Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ετὰ
δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος
καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ
ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ
δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς
πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὗ ἤμελλεν
αὐτὸς ἔρχεσθαι. |
ετὰ
ταῦτα ἀνέδειξε ὁ Κύριος καὶ
ἄλλους ἑβδομήκοντα μαθητὰς καὶ
τοὺς ἔστειλε δύο - δύο μαζῆ,
νὰ μεταβοῦν ἐνωρίτερα ἀπὸ
αὐτὸν εἰς κάθε πόλιν καὶ
τόπον, ὅπου ἐπρόκειτο καὶ αὐτὸς
νὰ ἔλθῃ.
|
ετὰ
ταῦτα δὲ ἐξέλεξε καὶ ἀνεγνώρισε
δημοσία ὁ Κύριος καὶ ἄλλους ἑβδομήκοντα
μαθητάς, καὶ ἀνὰ δύο μαζὶ ἀπέστειλεν
αὐτοὺς προτήτερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
του εἰς κάθε πόλιν καὶ μέρος, ὅπου ἐπρόκειτο
νὰ ἔλθῃ καὶ αὐτός.
|
2
Ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς·
ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ
ἐργάται ὀλίγοι· δεήθητε
οὖν τοῦ Κυρίου τοῦ θερισμοῦ
ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς
τὸν θερισμὸν αὐτοῦ.
|
2
Ἔλεγε δὲ εἰς αὐτούς· <ὁ
μὲν θερισμὸς εἶναι πολύς, οἱ
δὲ ἐργάται ὀλίγοι.(Πολλοὶ
δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν
τὴν ἀγαθὴ διάθεσιν νὰ ἀκούσουν
τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὀλίγοι
ὅμως εἶναι οἱ ἐργάται τοῦ
Εὐαγγελίου). Παρακαλέσατε, λοιπόν,
τὸν Κύριον τοῦ θερισμοῦ, τὸν
Θεόν, νὰ στείλῃ ἐργάτας
εἰς τὸν θερισμόν του.
|
2
Ἔλεγε λοιπὸν εἰς αὐτούς· Τὰ
μὲν ὥριμα διὰ θερισμὸν στάχυα εἶναι
πολλά, οἱ δὲ ἐργάται ποὺ θὰ
τὰ θερίσουν, εἶναι ὀλίγοι. Πολλοὶ
δηλαδὴ εἶναι οἱ εὐδιάθετοι νὰ
δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιον καὶ νὰ
σωθοῦν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ
πνευματικοὶ ἐργάται, ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν
εἰς τὸ πνευματικὸν αὐτὸ ἔργον.
Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι
κύριος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ὡρίμου πρὸς
θερισμὸν σπορᾶς, νὰ βγάλῃ καὶ
ἀποστείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν
του. |
3
Ὑπάγετε· ἰδοὺ ἐγὼ
ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας
ἐν μέσῳ λύκων. |
3
Σεῖς πηγαίνετε τώρα ὡς ἐργάται
τοῦ Εὐαγγελίου. Θὰ συναντήσετε
ὅμως δυσκολίας καὶ ἐμπόδια.
Ἰδοὺ ἐγὼ σᾶς στέλνω ὡς
ἀρνία ἀνάμεσα εἰς λύκους.
|
3
Πρὸς ἐκτέλεσιν τοῦ Θείου αὐτοῦ
ἔργου πηγαίνετε καὶ σεῖς τώρα καὶ
ἐκτελέσατέ το μὲ θάρρος καὶ καρτερίαν. Ἰδοὺ
ἐγὼ σᾶς ἀποστέλλω σὰν ἀρνία
ἥμερα ἐν μέσῳ αἱμοβόρων λύκων, πρὸς
τοὺς ὁποίους ὁμοιάζουν οἱ ἐχθροὶ
τοῦ εὐαγγελίου, οἱ κυριευμένοι ἀπὸ
τὰ ἄγρια πάθη τῆς κακίας.
|
4
Μὴ βαστάζετε βαλάντιον, μὴ πήραν,
μηδὲ ὑποδήματα, καὶ μηδένα κατὰ
τὴν ὁδὸν ἀσπάσησθε,
|
4
Μὴ κρατεῖτε ἐπάνω σας βαλάντιον,
οὔτε ταξιδιωτικὸν σακκίδιο οὔτε ὑποδήματα,
ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά ποὺ
φορεῖτε· καὶ εἰς τὸν δρόμον
νὰ μὴ σταθῆτε νὰ χαιρετήσετε
κανένα μὲ τοὺς μακροὺς χαιρετισμούς,
ποὺ συνηθίζουν οἱ ῾Εβραῖοι.
|
4
Μὴ βαστᾶτε πουγγίον διὰ χρήματα, οὔτε
σάκκον ταξιδιωτικὸν διὰ τροφάς, οὔτε ὑποδήματα
νὰ βαστᾶτε, ἀλλὰ νὰ ἀρκῆσθε
εἰς αὐτὰ ποὺ φορεῖτε. Καὶ
μὴ σταματάτε εἰς τὸν δρόμον σας διὰ
νὰ χάσετε καιρὸν εἰς χαιρετισμοὺς
μὲ κάποιον ποὺ συνηντήσατε.
|
5
εἰς ἣν δ' ἄν οἰκίαν εἰσέρχησθε,
πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ
οἴκῳ τούτῳ. |
5
Εἰς ὅποιο δὲ σπίτι εἰσέρχεσθε,
πρῶτα - πρῶτα νὰ λέτε· Ἂς
ἔλθῃ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ
εἰς ὅλον αὐτὸν τὸν οἶκον.
|
5
Εἰς ὅποιο δὲ σπίτι ἐμβαίνετε, πρῶτον
νὰ λέγετε· Ἄς ἔλθῃ εἰρήνη
εἰς ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς
τὸ σπίτι αὐτό. |
6
Καὶ ἐὰν ᾖ ἐκεῖ υἱὸς
εἰρήνης, ἐπαναπαύσεται ἐπ' αὐτὸν
ἡ εἰρήνη ὑμῶν· εἰ
δὲ μῆγε, ἐφ ὑμᾶς ἐπανακάμψει.
|
6
Καὶ ἂν μὲν ὑπάρχῃ ἐκεῖ
ἄνθρωπος εἰρηνικὸς καὶ ἀγαθός,
θὰ μείνῃ εἰς αὐτὸν ἡ
εἰρήνη ποὺ εὐχηθήκατε, εἰ
δ' ἄλλως θὰ γυρίσῃ πάλιν εἰς
σᾶς καὶ θὰ ἀπολαύσετε σεῖς
τὴν εἰρήνην, ποὺ εὐχηθήκατε.
|
6
Καὶ ἐὰν μὲν ὑπάρχῃ εἰς
τὸ σπίτι αὐτὸ ἄνθρωπος εἰρηνικός,
ὥστε νὰ εἶναι ἄξιος τῆς εὐχῆς
σας αὐτῆς, θὰ μείνῃ μέσα του καὶ
θὰ ἐπαναπαυθῇ εἰς αὐτὸν
ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν τοῦ ηὐχήθητε.
