς τὴν πατρίδα σου, κάμε καὶ
ἐδῶ τὰ θαύματα, ποὺ ἠκούσαμεν
ὅτι ἔκαμες εἰς τὴν Καπερναούμ>.
|
23
Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ὡρισμένως
θὰ μοῦ εἴπητε τὴν παροιμίαν αὐτήν·
Ἰατρέ, θεράπευσον τὸν ἑαυτόν σου. Ὑπόσχεσαι
νὰ μᾶς ἰατρεύσῃς ἀπὸ τὰς
ἀθλιότητἀς μας. Θεράπευσε τὴν ἀσημότητά
σου καὶ στήριξε τὴν θέσιν σου καὶ τὸ
κῦρος σου πρωτίστως εἰς τὴν πατρίδα σου.
Κάμε καὶ ἐδῶ ὅσα θαύματα ἠκούσαμεν,
ὅτι ἔγιναν ἀπὸ σὲ εἰς
τὴν Καπερναούμ. |
24
Εἶπε δέ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν
ὅτι οὐδεὶς προφήτης δεκτός ἐστιν
ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ.
|
24
Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε·
<ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι κανεὶς
προφήτης δὲν ἔγινε δεκτὸς μὲ
τὴν πρέπουσαν τιμὴν εἰς τὴν
πατρίδα του. |
24
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν·
Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κανένα προφήτην
δὲν ὑποδέχονται μὲ τὴν πρέπουσαν τιμὴν
εἰς τὴν πατρίδα του. |
25
Ἐπ' ἀληθείας δὲ λέγω ὑμῖν
πολλαὶ χῆραι ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις
Ἠλιοὺ ἐν τῷ Ἰσραήλ, ὅτε
ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ
ἔτη τρία καὶ μῆνας ἕξ, ὡς
ἐγένετω λιμὸς μέγας ἐπὶ
πᾶσαν τὴν γῆν,
|
25
Σᾶς ὑπενθυμίζω δὲ καὶ αὐτὴν
τὴν ἀλήθειαν, ὅτι πολλαὶ χῆραι
ἐζοῦσαν μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοὺ
λαοῦ κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ
Ἠλιού, ὅταν ἐκλείσθη ὁ
οὐρανὸς καὶ δὲν ἔβρεξε ἐπὶ
τρία ἔτη καὶ ἓξ μῆνας, τότε
ποὺ ἀπλώθηκε μεγάλη πεῖνα εἰς
ὅλην τὴν χώραν τῆς Παλαιστίνης.
|
25
Σᾶς λέγω ὅμως βασιζόμενος εἰς τὴν
ἀλήθειαν, ὅτι πολλαὶ χῆραι ἦσαν
κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἠλία εἰς
τὸ Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος, ὅταν
ἐκλείσθη ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν
ἔβρεξεν ἐπὶ ἔτη τρία καὶ ἓξ
μῆνας, ὁπότε ἔγινε πεῖνα μεγάλη εἰς
ὅλην τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης.
|
26
καὶ πρὸς οὐδεμίαν αὐτῶν
ἐπέμφθη Ἠλίας εἰ μὴ εἰς
Σαρεπτὰ τῆς Σιδωνίας πρὸς γυναῖκα
χήραν. |
26
Καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς
πτωχὰς χήρας τῶν Ἰουδαίων δὲν
ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ
Ἠλίας, εἰ μὴ μόνον εἰς
τὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας πρὸς
κάποιαν ἄγνωστον καὶ ἄσημον χήραν
γυναῖκα. |
26
Καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς γυναῖκας
τῶν Ἰουδαίων δὲν ἐστάλη ἀπὸ
τὸν Θεὸν ὁ Ἠλίας, παρὰ εἰς
τὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας εἰς μίαν γυναῖκα
χήραν, ξένην καὶ ἄγνωστον εἰς αὐτόν.
