Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
λεγε
δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ·
ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, ὃς
εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος διεβλήθη
αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα
αὐτοῦ. |
λεγε
δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ
ἄλλην παραβολήν, διὰ να καταδικάσῃ
τὴν φιλαργυρίαν, ἀπὸ τὴν ὁποία
ἐκυριαρχοῦντο οἱ Φαρισαῖοι· <ἕνας
ἄνθρωπος, εἶπε, ἦτο πλούσιος καὶ
εἶχε διαχειριστὴν εἰς τὴν περιουσίαν
του. Καὶ αὐτὸς ὁ διαχειριστὴς
κατηγορήθηκε εἰς τὸν κύριον, ὅτι
τοῦ διασκορπίζει καὶ σπαταλᾷ τὴν
περιουσίαν του. |
ἱ
Φαρισαῖοι ὅμως κατείχοντο καὶ ἀπὸ
ἄλλην κακίαν. Ἦσαν φιλάργυροι καὶ κατεκράτουν
τὸν πλοῦτον ἐγωϊστικῶς διὰ μόνον
τὸν ἑαυτόν τους. Εἶπε λοιπὸν ὁ
Κύριος πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ τὴν
ἀκόλουθον παραβολήν, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ,
πῶς πρέπει ὁ καθένας νὰ χρησιμοποιῇ
τὸν πλοῦτον· Ἦτο κάποιος ἄνθρωπος
πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐπιστάτην
καὶ διαχειριστὴν τῆς περιουσίας του. Καὶ
τὸν ἐπιστάτην αὐτὸν κατηγόρησαν εἰς
τὸν κύριόν του, ὅτι διασκορπίζει καὶ σπαταλᾷ
τὴν περιουσίαν του. |
2
Καὶ φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ·
τί τοῦτο ἀκούω περί σου; Ἀπόδος
τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου,
οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν.
|
2
Καὶ ὁ κύριος τὸν ἐφώναξε
καὶ τοῦ εἶπε· Τί εἶναι
αὐτὸ ποὺ ἀκούω ἐναντίον
σου; Δός μου λογαριασμὸν τῆς διαχειρίσεώς
σου, διότι δὲν ἠμπορεῖς πλέον
νὰ εἷσαι διαχειριστής μου. |
2
Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐφώναξεν ὁ
κύριος, τοῦ εἶπε· Τί εἶναι αὐτό,
ποὺ ἀκούω διὰ σέ; Δῶσε μου λογαριασμὸν
τῆς διαχειρίσεώς σου, διότι δὲν θὰ ἠμπορέσῃς
πλέον εἰς τὸ μέλλον νὰ εἶσαι διαχειριστὴς
καὶ ἐπιστάτης. |
3
Εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος·
τί ποιήσω, ὅτι ὁ κύριός
μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν
ἀπ' ἐμοῦ; Σκάπτειν οὐκ ἰσχύω,
ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι·
|
3
Εἶπε δὲ ἀπὸ μέσα του ὁ
οἰκονόμος· Τί νὰ κάμω τώρα,
ποὺ μοῦ ἀφαιρεῖ ὁ κύριός
μου τὴν διαχείρισιν; Νὰ σκάπτω δὲν
ἠμπορῶ, νὰ ζητιανεύω ἐντρέπομαι.
|
3
Εἶπε δὲ καθ’ ἑαυτὸν ὁ οἰκονόμος·
Τί νὰ κάμω, διότι ὁ κύριός μου παίρνει τὴν
διαχείρισιν ἀπὸ ἐμέ; Νὰ σκάπτω εἱς
τὰ χωράφια δὲν ἡμπορῶ νὰ ζητιανεύω
ἐντρέπομαι. |
4
ἔγνων τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ
ἐκ τῆς οἰκονομίας, δέξωνταί
με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν.
|
4
Εὑρῆκα τί θὰ κάμω, ὥστε
ὅταν θὰ μὲ διώξουν ἀπὸ
τὴν διαχείρισιν καὶ ἀπὸ τὸ
σπίτι τοῦ κυρίου μου, νὰ μὲ
δεχθοῦν ἄλλοι γνωστοί μου ἄνθρωποι
εἰς τὰ σπίτια των. |
4
Εὗρον καὶ ἀπεφάσισα τί νὰ κάμω, διὰ
νὰ μὲ δεχθοῦν ἄνθρωποι εἰς τὰ
σπίτια των καὶ μὲ φιλοξενήσουν, ὅταν θὰ
ἀποπεμφθῶ ἀπὸ τὴν διαχείρισιν.