Εἰ δ’ ἄλλως ἡ εἰρήνη σας θὰ
ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς σᾶς καὶ
θὰ ἀπολαύσετε σεῖς τὴν εὐχὴν
τῆς εἰρήνης. |
7
Ἐν αὐτῇ δὲ τῇ οἰκίᾳ
μένετε ἐσθίοντες καὶ πίνοντες
τὰ παρ' αὐτῶν· ἄξιος γὰρ
ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ
ἐστι· μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας
εἰς οἰκίαν. |
7
Εἰς τὸ σπίτι δὲ ποὺ ἐμπήκατε
καὶ σᾶς ἐδέχθησαν, ἐκεῖ
νὰ μένετε καὶ μὲ πᾶσαν ἁπλότητα
νὰ τρώγετε καὶ νὰ πίνετε αὐτά,
ποὺ σᾶς προσφέρουν. Διότι σεῖς
εἶσθε πνευματικοὶ ἐργάται καὶ
εἶναι δίκαιον ὡς μισθὸν τῆς
ἐργασίας σας νὰ λαμβάνετε τουλάχιστον
τὴν τροφήν σας. Διότι ὁ ἐργάτης
εἶναι δίκαιον νὰ παίρνῃ τὸν
μισθόν του. Μὴ πηγαίνετε δὲ ἀπὸ
τὸ ἕνα σπίτι στὸ ἄλλο (διὰ
νὰ μὴ δώσετε τὴν ἐντύπωσιν,
ὅτι μὲ τὴν συνεχῆ αὐτὴν
ἀλλαγὴν ἐπιδιώκετε περισσοτέρας
περιποιήσεις). |
7
Εἰς αὐτὴν δὲ τὴν οἰκίαν,
ποὺ ἐμβήκατε, μένετε. Καὶ ἐκεῖ
τρώγετε καὶ πίνετε ἐκεῖνα, ποὺ σᾶς
παρέχουν αὐτοί. Ἂς ἀναλαμβάνουν αὐτοὶ
τὰ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς σας. Διότι εἶσθε
ἐργάται, ποὺ ἐργάζεσθε διὰ τὴν
πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων
καὶ ὁ ἐργάτης εἶναι δίκαιον νὰ
λαμβάνῃ τὸν μισθὸν τῆς ἐργασίας
του. Δίκαιον λοιπὸν εἶναι καὶ σεῖς
νὰ συντηρῆσθε ἀπὸ ἐκείνους,
διὰ τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν
ὁποίων κοπιάζετε. Καὶ μὴ πηγαίνετε ἀπὸ
ἕνα σπίτι εἰς ἄλλο σπίτι, ἀλλάζοντες
διαμονήν. |
8
Καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε
καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε
τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν,
|
8
Εἰς ὅποιαν πόλιν πηγαίνετε καὶ
σᾶς δέχονται οἱ κάτοικοι, νὰ
τρώγετε αὐτὰ ποὺ σᾶς παραθέτουν,
χωρὶς νὰ ζητῆτε τίποτε τὸ ἰδιαίτερον
καὶ καλύτερον. |
8
Καὶ εἰς ὁποιανδήποτε πόλιν ἐμβαίνετε
καὶ σᾶς δέχονται οἱ κάτοικοί της, τρώγετε
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σᾶς παραθέτουν,
χωρὶς νὰ ζητῆτε περισσότερον ἢ διάφορόν
τι. |
9
καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ
ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς·
ἤγγικεν ἐφ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. |
9
Νὰ θεραπεύετε τοὺς ἀσθενεῖς,
ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν
αὐτὴν καὶ νὰ λέγετε εἰς
αὐτούς· ῎Εχει πλησιάσει πλέον
εἰς σᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
τὴν ὁποίαν ὁ Μεσσίας, ποὺ
ἦλθε, θὰ ἱδρύσῃ εἰς τὴν
οἰκουμένην. |
9
Καὶ θεραπεύετε τοὺς ἀρρώστους, ποὺ
ὑπάρχουν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν. Καὶ
λέγετε εἰς αὐτούς· ἐπλησίασε καὶ
μετ’ ὀλίγον ἔρχεται εἰς σᾶς ἡ
πνευματικὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ Μεσσίου ἱδρυομένης
Ἐκκλησίας θὰ καλῇ καὶ θὰ ἑλκύῃ
τοὺς ἀνθρώπους εἰς οὐρανίαν ζωήν.
Ἐτοιμασθῆτε διὰ νὰ δεχθῆτε αὐτήν.
|
10
Εἰς ἣν δ' ἂν πόλιν εἰσέρχησθε
καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες
εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε·
|
10
Εἰς ὅποιαν ὅμως πόλιν εἰσέρχεσθε
καὶ δὲν σᾶς δέχονται, ἐβγᾶτε
εἰς τὰς πλατείας της καὶ πέστε
εἰς τὸν κόσμον, ποὺ θὰ εἶναι
ἐκεῖ συγκεντρωμένος· |
10
Εἰς οἰανδήποτε δὲ πόλιν ἐμβαίνετε
καὶ δὲν σᾶς δέχονται οἱ κάτοικοι,
ἀφοῦ βγῆτε εἰς τὰς πλατείας
της, εἴπατε δημοσίως, ὥστε νὰ σᾶς
ἀκούσουν ὅλοι: |
11
καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κοληθέντα
ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν
εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα
ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε,
ὅτι ἤγγικεν ἐφ' ὑμᾶς ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ. |
11
Καὶ τὴν σκόνη ποὺ ἔχει κολλήσει
εἰς τὰ πόδια μας ἀπὸ τὴν
πόλιν αὐτήν, τὴν τινάσσομεν
καὶ σᾶς τὴν ἀφίνομεν. (Ἐφ'
ὅσον δὲν μᾶς ἐδεχθήκατε, τίποτε
ἀπολύτως δὲν θέλομεν νὰ ἔχωμεν
ἀπὸ σᾶς) ἀλλὰ μάθετε τοῦτο,
ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφθασε
καὶ ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους,
ποὺ δὲν τὴν δέχονται.