|
27
Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν ἐπὶ
Ἐλισαίου τοῦ προφήτου ἐν τῷ
Ἰσραήλ, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν
ἐκαθαρίσθη εἰ μὴ Νεεμὰν ὁ
Σύρος· |
27
Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν κατὰ
τὴν ἐποχὴν τοῦ προφήτου Ἐλισαίου
εἰς τὸ ἰσραηλιτικὸν ἔθνος καὶ
κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
ἐθεραπεύθη, εἰ μὴ μόνον ὁ
Νεεμάν, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν
Συρίαν>. |
27
Καὶ πολλοὶ λεπροὶ ἦσαν εἰς τὸ
Ἰσραηλιτικὸν ἔθνος κατὰ τὴν
ἐποχὴν τοῦ προφήτου Ἐλισαίου καὶ
κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
ἐκαθαρίσθῃ ἀπὸ τὴν λέπραν του,
παρὰ ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ποὺ ἦλθεν
ἀπὸ χώραν μακρυνὴν διὰ νὰ εὔρῃ
τὸν Ἐλισαῖον. |
28
καὶ ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ
ἐν τῇ συναγωγῇ ἀκούοντες ταῦτα,
|
28
Καὶ ὅλοι μέσα εἰς τὴν συναγωγήν,
ὅταν ἤκουσα αὐτά, κατελήφθησαν
ἀπὸ ἀσυγκράτητον ὀργὴν
(διότι ἐνόμισαν ὅτι ὁ Κύριος
τοὺς θέτει εἰς κατωτέραν θὲσιν
ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας).
|
28
Καὶ ἐκυριεύθησαν μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν
ὅλοι ἀπὸ θυμόν, ὅταν ἤκουσαν
αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Κύριος,
|
29
καὶ ἀναστάντες ἐξέβαλον αὐτὸν
ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἤγαγον αὐτὸν
ἕως ὀφρύος τοῦ ὅρους, ἐφ'
οὗ ἡ πόλις αὐτῶν ᾠκοδόμητο,
εἰς τὸ κατακρημνίσαι αὐτόν.
|
29
Ἐσηκώθησαν, τὸν ἥρπασαν καὶ
τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλιν, τὸν ἔφεραν ἕως τὸ χεῖλος
ἑνὸς κρημνοῦ τοῦ ὅρους, ἐπάνω
εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν οἰκοδομηθῇ
ἡ πόλις των, μὲ τὸν σκοπὸν νὰ
τὸν κρημνίσουν κάτω.
|
29
καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς παραφορᾶς
των ἐσηκώθησαν καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν
ἕως τὴν ἄκραν κάποιου ὑψώματος τοῦ
βουνοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχεν
οἰκοδομηθῇ ἡ πόλις των, μὲ τὸν
σκοπὸν νὰ τὸν κρημνίσουν κάτω.
|
30
Αὐτὸς δὲ διελθὼν διὰ μέσου
αὐτῶν ἐπορεύετο. |
30
Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε ἀνάμεσα
ἀπὸ αὐτοὺς κατὰ ἕνα τρόπον
θαυμαστὸν καὶ ἔφυγε. |
30
Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε μέσα ἀπὸ
αὐτοὺς κατὰ τρόπον θαυμαστὸν καὶ
ἔφυγε. |
31
Καὶ κατῆλθεν εἰς Καπερναοὺμ πόλιν
τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν διδάσκων
αὐτοὺς ἐν τοῖς σάββασι·
|
31
Καὶ κατέβηκε εἰς τὴν Καπερναούμ,
πόλιν τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐκεῖ
ἐδίδασκε κατὰ τὰ Σάββατα τοὺς
κατοίκους της. |
31
Καὶ κατέβη εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία
ἦτο πόλις τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐν συνεχείᾳ
κατὰ τὰ Σάββατα ἐδίδασκε τοὺς κατοίκους
της. |
32
καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ
διδαχῇ αὐτοῦ, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ
ἦν ὁ λόγος αὐτοῦ.
|
32
Ἐθαύμαζαν δὲ καὶ ἀποροῦσαν
μὲ τὴν διδασκαλίαν του, διότι ὁ
λόγος του ἔχε δύναμιν, ὥστε νὰ
συναρπάζῃ ὅλους καὶ νὰ πείθῃ.