|
5
Καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν
χρεωφειλετῶν τοῦ κυρίου ἔλεγε τῷ
πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ
τῷ κυρίῳ μου;
|
5
Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε καθένα
ἀπὸ τοὺς χρεωφειλέτας τοῦ κυρίου
του χωριστά, εἶπε εἰς τὸν πρῶτον·
Πόσα χρεωστᾷς σὺ εἰς τὸν κύριόν
μου; |
5
Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε τοὺς χρεωφειλέτας
τοῦ κυρίου του τὸν καθένα χωριστά, εἶπεν
εἰς τὸν πρῶτον· Πόσον ὀφείλεις
σὺ εἰς τὸν κύριόν μου;
|
6
Ὁ δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους
ἐλαίου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ·
δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας
ταχέως γράψον πεντήκοντα.
|
6
Ἐκεῖνος δὲ ἀπήντησεν· Τρισήμισυ
περίπου χιλιάδες κιλὰ λάδι. Καὶ
τοῦ εἶπε ὁ διαχειριστής· Πάρε
τὸ γραμμάτιόν σου, κάθισε καὶ
γράψε γρήγορα ὅτι χρεωστᾷς τὰ
μισά. |
6
Αὐτὸς δὲ εἶπεν· ἑκατὸν
μισοβάρελα λάδι, δηλαδὴ 2.700 ὀκάδες περίπου.
Καὶ ὁ διαχειριστὴς τοῦ εἶπε·
Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ ἀφοῦ καθίσῃς
γράψε γρήγορα πενήντα μισοβάρελα. |
7
Ἔπειτα ἑτέρῳ εἶπε· σὺ
δὲ πόσον ὀφείλεις; Ὁ δὲ
εἶπεν ἑκατὸν κόρους σίτου. Καὶ
λέγει αὐτῷ· δέξαι σου τὸ
γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα.
|
7
Ἔπειτα δὲ εἶπε εἰς ἄλλον·
Σὺ πόσα χρεωστᾷς; Ἐκεῖνος δὲ
ἀπήντησε· τεσσερεσήμισυ καὶ πλέον
χιλιάδες κιλὰ σιτάρι. Καὶ ὁ
διαχειριστὴς του εἶπε· Πάρε τὸ
γραμμάτιόν σου καὶ γράψε ὅτι
χρεωστᾷς τρισήμισυ χιλιάδες κιλά.
|
7
Ἔπειτα εἶπεν εἰς ἄλλον χρεοφειλέτην·
Σὺ δὲ πόσα χρεωστεῖς; Αὐτὸς
δὲ τοῦ εἶπεν· ἑκατὸν σάκκους
σιτάρι τῶν τριανταὲξ ὀκάδων, δηλαδὴ
3.600 ὀκάδες. Καὶ τότε τοῦ εἶπεν ὁ
διαχειριστής· Πάρε τὸ γραμμάτιόν σου καὶ
ἀντὶ ἑκατὸν γράψε ὀγδοήκοντα.
Ἔτσι ὁ διαχειριστὴς ἠδίκησε μὲν
τὸν κύριόν του, ὡς πρὸς τὸν ἑαυτόν
του ὅμως ἐφέρθη φρόνιμα καὶ συνετά.
|
8
Καὶ ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν
οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὅτι
φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ
υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου
φρονιμώτεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς
τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν
ἑαυτῶν εἰσι. |
8
Καὶ ὁ κύριος ἐπῄνεσε τὸν
ἄδικον καὶ ἀναξιόπιστον αὐτὸν
διαχειριστήν, διότι εἰς τὴν περίστασιν
αὐτὴν ἐνήργησε ἄδικα μέν,
ἀλλὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του
συνετά>. Καὶ ἐπρόσθεσεν ὁ
Κύριος· <οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι
τοῦ κόσμου τούτου, προκειμένου νὰ
ἐξασφαλίσουν τὰ συμφέροντά των,
ἀποδεικνύονται εἰς τὴν γενεάν
των συνετώτεροι καὶ προνοητικώτεροι ἀπὸ
τὰ τέκνα τοῦ φωτός, ἀπὸ
ἐκείνους ποὺ ἔχουν φωτισθῆ ἀπὸ
τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ.