|
11
Καὶ τὴν σκόνην, ποὺ ἐκόλλησεν εἰς
τὰ πόδια μας ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς
πόλεως σας, τὴν σφογγίζομεν καὶ τὴν ἀφήνομεν
διὰ σᾶς. Δὲν θέλομεν τίποτε ἰδικόν
σας νὰ μείνῃ ἐπάνω μας, οὔτε σχέσιν
τινὰ νὰ ἔχωμεν μαζί σας. Νὰ ἠξεύρετε
ὅμως αὐτό, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐπλησίασε καὶ εἶναι κοντά σας,
ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι δὲν τὴν δέχονται.
|
12
Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει
ἐκείνῃ. |
12
Σᾶς λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι κατὰ
τὴν μεγάλην ἡμέραν της κρίσεως,
περισσότερον ὑποφερτὴ θὰ εἶναι
ἡ τιμωρία τῶν Σοδόμων ἀπὸ
τὴν τιμωρίαν τῆς πόλεως ἐκείνης.
|
12
Σᾶς βεβαιῶ δέ, ὅτι κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην τῆς κρίσεως θὰ ἐπιβληθῇ
εἰς τὰ Σόδομα περισσότερον ὑποφερτὴ
τιμωρία παρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην,
ἡ ὁποία δὲν ἐδέχθη τοὺς ἀπεσταλμένους
μου. |
13
Οὐαῖ σοι, Χοραζίν, οὐαῖ σοι
Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ
καὶ Σιδῶνι ἐγένετο αἱ δυνάμεις
αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι
ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ
καθήμενοι μετενόησαν. |
13
Ἀλλοίμονό σου, Χοραζίν, ἀλλοίμονό
σου, Βηθσαϊδά ! Διότι, ἐὰν εἰς
τὰς εἰδωλολατρικὰς καὶ ἁμαρτωλὰς
πόλεις Τῦρον καὶ Σιδῶνα, εἶχαν
γίνει τὰ θαύματα, ποὺ ἔγιναν
ἀνάμεσά σας, θὰ εἶχαν πρὸ
πολλοῦ οἱ κάτοικοί τους μετανοήσει
καὶ εἰς ἐκδήλωσιν τῆς μετανείας
των θὰ εἶχαν καθίσει καταγῇς καὶ
θὰ φοροῦσαν ἀντὶ ἐνδύματος
σάκκον καὶ θὰ εἶχαν ἀντὶ
μύρου εἰς τὸ κεφάλι των στάκτην.
|
13
Ἀλλοίμονον εἰς σέ, Χοραζίν· ἀλλοίμονον
εἰς σέ, Βηθσαϊδά· διότι, ἐὰν εἰς
τὰς φημισμένας διὰ τὴν κακίαν τους εἰδωλολατρικὰς
πόλεις Τύρον καὶ Σιδῶνα εἶχαν γίνει τὰ
θαύματα, ποὺ ἔγιναν εἰς σᾶς, πρὸ
πολλοῦ οἱ κάτοικοί των θὰ ἄφιναν κάθε
ἄλλο ἔργον των καὶ καθισμένοι κατὰ
γῆς ἐν συντριβῇ καὶ φέροντες τὰ
σύμβολα καὶ ἐμβλήματα τοῦ πένθους, δηλαδὴ
σάκκον ἀντὶ ἐνδύματος καὶ στάκτην
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς των, θὰ εἶχαν
μετανοήσει. |
14
Πλὴν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον
ἔσται ἐν τῇ κρίσει ἢ ὑμῖν.
|
14
Ἀλλὰ θὰ εἶναι περισσότερον ὑποφερτὴ
ἡ θέσις τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος
καὶ ἐλαφροτέρα ἡ τιμωρία ποὺ
θὰ τοὺς ἐπιβληθῇ κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ εἰς
σᾶς. |
14
Ἀλλὰ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς
Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος θὰ ἐπιβληθῇ
ἐλαφροτέρα τιμωρία κατὰ τὴν ἡμέραν
τῆς κρίσεως παρὰ εἰς σᾶς.
|
15
Καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ
οὐρανοῦ ὑψωθεῖσαι, ἕως ᾅδου
καταβιβασθήσῃ. |
15
Καὶ σύ, Καπερναούμ, ποὺ ἐδοξάσθης
καὶ ὑψώθηκες ἕως τὸν οὐρανόν,
ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὑπῆρξες
κατοικία τοῦ Μεσσίου καὶ ἀξιώθηκες
νὰ ἀπολαύσῃς τόσα καὶ
τόσα θαύματα, θὰ καταπέσῃς βαθειὰ
εἰς τὸν Ἅδην. |
15
Καὶ σύ, Καπερναούμ, ποὺ ἔγινες κατοικία
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καὶ δι’ αὐτὸ
ὑψώθης δοξασμένη μέχρι τοῦ οὐρανοῦ,
θὰ καταβιβασθῇς ἐντροπιασμένη μέχρι τοῦ
Ἅδου. Τὰ αὐτὰ δὲ θὰ πάθουν
καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν θὰ
δεχθοῦν καὶ τὸ ἰδικόν σας κήρυγμα.
|
16
Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ
ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς
ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ
ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν
ἀποστείλαντά με.
|
16
Ἐκεῖνος ποὺ ὑπακούει εἰς
σᾶς, ὑπακούει εἰς ἐμὲ
καὶ ἐκεῖνος ποὺ παρακούει σᾶς,
παρακούει ἐμέ· ἐκεῖνος
δὲ ποὺ παρακούει ἐμέ, παρακούει
τὸν Θεόν, ποὺ μὲ ἔστειλε σωτῆρα
εἰς τὸν κόσμον>. |
16
Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἀκούει σᾶς
καὶ ὑπακούει εἰς σᾶς, ἀκούει
ἐμὲ καὶ ὑπακούει εἰς ἐμέ.
Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ παρακούει εἰς
σᾶς, παρακούει εἰς ἐμέ. Καὶ ὅποιος
παρακούει εἰς ἐμέ, παρακούει εἰς τὸν
Θεόν, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν
κόσμον. Πᾶσα λοιπὸν παρακοὴ καὶ πᾶσα
ὕβρις, ποὺ θὰ γίνῃ ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους εἰς σᾶς, εἶναι
ὡς νὰ γίνεται εἰς αὐτὸν τὸν
ἐν οὐρανοῖς Θεόν. |
17
Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα
μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ
τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν
ἐν τῷ ὀνόματί σου.
|
17
Ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν περιοδείαν
των οἱ ἑβδομήκοντα μὲ χαρὰν
μεγάλην καὶ ἔλεγαν· <Κύριε,
καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται
εἰς ἡμᾶς, μόλις ἐπικαλεσθοῦμε
τὸ ὄνομά σου>. |
17
Ἐπέστρεψαν δὲ ἀπὸ τὴν περιοδείαν
των οἱ ἑβδομήκοντα μὲ χαρὰν καὶ
ἔλεγον· Κύριε, καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται εἰς ἡμᾶς
διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός
σου. |
18
Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐθεώρουν
τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ
τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.
|
18
Εἶπε δὲ εἰς αὐτούς· <ἀπὸ
τότε ποὺ ἤρχισα τὸ ἔργον μου
ἔβλεπα τὸν σατανᾶν νὰ ἀπογυμνώνεται
ἀπὸ τὴν τυραννικήν του ἐξουσίαν
καὶ νὰ κρυμνίζεται συντετριμμένος
μὲ ταχύτητα ἀστραπῆς ἀπὸ
τὰ ὕψη τῆς κυριαρχίας του.
|
18
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ἀφ’
ὅτου ἤρχισα τὸ ἔργον μου, ἀλλὰ
καὶ ὅταν σᾶς ἔστειλα εἰς περιοδείαν,
καὶ τώρα ποὺ ἤλθατε καὶ μοῦ
ἀναγγέλλετε τὰς διώξεις αὐτὰς τῶν
δαιμόνων, ἔβλεπα τὸν σατανᾶν νὰ χάνῃ
τὴν ἐξουσίαν καὶ τὸ κράτος του·
τὸν ἔβλεπα νὰ πίπτῃ συντριμμένος χάμω
ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ἐξουσίας
του καὶ ἀπὸ τὰς ἀνωτέρας σφαίρας
τοῦ ἐναερίου κόσμου, ὁπόθεν ἤσκει
τὴν κυριαρχίαν του. Νὰ πίπτῃ δὲ τόσον
γρήγορα καὶ φανερὰ καὶ μὲ τόσον πάταγον,
ὅπως πίπτει ἡ ἀστραπή.
|
19
Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν
τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ
σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν
δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν
ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ.
|
19
Ἰδοὺ ἐγὼ τώρα σᾶς δίδω
τὴν ἐξουσίαν νὰ πατῆτε ἐπάνω
εἰς φίδια καὶ σκορπιούς, νὰ
ποδοπατῆτε καὶ νὰ ἐξουθενώνετε
ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ,
δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, καὶ τίποτε
ἀπὸ ὅσα αὐτὸς ἐναντίον
σας πανουργεύεται καὶ ἐφευρίσκει δὲν
θὰ σᾶς ἀδικήσῃ ἢ βλάψῃ.
|
19
Ἰδοὺ ἐγὼ σᾶς δίδω τώρα ἐξουσίαν
κατὰ τοῦ σατανᾶ πολὺ μεγαλυτέραν ἀπὸ
ὅ,τι σᾶς ἔδωκα, ὅταν σᾶς ἐξαπέστελλον
εἰς τὸ κήρυγμα. Σᾶς δίδω ἐξουσίαν
νὰ νικᾶτε καὶ νὰ ποδοπατῆτε
πάντα τὰ ὅργανα τοῦ σατανᾶ, ποὺ
σὰν φίδια καὶ σκορπιοὶ ἐπιβουλεύονται
καὶ χύνουν τὸ δηλητήριον ὑπούλως εἰς
τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, διὰ
νὰ θανατώσουν αὐτάς. Σᾶς δίδω ἐξουσίαν
νὰ κατανικᾶτε ὅλην τὴν δύναμιν, ποὺ
διαθέτει ὁ ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ σατανᾶς, εἰς τρόπον ὥστε κανὲν
μέσον, ἀπὸ ὅσα θὰ χρησιμοποιῇ
αὐτὸς πρὸς παρεμπόδισιν τοῦ ἔργου
σας, νὰ μὴ τελεσφορῇ. Καὶ τίποτε,
ἀπὸ ὅσα ἐναντίον σας μηχανεύεται αὐτός,
δὲν θὰ σᾶς ἀδικήσῃ ἢ βλάψῃ.
|
20
Πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε,
ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται·
χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα
ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
|
20
Πλήν, μὴ χαίρετε εἰς τοῦτο μόνον,
εἰς τὸ ὅτι δηλαδὴ καὶ τὰ
πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται εἰς
σᾶς, κυρίως πρέπει νὰ χαίρετε
καὶ νὰ εὐφραίνεσθε, διότι τὰ
ὀνόματα σας ἔχουν γραφῆ εἰς
τοὺς οὐρανούς, εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ>. |
20
Ἀλλ’ ὅμως ἡ ὅλη σας χαρὰ ἂς
μὴ περιορίζεται εἰς αὐτὸ καὶ
ἀς μὴ χαίρετε δι’ αὐτό, διὰ τὸ
ὅτι δηλαδὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα ὑποτάσσονται
εἰς σᾶς. Δὲν εἶναι ἰδικόν σας
κατόρθωμα αὐτό. Εἶναι χάρις καὶ δωρεά, ποὺ
σᾶς ἔδωκα ἐγὼ καὶ προσέξατε
νὰ μὴ κυριευθῆτε ἀπὸ οἴησιν
καὶ ἀλαζονείαν διὰ τὸ χάρισμα τοῦτο.