|
32
Καὶ ἐθαύμαζαν πολὺ διὰ τὴν διδασκαλίαν
του, διότι ὁ λόγος του εἶχε τὴν δύναμιν
καὶ πειστικότητα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία
τοῦ ἀπεκαλύπτετο κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ
τὴν θεότητά του καὶ δι’ αὐτὸ τὴν
ἐδίδασκεν αὐθεντικῶς.
|
33
Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος
ἔχων πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου,
καὶ ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃ |
33
Καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν ἦτο ἔνας
ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε δαιμονικὸν ἀκάθαρτον
πνεῦμα καὶ ἐκραυγασε μὲ φωνὴν
μεγάλην |
33
Καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν ἦτο κάποιος
ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε πνεῦμα δαιμονίου
ἀκαθάρτου καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν
|
34
λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ
σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες ἀπολέσαι
ἡμᾶς; Οἶδά σε τίς εἶ,
ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. |
34
λέγων· <ἄφησέ
μας· ποία σχέσις ἠμπορεῖ νὰ
ὑπάρχῃ μεταξὺ ἡμῶν τῶν
δαιμονίων καὶ σοῦ, ἰησοῦ Ναζαρηνέ;
Ἦλθες νὰ μᾶς διώξῃς ἀπὸ
αὐτόν, εἰς τὸν ὁποῖον
ἔχομεν ἐγκατασταθῆ καὶ νὰ μᾶς
κρημνίσῃς εἰς τὴν ἄβυσσον τῆς
ἀπωλείας; Σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι·
εἶσαι ὁ κατ' ἐξοχὴν ἅγιος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, τὸν ὁποῖον
ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καθιέρωσεν εἰς
τὸ ἔργον του>. |
34
καὶ εἶπεν· Ἄφησέ με ἥσυχον·
τί κοινὸν ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν
καὶ σοῦ, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες
νὰ μᾶς διώξῃς ἀπὸ αὐτὴν
τὴν εὐχάριστον κατοικίαν μας καὶ νὰ
μᾶς ἀποπέμψῃς εἰς τὴν ἄβυσσον
καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ
μᾶς καταστρέψῃς; Σὲ γνωρίζω, ποιὸς
εἶσαι. Εἶσαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἅγιος,
ὁ Μεσσίας, τὸν ὁποῖον καθηγίασε καὶ
καθιέρωσεν εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ
ὁ Θεός. |
35
Καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ
ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. Καὶ ρῖψαν
αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸν
μέσον ἐξῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ,
μηδὲν βλάψαν αὐτόν. |
35
Καὶ τὸν ἐπέπληξεν ὁ Ἰησοῦς
λέγων· <φιμώσου, κλεῖσε τὸ
στόμα σου, καὶ ἔβγα ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπον αὐτόν>. Καὶ τότε
τὸ δαιμόνιον ἔρριξε αὐτὸν εἰς
τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς καὶ ἐβγῆκεν
ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ τὸν
βλάψῃ καθόλου. |
35
Καὶ τὸν ἐπέπληξεν ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπε· Κλεῖσε τὸ στόμα σου
καὶ ἔβγα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον
αὐτόν. Καὶ τὸ δαιμόνων τὸν ἔρριψε
κάτω εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς καὶ
ἐβγῆκεν ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς
νὰ τὸν βλάψῃ τίποτε. |
36
Καὶ ἐγένετο θάμβος ἐπὶ
πάντας, καὶ συνελάλουν πρὸς ἀλλήλους
λέγοντες· τίς ὁ λόγος οὗτος,
ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ καὶ δυνάμει
ἐπιτάσσει τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι,
καὶ ἐξέρχονται; |
36
Καὶ ἀπλώθηκε εἰς ὅλους μεγάλη
ἔκπληξις καὶ συνωμιλοῦσαν μεταξύ των
λέγοντες· <τί φοβερὸς καὶ
δυνατὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ; Διότι μὲ ἐξουσίαν
καὶ μὲ δύναμιν διατάσσει τὰ
ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἐκεῖνα
φεύγουν ἀμέσως>. |
36
Καὶ κατέλαβεν ὅλους ἔκπληξις καὶ συνωμίλουν
μεταξύ τους καὶ ἔλεγον· Τί δύναμιν ἔχει
καὶ πόσον φοβερὸς εἶναι ὁ λόγος τοῦ
ἀνθρώπου αὐτοῦ; Διότι μὲ ἐξουσίαν
καὶ δύναμιν διατάσσει τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα
καὶ βγαίνουν ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους.