|
8
Καὶ ὁ κύριος ἐπῄνεσε τὸν διαχειριστήν,
ὄχι βέβαια διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ
τοῦ ἔκαμε, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν
τὸν ἀποκαλεῖ οἰκονόμον τῆς ἀδικίας,
ἀλλὰ διότι ἐνήργησε φρόνιμα καὶ προβλεπτικὰ
διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἂς μὴ φανῇ
δὲ εἰς κανένα παράδοξον, ὅτι ὁ οἰκονόμος
αὐτὸς ἐνήργησε τόσον φρόνιμα, διότι οἱ
ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι προσκολλημένοι εἰς
τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, προκειμένου νὰ
ἑξασφαλίσουν τὰ ἐπίγεια συμφέροντά των,
ἀποδεικνύονται προνοητικώτεροι κατὰ τὴν
συμπεριφοράν των καὶ τὰς σχέσεις των πρὸς
τοὺς ἀνθρώπους τῆς τάξεως καὶ ἐποχῆς
τῶν περισσότερον παρ’ ὅσον εἶναι φρόνιμοι
καὶ προνοητικοὶ διὰ τὴν ἐπιδίωξιν
καὶ ἑξασφάλισιν τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν
οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐφωτίσθησαν
ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔγιναν
υἱοὶ φωτός. |
9
Κἀγὼ ὑμῖν λέγω· ποιήσατε
ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ
τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε,
δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους
σκηνάς. |
9
Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω τοῦτο·
μιμηθῆτε εἰς τὸν τρόπον τῆς
ἐνεργείας τὸν ἄδικον οἰκονόμον.
Ὅσοι ἔχετε μεγάλας περιουσίας, αἱ
ὁποῖαι κατὰ κανόνα ἀποκτῶνται
μὲ ἀδικίας, ἀφοῦ μετανοήσετε,
κάμετε ἔργα καλὰ μὲ τὰ χρήματα
αὐτὰ τῆς ἀδικίας, ἀποκτήσατε
φίλους μὲ τὰς ἀγαθοεργίας σας,
ὥστε οἱ φίλοι σας αὐτοὶ νὰ
σᾶς ὑποδεχθοῦν εἰς τὴν αἰωνίαν
ζωήν, ὅταν φύγετε ἀπὸ τὸν
κόσμον αὐτόν. |
9
Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω, ὅπως ἐγκαίρως
ἐφρόντισεν ὁ ἄδικος αὐτὸς διαχειριστὴς
νὰ ἑξασφαλίσῃ τὴν φιλίαν τῶν
ὀφειλετῶν τοῦ κυρίου του, ἔτσι καὶ
σεῖς φροντίσατε νὰ κάμετε διὰ τὸ καλόν
σας φίλους ἀπὸ τὸν πλοῦτον, ποὺ
εἶναι ἄδικος, διότι αἱ μεγάλαι περιουσίαι
μὲ ἀδικίαν ἐπισωρεύονται καὶ ἀδικίαν
μεγάλην διαπράττει αὐτός, ποὺ μόνον διὰ
τὸν ἑαυτόν του κατακρατεῖ τὰ πλούτη.
Κάμετε λοιπὸν καὶ σεῖς φίλους ἀπὸ
τὸν ἄδικον μαμωνᾶν ἀγαθοεργοῦντες
καὶ εὐεργετοῦντες τοὺς ὁμοίους
σας, ὥστε, ὅταν ἀποθάνετε, νὰ σᾶς
ὑποδεχθοῦν οἱ φίλοι αὐτοὶ εἰς
τὰς αἰωνίους σκηνὰς τοῦ Παραδείσου.
|
10
Ὁ πιστὸς ἐν ἐλαχίστῳ καὶ
ἐν πολλῷ πιστός ἐστι, καὶ ὁ
ἐν ἐλαχίστῳ ἄδικος καὶ
ἐν πολλῷ ἄδικός ἐστιν.
|
10
Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πιστὸς εἰς
τὸ ἐλάχιστον, εἰς τὰ ὑλικὰ
δηλαδὴ ἀγαθὰ ποὺ θὰ χρησιμοποιῇ
πρὸς ἀγαθοεργίας, αὐτὸς εἶναι
πιστὸς καὶ εἰς τὰ περισσότερα,
εἰς τὰ πνευματικὰ δηλαδὴ καὶ
οὐράνια ἀγαθά. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ εἶναι ἄδικος καὶ εἰς τὰ
ἐλάχιστα, εἶναι ἄδικος καὶ ἀναξιόπιστος
καὶ εἰς τὸν πολὺν καὶ ἀνεκτίμητον
πνευματικὸν πλοῦτον. |
10
Σεῖς σκορπίζοντες εἰς ἀγαθοεργίας τὰ
πλούτη σας, δὲν θὰ ὁμοιάζετε πρὸς
τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας, ὁ
ὁποῖος μὲ κλοπὰς καὶ καταχρήσεις
εἰς βάρος τοῦ κυρίου του ἐπρονόησε νὰ
κάμῃ φίλους. Θὰ ἀποδειχθῆτε διὰ
τῆς εὐεργετικῆς διαθέσεως τοῦ πλούτου
τίμιοι καὶ ἀξιόπιστοι διαχειρισταὶ καὶ
οἰκονόμοι τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς
ἐνεπιστεύθη τὸν ὑλικὸν πλοῦτον.