Χαίρετε δὲ περισσότερον, διότι τὰ ὀνόματά
σας λόγῳ τῆς πίστεώς σας ἐγράφησαν εἰς
τοὺς οὐρανοὺς καὶ εἶσθε ἐκεῖ
πολιτογραφημένοι μὲ ὅλα τὰ δικαιώματα τῆς
ἀπολαύσεως τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐπουρανίου
κοινωνίας καὶ βασιλείας. |
21
Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλιάσατο
τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ,
κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ
σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας
αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ,
ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία
ἔμπροσθέν σου. |
21
Αὐτὴν δὲ τὴν ὥραν ἠσθάνθη
ὁ Ἰησοῦς βαθυτάτην καὶ ζωηροτάτην
χαρὰν εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὴν
καρδίαν του καὶ εἶπε· <Σὲ
εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ, Πάτερ,
Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς, διότι μὲ δικαιοσύνην καὶ
ἀγαθότητα ἐνεργῶν, ἔκρυψες τὰς
ὑψηλὰς αὐτὰς ἀληθείας
τῆς πίστεως ἀπὸ ἐκείνους
ποὺ θεωροῦνται σοφοὶ καὶ συνετοί,
καὶ ἐφανέρωσες αὐτὰς εἰς
ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀφελεῖς ἀνθρώπους
τοὺς μαθητάς μου, ποὺ φαίνονται σὰν
νήπια ἐμπρὸς εἰς τοὺς σοφοὺς
τοῦ κόσμου. Ναὶ Πάτερ, διότι
αὐτὴ ἦτο ἡ ἀγαθὴ καὶ
δικαίας θέλησίς σου>.
|
21
Κατ’ αὐτὴν τὴν ὥραν ὁ Ἰησοῦς
ἐδοκίμασε ζωηροτάτην χαρὰν εἰς τὰ
βάθη τῆς ψυχῆς του καὶ εἶπε·
Σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ, ὡς κύριον καὶ
ἐξουσιαστὴν καὶ κυβερνήτην πάνσοφον καὶ
δίκαιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς
γῆς. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι πανσόφως
καὶ ἐν δικαιοσύνῃ ἐνεργῶν ἀπέκρυψες
τὰς μυστηριώδεις καὶ οὐρανίους αὐτὰς
ἀληθείας ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ
νομίζουν ὅτι εἶναι σοφοὶ καὶ συνετοί,
καὶ ἐφανέρωσες τὰ σωτηριώδη αὐτὰ
μυστήρια εἰς ἀπλοῦς καὶ ἀφελεῖς
καὶ ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Ναί· σὲ
εὐχαριστῶ, Πάτερ, διότι ἔτσι ἤρεσεν
εἰς σὲ καὶ τέτοια ὑπῆρξεν ἡ
ἀγαθὴ καὶ δικαία θέλησίς σου.
|
22
Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς
εἶπε· πάντα μοι παρεθόδη ὑπὸ
τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς
ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ υἱός,
εἰ μὴ ὁ πατήρ, καὶ τίς
ἐστιν ὁ πατήρ, εἰ μὴ ὁ
υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται
ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. |
22
Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς
τοὺς μαθητὰς εἶπε· <ὅλα μοῦ
ἔχουν παραδοθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα
μου. Ἐπῆρα καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ
αὐτὸν κάθε ἐξουσίαν. Ἐπειδὴ
δὲ εἶμαι καὶ Θεός, ἴσος μὲ
τὸν Πατέρα, κανεὶς δὲν γνωρίζει
ἀκριβῶς καὶ τελείως ποῖος εἶναι
ὁ Υἱός, παρὰ μόνον ὁ Πατήρ.
Καὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει πλήρως
καὶ τελείως τὸν Πατέρα, παρὰ
μόνον ὁ Υἱός, ἐν μέρει
δὲ τὸν γνωρίζει καὶ ἐκεῖνος,
εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Υἱὸς
ἤθελε τὸν ἀποκαλύψει>.
|
22
Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τοὺς
μαθητάς, εἶπεν· Ὅλα παρεδόθησαν εἰς
ἐμὲ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ
ἔλαβα καὶ ὡς ἄνθρωπος πᾶσαν
ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. Καὶ ἐπειδὴ
ὡς Λόγος ἔχω τὴν αὐτὴν οὐσίαν
μὲ τὸν Πατέρα μου καὶ εἶμαι ἄπειρος
ὡς ἐκεῖνος, κανεὶς ἄλλος δὲν
γνωρίζει τελείως τὸν Υἱόν καὶ ποία εἶναι
ἡ φύσις καὶ αἱ βουλαὶ τοῦ Υἱοῦ,
παρὰ μόνον ὁ Πατήρ. Καὶ κανεὶς δὲν
γνωρίζει τὸν Πατέρα κατὰ βάθος καὶ κατὰ
τὴν οὐσίαν αὐτοῦ, παρὰ μόνον
ὁ Υἱός, ἐν μέρει δὲ τὸν γνωρίζει
καὶ ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον
ὁ Υἱὸς θὰ θελήσῃ νὰ τὸν
ἀποκαλύψῃ. |
23
Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς μαθητὰς
κατ' ἰδίαν εἶπε· μακάριοι οἱ
ὀφθαλμοὶ οἱ βλέποντες ἃ βλέπετε.
|
23
Καὶ ἐστράφη τότε πρὸς τοὺς
μαθητὰς καὶ τοὺς εἶπε ἰδιαιτέρως·
<Τρισευτυχισμένα τὰ μάτια σας ποὺ
βλέπουν αὐτὰ τὰ ὁποῖα
βλέπετε. |
23
Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τοὺς
μαθητάς, τοὺς εἶπεν ἰδιαιτέρως· Ἄξια
μακαρισμοῦ εἶναι τὰ μάτια ποὺ βλέπουν
μὲ τὸ φῶς τῆς πίστεως καὶ ἐννοοῦν
αὐτά, ποὺ βλέπετε σεῖς.
|
24
Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ
προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν
ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε,
καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι
ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.
