Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αρῆσαν
δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ
ἀπαγγέλοντες αὐτῷ περὶ τῶν
Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος
ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν.
|
ατὰ
τὴν ὥραν δέ ποὺ ὠμιλοῦσε
ὁ Κύριος, παρουσιάσθησαν μερικοὶ καὶ
τοῦ ἀνήγγειλαν διὰ τοὺς Γαλιλαίους,
τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ὁ Πιλᾶτος,
ὅταν μὲ τοὺς στρατιώτας του τοὺς
ἔσφαξε μέσα εἰς τὴν αὐλὴν
τοῦ ναοῦ, τὸ ἀνέμιξε μὲ
τὰς θυσίας, ποὺ ἐκεῖνοι προσέφεραν
τὴν ὥραν αὐτήν.
|
ατ’
αὐτὴν δὲ τὴν στιγμήν, ποὺ ὡμίλει
ὁ Κύριος περὶ τῶν σημείων τῶν καιρῶν,
παρουσιάσθησαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι τοῦ
ἀνέφεραν διὰ τοὺς Γαλιλαίους, ποὺ
ἐσφάγησαν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ
ἀνέμιξε τὸ αἷμα των ὁ Πιλᾶτος
μὲ τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας αὐτοὶ
κατὰ τὴν ὥραν τῆς σφαγῆς των
προσέφεραν. |
2
Καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς·
δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι
ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους
ἐγένεντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν;
|
2
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς
τοὺς εἶπε· <ἐκ τοῦ γεγονότος
ὅτι ἔπαθαν αὐτά, βγάζετε σεῖς
τὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι
αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ
περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς
Γαλιλαίους; |
2
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ
τοὺς εἶπε· Νομίζετε, ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι
οὔτοι ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ περισσότερον
ἀπὸ ὅλους τοὺς Γαλιλαίους, καὶ
δι’ αὐτὸ ἔπαθαν αὐτὰ καὶ
ηὗραν ἕνα τόσον οἰκτρὸν τέλος;
|
3
Οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ'
ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὠσαύτως
ἀπολεῖσθε. |
3
Ὄχι σᾶς λέγω· διότι καὶ
οἱ ἄλλοι Γαλιλαῖοι εἶναι ἐπίσης
ἁμαρτωλοί. Ἐὰν δὲ δὲν
μετανοήσετε καὶ σεῖς ὅλοι, κατὰ
τὸν ἴδιο τρόπον θὰ χαθῆτε.(Τὰ
ρωμαϊκὰ στρατεύματα εἶναι ἕτοιμα νὰ
ὀρμήσουν καὶ νὰ σᾶς κατασφάξουν).
|
3
Ὄχι, σᾶς λέγω. Δὲν ὑπῆρξαν αὐτοὶ
οἱ χειρότεροι. Ἀλλὰ ὁ θάνατός των
συνέβη καὶ ὡς παράδειγμα σωφρονιστικὸν διὰ
σᾶς. Διότι ἐὰν δὲν μετανοήσετε, καὶ
σεῖς θὰ χαθῆτε κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον. Διότι θὰ σφαγῆτε ὅλοι ὑπὸ
τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ καταπατηθῇ ὑπ’
αὐτῶν ἡ Ἱερουσαλήμ, ὁπότε καὶ
τὸ αἷμα πολλῶν ἀπὸ σᾶς
θὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὰς θυσίας σας.
|
4
῍Η ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ
ὀκτώ, ἐφ' οὓς ἔπεσεν ὁ
πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν
αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται
ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους
τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ;
|
4
῍Η νομίζετε ὅτι οἱ δέκα ὀκτώ,
ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους
ἔπεσε ὁ πύργος τοῦ Σιλωὰμ καὶ
τοὺς ἐθανάτωσεν, αὐτοὶ ὑπῆρξαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἁμαρτωλοὶ
καὶ χρεῶσται περισσότερον ἀπὸ
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ;
|
4
Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτώ, ἐπὶ
τῶν ὁποίων ἔπεσεν ὁ πύργος, ποὺ
ἦτο κτισμένος εἰς Σιλωάμ, καὶ τοὺς
ἐσκότωσε, νομίζετε, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν
ἁμαρτωλοὶ καὶ χρεῶσται ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ περισσότερον ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς
Ἱερουσαλήμ; |
5
Οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ'
ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως
ἀπολεῖσθε. |
5
Ὄχι σας λέγω· ἀλλ' ἔπαθαν ἐκεῖνοι,
διὰ νὰ συνέλθετε σεῖς. Εὰν ὅμως
δὲν μετανοήσετε, ὅλοι κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον θὰ χαθῆτε, διότι
θὰ ταφῆτε κάτω ἀπὸ τὰ
ἐρείπια τῶν πόλεών σας>.