Ἐκεῖνος δέ, ποὺ εἶναι ἀξιόπιστος
εἰς τὸν ὑλικὸν πλοῦτον, ὁ
ὁποῖος ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ
οὐράνια ἀγαθὰ εἶναι κάτι ἐλάχιστον
καὶ τιποτένιον, αὐτὸς εἶναι πιστὸς
καὶ εἰς τὸν οὐράνιον πλοῦτον,
ὁ ὁποῖος εἶναι πολύς. Καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ εἶναι ἄδικος εἰς τὸ ἐλάχιστον,
ἄδικος καὶ ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης θὰ
εἶναι καὶ εἰς τὸν πολὺν καὶ
ἀνεκτίμητον πλοῦτον. |
11
Εἰ οὖν ἐν τῷ ἀδίκῳ
μαμωνᾷ πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε,
τὸ ἀληθινόν τίς ὑμῖν πιστεύσει;
|
11
Ἐὰν λοιπὸν εἰς τὸν ἄδικον
μαμωνᾶν, εἰς τὸν φθαρτὸν καὶ
προσωρινὸν πλοῦτον, ποὺ παρασύρει
εἰς ἀδικίαν, δὲν ἐφανήκατε
ἀξιόπιστοι, τὸν ἀληθινὸν καὶ
αἰώνιον πλοῦτον τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, ποιὸς θὰ σᾶς τὸν
ἐμπιστευθῇ; |
11
Ἐὰν λοιπὸν εἰς τὸν ἄδικον
μαμωνᾶν δὲν ἐφάνητε ἀξιόπιστοι καὶ
τίμιοι, ἀλλὰ διεχειρίσθητε αὐτὸν ἐγωϊστικῶς
καὶ παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ποὺ σᾶς τὸν ἐνεπιστεύθη, τὸν
ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον πλοῦτον
τῆς βασιλείας ποῖος θὰ σᾶς τὸν
ἐμπιστευθῇ; Οὐδείς. |
12
Καὶ εἰ ἐν τῷ ἀλλοτρίῳ
πιστοὶ οὐκ ἐγένεσθε, τὸ ὑμέτερον
τίς ὑμῖν δώσει; |
12
Καὶ ἐὰν εἰς τὸν ὑλικὸν
καὶ ξένον πρὸς τὴν πνευματικήν
σας φύσιν ἄδικον μαμωνᾷν δὲν ἐφανήκατε
ἀξιόπιστοι, τὸν πνευματικὸν πλοῦτον
τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς προώρισεν
ὡς ἰδικάν σας κτῆμα, ποιὸς θὰ
σᾶς τὸν δώσῃ; |
12
Καὶ ἐὰν εἰς τὸν ὑλικὸν
πλοῦτον, ποὺ εἶναι ξένος πρὸς τὴν
πνευματικήν σας φύσιν καὶ ποὺ δὲν γίνεται
ποτὲ σταθερὸν καὶ αἰώνιον κτῆμα
ἐκείνου, ποὺ μόνον προσωρινῶς τὸν
ἀπέκτησε, δὲν ἐφάνητε ἄξιοι ἐμπιστοσύνης,
τὸν πνευματικὸν πλοῦτον, ποὺ ἡτοίμασεν
ὁ Θεὸς διὰ νὰ γίνῃ αἰώνιον
κτῆμα ἰδικόν σας, ποῖος θὰ σᾶς
τὸν δώσῃ; Οὐδείς. |
13
Οὐδεὶς οἰκέτης δύναται δυσί
κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν
ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει,
ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ
ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε
Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. |
13
Κανένας ὑπηρέτης δὲν ἠμπορεῖ
νὰ ὑπηρετῇ συγρόνως δύο κυρίους.
Διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν
ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν
ἄλλον, ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς
τὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσῃ
τὸν ἄλλον. Δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ εἷσθε συγχρόνως δοῦλοι τοῦ
Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾷ>. |
13
Μὴ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ
τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι δυνατὸν
καὶ εἰς τὸν πλοῦτον νὰ εἶσθε
προσκολλημένοι καὶ εἰς τὸν Θεὸν νὰ
δουλεύετε. Κανεὶς ὑπηρέτης δὲν ἠμπορεῖ
νὰ εἶναι δοῦλος συγχρόνως εἰς δύο
κυρίους. Διότι, ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα
καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον·
ἢ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὸν ἕνα
καὶ θὰ καταφρονήσῃ τὸν ἄλλον.