|
24
Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι πολλοὶ προφῆται
καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν νὰ ἰδοῦν
αὐτά, ποὺ σεῖς βλέπετε, καὶ
δὲν εἶδαν καὶ νὰ ἀκούσουν
αὐτά, ποὺ ἀκοῦτε, καὶ
δὲν ἤκουσαν>. |
24
Καὶ εἶναι ἄξια μακαρισμοῦ τὰ
μάτια αὐτά, διότι σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι
πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς, ὅπως
ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Μωϋσῆς
καὶ ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Ἡσαΐας,
ἠθέλησαν νὰ ἴδουν αὐτά, ποὺ
βλέπετε σεῖς, καὶ δὲν τὰ εἶδον·
καὶ ἐπόθησαν νὰ ἀκούσουν αὐτά,
ποὺ ἀκούετε σεῖς, καὶ δὲν τὰ
ἤκουσαν. |
25
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη
ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων·
διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον
κληρονομήσω; |
25
Καὶ ἰδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος
ἐσηκώθηκε καὶ μὲ τὸν σκοπὸν
νὰ πειράξῃ τὸν Χριστὸν καὶ
νὰ ἀποδείξῃ εἰς αὐτὸν
ὅτι δὲν γνωρίζει τὸν νόμον τοῦ
εἶπε· <διδάσκαλε, τί πρέπει
νὰ κάμω, διὰ νὰ κληρονομήσω
τὴν αἰωνίαν ζωήν;>
|
25
Καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ, ποὺ ἐκάθηντο,
ἐσηκώθη κάποιος νομοδιδάσκαλος μὲ τὸν σκοπὸν
νὰ πειράξῃ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ
ἀποδείξῃ, ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὸν
νόμον, καὶ εἶπε· Διδάσκαλε, ποῖον ἔργον
ἀρετῆς ἢ ποίαν θυσίαν πρέπει νὰ κάμω
διὰ νὰ κληρονομήσω τὴν μακαρίαν καὶ
παντοτεινὴν ζωήν; |
26
Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν·
ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται;
Πῶς ἀναγινώσκεις;
|
26
Ὁ Κύριος δὲ τοῦ εἶπε· <εἰς
τὸν νόμον τί εἶναι γραμμένον;
Πῶς ἀντιλαμβάνεσαι αὐτὸ ποῦ
διαβάζεις εἰς τὸν νόμον;>
|
26
Ὁ Κύριος δὲ τοῦ εἶπεν· Εἰς
τὸν νόμον τί ἔχει γραφῆ; Σὺ
ποὺ σπουδάζεις καὶ ἐρευνᾷς τὸν
νόμον, τί ἀναγινώσκεις ἐκεῖ περὶ τοῦ
ζητήματος αὐτοῦ καὶ πῶς τὸ ἀντιλαμβάνεσαι;
|
27
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·
ἀγαπήσεις Κύριον τὸ Θεόν σου
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ
ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ
ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ
ὅλης της διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον
σου ὡς σεαυτόν, |
27
Ὁ νομικὸς δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε·
<εἰς τὸν νόμον εἶναι γραμμένον,
νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν
σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν καὶ
μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ
ὅλην σου τὴν δύναμιν καὶ μὲ
ὅλον σου τὸν νοῦν. (Ὅλος δὲ
ὁ εὐατός σου, ὁ νοῦς, ἡ
καρδία, ἡ θέλησις, ἡ δραστηριότης
σου, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα,
νὰ πλημμυρίζουν ἀπὸ τὴν ἀγάπην
πρὸς τὸν Θεόν). Νὰ ἀγαπᾷς
δὲ καὶ τὸν πλησίον σου, ὅπως
τὸν εὐατόν σου>. |
27
Ὁ νομικὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν·
Εἰς τὸν νόμον εἶναι γραμμένον· Νὰ
ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην
τὴν καρδίαν σου, ὥστε εἰς αὐτὸν
ἐξ ὁλόκληρου καὶ μὲ ὅλα τὰ
βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς
ὑπάρξεώς σου νὰ εἶσαι παραδομένος, καὶ
μὲ ὅλην σου τὴν ψυχήν, ὥστε μὲ
ὅλον τὸ συναίσθημά σου αὐτὸν νὰ
ποθῇς, καὶ μὲ ὅλην τὴν θέλησιν
καὶ δύναμίν σου, ὥστε κάθε τι ποὺ θὰ
ἐνεργῇς νὰ εἶναι σύμφωνον πρὸς
τὸ θέλημά του, πρὸς ἐφαρμογὴν τοῦ
ὁποίου πρέπει νὰ ἐργάζεσαι μὲ ὅλην
τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ δραστηριότητα ἀκούραστον,
καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον
ὀφείλεις νὰ τὸν ἀγαπᾷς, ὥστε
αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι. Νὰ ἀγαπᾷς
δὲ καὶ τὸν πλησίον σου, ὅσον καὶ
ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου.
|
28
εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς
ἀπεκρίθης· τοῦτο ποιεῖ καὶ
ζήσῃ. |
28
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος·
<πολὺ ὀρθὰ ἀπήντησες·
ἔτσι νὰ κάνῃς καὶ θὰ κληρονομήσῃς
τὴν αἰώνιον ζωήν>.
|
28
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτόν· Ὀρθὴν
ἀπάντησιν ἔδωκες. Αὐτό, ποὺ εἶπες,
φρόντιζε νὰ κάνῃς πάντοτε καὶ θὰ ζήσῃς
ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ ὡς
κληρονόμος ταύτης. |
29
Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν
εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ
τίς ἐστί μου πλησίον;
|
29
Ἐντροπιασμένος ὁ νομικὸς διότι
ἐφάνηκε εἰς τὰ μάτια τῶν
ἄλλων ὅτι διὰ ζήτημα πολὺ γνωστὸν
ἠρώτησεν τὸν Χριστόν, ἠθέλησε
νὰ δικαιολογηθῇ καὶ εἶπε πρὸς
τὸν ᾿Ιησοῦν· <καὶ ποιὸς
εἶναι ὁ πλησίον μου, ποὺ πρέπει
νὰ ἀγαπῶ σὰν τὸν εὐατόν
μου;> |
29
Ὁ νομοδιδάσκαλος ὅμως θέλων νὰ δικαιολογήσῃ
τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδή, καθὼς ἀπεδείχθη,
ἔθεσεν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐρώτημα,
ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοῦ ἦτο
γνωστὴ ἡ ἀπάντησις, εἶπε πρὸς
τὸν Ἰησοῦν· Καὶ ποῖον σύμφωνα
μὲ τὴν Γραφὴν πρέπει νὰ θεωρῶ
πλησίον μου; |
30
Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν·
ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ
Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ
λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ
ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς
ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες
ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. |
30
Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς, ἐξ
ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς ἐρωτήσεως,
πάλιν τὸν λόγον καὶ εἶπε τὴν
παραβολήν· <Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε
ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς
τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε εἰς
τὰ χέρια λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι,
ἀφοῦ τοῦ ἐπῆραν τὰ χρήματα,
τὸν ἐγύμνωσαν, τὸν ἐπλήγωσαν
καὶ ἔφυγαν, ἀφήσαντες αὐτὸν
μισοπεθαμένον. |
30
Ἔλαβε δὲ τότε τὸν λόγον ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπε· Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινεν
ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν
Ἱεριχῶ καὶ ἔπεσεν εἰς ἐνέδραν
καὶ καρτέρι λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι
δὲν ἠρκέσθησαν νὰ τοῦ πάρουν μόνον
τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔγδυσαν,
ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὸν ἐπλήγωσαν
καὶ ἔφυγαν ἀφήσαντες αὐτὸν μισοπεθαμένον.