|
37
Καὶ ἐξεπορεύετο ἦχος περὶ αὐτοῦ
εἰς πάντας τόπον τῆς περιχώρου.
|
37
Καὶ διεδίδετο ἡ φήμη αὐτοῦ
εἰς κάθε τόπον τῆς περιοχῆς
τῆς Γαλιλαίας. |
37
Καὶ διεδίδετο ἡ περὶ αὐτοῦ φήμη
εἰς κάθε μέρος τῶν περιχώρων τῆς Γαλιλαίας.
|
38
Ἀναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς
εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν
Σίμωνος. Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος
ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ,
καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ
αὐτῆς. |
38
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ τὴν θεραπείαν
τοῦ δαιμονιῶντος ἐξεκίνησε καὶ
ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν συναγωγὴν
καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι
τοῦ Σίμωνος. Ἡ δὲ πενθερὰ τοῦ
Σίμωνος εἶχε μεγάλον πυρετὸν καὶ
τὸν παρεκάλεσαν νὰ τὴν θεραπεύσῃ.
|
38
Ὅταν δὲ ἐξεκίνησεν ἀπὸ τὴν
συναγωγήν, ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ
Σίμωνος. Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος
ὑπέφερεν ἀπὸ μεγάλον πυρετόν. Καὶ
τὸν παρεκάλεσαν δι’ αὐτήν, νὰ τὴν
θεραπεύσῃ. |
39
Καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς
ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν
αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα
διηκόνει αὐτοῖς. |
39
Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε καὶ
ἐστάθη ἀπὸ ἐπάνω της,
διέταξε τὸν πυρετὸν καὶ τὴν
ἀφῆκεν ἀμέσως. Αὐτὴ δὲ
ἀμέσως ἐσηκώθη καὶ χωρὶς
νὰ αἰσθάνεται καμμίαν ἀδυναμίαν
ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν της,
τοὺς ὑπηρετοῦσε. |
39
Καὶ ἀφοῦ ἦλθε καὶ ἐστάθη
ἀπ’ ἐπάνω της, ἔδωκε διαταγὴν εἰς
τὸν πυρετὸν καὶ τὴν ἀφῆκεν.
Ἀμέσως δὲ ἐκείνη, μὴ αἰσθανομένη
πλέον οὔτε τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν,
ἐσηκώθη καὶ τοὺς ὑπηρέτει.
|
40
Δύνοντος δὲ τοῦ ἡλίου πάντες
ὅσοι εἶχον ἀσθενοῦντας νόσοις
ποικίλαις ἤγαγον αὐτοὺς πρὸς
αὐτόν· ὁ δὲ ἑνὶ ἑκάστῳ
αὐτῶν τὰς χεῖρας ἐπιτιθεὶς
ἐθεράπευσεν αὐτούς.
|
40
Κατὰ δὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου,
ὅλοι ὅσοι εἶχον ἀσθενεῖς ἀπὸ
διαφόρους νόσους, τοὺς ἔφεραν πρὸς
αὐτόν. Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ
ἔθετε τὰ χέρια του εἰς τὸν καθένα
ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἐθεράπευσε.
|
40
Ὅταν δὲ ὁ ἥλιος εὑρίσκετο εἰς
τὴν δύσιν του καὶ εἶχε πλέον περάσει ἡ
ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὅλοι ὅσοι εἶχαν
ἀρρώστους, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διαφόρους
νόσους, τοὺς ἔφερον πρὸς αὐτόν. Αὐτὸς
δὲ ἀφοῦ ἔθετεν ἐπάνω εἰς
ἕνα ἕκαστον ἀπὸ αὐτοὺς
τὰς χεῖρας του, τοὺς ἐθεράπευσεν ὅλους.