Ἢ θὰ μισήσῃ τὸν πλοῦτον καὶ
θὰ ἀγαπήσῃ τὸν Θεόν, ἢ θὰ
προσκολληθῇ εἰς τὸν πλοῦτον καὶ
θὰ καταφρονήσῃ τὸν Θεόν. Δὲν δύνασθε
νὰ εἶσθε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ
Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ.
|
14
Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ
Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες, καὶ
ἐξεμυκτήριζον αὐτόν. |
14
Οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ὡς
γνωστὸν ἦσαν φυλάργυροι, ἤκουσαν ὅλα
αὐτὰ καὶ τὸν ἐνέπαιζαν.(Αὐτοὶ
ἐπίστευαν ὅτι τὰ πλούτη εἶνα
τιμητικὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς
αὐτούς). |
14
Ἤκουον δὲ ὅλα αὐτὰ οἱ
Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν φιλάργυροι,
καὶ τὸν περιέπαιζον, διότι ἐφρόνουν, ὅτι
τὰ πλούτη των ἐδόθησαν εἰς αὐτοὺς
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς ἀνταμοιβὴν
τῆς δικαιοσύνης των. |
15
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς
ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτοὺς
ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὁ
δὲ Θεὸς γινώσκει τὰς καρδίας
ὑμῶν· ὅτι τὸ ἐν ἀνθρώποις
ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ. |
15
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· <σεῖς
εἶσθε ποὺ παρουσιάζετε τὸν εὐατόν
σας δίκαιον ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων·
ὁ Θεὸς ὅμως γνωρίζει τὰς καρδίας
σας. Διότι αὐτὸ ποὺ παρουσιάζετε
μὲ τὴν ὑποκρισίαν ὡς ὑψηλόν,
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
γνωρίζει κατὰ βάθος τὰ πράγματα,
εἶναι βδελυκτὸν καὶ μισητόν.
|
15
Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Σεῖς
εἶσθε, ποὺ κατορθώνετε νὰ παρουσιάζεσθε
δίκαιοι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους·
ὁ Θεὸς ὅμως γνωρίζει τὰς καρδίας σας
καὶ τὸ ἐσωτερικόν σας καὶ σᾶς
ἀποστρέφεται· διότι αὐτό, ποὺ μεταξὺ
τῶν ἀνθρώπων ἐμφανίζεται διὰ τῆς
ὑποκρισίας καὶ ἐπιδείξεως ὑψηλὸν
καὶ ἄξιον τιμῆς, εἶναι σιχαμάρα καὶ
ἀηδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
16
Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως
Ἰωάννου· ἀπὸ τότε ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται
καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται.
|
16
Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται μέχρι
τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ἐπαιδαγώγησαν
τοὺς ἀνθρώπους· καὶ τώρα
ἔχουν παραχωρήσει τὴν θέσιν
των εἰς τὴν ἐποχὴν τῆς χάριτος.
Διότι ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ
Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ κηρύσσεται
φανερὰ καὶ ὄχι συνεσκιασμένα τὸ
χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ. Καὶ καθένας, ποὺ ποθεῖ
τὴν σωτηρίαν του, βιάζει τὸν εὐατόν
του νὰ ἐνταχθῇ εἰς αὐτήν.
|
16
Φροντίσατε λοιπὸν νὰ δικαιωθῆτε καὶ
νὰ ὑψωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
καὶ μάλιστα τώρα, ὁπότε ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν ἐγκαθιδρύεται ἐπὶ τῆς
γῆς. Ἤρχισεν ἄλλη ἐποχὴ τώρα.
Ὁ νόμος μὲ τὰς προτυπώσεις καὶ προεικονίσεις
του καὶ οἱ προφῆται μὲ τὰς προφητείας
των μέχρι τοῦ Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν, καὶ
πραγματοποιοῦνται ὅλα αὐτὰ τώρα. Ἀπὸ
τὴν ἐποχὴν δὲ τοῦ Ἰωάννου
καταγγέλλεται φανερὰ τὸ χαρμόσυνον κήρυγμα τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ κάθε ἄνθρωπος
φρόνιμος καὶ συνετὸς βιάζει τὸν ἑαυτόν
του καὶ σπεύδει νὰ ἔμβῃ εἰς
αὐτήν. |
17
Εὐκοπώτερον δέ ἐστι τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ
νόμου μίαν κεραίαν πεσεῖν.
|
17
Εἶναι εὐκολώτερον ὁ οὐρανὸς
καὶ ἡ γῆ νὰ περάσουν καὶ
νὰ καταστραφοῦν, παρὰ ἕνα κόμμα,
καὶ ἡ παραμικροτέρα δηλαδὴ ἐντολὴ
τοῦ νόμου, νὰ ἀχρηστευθῇ καὶ
χάσῃ τὸ κῦρος της.