|
31
Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις
κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ,
καὶ ἱδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
|
31
Κατὰ σύμπτωσιν ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε
εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον καί,
μολονότι εἶδε τὸν τραυματίαν, τὸν
ἐπροσπέρασε, χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ
καμμίαν βοήθειαν. |
31
Κατὰ σύμπτωσιν δὲ κάποιος ἱερεὺς κατέβαινεν
εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον, καὶ
μολονότι τὸν εἶδεν, ἐπέρασεν ἀπὸ
τὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ δρόμου, χωρὶς
νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν ἢ προσοχήν.
|
32
Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος
κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ
ἱδὼν ἀντιπαρῆλθε.
|
32
Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος Λευΐτης,
ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο,
ἐπλησίασε τὸν πληγωμένον, τὸν
εἶδε, ἀλλὰ τὸν ἐπροσπέρασε
ἀσυγκίνητος. |
32
Ὁμοίως δὲ καὶ κάποιος Λευίτης ἔφθασεν
εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ἀφοῦ
ἐπλησίασε καὶ εἶδε τὸν πληγωμένον,
ἀπεμακρύνθη ἀμέσως καὶ ἐπέρασε καὶ
αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι
μέρος τοῦ δρόμου. |
33
Σαμαρείτης δέ τις ὀδεύων ἦλθε
κατ' αὐτόν, καὶ ἱδὼν αὐτὸν
ἐσπλαγχνίσθη, |
33
Ἕνας ὅμως Σαμαρείτης, ὁ ὅποιος
περνοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον,
ἦλθε εἰς τὸ μέρος, ὅπου κατέκειτο
μισοπεθαμένος ὁ τραυματίας, τὸν εἶδε
καὶ τὸν ἐσπλαγχνίσθηκε.
|
33
Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως, ποὺ διέβαινεν ἀπὸ
τὸν δρόμον ἐκεῖνον, ἦλθεν εἰς
τὸ μέρος, ὅπου κατέκειτο οὗτος, καὶ
ὅταν τὸν εἶδε, τὸν ἐλυπήθη καὶ
τὸν ἐπόνεσε. |
34
καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα
αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ
οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν
ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν
αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη
αὐτοῦ· |
34
Ἐπλησίασε κοντά του, ἔδεσε μὲ
προσοχὴν πολλὴν τὰ τραύματά
του, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε
καὶ τὰ ἄλειψε μὰ λάδι καὶ
κρασί, τὸν ἀνέβασεν εἰς τὸ
ζῶον του, τὸν ἐπῆγε εἰς κάποιο
πανδοχεῖον καὶ τὸν ἐπεριποιήθηκε
ὁ ἴδιος. |
34
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τοῦ
ἔδεσε μὲ ἐπιδέσμους τὰ τραύματά του,
ἀφοῦ προηγουμένως τὰ ἔπλυνε καὶ
τὰ ἤλειψε μὲ λάδι καὶ μὲ κρασί.
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέβασεν εἰς
τὸ ζῶον του, τὸν ἐπῆγεν εἰς
κάποιο χάνι καὶ τὸν ἐπεριποιήθη, διακόψας
τὸ ταξίδιόν του. |
35
Καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών,
ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ
πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι
ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν
τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω
σοι. |
35
Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέρα ἐβγῆκεν
ἀπὸ τὸ δωμάτιον τοῦ τραυματίου,
ὅπου εἶχε διανυκτερεύσει, ἔβγαλε δύο
δηνάρια, τὰ ἔδωσε εἰς τὸν ξενοδόχον
καὶ τοῦ εἶπε· Περιποιήσου τον,
μὲ ὅσην ἐπιμέλειαν ἠμπορεῖς.
Καὶ ὅ,τι ἐξοδέψεις παραπάνω,
ἐγώ, ὅταν ἐπιστρέψω ἀπὸ
τὴν πατρίδα μου, θὰ σοῦ τὸ πληρώσω
σὰν προσωπικόν μου χρέος.
|
35
Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν τὸ πρωῒ
ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ
εἶχε διανυκτερεύσει καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε
δύο δηνάρια, τὰ ἔδωκεν εἰς τὸν ξενοδόχον
καὶ τοῦ εἶπε· Περιποιήσου τον διὰ
νὰ γίνῃ καλά. Καὶ ὅ,τι ἐξοδεύσῃς
παραπάνω, ἐγώ, ὅταν ἐπιστρέφω εἰς
τὴν πατρίδα μου καὶ περάσω πάλιν ἀπ’ ἐδῶ,
θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω.
|
36
Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος
εἰς τοὺς λῃστάς; |
36
Λοιπόν, ἠρώτησε τότε ὁ Κύριος
τὸν νομοδιδάσκαλον, ποιὸς ἀπὸ
τοὺς τρεῖς αὐτοὺς νομίζεις,
ὅτι ἐφάνηκε πραγματικὸς πλησίον
καὶ ἀδελφὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον
αὐτόν, ποὺ εἶχε πέσει στὰ
χέρια τῶν λῃστῶν;>
|
36
Λοιπόν, συνεπέρανεν ὁ Ἰησοῦς, ποῖος
ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς
σοῦ φαίνεται, ὅτι ἐπετέλεσε τὸ πρὸς
τὸν πλησίον καθῆκον καὶ ἀπεδείχθη
διὰ τῶν πραγμάτων πλησίον καὶ ἀδελφὸς
ἐκείνου, ποὺ ἔπεσεν εἰς τὰ χέρια
τῶν λῃστῶν; |
37
Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ
ἔλεος μετ' αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου
καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
|
37
Ἐκεῖνος δὲ εἶπε· <αὐτὸς
ποὺ ἔκαμε πρᾶξιν εὐσπλαγχνίας
καὶ ἀγάπης πρὸς ἐκεῖνον>.
Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ
Ἰησοῦς· <πήγαινε καὶ σὺ
καὶ πρᾶττε ὅμοια μὲ αὐτόν.