|
5
Ὄχι, σᾶς βεβαιῶ. Δὲν ἦσαν αὐτοὶ
οἱ χειρότεροι. Ἀλλ’ ἔπαθον ἐκεῖνοι
διὰ νὰ σωφρονισθῆτε σεῖς. Καὶ
ἐὰν δὲν δείξετε μετάνοιαν, ὅλοι μὲ
τὸν αὐτὸν τρόπον θὰ χαθῆτε,
θαπτόμενοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς
πρωτευούσης σας. |
6
Ἔλεγε δὲ ταύτην τὴν παραβολήν·
συκῆν εἶχέ τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι
αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε
ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ
οὐχ εὗρεν. |
6
Ἔλεγε δὲ αὐτὴν τὴν παραβολήν·
<κάποιος εἶχε μιὰ συκιά, φυτευμένη
εἰς τὸ ἀμπέλι του καὶ ἦλθε
ζητῶν καρπὸν εἰς αὐτὴν καὶ
δὲν εὑρῆκε. |
6
Ἔλεγε δὲ αὐτὴν τὴν παραβολήν·
Εἶχε κάποιος μίαν συκῆν φυτευμένην μέσα εἰς
τὸ ἀμπέλι του, εἰς ἔδαφος δηλαδὴ
συνεχῶς καὶ κατ’ ἔτος καλλιεργούμενον. Καὶ
ἦλθε καὶ ἐζήτει καρπὸν εἰς αὐτὴν
καὶ δὲν ηὗρε. |
7
Εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν·
ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν
καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ,
καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον
αὐτήν· ἱνατὶ καὶ τὴν
γῆν καταργεῖ; |
7
Εἶπε δὲ εἰς τὸν ἀμπελουργόν·
Ἰδού, τρία χρόνια ἔρχομαι καὶ
ζητῶ καρπὸν εἰς τὴν συκιὰν αὐτὴν
καὶ δὲν εὑρίσκω. Κόψε την καὶ
ξερρίζωσέ την. Διατὶ νὰ ἀχρηστεύη
τὴν γῆν; |
7
Εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν·
Ἰδού, ἔρχομαι τρία χρόνια τώρα καὶ ζητῶ
καρπὸν εἰς τὴν συκῆν αὐτὴν
καὶ δὲν εὑρίσκω. Κόψε την σύρριζα. Διατὶ
νὰ πιάνῃ ἄδικα τὸν τόπον καὶ
νὰ ἀχρηστεύῃ τὸ μέρος αὐτὸ
τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον
θὰ ἠδύνατο νὰ φυτευθῇ ἄλλο καρποφόρον
δένδρον; |
8
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ·
κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο
τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ
αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια.
|
8
Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεκρίθη καὶ
εἶπε· Κύριε, ἄφησέ την καὶ
τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω
γύρω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ρίψω
λίπασμα. |
8
Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν
εἰς αὐτόν· Κύριε, ἄφησέ την καὶ
αὐτὸ τὸ ἔτος, ἕως ὅτου
σκάψω γύρω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ρίψω
εἰς αὐτὴν λιπάσματα. |
9
Κἂν μὲν ποιήσῃ καρπόν·
εἰ δὲ μῆγε, εἰς τὸ μέλλον
ἐκκόψεις αὐτήν.
|
9
Καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ καρπόν,
τὴν ἀφίνομεν, ἐὰν ὅμως
δὲν κάμῃ, τότε θὰ τὴν
κόψῃς εἰς τὸ μέλλον>. (Ὁ
Θεὸς δεχόμενος παράκλησιν τοῦ Υἱοῦ
του παριμένει τὴν μετάνοιαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ
καὶ τὰ καλά του ἔργα ὡς πνευματικὴν
καρποφορίαν. Ἐὰν ὅμως ὁ ἁμαρτωλὸς
μείνῃ σκληρυμμένος καὶ ἀμετανόητος,
τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν τιμωρήσῃ.
Αὐτὸ συνέβη μὲ τοὺς ἀμετανοήτους
Ἑβραίους, τοὺς ὁποίους ἐσυμβόλιζε
ἡ ἄκαρπος συκῆ). |
9
Καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ καρπόν, ἔχει
καλῶς· τὴν ἀφίνομεν τότε καὶ
δὲν τὴν κόπτομεν· ἐὰν ὅμως
δὲν κάμῃ καρπόν, τότε θὰ τὴν κόψῃς
εἰς μέλλουσαν εὐκαιρίαν. Ἔτσι θὰ συμβῇ
καὶ μὲ κάθε ράθυμον καὶ ἀμετανόητον.
Ἀναβάλλει μὲν ὁ Θεὸς νὰ τὸν
τιμωρήσῃ, ἀναμένων τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ,
ἀλλ’ ἐὰν τελικῶς ὁ ἁμαρτωλὸς
δὲν ἐπιδείξῃ καρποὺς πνευματικοὺς
μετανοίας, ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ
θὰ τὸν κτυπήσῃ σκληρά. Τοῦτο δὲ
ἐμφανέστερον ἐγένετο καὶ ἐπὶ
τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, ἡ ὁποία,
ἐπειδὴ ἐδείχθη μέχρι τέλους ἀμετανόητος
καὶ ἄκαρπος, παρεδόθη εἰς ὄλεθρον.
|
10
Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν
συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.
|
10
Κάποιο Σάββατο ἐδίδασκε εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς.