|
17
Μὴ φαντασθῆτε ὅμως, ὅτι ἐπειδὴ
ἐπληρώθησαν καὶ ἐπραγματοποιήθησαν πλέον
αἱ προτυπώσεις καὶ προεικονίσεις τοῦ νόμου,
ἔπαυσαν νὰ ἰσχύουν καὶ αἱ ἠθικαὶ
διατάξεις του. Εἶναι εὐκολώτερον ὁ οὐρανὸς
καὶ ἡ γῆ νὰ περάσουν καὶ νὰ
καταστραφοῦν, παρὰ ἔστω καὶ ἕνα
κόμμα, δηλαδὴ ἡ μικροτάτη ἀπὸ τὰς
ἐντολὰς νὰ πέσῃ καὶ νὰ
χάσῃ τὸ κῦρος της. |
18
Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν
μοιχεύει, καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην
ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει.
|
18
Τώρα ὁ νέος νόμος τοῦ Θεοῦ
ἐφαρμόζεται αὐστηρότερον. Καθένας
ποὺ χωρίζει τὴν γυναῖκα του καὶ
νυμφεύεται ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν.
Καὶ καθένας ποὺ νυμφεύεται γυναῖκα
διαζευγμένην ἀπὸ τὸν ἄνδρα της,
διαπράττει μοιχείαν. |
18
Τώρα ὁ νόμος θὰ ἐφαρμοσθῇ αὐστηρότερον
παρ’ ὅσον κατὰ τοὺς πρὸ ἐμοῦ
χρόνους. Ἀπόδειξις τούτου ὅτι ὅποιος χωρίζει
τώρα τὴν γυναῖκα του καὶ λαμβάνει εἰς
γάμον ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν· καὶ ὅποιος
λαμβάνει εἰς γάμον γυναῖκα διαζευγμένην ἀπὸ
ἄνδρα, διαπράττει μοιχείαν. |
19
Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ
ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον
εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς.
|
19
Εἰδικώτερα δὲ διὰ τὸν πλοῦτον
ἀκούσατε καὶ αὐτὴν τὴν
παραβολήν· Ἕνας ἄνθρωπος ἦτο
πλούσιος καὶ ἐφοροῦσε κόκκινον
πανάκριβον ἔνδυμα καὶ λευκόν, λινόν
πολυτελῆ χιτῶνα. Καὶ κάθε ἡμέρα
ηὐφραίνετο μὲ πολυδάπανα λαμπρὰ
συμπόσια. |
19
Καὶ διὰ νὰ συνεχίσω τὴν διδασκαλίαν
περὶ τῆς καλῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ
πλούτου, σᾶς λέγω καὶ τὴν ἀκόλουθον
παραβολήν. Ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος
καὶ ἐφόρει βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ’
ἔξω ἐνεδύετο μάλλινον ροῦχον κόκκινον καὶ
πανάκριβον. Ἀπὸ μέσα δὲ ἐφόρει λευκὸν
χιτῶνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτόν αἰγυπτιακὸν
λινάρι. Καὶ διεσκέδαζε εἰς πλούσια συμπόσια κάθε
ἡμέραν μεγαλοπρεπῶς. |
20
Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος,
ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα
αὐτοῦ ἠλκωμένος |
20
Ἐζοῦσε δὲ τότε καὶ κάποιος
πτωχὸς ὀνάματι Λάζαρος, ὁ ὅποιος
ἦτο παραπεταμένος κοντὰ εἰς τὴν
μεγάλην ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου,
γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς.
|
20
Ἦτο δὲ καὶ κάποιος πτωχός, ποὺ ἐλέγετο
Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦτο πεταγμένος πλησίον
τῆς ἐξώπορτας τοῦ πλουσίου, γεμᾶτος
ἀπὸ πληγάς. |
21
καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ
τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ
της τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ
καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον
τὰ ἕλκῃ αὐτοῦ. |
21
Καὶ αὐτὸς ἐπιθυμοῦσε νὰ
χορτάσῃ τὴν πεῖνα του ἀπὸ
τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπιπταν ἀπὸ
τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Καὶ
σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά,
οἱ σκύλοι ἔγλειφαν τὰς πληγὰς
τοῦ γυμνοῦ σχεδὸν σώματός του.
|
21
Καὶ ἐπεθύμει νὰ χορτασθῇ ἀπὸ
τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπιπταν ἀπὸ
τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλὰ σὰν
νὰ μὴ ἔφθανεν ἡ στέρησις αὐτή,
ἐπειδὴ ἦτο σχεδὸν καὶ γυμνός,
ἤρχοντο καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλυφαν
τὰς πληγάς του. Παρ’ ὅλα δὲ αὐτὰ
ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ
στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὰν λέξῃ
παραπόνου κατὰ τοῦ πλουσίου, ἢ γογγυσμόν
τινα κατὰ τοῦ Θεοῦ. |
22
Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν
πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν
ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν
κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε
δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
|
22
Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ
πτωχὸς καὶ νὰ μεταφερθῇ ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους εἰς τὰς ἀγκάλας
τοῦ Ἀβραάμ, εἰς τὸν παράδεισον
δηλαδὴ ὅπου ὁ Ἀβραὰμ μαζῆ
μὲ τοὺς δικαίους ἀναπαύονται
καὶ εὐφραίνονται. Ἐπέθανε δὲ
καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη
μὲ πολλὴν μεγαλοπρέπειαν. Ἡ ψυχή
του ὅμως κατέβηκε εἰς τὸν Ἅδην.