(Κάνε τὸ καλὸν μὲ ἀγάπην
πρὸς ὅλους, εἴτε Ἰουδαῖοι εἶναι
εἴτε Σαμαρεῖται εἴτε φίλοι εἴτε
ἐχθροί>). |
37
Αὐτὸς δὲ εἶπε· Πλησίον του ἀπεδείχθη
αὐτός, ποὺ τὸν ἐπόνεσε καὶ τὸν
ἠλέησεν. Εἶπε λοιπὸν εἰς αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς· Πήγαινε καὶ κάνε τὸ
ἴδιο καὶ σύ. Δείκνυε δηλαδὴ συμπάθειαν εἰς
κάθε πάσχοντα, χωρὶς νὰ ἐξετάζῃς,
ἂν αὐτὸς εἶναι συγγενής σου ἢ
συμπατριώτης σου, καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζῃς
τὰς θυσίας καὶ τοὺς κόπους καὶ τὰς
δαπάνας, ποὺ θὰ ὑποστῇς διὰ
νὰ βοηθήσῃς καὶ νὰ συντρέξῃς
τὸν πάσχοντα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς
εἶναι ἐχθρός σου. Ἔτσι καὶ ὁ
Χριστός, ποὺ οἱ ἐχθροί του τὸν ὕβριζαν
Σαμαρείτην, ἐδείχθη εἰς τὴν καταπληγωμένην
καὶ μισοπεθαμένην ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας
ἀνθρωπότητα ὁ καλὸς καὶ ἀγαθὸς
Σαμαρείτης, ποὺ διὰ νὰ τὴν ἰατρεὐσῃ
ἀπὸ τὰς πληγάς της ὄχι μόνον κόπους
ὑπέστη, ἀλλὰ καὶ εἰς θάνατον
σωματικὸν ὑπεβλήθη. |
38
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι
αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν
εἰς κώμην τινά. Γυνὴ δέ τις
ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν
εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
|
38
Καθὼς δὲ ὁ Κύριος μὲ τοὺς
μαθητάς του ἐπήγαιναν πρὸς τὴν
Ἱερουσαλήμ, ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς
εἰς ἕνα χωριό. Κάποια δὲ γυναῖκα,
ὀνόματι Μάρθα, τὸν ὑπεδέχθη
εἰς τὸ σπίτι της. |
38
Ἐνῷ δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ
οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Ἰησοῦν
ἐπήγαιναν ἔχοντες κατεύθυνσιν τὴν Ἱερουσαλήμ,
συνέβη νὰ ἔμβῃ ὁ Ἰησοῦς
εἰς κάποιο χωρίον· καὶ μία γυναῖκα,
ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑπεδέχθη
εἰς τὸ σπίτι της. |
39
Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένῃ
Μαρίᾳ, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ
τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε
τὸν λόγον αὐτοῦ.
|
39
Εἶχε δὲ αὐτὴ καὶ ἀδελφήν,
ὀνόματι Μαρίαν, ἡ ὁποία
ἐκάθισε κοντὰ εἰς τὰ πόδια
τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἤκουε τὴν
διδασκαλίαν του. |
39
Καὶ εἶχεν αὐτὴ ἀδελφήν, ποὺ
ἐλέγετο Μαρία, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ὑπεδέχθη
τὸν Ἰησοῦν ὡς ἡ Μάρθα, ἀλλὰ
καὶ ἐκάθησε κοντὰ εἰς τοὺς πόδας
του ὡς ταπεινὴ μαθήτρια καὶ ἤκουε
μὲ προσοχὴν ἀπερίσπαστον τὴν διδασκαλίαν
του. |
40
Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν
διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε·
Κύριε, οὐ μέλει σοι ἡ ἀδελφή
μου μόνην με κατέλειπε διακονεῖν; Εἰπὲ
οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
|
40
Ἡ δὲ Μάρθα, ἀπὸ τὴν μεγάλην
της ἐπιθυμίαν καὶ προθυμίαν νὰ
περιποιηθῇ ἀξίως τὸν διδάσκαλον,
ἀπερροφᾶτο ἀπὸ τὰς πολλὰς
ἀσχολίας. Εἰς κάποιαν στιγμὴν
ἐστάθη κοντὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εἶπε· <Κύριε, δὲν σὲ
μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ
ἀφῆκε μόνην νὰ ἑτοιμάσω
τὰ τοῦ φαγητοῦ διὰ σὲ καὶ
τοὺς μαθητάς σου; Πές της λοιπὸν νὰ
μὲ βοηθήσῃ>. |
40
Ἡ δὲ Μάρθα ἦταν ἀπασχολημένη καὶ
πνιγμένη εἰς πολλὴν ἐργασίαν, φροντίζουσα
νὰ ἑτοιμάσῃ τὸ φαγητὸν καὶ
νὰ περιποιηθῇ τὸν Διδάσκαλον. Ἀφοῦ
δὲ ἐστάθη πλησίον τοῦ Χριστοῦ, εἶπε·
Κύριε, δὲν σὲ μέλει, ποὺ ἡ ἀδελφή
μου μὲ ἀφῆκε μοναχὴν νὰ ὑπηρετῶ
καὶ νὰ ἑτοιμάζω τὸ τραπέζι; Πές της
λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ.
|
41
Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ
ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα, Μάρθα,
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·
|
41
Ἀπήντησε δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
εἶπε· <Μάρθα, Μάρθα, ἐφορτώθηκες
πολλὲς φροντίδες, ταλαιπωρεῖσαι καὶ
κουράζεσαι διὰ νὰ ἐτοιμάσῃς
πολλά. |
41
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ
τῆς εἶπε· Μάρθα, Μάρθα, ἀσχολεῖται
ἡ διάνοιά σου ἀπὸ ἀνησύχους φροντίδας
καὶ κουράζεται τὸ σῶμα σου διὰ νὰ
προετοιμάσῃς πολλά. |
42
ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία
δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο,
ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς.
|
42
Ἕνα ὅμως εἶναι τὸ χρησιμώτερον
καὶ ἀπαραίτητον, ἡ πνευματικὴ
τροφή, τὴν ὁποίαν προσφέρω ἐγώ.
Ἡ δὲ Μαρία ἐδιάλεξε τὴν
καλὴν μερίδα, τὴν πνευματικήν, ἡ
ὁποία καὶ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ
ποτὲ ἀπὸ κανένα. Διότι αἱ
ὠφέλειαι ἀπὸ τὴν πνευματικὴν
τροφὴν εἶναι αἰώνιαι καὶ ἀναφαίρετοι>.
|
42
Ἕνα δὲ εἶναι χρήσιμον καὶ ἀναγκαῖον,
ἡ ἀκρόασις τῆς διδασκαλίας μου, ποὺ
εἶναι τροφὴ πνευματική, ἀναγκαία διὰ
τὴν ψυχήν. Ἡ Μαρία δὲ ἐξέλεξε τὴν
καλὴν καὶ ὠφέλιμον μερίδα, ἡ ὁποία
δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ ποτέ. Διότι
αἱ ὠφέλειαι τῆς μερίδος αὐτῆς
τοῦ πνευματικοῦ φαγητοῦ δὲν εἶναι
προσωριναὶ καὶ φθαρταί, ἄλλα πνευματικαὶ
καὶ αἰώνιοι.
|