|
10
Ἐδίδασκε δὲ κατὰ τὴν ἡμέραν
τοῦ Σαββάτου εἰς μίαν ἀπὸ τὰς
συναγωγάς. |
11
Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα
ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ
ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ
μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ
παντελές. |
11
Καὶ ἰδοὺ εἶχε ἔλθει ἐκεῖ
μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἕνεκα
μοχθηρᾶς ἐπιδράσεως πονηροῦ πνεύματος,
ἦτο ἀσθενὴς δέκα ὀκτὼ
χρόνια, σκυμμένη συνεχῶς, χωρὶς καθόλου
νὰ ἠμπορῇ νὰ σηκώσῃ ὄρθιον
τὸ σῶμα καὶ τὴν κεφαλήν της.
|
11
Καὶ ἰδοὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ μία
γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκ συνεργείας τοῦ
πονηροῦ πνεύματος κατείχετο ὑπὸ ἀσθενείας
ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη, καὶ ἦτο
δι’ αὐτὸ σκυμμένη διαρκῶς μὲ κυρτωμένον
τὸ σῶμα καὶ δὲν ἠδύνατο
νὰ σηκώσῃ ὀρθίαν τὴν κεφαλήν της ὁλοτελῶς.
|
12
Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς
προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ·
γύναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας
σου· |
12
Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς,
της ἐφώναξε καὶ τῆς εἶπε·
<γυναίκα, ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ
τὴν ἀσθένειάν σου>.
|
12
Ὅταν δὲ τὴν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς,
τῆς ἐφώναξε καὶ τῆς εἶπε·
Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καὶ ἐλευθερωμένη
ἀπὸ τὴν ἀρρώστιάν σου.
|
13
καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς
χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη
καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
|
13
Καὶ ἔβαλεν ἐπάνω της τὰς χεῖρας
του. Καὶ ἀμέσως ἐστάθηκε ὄρθια
αὐτή, ἀπέκτησε δηλαδὴ τὴν
ὑγείαν της καὶ ἐδόξαζε τὸν
Θεόν. |
13
Καὶ ἔβαλεν ἐπάνω της τὰς χεῖρας
του. Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἐπανέκτησε
τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ σώματός της καὶ
ἐδόξαζε τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν
της. |
14
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος,
ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ
ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε
τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι
εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐγάζεσθαι·
ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε,
καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ
σαββάτου. |
14
Ὁ δὲ ἀρχισυνάγωγος ἀγανακτῶν,
διότι ὁ Ἰησοῦς εἰς ἡμέραν
Σαββάτου ἐθεράπευσε, ἔλαβε τὸν
λόγον καὶ εἶπε εἰς τὸν λαόν·
<ἓξ ἡμέραι εἶναι ἐκεῖναι,
κατὰ τὰς ὁποίας πρέπει νὰ
ἐργαζώμεθα· εἰς αὐτὰς δὲ
τὰς ἐργασίμους ἡμέρας νὰ
ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ
ὄχι κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου>. |
14
Ἔλαβε δὲ τὸν λόγον ὁ ἀρχισυνάγωγος,
γεμᾶτος ἀγανάκτησιν, διότι κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἔκαμε τὴν θεραπείαν
ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἔλεγεν εἰς
τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ· Ἓξ
ἡμέραι εἶναι εἰς τὴν διάθεσίν μας,
κατὰ τὰς ὁποίας δικαιούμεθα καὶ πρέπει
νὰ ἐργαζώμεθα. Κατ’ αὐτὰς λοιπὸν
τὰς ἐργασίμους ἡμέρας νὰ ἔρχεσθε
καὶ νὰ θεραπεύεσθε, καὶ ὄχι κατὰ
τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
|
15
Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος
καὶ εἶπεν· ὑποκριτά· ἕκαστος
ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει
τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον
ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν
ποτίζει; |
15
Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς
ὁ Κύριος καὶ εἶπε· ὑποκριτά,
καθένας ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου δὲν λύει
τὸ βώδι του ἡ τὸν ὄνον ἀπὸ
τὴν φάτνην του καὶ πηγαίνει νὰ
τὸ ποτίση; Αὐτὸ δὲν τὸ
θεωρεῖτε παράβασιν τῆς ἀργίας
τοῦ Σαββάτου, καὶ πολὺ ὀρθῶς.