|
22
Συνέβη δὲ νὰ ἀποθάνῃ ὁ πτωχὸς
καὶ νὰ μεταφερθῇ οὗτος ἀπὸ
τοὺς ἀγγέλους εἰς τὰς ἀγκάλας
τοῦ Ἀβραάμ, διὰ νὰ εὔρη ἀνάπαυσιν
εἰς αὐτὰς ἐν μέσῳ τοῦ
Παραδείσου. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος
καὶ ἐτάφη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
μεγαλοπρεπῶς, χωρὶς νὰ φανοῦν πουθενὰ
ἄγγελοι ἀγαθοὶ δι’ αὐτόν.
|
23
Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων
ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ
ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν
τοῖς κόλποις αὐτοῦ. |
23
Καὶ εἰς τὸν Ἅδην ὅπου ἐβασανίζετο,
ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει
τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ
καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τὰς ἀγκάλας
του. |
23
Καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾅδου ἐσήκωσε
τὰ μάτια του, ἐνῶ ἐβασανίζετο, καὶ
βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ
καὶ τὸν Λάζαρον νὰ εἶναι εἰς
τοὺς κόλπους του. |
24
Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε·
πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν
μὲ καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ
τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ
ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν
μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ
ταύτῃ. |
24
Καὶ αὐτός, ποὺ τόσην ἀδιαφορίαν
καὶ σκληρότητα εἶχε δείξει, ὅταν
ζοῦσε εἰς τὴν γῆν, ἐφώναξε
τώρα καὶ εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ,
σπλαγχνίσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον
νὰ βρέξῃ τὴν ἄκρη ἀπὸ
τὸ δάκτυλο του εἰς τὸ νερὸ καὶ
νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσαν μου,
διότι πονῶ φοβερὰ μέσα εἰς τὴν
βασανιστικὴν αὐτὴν φλόγα τοῦ
Ἅδου. |
24
Καὶ αὐτός, ποὺ εἰς τὴν γῆν
τὰ εἶχεν ὅλα καὶ δὲν παρεκάλε
κανένα νὰ τὸν βοηθήσῃ, ἐφώναξε τώρα
καὶ εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, κάμε ἔλεος
εἰς ἐμέ· λυπήσου με· καὶ στεῖλε
τὸν Λάζαρον νὰ βάψῃ τὸ ἄκρον
τοῦ δακτύλου του εἰς τὸ νερὸ καὶ
νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσαν μου, διότι
τυραννοῦμαι καὶ πονῶ μέσα εἰς αὐτὴν
τὴν φλόγα. |
25
Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον,
μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ
ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ
Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά·
νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ
δὲ ὀδυνᾶσαι·
|
25
Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Τέκνον,
θυμήσου, ὅτι σὺ ἀπήλαυσες μὲ
τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου εἰς
τὴν ζωήν σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως
ἐδοκίμασε τὰ κακὰ τῆς φτώχειας
καὶ τῆς ἀσθενείας. Τώρα δὲ
αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ
εὐφραίνετε διὰ τὴν ὑπομονήν,
ποὺ ἔδειξε εἰς τὸν καιρὸν τῆς
θλίψεώς του, σὺ δὲ κατὰ λόγον
δικαιοσύνης βασανίζεσαι διὰ τὴν φιλαυτίαν
σου καὶ τὴν σκληρότητα της καρδίας
σου. |
25
Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Παιδί μου,
ἐνθυμήσου ὅτι σὺ ἔλαβες μὲ τὸ
παραπάνω τὰ ἀγαθά σου, ὅταν ἔζης εἰς
τὴν γῆν. Καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως
ἀπήλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας καὶ
τῆς ἀσθενείας. Τώρα ὅμως ἐδῶ
ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται δι’ αὐτά, ποὺ
συνεχῶς ἄλλοτε ὑπέφερε, σὺ δὲ
πονεῖς καὶ βασανίζεσαι χωρὶς διακοπήν, ὅπως
ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς ἦτο καὶ
ἡ ἐπὶ τῆς γῆς εὐτυχία
σου. |
26
καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ
ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα
ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες
διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ
δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς
ἡμᾶς διαπερῶσιν. |
26
Καὶ ἐπὶ πλέον μεταξὺ τοῦ
τόπου, ποὺ εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ
τοῦ τόπου ποὺ εἶσθε
σεῖς, ἔχει στηριχθῆ μέγα καὶ
ἀνυπέρβλητον χάσμα, ὥστε ἐκεῖνοι
ποὺ θέλουν νὰ περάσουν ἀπὸ
ἐδῶ εἰς σᾶς νὰ μὴ ἠμποροῦν
οὔτε καὶ αὐτοί, ποὺ εἶναι
εἰς τὸ μέρος σας νὰ μὴν ἠμποροῦν
νὰ περάσουν πρὸς ἡμᾶς.