|
41
Ἐξήρχετο δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ
πολλῶν κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι
σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπιτιμῶν οὐκ
εἴα αὐτὰ λαλεῖν, ὅτι ᾔδεισαν
τὸν Χριστὸν αὐτὸν εἶναι.
|
41
Ἔφευγαν δὲ καὶ δαιμόνια ἀπὸ
πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐκραύγαζαν
δυνατὰ καὶ ἔλεγαν ὅτι· <σὺ
εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ>. Ὁ δὲ Ἰησοῦς
τὰ ἐπέπλητε καὶ δὲν τὰ
ἄφινε νὰ ὁμιλοῦν, διότι ἐγνώριζαν
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
(Δὲν ἤθελε τὴν δολίαν μαρτυρίαν
τῶν πονηρῶν πνευμάτων).
|
41
Ἔβγαιναν δὲ καὶ τὰ δαιμόνια ἀπὸ
πολλούς, τὰ ὁποῖα ἐφώναζαν δυνατὰ
καὶ ἔλεγαν, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ
Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ὁ Ἰησοῦς τὰ ἐπέπληττε καὶ
δὲν τὰ ἄφινε νὰ ὁμιλοῦν,
διότι ἐγνώριζαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι
ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ
τούτου, εἴτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ
συνεργᾶται του καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύουν
τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἴτε
καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν
τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ
πρὸς βλάβην καὶ ζημίαν τοῦ ἔργου του.
|
42
Γενομένης δὲ ἡμέρας ἐξελθὼν
ἐπορεύθη εἰς ἔρημον τόπον·
καὶ οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτόν,
καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ
κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι
ἀπ' αὐτῶν. |
42
Ὅταν δὲ ἔγινε ἡμέρα ὁ
Ἰησοῦς ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγεν
εἰς ἔρημον τόπον καὶ τὰ πλήθη
τὸν ἀναζητοῦσαν. Καὶ ἦλθον ἕως
ἐκεῖ, ποὺ ἦτο, καὶ προσπαθοῦσαν
μὲ τὰ λόγια των νὰ τὸν κρατήσουν,
νὰ μὴ φύγῃ ἀπὸ τὴν
πόλιν των. |
42
Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, ὁ Ἰησοῦς
ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς
ἔρημον τόπον. Καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ
ἔψαχναν νὰ τὸν εὕρουν, καὶ ἦλθαν
ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦτο. Καὶ
προσεπάθουν μὲ παρακλήσεις νὰ τὸν κρατήσουν,
ὥστε νὰ μὴ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ
τὴν πόλιν των. |
43
Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτοὺς
ὅτι καὶ ταῖς ἑτέραις πόλεσιν
εὐαγελίσασθαί με δεῖ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ· ὅτι εἰς τοῦτο
ἀπέσταλμαι.
|
43
Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπεν, ὅτι
<πρέπει νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον
μήνυμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ
καὶ εἰς ἄλλας πόλεις, διότι
δι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸν
ἔχω σταλῇ ἀπὸ τὸν πατέρα
μου>. |
43
Ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς εἶπεν, ὅτι
σύμφωνα μὲ τὸ προκαθωρισμένον σχέδιον τοῦ
Πατρός μου πρέπει καὶ εἰς ἄλλας πόλεις νὰ
κηρύξω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι μετ’ ὀλίγον
ὁ Θεὸς θεμελιώνει καὶ ἐπὶ τῆς
γῆς τὴν βασιλείαν του· διότι δι’ αὐτὸ
ἀκριβῶς ἔχω ἀποσταλῆ ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου, διὰ νὰ κηρύξω ὅχι
μόνον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Καπερναούμ,
ἀλλ’ εἰς ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
44
Καὶ ἦν κηρύσσων εἰς τὰς συναγωγὰς
τῆς Γαλιλαίας. |
44
Καὶ ἐκήρυσσε τὸ Εὐαγγέλιον
εἰς τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας.
|
44
Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς
τὰς συναγωγὰς τῆς Γαλιλαίας. |