|
15
Ἀπεκρίθη λοιπὸν εἰς αὐτὸν ὁ
Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά, σὺ
ποὺ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ
τοῦ Σαββάτου κρύπτεις φθόνον καὶ μοχθηρίαν·
ὁ καθένας σας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου δὲν λύει τὸ βώδι του ἢ τὸν
ὄνον του ἀπὸ τὴν φάτνην καὶ
δὲν τὸ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίσῃ,
χωρίς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκ παραδόσεως ἀνεγνωρισμένην
ἑρμηνείαν τῆς ἐντολῆς τοῦ Σαββάτου,
νὰ θεωρῆται παραβάτης αὐτῆς;
|
16
Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν,
ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ
δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ
ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ
τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
|
16
Αὐτὴ δέ, ποὺ εἶναι θυγάτηρ
καὶ ἀπόγονος το Ἀβραάμ, τὴν
ὁποίαν ὁ σατανᾶς ἔδεσε δέκα
ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, δὲν
ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὸν
βαρὺν καὶ καταθλιπτικὸν αὐτὸν
δεσμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ
Σαββάτου;> |
16
Αὐτὴ δέ, ποὺ εἶναι κόρη καὶ
ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποίαν
ἔδεσεν ὁ σατανᾶς μὲ τὴν ἀρρώστιαν,
ὥστε ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια
νὰ μὴ δύναται νὰ σηκωθῇ ὀρθία,
δὲν ἦτο πρέπον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ
λυθῇ ἀπὸ τὸ μακροχρόνιον αὐτὸ
καὶ ὀδυνηρὸν δέσιμον κατὰ τὴν
ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; |
17
καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο
πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ,
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ
πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις
ὑπ' αὐτοῦ. |
17
Καὶ ἐνῶ ὁ Κύριος ἔλεγε
αὐτά, κατεντροπιάζοντο ὅλοι οἱ
ἐχθροί του· ἀντιθέτως δὲ
ὅλος ὁ λαὸς ἔχαιρε δι' ὅλα τὰ
θαυμαστὰ ἔργα ποὺ ἐγίνοντο ἀπ'
αὐτὸν (διότι εἶχε ἀκόμη
ὁ λαὸς ἄδολον τὴν καρδίαν καὶ
ἀνεπηρέαστον ἀπὸ τὰς συκοφαντίας
τῶν Φαρισαίων). |
17
Καὶ ἐνῷ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ
Ἰησοῦς, ἐντροπιάζοντο ὅλοι οἱ
ἀντίθετοί του. Καὶ ὅλος ὁ λαὸς
ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ λαμπρὰ καὶ
θαυμαστά ἔργα, ποὺ διαρκῶς ἐγίνετο
ἀπὸ αύτόν. |
18
Ἔλεγε δέ· τίνι ὁμοίᾳ
ἐστὶν ἡ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ,
καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν;
|
18
Ἔλεγε δὲ ὁ Κύριος εἰς τὰ
πλήθη· <μὲ τί εἶναι ὁμοία
ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μὲ τί
νὰ τὴν παρομοιάσω;
|
18
Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν
ἐξ ἀφορμῆς τοῦ λαϊκοῦ ἐκείνου
ἐνθουσιασμοῦ παρουσιάσθη ζωντανὴ ἡ
εἰκὼν τῆς ἑξαπλώσεως καὶ τῆς
ἀναμορφωτικῆς δυνάμεως τῆς βασιλείας, τὴν
ὁποίαν ἦλθε νὰ ἱδρύσῃ. Ἔλεγε
λοιπόν· Πρὸς τί ὁμοιάζει ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διὰ τῆς
Ἐκκλησίας θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ
ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ πρὸς
τί νὰ τὴν παραβάλῳ; |
19
Ὁμοία ἐστὶ κόκκῳ σινάπεως,
ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς
κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε
καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα,
καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
|
19
Εἶναι ὁμοία μὲ ἕνα κόκκον
σιναπιοῦ, τὸν ὁποῖον ἔνας ἄνθρωπος
ἐπῆρε καὶ τὸν ἔσπειρεν εἰς
τὸν κῆπον του· καὶ ἐμεγάλωσε
καὶ ἔγινε δένδρον μεγάλον καὶ
τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐφώλιασαν
εἰς τὰ κλωνάρια του>.(Μικρὰ καὶ
ἀσήμαντος φαίνεται ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ. Θὰ γιγαντωθῇ ὅμως,
θὰ ἀπλωθῇ εἰς ὅλην τὴν
οἰκουμένην καὶ θὰ περιλάβῃ
ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων).
|
19
Εἶναι ὁμοία πρὸς τὸν μικρὸν
σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, ποὺ τὸν ἐπῆρε
κάποιος ἄνθρωπος καὶ τὸν ἐφύτευσεν
εἰς τὸν κῆπον του· καὶ ηὔξησε
καὶ ἔγινε δένδρον μεγάλο, καὶ τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ ἐφώλιασαν εἰς τοὺς
κλάδους του. Ἔτσι καὶ ὁ λόγος τοῦ
εὐαγγελίου τῆς βασιλείας, ἀλλὰ καὶ
αὐτὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἥτις
διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐγκαθιδρύεται ἤδη
ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀφανὴς καὶ
ἀσήμαντος εἰς τὰς ἀρχὰς θὰ
δημιουργήσῃ βαθμηδὸν τεραστίας κατακτήσεις εἰς
τὸν κόσμον καὶ θὰ ἑξακολουθῇ
νὰ παρέχῃ προστασίαν καὶ ἀνάπαυσιν
εἰς τὰς ψυχάς. |
20
Πάλιν εἶπε· τίνι ὁμοιώσω
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;
|
20
Πάλιν εἶπε· <μὲ τί νὰ
παρομοιάσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ;
|
20
Καὶ πάλιν εἶπε· Μὲ τί νὰ παραβάλω
καὶ νὰ παρομοιάσω τὴν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ; |
21
Ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν
λαβοῦσα γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου
σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη
ὅλον. |
21
Εἶναι ὁμοία μὲ προζύμι, ποὺ
τὸ ἐπῆρε μία γυναίκα καὶ
τὸ ἀνακάτεψε εἰς τριάντα καὶ
πλέον κιλὰ ἀλεύρι, ἕως ὅτου
ὅλο τὸ ζυμάρι ἐζυμώθη καὶ
ἔγινε κατάλληλο γιὰ ψωμί.(Ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ φαίνεται μικρά,
ἀλλὰ ἔχει τεραστίαν δύναμιν,
διὰ νὰ ζυμώσῃ σιγά - σιγὰ
καὶ μεταβάλῃ εἰς τὸ καλύτερον
τὴν ἀνθρωπότητα). |
21
Εἶναι ὁμοία πρὸς προζύμιον, τὸ ὁποῖον
ἐπῆρε μία γυναῖκα καὶ τὸ ἔκρυψεν
εἰς μεγάλην ποσότητα ἀλεύρου. Καὶ ἔμεινεν
ἐκεῖ τὸ προζύμιον κρυμμένον, ἕως ὅτου
ἐζυμώθη ὁλόκληρον τὸ ζυμάρι τοῦ ἀλεύρου.