|
26
Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά,
ποὺ σοῦ εἶπα, ἔχει ἐπὶ
πλέον στηριχθῇ μεγάλο βάραθρον μεταξύ μας, ὥστε
ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν νὰ περάσουν ἀπ’
ἐδῶ πρὸς σᾶς, νὰ μὴ ἠμποροῦν
νὰ διαβοῦν, οὔτε αὐτοί, ποὺ
εἶναι ἀπ’ ἐκεῖ, νὰ ἠμποροῦν
νὰ διαπεράσουν πρὸς ἡμᾶς.
|
27
Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε,
πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·
|
27
Εἶπε δὲ ὁ πλούσιος· Τότε
σὲ παρακαλῶ, πάτερ, νὰ στείλῃς
τὸν Λάζαρον εἰς τὸ πατρικό μου
σπίτι, |
27
Εἶπε δὲ ὁ πλούσιος· Ἀφοῦ
μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπὶς
διὰ πάντα μὴ μετανοήσαντα κατὰ τὴν
ἐπὶ γῆς ζωήν του, σὲ παρακαλῶ
λοιπόν, πάτερ, νὰ στείλῃς τὸν Λάζαρον εἰς
τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. |
28
ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς·
ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα
μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς
τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
|
28
διότι ἔχω ἐκεῖ πέντε ἀδελφούς,
στεῖλε τον νὰ τοὺς διαβεβαιώσῃ
δι' αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν ἐδῶ,
ὥστε νὰ μὴ καταντήσουν καὶ αὐτοὶ
εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῶν βασάνων.
|
28
Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς· στεῖλε τον
νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὡς αὐτόπτης
μάρτυς περὶ αὐτῶν, ποὺ συμβαίνουν
ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν
καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν
τῆς τιμωρίας καὶ τῶν βασάνων, ποὺ
εὑρίσκομαι ἐγώ. |
29
Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι
Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν
αὐτῶν. |
29
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ·
Ἔχουν τὸν Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας·
ἂς ἀκούσουν αὐτῶν τὰς
μαρτυρίας. |
29
Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ·
Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας,
ποὺ τοὺς βεβαιώνουν δι’ αὐτά. Ἂς ἀκούσουν
ἐκείνους. |
30
Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ
Ἀβραάμ, ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ
νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς,
μετανοήσουσιν. |
30
Ἐκεῖνος δὲ εἶπε· ὄχι, πάτερ
Ἀβραάμ, δὲν θὰ προσέξουν τὴν
μαρτυρίαν τοῦ Μωϋσέως καὶ τῶν
προφητῶν. Ἀλλὰ ἐὰν κανεὶς
ἀπὸ τοὺς πεθαμένους ὑπάγῃ
πρὸς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν.
|
30
Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ὄχι,
πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν εἰς
τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας. Ἐὰν
ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς πεθαμένους ἀνθρώπους
ὑπάγῃ εἰς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν.
|
31
Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως
καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν
ἀναστῇ πεισθήσονται. |
31
Εἶπε δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ·
ἐὰν δὲν ἀκούσουν τὸν Μωϋσέα
καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν
καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ
κάποιος ἐκ νεκρῶν>. (Ὅταν λείπῃ
ἡ καλὴ διάθεσις οὔτε καὶ τὸ
μεγαλύτερον θαῦμα ἠμπορεῖ νὰ
ὁδηγήσῃ εἰς πίστιν καὶ
μετάνοιαν). |
31
Εἶπεν ὅμως εἰς αὐτὸν ὁ
Ἀβραάμ· Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν
καλὴν διάθεσιν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν
Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ
πεισθοῦν καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀναστηθῇ
κάποιος ἐκ νεκρῶν· διότι, ὅταν ἡ
πρώτη των ἐντύπωσις ἐκ τῆς ἀναστάσεως
ταύτης παρέλθῃ, θὰ ἐπανέλθουν πάλιν εἰς
τὴν προτέραν των σκληρότητα. |