Ἔτσι καὶ ἡ ἐπὶ γῆς βασιλεία
τῶν οὐρανῶν μὲ τὸ κήρυγμα τῆς
πίστεως, δὲν θὰ ἐπιβληθῇ δι’ ἐξωτερικῶν
μέσων δυνάμεως βίας καὶ καταναγκασμοῦ, ἀλλὰ
σὰν ἄλλο προζύμι θὰ εἰσχωρήσῃ
σιγὰ - σιγὰ καὶ θὰ ἀναζυμώσῃ
ὅλην τὴν μᾶζαν τῆς ἀνθρωπότητος.
|
22
Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ
κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος
εἰς Ἱερουσαλήμ. |
22
Καὶ ἐπερνοῦσε μέσα ἀπὸ
πόλεις καὶ χωριὰ διδάσκων τὸ
εὐαγγέλιον, ἐνῶ συγχρόνως ἐξακολουθοῦσε
νὰ κατευθύνεται εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
22
Καὶ περιώδευεν εἰς πόλεις καὶ χωρία διδάσκων,
ἀλλὰ καὶ συγχρόνως ἑξακολουθῶν
νὰ βαδίζῃ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
23
Εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε,
εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι;
Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς·
|
23
Τὸν ἐρώτησε δὲ κάποιος·
<Κύριε, ὀλίγοι τάχα εἶναι
ἐκεῖνοι, ποὺ σῴζωνται;> Ἐκεῖνος
δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς, ποὺ
τὸν ἀκολουθοῦσαν·
|
23
Τὸν ἠρώτησε δὲ κάποιος· Κύριε, εἶναι
ἄραγε ὀλίγοι αὐτοί, ποὺ σώζονται;
Αὐτὸς δὲ ἀποφεύγων νὰ δώσῃ
ἀπάντησιν εἰς ἐρώτημα ἱκανοποιοῦν
ἁπλῆν περιέργειαν καὶ ἐπὶ τὸ
ὠφέλιμον στρέψας τὸν λόγον, τοὺς εἶπε·
|
24
ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς
στενῆς πύλης, ὅτι πολλοί, λέγω
ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καὶ
οὐκ ἰσχύσουσιν.
|
24
<ἀγωνίζεσθε νὰ εἰσέλθετε
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
διὰ της στενὴς πύλης, ἀπὸ τὴν
θύραν καὶ τὸν δρόμον ποὺ ἀπαιτοῦν
κόπους καὶ θυσίας. Σᾶς λέγω
δέ, ὅτι πολλοὶ θὰ ζητήσουν νὰ
μποῦν, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν
ἔχουν σταθερὰν τὴν ἀπόφασιν
νὰ ἀγωνισθοῦν, δὲν θὰ ἠμπορέσουν
νὰ τὸ ἐπιτύχουν.
|
24
Πρέπει νὰ καταβάλλετε προσπαθείας καὶ ἀγῶνας
νὰ ἔμβητε διὰ τῆς στενῆς πύλης,
ἀπαρνούμενοι τὰς κακὰς συνηθείας σας καὶ
τὸν ἁμαρτωλὸν βίον σας. Πρέπει δὲ
νὰ καταβάλλετε τὸν ἀγῶνα αὐτόν,
διότι σᾶς βεβαιῶ, ὅτι πολλοὶ ἔχοντες
χαλαρὰν διάθεσιν θὰ ζητήσουν νὰ ἔμβουν,
καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν
ἀπόφασιν νὰ ἀγωνισθοῦν, δὲν
θὰ ἠμπορέσουν νὰ τὸ ἐπιτύχουν.
|
25
Ἀφ' οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης
καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν,
καὶ ἄρξησθε ἔξω ἐστάναι καὶ
κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε
Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ
ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν,
οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ.
|
25
Ὅταν δὲ κάποτε σηκωθῇ ὁ οἰκοδεσπότης
καὶ κλείσῃ καλὰ τὴν θύραν
καὶ ἀρχίσετε σεῖς νὰ στέκεσθε
ἔξω καὶ νὰ κτυπᾶτε λέγοντες·
Κύριε, Κύριε ἄνοιξέ μας, τότε
θὰ ἀποκριθῇ καὶ θὰ σᾶς
πῇ· Δὲν ξέρω ἀπό ποῦ
εἶσθε. Δὲν σᾶς γνωρίζω καθόλου,
(Ἀνοικτὴ θύρα, διὰ νὰ εἰσέλθωμεν
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Ὅταν ὅμως
τὴν κλείσῃ ὁ θάνατος, μάλιστα
δὲ ἡ δευτέρα παρουσία, τότε
ποτὲ πλέον δὲν θὰ
ξανανοίξῃ διὰ τοὺς ἀμετανοήτους
ἁμαρτωλούς). |
25
Ὅταν δὲ περάσῃ ἡ ὥρα καὶ
σηκωθῇ ὁ οἰκοκύρης τῆς βασιλείας Χριστὸς
καὶ κλείσῃ τὴν θύραν - τοῦτο δὲ
θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ
θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον καὶ κατὰ τὴν
δευτέραν παρουσίαν δι’ ὅλους - καὶ ὅταν
ἀρχίσετε σεῖς νὰ στέκεσθε ἀπ’ ἔξω
καὶ νὰ κτυπᾶτε τὴν θύραν λέγοντες·
Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας· ἐκεῖνος δὲ
θὰ σᾶς ἀπαντήσῃ καὶ θὰ
σᾶς εἴπῃ· δὲν σᾶς ξεύρω
ἀπὸ ποὺ εἶσθε, καὶ δὲν
σᾶς ἐγνώρισα ποτὲ ὡς φίλους καὶ
οἰκείους μου, |
26
Τότε ἄρξεσθε λέγειν· ἐφάγομεν
ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν,
καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν
ἐδίδαξας· |
26
Τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ λέγετε.
Ἐφάγαμε καὶ ἤπιαμε ἐμπρός
σου. Καὶ εἰς τὰς πλατείας μας, ὅπου
ἥμεθα συγκεντρωμένοι, ἐδίδαξες καὶ
σὲ ἠκολουθήσαμεν. |
26
τότε θὰ ἀρχίσετε νὰ λέγετε· ἐφάγαμεν
καὶ ἐπίομεν ἐμπρός σου διότι ἐλάβομεν
μέρος εἰς τὴν θείαν λατρείαν, καὶ ἐδίδαξες
εἰς τὰς πλατείας μας, ὅπου ἤμεθα καὶ
ἡμεῖς ἐκεῖ καὶ σὲ ἠκούσαμεν.
|
27
καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν,
οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ·
ἀπόστητε ἀπ' ἐμοῦ πάντες
οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας.
|
27
Καὶ θὰ πῇ τότε ὁ οἰκοδεσπότης·
Σᾶς λέγω τοῦτο, δὲν ξεύρω ἀπό
ποῦ εἶσθε, φύγετε μακρυὰ ἀπὸ
ἐμὲ ὅλοι ὅσοι ἐπράξατε
ἀδικίας καὶ ἐμείνατε ἀμετανόητοι.
|
27
Καὶ θὰ εἶπῃ τότε ὁ οἰκοδεσπότης·
Σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι δὲν σᾶς ἡξεύρω
ἀπὸ ποὺ εἶσθε καὶ ἀπὸ
ποῖον κατάγεσθε· Δὲν ἐφροντίσατε νὰ
ἀναγεννηθῆτε ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, ὥστε νὰ συγγενεύετε πρὸς ἐμέ.
Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ ὅλοι
σεῖς, ποὺ εἰργάσθητε εἰς τὸν
βίον σας τὴν ἀδικίαν, διότι καὶ αὐτὰ
τὰ χαρίσματά μου τὰ ἐχρησιμοποιήσατε ὄχι
κατὰ τὸ ἰδικόν μου, ἀλλὰ κατὰ
τὸ ἰδικόν σας θέλημα. |
28
Ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ
ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν
ὄψησθε Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακὼβ καὶ πάντας τοὺς
προφήτας ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους
ἔξω, |
28
Ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὴν αἰωνίαν
καταδίκην, θὰ εἶναι ὁ θρῆνος
καὶ τὰ δάκρυα, τὸ τρίξιμο τῶν
δοντιῶν ἀπὸ τὸν ἀνυπόφορον
πόνον, ὅταν θὰ ἴδετε τὸν Ἀβραὰμ
καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν
Ἰακὼβ καὶ ὅλους τοὺς προφήτας
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
σᾶς δὲ νὰ διώχνουν ἔξω.
|
28
Ἐκεῖ, μακρὰν ἀπὸ τὸν Κύριον
καὶ ἔξω τῆς βασιλείας του, θὰ κλαίετε
ἀπαρηγόρητα καὶ ματαίως, καὶ θὰ τρίζετε
τὰ δόντια ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορον
βάσανον, ὅταν θὰ ἴδητε τὸν Ἀβραὰμ
καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν
Ἰακὼβ καὶ ὅλους τοὺς προφήτας
μέσα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ
τοὺς ἑαυτούς σας νὰ ἀποκλείωνται καὶ
νὰ διώχνωνται ἔξω ἀπ’ αὐτήν.
|
29
καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν
καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ
καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται
ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
|
29
Καὶ θὰ ἔρθουν πλῆθος ἄνθρωποι
ἀπὸ τὰ διάφορα σημεῖα τῆς
οἰκουμένης, ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν
καὶ τὴν Δύσιν, ἀπὸ τὸν
Βορρᾶν καὶ τὸ Νότον, καὶ θὰ
παρακαθίσουν ὁλόχαροι εἰς τὸ
τρισμέγιστο τραπέζι τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. |
29
Καὶ θὰ ἔλθουν ἄνθρωποι ἀπὸ
ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ ἀπὸ
τὰ βορεινὰ καὶ μεσημβρινὰ μέρη τοῦ
κόσμου καὶ θὰ παρακαθήσουν σὰν εἰς
ἄλλο πανηγυρικὸν καὶ εὐφρόσυνον τραπέζι
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν,
ἀναπαυόμενοι καὶ ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ
αἰωνίως διὰ τοὺς κόπους καὶ ἀγῶνας,
εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθησαν διὰ
νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν.
|
30
Καὶ ἰδού εἰσιν ἔσχατοι οἳ
ἔσονται πρῶτοι, καὶ εἰσὶ πρῶτοι
οἳ ἔσονται ἔσχατοι.
|
30
Καὶ ἰδοὺ ὅτι κάτι τὸ ἀπροσδόκητον
καὶ παράδοξον θὰ γίνῃ τότε.
Ὑπάρχουν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν
καὶ μεταξύ σας μερικοὶ ποὺ θεωροῦνται
μικροὶ καὶ ἄσημοι, οἱ ὁποῖοι
ἐν τούτοις διὰ τὴν πίστιν καὶ
τὴν ἀρετὴν αὐτῶν θὰ εἶναι
εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ πρῶτοι.
Καὶ ἀντιθέτως μερικοὶ ποὺ θεωροῦνται
πρῶτοι, θὰ εἶναι τελευταῖοι>.(Οἱ
ἁμαρτωλοί ποὺ θὰ μετανοήσουν
καὶ οἱ εἰδωλολάτραι
ποὺ θὰ πιστεύσουν, θὰ καταλάβουν
μεγάλα ἀξιώματα εἰς τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ
τὸν ἰουδαϊκὸν λαόν, ποὺ ἐθεωρεῖτο
ὡς ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ
Θεοῦ, θὰ εἶναι τελευταῖοι).
|
30
Καὶ ἰδοὺ τί ἐκπληκτικὸν θὰ
συμβῇ· εἶναι ἐδῶ μερικοὶ
τελευταῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ
θὰ εἶναι πρῶτοι, καὶ ὑπάρχουν
μερικοί, ποὺ τώρα εἶναι πρῶτοι, οἱ
ὁποῖοι ἐκεῖ θὰ εἶναι τελευταῖοι.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς
δηλαδή, ποὺ φαίνονται τώρα τελευταῖοι, λόγῳ
τοῦ ὅτι δὲν κατάγονται ἀπὸ τοὺς
Πατριάρχας, μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν
ὑπακοήν, ποὺ θὰ δείξουν εἰς τὸν
Χριστόν, θὰ γίνουν πρῶτοι. Καὶ πολλοὶ
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἀποτελοῦν
τώρα τὸν ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ
καὶ φαίνονται πρῶτοι, ἕνεκα τῆς ἀπιστίας
των πρὸς τὸν Χριστὸν θὰ γίνουν τελευταῖοι.
|
31
Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ
προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες
αὐτῷ· ἔξελθε καὶ πορεύου
ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει
σε ἀποκτεῖναι. |
31
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
ἦλθαν πρὸς αὐτὸν μερικοὶ Φαρισαῖοι,
οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν
νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν,
τοῦ εἶπαν· <ἔβγα ἀπὸ
τὰ ὅρια τῆς χώρας αὐτῆς
καὶ φύγε ἀπὸ ἐδῶ, διότι
ὁ ἡρῴδης θέλει νὰ σὲ θανατώσῃ>.
|
31
Κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἦλθαν
μερικοὶ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι
ἐκ φθόνου ἐπεδίωκον νὰ διακόψουν τὸ
ἔργον τοῦ Ἰησοῦ καὶ νὰ
ἐκφοβίσουν τοὺς ἀκολούθους του, ἤθελαν
δὲ καὶ νὰ εὐαρεστήσουν εἰς τὸν
Ἡρῴδην, ὁ ὁποῖος ἐθεώρει
ἐπικίνδυνον διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν
παρουσίαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ μέρη
τῆς δικαιοδοσίας του, καὶ εἶπαν πρὸς
αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν
νὰ φύγῃ· Ἔβγα ἀπὸ τὰ
ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Ἡρῴδου
καὶ πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὁ
Ἡρῴδης θέλει νὰ σὲ φονεύσῃ.
|
32
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες
εἴπατε τῇ ἀλώπεκι ταύτῃ·
ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ
ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ
αὔριον, καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι·
|
32
Καὶ εἶπε εἰς αὐτούς· <πηγαίνετε
καὶ πέστε εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν,
ποὺ εἶναι πονηρὸς καὶ δόλιος
σὰν τὴν ἀλεποῦ, ὅτι ὀλίγον
καιρὸν θὰ μείνω ἀκόμη ἐδῶ,
ἐπειδὴ ἐγὼ ἔχω κανονίσει
ἔτσι καὶ ὄχι διότι φοβοῦμε αὐτόν.
Ἰδοὺ σήμερον καὶ αὔριον, ὀλίγας
ἀκόμη ἡμέρας, διώχνω δαιμόνια
καὶ κάνω θεραπείας καὶ ἔπειτα
φθάνω εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς
καὶ τοῦ ἔργου μου. |
32
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε
καὶ εἴπατε εἰς τὸν ἄνθρωπον
αὐτόν, ποὺ ἔχει τὴν πονηρίαν καὶ
δολιότητα τῆς ἀλεποῦς· Εἶναι μετρημέναι
αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς μου. Ἰδοὺ
σήμερον καὶ αὔριον πράττω εὐεργετικὰ
καὶ κοινῆς ὠφελείας ἔργα, βγάζω δαιμόνια
καὶ κάνω θεραπείας καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν,
πολὺ σύντομα δηλαδή, φθάνω εἰς τὸ τέλος
τοῦ ἔργου μου καὶ τῆς ζωῆς μου.
|
33
πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον,
καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι,
ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι
ἔξω Ἱερουσαλήμ.
|
33
Ἀλλὰ αὐτὲς τίς ἡμέρες
πρέπει νὰ μείνω καὶ θὰ μείνω
ἐδῶ καὶ κατόπιν θὰ προχωρήσω
πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου θὰ
σταυρωθῷ. Δὲν θὰ μὲ φονεύσῃ
ἐδῶ ὁ Ἡρώδης, διότι δὲν
εἶναι πιθανὸν προφήτης νὰ θανατωθῇ
ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
33
Ἂς μὴ ἐνοχλῆται ὅμως ὁ
Ἡρῴδης καὶ ἂς μὴ προχωρῇ
εἰς ἀπειλάς. Δὲν θὰ μὲ φονεύσῃ
αὐτός. Ἐγὼ πρέπει σύμφωνα μὲ τὴν
ἀπόφασιν τοῦ Πατρός μου σήμερον καὶ αὔριον,
τὰς ὀλίγας δηλαδὴ ἀκόμη ἡμέρας
μου νὰ τὰς ζήσω καὶ δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ ματαιώσῃ τὴν βουλὴν
τοῦ Θεοῦ. Καὶ κατὰ τὰς ἀκολούθους
ἡμέρας πρέπει, συμμορφούμενος πρὸς τὴν θείαν
βουλήν, νὰ μεταβῶ εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ
νὰ ἀποθάνω ὄχι ἐδῶ, ὅπως
ἀπειλεῖ ὁ Ἡρῴδης, ἀλλ’
ἐκεῖ. Διότι δὲν εἶναι ἐνδεχόμενον
καὶ πιθανὸν προφήτης νὰ φονευθῇ ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
34
Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα
τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς
ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν ! Ποσάκις
ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα
σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς
νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ
οὐκ ἠθελήσατε!
|
34
Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, πόλις
ἁμαρτωλὴ καὶ ἀμετανοήτη, ποὺ
φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς
ἐκείνους ποὺ σοῦ ἔστειλεν ὁ
Θεός! Πόσες φορὲς ἠθέλησα νὰ
περιμαζέψω μὲ στοργὴν τὰ τέκνα
σου, ὅπως μαζεύει κάτω ἀπό τὶς
φτεροῦγες της ἡ ὄρνις τὰ μικρὰ
πουλιά της, καὶ δὲν ἠθελήσατε.
|
34
Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ταλαίπωρε καὶ ἀξιοθρήνητε
πόλις ! σὺ ποὺ φονεύεις τοὺς προφήτας καὶ
λιθοβολεῖς ἐκείνους, ποὺ σοῦ ἀπέστειλεν
ὁ Θεός ! Πόσας φορὰς ἠθέλησα νὰ συμμαζεύσω
τὰ παιδιά σου μὲ στοργὴν παρομοίαν πρὸς
ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν περιμαζεύει
ἡ ὄρνιθα τὸ πλῆθος τῶν μικρῶν
πουλιῶν της κάτω ἀπὸ τὰ πτερά της,
καὶ δὲν ἠθελήσατε ! |
35
Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ
οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Λέγω δὲ
ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ με ἴδητε
ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε·
εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι Κυρίου. |
35
Ἰδοὺ ἀφίνεται πρὸς τιμωρίαν
σας ἔρημη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ
ἀπροστάτευτη ἡ πόλις σας μὲ
τὸν ναόν της. Σᾶς διαβεβαιώνω δὲ
ὅτι δὲν θὰ μὲ ἴδετε, ἕως
ὅτου ἔλθῃ καιρὸς καὶ πῆτε
μὲ μετάνοιαν καὶ συντριβήν· Εὐλογημένος
εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ἐν
ὀνόματι Κυρίου καὶ ὡς ἀντιπρόσωπος
τοῦ Κυρίου>.
|
35
Ἰδοὺ πρὸς τιμωρίαν σας ἀφίνεται ἔρημος
καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεόν,
εἰς μόνας τὰς ἰδικάς σας χεῖρας, ὁ
οἶκος σας, δηλαδὴ ἡ πόλις σας μὲ τὸν
ναόν της. Σᾶς λέγω δέ, ὅτι δὲν θὰ
μὲ ἴδετε πλέον. Ἕως ὅτου μετανοήσετε
καὶ πιστεύσετε, ὁπότε συγκαταριθμούμενοι εἰς
τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου θὰ εἴπετε
δι’ ἐμέ· Εὐλογημένος εἶναι αὐτός,
ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος του καὶ ἀντιπρόσωπός
του. |